61991C0328

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 27ης Ιανουαρίου 1993. - SECRETARY OF STATE FOR SOCIAL SECURITY ΚΑΤΑ EVELYN THOMAS ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: HOUSE OF LORDS - ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ. - ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ - ΠΑΡΟΧΕΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ - ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-328/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-01247


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

1. To House of Lords υπέβαλε στο Δικαστήριο τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (1) (στο εξής: οδηγία).

Ειδικότερα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί να μάθει αν η διάκριση στην οποία προβαίνει η βρετανική ρύθμιση μεταξύ ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο της χορηγήσεως ορισμένων παροχών αναπηρίας δικαιολογείται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', της σχετικής οδηγίας, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της "τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για την χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές" (2). Η υπόθεση που μας απασχολεί αφορά ακριβώς το πεδίο εφαρμογής της επιτρεπομένης από τη διάταξη αυτή παρεκκλίσεως όσον αφορά τις "άλλες παροχές" κοινωνικής ασφαλίσεως, ήτοι τις παροχές πλην των συντάξεων γήρατος και των συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου.

2. Οι "άλλες παροχές" για τις οποίες γίνεται λόγος εν προκειμένω είναι το επίδομα βαριάς αναπηρίας (severe disablement allowance, στο εξής: SDA) και το επίδομα περιθάλψεως αναπήρου (invalid care allowance, στο εξής: ICA). Πρόκειται για παροχές οι οποίες δεν στηρίζονται στην καταβολή εισφορών, προβλέπονται δε από τον Social Security Act (νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως) του 1975, όπως τροποποιήθηκε από τον Health and Social Security Act (νόμος περί υγείας και κοινωνικής ασφαλίσεως) του 1984, και καταβάλλονται σε άτομα που έχουν καταστεί ανίκανα προς εργασία (άρθρο 36) και σε άτομα που ασχολούνται με την περίθαλψη ενός βαριά αναπήρου (άρθρο 37), αντιστοίχως.

Το άρθρο 36, παράγραφος 4, στοιχείο d, και το άρθρο 37, παράγραφος 5, του ιδίου νόμου αποκλείουν ωστόσο από τις παροχές αυτές τα άτομα τα οποία έχουν συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως (η οποία, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, είναι για τις γυναίκες το 60ό έτος και για τους άνδρες το 65ο έτος), εκτός εάν τα άτομα αυτά είχαν δικαίωμα στην καταβολή των παροχών αυτών αμέσως πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής.

3. Ακριβώς βάσει των ανωτέρω διατάξεων ο Adjudication Officer αρνήθηκε στις Thomas, Morley, Beard, Cooze και Murphy (απόφαση η οποία επικυρώθηκε στη συνέχεια από τα αρμόδια Social Security Appeal Tribunals) τη χορήγηση του SDA και του ΙCA. Πράγματι, μολονότι οι γυναίκες αυτές αναγκάστηκαν να παύσουν να εργάζονται διότι κατέστησαν οι ίδιες ανίκανες προς εργασία (Thomas και Morley) ή προκειμένου να μπορέσουν να περιθάλψουν βαριά αναπήρους (Beard, Cooze και Murphy), είχαν ήδη υπερβεί την ηλικία συνταξιοδοτήσεως κατά τον χρόνο που υπέβαλαν τις αιτήσεις τους και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν δικαίωμα επί των παροχών αυτών αμέσως πριν συμπληρώσουν την ηλικία αυτή. Στην πραγματικότητα, ορισμένα από τα άτομα αυτά συνέχισαν να εργάζονται αφού συμπλήρωσαν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και, στη συνέχεια, έπαυσαν να εργάζονται λόγω είτε της δικής τους αναπηρίας (Thomas και Morley) είτε της αναπηρίας άλλου προσώπου (Beard), ενώ οι Cooze και Murphy είχαν ήδη σταματήσει να εργάζονται πριν συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, ακριβώς όμως για να μπορέσουν να περιθάλψουν ανάπηρο συγγενή στον οποίο, ωστόσο, είχε αναγνωριστεί το δικαίωμα παροχής αναπηρίας σε μεταγενέστερη ημερομηνία από την ημερομηνία κατά την οποία οι εν λόγω γυναίκες συμπλήρωσαν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

Με εξαίρεση την προσφυγή της Morley, η οποία απορρίφθηκε, οι προσφυγές που άσκησαν οι άλλες γυναίκες κατά της αρνήσεως χορηγήσεως του SDA ή του ICA έγιναν δεκτές από τον αρμόδιο Social Security Commissioner. To Court of Appeal απέρριψε στη συνέχεια τις εφέσεις που άσκησε ο Υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις υποθέσεις που αφορούσαν τις Thomas, Cooze, Beard και Μurphy και δέχθηκε την έφεση της Morley.

4. Eπιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο Υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της αποφάσεως του Court of Appeal, το House of Lords υπέβαλε στο Δικαστήριο τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

α) Ποιό είδος συνδέσμου πρέπει να υφίσταται μεταξύ μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως και της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α, της οδηγίας ένα μέτρο που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις;

β) Πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας και βάσει ποίων κριτηρίων, για να καθοριστεί αν η δυνατότητα λήψεως (η οποία εισάγει δυσμενή διάκριση) μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως είναι η συνέπεια του καθορισμού ηλικίας συνταξιοδοτήσεως διαφορετικής για τους άνδρες και τις γυναίκες;

γ) Μπορεί ένα κράτος μέλος να επικαλείται στατιστικά στοιχεία για να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών ή να στηρίζεται στη σχετική παρέκκλιση ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία μια γυναίκα μπορεί να αποδείξει ότι, μολονότι έχει υπερβεί την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, στην πραγματικότητα δεν λαμβάνει καμιά παροχή;

δ) Υποχρεώνει η οδηγία 79/7 κράτος μέλος το οποίο έχει διατηρήσει ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφορετική για τους άνδρες και τις γυναίες να εφαρμόζει το ίδιο όριο ηλικίας (το ανώτατο όριο) για τη χορήγηση των παροχών αναπηρίας;

5. Με το πρώτο ερώτημα το Δικαστήριο καλείται επομένως να αποφανθεί ως προς την έκταση εφαρμογής της παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', οσάκις περιέχει τη φράση "συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές". Ειδικότερα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η φράση αυτή περιλαμβάνει: α) τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για να για να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνιση των σχετικών με τις "άλλες παροχές" συστημάτων προς τα συστήματα που αφορούν τις συντάξεις γήρατος και τις συντάξεις λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου, χωρίς να προκαλούν καταστάσεις μη δίκαιες, ανακόλουθες ή παράλογες β) τις διατάξεις τις οποίες το κράτος έχει συνδέσει, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια και ενεργώντας σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, με τις διατάξεις που αφορούν τα συστήματα συντάξεων γήρατος και συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου ή, τέλος, γ') άλλες διατάξεις.

Παρατηρώ εκ προοιμίου ότι δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι οι ενδιαφερόμενες εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ότι τα από τον νόμο προβλεπόμενα υπό εξέταση συστήματα εμπίπουν στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και ότι οι διατάξεις που αποκλείουν τις γυναίκες που έχουν ήδη υπερβεί την ηλικία συνταξιοδοτήσεως από τις επίμαχες παροχές εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Επομένως, για να εξακριβωθεί αν το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να ζητήσουν και να λάβουν το SDA ή το ICA μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας, ενώ οι άνδρες έχουν τη δυνατότητα αυτή μέχρι την ηλικία των 65 ετών, συνιστά συνέπεια του καθορισμού διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και για τις γυναίκες, πρέπει, καταρχάς, να αναζητηθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος ο οποίος πρέπει να υφίσταται μεταξύ μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως και της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, δηλαδή ο σύνδεσμος βάσει του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ότι η εισάγουσα διακρίσεις διάταξη, η οποία αφορά την επίμαχη παροχή, συνιστά συνέπεια της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως υπό την έννοια και για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας.

6. Οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι πρέπει να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και των άλλων παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως (που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις), οι οποίες αποτελούν συνέπεια της συμπληρώσεως της ηλικίας αυτής: ωστόσο, οι απόψεις διαφέρουν όσον αφορά το περιεχόμενο του εν λόγω αιτιώδους συνδέσμου.

