ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

GIUSEPPE TESAURO

της 31ης Μαρτίου 1993 ( *1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Εισαγωγή

1.

Η προσφεύγουσα, η εταιρία William Cook (στο εξής: Cook), κύρια ευρωπαϊκή επιχείρηση στον τομέα των χυτηρίων, προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής «να μη διατυπώσει αντιρρήσεις» όσον αφορά σειρά ενισχύσεων που χορήγησαν οι ισπανικές αρχές στην εταιρία Piezas y Rodajes SA (στο εξής: Pyrsa).

2.

Προς στήριξη της προσφυγής της η Cook προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως: πρώτον, η Επιτροπή υπέπεσε σε προφανή πλάνη ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση δεύτερον, η Επιτροπή παραβίασε τα δικαιώματα του αμυνομένου, μη επιτρέποντας στην Cook να εκφράσει την άποψη της πριν από τη λήψη του μέτρου τρίτον, τέλος, η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις της Συνθήκης που διέπουν τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, καθότι, έκρινε ότι οι ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά έπειτα από απλή διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου, δηλαδή χωρίς να κινήσει την πιο σύνθετη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

3.

Πριν αρχίσω την εξέταση της υποθέσεως, θεωρώ χρήσιμο να αναφέρω σύντομα τα κύρια συμπεράσματα της αναλύσεως που θα αναπτυχθεί:

γενικώς, δεδομένου ότι η απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» αποτελεί πράξη με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατόπιν προκαταρκτικού ελέγχου, δηλαδή χωρίς να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει τέτοια απόφαση μόνον εφόσον είναι εκ πρώτης όψεως προφανές ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά τρόπον ώστε να καθίσταται περιττή η πραγματοποίηση λεπτομερέστερης έρευνας

από πλευράς παραδεκτού, κατά της αποφάσεως «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης, από κάθε πραγματικό ανταγωνιστή της επιχειρήσεως που έλαβε τις ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτός έχει υποβάλει (όπως η Cook) καταγγελία ή κατέθεσε παρατηρήσεις ενώπιον της Επιτροπής πριν την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως

επί της ουσίας πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά απλώς βάσει προκαταρκτικού ελέγχου, διότι: i) δεν διέθετε, όπως αναγνωρίζει η ίδια, τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιμήσει μια ουσιώδη πλευρά των επιδίκων ενισχύσεων, δηλαδή τις κατά τομέα επιπτώσεις των ενισχύσεων αυτών στην οικεία αγορά- ii) από τα στοιχεία που διέθετε η Επιτροπή προέκυπτε μάλλον ότι οι επίδικες ενισχύσεις, στο μέτρο που έτειναν σε αύξηση της ικανότητας παραγωγής, ήταν ασυμβίβαστες με την κατάσταση πλεονάζουσας ικανότητας παραγωγής που φέρεται ότι χαρακτηρίζει την οικεία αγορά υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή, αντί να κρίνει βάσει προκαταρκτικού ελέγχου, έπρεπε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2

εξάλλου, για τους ίδιους λόγους που μόλις ανέφερα, και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που προκύπτουν από τη δικογραφία όσον αφορά την κατάσταση πλεονάζουσας ικανότητας παραγωγής της οικείας αγοράς, φαίνεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι επίδικες ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά υπήρξε το αποτέλεσμα προφανούς πλάνης.

4.

Κατόπιν αυτών, θεωρώ χρήσιμο να προβώ, προκαταρκτικά, σε ορισμένες διευκρινίσεις όσον αφορά το διαδικαστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται μια απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» ως προς συγκεκριμένη ενίσχυση. Οι διευκρινίσεις αυτές διαφωτίζουν πράγματι ορισμένα σημεία γενικού χαρακτήρα, στα οποία θα αναφερθώ, στη συνέχεια, κατά την εξέταση των διαφόρων ζητημάτων παραδεκτού και ουσίας που ανακύπτουν εν προκειμένω.

Η διαδικασία ελέγχου των ενισχύσεων

5.

Όπως είναι γνωστό, η απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» σχετικά με σχέδιο ενισχύσεως αποτελεί πράξη με την οποία η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει επίσης ότι οεν είναι απαραίτητο να κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, για να εκτιμηθεί αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Η απόφαση, δηλαδή, αυτή έχει διαδικαστικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι η Επιτροπή, με την πράξη αυτή, κρίνει σε προκαταρκτικό στάδιο αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, παραλείποντας να προβεί σε βαθύτερη έρευνα σχετικά με τη φύση και τα αποτελέσματα του μέτρου που της κοινοποιήθηκε.

6.

Η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή να λαμβάνει, υπό ορισμένες συνθήκες, τέτοιου είδους απόφαση οφείλεται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη, ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων μπορεί να διαρθρωθεί σε δύο φάσεις.

α) Η προκαταρκτική διαδικασία

7.

Η πρώτη φάση, που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, συνίσταται σε προκαταρκτική έρευνα του σχεδίου που κοινοποιήθηκε. Η πρώτη αυτή φάση έχει ως σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να σχηματίσει μια «πρώτη γνώμη» (απόφαση Lorenz) ( 1 ) ώστε να διακρίνει γρήγορα και έπειτα από απλοποιημένο έλεγχο τα μέτρα που ήδη από την κοινοποίηση φαίνεται σαφώς ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά (ή που, προφανώς, δεν έχουν καν τη φύση ενισχύσεως) από τα μέτρα που, αντιθέτως, γεννούν τουλάχιστον αμφιβολίες ως προς το αν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και απαιτούν συνεπώς περαιτέρω έρευνα.

8.

Προσαρμοσμένη στον σκοπό της — που είναι ακριβώς να καταστήσει δυνατό έναν μη αυστηρό, εκ πρώτης όψεως έλεγχο του πατά πόσον η ενίσχυση συμβιβάζεται με την ποινή αγορά — η προκαταρκτική διαδικασία παρουσιάζει τρία χαρακτηριστικά. Είναι αδιαφανής. Δεν προβλέπεται η συμμετοχή τρίτων. Πρέπει — κατ' αρχήν — να είναι σύντομη.

9.

Η προκαταρκτική διαδικασία είναι αδιαφανής διότι δεν υπάρχει καμία μορφή δημοσιότητας που να ενημερώνει τους τρίτους σχετικά με τα σχέδια που κοινοποιήθηκαν. Στην απόφαση Heineken ( 2 ), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 93, παράγραφος 3, «δεν απαιτεί να φέρεται αμέσως εις γνώση κάθε ενδιαφερόμενου η γνωστοποίηση προς την Επιτροπή, από κράτος μέλος, των σχεδίων που αποβλέπουν στη θέσπιση ή την τροποποίηση των ενισχύσεων, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει μόνον την Επιτροπή, όταν αυτή κινεί τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2». Οι τρίτοι μπορούν επομένως να αγνοούν πλήρως ότι μια συγκεκριμένη ενίσχυση κοινοποιήθηκε και ότι η Επιτροπή άρχισε να την εξετάζει.

Αντίθετα, η απόφαση με την οποία περατώνεται η προκαταρκτική διαδικασία δημοσιεύεται. Πράγματι, τόσο οι αποφάσεις για την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, όσο και (από τον Ιούλιο 1990) οι αποφάσεις «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα (σειρά C) (οι τελευταίες δημοσιεύονται πάντως μόνον σε περίληψη και συχνά με καθυστέρηση σε σχέση με την ημερομηνία εκδόσεως τους).

10.

Η έλλειψη συμμετοχής των τρίτων συνδέεται με την έλλειψη διαφάνειας της φάσης αυτής. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται «να τάξει στους ενδιαφερομένους προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεων τους» (απόφαση στην υπόθεση 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής) ( 3 ), είναι σαφές ότι την προκαταρκτική εξέταση πραγματοποιεί κατά γενικό κανόνα μόνη η Επιτροπή, βάσει της κοινοποιήσεως και των ενδεχομένων επαφών της με τη διοίκηση του κράτους που χορηγεί την ενίσχυση. Φυσικά, οι τρίτοι που έλαβαν πάντως γνώση της ενισχύσεως έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψη τους και, ενδεχομένως — όπως στην προκειμένη περίπτωση —, να ζητήσουν από την Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2. Πρόκειται όμως για ένα απλό ενδεχόμενο.

11.

Τέλος, ένα από τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ότι, η προκαταρκτική διαδικασία προβλέφθηκε ως σύντομης διάρκειας. Το άρθρο 93, παράγραφος 3, ορίζει ότι η Επιτροπή πρέπει, όταν αυτό αποδεικνύεται αναγκαίο, να κινεί «αμελλητί» την επόμενη φάση της διαδικασίας.

Το Δικαστήριο έκρινε εξάλλου (προαναφερθείσα απόφαση Lorenz) ότι η Επιτροπή πρέπει μεν να διαθέτει επαρκή προθεσμία για εκτίμηση και έρευνα, οφείλει όμως «να επιδεικνύει επιμέλεια και να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον των κρατών μελών να ενημερώνονται με ακρίβεια σύντομα» στους σχετικούς τομείς αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει θέση εντός «εύλογης προθεσμίας». Βάσει των παρατηρήσεων αυτών, και κατ' αναλογία προς τα άρθρα 173 και 175 της Συνθήκης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή πρέπει να τηρεί προθεσμία δύο μηνών ( 4 ).

