61991C0327

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 16ης Δεκεμβρίου 1993. - ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ/ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ - ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ - ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-327/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-03641
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00047
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00047


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Με την υπό κρίση προσφυγή, η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί την ακύρωση, σύμφωνα με το άρθρο 33 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 173, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, της συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου τους περί ανταγωνισμού που υπεγράφη στην Ουάσιγκτων στις 23 Σεπτεμβρίου 1991 και ετέθη σε ισχύ την ίδια ημέρα.

Η προσφυγή της Γαλλικής Κυβερνήσεως, υπέρ της οποίας έχουν παρέμβει η Ολλανδική και η Ισπανική Κυβέρνηση, ερείδεται κατ' ουσίαν στο γεγονός ότι η συμφωνία συνήφθη κατά παράβαση των κοινοτικών κανόνων περί αρμοδιότητας όσον αφορά τη σύναψη συμφωνιών, συγκεκριμένα του άρθρου 228 της Συνθήκης. Εξάλλου, η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλείται την έλλειψη αιτιολογίας και την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου καθώς και την παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

2. Επιβάλλεται καταρχάς να υπομνηστεί το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η υπό κρίση διαφορά και να συνοψιστούν τα στάδια από τα οποία διήλθε η σύναψη της επίδικης συμφωνίας.

Μεταξύ των κειμένων που ασκούν επιρροή όσον αφορά τη γνωστή ως "πέραν των συνόρων" εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και των προβλημάτων που είναι δυνατόν να ανακύπτουν όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ νομοθεσιών που διαφέρουν ως εκ του περιεχομένου και της προελεύσεώς τους, ανευρίσκονται ορισμένες συστάσεις του Συμβουλίου του ΟΟΣΑ (1) που αφορούν την εφαρμογή των διαδικαστικών μηχανισμών γνωστοποιήσεως και διαβουλεύσεως που έχουν πλειστάκις χρησιμοποιηθεί από τα κράτη μέλη (2). Πρέπει, ειδικότερα, να υπομνηστεί η σύσταση της 21ης Μαΐου 1986 για την τροποποίηση και την αντικατάσταση της προηγουμένης συστάσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 1979 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που επηρεάζουν το διεθνές εμπόριο (3). Επιρροή επίσης ασκεί η μεταγενέστερη σύσταση της 23ης Οκτωβρίου 1986 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών "στους τομείς της δυνητικής συγκρούσεως μεταξύ της πολιτικής του ανταγωνισμού και της εμπορικής πολιτικής".

Και η σύσταση ακριβώς του ΟΟΣΑ του 1979, όπως τροποποιήθηκε το 1986, είναι αυτή που, σύμφωνα με την ίδια την Επιτροπή, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον εντοπισμό ορισμένων προβλημάτων σχετικών με την πέραν των συνόρων εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, προβλημάτων που έχουν συχνά ανακύψει μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΟΚ για να επιλυθούν, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της επίδικης συμφωνίας.

3. Πράγματι, εκτιμώντας ότι "οι μεταβολές που έχουν επέλθει στη διεθνή οικονομία κατά τα τελευταία έτη (...) απαιτούν ένα πλέον φιλόδοξο πλαίσιο", συγκεκριμένα τη θέσπιση ενός "κειμένου έχοντος την ισχύ μάλλον νόμου παρά άτυπης συστάσεως" με ένα πλέον ρωμαλέο και νεωτεριστικό (4) περιεχόμενο, η Επιτροπή εξέτασε, μαζί με τις αμερικανικές αρχές, κατά τις συναντήσεις που έγιναν στα τέλη του 1990, τη δυνατότητα συνάψεως μιας συμφωνίας επισημοποιούσας τις σχέσεις τους, οι οποίες διαμορφώνονταν μέχρι τότε ελευθέρως στο καθοριζόμενο από τις συστάσεις του ΟΟΣΑ πλαίσιο κατά τρόπον ώστε να καθιερωθεί μια στενότερη συνεργασία ερειδόμενη επί ενός δεσμευτικού νομικώς κειμένου.

Οι σχετικές διαπραγματεύσεις προχώρησαν ταχέως και ήδη από τον Ιούλιο του 1991 ήταν έτοιμο το οριστικό κατ' ουσίαν κείμενο. Επομένως, το σχέδιο συμφωνίας διαβιβάστηκε στις αρμόδιες επί θεμάτων ανταγωνισμού αρχές των κρατών μελών συνοδευόμενο από επεξηγηματική σημείωση στην οποία αναφερόταν, ιδίως, ότι το εν λόγω κείμενο αποτελούσε "διοικητική" συμφωνία.

4. Κατά τη συνάντηση της 5ης Σεπτεμβρίου 1991, που ορίστηκε από την Επιτροπή προκειμένου να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των κρατών μελών να διατυπώσουν τις σχετικές με τη συμφωνία παρατηρήσεις τους, ορισμένα κράτη εξέφρασαν επιφυλάξεις ως προς τη νομική βάση της συμφωνίας, ειδικότερα ως προς την αρμοδιότητα της Επιτροπής όσον αφορά τη σύναψή της οι επιφυλάξεις αφορούσαν και την ενδεχόμενη ανάγκη να παρασχεθεί από το Συμβούλιο σχετική εντολή για διαπραγματεύσεις καθώς και την ευθύνη της Κοινότητας. Εξάλλου, οι εκπρόσωποι των κρατών αυτών, όταν ερωτήθηκαν σχετικά με άλλα σημεία της συμφωνίας όπως η προστασία του απορρήτου και των διαδικασιών διαβουλεύσεων, ζήτησαν να οριστεί νέα συνάντηση προκειμένου να επιτραπεί στην ομάδα εθνικών εμπειρογνωμόνων να διαβουλευθεί επί του εν λόγω κειμένου. Ωστόσο, ο αρμόδιος επί του ανταγωνισμού Επίτροπος απέκλεισε τη δυνατότητα αυτή όσον αφορά ορισμένα ζητήματα αρχής, κυρίως ως προς τη σκοπιμότητα συνάψεως μιας συμφωνίας συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ως προς τον επιλεγέντα τύπο δεν δέχθηκε μεταγενέστερη συνάντηση παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι εθνικοί εμπειρογνώμονες θα αποφαίνονται μόνον επί ορισμένων τεχνικών ζητημάτων. Κατά τη διάρκεια της συναντήσεως αυτής, η οποία έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου 1991, οι εθνικοί εμπειρογνώμονες περιορίστηκαν, όπως ήταν επόμενο, στη διατύπωση τεχνικών παρατηρήσεων, από τις οποίες ορισμένες συμπεριελήφθησαν στη συνέχεια στο σχέδιο συμφωνίας.

'Ηδη από την επομένη, 10 Σεπτεμβρίου 1991, η Επιτροπή, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συναντήσεως, ενέκρινε το σχέδιο συμφωνίας και εξουσιοδότησε τον αντιπρόεδρό της να καταρτίσει το οριστικό κείμενο καθώς επίσης και να υπογράψει και να συνάψει τη συμφωνία επ' ονόματι του εν λόγω κοινοτικού οργάνου.

Το κείμενο της συμφωνίας, η οποία υπεγράφη στην Ουάσιγκτων στις 23 Σεπτεμβρίου 1991 από τον Attorney General και τον πρόεδρο της Federal Trade Commission, επ' ονόματι της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών, και από τον αρμόδιο επί θεμάτων ανταγωνισμού Επίτροπο, επ' ονόματι της Επιτροπής, διαβιβάστηκε στα κράτη μέλη με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 1991 του Γενικού Διευθυντή Ανταγωνισμού (ΓΔ IV).

5. Ρητός σκοπός της συμφωνίας είναι "η προώθηση της συνεργασίας και του συντονισμού καθώς και η μείωση του κινδύνου υπάρξεως διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου τους περί ανταγωνισμού ή απάλυνση των επιπτώσεων των σχετικών αποτελεσμάτων" (άρθρο 1, παράγραφος 1): επομένως, η συμφωνία αυτή σκοπεί στο να αποφεύγονται, διά της προλήψεως, ενδεχόμενες συγκρούσεις οφειλόμενες στην πέραν των συνόρων των κρατών εφαρμογή των σχετικών με τον ανταγωνισμό κανόνων.

Για τον σκοπό αυτό, επιβάλλεται όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου και εφαρμογής των σχετικών με τον ανταγωνισμό κανόνων (5) μια σειρά υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως κάθε φορά που τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να θίγουν τα συμφέροντα του άλλου συμβαλλομένου (άρθρο 2) μεταξύ των αντιστοίχων αρμοδίων αρχών προβλέπεται ανταλλαγή πληροφοριών και, για τον σκοπό αυτό, πρέπει δύο τουλάχιστον φορές κατ' έτος να πραγματοποιούνται συναντήσεις (άρθρο 3) προβλέπεται επίσης η υποχρέωση συνεργασίας και συντονισμού (άρθρο 4) η οποία, όπως καταφαίνεται από τον εν λόγω κανόνα και όπως έχει υπογραμμιστεί από την ίδια την Επιτροπή, "μπορεί να αφορά και τις περιπτώσεις όπου το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη θα έπαιρνε την πρωτοβουλία να εφαρμόσει κανόνες ενώ το έτερο μέρος θα απέφευγε να θέσει σε εφαρμογή τους ίδιους κανόνες ή μπορεί να αφορά την κατανομή μεταξύ των συμβαλλομένων μερών του έργου της θέσεως σε εφαρμογή" (6). Επομένως, στην περίπτωση συμπτώσεως συμφερόντων σε περιπτώσεις που αφορούν τόσο την κοινοτική αγορά όσο και την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι δυνατόν οι αρχές να κατανέμουν μεταξύ τους το έργο έρευνας.

Η συνεργασία όσον αφορά τις θίγουσες τον ανταγωνισμό ενέργειες που διαπράττονται στο έδαφος συμβαλλομένου μέρους και προσβάλλουν τα συμφέροντα του άλλου συμβαλλομένου μέρους περιλαμβάνει επίσης, και εδώ έγκειται ο νεωτερισμός σε σχέση με ομοειδείς συμφωνίες, την "positive comity" (άρθρο 5). Ειδικότερα, προβλέπεται ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα μπορεί να ζητήσει από το άλλο να λάβει υπόψη τα συμφέροντά του και να προβεί σε έρευνα όσον αφορά θίγουσες τον ανταγωνισμό ενέργειες διαπραχθείσες στο έδαφος της εθνικής αρχής που είναι ο αποδέκτης της σχετικής αιτήσεως και οι οποίες μπορούν να συνεπάγονται αποτελέσματα στην αγορά που διέπεται από την εθνική αρχή που έχει υποβάλει την αίτηση αυτή.

Παράλληλα με τη διαδικασία αυτή, έχει επίσης προβλεφθεί η διαδικασία της "traditional comity", δηλαδή η υποχρέωση να λαμβάνονται δεόντως υπόψη σημαντικά συμφέροντα του ετέρου συμβαλλομένου μέρους "προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με ενδεχόμενη διενέργεια έρευνας ή κίνηση διαδικασίας, την έκταση αυτής της έρευνας ή αυτής της διαδικασίας, τη φύση των μέτρων επανορθώσεως ή των κυρώσεων, καθώς και άλλων μέτρων εφόσον παρίσταται ανάγκη" (άρθρο 6). Κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να τηρούν μια σειρά αρχών, λεπτομερώς απαριθμουμένων. Προβλέπονται επίσης διαδικασίες διαβουλεύσεως σχετικά με κάθε αφορούν τη συμφωνία ζήτημα (άρθρο 7) και η συμφωνία εξικνείται μέχρι του σημείου να επιτάσσει τον τύπο που πρέπει να πληρούν οι ανακοινώσεις μεταξύ των αρμοδίων αρχών (άρθρο 10).

Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνηστούν οι διατάξεις σχετικά με την τήρηση του απορρήτου των στοιχείων των οποίων η ανακοίνωση δεν επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη όταν κάτι τέτοιο απαγορεύεται από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου μέρους που διαθέτει τα στοιχεία αυτά ή είναι ασυμβίβαστο με υψίστης σημασίας συμφέροντα αυτού του συμβαλλομένου μέρους (άρθρο 8), καθώς και ο κανόνας με τον οποίο απαγορεύεται να ερμηνεύεται η συμφωνία υπό έννοια ασυμβίβαστη με το ισχύον στα δύο συμβαλλόμενα μέρη δίκαιο ή υπό έννοια απαιτούσα τροποποίηση του δικαίου αυτού (άρθρο 9). Τέλος, προβλέπεται ότι η συμφωνία μπορεί να καταγγελθεί με προειδοποίηση δύο μηνών (άρθρο 11, παράγραφος 2) και ότι θα πρέπει αυτή να επανεξεταστεί, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της εφαρμογής της, δύο έτη μετά τη θέση της σε ισχύ, ειδικότερα προκειμένου να καθοριστεί αν μια στενότερη συνεργασία θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα των συμβαλλομένων (άρθρο 11, παράγραφος 3).

6. Από το περιεχόμενο της συμφωνίας, όπως έχει συνοπτικώς περιγραφεί, προκύπτει μια σειρά λειτουργικών και διαδικαστικών υποχρεώσεων με τις οποίες επιδιώκεται ένας συντονισμός αποσκοπών στο να αποφεύγονται οι δυσχέρειες που απορρέουν από το γεγονός ότι σε μια και την αυτή περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής περισσότερες της μιας ρυθμίσεις σχετικές με τον ανταγωνισμό.

'Οπως έχω ήδη προαναφέρει, με την προσφυγή της Γαλλικής Κυβερνήσεως σκοπείται να αναγνωριστεί η ακυρότητα της συμφωνίας λόγω, κατ' ουσίαν, της ελλείψεως αρμοδιότητας της Επιτροπής για τη σύναψή της. Πράγματι, με την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου και με τον λόγο που στηρίζεται στην παράβαση του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού προβάλλεται, εν πάση περιπτώσει, όπως θα φανεί και κατωτέρω, η έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής για τη σύναψη μιας τέτοιου τύπου συμφωνίας.

Πριν υπεισέλθω στην ουσία της υποθέσεως, ας μου επιτραπεί να κάνω ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις που είναι αναγκαίες όσον αφορά το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής.

'Οσον αφορά το παραδεκτό

7. Ως γνωστό, σύμφωνα με το άρθρο 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων "εκτός των συστάσεων και των γνωμών". Ωστόσο, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, ο εξωτερικός τύπος μιας πράξεως δεν έχει και μεγάλη σημασία όσον αφορά τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, ενώ αυτό που επιβάλλεται είναι να ελέγχονται τα αποτελέσματα και το περιεχόμενό της (7). Πράγματι, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, με την απόφασή του "AETR" (8) ότι προσφυγή ακυρώσεως είναι δυνατή "κατά πάσης πράξεως κοινοτικού οργάνου, ανεξαρτήτως της φύσεως ή του τύπου της, με την οποία σκοπείται η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων".

'Οσον αφορά το ζήτημα αν η επίδικη πράξη προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, αρκεί να επισημανθεί εδώ ότι η ίδια η Επιτροπή, προσδιορίζοντάς την ως ήσσονος σημασίας συμφωνία, δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η πράξη αυτή επιβάλλει υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα μέρη: δηλαδή ότι πρόκειται για πράξη σκοπούσα στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (9), όπως εξάλλου θα φανεί και κατωτέρω (παράγραφοι 18 έως 22).

8. Αντιθέτως, καθώς η Γαλλία έχει ρητώς προσβάλει τη συμφωνία αυτή καθαυτήν, είναι απαραίτητο, όσον αφορά το παραδεκτό της σχετικής προσφυγής, να τεθεί το ερώτημα αν μια συμφωνία μπορεί να θεωρείται ως "πράξη των κοινοτικών οργάνων" κατά την έννοια του άρθρου 173, και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν η προσφυγή αυτή μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί, όπως υποστήριξε η Γαλλική Κυβέρνηση κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ως εμμέσως στρεφομένη κατά της κοινοτικής "αποφάσεως" με την οποία επετράπη η σύναψη της συμφωνίας.

Εξάλλου, η Επιτροπή, καίτοι διερωτήθηκε μήπως η Γαλλική Κυβέρνηση όφειλε να έχει προσβάλει την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1991 με την οποία επετράπη η υπογραφή της συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και όχι τη συμφωνία αυτή καθαυτή, δεν προέτεινε ρητώς ένσταση απαραδέκτου, επαφιέμενη εν προκειμένω στην κρίση του Δικαστηρίου.

Ωστόσο, το εν λόγω κοινοτικό όργανο υποστήριξε ότι ο έλεγχος, κατά την έννοια του άρθρου 173, του Δικαστηρίου αφορά μόνο πράξεις των κοινοτικών οργάνων, στις οποίες δεν είναι βεβαίως δυνατόν να συμπεριληφθεί μια συμφωνία η οποία, ως πράξη για την έκδοση της οποίας συνετέλεσε τρίτο κράτος, ούτε αποτελεί μονομερή πράξη κοινοτικού οργάνου ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια πράξη. Η νομολογία του Δικαστηρίου, όπου αναγνωρίζεται η αρμοδιότητά του για την ερμηνεία, μέσω προδικαστικής αποφάσεως, και των συμφωνιών (10), επιβεβαιώνει, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι αντικείμενο του ελέγχου νομιμότητας είναι μόνον η αφορώσα τη σύναψη μιας συμφωνίας πράξη και όχι η ίδια η συμφωνία.

9. Συναφώς, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα απευθείας προσβολής μιας συμφωνίας. Πολλά είναι ωστόσο τα στοιχεία που φαίνεται να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.

Πράγματι, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο, για να θεμελιώσει την αρμοδιότητά του να ερμηνεύει μέσω προδικαστικών αποφάσεων τις συμφωνίες που συνάπτονται από την Κοινότητα με τρίτες χώρες, εξομοιώνει αυτές προς πράξεις των κοινοτικών οργάνων. Κατ' αυτό τον τρόπο, με την απόφασή του Haegeman (11), το Δικαστήριο ρητώς δέχθηκε ότι μια συμφωνία που έχει συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης ΕΟΚ αποτελεί "όσον αφορά την Κοινότητα, πράξη οργάνου της Κοινότητας υπό την έννοια του άρθρου 177, πρώτο εδάφιο, περίπτωση β'" και ότι "οι διατάξεις της συμφωνίας αποτελούν, από της θέσεώς της εν ισχύι, αναπόσπαστο μέρος της κοινοτικής έννομης τάξεως".

Καθώς το Δικαστήριο αναφέρθηκε με την απόφαση εκείνη στην απόφαση του Συμβουλίου αναφορικά με τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας, η κρίση που προανέφερα ερμηνεύθηκε υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την ερμηνεία των διατάξεων διεθνών συμφωνιών μόνο λόγω της παρεμβάσεως πράξεως του εκτελεστικού οργάνου της Κοινότητας. Γεγονός πάντως είναι ότι, και στις μεταγενέστερες όσον αφορά τον τομέα αυτόν αποφάσεις του, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι συμφωνίες, προκειμένου περί της ερμηνείας τους, εξομοιώνονται, όσον αφορά την Κοινότητα, προς πράξεις των κοινοτικών οργάνων (12).

10. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό όσον αφορά τα ζητήματα που απασχολούν εδώ το Δικαστήριο: η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όσον αφορά τον εκ των υστέρων έλεγχο νομιμότητας, σε σχέση με τις συναφθείσες από τις Κοινότητες συμφωνίες, έχει επιβεβαιωθεί, και μάλιστα κατά τρόπο μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, από το ίδιο το Δικαστήριο, έστω και αν τούτο έγινε ως obiter dictum ήδη με τη γνωμοδότηση 1/75 (13). Πράγματι, το Δικαστήριο, με την ευκαιρία εκείνη, αποφάνθηκε ότι μια συμφωνία μπορεί να υποβληθεί στην κρίση του Δικαστηρίου "είτε (...) σύμφωνα με τα άρθρα 169 ή 173 της Συνθήκης, είτε μέσω αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως" όσον αφορά το ζήτημα "αν η σύναψη μιας συγκεκριμένης συμφωνίας εμπίπτει ή όχι στις αρμοδιότητες της Κοινότητας και αν, ενδεχομένως, οι αρμοδιότητες αυτές ασκήθηκαν κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις της Συνθήκης" (14).

Επομένως, είναι προφανές, αφενός, ότι η δυνατότητα ελέγχου (και) βάσει του άρθρου 173 προκύπτει από το γεγονός ότι η άσκηση των σχετικών με εξωτερικές σχέσεις αρμοδιοτήτων της Κοινότητας εξαρτάται από την τήρηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων που έχουν τεθεί από τη Συνθήκη και αφετέρου, ότι ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα άμεσου ελέγχου επί των συναφθεισών από την Κοινότητα συμφωνιών εφόσον, ορθώς, το Δικαστήριο έχει ρητώς δεχθεί ότι μπορεί να ελέγχει, στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 173, το αν η αρμοδιότητα για τη σύναψη μιας συμφωνίας έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης.

11. Γεγονός είναι ότι το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι σήμερα την ευκαιρία να ασκήσει κατά τρόπο συγκεκριμένο έναν τέτοιο εκ των υστέρων έλεγχο έστω και αν έχει ήδη αποφανθεί ως προς τον νόμιμο χαρακτήρα μιας κοινοτικής πράξεως σχετικής με τη σύναψη συμφωνίας (15). Επομένως, το ζήτημα τώρα είναι αν τέτοιος έλεγχος επιτρέπεται μόνον όταν γίνεται μέσω του κανονισμού ή της αποφάσεως που αφορούν τη σύναψη της συμφωνίας ή και όταν η ίδια η συμφωνία είναι αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής.

Νομίζω ότι το ζήτημα αυτό είναι καθαρά τυπικού χαρακτήρα. Πράγματι, φρονώ ότι, σε σχέση με το κοινοτικό νομικό σύστημα στο οποίο περιλαμβάνεται ο δικαστικός έλεγχος στον οποίο υπόκεινται, ανεξαιρέτως, όλες οι πράξεις και ενέργειες των κοινοτικών οργάνων, των ιδιωτών και των κρατών μελών που επηρεάζουν το ίδιο το σύστημα, δεν μπορεί λογικώς να αποκλείεται ο έλεγχος του νόμιμου χαρακτήρα της διαδικασίας συνάψεως μιας συμφωνίας με τρίτη χώρα. Νομίζω ότι το ζήτημα αν ο έλεγχος αυτός πρέπει να γίνεται υπό τη μορφή ρητής προσβολής της ίδιας της συμφωνίας ή προσβολής της σχετικής με τη συμφωνία αυτή πράξεως ή, τέλος, μιας άτυπης πράξεως, τούτο αποτελεί ζήτημα δευτερεύον και στερούμενο οποιασδήποτε σημασίας.