Οι αναιρεσίβλητες και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η εν λόγω παρέκκλιση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ευρέως και υποκειμενικώς, αλλά τουναντίον πρέπει να περιλαμβάνει μόνον τις συνέπειες, για άλλες παροχές, οι οποίες συνδέονται κατ' ανάγκη και αντικειμενικώς με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Εν εναντία περιπτώσει, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν, μονομερώς, να συνδέουν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως με τη δυνατότητα λήψεως παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως άλλου είδους, πράγμα το οποίο θα είχε ως συνέπεια να τους παρέχει την ευχέρεια να επεκτείνουν τις διακρίσεις που στηρίζονται στο φύλο.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι ένα κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να συνδέει τη χορήγηση μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως με την ηλικία (διαφορετική) συνταξιοδοτήσεως, όταν το πράττει εντός ευλόγων ορίων και τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας. Λαμβάνοντας ως βάση τη σκέψη ότι, καθόσον χρόνο υφίστανται διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως, δεν θα είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί απολύτως ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά ορισμένες άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι αντιθέτως θα υφίστανται εν πάση περιπτώσει πάντοτε διακρίσεις ή, έστω, ανωμαλίες, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Bασιλείου υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι ένα κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να επιλέξει, μεταξύ των διαφορετικών δυνατών λύσεων, εκείνη την οποία θεωρεί ως την πλέον κατάλληλη και την πλέον ικανοποιητική για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει το ασφαλιστικό του σύστημα. Η κυβέρνηση αυτή αποδεικνύει, ως εκ τούτου, μέσω σειράς παραδειγμάτων, ότι διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών θα υφίσταντο ακόμη και αν γινόταν δεκτό κοινό όριο ηλικίας για τη δυνατότητα λήψεως των εν λόγω παροχών (3) και προσθέτει ότι δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αντιρρήσεις η ακριβής έννοια της αναγκαίας συνέπειας. Από το σύνολο των σκέψεων αυτών συνάγει ότι ακριβώς η αδυναμία να βρεθούν λύσεις που δεν ενέχουν οποιαδήποτε διάκριση συνιστά το σύνδεσμο μεταξύ της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και των επιμάχων παροχών αναπηρίας.

7. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, υπενθυμίζω, πρώτον, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι η κατάργηση των διακρίσεων που στηρίζονται στο φύλο αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων την τήρηση των οποίων έχει ως αποστολή να διασφαλίζει (4) και ότι έχει επιπλέον διευκρινίσει ότι, "κατά τον καθορισμό της έκτασης κάθε παρέκκλισης από ένα ατομικό δικαίωμα όπως η ισότητα μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών (...) πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, αποτελούσα μέρος των γενικών αρχών του δικαίωου που συνιστούν τη βάση της κοινοτικής έννομης τάξης. Η αρχή αυτή απαιτεί όπως οι παρεκκλίσεις να μη υπερβαίνουν τα όρια των ενεργειών που είναι κατάλληλες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού (...)" (5). Επομένως, όπως είπε το Δικαστήριο, η εξαίρεση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', πρέπει να ερμηνευθεί στενά (6).

8. Πλέον πρόσφατα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του ζητήματος που μας απασχολεί, με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, Equal Opportunities Commission (7), η οποία αφορούσε τις διακρίσεις εις βάρος των ανδρών που απορρέουν από το γεγονός ότι οι άνδρες καταβάλλουν εισφορές επί μακρότερο χρονικό διάστημα από τις γυναίκες, για σύνταξη του ιδίου ύψους τούτο δε ακριβώς λόγω της διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες. Με την ευκαιρία αυτή, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι διακρίσεις που έχουν σχέση με την έκταση της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών δεν μπορούν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', παρά μόνο "σε περίπτωση κατά την οποία θα προέκυπτε ότι είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκει η οδηγία, παρέχοντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να ορίζουν διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες απ' ό,τι για τις γυναίκες" (σκέψη 13).