Βεβαία, στην πράξη, η προκαταρκτική διαδικασία τείνει να παρατείνεται επί μήνες (δεν είναι σπάνιο η προκαταρκτική έρευνα να διαρκεί περισσότερο από ένα έτος). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η δίμηνη προθεσμία αρχίζει να τρέχει μόνον όταν η Επιτροπή λάβει από το κράτος που χορηγεί την ενίσχυση πλήρη κοινοποίηση, που περιέχει συνεπώς όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την εκ πρώτης όψεως εκτίμηση του σχεδίου. Στην πραγματικότητα όμως η συχνή χρονική «παράταση» της προκαταρκτικής φάσεως, συνεπαγόμενη πολλές επαφές, δηλαδή πραγματικές διαπραγματεύσεις, μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους, φαίνεται ότι δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, στο μέτρο που ισοδυναμεί με de facto μεταφορά στη σφαίρα της προκαταρκτικής φάσεως — η οποία, όπως εξετέθη, θα έπρεπε να περιορίζεται μόνον σε μια «πρώτη γνώμη» — των ερευνών και εκτιμήσεων που θα έπρεπε, αντίθετα, να λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο, και με τις εγγυήσεις, της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2.

β) Η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2

12.

Η προκαταρκτική διαδικασία χρησιμεύει για μια σύντομη και μη αυστηρή έρευνα των μέτρων που προφανώς συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, η διαδικασία όμως που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, προορίζεται για τη διενέργεια σε βάθος έρευνας σχετικά με τη φύση και τις συνέπειες του σχεδιαζομένου μέτρου.

13.

Η φάση που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, έχει ως αφετηρία την ανακοίνωση, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα και τάσσει στους τρίτους ενδιαφερόμενους προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεων τους.

14.

Η φάση αυτή έχει διπλό σκοπό. Αφενός, επιτρέπει στους τρίτους (κράτη μέλη και επιχειρήσεις) να εκφράσουν κατά τρόπο λυσιτελή την άποψη τους σχετικά με τα μέτρα που θίγουν τα έννομα συμφέροντά τους. Αφετέρου, επιτρέπει στην Επιτροπή — που στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν διαθέτει εξουσία έρευνας — να συλλέξει όλα τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκτίμηση του κατά πόσον η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Πρόκειται επομένως για διαδικασία που ανταποκρίνεται σε δύο απαιτήσεις αρχής, εφόσον, αφενός εγγυάται τα δικαιώματα του αμυνομένου και, αφετέρου, έχει ως αποτέλεσμα να ασκεί η Επιτροπή την εξουσία εκτιμήσεως της ex informata coscientia και, κατά συνέπεια, με επιμέλεια και αμεροληψία.

15.

Τις παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνει ειδικώς η νομολογία του Δικαστηρίου και ειδικότερα η απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (70/72) ( 5 ) όπου αναφέρεται ότι «η ανακοίνωση αποβλέπει αποκλειστικά στη συλλογή, εκ μέρους των ενδιαφερομένων, όλων των πληροφοριών που προορίζονται να διαφωτίσουν την Επιτροπή στις μελλοντικές της ενέργειες» με την απόφαση Intermills ( 6 ), το Δικαστήριο υπογράμμισε συγκεκριμένα ότι μοναδικός στόχος της διατάξεως του άρθρου 93, παράγραφος 2, «είναι να υποχρεώσει την Επιτροπή να φροντίσει για την ενημέρωση όλων των προσώπων που μπορούν να ενδιαφέρονται και να τους παράσχει την ευκαιρία να προβάλουν τα επιχειρήματά τους» και, πατά τρόπο ακόμη πιο σαφή και πλήρη, η απόφαση 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής (που προαναφέρθηκε) όπου διευκρινίζεται ότι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, «παρέχει στα λοιπά κράτη μέλη και στους ενδιαφερόμενους κύκλους την εγγύηση ότι μπορούν να εκφράσουν την άποψη τους» και, συγχρόνως, «επιτρέπει στην Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υπόθεσης πριν λάβει την απόφαση της».

Εκτός αυτού, χρήσιμο είναι να υπενθυμιστεί ότι η κρίση που διατύπωσε το Δικαστήριο όσον αφορά τη διαδικασία που προβλέπει η Συνθήκη στο άρθρο 93, παράγραφος 2, για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων, αποτελεί απλώς ειδική έκφραση αρχών γενικής ισχύος. Το Δικαστήριο διευκρίνισε πράγματι ότι στις διαδικασίες που συνεπάγονται περίπλοκες εκτιμήσεις και επιλογές με περιθώρια διακριτικής ευχέρειας, ο σεβασμός των δικαιωμάτων των τρίτων, οι αρχές της αμεροληψίας και της χρηστής διοικήσεως και, σε τελική ανάλυση, οι ίδιες οι απαιτήσεις του δικαστηριακού ελέγχου των πράξεων της διοικήσεως περιλαμβάνουν την «υποχρέωση για το αρμόδιο όργανο να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να γνωστοποιήσει την άποψη του καθώς και το δικαίωμα να δει την απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη» ( 7 ).

16.

Βάσει των στοιχείων αυτών θα παρατηρήσω ότι ακριβώς επειδή διαφέρουν κατά τα χαρακτηριστικά και τους σκοπούς η προκαταρκτική διαδικασία και η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, πρέπει να περιορίζεται αυστηρά η εξουσία της Επιτροπής να κρίνει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά έπειτα από προκαταρκτική διαδικασία και μόνο, δηλαδή με μια απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις», όπως η εν προκειμένω.

17.

Όπως προανέφερα, η προκαταρκτική διαδικασία ικανοποιεί την ανάγκη αποφυγής μιας περιττής «επιβαρύνσεως» του συστήματος ελέγχου των ενισχύσεων, όταν πρόκειται για μέτρα που συμβιβάζονται προφανώς με την κοινή αγορά. Εφόσον πρόκειται για εθνικά μέτρα που είναι προφανώς σύμφωνα με την κοινή αγορά, οι ενδεχόμενες παρατηρήσεις των τρίτων σε κάθε περίπτωση δεν θα επηρέαζαν το αποτέλεσμα της τελικής αποφάσεως, αλλά θα είχαν ως αποτέλεσμα να καθυστερήσουν, χωρίς λόγο, την πραγματοποίηση κρατικών παρεμβάσεων, που συμβιβάζονται τόσο προς το συμφέρον της Κοινότητας όσο και, προφανώς, προς το συμφέρον του κράτους που πραγματοποιεί τις παρεμβάσεις αυτές.

Στην περίπτωση αυτή, η κίνηση της πιο περίπλοκης διαδικασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, αποδεικνύεται δηλαδή περιττή, και μάλιστα επιζήμια.

Όταν όμως το μέτρο δεν αποδεικνύεται από την πρώτη εξέταση προφανώς σύμφωνο με την κοινή αγορά, η συμμετοχή των τρίτων — με την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, καθίσταται απολύτως απαραίτητη. Πράγματι, μόνον η διαδικασία αυτή μπορεί να εξασφαλίσει τα έννομα συμφέροντα των ανταγωνιστών της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση (συμφέροντα που «θυσιάζονται» σε μεγάλο βαθμό στην προκαταρκτική φάση) και μόνον αυτή επιτρέπει στην Επιτροπή να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία για μια πλήρη εκτίμηση της φύσεως και των κοινοτικών συνεπειών του εθνικού μέτρου.

18.

Ο αναγκαστικός χαρακτήρας της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, όταν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, επιβεβαιώθηκε ιδιαίτερα από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ιδίως με την προπαρατε-θείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο, αφού υπογραμμίζει τους ιδιαίτερους σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 93, επισημαίνει ότι η διαδικασία αυτή «προσλαμβάνει αναγκαστικό χαρακτήρα από τη στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες, προκειμένου να κρίνει αν σχέδιο ενίσχυσης συμβιβάζεται με την ποινή αγορά». Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διευκρινίζει:

«Από τα προηγούμενα πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στην προκαταρκτική φάση του άρθρου 93, παράγραφος 3, προκείμενου να λάβει ευνοϊκή απόφαση περί σχεδίου ενισχύσεων, παρά μόνο αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από πρώτη εξέταση, ότι το εν λόγω σχέδιο συμβιβάζεται με τη Συνθήκη. Αντιθέτως, αν από την πρώτη αυτή εξέταση η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την κρίση του εν λόγω σχεδίου με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τον σκοπό αυτό τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2.» ( 8 )

19.

Από τη νομολογία αυτή προκύπτει επομένως ότι όταν η εκτίμηση του συμβιβαστού της ενισχύσεως με την ποινή αγορά παρουσιάζει δυσχέρειες, η Επιτροπή οφείλει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2. Αυτό — πατά την άποψη μου — σημαίνει ότι η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στην προκαταρκτική διαδικασία μόνο αν είναι ήδη επ πρώτης όψεως προφανές ότι το μέτρο που κοινοποιήθηκε από το κράτος δεν έχει τη φύση ενισχύσεως, πατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, ή συμβιβάζεται με βεβαιότητα προς την ποινή αγορά, δυνάμει των παρεκκλίσεων που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 2 ή 3. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, είναι απαραίτητο, τόσο για να υπάρχει ακριβής εικόνα των συνεπειών της ενισχύσεως όσο και για να εξασφαλιστούν τα δικαιώματα των τρίτων, να κινηθεί η διαδικασία ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2: ελλείψει εξουσίας έρευνας ανάλογης προς αυτήν που προβλέπεται για την εφαρμογή των άρθρων 85 παι 86, μόνον η διαδιπασία αυτή θα επιτρέψει στην Επιτροπή να απο-πτήσει πλήρη βεβαιότητα ότι το εν λόγω μέτρο πληροί όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υπαχθεί σε μια από τις παρεκκλίσεις που προβλέπει η σχετική διάταξη (ή δεν εμπίπτει καθόλου στο άρθρο 92, παράγραφος 1).

Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

20.

Κατόπιν των γενικών αυτών παρατηρήσεων, θ' αρχίσω την εξέταση της υποθέσεως υπενθυμίζοντας σύντομα τα πύρια πραγματικά περιστατικά.

21.