12. 'Οσον αφορά το πρόβλημα των συνεπειών, σε σχέση με τη διατήρηση σε ισχύ μιας συμφωνίας, ενδεχόμενης διαπιστώσεως ελλείψεως αρμοδιότητας του οργάνου ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, πρόβλημα που έχει συχνά τεθεί από έγκριτους νομικούς, κακώς κατά τη γνώμη μου, σε σχέση με αυτό που μόλις εξέτασα (16) αρκούν μερικές παρατηρήσεις. Πράγματι, παρατηρώ ότι πρόκειται, αφενός, για ένα πρόβλημα το οποίο δεν τίθεται παρά αργότερα και ρυθμίζεται κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο από το διεθνές δίκαιο και, ειδικότερα, από το άρθρο 46 της Συμβάσεως της Βιέννης της 21ης Μαρτίου 1986 σχετικά με το δίκαιο των συνθηκών που συνάπτονται από διεθνείς οργανισμούς και, αφετέρου, για ένα πρόβλημα που τίθεται συνήθως - και χωρίς ουδέποτε να έχουν υπάρξει ως προς τούτο αμφισβητήσεις - στα περισσότερα από τα νομικά συστήματα όπου η εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας διαχείριση των εξωτερικών σχέσεων δεν είναι απαλλαγμένη δικαστικού ελέγχου, τουλάχιστον όσον αφορά τον νόμιμο χαρακτήρα της διαδικασίας συνάψεως (17).

13. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο επρόκειτο να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα, πρέπει να εξεταστεί, όπως υποστηρίζει και η Γαλλική Κυβέρνηση, το ζήτημα αν η σχετική προσφυγή μπορεί να θεωρηθεί ως στρεφόμενη κατά της αποφάσεως με την οποία επετράπη η σύναψη της συμφωνίας.

Υπό το πρίσμα αυτό, θεωρώ σκόπιμο να υπομνήσω επί τροχάδην τα σημαντικά εν προκειμένω στοιχεία:

- των διαπραγματεύσεων Επιτροπής-Ηνωμένων Πολιτειών δεν προηγήθηκε ούτε κάποια πράξη του Συμβουλίου ούτε δημόσιες επαφές μεταξύ των κρατών μελών

- το σχέδιο συμφωνίας διαβιβάστηκε στα κράτη μέλη συνοδευόμενο από επεξηγηματική σημείωση

- στη συνέχεια, το σχέδιο εγκρίθηκε (στις 10.9.91) από την Επιτροπή η οποία, ταυτοχρόνως, εξουσιοδότησε τον αντιπρόεδρό της να το υπογράψει ωστόσο, η απόφαση αυτή μνημονεύεται μόνο στο πρακτικό της συναντήσεως το οποίο δεν γνωστοποιήθηκε στα κράτη μέλη

- η συμφωνία υπεγράφη στις 23 Σεπτεμβρίου 1991

- η υπογραφείσα συμφωνία διαβιβάστηκε στα κράτη μέλη με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 1991 του Γενικού Διευθυντή Ανταγωνισμού.

14. Επομένως, η "απόφαση" με την οποία επετράπη η σύναψη της συμφωνίας αφενός δεν μνημονεύεται παρά μόνο στο πρακτικό της Επιτροπής της 10ης Σεπτεμβρίου και αφετέρου ούτε δημοσιεύθηκε ούτε κοινοποιήθηκε ούτε καθ' οιονδήποτε τρόπο γνωστοποιήθηκε στα κράτη μέλη. Κατόπιν τούτου, δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς θα μπορούσε η προσφεύγουσα να προσβάλει μια απόφαση της οποίας δεν εγνώριζε καν την ύπαρξη: χρειάστηκε το Δικαστήριο να ζητήσει την προσκόμισή της για τη συμπλήρωση της έρευνας όσον αφορά την παρούσα διαδικασία για να καταστεί τελικώς δυνατή η γνώση της.

Προκειμένου να υποβαθμίσει τη σημασία του αναμφισβήτητου αυτού γεγονότος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Γαλλία μπορούσε και μάλιστα όφειλε να υποθέσει την ύπαρξη μιας τέτοιου τύπου αποφάσεως, τόσο διότι δεν μπορούσε να αγνοεί τους κανόνες που προβλέπονται εν προκειμένω από τον εσωτερικό κανονισμό όσο και διότι η εν λόγω απόφαση είχε "αναγγελθεί" - αδυνατώ να αντιληφθώ κατά ποίον τρόπο - στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πριν από την έκδοσή της.

Δεν νομίζω ότι μια τέτοια επιχειρηματολογία αξίζει ιδιαίτερου σχολιασμού. Η εσωτερική απόφαση που επέτρεψε στον Επίτροπο να υπογράψει τη συμφωνία επ' ονόματι της Επιτροπής ακολούθησε μια διαδικασία η οποία όχι μόνο δεν είναι συνήθης (18), αλλά ούτε, επιπλέον, υπερέβη το στάδιο του πρακτικού της συνεδριάσεως κατά την οποία και ελήφθη. Επομένως, το συμπέρασμά μου είναι ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στη Γαλλία το γεγονός ότι δεν προσέβαλε μια "απόφαση" η οποία δεν υλοποιήθηκε με κάποια πράξη, ασχέτως τύπου, έστω και μη κατανομαζομένου.

15. 'Οσον αφορά το άλλο επιχείρημα της Επιτροπής, ότι δηλαδή η προσφεύγουσα μπορούσε κάλλιστα να προσβάλει το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 1991, με το οποίο συνοδεύθηκε η αποστολή της συμφωνίας, αρκεί να παρατηρηθεί εδώ ότι πρόκειται για ένα απλό διαβιβαστικό έγγραφο ως προς το οποίο, επιπλέον, η ευθύνη δεν μπορεί να καταλογιστεί σε κοινοτικό όργανο αλλά απλώς σε έναν από τους υπαλλήλους του: επομένως, πρόκειται για ένα "έγγραφο", στόχος του οποίου δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, η πρόκληση ζημίας ως προς την οποία θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί ένας αποδέκτης, έγγραφο το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση ούτε ως οποιαδήποτε πράξη που μπορεί να προσβληθεί αυτή καθαυτή κατά την έννοια της προμνησθείσας σχετικά με το ζήτημα αυτό νομολογίας του Δικαστηρίου (19).

16. Υπό τις συνθήκες αυτές, νομίζω ότι η κήρυξη της προσφυγής ως απαραδέκτου σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη θα συνιστούσε τυπολατρεία και θα κατέληγε στο κάτω-κάτω της γραφής στην αναγνώριση, πράγμα τουλάχιστον παράδοξο, του ότι είναι αδύνατος ο έλεγχος του νομίμου χαρακτήρα μιας συμφωνίας, από πλευράς των προβλεπομένων από τη Συνθήκη κανόνων σχετικά με την αρμοδιότητα συνάψεως συμφωνιών, όταν έχει παραλειφθεί η έκδοση τυπικής πράξεως επιτρέπουσας τη διαπραγμάτευση ή την έγκριση ή οποιασδήποτε άλλης "κοινοτικής" πράξεως συνδεόμενης με τη συμφωνία αυτή.

Με δύο λόγια, και για να είμαι απολύτως σαφής, θα επρόκειτο απλώς για φάρσα. Πράγματι, η υιοθέτηση της επίμαχης εν προκειμένω θέσεως θα κατέληγε στο να επιτρέπεται οποιασδήποτε μορφής διαδικαστική ατασθαλία η οποία, κατ' αυτό τον τρόπο, θα κατέληγε να αποτελεί το πλέον κατάλληλο για να καθίσταται απυρόβλητη μια πράξη μέσο.

Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι, έστω και αν ληφθεί ως βάση η άποψη ότι μια συμφωνία δεν μπορεί να προσβάλλεται, αυτή καθαυτή, τούτο δεν σημαίνει ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή. Πράγματι, καθώς δεν είναι "υλικώς" δυνατό να προσβληθεί η συνήθης κοινοτική πράξη "σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας" η οποία δεν έχει εν προκειμένω εκδοθεί ή, εν πάση περιπτώσει, καταστεί γνωστή στην προσφεύγουσα, η μόνη λογική λύση είναι να θεωρηθεί η προσφυγή ως σιωπηρώς στρεφόμενη κατά της αποφάσεως, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, με την οποία επετράπη η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας.

'Οσον αφορά την ουσία

17. Επομένως, το ουσιώδες πρόβλημα συνίσταται στο να ελεγχθεί αν η Επιτροπή είναι ή όχι αρμόδια να συνάψει μια συμφωνία του τύπου αυτού την οποία το εν λόγω κοινοτικό όργανο προσδιορίζει ως "διοικητική". Πράγματι, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο πέριξ του οποίου η Επιτροπή έχει αναπτύξει την άμυνά της, υπό την έννοια ότι επικαλείται και συνεχίζει να επικαλείται την αρμοδιότητά της όσον αφορά τη σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες, τουλάχιστον στο πλαίσιο ακριβώς της κατηγορίας των "διοικητικών" συμφωνιών.

- Ως προς τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας

18. Κατά συνέπεια, προς άρση οποιασδήποτε ενδεχόμενης παρεξηγήσεως καθώς και για τους σκοπούς της κατωτέρω αναπτυσσομένης επιχειρηματολογίας, θεωρώ σκόπιμο να προβώ, πριν από οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση στον χαρακτηρισμό της συμφωνίας που απασχολεί εδώ το Δικαστήριο βάσει του διεθνούς δικαίου.

Η εν λόγω συμφωνία, η οποία ρητώς τιτλοφορείται ως "συμφωνία" και έχει συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου στο πλαίσιο της εκεί έννομης τάξεως έχει λάβει τη μορφή ενός "executive agreement" (20), δεν φαίνεται να παρουσιάζει χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά των συνήθων διεθνών συμφωνιών. Για τη διαπίστωση της φύσεώς της, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να γίνει αναφορά στην ταυτότητα των αποδεκτών της και στη βούληση των συμβαλλομένων μερών, στο περιεχόμενό της καθώς και σε ενδεχόμενες διατάξεις της σχετικά με κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεώς της.

19. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει πρωτίστως να σημειωθεί ότι, έστω και αν ρητώς αναφέρεται ως συμβαλλόμενο μέρος η Επιτροπή, από το γράμμα ορισμένων διατάξεων της συμφωνίας σαφώς καταδεικνύεται ότι, αντιθέτως, η Κοινότητα είναι αυτή που αναλαμβάνει υποχρεώσεις σε διεθνές επίπεδο. Αρκεί εν προκειμένω να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις της συμφωνίας όπου γίνεται αναφορά στο "έδαφος των συμβαλλομένων μερών" (άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο b), στα "κράτη των συμβαλλομένων μερών" (άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο c) και, κυρίως, στο γεγονός ότι η Επιτροπή χαρακτηρίζεται ως αρχή αρμόδια στον τομέα του ανταγωνισμού όσον αφορά τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο b, σημείο i) καθώς και στο γεγονός ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού που αποτελεί το αντικείμενο της συμφωνίας προσδιορίζεται, και εδώ επίσης, σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο a, σημείο i).