Αφού υπενθύμισε ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν περιοδικώς σε επανεξέταση των εξαιρεθέντων θεμάτων (άρθρο 7, παράγραφος 2) και να ενημερώνουν την Επιτροπή για τους λόγους που δικαιολογούν την ενδεχόμενη διατήρηση των υφισταμένων εξαιρέσεων (άρθρο 8, παράγραφος 2), το Δικαστήριο ασχολήθηκε στη συνέχεια με τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία προβλέποντας την επίμαχη εξαίρεση. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο τόνισε ότι, καίτοι οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας δεν διευκρινίζουν τον λόγο υπάρξεως των προβλεπομένων παρεκκλίσεων, από τη φύση των εξαιρέσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας μπορεί να συναχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να επιτρέψει στα κράτη μέλη να διατηρήσουν προσωρινώς, όσον αφορά τις συντάξεις, τα πλεονεκτήματα που έχουν αναγνωριστεί στις γυναίκες, ώστε αυτά να μπορέσουν να προβούν προοδευτικώς στην τροποποίηση, ως προς το σημείο αυτό, των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων χωρίς να διαταραχθεί η περίπλοκη οικονομική ισορροπία των συστημάτων αυτών, η σπουδαιότητα της οποίας δεν μπορεί να παραγνωριστεί (σκέψη 15).

9. Οι σκέψεις που ανέπτυξε το Δικαστήριο και που μόλις υπομνήσθηκαν δεν αφορούν προφανώς τις συνέπειες που απορρέουν, για άλλες παροχές, από μια διαφορά ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αλλά τις διακρίσεις σχετικά με την έκταση της υποχρεώσεως καταβολής των εισφορών εν όψει της συντάξεως και του υπολογισμού της. Εντούτοις, είναι επίσης προφανές ότι, δεδομένου ότι ο σκοπός της παρεκκλίσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία α', είναι να επιτραπεί η προσωρινή διατήρηση των πλεονεκτημάτων που αναγνωρίζονται στις γυναίκες στον τομέα των συντάξεων, προκειμένου να καταστεί δυνατόν για τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν προοδευτικά το σημείο αυτό (υπό την έννοια ότι θα καταλήξουν στον καθορισμό ενιαίας ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και για τις γυναίκες), ενδεχόμενες διακρίσεις σχετικές με άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως δεν συνιστούν συνέπεια απορρέουσα από τη διαφορά ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και κατά συνέπεια δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως (αναλόγως προς ό,τι έκρινε το Δικαστήριο για τις σχετικές με τις περιόδους καταβολής εισφορών διακρίσεις) παρά μόνον καθόσον είναι αναγκαίες για να επιτρέπουν στα κράτη μέλη να διατηρούν προσωρινώς σε ισχύ διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως χωρίς να διαταράσσουν ουσιωδώς την περίπλοκη ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, ιδίως από οικονομικής απόψεως (όπως στην περίπτωση των εισφορών στον τομέα της συνταξιοδοτήσεως), αλλά και όσον αφορά τη συνοχή ολοκλήρου του συστήματος.

10. Επανέρχομαι στις παροχές που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.'Οπως επισημάνθηκε ήδη, το SDA και το ICA είναι παροχές που δεν στηρίζονται στην καταβολή εισφορών, των οποίων η χορήγηση επομένως δεν εξαρτάται από καταβληθείσες εισφορές και οι οποίες ως εκ τούτους, από την άποψη αυτή, δεν επηρεάζουν τους καθορισμένους οικονομικούς μηχανισμούς. Γενικότερα, δεν θεωρώ δυνατόν να υποστηριχθεί η άποψη ότι ο σύνδεσμος που υφίσταται μεταξύ της διαφοράς ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και των εν λόγω παροχών είναι αναγκαίος για τη διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας ολοκλήρου του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