Ενόψει της εκτελέσεως ενός επενδυτικού προγράμματος, που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 2788300000 ισπανικές πεσέτες (PTA) παι προορίζεται για τη δημιουργία στην επαρχία Teruel ενός χυτηρίου για την παραγωγή γραναζιών (οδοντωτών τροχών που χρησιμοποιούνται κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία) και εξοπλισμών GET (εξοπλισμών που χρησιμοποιούνται για την ισοπέδωση του εδάφους και την εκσκαφή), η Pyrsa έλαβε τις ακόλουθες ενισχύσεις:

α)

επιχορήγηση 975950000 PTA από την Ισπανιπή Κυβέρνηση-

β)

επιχορηγήσεις παι λοιπές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από διάφορες τοπικές αρχές, συγπεπριμένα:

επιχορήγηση 182000000 PTA που χορηγήθηκε από την Αυτόνομη Κοινότητα της Aragón

επιχορήγηση 2300000 PTA που χορηγήθηκε από τον Δήμο Monreal del Campo

εγγύηση τραπεζικού δανείου, ύψους 490000000 PTA που χορηγήθηκε από την Αυτόνομη Κοινότητα της Aragón

επιδότηση επιτοκίου κατά 7 % επί πέντε έτη για το προαναφερθέν δάνειο, που χορηγήθηκε από την Κυβέρνηση της Επαρχίας Teruel.

22.

Στις 14 Ιανουαρίου 1991, η Cook απηύθυνε στην Επιτροπή καταγγελία (a formal complaint) σχετικά με τις ενισχύσεις αυτές, ζητώντας την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2.

23.

Η Επιτροπή απάντησε στην Cook με δύο διαδοχικές ανακοινώσεις.

Με επιστολή της 13ης Μαρτίου 1991, η Επιτροπή πληροφόρησε την Cook ότι:

η επιχορήγηση 975905000 PTA που χορήγησε η Ισπανική Κυβέρνηση χορηγήθηκε σύμφωνα με ένα γενικό σύστημα περιφερειακών ενισχύσεων που κοινοποιήθηκε νόμιμα και εγκρίθηκε από την Επιτροπή (η έγκριση δόθηκε σε δύο στάδια: με απόφαση της 26ης Μαΐου 1987, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα C 251 της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, σ. 4, και με μεταγενέστερη απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 1987, που κοινοποιήθηκε στην Ισπανική Κυβέρνηση και δεν δημοσιεύθηκε ποτέ στην Επίσημη Εφημερίδα) κατά συνέπεια, η επιχορήγηση αυτή, που ήταν σύμφωνη με γενικό σύστημα που είχε επιτραπεί, συμβιβαζόταν με την κοινή αγορά

αντίθετα, η Επιτροπή επιφυλάχθηκε να αποφασίσει όσον αφορά τις άλλες ενισχύσεις, που χορηγήθηκαν από τις τοπικές αρχές, και είχαν θεσπιστεί στο πλαίσιο διαφορετικού συστήματος από αυτό που ενέκρινε η Επιτροπή το 1987- η Επιτροπή διευκρίνισε ότι για τις ενισχύσεις αυτές γινόταν έρευνα για να εκτιμηθεί κατά πόσον συμβιβάζονται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 92.

24.

Με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Cook ότι είχε αποφασίσει «να μη διατυπώσει αντιρρήσεις» όσον αφορά τις τελευταίες αυτές ενισχύσεις. Αντίγραφο της αποφάσεως αυτής επισυνάφθηκε στο έγγραφο.

25.

Στις 30 Ιουλίου 1991, η Cook άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa, η οποία της κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991.

Επί του αντικειμένου της προσφυγής

26.

Πρέπει κατ' αρχάς να επισημανθεί ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η προσφυγή της δεν στρέφεται κατά της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της επιχορηγήσεως των 975905000 PTA, αποφάσεως που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με το έγγραφο της 13ης Μαρτίου 1991 και επιβεβαιώθηκε περαιτέρω με το έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991.

Μπορεί επομένως να θεωρηθεί δεδομένο ότι το αντικείμενο της προσφυγής, επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο, περιορίζεται στην απόφαση που έλαβε η Επιτροπή όσον αφορά όχι την προαναφερθείσα επιχορήγηση, αλλά τις λοιπές ενισχύσεις που οι ισπανικές αρχές χορήγησαν στην Pyrsa, ενισχύσεις επί των οποίων επιφυλάχθηκε η Επιτροπή με το έγγραφο της 13ης Μαρτίου 1991 και των οποίων το συμ-βιβαστό με την κοινή αγορά γνωστοποιήθηκε εν συνεχεία στην προσφεύγουσα με το έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991.

Επί του παραδεκτού

27.

Η Cook υποστηρίζει ότι η προσφυγή της πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή, όποιος χαρακτηρισμός και αν γίνει δεκτός για το έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991.

28.

Η Cook υποστηρίζει κατά κύριο λόγο ότι το έγγραφο αυτό δεν περιορίζεται να της διαβιβάσει, προς ενημέρωση της, την απόφαση που απευθύνεται στην Ισπανική Κυβέρνηση, με την οποία κρίθηκε ότι οι εν λόγω ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, αλλά περιέχει μια αυτοτελή και διακεκριμένη απόφαση, που έχει ως αντικείμενο την απόρριψη της καταγγελίας που υπέβαλε η επιχείρηση. Συνεπώς το έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991 περιέχει απόφαση, με αποδέκτη την Cook. Η επιχείρηση δικαιούται συνεπώς να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, κατ' εφαρμογή του άρθρου 173 της Συνθήκης.

29.

Επικουρικώς η Cook υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν το έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991 θεωρηθεί ως απλή γνωστοποίηση της αποφάσεως που απευθύνεται στην Ισπανική Κυβέρνηση, η απόφαση αυτή, αν και απευθύνεται σε τρίτο, την αφορά εν πάση περιπτώσει άμεσα και ατομικά. Και στην περίπτωση αυτή, επομένως, η Cook δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση.

30.

Ευθύς εξαρχής πρέπει να πω ότι θεωρώ απορριπτέα την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε κατά κύριο λόγο η προσφεύγουσα.

31.

Πρώτον, από το ίδιο το κείμενο του εγγράφου της 29ης Μαΐου 1991 προκύπτει ότι, με την κοινοποίηση αυτή, η Επιτροπή περιορίστηκε «να πληροφορήσει» την προσφεύγουσα για την απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις», που ελήφθη όσον αφορά τις επίδικες ενισχύσεις. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή επισυνή\με το (μεταφρασμένο) κείμενο της αποφάσεως που απευθύνεται στην Ισπανική Κυβέρνηση.

Το έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991 δεν έχει συνεπώς το περιεχόμενο αυτοτελούς αποφάσεως, αλλά πρέπει μάλλον να αναλυθεί ως πράξη με καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα, δηλαδή μια πράξη με σκοπό να γνωστοποιήσει στην επιχείρηση, στην οποία απευθύνεται, το περιεχόμενο της αποφάσεως που απευθύνεται στην Ισπανική Κυβέρνηση, όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τις ισπανικές αρχές στην επιχείρηση Pyrsa.

32.

Δεύτερον, πρέπει από γενική άποψη να παρατηρηθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις διαδικασίες για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86, η μόνη απόφαση που μπορεί να λάβει η Επιτροπή συνίσταται στο να κρίνει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την ποινή αγορά. Αντίθετα, δεν μπορεί να νοηθεί μια απόφαση αυτοτελής και διακεκριμένη, με αντικείμενο την απόρριψη καταγγελίας μιας επιχείρησης που ανταγωνίζεται την επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στον τομέα των ενισχύσεων η Επιτροπή, αφής στιγμής λάβει γνώση (με κοινοποίηση, καταγγελία ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο) ότι θεσπίστηκε μια ενίσχυση, υποχρεούται να κρίνει αν αυτή συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και μέριμνας, το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής γνωστοποιείται σε όσους, ενδεχομένως, κατήγγειλαν τη χορήγηση της ενισχύσεως ή, εν πάση περιπτώσει, διατύπωσαν αιτιάσεις κατ' αυτής. Είναι όμως προφανές ότι η απάντηση που δίνεται σε ενδεχόμενη καταγγελία εξαρτάται αποκλειστικά, και κατά συνέπεια απορροφάται, από την απόφαση που λαμβάνεται σχετικά με το αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά: η Επιτροπή δεν μπορεί να απαντήσει στην καταγγελία παρά μόνον αφού αποφανθεί επί του συμβιβαστού της ενισχύσεως, και η απάντηση δεν μπορεί να έχει ως περιεχόμενο παρά τη γνωστοποίηση της αποφάσεως που αφορά το συμβιβαστό.

33.

Τελικώς θεωρώ ότι η ζημιογόνος πράξη που προσβάλλεται από την προσφεύγουσα πρέπει να ταυτιστεί με την απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa, απόφαση που απευθύνεται στην Ισπανική Κυβέρνηση και την οποία πληροφορήθηκε η Cook διά του εγγράφου της Επιτροπής της 29ης Μαΐου 1991.

34.

Δεδομένου ότι η Cook προσβάλλει μια απόφαση που απευθύνεται σε τρίτο, πρέπει να εξακριβωθεί αν η απόφαση αυτή την αφορά άμεσα και ατομικά, όπως απαιτεί το άρθρο 173 ( 9 ).

35.

Κατά πάγια νομολογία, πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση αυτή τα αφορά πατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, παρά μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σ' αυτά ή μιας πραγματικής πατα-στάσεως που τα διαφοροποιεί σε σχέση με κάποιο άλλο πρόσωπο και, ως επ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη ( 10 ).

36.

Στην προπειμένη περίπτωση, επισημαίνω ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά «άμεσα» την προσφεύγουσα επιχείρηση. Πράγματι, όπως προεξετέθη, η απόφαση της Επιτροπής «να μη διατυπώσει αντιρρήσεις» αποτελεί «θε-τιπή απόφαση» που επιτρέπει την ενίσχυση και επομένως επιτρέπει στο κράτος να την εκτελέσει και η οποία, κατά συνέπεια, προξενεί ζημία σε τρίτους ανταγωνιστές της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση αυτή.