Επομένως, το περιεχόμενο της συμφωνίας είναι σαφές: η Κοινότητα είναι αυτή που δεσμεύεται σε διεθνές επίπεδο και αυτή είναι που πρέπει να θεωρηθεί ως το πραγματικό συμβαλλόμενο μέρος. Εξάλλου, στις γραπτές της παρατηρήσεις επί των παρεμβάσεων της Ισπανικής και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, η ίδια η Επιτροπή ανεγνώρισε ότι ύστερα από το αίτημα της Αμερικανικής Κυβερνήσεως να μνημονευθεί - για λόγους συνταγματικής τάξεως - ως συμβαλλόμενο στη συμφωνία μέρος, "εξυπακουόταν ότι η Κοινότητα έπρεπε να είναι το έτερο συμβαλλόμενο μέρος", και τούτο για τον πρόσθετο λόγο ότι "η Επιτροπή στερείται διεθνούς νομικής προσωπικότητας και, ως εκ τούτου, είναι νομικώς ορθότερο να αναφερθεί η Κοινότητα ως συμβαλλόμενο στη συμφωνία μέρος". Είναι αληθές ότι το ίδιο κοινοτικό όργανο διευκρίνισε στη συνέχεια, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι οι αναφορές αυτές ισχύουν γενικώς αλλά όχι σε σχέση με τη συγκεκριμένη περίπτωση πράγμα που άλλωστε καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι η Επιτροπή μνημονεύεται, στον τίτλο της συμφωνίας, πλάι στην Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, γεγονός που εγώ, αντιθέτως, θεωρώ ως στερούμενο οποιασδήποτε σημασίας.

20. Σαφώς επίσης καταφαίνεται και η βούληση των συμβαλλομένων μερών να δεσμευθούν. Πράγματι, δεν χρειάζεται να υπενθυμίσω ότι η ίδια η Επιτροπή έχει ρητώς δηλώσει ότι η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας υπαγορεύθηκε από τη βούληση να γίνουν βήματα και πέραν των ενεργειών που συνιστώνται στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ: και τούτο, όχι μόνο διά της προβλέψεως πλέον προωθημένων μορφών συνεργασίας και συντονισμού, αλλά επίσης, και κυρίως, διά της επιβολής πραγματοποιήσεως ενεργειών σαφώς καθορισμένων και υποχρεωτικών στο πλαίσιο ενός νομικώς δεσμευτικού κειμένου.

'Οσον αφορά τη φύση των προβλεπομένων στη συμφωνία υποχρεώσεων, αρκεί να υπομνηστεί ότι πρόκειται, όπως έχω ήδη επισημάνει, για λειτουργικές και διαδικαστικές υποχρεώσεις, οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη, καθώς και, κατά συνέπεια, την Κοινότητα, και αναμφιβόλως αποτελούν διεθνή συμφωνία.

21. Στα ανωτέρω προστίθεται η ύπαρξη ρητής διατάξεως η οποία επιτρέπει την καταγγελία της συμφωνίας και προβλέπει ότι μεταξύ της καταγγελίας και του τερματισμού των αποτελεσμάτων της συμφωνίας, θα πρέπει να έχει μεσολαβήσει περίοδος δύο μηνών. Πρόκειται εδώ αναμφιβόλως για τυπική ρήτρα νομικού κειμένου σκοπούντος στη δημιουργία υποχρεώσεων για τα συμβαλλόμενα μέρη.

Τέλος, όσον αφορά το στοιχείο των κυρώσεων, δεν προκαλεί ούτε πρέπει να προκαλεί έκπληξη η απουσία σχετικής ρητής διατάξεως και τούτο για τον απλό λόγο ότι μια διεθνής συμφωνία υπόκειται στον κανόνα pacta sunt servanda και φυσικά δεν χρειάζεται η αρχή αυτή να υπενθυμίζεται κάθε φορά μέσω ειδικής διατάξεως. Ούτε νομίζω ότι πρέπει να υπερεκτιμηθεί το γεγονός ότι η μοναδική επιτρεπόμενη, σε περίπτωση παραβιάσεως της συμφωνίας, αντίδραση συνίσταται στη διακοπή της εφαρμογής της πρόκειται και εδώ για ένα στοιχείο που είναι χαρακτηριστικό πολλών διμερών συμφωνιών και, ειδικότερα, αυτών που συνάπτονται από διεθνείς οργανισμούς, των οποίων η "ικανότητα" να υπόκεινται στις κανονικώς προβλεπόμενες στη διεθνή έννομη τάξη κυρώσεις είναι αρκετά αμφίβολη. Το πολύ-πολύ θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί οικονομικές κυρώσεις οι οποίες, ως γνωστόν, δεν θεωρούνται από όλους ως κυρίως ειπείν κυρώσεις.

Σε τελευταία ανάλυση, δεν νομίζω ότι μπορεί να υφίσταται αμφιβολία ως προς το ότι η συναφθείσα από την Επιτροπή συμφωνία είναι και σκοπεί στο να είναι διεθνής συμφωνία η οποία προβλέπει, τουλάχιστον, λειτουργικές και διαδικαστικές υποχρεώσεις σε βάρος της Κοινότητας και, όπως είναι επόμενο, διέπεται από το διεθνές δίκαιο.

22. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω ότι η κατηγορία των διοικητικών συμφωνιών, νοούμενη ως μια κατηγορία διαφορετική από αυτήν των διεθνών συμφωνιών, είναι άγνωστη, αυτή καθαυτή, στο διεθνές δίκαιο. Πρόκειται μάλλον για το όνομα που δίδεται σε κάποια, τυπικώς εσωτερική, πρακτική, εννοείται εκεί όπου ένας τέτοιος τύπος συμφωνίας έχει προσλάβει ειδική σημασία. Πράγματι, είναι γνωστές στο διεθνές δίκαιο οι συμφωνίες με αναγκαστική ισχύ και - για να είμαι πλήρης - η "παράξενη" κατηγορία των συμφωνιών που δεν παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα (21), οι οποίες χαρακτηρίζονται κατά διαφόρους και γραφικούς τρόπους αλλά θα μπορούσαν κατ' ουσίαν να διακριθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: τις "gentlemen' s agreements", οι οποίες είναι ενίοτε δυνατόν να έχουν σημαντική πολιτική αξία, και μάλιστα να διαθέτουν κάποιο μηχανισμό διεθνούς ελέγχου σχετικά με την τήρησή τους (22), και τις "συμπράξεις" που σκοπούν στην εδραίωση των προσανατολισμών και της συμπεριφοράς σε ορισμένους τομείς, πλην όμως στερούνται οποιασδήποτε νομικής αξίας, πράγμα που άλλωστε προκύπτει και από τη ρητή βούληση των συμβαλλομένων μερών (23). Δεν θα ήταν ίσως περιττό να υπογραμμίσω εν προκειμένω ότι τέτοιες συμφωνίες συνάπτονται συνήθως, σε όλες τις περιπτώσεις, από τις αρμόδιες αρχές και όχι από οποιαδήποτε άλλη αρχή ή όργανο.

Απομένει να υπομνήσω την ύπαρξη ορισμένων τύπων συμβάσεων που συνάπτονται από ειδικές διοικητικές μονάδες με σκοπό τη θέσπιση μορφών συνεργασίας με τις διοικήσεις άλλων κρατών με ανάλογες αρμοδιότητες. Είναι πράγματι ανεκτή μια τέτοια κατηγορία "συμφωνιών" οι οποίες δεν αποτελούν προφανώς διεθνείς συμφωνίες και συνάπτονται - είναι αλήθεια - και από όργανα που δεν είναι αρμόδια να δεσμεύουν εγκύρως τα κράτη σε επίπεδο διεθνών σχέσεων: αυτού του τύπου οι συμβάσεις καταλήγουν σε μια εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ διοικήσεων οι οποίες ενεργούν στο πλαίσιο της διακριτικής τους εξουσίας και, επομένως, δεν διέπονται βεβαίως από το διεθνές δίκαιο (24).

Δεν νομίζω ωστόσο, υπό το φως των προηγουμένων θεωρήσεων, ότι η συμφωνία που απασχολεί εδώ το Δικαστήριο μπορεί να υπαχθεί σε μια τέτοια κατηγορία και τούτο λόγω του ότι η ίδια η Επιτροπή έχει επιβεβαιώσει τη φύση της ως δεσμευτικής πράξεως και έχει εξάλλου υποστηρίξει ότι πρόκειται για συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΟΚ (βλ. σ. 19 του υπομνήματος αντικρούσεως).

Σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται για το ζήτημα αν το άρθρο 228 επιτρέπει στην Επιτροπή να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες ανεξαρτήτως του ποιά είναι η ονομασία τους.

- Ως προς την ερμηνεία του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΟΚ

23. Επομένως, ο ασκών εν προκειμένω επιρροή κανόνας της Συνθήκης είναι το άρθρο 228, όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ, κανόνας ο οποίος φαίνεται να ορίζει το Συμβούλιο ως το μόνο γενικώς αρμόδιο για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών όργανο, ενώ στην Επιτροπή ανατίθεται η ευθύνη της φάσεως των διαπραγματεύσεων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 228, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, προβλέπει ότι οι συμφωνίες με τρίτα κράτη ή οργανισμούς συνάπτονται από το Συμβούλιο, "με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον τομέα αυτό και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη".

Αναφερόμενη στη διάταξη αυτή, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 228 δεν προβλέπει αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου ούτε μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ρητή του επιφύλαξη αφορά αποκλειστικώς τις αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή από τη Συνθήκη: και τούτο κατά το μέτρο που η εν λόγω διάταξη αναφέρεται στις αρμοδιότητες που της έχουν "αναγνωριστεί" (*) και όχι αυτές που της έχουν ανατεθεί.

Επομένως, από τη διατύπωση του συγκεκριμένου τμήματος φράσεως η Επιτροπή συνάγει ότι το άρθρο 228 επιτρέπει να της αναγνωριστεί, είτε βάσει της πρακτικής των οργάνων είτε μέσω της διαμορφώσεως εθίμου (ερειδόμενου στην ερμηνεία του άρθρου 228 η οποία έχει επικρατήσει στην πράξη), την εξουσία να συνάπτει η ίδια διεθνείς συμφωνίες. Και τούτο ακριβώς έγινε: χάρη σε μια παγιωθείσα πλέον πρακτική, της έχει αναγνωριστεί η γενική εξουσία να συνάπτει η ίδια διεθνείς, έστω και μόνο "διοικητικές", συμφωνίες.

24. Η διάταξη του άρθρου 228 της Συνθήκης και, ειδικότερα, η φράση σχετικά με τις αρμοδιότητες που "έχουν αναγνωριστεί" στην Επιτροπή δεν μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με το νόημα και τα αποτελέσματα που προβάλλει η Επιτροπή. Μάλλον πρέπει η έκφραση αυτή να συνδεθεί με το γεγονός ότι υφίσταται στο πλαίσιο της ΕΟΚ, σε ορισμένες ρητώς μνημονευόμενες περιπτώσεις, μια περιορισμένη αρμοδιότητα της Επιτροπής να συνάπτει συμφωνίες (25). Αναφέρομαι στο άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο προβλέπει την αρμοδιότητα της Επιτροπής να συνάπτει συμφωνίες με τρίτα κράτη προκειμένου να αναγνωρίζονται στο έδαφος των εν λόγω κρατών τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας που χορηγούνται από την Κοινότητα στους κοινοτικούς υπηκόους καθώς και τις αρμοδιότητες που έχουν σιωπηρώς ανατεθεί στην Επιτροπή από τα άρθρα 229 έως 231 προκειμένου να διασφαλιστεί κάθε πρόσφορη σχέση με τους άλλους διεθνείς οργανισμούς.