Πράγματι, οι ισχυρισμοί της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις σημαντικές οικονομικές συνέπειες που απορρέουν, για παράδειγμα, από τον καθορισμό κοινού ορίου ηλικίας για τους άνδρες και τις γυναίκες (65 έτη) ανατρέπονται στη συνέχεια από το γεγονός ότι, δυνάμει των Social Security (Overlapping Benefits) Regulations (κανονιστική απόφαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως - σώρευση παροχών) του 1979, το ποσόν της παροχής αναπηρίας η οποία αντικαθιστά το εισόδημα μπορεί να αφαιρεθεί από το ποσόν της συντάξεως γήρατος. Βεβαίως, εν αντιθέσει προς τις συντάξεις γήρατος, οι παροχές αναπηρίας δεν φορολογούνται τούτο όμως δεν επηρεάζει τόσο την οικονομική ισορροπία του συστήματος των συντάξεων, αλλά μάλλον το γεγονός ότι οι επίμαχες παροχές, χορηγούμενες σε γυναίκες ηλικίας από 60 έως 65 ετών, θα φορολογηθούν εν μέρει, εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατηγορία ηλικίας.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογράμμισε επίσης ότι θα υπήρχε αύξηση των οικονομικών βαρών, εφόσον άτομα τα οποία, κατά κανόνα, δεν θα δικαιούνταν συντάξεως, θα μπορούσαν ωστόσο να αξιώσουν μία από τις επίμαχες παροχές αναπηρίας. Νομίζω ότι δύο παρατηρήσεις αρκούν ως προς το σημείο αυτό. Η πρώτη έγκειται στην επισήμανση ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για άτομα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7. Η δεύτερη έγκειται στην επισήμανση ότι, καίτοι είναι απολύτως δυνατόν ορισμένα άτομα τα οποία δεν έχουν καταβάλει επαρκείς εισφορές ώστε να λαμβάνουν σύνταξη, να δύνανται να λαμβάνουν κάποια από τις επίμαχες παροχές, αληθεύει επίσης, όπως επισημαίνει η Επιτροπή χωρίς να αντικρούεται από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι, στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω άτομα δεν θα λαμβάνουν την ενίσχυση του εισοδήματος η οποία χορηγείται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, στα άτομα που έχουν ανεπαρκή μέσα συντηρήσεως.

11. Δεν νομίζω επίσης ότι μπορεί να υποστηριχθεί εύλογα ότι η χορήγηση των εν λόγω παροχών σε γυναίκες που έχουν ήδη υπερβεί την ηλικία συνταξιοδοτήσεως μπορεί να επηρεάσει τη συνοχή του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ειδικότερα, το γεγονός * το οποίο προβάλλει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου * ότι οι επίμαχες παροχές χορηγούνται για να αντικαταστήσουν την απώλεια εισοδήματος λόγω της επελεύσεως του κινδύνου για τον οποίο προβλέπονται, δεν είναι καθοριστικό, καθόσον μάλιστα το γεγονός ότι η γυναίκα θα αποκτούσε το δικαίωμα συντάξεως πριν από τον άνδρα δεν σημαίνει ότι, προκειμένου περί του κοινοτικού δικαίου, μπορεί να υποχρεωθεί να παύσει να εργάζεται πριν από τον άνδρα. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι προβλέπεται διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να εμποδίσει τις γυναίκες να εργάζονται όσο και οι άνδρες (8). Εξάλλου, το ίδιο το βρετανικό σύστημα καθιστά δυνατή τη διατήρηση κανονικής απασχολήσεως και την αναβολή της ημερομηνίας συνταξιοδοτήσεως μέχρι το πολύ πέντε έτη μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως [συγκεκριμένα, το άρθρο 27, παράγραφος 5, του Social Security Act (νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως) του 1975 προβλέπει ότι ο εργαζόμενος θεωρείται ότι συνταξιοδοτήθηκε πέντε έτη μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως]. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από διάφορα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, σχεδόν το 20% των γυναικών εξακολουθεί να εργάζεται μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

Τούτο ακριβώς συμβαίνει με τις αναιρεσίβλητες της κυρίας δίκης: εξακολούθησαν να εργάζονται αφού συμπλήρωσαν την ηλικία των 60 ετών, μετά δε τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής επήλθε η αναπηρία ή η ανάγκη περιθάλψεως αναπήρου. Βεβαίως, πρόκειται για περιορισμένες αριθμητικώς περιπτώσεις, καθόσον, κατά γενικό κανόνα, οι γυναίκες σταματούν να εργάζονται κατά τον χρόνο συμπληρώσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, αλλά πρόκειται ωστόσο για μια πραγματικότητα η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη. Δεν είναι επομένως δίκαιο να αντιμετωπίζονται όλες οι γυναίκες ως εάν είχαν σταματήσει να εργάζονται κατά τον χρόνο που συμπλήρωσαν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, με αποτέλεσμα να τίθενται σε δυσμενή θέση οι γυναίκες ακριβώς οι οποίες εξακολουθούν να εργάζονται αφού συμπλήρωσαν την ηλικία των 60 ετών.