37.

Όσον αφορά το ζήτημα αν η επίδικη απόφαση αφορά «ατομικά» την Cook, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι στην απόφαση Cofaz ( 11 ) το Δικαστήριο έλαβε υπόψη δύο στοιχεία για να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό: αφενός τη σημαντική ζημία που προκλήθηκε στην προσφεύγουσα επιχείρηση από την ενίσχυση που η Επιτροπή έκρινε πως συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και, αφετέρου, τον ενεργό ρόλο της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου του άρθρου 93, παράγραφος 2.

38.

Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, κατά την άποψη της Επιτροπής και της Ισπανικής Κυβερνήσεως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Pyrsa θίγει ουσιωδώς τη θέση της στην αγορά.

39.

Στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα επί της υποθέσεως Cofaz υπογραμμίστηκε σχετικά ότι η προσφεύγουσα επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι ένα σημαντικό τμήμα της δραστηριότητάς της βρίσκεται σε ανταγωνιστική σχέση με σημαντικό τμήμα της δραστηριότητας της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση.

Το κριτήριο αυτό — που έγινε νομίζω δεκτό από το Δικαστήριο — πρέπει, κατά την άποψη μου, να νοηθεί ως ελάχιστο όριο παραδεκτού, με την έννοια ότι θα πρέπει να οδηγεί σε άρνηση της νομιμοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 173 μόνο για τις επιχειρήσεις που δεν είναι πραγματικοί ανταγωνιστές της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση και τις οποίες, για τον λόγο αυτό, αφορά μόνον σε οριακό βαθμό η απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

40.

Αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Δεν αμφισβητείται ότι η Cook παράγει εξοπλισμούς GET, δηλαδή μια από τις δυο κατηγορίες προϊόντων που κατασκευάζει το εργοστάσιο που λαμβάνει την ενίσχυση. Εξάλλου, η Cook παράγει χυτό χάλυβα και υπογράμμισε, χωρίς να αντι-κρουσθεί από την Επιτροπή, ότι το εργοστάσιο Pyrsa, με ελάχιστες πρόσθετες επενδύσεις, μπορεί να αναπτύξει δραστηριότητα και στον τομέα του χυτού χάλυβα. Μπορεί επομένως να γίνει δεκτό ότι η Cook και η Pyrsa είναι ανταγωνιστές, πραγματικοί (στον τομέα των εξοπλισμών GET) και ενδεχόμενοι (στον τομέα του χυτού χάλυβα), όσον αφορά σημαντικό τμήμα των δραστηριοτήτων τους.

Εξάλλου, η Cook υπογράμμισε επίσης — μόλις κατέθεσε την καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής — ότι οι ενισχύσεις προς την Pyrsa μπορούσαν να της προκαλέσουν σημαντική ζημία λόγω της σημασίας τους, των πλεονασματικών παραγωγικών ικανοτήτων της εν λόγω αγοράς και του γεγονότος ότι μεγάλο τμήμα της παραγωγής της Pyrsa εξάγεται στις κοινοτικές αγορές.

41.

Εκτός αυτού, σε γενικότερο επίπεδο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι επιχειρήσεις που προσβάλλουν την απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» δεν διαθέτουν, κατά γενικό κανόνα, όσον αφορά την ενίσχυση, παρά μόνον στοιχεία που, είτε τους γνωστοποιήθηκαν από την Επιτροπή, είτε προκύπτουν από την περιληπτική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, σειρά C Δεν μπορούν επομένως να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις αυτές — όπως φαίνεται να απαιτεί εν προκειμένω η Επιτροπή — να διατυπώσουν με το εισαγωγικό δικόγραφο συγκεκριμένες αιτιάσεις σχετικά με τη σημασία και τις συνέπειες της ενισχύσεως (όπως οι συνέπειες της ενισχύσεως επί του κόστους παραγωγής του δικαιούχου της ενισχύσεως, η εξέλιξη των μεριδίων της αγοράς ή οι συνέπειες επί των εμπορικών ανταλλαγών). Όπως εξετέθη, για τη νομιμοποίηση της η προσφεύγουσα πρέπει να αποδείξει συναφώς μόνον ότι ευρίσκεται σε πραγματική και όχι μόνον οριακή ανταγωνιστική σχέση με την επιχείρηση που λαμβάνει την ενίσχυση, η οποία κρίθηκε ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Αυτό όμως αποδείχθηκε πλήρως στην προκειμένη περίπτωση.

42.

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση που διατυπώνεται στην απόφαση Cofaz — δηλαδή τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία — αρκεί η επισήμανση ότι η Cook έπαιξε ενεργό ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής διότι, με την καταγγελία της, έκανε γνωστή στην Επιτροπή την ύπαρξη ενισχύσεων που δεν είχαν κοινοποιηθεί από την Κυβέρνηση που τις είχε χορηγήσει.

Αυτό δεν αμφισβητείται, εξάλλου, από τους διαδίκους.

43.

Έπειτα από αυτά είναι όμως, νομίζω, χρήσιμο να επιστήσω την προσοχή του Δικαστηρίου επί ενός ζητήματος γενικής φύσεως. Η απόφαση Cofaz αφορούσε μια περίπτωση στην οποία η Επιτροπή είχε κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, και στην οποία είχε επομένως δοθεί στους τρίτους η δυνατότητα να συμμετάσχουν στη διοικητική διαδικασία. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι λογικό μόνο οι τρίτοι που έλαβαν πράγματι μέρος στη διοικητική διαδικασία να μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως (κατά μιας θετικής αποφάσεως).

Αντίθετα, στη διαφορετική περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή δεν κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, αλλά περιορίστηκε να αποφανθεί στο πέρας της προκαταρκτικής μόνον φάσης με απόφαση «να μη διατυπώσει αντιρρήσεις», φαίνεται εντελώς παράλογο να εξαρτηθεί το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής από τον όρο να έχει συμμετάσχει ο προσφεύγων στην (προκαταρκτική) διοικητική διαδικασία, απλώς και μόνον διότι ο προσφεύγων τρίτος μπορεί να αγνοούσε πλήρως το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε κινήσει την προκαταρκτική διαδικασία.

Πράγματι, όπως εξετέθη ήδη λεπτομερώς, δεν υπάρχει καμία μορφή δημοσιότητας που να γνωστοποιεί στους τρίτους το γεγονός ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως όσον αφορά συγκεκριμένη ενίσχυση. Αντίθετα, λόγω των σκοπών που επιδιώκει, η διαδικασία αυτή εκτυλίσσεται κανονικά χωρίς τη συμμετοχή τρίτων. Η συμμετοχή τρίτων, εάν λάβει χώρα — όπως στην προκειμένη περίπτωση — εξαρτάται από το καθαρά τυχαίο γεγονός ότι έλαβαν με άλλο τρόπο γνώση της ενισχύσεως και προέβησαν σε διαβήματα ενώπιον της Επιτροπής (υποβάλλοντας καταγγελία, παρατηρήσεις ή με άλλο τρόπο).

Θεωρώ επομένως ότι η συμμετοχή τρίτων στην προκαταρκτική διαδικασία — διαδικασία την οποία κανονικά δεν πληροφορούνται οι τρίτοι — δεν μπορεί να αποτελέσει conditio sine qua non για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις». Από την άλλη πλευρά, οι τρίτοι, προσβάλλοντας μια τέτοια απόφαση, ζητούν συγκεκριμένα να κινήσει η Επιτροπή τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση που να παρέχει συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση και να δώσει, με τον τρόπο αυτό, σε όλους τους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να παρέμβουν στο πλαίσιο της εξετάσεως της ενισχύσεως, εκθέτοντας τα επιχειρήματά τους και υποβάλλοντας κάθε χρήσιμη σχετική παρατήρηση.

44.

Επομένως, καλό θα ήταν να κρίνει το Δικαστήριο την παρούσα προσφυγή παραδεκτή και να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η νομολογία Cofaz δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια στην περίπτωση κατά την οποία η προσβαλλόμενη πράξη είναι απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις». Πρέπει, πράγματι, να θεωρηθεί ότι κάθε ανταγωνιστής της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή кατά μιας τέτοιας αποφάσεως, ανεξαρτήτως της προηγούμενης συμμετοχής του στην προκαταρκτική διοικητική διαδικασία.

Επί της ουσίας

α) Επί της παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 2

45.

Αρχίζοντας την κατ' ουσίαν εξέταση της προσφυγής, θεωρώ χρήσιμο να εξετάσω πρώτα τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, δηλαδή ότι η Επιτροπή παραβίασε τους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 93, παράγραφος 2. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η Επιτροπή παραβίασε τους κανόνες αυτούς αποφαινόμενη ως προς το αν οι ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά μόνον κατόπιν προκαταρκτικής διαδικασίας, χωρίς να κινήσει δηλαδή τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2.

46.

Για να στηρίξει την αιτίαση αυτή, η Cook ισχυρίζεται κατ' αρχάς ότι στην περίπτωση που η Επιτροπή, για να κρίνει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την ποινή αγορά, εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 3, η εφαρμογή αυτή, που συνεπάγεται περίπλοκες εκτιμήσεις κατά διακριτική ευχέρεια, θα πρέπει οπωσδήποτε να διενεργείται στο διαδικαστικό πλαίσιο του άρθρου 93, παράγραφος 2.

47.

Ο γενικός εισαγγελέας Sir Gordon Slynn, στις προτάσεις που ανέπτυξε επί της υποθέσεως 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής (που προαναφέρθηκε), αμφισβήτησε ήδη το βάσιμο της απόψεως αυτής που καθιστά «αυτόματη» την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας κάθε φορά που πρόκειται να εφαρμοστεί μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3. Δεν μπορώ εν προκειμένω παρά να συμφωνήσω με την άποψη του διαπρεπούς προκατόχου μου.

Στην πραγματικότητα, όπως ήδη διευκρινίστηκε, άλλο είναι το κριτήριο από το οποίο εξαρτάται η πίνηση της εν λόγω διαδικασίας. Η υποχρέωση της Επιτροπής για έναρξη της φάσεως έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, υφίσταται στην πραγματικότητα αν η φάση της προκαταρκτικής έρευνας δεν διαλύσει όλες τις αμφιβολίες σχετικά με το πατά πόσον τα εν λόγω εθνικά μέτρα συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Τίποτα όμως δεν αποκλείει τη δυνατότητα να κηρυχθεί, ήδη από την προκαταρκτική φάση, το μέτρο σύμφωνο με την κοινή αγορά, δυνάμει μιας από τις διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 3 (μπορεί να αναφερθεί το παράδειγμα μιας επενδυτικής ενισχύσεως προς επιχείρηση ευρισκόμενη σε περιοχή οικονομικά υποβαθμισμένη, με σαφή τήρηση του ανωτάτου ορίου περιφερειακής ενισχύσεως που επιτρέπεται για την περιοχή αυτή, σε έναν τομέα της αγοράς στον οποίο υπάρχει σαφώς ανοδική ζήτηση). Σε μια τέτοια περίπτωση, η κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, θα ήταν οπωσδήποτε αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι ενδεχόμενες παρατηρήσεις τρίτων δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να επηρεάσουν το περιεχόμενο της αποφάσεως και θα επέφεραν, εξάλλου, περιττή καθυστέρηση της εγκρίσεως και της εκτελέσεως του μέτρου.

48.

Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η προκαταρκτική έρευνα απέδειξε ότι υπήρχαν τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες για το αν οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά. Ήταν συνεπώς τουλάχιστον δυσχερές να εκτιμηθούν οι συνέπειες των ενισχύσεων, πράγμα που επέβαλλε, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, την κίνηση της προαναφερθείσας διαδικασίας.

49.

Πρέπει σχετικά να σημειωθεί ότι η Επιτροπή θα μπορούσε νόμιμα να περιορίσει την έρευνά της μόνον στην προκαταρκτική φάση μόνον αν προέκυπτε ήδη σαφώς, εκ πρώτης όψεως, ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Αυτό όμως προϋπέθετε ότι υπήρχαν στη διάθεση της Επιτροπής, ήδη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, πλήρη στοιχεία εκτιμήσεως, από τα οποία να προκύπτει σαφώς ότι οι ενισχύσεις ενέπιπταν σε μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, και ότι, κατά συνέπεια, ήταν εντελώς περιττή η κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2.

50.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως διαπιστώνεται ότι, αφενός, η Επιτροπή ουδόλως διέθετε, όπως η ίδια αναγνώρισε, στοιχεία κρίσιμα για μια πλήρη και ασφαλή εκτίμηση του συμβιβαστού των ενισχύσεων με την κοινή αγορά και, αφετέρου, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία της υποθέσεως, προκύπτει μάλλον ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να διαπιστωθεί ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορούσε, επομένως, να αποφανθεί οριστικά ως προς τη συμφωνία των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, λαμβάνοντας απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις», αλλά όφειλε να προβεί σε λεπτομερέστερη έρευνα των επιδίκων ενισχύσεων, κινώντας τη διαδικασία που προβλέπει η Συνθήκη για τον σκοπό αυτό.

51.

Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

Πρέπει κατ' αρχάς να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή, για να εξετάσει αν οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά, έπρεπε απαραίτητα να αναλύσει τις συνέπειές τους τόσο σε περιφερειακό όσο και σε κλαδικό επίπεδο.

52.

Σε περιφερειακό επίπεδο, η εκτίμηση της Επιτροπής διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι, εγκρίνοντας με τις αποφάσεις της 26ης Μαΐου 1987 και της 1ης Σεπτεμβρίου 1987 (βλ. ανωτέρω σημείο 23) ένα γενικό σύστημα περιφερειακών ενισχύσεων, είχε ήδη διατυπώσει εκτίμηση σχετικά με τα διάφορα επίπεδα υποαναπτύξεως των ισπανικών περιφερειών και σχετικά με τα ανώτατα όρια δημοσίων (περιφερειακών) ενισχύσεων που είναι δυνατό να χορηγηθούν σε κάθε περιφέρεια. Από την πράξη αυτή προέκυπτε ότι η επαρχία Teruel είχε καταταγεί μεταξύ των επαρχιών που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη καθυστέρηση και για τις οποίες επιτρέπεται το υψηλότερο ανώτατο όριο, δυνάμει της εξαιρέσεως του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α', δηλαδή 75 % καθαρού ισοδυνάμου επιχορηγήσεως (KIE) ( 12 ).

Αν και οι αποφάσεις αυτές αναφέρονται σε σύστημα διαφορετικό από αυτά βάσει των οποίων έλαβε τις επίδικες ενισχύσεις η Pyrsa, δεν προέκυψε κανένας λόγος που να εμποδίζει την Επιτροπή να αναφερθεί, και στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των ενισχύσεων αυτών, στα γενικά κριτήρια που καθορίστηκαν προηγουμένως όσον αφορά την οικονομική καθυστέρηση της επαρχίας Teruel και το σχετικό ανώτατο όριο ενισχύσεως. Βάσει των κριτηρίων αυτών, η Επιτροπή έκρινε επομένως με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, υπό το πρίσμα αυτό, οι ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa δεν γεννούσαν δυσκολίες, στο μέτρο που δεν υπερέβαιναν συνολικά το ανώτατο όριο 75 % KIE, που είχε καθοριστεί για την επαρχία Teruel. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε εξάλλου το σημείο αυτό ( 13 ).

53.

Αντίθετα, η εκτίμηση των κλαδικών επιπτώσεων των εν λόγω μέτρων εμφανιζόταν σαφώς πιο περίπλοκη.

Πρέπει συναφώς να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το κοινοτικό σύστημα περιφερειακών ενισχύσεων, όπως αυτές καθορίστηκαν ήδη με το ψήφισμα των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1971, και επιβεβαιώθηκαν επανειλημμένα με τα γενικά πλαίσια και την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, όταν η τελευταία εφαρμόζει τις εξαιρέσεις που προβλέπει η Συνθήκη, στο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α' και γ', υπέρ των περιφερειακών κρατικών ενισχύσεων, δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη μόνον τις περιφερειακές επιπτώσεις της συγκεκριμένης κρατικής παρεμβάσεως, αλλά πρέπει απαραίτητα να εκτιμά σε όλη τους την έκταση και τις κλαδικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η παρέμβαση αυτή ( 14 ). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «τα αποτελέσματα των ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού και των συναλλαγών γίνονται αισθητά στον τομέα των αγαθών και των υπηρεσιών» (σημείο 8 του παραρτήματος του ψηφίσματος του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1971) και επομένως πρέπει να εκτιμηθούν τα «προβλήματα που μπορούν να δημιουργήσουν στο κοινοτικό επίπεδο οι επιπτώσεις των ενισχύσεων αυτών στους διαφόρους τομείς» (ψήφισμα του Συμβουλίου, σημείο 6). Αυτή η έρευνα σχετικά με τις κλαδικές επιπτώσεις έχει ως κύριο στόχο να αποφευχθεί το «ενδεχόμενο να σημειωθεί υπό το κάλυμμα αξιόλογων περιφερειακών σκοπών, τεχνητή ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων, ικανή να έχει, σε ορισμένους τομείς, βλαβερές συνέπειες από πλευράς κοινού συμφέροντος» (πρώτη έκθεση για την πολιτική του ανταγωνισμού, σημείο 142).

Υπό το πρίσμα αυτό αποκλείεται φυσικά να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά οι (περιφερειακές) ενισχύσεις που χρηματοδοτούν τις παραγωγικές επενδύσεις σε τομείς που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και χαρακτηρίζονται από διαρθρωτική πλεονασματική δυναμικότητα. Πράγματι, οι ενισχύσεις αυτές απλώς επιδεινώνουν την αστάθεια των οικείων αγορών, προκαλώντας πρόσθετες πιέσεις στο επίπεδο των τιμών. Δεν μπορούν επομένως να κινήσουν εξισορροπημένες και συνεχείς διαδικασίες αναπτύξεως ( 15 ), αλλά ευνοούν οικονομικά πρόσκαιρες πρωτοβουλίες και συνεπώς δεν παρουσιάζουν συνέπεια σε σχέση με τον σκοπό του συστήματος των περιφερειακών ενισχύσεων, που συνίσταται στην κατά τρόπο αποτελεσματικό και μόνιμο επίλυση των προβλημάτων αναπτύξεως των οικείων περιφερειών.

Εξάλλου, σε γενικότερο επίπεδο, η προώθηση πρόσθετων παραγωγικών επενδύσεων (ή και η χορήγηση απλών λειτουργικών ενισχύσεων) σε τομείς στους οποίους υφίσταται σημαντική πλεονασματική δυναμικότητα, έχει ως αποτέλεσμα, πράγμα απαράδεκτο από κοινοτικής πλευράς, να μεταφέρονται οι κλαδικές οικονομικές δυσκολίες, και τα συναφή προβλήματα απασχολήσεως, σε άλλα κράτη μέλη (to beggar the neighbour), και να επιδεινώνεται η θέση των επιχειρήσεων των άλλων κρατών που δεν λαμβάνουν ανάλογες ενισχύσεις και επομένως αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν μόνο με τα δικά τους μέσα τις συνέπειες της κρίσεως της αγοράς στην οποία αναπτύσσουν δραστηριότητα. Αυτός ο προσανατολισμός, που διατυπώθηκε ήδη στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κλαδικές ενισχύσεις, του 1978 ( 16 ), επαναλαμβάνει εξάλλου τις κατευθυντήριες γραμμές που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης, στις 7 και 8 Απριλίου 1978, και στηρίζεται στην αναγνώριση της «ανάγκης να ξεπεραστούν τα σημαντικά προβλήματα που δημιουργεί η διαρθρωτική πλεονασματική δυναμικότητα σε πολλές βιομηχανίες» ( 17 ).

Για τους λόγους αυτούς, στον τομέα των κλαδικών ενισχύσεων, το κύριο κριτήριο που ακολουθεί η Επιτροπή είναι ότι επιτρέπονται, κατ' αρχήν, μόνον οι ενισχύσεις που ευνοούν την προσαρμογή των επιχειρήσεων στις συνθήκες της αγοράς, προσαρμογή που με τη σειρά της απαιτεί: «α) είτε την πραγματική μείωση των παραγωγικών ικανοτήτων, είτε την αποφυγή ανεπιθύμητων αυξήσεων των υφιστάμενων παραγωγικών ικανοτήτων και β) την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής βιομηχανίας» ( 18 ).

Ειδικότερα, αυτό συνεπάγεται ότι: «οι επενδυτικές ενισχύσεις δεν πρέπει να οδηγούν σε αύξηση των παραγωγικών ικανοτήτων, εφόσον ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά των οικείων τομέων είναι η πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής. (Η Επιτροπή προσπάθησε, σε ορισμένους τομείς, να εφαρμόσει το κριτήριο αυτό στις περιφερειακές ενισχύσεις)» ( 19 ).

54.

Εξάλλου, η Επιτροπή, κατ' εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, όταν αποφαίνεται σχετικά με το αν ένα συγκεκριμένο γενικό σύστημα περιφερειακών ενισχύσεων συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά, υπενθυμίζει πάντοτε, στην απόφαση της, την υποχρέωση του ενδιαφερομένου κράτους μέλους να συμμορφωθεί, κατά τη χορήγηση των επί μέρους ενισχύσεων, στις «πλαισιώσεις» που δημοσιεύονται για ορισμένους τομείς: οι πλαισιώσεις αυτές, όταν πρόκειται για τομείς που διέρχονται κρίση, επιτρέπουν μόνο, κατά γενικό κανόνα, τις ενισχύσεις που προορίζονται να προωθήσουν σημαντική μείωση των πλεονασματικών ικανοτήτων παραγωγής, με την πραγματοποίηση προγραμμάτων βιομηχανικής αναδιαρθρώσεως και ανασυγκροτήσεως, ενώ αντίθετα αποκλείουν τις ενισχύσεις που συμβάλλουν σε περαιτέρω αύξηση των ικανοτήτων παραγωγής.

Εξάλλου, ακόμη και με την προαναφερθείσα απόφαση, της 26ης Μαΐου 1987, σχετικά με το ισπανικό γενικό σύστημα περιφερειακών ενισχύσεων, η Επιτροπή διευκρίνισε ειδικά ότι, στο πλαίσιο εφαρμογής του συστήματος αυτού, η Ισπανική Κυβέρνηση οφείλει να τηρεί τις διατάξεις των κλαδικών πλαισιώσεων.

55.

Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά, για να εκτιμήσει η Επιτροπή στη συγκεκριμένη περίπτωση αν οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά, έπρεπε να λάβει υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι οι ενισχύσεις αυτές προορίζονταν για την κατασκευή νέου εργοστασίου και συνεπώς για περαιτέρω αύξηση των παραγωγικών ικανοτήτων στην οικεία αγορά και, αφετέρου, το γεγονός ότι ο εν λόγω κλάδος, δηλαδή ο κλάδος των χυτηρίων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής πλαισιώσεως που καθόρισε η ίδια η Επιτροπή με την ανακοίνωση 88/C 320/03 ( 20 ), στην οποία συγκεκριμένα διευκρινίζεται ότι:

στον κλάδο των χυτηρίων, παρά τις πραγματοποιηθείσες προσπάθειες προσαρμογής, «το ποσοστό χρησιμοποίησης των εγκαταστάσεων παραμένει περί το 70 %» και ότι «εξαιτίας των απαισιόδοξων προοπτικών όσον αφορά τη ζήτηση, παρίσταται η ανάγκη νέων προσαρμογών»

ο κλάδος των χυτηρίων ανήκει στους ευαίσθητους κλάδους, διότι «τα χυτήρια αντιμετωπίζουν προβλήματα πλεονάζουσας δυναμικότητας και κατά συνέπεια σοβαρές δυσκολίες οικονομικής και χρηματοπιστωτικής χρήσης», και στους επικίνδυνους κλάδους, έστω και αν πρόκειται για μικρότερο κίνδυνο από αυτόν που υφίσταται σε άλλους κλάδους της σιδηρουργίας.

Οι εκτιμήσεις αυτές, που εκφράστηκαν στην ανακοίνωση του 1988, επιβεβαιώθηκαν πλήρως για το σύνολο του έτους 1990 με μια επιστολή της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη (που δεν δημοσιεύθηκε) με ημερομηνία 30 Μαΐου 1991 (η επιστολή αυτή περιέχεται σε παράρτημα στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής).

56.

Εντούτοις, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία γίνεται λόγος στο έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991 προς την Cook, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι ενισχύσεις προς την Pyrsa, αν και προορίζονταν για τη χρηματοδότηση της ιδρύσεως ενός νέου χυτηρίου και, συνεπώς, για την περαιτέρω αύξηση της δυναμικότητας, όχι μόνον δεν ήταν ασυμβίβαστες προς τις απαιτήσεις του κλάδου, αλλά μάλιστα ήταν σε τέτοιο βαθμό προφανώς σύμφωνες προς τις απαιτήσεις αυτές, ώστε δεν απαιτούσαν ούτε καν βαθύτερη έρευνα, όπως αυτή που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2. Η μόνη αναφερόμενη σχετικά αιτιολογία περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι οι υπο-κλάδοι στους οποίους θα ανέπτυσσε δραστηριότητα η Pyrsa — δηλαδή οι εξοπλισμοί GET και τα γρανάζια — γνώριζαν αυξανόμενη ζήτηση, ικανή να αποκλείσει το ενδεχόμενο πλεονάζουσας δυναμικότητας.

57.

Η εκτίμηση όμως της Επιτροπής σχετικά με τις κλαδικές επιπτώσεις των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην Pyrsa, αν και αποτελεί σημαντικό στοιχείο της αποφάσεως, αποδείχθηκε ότι στερείται ερείσματος.

Πράγματι, η Επιτροπή, απαντώντας σε ειδική ερώτηση που της έθεσε το Δικαστήριο ακριβώς για να εξακριβώσει σε ποια στοιχεία στήριξε η Επιτροπή την εκτίμηση της, παραδέχθηκε, κατά προφανή αντίθεση προς την αιτιολογία της αποφάσεως, ότι στην πραγματικότητα δεν διέθετε, ούτε είχε ποτέ στη διάθεση της κανένα ειδικό στοιχείο σχετικό με την κατάσταση και την εξέλιξη των αναφερθέντων υποκλάδων.

58.

Η Επιτροπή αμύνθηκε ισχυριζόμενη ότι στηρίχθηκε στην εξέλιξη του κλάδου των χυτηρίων στο σύνολο του, και προσκόμισε ορισμένα στοιχεία προερχόμενα από στατιστικές που επεξεργάστηκε η επαγγελματική ένωση του κλάδου των χυτηρίων, η επιτροπή των ευρωπαϊκών ενώσεων χυτηρίων (CAEF), που αποδεικνύουν ότι κατά τα έτη 1989 και 1990 καταγράφηκε αύξηση της παραγωγής και της απασχολήσεως σε σχέση με το έτος 1988.

59.

Ακόμη όμως και ο ισχυρισμός αυτός, που είναι σε κάθε περίπτωση διαφορετικός από αυτόν που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, φαίνεται ότι στερείται ερείσματος.

Πρώτον, πρέπει εκ νέου να υπενθυμιστεί ότι με το έγγραφο που απηύθυνε στα κράτη μέλη στις 30 Μαΐου 1991, δηλαδή ήδη την επομένη της ανακοινώσεως που απηύθυνε στην Cook, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, για το έτος 1990, την ανάλυση της καταστάσεως των χυτηρίων που αναπτύχθηκε στην ανακοίνωση του 1988, ανάλυση σύμφωνα με την οποία ο εν λόγω κλάδος ανήκει στους ευαίσθητους και επικίνδυνους κλάδους.

Δεύτερον, όσον αφορά τα στοιχεία που έδωσε η Επιτροπή (και τα οποία προσκόμισε μόνον ως απάντηση στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου), μπορώ σχηματικά να περιοριστώ στις ακόλουθες επισημάνσεις:

τα στοιχεία αυτά — τα οποία, όπως φαίνεται, δεν υπήρχαν καν στη διάθεση των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως — έχουν τμηματικό χαρακτήρα, διότι αναφέρονται στην εξέλιξη της παραγωγής και όχι των παραγωγικών ικανοτήτων και του ποσοστού της πλεονασματικής ικανότητας· εξάλλου, τα στοιχεία αυτά δηλώνουν απλώς ότι κατά την περίοδο 1989-1990η παραγωγή επανήλθε, έπειτα από μια μεταβατική κάμψη, στα επίπεδα που είχαν καταγραφεί στα μέσα της δεκαετίας- εφόσον υπήρχε διαρθρωτική πλεονασματική δυναμικότητα, το μόνο που μπορεί να συναχθεί από τα αριθμητικά στοιχεία που αναφέρει η Επιτροπή είναι ότι περί το 1990η προσφορά δεν σημείωσε μεταβολές προς την κατεύθυνση της μειώσεως της πλεονασματικής δυναμικότητας του κλάδου-

τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, τα οποία προέρχονται πάντοτε από την CAEF, και ουδόλως αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή, παρέχουν πλήρη εικόνα και αποδεικνύουν ότι, παρά τις προσπάθειες αναδιαρθρώσεως που καταβλήθηκαν ειδικά σε ορισμένες χώρες, το 1990 ο κλάδος των χυτηρίων χαρακτηριζόταν ακόμη, κυρίως σε ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων ακριβώς και η Ισπανία, από υψηλό συντελεστή πλεονασματικής ικανότητας (23,5 %, μέσος συντελεστής πλεονασματικής ικανότητας των πέντε κυριότερων χωρών παραγωγής- 40,1 % στην Ισπανία), συντελεστή που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της CAEF, επρόκειτο να αυξηθεί κατά τρόπο ανησυχητικό κατά τις δύο επόμενες πενταετίες (ειδικότερα: 39,2 %, μέσος εκτιμώμενος συντελεστής για το 1995- 64,7 %, εκτιμώμενος συντελεστής στην Ισπανία για το 1995) ( 21 ). Τέλος, από τη δικογραφία της υποθέσεως προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή, κατά τη λήψη της αποφάσεως της, δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις αντιρρήσεις και τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν όχι μόνον η Cook αλλά και σημαντικοί διευθυντικοί παράγοντες της βιομηχανίας των χυτηρίων, που υπογράμμισαν ομόφωνα ότι η πολιτική μαζικών κρατικών επιχορηγήσεων που ακολουθούσαν οι ισπανικές αρχές δεν συμβιβαζόταν με την κατάσταση πλεονασματικής δυναμικότητας του κλάδου ούτε με τις προσπάθειες αναδιαρθρώσεως που καταβλήθηκαν για να επανέλθει η παραγωγή σε επίπεδα ανταποκρινόμενα στις δυνατότητες της αγοράς ( 22 ).

60.

Τελικώς, υπό το πρίσμα των προηγουμένων παρατηρήσεων, αποκλείεται οπωσδήποτε να ήταν προφανής η συμφωνία των επιδίκων ενισχύσεων με την κοινή αγορά ήδη από το προκαταρκτικό στάδιο. Αντίθετα, ήδη κατά τη λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία που διέθετε η Επιτροπή γεννούσαν τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία των ενισχύσεων αυτών με την κοινή αγορά.

61.

Υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή, τόσο για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα των τρίτων όσο και για να αποκτήσει πλήρη εικόνα των στοιχείων που θα καθιστούσαν δυνατή την ορθή εκτίμηση των επιπτώσεων των ενισχύσεων στην αγορά, θα έπρεπε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει σχετικά η Συνθήκη, δηλαδή τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2.

Οποιαδήποτε άλλη λύση θα ισοδυναμούσε εξάλλου με αναγνώριση υπέρ της Επιτροπής της δυνατότητας — πράγμα νομίζω εντελώς απαράδεκτο — να λαμβάνει αποφάσεις «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις», δίνοντας έτσι το «πράσινο φως» σε ενισχύσεις που νοθεύουν τον ανταγωνισμό, σε περιπτώσεις που όχι μόνον δεν είναι βέβαιη για το συμ-βιβαστό των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, αλλά που, αντίθετα, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι σαφώς αντίθετες με τις απαιτήσεις εξυγιάνσεως μιας αγοράς που χαρακτηρίζεται από σοβαρές διαρθρωτικές δυσχέρειες.

62.

Πρέπει επομένως να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση των κανόνων διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2.

β) Επί της προφανούς πλάνης εκτιμήσεως

63.

Λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος στο οποίο κατέληξα, θα περιοριστώ σε σύντομη εξέταση των λοιπών αιτιάσεων που διατύπωσε η προσφεύγουσα.

64.

Όσον αφορά την προφανή πλάνη εκτιμήσεως, νομίζω ότι οι παρατηρήσεις που αναπτύχθηκαν μέχρι τώρα επιτρέπουν να γίνει δεκτός και αυτός ο λόγος ακυρώσεως.

65.

Πράγματι, κατά τη συζήτηση προέκυψε ότι η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τις κλαδικές επιπτώσεις των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην Pyrsa, εκτίμηση που στηρίζεται σε προβαλλόμενη έλλειψη πλεονασματικής ικανότητας, αφενός δεν στηρίζεται σε κανένα αντικειμενικό στοιχείο, και επομένως αποδεικνύεται εντελώς αυθαίρετη, και, αφετέρου, διαψεύδεται σαφώς από τα στοιχεία της δικογραφίας.

Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί, κατά την άποψή μου, να ακυρωθεί όχι μόνο διότι — όπως εξέθεσα — δεν ήταν προφανής ήδη από την προκαταρκτική φάση η συμφωνία των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, αλλά και διότι η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία οι ενισχύσεις συμβιβάζονταν με την κοινή αγορά φαίνεται, σε κάθε περίπτωση, προφανώς εσφαλμένη. Η Επιτροπή δηλαδή, θεωρώντας ότι οι επίδικες ενισχύσεις συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά, δεν παραβίασε μόνο τους διαδικαστικούς κανόνες της Συνθήκης, αλλά επίσης εξέδωσε μια διάταξη εσφαλμένη κατ' αποτέλεσμα, διότι στηρίζεται σε απόλυτα εσφαλμένη εκτίμηση της καταστάσεως της αγοράς και, συνεπώς, των αποτελεσμάτων των ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού και των συναλλαγών.

66.

Για λόγους πληρότητας θα παρατηρήσω ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε, εκτός των άλλων, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως και κατά τον υπολογισμό του στοιχείου της ενισχύσεως που συνδέεται με την εγγύηση που παρέσχε η Αυτόνομη Κοινότητα της Aragón για το δάνειο των 490000000 PTA που συνήψε η Pyrsa. Κατά την άποψη της Cook, δεδομένου ότι χωρίς τη δημόσια εγγύηση η Pyrsa δεν θα ήταν σε θέση να συνάψει ένα τόσο σημαντικό δάνειο, ως στοιχείο ενισχύσεως θα έπρεπε στην προκειμένη περίπτωση να θεωρηθεί η συνολική αξία του δανείου και όχι, όπως εκτίμησε η Επιτροπή, η απλή διαφορά επιτοκίου μεταξύ του επιτοκίου που πέτυχε η Pyrsa χάρη στην εγγύηση και αυτού που θα έπρεπε, διαφορετικά, να καταβάλει.

Το σημείο αυτό, που αναπτύσσεται λεπτομερώς στην καταγγελία που κατέθεσε η Cook ενώπιον της Επιτροπής, δεν περιέχεται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, επαναλαμβάνεται όμως στο υπόμνημα απαντήσεως.

Η αιτίαση αυτή, αν θεωρηθεί μεμονωμένα και κριθεί παραδεκτή, δεν έχει, νομίζω, αποδειχθεί επαρκώς. Πράγματι, το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία που να του επιτρέπουν να θεωρήσει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή είναι, ως προς το ειδικό αυτό σημείο, προφανώς εσφαλμένο.

Εντούτοις, η αντίρρηση που διατύπωσε η προσφεύγουσα ως προς τον υπολογισμό αυτού του στοιχείου της ενισχύσεως, και στην οποία δεν έδωσε συγκεκριμένη απάντηση η προσβαλλόμενη απόφαση, μπορεί να χρησιμεύσει ως πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι η εκτίμηση των επιδίκων ενισχύσεων δημιουργούσε δυσκολίες και ότι θα έπρεπε συνεπώς να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2.

γ) Η παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας

67.

Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα άμυνας στο μέτρο που η Επιτροπή δεν της επέτρεψε να εκθέσει τις παρατηρήσεις της πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

68.

Αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει, νομίζω, να απορριφθεί, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είναι κατά γενικό κανόνα υποχρεωμένη να ακούσει τους τρίτους πριν λάβει απόφαση «να μη διατυπώσει αντιρρήσεις». Αυτό όμως προϋποθέτει ότι η απόφαση αυτή είναι σύμφωνη προς τους διαδικαστικούς κανόνες της Συνθήκης και συνεπώς ότι λαμβάνεται μόνο σε περιπτώσεις που είναι prima facie προφανής η συμφωνία του εθνικού μέτρου με την κοινή αγορά.

69.

Στην προκείμενη όμως περίπτωση συνέβη ακριβώς το αντίθετο, διότι η Επιτροπή έκρινε προφανώς σύμφωνες με την κοινή αγορά ενισχύσεις που, αντιθέτως (προφανώς), δεν ήταν. Είναι συνεπώς αληθές ότι περιορίστηκε παράνομα η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας της Cook, όχι όμως διότι η Cook είχε το δικαίωμα να προβάλει την άποψη της πριν η Επιτροπή λάβει απόφαση «να μη διατυπώσει αντιρρήσεις», αλλά διότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή όφειλε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, προσφέροντας σε όλους τους ενδιαφερόμενους τρίτους, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Cook, τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτίαση καλύπτεται στην πραγματικότητα από τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 2.

Συμπέρασμα

70.

Υπό το φως των προηγουμένων παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις», που απευθύνθηκε στην Ισπανική Κυβέρνηση και κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991, και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 1 ) Απόφαση της 11ης ΔεχεμβοιΌυ 1973, 120/73, Gebrüder Lorenz GmbH (Συλλογή 1973, σ. 815).

( 2 ) Απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1984, 91/83 και 127/83, Heineken Brouwerijen BV (Συλλογή 1984, σ. 3435).

( 3 ) Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984, 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1451).

( 4 ) Η απαίτηση συντομίας της προκαταρκτικής φάσεως επιβεβαιώνεται εξάλλου κατ' αντιδιαστολή από άλλες αποφάσεις, στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι η καθυστέρηση κατά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεν παραβιάζει την γενική αρχή της ασφάλειας του δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι οφείλεται στη συμπεριφορά του κράτους που χορηγεί την ενίσχυση και όχι σε έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους της Επιτροπής. Αυτό συμβαίνει όταν το κράτος παρέλειψε να κοινοποιήσει με πλήρως τα απαραίτητα στοιχεία για την εκτίμηση της ενισχύσεως (αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, ο. Ι-307, και της 21ης Μαρτίου 1991, C-305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, ο. Ι-1603).

( 5 ) Απόφαοη της 12ης Ιουλίου 1973, 70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1973, ο. 609).

( 6 ) Απόφαοη της 14η; Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills (Συλλογή 1984, ο. 3809).

( 7 ) Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München (Συλλογή 1991, σ. I-5469).

( 8 ) Στις προταθείς του ο γενικός εισαγγελέας Slynn υποστήριξε σχετικά óu «η εξουσία της Επιτροπής να εγκρίνει èva οχέδιο ενισχύσεων κατά την προκαταρκτική φάση (μετά από' μια prima facie εξέταση) είναι περιορισμένη και τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να ακουστούν εκτός του περιορισμένου αυτού χώρου», διευκρινίζοντας, στη ουνέχεια, ως προς την έκταση των περιορισμών αυτών, ότι «αε περίπτωση που η Επιτροπή αδυνατεί να αποφασίσει αν το υποβληθέν οχέδιο είναι μετά από μια prima facie εξέταση σαφώς σύμφωνο με την κοινή αγορά, τότε πρέπει να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2».

( 9 ) Πρέπει παρεμπιπτόντως να επισημανθεί ότι, με την πολύ πρόσφατη απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. Ι-1125), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι μια απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» συνιστά πράξη με οριστικό χαρακτήρα και, υπό την ιδιότητα αυτή, ικανή να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Πρόκειται — προφανώς — για τη λογική συνέπεια του γεγονότος ότι η απόφαση «να μη διατυπωθούν αντιρρήσεις» είναι πράξη με την οποία η Επιτροπή κρίνει οριστικά κατά πόσο η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

( 10 ) Βλ., πρόσφατα τη διάταξη της 15ης Μαρτίου 1989, 191/88, Co-Frutta κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 793).

( 11 ) Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1986, 169/84, Cofaz κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 408).

( 12 ) Το καθαρό ισοδύναμο επιχορηγησεως είναι, ως γνωστό, ένα ποσοστό που μετρά την ένταση της επενδυτικής ενισχύσεως. Εκφράζει τη σχέση, μετά από φορολόγηση, μεταξύ του ποσού της χορηγούμενης ενισχύσεως και του ποσού της επενδύσεως, στη χρηματοδότηση της οποίας προορίζεται να συμβάλει η ενίσχυση.

( 13 ) Η προσφεύγουσα, όπως θα δούμε, αμφισβητεί το κριτήριο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να υπολογίσει την ένταση μιας από τις ενισχύσεις που έλαβε η Pyrsa, δεν αμφισβήτησε όμως ποτέ το γεγονός ότι η συνολική ένταση των εν λόγω ενισχύσεων δεν υπερέβαινε, σε κάθε περίπτωση, το ανώτατο όριο του 75 % του KIE.

( 14 ) Το κείμενο του ψηφίσματος των εκπροσώπων του κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1971, το οποίο, επιβεβαιώνοντας τις αρχές και τα κριτήρια εφαρμογής που καθόρισε η Επιτροπή, εκφράζει τη «δέσμευση» των κρατών μελών να συμμορφωθούν προς αυτές τις αρχές και τα κρι-τήηια, δημοσιεύθηκε στην JO C 111 της 4ης Νοεμβρίου 1971, σ. 1.

Όσον αφορά τους προσανατολισμούς της Επιτροπής, που οδήγησαν, από πλευράς εφαρμογής, οε σημαντική πρακτική λήψη αποφάσεων, βλ. την ανακοίνωση του 1979, που δημοσιεύθηκε στη JO C 31 της 3ης Φεβρουαρίου 1979, ο. 9 (ιδίως τα οημεία 10 έως 12), και την ανακοίνωση του 198S, που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 212 της 12ης Αυγούστου 1988, σ. 2 (ιδίως το οημείο 6, δεύτερη και τρίτη περίπτωση).

( 15 ) Βλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής του 1988, που προαναφέρθηκε (σημείο 6).

( 16 ) COM(78) 221 τελικό, Μάιος 1978.

( 17 ) Όπ.π.

( 18 ) Όπ.π.

( 19 ) Όπ.π.

( 20 ) ΕΕ C 320 της 13ης Δεκεμβρίου 1988, σ. 3.

( 21 ) Λεπτομερέστερα, από τις στατιστικές της CAEF (που αποτελούν παράρτημα ενός εγγράφου, που προσκόμισε η προσφεύγουσα, το οποίο περιέχει το κείμενο μιας παρεμβάσεως κατά την Steel Castings Conference της 19ης Φεβρουαρίου 1992) προκύπτουν για τις πέντε κυριότερες χώρες παράγωγης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιταλία), που εκπροσωπούν περίπου το 80 έως 85 % της συνολικής παραγωγής της ΕΟΚ, τα ακόλουθα στοιχεία. Όσον αφορά την παραγωγή:

για την περίοδο 1970-1990: μείωση περίπου 40 % (από 1417000 σε 862000 τόνους)·

για την περίοδο 1990-1995: περαιτέρω μείωση 25 % (από 862400 σε 643000 τόνους)

για την περίοδο 1995-2000: περαιτέρω πτώση περίπου 4 % (από 643000 σε 618000 τόνους).

Όσον αφορά την ικανότητα παραγωγής:

για την περίοδο 1070-1990: μείωση 34 % (από 1615000 σε 1065200 τόνους)

για την περίοδο 1990-1995: περαιτέρω μείωση που εκτιμάται περίπου σε 16 % (από 1065200 σε 895000 τόνους)

για την περίοδο 1995-2000: περαιτέρω μείωση που εκτιμάται περίπου σε 9 % (από 895000 σε 810000 τόνους).

Όσον αφορά την εξέλιξη του συντελεστή πλεονασματικής δυναμικότητας: 13,9 % το 1970 30,5 % το 1980 23,5 % το 1990 39,2 % το 1995- 31,1 % το έτος 2000. Η εξέλιξη κατά τη δεκαετία του '80 πρέπει να συσχετιστεί με την πραγματοποίηση σχεδίων βιομηχανικής αναδιαρθρώσεως, που οδήγησαν σε μείωση των παραγωγικών ικανοτήτων. Αντίθετα, οι εκτιμήσεις που αφορούν την εξέλιξη κατά τη δεκαετία του '90 εξηγούνται είτε από μια περαιτέρω μείωση της ζητήσεως (οφειλόμενη κυρίως στην καλύτερη ποιότητα και αντοχή των προϊόντων και στον ανταγωνισμό των προϊόντων υποκαταστάσεως), είτε από τον εντονότερο ανταγωνισμό των εισαγωγών από τρίτες χώρες (ιδίως από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης).

Τέλος, όσον αφορά την εξέλιξη του συντελεστή πλεονασματικής δυναμικότητας στην Ισπανία, τα στοιχεία της CAEF είναι τα εξής: 40,1 % το 1990 64,7 % το 1995 62,5 % το έτος 2000.

( 22 ) Πρόκειται ιδίως για τις ακόλουθες ανακοινιύσεις, που είχε επισυνάψει στη διοικητική καταγγελία της η Cook και αποτελούν παράρτημα της προσφυγής:

ανακοινώσεις της 16ης Ιουλίου 1990 και της 22ας Αυγούστου του 1990, του υπεύθυνου του πιο σημαντικού Γάλλου παραγωγού του κλάδου, και πρώην προέδρου της CAEF, που υπογραμμίζουν τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι επιχειρηματίες, με «μικρή συμμετοχή των Κυβερνήσεων», για να εξαλειφθεί η πλεονασματική δυναμικότητα, και καταγγέλλουν την «επίμονη πολιτική επιχορηγήσεων της Ισπανίας προς τα χυτήρια της που είναι αντίθετη προς τους ευρωπαϊκούς κανόνες», διευκρινίζοντας επίσης ότι «κοπιάσαμε πολύ και συνεισφέραμε (η Γαλλία και η Ευρώπη) οικονομικά για την εξυγίανση του επαγγέλματός μας, και δεν θα θέλαμε να δούμε τις προσπάθειες μας να εκμηδενίζονται»

ανακοίνωση της 2ας Ιουλίου 1990, του υπεύθυνου της γερμανικής ενώσεως των επιχειρήσεων του κλάδου των χυτηρίων, που καταγγέλλει επίσης ότι οι ισπανικές ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται ήδη από πλεονασματική παραγωγική ικανότητα.

Οι αντιδράσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν εξάλλου στο έγγραφο το οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα, το οποίο περιέχει το κείμενο μιας παρεμβάσεως κατά την Steel Castings Conference της 19ης Φεβρουαρίου 1992, και το οποίο δεν αμφισβητήθηκε ως προς το σημείο αυτό από την Επιτροπή. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, μέχρι το 1995η «drastic capacity reshuffles with all their conserquences for the workforce arc unavoidable, especially since the pace of capacity reductions in the past failed to match the decline in the steel casting market». To έγγραφο υπογραμμίζει εξάλλου ότι η κατά πολύ πλεονασματική δυναμικότητα που υπάρχει ακόμη οε ορισμένες χώρες (μεταξύ των οποίων η Ισπανία) αποκαλύπτει ένα «extensive degree of government interference in the economics of these countries» ότι «at the moment the investigations of our European apex organisation CAEF indicate unmistakably that Europe is facing yet another increase in the extent to wich capacities exceed market volumes» ότι «this being so, the European steel castings industry is facing yet another structural crisis demanding urgent action» ότι, ιδίως, «in Spain, the demand for adaptation is especially urgent, for in that country, capacity execdeed output approximately one third as early as 1970» και ότι «even now, the EC authorities need to act swiftly in order to ensure that the EC steel foundries can master this crisis on their own».