'Εχει εξάλλου υποστηριχθεί από έγκριτους νομικούς ότι η εν λόγω διάταξη χρησιμεύει για να καταδειχθεί ότι το Συμβούλιο μπορεί να εκχωρεί στην Επιτροπή την εξουσία να συνάπτει συμφωνίες σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, δυνατότητα που όμως το Συμβούλιο πάντοτε αρνείται να παράσχει, παρά τα σχετικά αιτήματα της Επιτροπής. Ενδεικτικό είναι ότι μια τέτοια δυνατότητα βρίσκει τώρα επίσημη και ρητή αναγνώριση στην τροποποίηση του άρθρου 228 που έχει επέλθει με την προσφάτως τεθείσα σε ισχύ Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 228, παράγραφος 4, της Συνθήκης Ε.Κ., η Επιτροπή θα μπορεί στο εξής να συνάπτει ορισμένες συμφωνίες απλουστευμένου τύπου. Ωστόσο, από τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η άσκηση μιας τέτοιας αρμοδιότητας αποδεικνύεται η μεγάλη επιφυλακτικότητα των κρατών όσον αφορά την αναγνώριση αυτών που η Επιτροπή αξιώνει εδώ. Πράγματι, μια τέτοια δυνατότητα περιορίζεται στις τροποποιήσεις προϋφισταμένων συμφωνιών που έχουν συναφθεί από το Συμβούλιο υπό τον συνήθη τύπο και τούτο μόνο όταν η σχετική συμφωνία προβλέπει ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις μπορούν να γίνουν μέσω απλουστευμένης διαδικασίας ή από όργανο θεσπισθέν από την ίδια τη συμφωνία. Στην εν λόγω διάταξη προστίθεται ότι η εξουσιοδότηση του Συμβουλίου μπορεί να συνοδεύεται από ειδικούς πρόσθετους όρους.

Συναφώς, η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι η νέα διατύπωση του άρθρου 228, στο μέτρο που της αναγνωρίζει την εξουσία τροποποιήσεως, όσον αφορά τεχνικής φύσεως λεπτομέρειες προϋφισταμένων συμφωνιών που έχουν συναφθεί από το Συμβούλιο, ούτε αφορά ούτε επηρεάζει την ήδη αναγνωρισθείσα σ' αυτήν αρμοδιότητα συνάψεως διοικητικών συμφωνιών. Για άλλη μια φορά η Επιτροπή επαναλαμβάνει το ίδιο λάιτ μοτίβ.

25. Ωστόσο, ίσως επειδή είχε επίγνωση της απουσίας από το κείμενο του άρθρου 228, στοιχείων που να επιβεβαιώνουν μια τέτοια θέση, η Επιτροπή προσέθεσε ότι η εξουσία που της έχει κατ' αυτό τον τρόπο αναγνωριστεί διαπνέεται και περιορίζεται από τις προϋποθέσεις του άρθρου 101, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης Ευρατόμ: πρόκειται για συμφωνίες που δεν συνεπάγονται οικονομικές επιβαρύνσεις για την Κοινότητα ούτε απαιτούν παρέμβαση του Συμβουλίου (επομένως πρόκειται για απλές εκτελεστικές συμφωνίες).

Πράγματι, το άρθρο 101 της Συνθήκης Ευρατόμ, αφού θεσπίζει την αρμοδιότητα της Επιτροπής όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και σύναψη, με την έγκριση του Συμβουλίου, συμφωνιών και συμβάσεων με τρίτα κράτη (26), προβλέπει, στο τρίτο του εδάφιο, ότι "οι συμφωνίες ή συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση δεν απαιτεί παρέμβαση του Συμβουλίου και δύναται να εξασφαλίζεται εντός των ορίων του σχετικού προϋπολογισμού, διαπραγματεύει ή συνάπτει η Επιτροπή με την υποχρέωση να ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο".

26. Δεν μπορώ να συμμεριστώ τη θέση της Επιτροπής ότι η αρμοδιότητα όσον αφορά τη σύναψη διεθνών συμβάσεων διαπνέεται από τα κριτήρια του άρθρου 101 της Συνθήκης Ευρατόμ. Αρκεί εν προκειμένω να παρατηρηθεί ότι επίτηδες έχει με το άρθρο 101 προβλεφθεί μια διαδικασία όλως διαφορετική από αυτήν του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΟΚ. Τούτο είναι ακόμη περισσότερο σημαντικό αν ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για Συνθήκες που έχουν υπογραφεί την ίδια ημέρα και περιλαμβάνουν πολλές πανομοιότυπες διατάξεις.

Η διαφορετική διατύπωση των δύο μνημονευομένων εδώ αντιστοίχων κανόνων δεν είναι συμπτωματική. Αντιθέτως, η διαφορά αυτή φαίνεται μάλλον να υποδηλώνει τη βούληση των συντακτών της Συνθήκης να μην αναγνωριστεί στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της ΕΟΚ, η ίδια αρμοδιότητα με αυτή που διαθέτει στο πλαίσιο της Συνθήκης Ευρατόμ. Η ουσία είναι ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ρητώς μνημονεύεται στο άρθρο 101 Ευρατόμ, απουσιάζει από το άρθρο 228 ΕΟΚ: ubi lex tacuit, noluit.

27. Σε τελευταία ανάλυση, δεν νομίζω ότι μπορούν να βρεθούν στο κείμενο του άρθρου 228 και, ιδίως, στο τμήμα της επίμαχης φράσεως, στοιχεία που να στηρίζουν τη θέση της Επιτροπής ότι της έχει αναγνωριστεί αρμοδιότητα για τη σύναψη ορισμένου τύπου συμφωνιών ούτε ότι είναι δυνατή αναφορά στο άρθρο 101 της Συνθήκης Ευρατόμ όσον αφορά τα όρια και τις προϋποθέσεις ασκήσεως τέτοιας εξουσίας, ενόψει άλλωστε του ότι οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν όλως διαφορετικές όσον αφορά την αρμοδιότητα για σύναψη συμφωνιών διατάξεις.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, αν το άρθρο 228 ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναγνωρίζονται στην Επιτροπή μόνον οι αρμοδιότητες που της έχουν ρητώς ή σιωπηρώς ανατεθεί από τη Συνθήκη, ή εκχωρηθεί από το Συμβούλιο, το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή της Γαλλίας λόγω αναρμοδιότητας της Επιτροπής για τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας.

Με άλλα λόγια, αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 228 αποτελεί τον γενικό όσον αφορά τη σύναψη συνθηκών κανόνα και ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ουδεμία αναγνωρίζει αυτόνομη αρμοδιότητα στην Επιτροπή, είναι σαφές ότι η εξέτασή μου μπορεί να σταματήσει εδώ.

- Ως προς την πρακτική της Επιτροπής

28. Κατόπιν των ανωτέρω, δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή έχει πράγματι θέσει σε ισχύ συμβατικής φύσεως κείμενα, ακόμα και σε άλλους τομείς (27). Πράγματι, το εν λόγω κοινοτικό όργανο έχει συνάψει ορισμένες συμφωνίες σχετικά με προνόμια και ασυλίες διπλωματικών αποστολών (28), για οικονομικές σχέσεις με τις χώρες μέλη της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμολογίων και Εμπορίου) (29) καθώς και σε τεχνικής φύσεως πεδία (30), ειδικότερα στον φυτοϋγειονομικό τομέα καθώς και τον τομέα της επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας.

Το γεγονός ότι το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη δεν έχουν μέχρι σήμερα αμφισβητήσει τις συμφωνίες που, παρόλα αυτά, έχει συνάψει η Επιτροπή επιτρέπει να συναχθεί εξ αυτού ότι, μέσω μιας επικυρωθείσας στην πράξη ερμηνείας του άρθρου 228, έχει αναγνωριστεί στην Επιτροπή αυτόνομη εξουσία συνάψεως διεθνών συμφωνιών;

29. Νομίζω ότι δεν είναι σοβαρό να τίθεται το πρόβλημα κατ' αυτό τον τρόπο, χωρίς καν να παρίσταται ανάγκη να αναρωτηθεί κανείς μέχρι ποίου σημείου το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη ήσαν πράγματι εν γνώσει της υπάρξεως μιας τέτοιας πρακτικής και, επομένως, εσκεμμένως ανέχθησαν την περιορισμένη εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση αρμοδιοτήτων στο πεδίο αυτό.

Είναι αρκετό εν προκειμένω να υπομνήσω, μαζί με τη Γαλλική Κυβέρνηση, την κρίση του Δικαστηρίου κατά την οποία "απλή πρακτική του Συμβουλίου δεν μπορεί να συνιστά παρέκκλιση από κανόνες της Συνθήκης. Επομένως, δεν μπορεί να δημιουργήσει προηγούμενο που δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα όσον αφορά το ορθό νόμιμο έρεισμα" (31). Πράγματι, αντίθετα με την Επιτροπή, δεν θεωρώ ότι οι εν λόγω κρίσεις, που αφορούν την επιλογή της νομικής βάσεως, μπορούν οπωσδήποτε να τύχουν εφαρμογής όσον αφορά την περίπτωση που απασχολεί εδώ το Δικαστήριο: στην αντίθετη περίπτωση, η κατάληξη θα ήταν να θεωρηθεί ότι μια παράβαση των κανόνων της Συνθήκης καθίσταται θεμιτή απλώς και μόνον επειδή (...) επαναλαμβάνεται!

30. Βάσει των προηγουμένων θεωρήσεων, κρίνω περιττή μια εξέταση η οποία θα αποσκοπούσε στο να ερευνηθεί αν η επίδικη συμφωνία μπορεί να εξομοιωθεί, λόγω του περιεχομένου ή της φύσεώς της, προς αυτές που έχουν μέχρι τώρα συναφθεί από την Επιτροπή. Εξάλλου, ακόμα και αν παρίστατο ανάγκη, από την εξέταση ακριβώς των συνθηκών από τις οποίες εξαρτάται, όπως φρονεί και το ίδιο το κοινοτικό όργανο, η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, επιβεβαιώνεται εμμέσως η αδυναμία ερμηνείας του άρθρου 228 ως κανόνος παρέχοντος στην Επιτροπή αρμοδιότητα, έστω και περιορισμένη, για την αυτοτελή σύναψη διεθνών συμφωνιών.

Πράγματι, οι "διοικητικές" συμφωνίες που έχουν μέχρι τώρα συναφθεί χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με την Επιτροπή, από τις ακόλουθες ιδιαιτερότητες: α) Οι δημοσίου διεθνούς δικαίου υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές είναι περιορισμένες και μπορούν να εκπληρώνονται εξ ολοκλήρου από μόνη την Επιτροπή (υποχρεώσεις που δεν αποκλείεται να είναι ανύπαρκτες) β) τέτοιες συμφωνίες πραγματοποιούνται εντός των προβλεπομένων από τον προϋπολογισμό ορίων, επομένως χωρίς να έχουν ως συνέπεια νέες οικονομικές υποχρεώσεις γ) η ίδια η φύση των εν λόγω υποχρεώσεων συνεπάγεται ότι δυσχερώς μπορεί να προκύψει θέμα, σε περίπτωση μη εκτελέσεως μιας συμφωνίας, διεθνούς ευθύνης της Κοινότητας, υπό την έννοια ότι η ενδεχόμενη μη τήρηση τέτοιων υποχρεώσεων έχει σχεδόν πάντοτε ως (μόνη) συνέπεια το να παύει να υφίσταται η συμφωνία.