12. Υπό το φως των προηγουμένων σκέψεων, φρονώ επομένως ότι η διάκριση που εισάγει η βρετανική νομοθεσία στον τομέα των παροχών αναπηρίας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνέπεια απορρέουσα από τον καθορισμό διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας, παρά μόνον εφόσον είναι αναγκαία για να διασφαλίσει τη συνοχή και την οικονομική ισορροπία του συστήματος των συντάξεων, προϋπόθεση η οποία δεν φαίνεται να πληρούται στην υπό κρίση υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει, λαμβάνοντας υπόψη τα παρασχεθέντα στοιχεία, αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή.

13. Η λύση στην οποία κατέληξα όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, καθιστά, κατά τη γνώμη μου περιττή την ειδική απάντηση στα τρία υπόλοιπα ερωτήματα, τα οποία θα εξετάσω πολύ συνοπτικά.

14. Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν, και ενδεχομένως βάσει ποίων κριτηρίων, η αρχή της αναλογικότητας θα έπρεπε να εφαρμόζεται σε περίπτωση όπως η υπό κρίση. Παρατηρώ συναφώς ότι, καίτοι αληθεύει ότι με την προαναφερθείσα απόφαση Johnston το Δικαστήριο έκρινε ότι "κατά τον καθορισμό της έκτασης κάθε παρέκκλισης από ένα ατομικό δικαίωμα, όπως η (...) ισότητα μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας", αληθεύει επίσης ότι, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, η αρχή αυτή δεν έχει ανεξάρτητη νομική αξία ώστε να εξακριβωθεί ποιές συνέπειες συνδέονται αντικειμενικά με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως (9). Παρέλκει επομένως η απάντηση στo δεύτερο ερώτημα.

15. 'Οσον αφορά το τρίτο ερώτημα, σχετικά με τη σημασία των στατιστικών δεδομένων, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, όπως προκύπτει απ' όσα ανέφερα ήδη στο πλαίσιο της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, καθόσον το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως είναι ατομικό δικαίωμα, δεν είναι δυνατόν να γίνουν γενικεύσεις μη λαμβάνουσες υπόψη το γεγονός ότι πολλές γυναίκες εξακολουθούν να εργάζονται αφού συμπληρώσουν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Γενικότερα, παρατηρείται στη συνέχεια ότι, όπως μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (10) στον τομέα της ίσης μεταχειρίσεως, διακρίσεις εις βάρος του ενός ή του άλλου φύλου δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από στατιστικά δεδομένα. Επομένως, κατ' αρχήν, δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση της εξαιρέσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας με μοναδική βάση τη συμπεριφορά του μεγαλυτέρου αριθμού ατόμων που εμπίπτουν σε δεδομένη κατηγορία.

16. Τέλος, με το τελευταίο ερώτημα, το House of Lords ερωτά αν, στην περίπτωση όπου η εθνική νομοθεσία προβλέπει την ύπαρξη διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες, η οδηγία 79/7 επιβάλλει στο κράτος μέλος να εφαρμόζει, όσον αφορά το σύστημα των παροχών αναπηρίας, το ανώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως (εν προκειμένω, το όριο των 65 ετών). Περιορίζομαι να παρατηρήσω συναφώς ότι, εν όψει των σκοπών της οδηγίας και ειδικότερα εν όψει του άρθρου της 4, σημασία έχει οι γυναίκες να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση (11).

Υπ' αυτό το πρίσμα, η χορήγηση των επιμάχων παροχών αναπηρίας, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, σε όλα τα άτομα ηλικίας κάτω των 65 ετών (κοινή ηλικία) θα μπορούσε να εξαρτάται από τον όρον ότι πρόκειται για άτομα τα οποία δεν λαμβάνουν σύνταξη γήρατος ή δεν έχουν ακόμη υποβάλει σχετική αίτηση. Το ζήτημα που απασχολεί την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά την οποία η χορήγηση των παροχών αυτών θα στηριζόταν έτσι σε πλάσμα δικαίου, δεδομένoυ ότι δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι η ενδιαφερόμενη γυναίκα θα είχε εξακολουθήσει να εργάζεται εάν δεν είχε επέλθει η αναπηρία, δεν μου φαίνεται να δικαιολογεί ανησυχία. Τουναντίον, το πλάσμα δικαίου έγκειται μάλλον στο γεγονός ότι θεωρείται ως "συνταξιοδοτηθείσα" μια γυναίκα η οποία, αντιθέτως, εξακολουθεί να εργάζεται αφού συμπλήρωσε την ηλικία των 60 ετών και η οποία στη συνέχεια παύει να εργάζεται λόγω της αναπηρίας της ή της αναπηρίας άλλου ατόμου, με την περίθαλψη του οποίου ασχολείται.

Πρόταση

17. Υπό το φως των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το House of Lords:

"1) To άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι, εάν ένα κράτος μέλος προβλέπει διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων λόγω συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου, η διάταξη αυτή επιτρέπει, προκειμένου για τίς άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, μόνον τις διακρίσεις που συνδέονται κατ' ανάγκη και αντικειμενικά με τη διαφορά ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

2) Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ δεν επιτρέπει στο κράτος μέλος να επικαλείται μόνο στατιστικά δεδομένα σχετικά με τον ενεργό πληθυσμό για να δικαιολογήσει διαφορές στη μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα άλλων παροχών πλην των συντάξεων γήρατος και λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου.

3) Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη να υποβάλλουν στην ίδια μεταχείριση τα άτομα διαφορετικού φύλου τα οποία βρίσκονται στην ίδια κατάσταση και, κατά συνέπεια, να εφαρμόζει, ενδεχομένως, το ίδιο όριο ηλικίας για τη χορήγηση των παροχών αναπηρίας."

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

(1) * ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160.

(2) * Η υπογράμμιση του χωρίου είναι δική μου.

(3) * Ειδικότερα, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εμμένει στις διακρίσεις που θα υφίσταντο όσον αφορά τις πιστώσεις που χορηγούνται στους δικαιούχους των παροχών αυτών προκειμένου να καταβάλουν τις συνταξιοδοτικές εισφορές στο δημόσιο σύστημα και στο γεγονός ότι ο καθορισμός ανωτάτου ορίου ηλικίας θα κατέληγε σε ανωμαλίες, υπό την έννοια ότι παροχές που δεν στηρίζονται σε καταβολή εισφορών, όπως αυτές που εξετάζονται στην υπό κρίση υπόθεση, θα χορηγούνταν υπό ευνοϊκότερους όρους από τις παροχές που στηρίζονται στην καταβολή εισφορών.

(4) * Βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 1978, 149/77, Defrenne (Racc. 1978, σ. 1365, σκέψεις 26 και 27).

(5) * Απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 38).

(6) * Βλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall (Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 36), και 262/84, Beets-Proper (Συλλογή 1986, σ. 773, σκέψη 38).

(7) * C-9/91, Συλλογή 1992, σ. I-4297.

(8) * Υπενθυμίζω συναφώς την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1983, 163/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η εθνική διάταξη που προβλέπει ότι οι εργαζόμενες, καίτοι πληρούν τις προϋποθέσεις του δικαιώματος συντάξεως γήρατος, μπορούν να επιλέξουν να εξακολουθήσουν να εργάζονται μέχρι να συμπληρώσουν το ίδιο όριο ηλικίας που προβλέπεται για τους άνδρες, θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους όρους εργασίας (Συλλογή 1983, σ. 3273, σκέψη 9). Βλ. επιπλέον τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn στην υπόθεση Marshall (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση, Συλλογή 1983, σ. 723, 725).

(9) * Βλ. συναφώς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven στην υπόθεση Equal Opportunities Commission (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση, Συλλογή 1992, σ. Ι-4297, Ι-4318).

(10) * Βλ. ειδικότερα την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-184/89, Nimz (Συλλογή 1991, σ. Ι-297, σκέψη 14), καθώς και την απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, C-229/89, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1991, σ. Ι-2205).

(11) * Δεν είναι περιττό να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά παγία νομολογία, η κατηγορία που υφίσταται δυσμενή διάκριση δικαιούται, εν αναμονή επεμβάσεως του νομοθέτη, να τυγχάνει της ίδιας μεταχειρίσεως και να υπάγεται στο ίδιο καθεστώς με την άλλη κατηγορία η οποία βρίσκεται στην ίδια κατάσταση (βλ., μεταξύ άλλων απόφαση της 13ης Μαρτίου 1991, C-377/89, Cotter και McDermott (Συλλογή 1991, σ. Ι-1155, σκέψη 18).