31. 'Ομως, εφόσον ληφθούν υπόψη όσα έχουν αναφερθεί στις παραγράφους 18 έως 22, αρκεί να υπομνηστεί εδώ, ακόμα μια φορά, ότι η υπό κρίση συμφωνία προβλέπει μια σειρά λειτουργικών και διαδικαστικών υποχρεώσεων σε βάρος της Επιτροπής: έστω και αν χαρακτηριστούν ως "περιορισμένοι", οι όροι του προβλήματος εξακολουθούν να παραμένουν αναλλοίωτοι, υπό την έννοια ότι πρόκειται πάντα για διεθνή συμφωνία. Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα αν μια τέτοια συμφωνία εκτελείται ή όχι στο πλαίσιο των ορίων που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό νομίζω ότι στερείται παντελώς σημασίας.

'Οσον αφορά το θέμα της ευθύνης, επισημαίνω πρώτον ότι το γράμμα της συμφωνίας δεν την αποκλείει, εφόσον, εξάλλου, τέτοιος αποκλεισμός δεν προκύπτει από κάποια συνεννόηση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Νομίζω επίσης ότι στερείται οποιασδήποτε σημασίας, το γεγονός ότι, λόγω της φύσεως των προβλεπομένων από τη συμφωνία (αμοιβαίων) υποχρεώσεων, μπορούν πράγματι να προκύψουν οι υπογραμμισθείσες από την Επιτροπή, προκειμένου να αποκλειστεί η ευθύνη της Κοινότητας, συνέπειες. Συναφώς, αρκούμαι στο να παρατηρήσω ότι δεν βλέπω κατά ποίον τρόπο θα μπορούσε λογικώς, από το γεγονός ότι η παράβαση των όρων της συμφωνίας δεν επιτρέπει στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος να αντιδράσει, να προκύψει, σε διεθνές επίπεδο, κατά τρόπο "αποφασιστικό" η αρμοδιότητα της Επιτροπής για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών: θα ήταν πράγματι τουλάχιστον πρωτοφανές να εξαρτάται από ένα τέτοιας φύσεως στοιχείο η αρμοδιότητα, όσον αφορά τη σύναψη συμφωνιών, ενός κοινοτικού οργάνου το οποίο θα ήταν άλλως αναρμόδιο.

32. Δεν αποκλείεται, ενόψει των μόλις προαναφερθεισών προϋποθέσεων, με τον όρο "διεθνής" συμφωνία, να υπονοεί η Επιτροπή, στην πραγματικότητα, συμφωνίες απλουστευμένης μορφής οι οποίες βάσει του εσωτερικού δικαίου της πλειονότητας των κρατών, συνάπτονται από την εκτελεστική εξουσία χωρίς την παρέμβαση του Κοινοβουλίου και αφορούν συνήθως - εφόσον δεν ληφθούν υπόψη απόρρητες συμφωνίες - τομείς τεχνικο-διοικητικού χαρακτήρα, δηλαδή συμφωνίες των οποίων η εκτέλεση δεν συνεπάγεται τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας ή οι οποίες συμπληρώνουν ή διασαφηνίζουν προϋφιστάμενες συμφωνίες που έχουν συναφθεί κατά τις συνήθεις διαδικασίες, δηλαδή συμφωνίες που εντάσσονται σε ένα εκ των προτέρων συσταθέν, μέσω άλλων συμφωνιών, κανονιστικό πλαίσιο. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή επανειλημμένως αναφέρθηκε στη σχετική πρακτική των κρατών, ειδικότερα στις συμφωνίες που συνάπτονται από τις κυβερνήσεις χωρίς να τηρείται η συνταγματικώς προβλεπόμενη διαδικασία επικυρώσεως και οι οποίες χαρακτηρίζονται ακριβώς, σε ορισμένες έννομες τάξεις, ως διοικητικές συμφωνίες (32). Η εν λόγω πρακτική δικαιολογείται από την αντίληψη ότι η αρμοδιότητα για τη σύναψη ορισμένου τύπου συμφωνιών είναι συναφής με την εκτελεστική λειτουργία (33).

33. Αν τέτοιοι είναι οι όροι του προβλήματος, πρέπει να ελεγχθεί αν η αρμοδιότητα της Επιτροπής για τη σύναψη συμφωνιών μπορεί να εξαρτάται από το ζήτημα αν το όργανο αυτό είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως η εκτελεστική της Κοινότητας αρχή.

'Ομως, έστω και αν μπορούσε να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι στην εκτελεστική λειτουργία περιλαμβάνεται και η σύναψη συμφωνιών, δεν νομίζω ότι η εν λόγω θεωρία, ενόψει του γεγονότος ότι είναι αδύνατος ο προσδιορισμός μ' αυτήν μιας αυτόνομης γενικής εκτελεστικής λειτουργίας της οποίας η άσκηση να έχει ανατεθεί στην Επιτροπή, μπορεί να τύχει εφαρμογής, mutatis mutandis, στο κοινοτικό σύστημα. Αντιθέτως, είναι γνωστό ότι το Συμβούλιο είναι εκείνο που διαθέτει, εκτός από τις κανονιστικές του αρμοδιότητες, και τις γενικές εκτελεστικές αρμοδιότητες, ενώ στην Επιτροπή ανήκουν οι αρμοδιότητες που της έχουν ρητώς χορηγηθεί από τη Συνθήκη ή εκχωρηθεί από το Συμβούλιο, στην έκταση που προσδιορίζεται από τη σχετική με τη χορήγηση της αρμοδιότητας πράξη.

34. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω εν προκειμένω ότι "κάθε κοινοτικό όργανο ενεργεί εντός των ορίων των εξουσιών που του παρέχονται από την παρούσα Συνθήκη" (άρθρο 4, παράγραφος 1) και ότι το άρθρο 228 παρέχει γενικώς στο Συμβούλιο την αρμοδιότητα να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες κατόπιν διαβουλεύσεως, στις προβλεπόμενες περιπτώσεις, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διαβούλευση η οποία, δεν είναι περιττό να υπογραμμίσω, θα ήταν αναγκαία αν η επίδικη συμφωνία είχε συναφθεί από το Συμβούλιο. Αντιθέτως, στην Επιτροπή έχει αναγνωριστεί, από την ίδια τη Συνθήκη, μόνο η ευθύνη της φάσεως των διαπραγματεύσεων καθώς και μια περιορισμένη, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως έχω ήδη αναφέρει, εξουσία συνάψεως συμφωνιών.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι μια πρακτική σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τροποποιήσει τους διακανονισμούς και τις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων ισορροπίες, όπως αυτές καθορίζονται στη Συνθήκη και βρίσκουν αναμφιβόλως στο άρθρο 228 ένα από τα ουσιώδη τους θεμέλια και - ας το πω ξεκάθαρα - είναι θεσμικού χαρακτήρα. Δεν πρέπει να παροράται ότι πρόκειται για μια Κοινότητα δικαίου, δηλαδή Κοινότητα ερειδόμενη στην αρχή της νομιμότητας και σε παραχωρηθείσες αρμοδιότητες.

- Ως προς τον παραλληλισμό μεταξύ προς τα έσω και προς τα έξω αρμοδιοτήτων

35. Ως γνωστόν η νομολογία που έχει προκύψει από την απόφαση AETR (34) αποτελεί το σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό των προς τα έξω αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, δοθέντος ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι εκτός των ρητώς αναφερομένων στη Συνθήκη περιπτώσεων, δυνατότητα συνάψεως διεθνών συμφωνιών υφίσταται κάθε φορά που η Κοινότητα διαθέτει αρμοδιότητες στο εσωτερικό επίπεδο (35).

Με την ίδια απόφαση αναγνωρίζεται ότι "δεν είναι δυνατός (...) κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης, ο διαχωρισμός του συστήματος των εσωτερικών για την Κοινότητα μέτρων από αυτό των εξωτερικών σχέσεων" (36). Είναι σαφές ότι, αν δεν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στην περίπτωση εκείνη η διαφωνία αφορούσε ακριβώς την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, μια τέτοια αντίληψη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση στην Επιτροπή, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, περιορισμένης εξουσίας συνάψεως διεθνών συμβάσεων οι οποίες, όπως είναι επόμενο, θα αποτελούσαν ένα είδος άμεσης συνέπειας των ιδίων αρμοδιοτήτων που το εν λόγω κοινοτικό όργανο διαθέτει, σε συγκεκριμένο τομέα, σε επίπεδο εσωτερικών σχέσεων.

36. Ωστόσο, η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η νομολογία αυτή δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση: και τούτο ακριβώς κατά το μέτρο που η νομολογία αυτή αφορά την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών και όχι μεταξύ, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, των διαφόρων κοινοτικών οργάνων.

Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, πρέπει, παρόλα αυτά, να σημειωθεί ότι το καθού κοινοτικό όργανο υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι η αρμοδιότητά του για τη σύναψη συμβάσεων είναι ακόμα περισσότερο σαφής όσον αφορά τον τομέα του ανταγωνισμού, εφόσον σ' αυτό ανήκει η εποπτεία της εφαρμογής των αρχών που έχουν θεσπιστεί με τα άρθρα 85 και 86 καθώς και η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου (37). Με άλλα λόγια, η Επιτροπή πρέπει να θεωρείται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ότι είναι ακόμα περισσότερο αρμοδία για τη σύναψη συμφωνιών όταν πρόκειται για τομείς, όπως του ανταγωνισμού, όπου αυτή διαθέτει, σε επίπεδο εσωτερικών σχέσεων, ίδιες αρμοδιότητες που της έχουν κατά τρόπο άμεσο παρασχεθεί από τη Συνθήκη: τούτο συνεπάγεται, στο κάτω-κάτω της γραφής, ότι η αρμοδιότητά της για τη σύναψη συμφωνιών σε θέματα ανταγωνισμού αποτελεί έναν κλάδο της κανονιστικής αρμοδιότητας που της έχει παρασχεθεί, σε επίπεδο εσωτερικών σχέσεων, από τη Συνθήκη.

37. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η αρμοδιότητα όσον αφορά την ανάληψη υποχρεώσεων σε διεθνές επίπεδο ανήκει σε όργανα που είναι τα ίδια με αυτά τα οποία είναι αρμόδια για την άσκηση των κοινοτικών κανονιστικών εξουσιών σε επίπεδο εσωτερικών σχέσεων, πράγμα που πρέπει να έχει ως συνέπεια την αναγνώριση στην Επιτροπή αυτόνομης αρμοδιότητας όσον αφορά τους τομείς όπου της έχουν παρασχεθεί ίδιες κανονιστικές αρμοδιότητες (38).

Είναι προφανές ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας συλλογιστικής, το άρθρο 228, παράγραφος 1, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια αυτόνομη και γενική διάταξη επιτρέπουσα τη σύναψη συνθηκών, δυνατότητα την οποία εγώ αποκλείω βάσει των ήδη ανωτέρω αναπτυχθεισών παρατηρήσεων ως προς την ερμηνεία του εν λόγω κανόνα και κυρίως του "συνταγματικού" πεδίου εφαρμογής του στο πλαίσιο της συνολικής διαρθρώσεως της Συνθήκης.

38. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα υιοθετούσε, αντιθέτως, μια τέτοια συλλογιστική, θεωρώ σκόπιμο να προβώ σε ορισμένες παρατηρήσεις σχετικές με τις εξουσίες της Επιτροπής σε θέματα ανταγωνισμού, παρατηρήσεις οι οποίες αναποφεύκτως συμπίπτουν με τις αιτιάσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως καθώς και των παρεμβαινουσών κυβερνήσεων όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

Ας μου επιτραπεί πρώτα απ' όλα να υπενθυμίσω ότι αυτόνομη εξουσία λήψεως αποφάσεων σε θέματα ανταγωνισμού παρέχεται στην Επιτροπή μόνο από το άρθρο 89 της Συνθήκης το οποίο της επιτρέπει να διαπιστώνει ενδεχόμενες παραβάσεις των άρθρων 85 και 86 καθώς και το άρθρο 90, παράγραφος 3, ενώ το Συμβούλιο, και μόνο αυτό, διαθέτει, βάσει του άρθρου 87 της Συνθήκης, γενική νομοθετική αρμοδιότητα. Στα ανωτέρω πρέπει να προσθέσω, για να είμαι απολύτως ακριβολόγος, ότι το άρθρο 89 δεν παρέχει στην Επιτροπή αποκλειστική αρμοδιότητα εφόσον απαιτεί και τη συνεργασία των κρατών μελών καθώς και των εθνικών δικαστηρίων.

39. 'Ηδη οι παρατηρήσεις αυτές είναι αρκετές για να καταφανεί ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει αποκλειστικές εξουσίες στον εν λόγω τομέα και, κυρίως, ότι η νομοθετική εξουσία αυστηρώς επιφυλάσσεται στο Συμβούλιο. Το εν λόγω κοινοτικό όργανο είναι ιδίως επιφορτισμένο να εκδίδει "τους αναγκαίους κανονισμούς ή οδηγίες για την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 85 και 86" (άρθρο 87, παράγραφος 1) καθώς και για "την οριοθέτηση των καθηκόντων (...) της Επιτροπής (...) κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου" (άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο δ'): αυτό ακριβώς έπραξε το Συμβούλιο εκδίδοντας, ειδικότερα, τον κανονισμό 17 (39).

Είναι απλώς συμπτωματικό το γεγονός ότι ο κανονισμός 17 διέπει, π.χ., τις σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών (άρθρο 10), γεγονός το οποίο αρκεί, από μόνο του, για να καταδειχθεί ότι το θέμα που αποτελεί το αντικείμενο της συμφωνίας ρυθμίζεται, σε ενδοκοινοτικό επίπεδο, από κανονιστική πράξη του Συμβουλίου. Συναφώς, ακόμα περισσότερο δηλωτικό είναι το γεγονός ότι η διαδικασία που μνημονεύεται στο άρθρο 24, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, στο σημείο όπου γίνεται αναφορά των διαπραγματεύσεων με τρίτα κράτη, παραπέμπει σαφώς στην προβλεπομένη από το άρθρο 228 της Συνθήκης διαδικασία: και τούτο ακόμα μια φορά στο πλαίσιο ενός κανονισμού του Συμβουλίου ερειδομένου στο άρθρο 87. Οι ίδιες θεωρήσεις ισχύουν και σε σχέση με το άρθρο 9 του κανονισμού 4056/86 (40) το οποίο, προβλέπει ακριβώς ότι, στην περίπτωση που η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού έρχεται σε σύγκρουση με κανόνες τρίτης χώρας, η Επιτροπή υποχρεούται να υποβάλει συστάσεις στο Συμβούλιο το οποίο την εξουσιοδοτεί να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το εν λόγω κράτος βάσει των οδηγιών που της απευθύνει.

40. Οι προηγούμενες παρατηρήσεις υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η εξουσία συνάψεως της επίμαχης συμφωνίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί, στο πλαίσιο της λογικής της νομολογίας AETR, ως η έκφραση των εσωτερικών αρμοδιοτήτων που η Επιτροπή διαθέτει σε θέματα ανταγωνισμού. Ούτε άλλωστε μπορεί λογικώς να υποστηριχθεί, για τον λόγο ότι στην Επιτροπή, ως όργανο επιφορτισμένο με την εποπτεία και την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, εμπίπτει η εκτέλεση της συμφωνίας, ότι η συνεργασία που έχει θεσπιστεί με τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών είναι απλώς λειτουργικής φύσεως σε σχέση με την εξουσία εποπτείας που ανήκει στην Επιτροπή σε ενδοκοινοτικό επίπεδο.

Πράγματι, ορισμένες διατάξεις της συμφωνίας είναι, εν πάση περιπτώσει, ασυμβίβαστες με τις κανονιστικές εξουσίες που διαθέτει το Συμβούλιο στον σχετικό τομέα, υπό την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις υπερβαίνουν τις (εκτελεστικές) αρμοδιότητες που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή βάσει του κανονισμού 17.

41. Ειδικότερα, η Γαλλική Κυβέρνηση προέβαλε την παράβαση, από τις διατάξεις της συμφωνίας, του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το οποίο περιορίζει τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεων στην Επιτροπή εκ μέρους των κρατών μελών και των φυσικών ή νομικών προσώπων που επικαλούνται έννομο συμφέρον, και τούτο κατά το μέτρο που η επίδικη συμφωνία παραχωρεί τέτοια δυνατότητα και στις αμερικανικές αρχές (άρθρο 5).

Συναφώς, η άποψη της Επιτροπής ότι το εν λόγω άρθρο δεν της απαγορεύει να λαμβάνει πληροφορίες από πηγές διαφορετικές απ' αυτές που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη, δεν μου φαίνεται να έχει και πολύ σημασία. Πράγματι, καίτοι είναι αληθές ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που προέρχονται από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών παρέχονται "εκουσίως", δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν, άλλως κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με επιπολαιότητα, να μη ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι αρχές αυτές έχουν την εξουσία να ζητούν, όπως ακριβώς και τα κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, να διεξαχθεί έρευνα όσον αφορά ορισμένες ενέργειες, κυρίως όταν μια τέτοια έρευνα περιβάλλεται από μια σειρά εγγυήσεων στο πλαίσιο ενός νομικώς δεσμευτικού κειμένου.

42. Εξάλλου, η Γαλλική και η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλουν την παράβαση του άρθρου 20 του ίδιου κανονισμού 17, κανόνα ο οποίος, χάριν της προστασίας των συμφερόντων των ιδιωτών, καθιερώνει την αρχή του απορρήτου όσον αφορά τις πληροφορίες που συλλέγει η Επιτροπή κατά τη διάρκεια των διαδικασιών της. Πράγματι, κατά τη γνώμη των Κυβερνήσεων αυτών, η επιβαλλομένη από τη συμφωνία υποχρέωση παροχής πληροφοριών ζημιώνει τις επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο μιας έρευνας της Επιτροπής βάσει του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού.

Αν ληφθεί υπόψη η μεγίστη σημασία και ο εξαιρετικά λεπτός χαρακτήρας της αρχής του απορρήτου των πληροφοριών (41), ειδικότερα στον επίμαχο εν προκειμένω τομέα, δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το ότι οι υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως, πληροφορήσεως και συντονισμού, όπως προβλέπονται στα άρθρα 2, 3 και 5 της συμφωνίας, είναι ικανές να συνιστούν παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού 17, σύμφωνα με το οποίο οι πληροφορίες οι οποίες έχουν συλλεγεί από την Επιτροπή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρά μόνο για τον σκοπό για τον οποίο εζητήθησαν (παράγραφος 1) και θεωρούνται, ως εκ της φύσεώς τους, ως καλυπτόμενες από το επαγγελματικό απόρρητο, οπότε η μετάδοσή τους απαγορεύεται, ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η απαγόρευση αυτή αφορά εξίσου την Επιτροπή και τις αρμόδιες εθνικές αρχές (παράγραφος 2). Δεν νομίζω ότι χρειάζεται εν προκειμένω να προστεθεί ότι το άρθρο 8 της συμφωνίας, το οποίο αφορά ακριβώς το απόρρητο των πληροφοριών, δεν μπορεί να επιλύσει το εν λόγω πρόβλημα.

Ούτε άλλωστε νομίζω ότι η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 9 της συμφωνίας διάταξη κατά την οποία η εν λόγω συμφωνία δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να έρχεται σε σύγκρουση με το ισχύον στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών δίκαιο μπορεί να αποτελεί μια ικανοποιητική, όσον αφορά τα προεξετασθέντα προβλήματα, λύση. Πράγματι, πρόκειται κυρίως για μια διάταξη χάριν ύφους η οποία αν πράγματι τηρούνταν θα οδηγούσε στη μη εφαρμογή της συμφωνίας, όσον αφορά τις σημαντικότερες διατάξεις της, και θα κατέληγε στο να την καταστήσει κενή παντός περιεχομένου.

43. Βάσει των προηγουμένων θεωρήσεων, φρονώ ότι περιττεύει η εξέταση των άλλων λόγων που προβάλλει η Γαλλία προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής της η οποία εξάλλου, το υπενθυμίζω, στηρίζεται και στο άρθρο 33 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, έστω και αν οι ίδιοι οι διάδικοι αναφέρθηκαν, κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, μόνο στους κανόνες της Συνθήκης ΕΟΚ. Περιττεύει να υπογραμμίσω ως προς το σημείο αυτό ότι, έστω και αν επρόκειτο να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε να υπογράψει μια τέτοια συμφωνία περιοριζόμενη στους κανόνες της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το εν λόγω κοινοτικό όργανο όφειλε να πράξει κάτι τέτοιο στηριζόμενο στο άρθρο 95 της Συνθήκης αυτής, και επομένως "μετά ομόφωνη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου και κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συμβουλευτική Επιτροπή". Δεδομένου ότι οι όροι αυτοί δεν τηρήθηκαν, υφίσταται οπωσδήποτε παράβαση ουσιωδών τύπων της οποίας οι συνέπειες δεν διαφέρουν από αυτές που απορρέουν από τη διαπίστωση της ελλείψεως αρμοδιότητας ενόψει των σχετικών κανόνων της Συνθήκης ΕΟΚ, της Επιτροπής.

44. Επομένως, υπό το φως των προηγουμένων παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτή την προσφυγή και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα με εξαίρεση τα έξοδα των παρεμβαινόντων.

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

(1) - Σχετικά με το πρόβλημα αυτό και όσον αφορά την ανάλυση των συστάσεων που έχουν εκδοθεί σχετικώς, βλ. τον εκδοθέντα από τον ΟΟΣΑ τόμο: Mise en oeuvre du droit de la concurrence. Cooperation internationale pour la collecte de renseignements , Παρίσι, 1984.

(2) - 'Οσον αφορά την ανάλυση των σχετικών προβλημάτων, βλ. κυρίως Picone, L' applicazione extraterritoriale delle regole sulla concorrenza e il diritto internazionale στο Il fenomeno delle concentrazioni di imprese nel diritto interno e internazionale , Πάδοβα, 1989, σ. 80 επ.

(3) - Η σύσταση της 25ης Σεπτεμβρίου 1979 είχε με τη σειρά της τροποποιήσει και αντικαταστήσει τις συστάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1967 και της 3ης Ιουλίου 1973.

(4) - Η Επιτροπή εκφράζεται υπ' αυτήν την έννοια στην επεξηγηματική σημείωση σχετικά με το σχέδιο της συμφωνίας ΕΟΚ/Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με το δίκαιο του ανταγωνισμού, που απεστάλη στα κράτη μέλη ταυτοχρόνως με το σχέδιο συμφωνίας. Η υπογράμμιση είναι δική μου.

(5) - 'Οσον αφορά την Κοινότητα, στους κανόνες αυτούς περιλαμβάνονται τα άρθρα 85, 86, 89 και 90 της Συνθήκης ΕΟΚ, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων, τα άρθρα 65 και 66 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και οι εκτελεστικοί τους κανονισμοί, συμπεριλαμβανομένης της αποφάσεως 24/54 της Ανωτάτης Αρχής, καθώς και λοιπές νομοθετικές και ρυθμιστικές διατάξεις που τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν εγγράφως να θεωρούν, για τους σκοπούς της Συμφωνίας, ως δίκαιο του ανταγωνισμού (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α', περίπτωση ii).

(6) - Επεξηγηματική σημείωση συνημμένη στο σχέδιο συμφωνίας που απεστάλη στα κράτη μέλη.

(7) - Βλ. την πρόσφατη απόφαση της 16ης Ιουνίου 1993, C-325/91, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-3283, σκέψη 9).

(8) - Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Racc. 1971, σ. 263, σκέψη 42).

(9) - Βλ. σ. 5 και 6 του υπομνήματος αντικρούσεως.

(10) - Βλ. ειδικότερα την απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, 181/73, Haegeman (Racc. 1974, σ. 449).

(11) - Η προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, σκέψεις 3 και 5.

(12) - Η λύση αυτή έχει υιοθετηθεί και όσον αφορά τις μικτές συμφωνίες βλ., π.χ., την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel (Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 7).

(13) - Γνωμοδότηση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1975, Racc. 1975, σ. 1355.

(14) - Προαναφερθείσα γνωμοδότηση 1/75, σ. 1361.

(15) - Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 165/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 5545).

(16) - Βλ. κυρίως J. Rideau, Les accords internationaux dans la jurisprudence de la Cour de justice des Communautes europeennes: reflexions sur les relations entre les ordres juridiques international, communautaire et nationaux, στη Revue generale de droit international public, 1990, σ. 289 επ., ειδικότερα σ. 380 επ.

(17) - Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προστεθεί ότι το πρόβλημα των αποτελεσμάτων μιας ενδεχομένης ακυρώσεως τίθεται με τον ίδιο τρόπο, όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί σε διεθνές επίπεδο, είτε πρόκειται για την αναγνώριση της ακυρότητας της συμφωνίας, εξυπακούεται όσον αφορά την Κοινότητα, είτε αν ακυρωθεί η πράξη η οποία επέτρεψε τη σύναψη της συμφωνίας και της οποίας, όπως είναι επόμενο, αποτελεί το νομικό στήριγμα.

(18) - Αναφέρομαι στο γεγονός ότι, υπό κανονικές συνθήκες, οι αποφάσεις σχετικά με την υπογραφή μιας συμφωνίας ναι μεν σαφώς μνημονεύονται στα σχετικά πρακτικά, πλην όμως ακολουθούνται από απόφαση εγκρίνουσα τη συμφωνία (πράξη σχετική με τη σύναψη) η οποία και δημοσιεύεται: τούτο όμως αφορά προφανώς τις συναπτόμενες από το Συμβούλιο συμφωνίες.

(19) - Βλ. την παράγραφο 7. Βλ., εξάλλου, την απόφαση της 19ης Μαΐου 1993, C-198/91, Cook, Συλλογή 1993, σ. Ι-0000, σκέψη 14, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα απλό ενημερωτικό έγγραφο δεν αποτελεί απόφαση ικανή να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως .

(20) - Αρκεί συναφώς να υπομνηστεί ότι με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται οι συμφωνίες που συνάπτονται από τον Πρόεδρο χωρίς έγκριση της Γερουσίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που ευρέως χρησιμοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες και στηρίζεται σε πρακτική που έχει εγκριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Δεν χρειάζεται να προστεθεί ότι οι executive agreements ουδόλως διαφέρουν, ως προς τα αποτελέσματά τους και τη θέση που κατέχουν στη διεθνή έννομη τάξη, από τις διεθνείς συμφωνίες που συνάπτονται βάσει της διαδικασίας που περιλαμβάνει την προβλεπόμενη από το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα κοινοβουλευτική έγκριση.

(21) - Βλ. συναφώς Schachter, The twilight existence of nonbinding international agreements στο American Journal of International law, 1977, σ. 296 επ.

(22) - Αρκεί να υπομνηστούν οι συμφωνίες σχετικά με τη συνεργασία και την ασφάλεια στην Ευρώπη οι οποίες έχουν προέλθει από την τελική πράξη της Διακυβερνητικής Διασκέψεως του Ελσίνσκι το 1975.

(23) - Πρέπει να επισημανθεί εν προκειμένω, όσον αφορά ακριβώς τον τομέα που απασχολεί εδώ το Δικαστήριο, τη συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά της 9ης Μαρτίου 1984 (βλ. American Journal of International Law, 1984, σ. 659 επ.), συμφωνία όπου ρητώς προβλέπεται, στο άρθρο της 12, ότι δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία .

(24) - Βλ. συναφώς τις θεωρήσεις που εκτίθενται στην προσωρινή έκθεση του Institut de droit international του Virally, La distinction entre textes internationaux de portee juridique et textes internationaux depourvus de portee juridique στο Annuaire de l' I.D.I., Session de Cambridge, τόμος 60-1, 1983, σ. 166 επ., ειδικότερα σ. 212 επ.

(*) - Σημ.Μετ.: στο ιταλικό κείμενο υπάρχει το ρήμα riconosciute ενώ στο ελληνικό κείμενο δεν υπάρχει αντίστοιχο ρήμα.

(25) - 'Εχει εξάλλου υποστηριχθεί ότι η εν λόγω φράση θα μπορούσε επίσης να συντελέσει στην οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής των εννοιών της διαπραγματεύσεως και της συνάψεως, τη μια σε σχέση με την άλλη , ενώ ουδόλως είναι ευχερές να εξακριβωθεί μέχρι ποίου σημείου εκτείνεται η φάση της διαπραγματεύσεως και πότε αρχίζει αυτή της συνάψεως. Βλ. υπό την έννοια αυτή Louis και Bruckner, Relations exterieurs, στο Megret, Le droit de la Communaute economique europeenne, τόμος ΧΙΙ, 1980, σ. 20 επ.

(26) - Πρόκειται επομένως για μια διαδικασία εντελώς διαφορετική από αυτήν του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΟΚ. Βλ. σχετικώς Raux, La procedure de conclusion des accords externes de la Communaute europeenne de l' energie atomique , Revue generale de droit international public, 1965, σ. 1019 επ.

(27) - Στα υπομνήματα που υπέβαλε κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή αναφέρθηκε ειδικότερα σε 25 παραδείγματα διμερούς συνεργασίας με τρίτα κράτη, όλα μεταγενέστερα του 1974. Μόνον όμως η επίδικη συμφωνία έχει ρητώς χαρακτηριστεί ως συμφωνία. Στις άλλες περιπτώσεις τα σχετικά κείμενα χαρακτηρίσθηκαν ανταλλαγή εγγράφων (δέκα οκτώ περιπτώσεις), memorandum of understanding (δύο περιπτώσεις), διοικητική σύμπραξη (τρεις περιπτώσεις), agreed minute (μια περίπτωση). Οκτώ από τις συμφωνίες αυτές συνήφθησαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ορισμένες απευθείας με την Αμερικανική Κυβέρνηση ενώ άλλες με συγκεκριμένα Departments .

(28) - Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί εν προκειμένω, αφενός, ότι η ίδρυση αντιπροσωπειών σε τρίτες χώρες μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στην εξουσία της Επιτροπής να οργανώνει τις δικές της υπηρεσίες και, αφετέρου, ότι υφίσταται εν πάση περιπτώσει σιωπηρή έγκριση της αρμοδίας επί του προϋπολογισμού αρχής (Συμβούλιο και Κοινοβούλιο), έγκριση η οποία μπορεί να συναχθεί από τη ψήφιση των αναγκαίων για τη λειτουργία τους πιστώσεων.

(29) - Οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Επιτροπή στον τομέα αυτό, υπό τη μορφή ανταλλαγής εγγράφων και που αφορούν ως επί το πλείστον το κλείσιμο των Panels της GATT, αποτελούν εν πάση περιπτώσει το αντικείμενο προκαταρκτικών συζητήσεων στο πλαίσιο της επιτροπής 113 του Συμβουλίου.

(30) - Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για συμφωνίες που εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ήδη υφισταμένης ρυθμίσεως υπό την έννοια ότι συμπληρώνουν ή διασαφηνίζουν άλλες συμφωνίες ή πράξεις παραγώγου δικαίου των αρμοδίων οργάνων της Κοινότητας.

(31) - Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988, 68/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 855, σκέψη 24).

(32) - Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω εν προκειμένω ότι, σε ορισμένες έννομες τάξεις, ένας τέτοιος τύπος συμφωνιών προβλέπεται ρητώς (βλ., π.χ., το άρθρο 59, παράγραφος 2, του Γερμανικού Συντάγματος), ή τουλάχιστον, σιωπηρώς, κατά το μέτρο που προβλέπονται περιπτώσεις όπου είναι αναγκαία η προηγούμενη συναίνεση του Κοινοβουλίου (βλ., π.χ., το άρθρο 87 του Ιταλικού Συντάγματος), πράγμα που έχει ως συνέπεια η σύναψη να θεωρείται, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ως εγκύρως πραγματοποιηθείσα από την εκτελεστική εξουσία. Αντιθέτως, ούτε το άρθρο 228 ούτε άλλοι κανόνες της Συνθήκης προβλέπουν, έστω και εμμέσως, τέτοια δυνατότητα.

(33) - Μια τέτοια θεωρία συνδέεται με το γεγονός ότι, παραδοσιακώς, η αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνών συμβάσεων αποτελούσε κυριαρχική προνομία, ανήκουσα, όπως είναι επόμενο, στην εκτελεστική εξουσία, προνομία η οποία απολέσθη ή, τουλάχιστον, σημαντικώς περιορίσθη από την παρέμβαση, στη διαδικασία συνάψεως, αντιπροσωπευτικών οργάνων.

(34) - Προαναφερθείσα απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, σκέψεις 11 και 22.

(35) - Βλ, υπό την ίδια έννοια, την προσφάτως εκδοθείσα γνωμοδότηση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 1992, αναφορικά με το σχέδιο συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών, σχετικά με τη δημιουργία του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου (Συλλογή 1992, σ. Ι-2821, σκέψη 39).

(36) - Προαναφερθείσα απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, σκέψεις 16 και 19.

(37) - Κανονισμός (ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 257, της 21.9.1990, σ. 14).

(38) - Βλ., υπό την έννοια αυτή, Cannizzaro, Sulla competenza della Commissione CEE a concludere accordi internazionali , Rivista di diritto internazionale, 1993, σ. 657 επ.

(39) - Κανονισμός του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

(40) - Κανονισμός (ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές (ΕΕ L 378, σ. 4).

(41) - Βλ. συναφώς την απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-67/91, Asociacion Espanola de Banca Privada (Συλλογή 1992, σ. Ι-4785, κυρίως σκέψεις 37 και 38), όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως προς τη σημασία μιας τέτοιας αρχής και ως προς τις συνέπειές της στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών.