61991C0002

ΚΟΙΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ TESAURO ΤΗΣ 14HΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1993. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ WOLF W. MENG. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: KAMMERGERICHT BERLIN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-2/91. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ OHRA SCHADEVERZEKERINGEN NV. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: ARRONDISSEMENTSRECHTBANK ARNHEM - ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-245/91. - ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3, ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤ, 5, ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΔΑΦΙΟ, ΚΑΙ 85, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1, ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-05751
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00407
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00453


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Το πρόβλημα του συμβιβαστού με τα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης των κρατικών ρυθμίσεων που διέπουν την οικονομική δραστηριότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αφού αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια το αντικείμενο πληθώρας αποφάσεων εκδοθεισών πάντοτε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, συνεχίζει να προκαλεί ζωηρότατο ενδιαφέρον λόγω των αρχών με τις οποίες συνδέεται.

Τα υποβληθέντα από το Kammergericht Berlin (υπόθεση C-2/91) και το Arrondissementsrechtbank Arnhem (υπόθεση C-245/91) ερωτήματα, τα οποία επαναθέτουν το πρόβλημα προκειμένου περί δύο εθνικών ρυθμίσεων, και συγκεκριμένα της γερμανικής και της ολλανδικής ρυθμίσεως αντιστοίχως, που απαγορεύουν στις ασφαλιστικές εταιρίες και στους μεσίτες να χορηγούν ειδικά οφέλη οποιασδήποτε μορφής, παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να προβεί συναφώς σε περαιτέρω διευκρινίσεις συγκεκριμένα, σε διευκρινίσεις ως προς τον σύνδεσμο που πρέπει να υφίσταται (και, ενδεχομένως, ως προς την ίδια την ανάγκη υπάρξεως συνδέσμου) μεταξύ κρατικών μέτρων του αυτού είδους με τα επίμαχα στις παρούσες υποθέσεις και μορφών συμπεριφοράς των ιδιωτών, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς το ασυμβίβαστο των εν λόγω μέτρων με τις ασκούσες επιρροή κοινοτικές διατάξεις περί ανταγωνισμού.

2. Υπενθυμίζω, εξαρχής, το εθνικό κανονιστικό πλαίσιο της υποθέσεως C-2/91, επισύροντας την προσοχή στο ότι, καίτοι η απαγόρευση χορηγήσεως της προμήθειας ισχύει τώρα για όλους τους κλάδους ασφαλίσεως (1), το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα αφορά αποκλειστικώς τον τομέα της ασφαλίσεως ασθενείας και τον τομέα της ασφαλίσεως νομικής προστασίας.

Όσον αφορά την ασφάλιση ασθενείας, η επίμαχη απαγόρευση επιβλήθηκε από την κανονιστική διάταξη της 5ης Ιανουαρίου 1934 του Reichsaufsichtsamt fuer Privatversicherung (γερμανικής υπηρεσίας ελέγχου των ιδιωτικών ασφαλίσεων) όσον αφορά την ασφάλιση νομικής προστασίας, η απαγόρευση αυτή είχε αρχικώς εισαχθεί από την κανονιστική διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1967 και στη συνέχεια διατηρήθηκε από την κανονιστική διάταξη της 17ης Αυγούστου 1982 του Bundesaufsichtsamt fuer das Versicherungswesen (ομοσπονδιακής υπηρεσίας ελέγχου των ασφαλίσεων), η οποία καλύπτει ολόκληρο τον τομέα της ασφαλίσεως ζημιών. Πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί ότι, ενώ η κανονιστική διάταξη του 1934 περιορίζεται στην απαγόρευση "της χορηγήσεως ειδικών οφελών οποιασδήποτε μορφής", η κανονιστική διάταξη του 1982 εξειδικεύει ότι απαγορεύει "κάθε άμεσο ή έμμεσο όφελος χορηγούμενο επί πλέον των παροχών που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, ιδίως δε κάθε χορήγηση της προμήθειας".

Οι παρατεθείσες διατάξεις στηρίζονται στο άρθρο 81, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του Versicherungsaufsichtsgesetz (νόμου περί ελέγχου των ασφαλίσεων, στο εξής: VAG) της 6ης Ιουνίου 1931, πρώην άρθρο 64 του Gesetz ueber die privaten Versicherungsunternehmen (νόμου περί ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών) της 12ης Μαΐου 1901. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή, κατά την οποία η αρμόδια αρχή "δύναται, γενικώς ή για ορισμένους τομείς ασφαλίσεως, να απαγορεύσει στις ασφαλιστικές εταιρίες και στους μεσίτες ασφαλειών να χορηγούν ειδικά οφέλη οποιασδήποτε μορφής", εισήχθη στον νόμο του 1901 με κάποιον τροποποιητικό νόμο της 19ης Ιουλίου 1923 και στη συνέχεια επαναλήφθηκε στον VAG του 1931. Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι η παράβαση των μέτρων που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογήν της ως άνω διατάξεως συνεπάγεται καταδίκη σε χρηματική ποινή, βάσει του άρθρου 144 a, παράγραφος 1, σημείο 2, του VAG.

Χρήση της ευχέρειας που της παρασχέθηκε από το προαναφερθέν άρθρο 81 έκανε η αρμόδια αρχή ελέγχου από τις 10 Αυγούστου 1923, δηλαδή αμέσως μετά την εισαγωγή της διατάξεως αυτής, θεσπίζοντας την επίμαχη απαγόρευση για τον τομέα της ασφαλίσεως ζωής.

3. Είναι ευκαιρία να υπογραμμιστεί ότι συμφωνίες αναλόγου περιεχομένου με τα επίμαχα στην παρούσα υπόθεση κρατικά μέτρα είχαν συναφθεί, πριν από τη θέσπιση των μέτρων αυτών, μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δρουν στον κλάδο ασφαλίσεως ζωής. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνηστεί η συμφωνία της Χαϊδελβέργης του 1900, η οποία συνήφθη μεταξύ των τεσσάρων σημαντικοτέρων επιχειρήσεων του τομέα η "κατά της παροχής οφελών" συμφωνία του 1911, στην οποία μετέσχε η πλειονότητα των ασφαλιστικών εταιριών (πάντοτε στον κλάδο ασφαλίσεως ζωής) και τέλος οι "οδηγίες" του 1919, βάσει των οποίων οι εν λόγω επιχειρήσεις υπέβαλαν στην κυβέρνηση ένα πραγματικό σχέδιο νόμου, το οποίο στη συνέχεια κατέληξε στην υπομνησθείσα τροποποίηση του VAG του Ιουλίου του 1923 και, αργότερα, στην έκδοση της προαναφερθείσας κανονιστικής διατάξεως της 10ης Αυγούστου του ιδίου έτους.

Χάριν πληρότητας, πρέπει να υπομνηστεί επίσης η "Wiesbadener Vereinigung" του 1978, συμφωνία που συνήφθη από τους εκπροσώπους των ενώσεων όλων των τομέων ασφαλίσεως. Όπως προκύπτει και από την απόφαση του Amtsgericht Tiergarten, η συμφωνία αυτή επιβάλλει την απαγόρευση χορηγήσεως του συνόλου ή μέρους της προμήθειας για όλα τα είδη ασφαλίσεως. Πρόκειται, συνεπώς, περί συμφωνίας στην οποία μετέχουν όλες οι ασφαλιστικές εταιρίες και η οποία επιβάλλει την επίμαχη απαγόρευση σε όλους τους μεσολαβητές, περιλαμβανομένων και των ανεξαρτήτων ωστόσο, η συμφωνία αυτή είναι μεταγενέστερη της θεσπίσεως των κρατικών μέτρων που βρίσκονται στο επίκεντρο της παρούσας υποθέσεως.

4. Έρχομαι τώρα στην υπόθεση C-245/91, όπου η συζήτηση αφορά ρύθμιση της οποίας το περιεχόμενο είναι στην ουσία ανάλογο αυτού των γερμανικών μέτρων που μόλις εξέθεσα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του Wet Assurantiebemiddelingsbedrijf της 7ης Φεβρουαρίου 1991 (νόμου περί των δραστηριοτήτων των πρακτορείων ασφαλειών, στο εξής: WABB), το οποίο στην ουσία επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 16 του Wet Assurantiebemiddeling του 1952 (νόμου περί πρακτορείων ασφαλειών, στο εξής WAB), προβλέπει ότι, "στο πλαίσιο ασφαλιστικής συμβάσεως, απαγορεύεται να συμφωνηθεί, να παρασχεθεί ή να καταστεί αντικείμενο υποσχέσεως, αμέσως ή εμμέσως, προμήθεια, χορήγηση της ληφθείσας ή ληφθησομένης προμηθείας ή οποιοδήποτε άλλο αποτιμητό σε χρήμα όφελος, σε άλλα πρόσωπα εκτός αυτού που μεσολάβησε στη συγκεκριμένη ασφάλιση". Η παράβαση της διατάξεως αυτής επισύρει, βάσει του Wet op de economischen delicten (νόμου περί οικονομικών αδικημάτων), φυλάκιση και χρηματική ποινή.

5. Όσο για τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο των κυρίων δικών, αυτά είναι απλά και δεν αμφισβητούνται. Ο Meng (υπόθεση C-2/91), ανεξάρτητος οικονομικός σύμβουλος, κατηγορείται ότι έχει παραβεί τη σχετική ρύθμιση, καθόσον έχει καταβάλει στους πελάτες του την προμήθεια που έχει εισπράξει από ασφαλιστικές εταιρίες για έξι συμβάσεις, οι τρεις από τις οποίες αφορούν ασφάλιση ασθενείας και οι τρεις ασφάλιση νομικής προστασίας. Η εταιρία Ohra (υπόθεση C-245/91) διώκεται και αυτή ποινικώς για τον λόγο ότι έχει υποσχεθεί και/ή έχει προσφέρει πιστωτικές κάρτες σε πρόσωπα που έχουν συνάψει ασφαλιστικές συμβάσεις με αυτή.

Ενώπιον των αντιστοίχων εθνικών δικαστηρίων, τόσο ο Meng όσο και η Ohra επικαλέστηκαν τη βάσει των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού έλλειψη νομιμότητας των επιμάχων εθνικών μέτρων. Το Kammergericht και το Arrondissementsrechtbank έκριναν, συνεπώς, χρήσιμο να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, ζητώντας του να αποφανθεί, στην ουσία, επί του συμβιβαστού των επιμάχων μέτρων με τα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Το ολλανδικό δικαστήριο ρώτησε επί πλέον αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό διαφέρει αναλόγως του αν η απαγόρευση να συμφωνηθούν αποτιμητά σε χρήμα οφέλη αφορά μόνον τους μεσίτες ή και τους ασφαλιστές που συνεργάζονται με μεσίτες ή ακόμη και τους ασφαλιστές που συμβάλλονται απ' ευθείας με τους πελάτες (ασφαλιστές οι οποίοι είθισται να αποκαλούνται "direct writers").

6. Συνεπώς, τα υποβληθέντα ερωτήματα εντάσσονται στην προβληματική των σχέσεων μεταξύ των κοινοτικών διατάξεων περί ανταγωνισμού και των εθνικών ρυθμίσεων που διέπουν την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, ρυθμίσεων που έχουν, επομένως, θεσπιστεί * κατ' αρχήν * χάριν του γενικού συμφέροντος, αλλά που όμως περιορίζουν τον ανταγωνισμό: μπορούν οι πρώτες να εμποδίσουν την εφαρμογή των δευτέρων; Και, σε καταφατική περίπτωση, υπό ποίες προϋποθέσεις;

Συναφώς, το Δικαστήριο, αφενός, δέχεται πάντοτε ότι οι εθνικές ρυθμίσεις που διέπουν την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων δεν εμπίπτουν στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής των άρθρων 85 και 86. Συγκεκριμένα, τα άρθρα αυτά απευθύνονται (ratione personae) στις επιχειρήσεις και όχι στα κράτη μέλη και σκοπούν (ratione materiae) να προστατεύσουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και όχι να περιορίσουν τις προνομίες των κρατών μελών στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, προνομίες που εμπίπτουν, ενδεχομένως, σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης.

Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως πει ότι "τα άρθρα 85 και 86, θεωρούμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της Συνθήκης, επιβάλλουν στα κράτη μέλη να μη λαμβάνουν ούτε να διατηρούν σε ισχύ μέτρα, έστω και νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, που μπορούν να αίρουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις" (2).

Οι δύο αυτές θέσεις τελούν σε πλήρη συνοχή μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ενώ αληθεύει ότι τα άρθρα 85 και 86 αφορούν αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφές συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, εξίσου αληθεύει ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει, προσφέροντας στις επιχειρήσεις αυτές την ασπίδα της κρατικής ρυθμίσεως, να τους παρέχουν τη δυνατότητα να διαφεύγουν των απαγορεύσεων που προβλέπονται από τα πιο πάνω άρθρα. Στην αντίθετη περίπτωση, τα άρθρα 85 και 86 θα στερούνταν του περιεχομένου τους: συνεπώς, αποτελεί υποχρέωση των κρατών μελών να μη θέτουν σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού που απευθύνονται στις επιχειρήσεις.

7. Ενώ η διατύπωση της αρχής αυτής είναι σαφέστατη, δεν είναι δυνατόν να λεχθεί το ίδιο για το περιεχόμενο της υποχρεώσεως και τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των περιπτώσεων παραβάσεως. Με άλλα λόγια, ποια είναι τα "μέτρα" που μπορούν να εξαλείψουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 85; Πώς συγκεκριμενοποιείται το κριτήριο περί πρακτικής αποτελεσματικότητας;

Για να επιλυθεί το πρόβλημα αυτό, μου φαίνεται ότι είναι ευκαιρία να υπενθυμίσω, ευθύς εξαρχής, τα ουσιώδη στοιχεία της σχετικής νομολογίας, δηλαδή της νομολογίας σχετικά με την εφαρμογή των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης επί κρατικών μέτρων, τα οποία, καίτοι δεν αποτελούν μέρος της ρυθμίσεως περί ανταγωνισμού (3), εντούτοις, παράγουν αποτελέσματα στο επίπεδο του ανταγωνισμού (4).

Το νομολογιακό πλαίσιο

8. Ως γνωστόν, η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου έχει ως αφετηρία την απόφαση ΙΝΝΟ κατά ΑΤΑΒ (5), η οποία εκδόθηκε επί υποθέσεως που αφορούσε βελγική διάταξη επιβάλλουσα στους εμπόρους λιανικής πωλήσεως να τηρούν, κατά την πώληση βιομηχανοποιημένων καπνών, την αναγραφόμενη στη φορολογική ταινία τιμή, η οποία ήταν η τιμή πωλήσεως που είχε καθοριστεί από τον βιομήχανο ή τον εισαγωγέα (6).

Αφού υπενθύμισε ότι δυνάμει του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη "απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης", το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, "ναι μεν το άρθρο 86 απευθύνεται στις επιχειρήσεις, η Συνθήκη όμως επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μη λαμβάνουν ή να μη διατηρούν σε ισχύ μέτρα που θα μπορούσαν να εξαλείψουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής" (σκέψη 30) έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν μέτρα που να δίνουν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα να μην εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλουν τα άρθρα 85 έως 94 της Συνθήκης" (σκέψη 32).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν άντλησε καμία συνέπεια από αυτή τη θέση αρχής, καθόσον έκρινε ότι, "εν πάση περιπτώσει, τα εθνικά μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως που είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών είναι κατά κανόνα ασυμβίβαστα με τα άρθρα 30 και 34, τα οποία απαγορεύουν τους ποσοτικούς περιορισμούς των εισαγωγών και των εξαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος" (σκέψη 34).

9. Συνεπώς, με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο ταύτισε το κριτήριο περί πρακτικής αποτελεσματικότητας με την υποχρέωση των κρατών μελών να μη λαμβάνουν μέτρα παρέχοντα στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να μη τηρούν τις απαγορεύσεις των άρθρων 85 και 86. Όμως, αυτή η θέση αρχής δεν μπορεί να οδηγήσει στο να μη ληφθούν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι η θέσπιση του επιμάχου μέτρου ήταν μεταγενέστερη συμπράξεων αντικειμένων προς το άρθρο 85 και οφειλόταν στην πρωτοβουλία βουλευτή ο οποίος ασκούσε συγχρόνως τα καθήκοντα γραμματέα μιας από τις ενώσεις που μετείχαν στη σύμπραξη. Συνεπώς, η ανάγκη να μη τίθεται σε κίνδυνο η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού, με τη θέσπιση διατάξεων που παρέχουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αποφεύγουν τις απαγορεύσεις των άρθρων 85 και 86, πρέπει να εκτιμάται εντός αυτού του πλαισίου.

Οι αρχές που τέθηκαν με την απόφαση ΙΝΝΟ, οι οποίες προκάλεσαν ζωηρές συζητήσεις στη θεωρία, αφήνουν αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα α) αν η πρακτική αποτελεσματικότητα τίθεται σε κίνδυνο μόνον όταν οι επιχειρήσεις ακολουθούν συμπεριφορά που αποτελεί την αιτία της θεσπίσεως του επιμάχου κρατικού μέτρου ή τη συνέπειά του (με αποτέλεσμα να έχει σημασία ειδικά η γένεση του επιμάχου μέτρου ή το γεγονός ότι το μέτρο αυτό ευνόησε τη σύναψη συμφωνίας) ή β) αν η πρακτική αποτελεσματικότητα τίθεται σε κίνδυνο κάθε φορά που το κρατικό μέτρο θα μπορούσε να καταστεί το αντικείμενο συμφωνίας που αυτή καθαυτή είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 85, παράγραφος 1 (δηλαδή κάθε φορά που οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε κατάσταση στην οποία δεν θα μπορούσαν να τεθούν από μόνες τους χωρίς να παραβιάσουν τις διατάξεις του άρθρου 85).

10. Η αμέσως μεταγενέστερη της αποφάσεως ΙΝΝΟ κατά ΑΤΑΒ νομολογία φαίνεται μάλλον να επιβεβαιώνει την πρώτη περίπτωση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, από το οποίο κατ' επανάληψη ζητήθηκε να αποφανθεί επί εθνικών νομοθεσιών σχετικών ειδικά με το καθεστώς τιμών και τιμολογίων, έκρινε ότι οι νομοθεσίες αυτές δεν έθεταν κανένα πρόβλημα ασυμβιβάστου με τα άρθρα 5 και 85 της Συνθήκης (7) και ότι, αντιθέτως, έπρεπε να εξεταστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 30.

Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί ιδίως η απόφαση van de Haar (8), η οποία εκδόθηκε επί υποθέσεως που αφορούσε εθνική ρύθμιση πανομοιότυπη με τη βελγική διάταξη που είχε αποτελέσει την αφορμή της υποθέσεως ΙΝΝΟ κατά ΑΤΑΒ. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο είπε ότι, "καίτοι αληθεύει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν μέτρα επιτρέποντα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 85 της Συνθήκης, εντούτοις οι διατάξεις του άρθρου αυτού αποτελούν μέρος των 'εφαρμοστέων επί των επιχειρήσεων' κανόνων ανταγωνισμού και αποβλέπουν στη ρύθμιση της συμπεριφοράς των ιδιωτικών επιχειρήσεων εντός της κοινής αγοράς. Επομένως, δεν λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο μια νομοθεσία όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο των διαδικασιών της κύριας δίκης" (σκέψη 24).

Συνεπώς, από την απόφαση van de Haar, και σε συνδυασμό με τις αρχές που τέθηκαν με την απόφαση ΙΝΝΟ κατά ΑΤΑΒ, προκύπτει ότι η αξιολόγηση των κρατικών μέτρων με γνώμονα τα άρθρα 5, 3, στοιχείο στ', και 85, παράγραφος 1, εξαρτάται από τον σύνδεσμο των μέτρων αυτών με καταλογιστέες στις επιχειρήσεις αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφές συμπεριφοράς.

11. Η μεταγενέστερη νομολογία φαίνεται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να κινείται προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.

Η πρώτη τάση της νομολογίας, η οποία επιβεβαιώνει την ανάγκη υπάρξεως συνδέσμου * και διευκρινίζει τη φύση του συνδέσμου αυτού * μεταξύ κρατικού μέτρου και αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, περιλαμβάνει τις αποφάσεις BNIC κατά Clair (9), BNIC κατά Aubert (10), "Nouvelles Frontieres" (11) και Ahmed Saeed (12), καθώς και την απόφαση Vlaamse Reisbureaus (13). Πρόκειται, εξάλλου, περί των μοναδικών αποφάσεων όπου το Δικαστήριο, στηριζόμενο στο άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, στοιχείο στ', και 85, παράγραφος 1, κατέληξε στο ότι τα επίμαχα μέτρα στερούνταν νομιμότητας.

12. Με την απόφαση BNIC κατά Clair, το Δικαστήριο, αποφανθέν επί εθνικής ρυθμίσεως που επέκτεινε συναφθείσα εντός διεπαγγελματικής οργανώσεως συμφωνία σε άλλους επιχειρηματίες του τομέα, έκρινε ότι η συμφωνία αυτή αποτελούσε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων και ότι η παρεμβολή διατάξεως της δημοσίας αρχής, η οποία προοριζόταν να προσδώσει στη συμφωνία αυτή υποχρεωτικό αποτέλεσμα έναντι τρίτων, "δεν μπορεί να συντελέσει στην εξαίρεση της συμφωνίας αυτής από την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1" (σκέψη 23).

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο, χωρίς να αποφανθεί ρητώς για το επίμαχο κρατικό μέτρο, περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η επίμαχη συμφωνία εξακολουθούσε να υπόκειται στις απαγορεύσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1.

13. Η τύχη που πρέπει να επιφυλάσσεται στα κρατικά μέτρα που επεκτείνουν τα αποτελέσματα συμφωνίας σε τρίτους διευκρινίστηκε με την απόφαση "Νouvelles Frontieres", με την οποία το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα ικανά να εξαλείψουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού παραβιάζεται ειδικά "όταν ένα κράτος μέλος επιβάλλει ή ευνοεί τη δημιουργία συμπράξεων, οι οποίες αντιβαίνουν στο άρθρο 85, ή ενισχύει τα αποτελέσματά τους" (14) (σκέψη 72).

Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο "ότι αντίκειται στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, στοιχείο στ', και 85, κυρίως παράγραφος 1, της ίδιας Συνθήκης, η έγκριση των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων και, ως εκ τούτου, η ενίσχυση των αποτελεσμάτων τους όταν (...) διαπιστώνεται (...) ότι οι τιμές αυτές είναι αποτέλεσμα συμφωνίας, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής αντίθετης προς το άρθρο 85" (15) (σκέψη 77).

14. Η υπόθεση Vlaamse Reisbureaus, που αφορούσε εθνική ρύθμιση απαγορεύουσα στους ταξιδιωτικούς πράκτορες να χορηγούν το σύνολο ή μέρος της προμήθειας που εισπράττουν, αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη συστήματος συμφωνιών των οποίων το περιεχόμενο είχε επαναλάβει η επίμαχη ρύθμιση, έκρινε ότι η μετατροπή μιας καθαρώς συμβατικής υποχρεώσεως σε επιβαλλόμενη εκ του νόμου υποχρέωση είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των προϋφισταμένων συμφωνιών.

Η καινοτομία της αποφάσεως αυτής έγκειται στο ότι το Δικαστήριο δεν απαιτεί πλέον να συνυπάρχει η συμφωνία με το κρατικό μέτρο κατά το χρονικό σημείο της διαφοράς: όντως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είχε καθόλου αποδειχθεί ότι η συμφωνία, η οποία συνήφθη το 1963, βρισκόταν ακόμη σε ισχύ κατά το χρονικό σημείο της διαφοράς. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θεώρησε αρκετό το ότι η συμφωνία είχε αποτελέσει την αιτία της θεσπίσεως του εν λόγω μέτρου: τούτο επιβεβαίωνε το ίδιο το κείμενο του βασιλικού διατάγματος του 1966, καθόσον προέβλεπε ότι ο ταξιδιωτικός πράκτορας πρέπει "να τηρεί τη συμπεφωνημένη απαγόρευση να μοιράζεται με τους πελάτες τις προμήθειες που εισπράττει".

Παρ' όλον ότι αναφέρθηκε τυπικώς στην περίπτωση μέτρου που ενισχύει τα αποτελέσματα συμφωνίας, το Δικαστήριο φαίνεται, εντούτοις, να έχει αναγνωρίσει ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 85 τίθεται εξίσου σε κίνδυνο όταν το κρατικό μέτρο, επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο της συμφωνίας, την αντικαθιστά κωδικοποιώντας την. Υπό την έννοια αυτή, μπορεί επίσης να γίνει λόγος περί μέτρου το οποίο, απλώς και μόνον λόγω του ότι αντικαθιστά προγενέστερες συμφωνίες, έχει καταστήσει περιττές τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό μορφές αυτοτελούς συμπεριφοράς των οικείων επιχειρηματιών.

15. Η τελευταία αυτή θέση αποτελεί * ο τρόπος του λέγειν * μια γέφυρα με την άλλη τάση που μπορεί να διαγνωστεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, τάση η οποία, συντασσόμενη με την απόφαση ΙΝΝΟ κατά ΑΤΑΒ, δεν λαμβάνει υπόψη, κατά ορισμένους σχολιαστές, κάθε αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά των επιχειρήσεων.

Αναφέρομαι στην απόφαση Leclerc-βιβλία της 10ης Ιανουαρίου 1985 (16), η οποία αφορούσε εθνικό νόμο που ανέθετε στους εκδότες ή εισαγωγείς βιβλίων την ευθύνη να καθορίζουν ελεύθερα οι ίδιοι τις υποκείμενες σε διατίμηση τιμές στο στάδιο του λιανικού εμπορίου.

Συγκεκριμένα, εκτιμώντας ότι το επίμαχο μέτρο δεν σκοπούσε να επιβάλει τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ εκδοτών και λιανοπωλητών ή άλλες απαγορευόμενες από το άρθρο 85, παράγραφος 1, μορφές συμπεριφοράς, το Δικαστήριο διερωτήθηκε αν "εθνική ρύθμιση που καθιστά περιττές τις μορφές συμπεριφοράς των επιχειρήσεων που απαγορεύει το άρθρο 85, παράγραφος 1, αναθέτοντας στους εκδότες ή εισαγωγείς βιβλίων την ευθύνη να καθορίζουν ελεύθερα τις τιμές τους και να τις καθιστούν υποχρεωτικές στο στάδιο της λιανικής πωλήσεως, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 85 και κατά συνέπεια αντίκειται στο άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης" (σκέψη 15).

Συνεπώς, το Δικαστήριο διερωτήθηκε, χωρίς όμως να υποδείξει κάποια λύση, ως προς το ζήτημα αν η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού τίθεται σε κίνδυνο επίσης στην περίπτωση που εθνικό μέτρο * μέτρο το οποίο, συναφώς, παρήγαγε αποτελέσματα ανάλογα με αυτά που προέκυπταν προηγουμένως από το σύνολο των συμφωνιών μεταξύ των επιχειρηματιών του τομέα * αναθέτει στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες το βάρος να καθορίζουν τις υποκείμενες σε διατίμηση τιμές λιανικής πωλήσεως, καθιστώντας ως εκ τούτου περιττές τις περιορίζουσες τον ανταγωνισμό μορφές συμπεριφοράς που απαγορεύει το άρθρο 85, παράγραφος 1.

16. Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί ήδη να βρεθεί στην απόφαση Leclerc-καύσιμα της 29ης Ιανουαρίου 1985 (17). Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, αφού είπε ότι με την επίμαχη ρύθμιση "δεν επιδιώκεται η επιβολή συνάψεως συμφωνιών μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών ή άλλες μορφές συμπεριφοράς όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης", υπογράμμισε στη συνέχεια ότι η ρύθμιση αυτή, "απεναντίας, αναθέτει την ευθύνη καθορισμού των τιμών στις δημόσιες αρχές, οι οποίες προς τον σκοπό αυτό στηρίζονται σε σειρά στοιχείων διαφορετικής φύσεως" και προσέθεσε τέλος ότι το γεγονός ότι μεταξύ των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη περιλαμβάνονται "οι καθοριζόμενες από τους προμηθευτές τιμές παραλαβής (...) δεν αποστερεί την επίδικη ρύθμιση από τον κρατικό χαρακτήρα της και δεν είναι ικανό να εξαλείψει την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων περί ανταγωνισμού που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις" (σκέψη 17).

Από τα αμέσως προεκτεθέντα προκύπτει a contrario ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού τίθεται σε κίνδυνο όταν η επίμαχη ρύθμιση, αφήνοντας στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες το βάρος ρυθμίσεως της αγοράς, χάνει τον κρατικό της χαρακτήρα, αλλά όχι όταν η ευθύνη αυτή παραμένει στη σφαίρα των δημοσίων αρχών (18).

17. Τέλος, το νομολογιακό πλαίσιο που μόλις προδιέγραψα συμπληρώνεται με την απόφαση van Eycke (19), με την οποία το Δικαστήριο "κωδικοποίησε" τις δύο προαναφερθείσες τάσεις, λέγοντας ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού τίθεται σε κίνδυνο ειδικά όταν ένα κράτος μέλος "είτε επιβάλλει ή ευνοεί τη σύναψη συμπράξεων που αντιβαίνουν στο άρθρο 85 ή ενισχύει τα αποτελέσματα μιας τέτοιας συμπράξεως είτε αφαιρεί από τη δική του ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα αναθέτοντας σε ιδιώτες επιχειρηματίες την ευθύνη να λαμβάνουν αποφάσεις περί παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα" (20) (σκέψη 16).

Επισκόπηση της νομολογίας

18. Η εξέταση της αναπτυχθείσας μέχρι σήμερα νομολογίας, παρ' όλον ότι, από τη μια πλευρά, δεν επιτρέπει να αποκλειστεί ότι η θεωρία περί πρακτικής αποτελεσματικότητας μπορεί να έχει εφαρμογή και πέραν των περιπτώσεων που τυποποιήθηκαν με την απόφαση van Eycke, από την άλλη πλευρά, διευκρινίζει, κατά τη γνώμη μου σαφέστατα, ότι τα κρατικά μέτρα που έχουν αντικειμενικό αποτέλεσμα που περιορίζει τον ανταγωνισμό δεν μπορούν απλώς και μόνον εξ αυτού του λόγου να αξιολογηθούν με γνώμονα τα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5 και 85 (21).

Συγκεκριμένα, κατά την εφαρμογή στην πράξη (22), το Δικαστήριο εξαρτά, μέχρι τώρα, την έλλειψη νομιμότητας των επιμάχων εθνικών μέτρων από την ύπαρξη ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ του επιμάχου μέτρου και των καταλογιστέων στις επιχειρήσεις αντιθέτων προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφών συμπεριφοράς, πράγμα που συνεπάγεται ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 85 τίθεται σε κίνδυνο οσάκις συντρέχουν δύο προϋποθέσεις:

* ύπαρξη συμφωνίας που αντίκειται στο άρθρο 85, παράγραφος 1

* ύπαρξη κρατικού μέτρου που την επιβάλλει, τη διευκολύνει ή ακόμη που ενισχύει τα αποτελέσματά της.

Βέβαια, η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών δεν απαιτείται πλέον στην περίπτωση, η οποία παραμένει μέχρι τώρα στο θεωρητικό επίπεδο, όπου κράτος μέλος μεταθέτει σε ιδιώτες επιχειρηματίες την ευθύνη της λήψεως αποφάσεων παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα, και τούτο ακριβώς για τον λόγο ότι μέσω της μεταθέσεως αυτής το κράτος μέλος αφαιρεί από τη ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα.

Συναφώς, τίθεται εκ νέου το ζήτημα που έχει ήδη εγείρει ο γενικός εισαγγελέας Capotorti με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση van Tiggele (23), δηλαδή αν "αρκεί (...) να σταματήσουμε στην τυπική διαπίστωση του υποχρεωτικού χαρακτήρα, τον οποίο μπορεί να προσδώσει (και προσέδωσε εν προκειμένω) το κράτος στις αποφάσεις των οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενα στη ρύθμιση της οικονομίας". Η καταφατική απάντηση στην ερώτηση αυτή, την οποία νομίζω ότι πρέπει να συμμερισθώ, στηρίζεται στο ότι οι αποφάσεις αυτές μπορούν να αξιολογηθούν με γνώμονα τα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5 και 85, στην περίπτωση που η σύνθεση των αρμοδίων να τις εκδώσουν οργανισμών είναι τέτοιας φύσεως ώστε να υπάρχει πράγματι "απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων" ή ακόμη εναρμονισμένη πρακτική. Εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί ότι η περίπτωση αυτή έχει τύχει επικλήσεως από διαδίκους και/ή έχει υπομνηστεί από το Δικαστήριο σε υποθέσεις όπου το καθεστώς που προέκυπτε από το επίμαχο μέτρο παρήγε ανάλογα αποτελέσματα με αυτά που, προηγουμένως, προέκυπταν από σύνολο συμφωνιών μεταξύ των επιχειρηματιών του τομέα (24).

Τελικά, μου φαίνεται ότι η προαναφερθείσα νομολογία μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού τίθεται σε κίνδυνο μόνον όταν έχουν θεσπιστεί κρατικά μέτρα που παρέχουν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αποφύγουν τις απαγορεύσεις του άρθρου 85, συνεπώς μέτρα που επιτρέπουν προδήλως τις υπεκφυγές, είτε διότι α) παρέχουν νομική κάλυψη σε μορφές συμπεριφοράς που άλλως απαγορεύονται είτε διότι β) καθιστούν περιττές αυτές τις μορφές συμπεριφοράς για τον λόγο ότι αφήνουν στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες το βάρος της ... ρυθμίσεως της αγοράς, πράγμα που συνεπάγεται ότι η δράση των επιχειρηματιών αυτών θα μπορεί να χαρακτηριστεί, στην ουσία, ως συμπεριφορά επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 85.

Τα επίδικα μέτρα υπό το φως της νομολογίας

19. Παρ' όλον ότι οι περιπτώσεις που κωδικοποίηθηκαν με την προαναφερθείσα νομολογία, καίτοι συμβάλλουν στην κατάρτιση ενός αρκετά σαφούς πλαισίου αναφοράς, δεν μπορούν να θεωρηθούν εξαντλητικές, θεωρώ, ωστόσο, χρήσιμο να διευκρινιστεί εξαρχής αν τα μέτρα που βάλλονται από τον Meng και την Ohra ταυτίζονται με κάποια από τις περιπτώσεις αυτές.

α) Υπόθεση C-2/91

Σπεύδω να είπω ότι στην υπόθεση Meng πρέπει να αποκλειστεί η συνδρομή περιστατικών ικανών να άρουν από τα επίμαχα μέτρα τον χαρακτήρα της κρατικής ρυθμίσεως. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση χορηγήσεως της προμήθειας θεσπίστηκε από το Bundesaufsichtsamt, διοικητική αρχή υπαγομένη στο Υπουργείο Οικονομικών και αρμοδία για τη θέσπιση μέτρων σκοπούντων, ιδίως, στην απαγόρευση των μορφών συμπεριφοράς που μπορούν να βλάψουν τα συμφέροντα των καταναλωτών. Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί, εν προκειμένω, ότι οι εκπρόσωποι των ενώσεων των ασφαλιστικών εταιριών καλούνται απλώς να μετάσχουν στην προπαρασκευή των αποφάσεων του οργανισμού αυτού, αλλά όχι και να καθορίσουν το περιεχόμενό τους (25).

20. Συνεπώς, έρχομαι στην αξιολόγηση της εν λόγω υποθέσεως σε σχέση με την άλλη περίπτωση που προϋποθέτει την ύπαρξη ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ του επιμάχου μέτρου και αντιθέτων προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφών συμπεριφοράς των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Εν προκειμένω, πρέπει ευθύς εξαρχής να αποκλειστεί ότι τα επίμαχα μέτρα σκοπούν να επιβάλλουν ή να διευκολύνουν τη σύναψη νέων συμφωνιών. Επί πλέον, δυσκολεύομαι πολύ να συνταχθώ με την άποψη της Επιτροπής ότι τα επίμαχα μέτρα ενίσχυσαν τα αποτελέσματα προϋφισταμένων συμφωνιών υπό έννοια ανάλογη αυτής που το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με την απόφαση Vlaamse Reisebureaus (26), η οποία εκδόθηκε επί υποθέσεως που αφορούσε εθνική ρύθμιση απαγορεύουσα στους ταξιδιωτικούς πράκτορες να χορηγούν το σύνολο ή μέρος της προμήθειάς τους στους πελάτες. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο, ναι μεν δέχθηκε ότι η μετατροπή μιας καθαρώς συμβατικής υποχρεώσεως σε επιβαλλόμενη εκ του νόμου υποχρέωση αποτελεί περίπτωση ενισχύσεως των αποτελεσμάτων προϋφισταμένων συμφωνιών, είναι όμως προφανές ότι δέχθηκε αυτό μόνον κατόπιν της διαπιστώσεως ότι υφίστατο σύστημα συμφωνιών το περιεχόμενο των οποίων είχε επαναλάβει η επίμαχη ρύθμιση.

Στην περίπτωση που μας απασχολεί, η κατάσταση είναι διαφορετική, για τον απλούστατο λόγο ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, στους επίμαχους τομείς ασφαλίσεως (ασφάλιση ασθενείας, ασφάλιση νομικής προστασίας) ουδέποτε υπήρξαν συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, συμφωνίες που όπως έχω ήδη πει έχουν συναφθεί μόνο στον κλάδο ασφαλίσεως ζωής.

Ωστόσο, η Επιτροπή φρονεί ότι τα επίμαχα μέτρα ενίσχυσαν τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί στον τομέα ασφαλίσεως ζωής, διότι, επεκτείνοντας σε άλλους κλάδους ασφαλίσεως την απαγόρευση χορηγήσεως της προμήθειας, διεύρυναν το πεδίο εφαρμογής της. Κατά την άποψή μου, η κατασκευή αυτή δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση που μας απασχολεί, παρά μόνον αν η απαγόρευση χορηγήσεως της προμήθειας είχε θεσπιστεί συγχρόνως για όλους τους κλάδους ασφαλίσεως. Εξηγούμαι: θα μπορούσε το πολύ να θεωρηθεί ότι υπάρχει ενίσχυση των αποτελεσμάτων προϋφισταμένων συμφωνιών αν τα εθνικά μέτρα, που έχουν επαναλάβει το περιεχόμενο συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στον κλάδο ασφαλίσεως ζωής και που, κατά συνέπεια, έχουν αντικαταστήσει τη συμφωνία αυτή, δεν έχουν περιοριστεί να καταστήσουν υποχρεωτική την εν λόγω απαγόρευση για όλους τους επιχειρηματίες του τομέα αυτού, αλλά συγχρόνως την έχουν επεκτείνει στους επιχειρηματίες παραπλησίων τομέων.

Όμως, από τη χρονική απόσταση μεταξύ του σημείου που συντελέστηκε η φερομένη "επέκταση" στους παραπλήσιους τομείς και της ημερομηνίας που η εν λόγω απαγόρευση κατέστη υποχρεωτική για τον τομέα ασφαλίσεως ζωής, δηλαδή 11 χρόνια όσον αφορά την ασφάλιση ασθενείας και 44 ολόκληρα χρόνια όσον αφορά την ασφάλιση νομικής προστασίας, προκύπτει ότι η άποψη αυτή είναι ελάχιστα πειστική. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό καθιστά πρόδηλο ότι τα μέτρα του 1934 (ασφάλιση ασθενείας) και του 1967 (ασφάλιση νομικής προστασίας) δεν μπορούν να έχουν ενισχύσει συμφωνία η οποία, αφορώσα μόνον τον κλάδο ασφαλίσεως ζωής, έπαυσε να υφίσταται * εξ ορισμού * από το χρονικό σημείο που "αντικαταστάθηκε" από τα κρατικά μέτρα που επανέλαβαν το περιεχόμενό της, δηλαδή από τις 10 Αυγούστου 1923. Θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο να κριθεί ότι τα επίμαχα μέτρα ενίσχυσαν τα αποτελέσματα συμφωνίας η οποία, κατά το χρονικό σημείο της θεσπίσεώς τους, είχε παύσει προ πολλού να ισχύει.

21. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί ότι κανένας ουσιαστικός σύνδεσμος δεν υφίσταται μεταξύ των επιμάχων μέτρων και των συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ των επιχειρήσεων που δρουν στον κλάδο ασφαλίσεως ζωής. Αντιθέτως, μπορεί να λεχθεί ότι οι συμφωνίες αυτές αποτελούν τη βάση της απαγορεύσεως της χορηγήσεως της προμήθειας, η οποία θεσπισθείσα αρχικώς μόνο για τον κλάδο ασφαλίσεως ζωής κατέληξε στη συνέχεια να ενδιαφέρει * καίτοι κατά διαδοχικά στάδια * όλους τους κλάδους ασφαλίσεως.

Το γεγονός αυτό μπορεί να επιτρέψει να θεωρηθεί ότι οι επιχειρήσεις των άλλων κλάδων ασφαλίσεως "έσπρωξαν" για να επιτύχουν τη θέσπιση της ίδιας απαγορεύσεως που ήδη ίσχυε στον κλάδο ασφαλίσεως ζωής, πλήν όμως, ασφαλώς δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι τα επίδικα μέτρα συνδέονται με περιορίζουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά που απαγορεύει το άρθρο 85 της Συνθήκης. Εξάλλου, ο ασφαλιστικός τομέας δεν αποτελεί αυτός καθαυτόν ομοιογενή αγορά συγκεκριμένα, ο κλάδος ασφαλίσεως ζωής παρουσιάζει τόσο ειδικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με τους άλλους κλάδους ασφαλίσεως, ώστε αυτή καθαυτή η ύπαρξη αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς των επιχειρήσεων που δρουν στον κλάδο αυτό να μην αποτελεί απόδειξη ούτε καν ένδειξη των προσανατολισμών και των συμφερόντων των επιχειρήσεων που δρουν στους άλλους κλάδους.

β) Υπόθεση C-245/91

22. Όσο για την υπόθεση Ohra, σπεύδω να είπω, ότι ούτε από τη διάταξη περί παραπομπής ούτε από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Ohra προκύπτει ότι υφίσταται συμφωνία υπό την έννοια που απαιτεί η υπομνησθείσα νομολογία.

Συγκεκριμένα, ήδη εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των ασφαλιστικών εταιριών και μεταξύ των εταιριών αυτών και των μεσιτών, συμφωνίες την ύπαρξη των οποίων υπογράμμισε η Ohra με τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, δεν ασκούν καμία απολύτως επιρροή επί του επιμάχου κρατικού μέτρου (27) ή, εν πάση περιπτώσει, δεν συνδέονται καθόλου με αυτό, δεδομένου ότι ένας κανόνας δεοντολογίας που περιορίζεται να υπενθυμίσει "για κάθε χρήσιμο σκοπό" τις διατάξεις του άρθρου 16 του WABB ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιορίζουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά που απαγορεύει το άρθρο 85.

Επί της ελλείψεως νομιμότητας των κρατικών μέτρων στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται σύνδεσμος με αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφές συμπεριφοράς των επιχειρήσεων

23. Κατόπιν των προεκτεθέντων, καθίσται φανερό ότι το γεγονός ότι τα επίμαχα μέτρα δεν ταυτίζονται με καμία από τις περιπτώσεις που το Δικαστήριο έχει τυποποιήσει και, γενικότερα, δεν έχουν κανένα σύνδεσμο με αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφές συμπεριφοράς των επιχειρήσεων του τομέα δεν είναι, εντούτοις, ικανό να καταστήσει δυνατή την οριστική απάντηση στο πρόβλημα που μας απασχολεί.

Απομένει να εξακριβωθεί αν, πέραν των περιπτώσεων που έχουν επισημανθεί, η επιβαλλόμενη στα κράτη μέλη υποχρέωση να μη θέτουν σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού που απευθύνονται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορεί να παραβιαστεί * και αν ναι, μέχρι ποίου σημείου * ακόμη και από κρατική ρύθμιση που δεν συνδέεται με περιορίζουσες τον ανταγωνισμό μορφές συμπεριφοράς που απαγορεύονται από το κοινοτικό δίκαιο. Ακριβώς αυτό είναι το σημείο που συζητήθηκε ιδιαιτέρως κατά την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, επανάληψη που παρέσχε στον Μeng, στην Οhra και σε όλα τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς αυτό το συγκεκριμένο σημείο.

Στην ουσία, το πρόβλημα συνίσταται προφανώς στο να αποδειχθεί αν κρατική ρύθμιση στερεί το άρθρο 85 της πρακτικής του αποτελεσματικότητας * και επομένως στερείται νομιμότητας * απλώς και μόνον λόγω του ότι παράγει ισοδύναμο αποτέλεσμα με το αποτέλεσμα απαγορευομένης από το άρθρο αυτό συμφωνίας.

24. Σπεύδω να τονίσω ότι, κατόπιν αυστηρής εξετάσεως, η οποία επιβάλλεται εν προκειμένω, η άποψη αυτή αποδεικνύεται στερουμένη νομικής βάσεως.

Η υποχρέωση των κρατών μελών να μην αναιρούν την πρακτική αποτελεσματικότητα των απευθυνομένων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, το οποίο "εξαγγέλλει μια γενική υποχρέωση των κρατών μελών, της οποίας το συγκεκριμένο περιεχόμενο εξαρτάται, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις της Συνθήκης" (28), επομένως δε, εν προκειμένω, από το άρθρο 85. Εντεύθεν η αδυναμία, οσάκις ελλείπει οποιοσδήποτε σύνδεσμος * ακόμη και έμμεσος * με καταλογιστέες στις επιχειρήσεις αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφές συμπεριφοράς, να στηριχθεί στη διάταξη αυτή η έλλειψη νομιμότητας των κρατικών μέτρων που, εντούτοις, έχουν αποτέλεσμα ισοδύναμο με το αποτέλεσμα απαγορευομένης από το άρθρο 85, παράγραφος 1, συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων.

Θεωρώ ότι ούτε το άρθρο 3, στοιχείο στ', στο οποίο μερίδα της θεωρίας αποδίδει θεμελιώδη ρόλο, είναι ικανό να μεταβάλει τα δεδομένα του προβλήματος. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη περιορίζεται στην εξαγγελία ενός στόχου της Κοινότητας ο οποίος "συγκεκριμενοποιείται σε διάφορες διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού" (29). Χωρίς αμφιβολία, δεν είναι τυχαίο ότι το άρθρο 3 ορίζει ότι η επίτευξη του στόχου αυτού θα γίνει "σύμφωνα με τους όρους και τον ρυθμό που προβλέπει η παρούσα Συνθήκη". Τούτο σημαίνει ότι το καθεστώς του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενώ στο άρθρο 3 εξαγγέλλεται ως στόχος, τελικά ρυθμίζεται, και επομένως οριοθετείται, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η Συνθήκη. Διαφορετική αντίληψη ισοδυναμεί με το να θεωρηθούν περιττές οι διατάξεις περί ανταγωνισμού: το άρθρο 3 θα αρκούσε για να ρυθμίσει κάθε σχετική υπόθεση.

Αντιθέτως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, όπως ο εξαγγελλόμενος στο άρθρο 3, στοιχείο α', στόχος πρέπει να επιτευχθεί σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι επόμενες ουσιαστικές διατάξεις (άρθρα 9 έως 12, 30 έως 37 και 95), έτσι και ο στόχος του άρθρου 3, στοιχείο στ', μπορεί να επιτευχθεί μόνο σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι ουσιαστικές διατάξεις που περιέχονται στα άρθρα 85 έως 94, ειδικότερα δε, όσον αφορά τις μορφές συμπεριφοράς των κρατών, στα άρθρα 90 (δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις που διαθέτουν αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα) και 92 και 93 (ρύθμιση περί κρατικών ενισχύσεων).

25. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι ελλείψει ειδικής διατάξεως "δεν μπορεί να γίνει επίκληση της προβλεπομένης από το άρθρο 5 της Συνθήκης γενικής υποχρεώσεως των κρατών μελών" (30) και ότι το άρθρο 3, στοιχείο στ', περιορίζεται στην εξαγγελία μιας/ενός αρχής/στόχου που στη συνέχεια συγκεκριμενοποιείται στα άρθρα 85 έως 94, τα ενδεχομένως περιορίζοντα τον ανταγωνισμό κρατικά μέτρα που απευθύνονται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα μπορούν να επικρίνονται, κατά το μέτρο που θέτουν σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 85, μόνο σε σχέση με την παράβαση των απαγορεύσεων που το ίδιο το άρθρο 85, παράγραφος 1, επιβάλλει στις επιχειρήσεις.

Εξάλλου, όπως επανέλαβε για νιοστή φορά το Δικαστήριο με την απόφαση "χαρτοπολτός" (31), δεν αρκεί να αποδεικνύεται το περιοριστικό του ανταγωνισμού αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, το οποίο ενδέχεται να οφείλεται στην ύπαρξη απλώς παραλλήλων μορφών συμπεριφοράς, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται ότι μια συνεννόηση αποτελεί τη βάση της συμπεριφοράς αυτής. Τούτο επιβεβαιώνει οριστικώς ότι το άρθρο 85 δεν απαγορεύει το απλώς περιοριστικό του ανταγωνισμού αποτέλεσμα, αλλ' αντιθέτως κολάζει τα μέσα που οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν για να επιτύχουν το αποτέλεσμα αυτό, δηλαδή τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές. Επομένως, όσον αφορά τα κρατικά μέτρα, κατά μείζονα λόγο δεν μου φαίνεται επιτρεπτό να επικρίνεται το ενδεχομένως κατά έμμεσο τρόπο περιορίζον τον ανταγωνισμό αποτέλεσμά τους, οσάκις το αποτέλεσμα αυτό ουδόλως συνδέεται με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και, σε τελική ανάλυση, με το άρθρο 85, δηλαδή οσάκις το αποτέλεσμα αυτό ουδόλως αποτελεί άμεση ή έμμεση κάλυψη * πραγματικής και όχι μόνο δυνητικής, το επαναλαμβάνω * συμπεριφοράς των επιχειρήσεων.

Στην αντίθετη περίπτωση, η φερομένη έλλειψη νομιμότητας των κρατικών μέτρων θα πρέπει να εξακολουθήσει να στηρίζεται μόνο στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, στοιχείο στ', και 5, δεύτερο εδάφιο: η πρώτη διάταξη νοείται προφανώς όχι ως στόχος που πρέπει να επιτευχθεί σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η Συνθήκη, αλλά ως θεμελιώδης και αυτοτελής αρχή, με την οποία συνδέονται οι διατάξεις περί ανταγωνισμού βάσει σχέσεως απλής συμπληρωματικότητας. Εξάλλου, η κατασκευή αυτή, ενώ φαίνεται εξαιρετικά απίθανη υπό το πρίσμα συστηματικής ερμηνείας των διατάξεων της Συνθήκης, θα έθετε προφανώς το μη αμελητέο πρόβλημα του αποτελέσματος μιας τέτοιας αρχής επί της νομικής θέσεως των ιδιωτών: ας μη λησμονείται ότι εν προκειμένω ιδιώτης είναι αυτός που επικαλέστηκε ενώπιον εθνικού δικαστηρίου μια υποκειμενική νομική κατάσταση που, κατ' αυτόν, το κοινοτικό δίκαιο έχει δημιουργήσει υπέρ αυτού και που το εθνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει. Όμως, μου φαίνεται ότι πρέπει τουλάχιστον να αποκλειστεί η δυνατότητα προσδόσεως αμέσου αποτέλεσματος στο άρθρο 3, στοιχείο στ', ακόμη και σε συνδυασμό με το άρθρο 5.

26. Άλλωστε, με έρεισμα τη σχετική με το άρθρο 90 νομολογία, ιδίως δε την περιεχομένη στην απόφαση RTT (32) θέση ότι εθνικό μέτρο δεν δύναται νομίμως να θέσει δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση διαθέτουσα αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα σε κατάσταση που, αν αποτελούσε το αποτέλεσμα αυτοτελούς συμπεριφοράς της εν λόγω επιχειρήσεως, θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε μεταξύ άλλων, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι οι θεωρήσεις αυτές πρέπει να ισχύουν και για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις: συγκεκριμένα, τίποτε δεν δικαιολογεί να υπόκεινται αυτές σε διαφορετικό καθεστώς από αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 1, και έχει εφαρμογή επί επιχειρήσεων.

Συνεπώς, το ζήτημα έγκειται στο να αποδειχθεί αν ταυτίζεται το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που προβλέπονται, αφενός, στο άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, και αφετέρου, στο άρθρο 90, παράγραφος 1.

Συναφώς, επισημαίνω ότι αυτή αύτη η ύπαρξη διατάξεως, συγκεκριμένα του άρθρου 90, παράγραφος 1, επιβάλλουσας ρητώς στα κράτη μέλη να μη θεσπίζουν ούτε να διατηρούν, όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που διαθέτουν αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα, μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες ανταγωνισμού, ενώ από το άρθρο 5 μπορεί μόνο να συναχθεί η υποχρέωση να μη τίθεται σε κίνδυνο η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, δικαιολογεί τη διαφορά του καθεστώτος στο οποίο υπόκεινται οι εν λόγω επιχειρήσεις.

Η επιλογή των συντακτών της Συνθήκης * η οποία όντως μπορεί να δικαιολογηθεί λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των μέτρων αποκλειστικότητας (εφόσον δεν επηρεάζουν αυτή ταύτη τη διάρθρωση των αγορών) και των ιδιαιτέρων συμφερόντων που τα κράτη διατηρούν στον δημόσιο τομέα (συνεπώς, υπό την ιδιότητά τους ως επιχειρηματιών) * θα μπορεί να συζητηθεί σε επιστημονικό επίπεδο: ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι η επιλογή αυτή έχει ενσωματωθεί στη Συνθήκη και το ότι, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί επιλογή ανήκουσα τυπικώς στον νομοθέτη και όχι στον δικαστή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο για ένα σύστημα που, όπως το κοινοτικό, στηρίζεται στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατών μελών και Κοινότητας. Συναφώς, σκέπτομαι και το περιεχόμενο των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης, τα οποία προϋποθέτουν προδήλως την ύπαρξη και τη νομιμότητα αντιθέτων προς τους κανόνες ανταγωνισμού κρατικών μέτρων, εφόσον προβλέπουν την ενεργοποίηση μηχανισμών προορισμένων να θεραπεύουν τα αποτελέσματα των μέτρων αυτών, μηχανισμών που εμπλέκουν την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

27. Μετά τη διευκρίνιση αυτή που έγινε σε επίπεδο αρχών, δεν μπορώ να μην υπογραμμίσω ότι, ελλείψει νομικού ερείσματος, η κατά τη διαδικασία προβληθείσα αντίθετη λύση, αν και είναι ελκυστική, παραμένει ακριβώς μια πρόταση που ανάγεται στη σφαίρα της διαλεκτικής.

Εξάλλου, λύση στηριζομένη απλώς και μόνον στο περιοριστικό του ανταγωνισμού αποτέλεσμα μιας εθνικής ρυθμίσεως παρουσιάζει πολυάριθμα μειονεκτήματα, καθόσον θα είναι δυνατόν να ζητείται από το Δικαστήριο να αξιολογεί κάθε εθνικό μέτρο που σχετίζεται με την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων (33), προπαντός λόγω της ανασφαλείας δικαίου που θα προέκυπτε για τους διοικουμένους όσον αφορά το είδος των κρατικών μέτρων που είναι ασυμβίβαστα με τους κανόνες ανταγωνισμού.

Aκόμη και αν ο έλεγχος τέτοιου είδους μέτρων καταστεί μόνον περιθωριακός και περιοριστεί στην εξακρίβωση της εσωτερικής συνοχής του μέτρου, δηλαδή στην εξέταση της αναλογικότητας των χρησιμοποιηθέντων μέσων προς τους επιδιωκομένους στόχους γενικού συμφέροντος, παραμένει ότι αυτή αύτη η δυνατότητα εξακριβώσεως του αν η επιλογή του νομοθέτη δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, ιδίως δε του αν ένα τέτοιο συμφέρον υπερισχύει ή όχι του περιορίζοντος τον ανταγωνισμό αποτελέσματος της οικείας ρυθμίσεως, μπορεί να οδηγήσει σε αυθαίρετες λύσεις, ελλείψει προκαθορισμένων κριτηρίων νομιμότητας.

Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται περί τεχνητής κατασκευής, οι κίνδυνοι δε που ενδέχεται να προκύψουν από αυτή υπογραμμίστηκαν δεόντως από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή κατά τη διαδικασία.

28. Βέβαια, λύση στηριζομένη αποκλειστικώς στην ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της κρατικής ρυθμίσεως και των αντιθέτων προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφών συμπεριφοράς των ιδιωτών μπορεί να εμφανιστεί ως μη ικανοποιητική, καθόσον δεν αποκλείεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ύπαρξη ή όχι συμπράξεως μεταξύ των επιχειρήσεων να καθίσταται καθαρώς τυπικής σημασίας δεδομένο.

Τούτο μπορεί να συμβεί (και σε τελική ανάλυση είναι η μοναδική περίπτωση) όταν κρατικό μέτρο έχει νοθεύσει τον ανταγωνισμό κατά τρόπο που στην ουσία αντιστοιχεί στις υποδείξεις των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών. Συναφώς, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι, αφενός, η επιρροή των ιδιωτών κατά τη διαδικασία καταρτίσεως των κανόνων δικαίου συνιστά μια σταθερά των συγχρόνων εννόμων τάξεων και ότι, αφετέρου, δεν είναι καθόλου ευχερές να εξακριβωθεί αν τα επίμαχα κρατικά μέτρα ανταποκρίνονται όντως (και μέχρι ποίου σημείου) στους προσανατολισμούς των ιδιωτών, οι οποίοι, κατά τα λοιπά, μπορούν κάλλιστα να συμπίπτουν με το δημόσιο συμφέρον που επιδιώκει ο νομοθέτης.

29. Απεναντίας, μπορεί να νοηθούν ορισμένες περιπτώσεις που θα ήταν ορθότερο να αποκλειστεί το ασυμβίβαστο του κρατικού μέτρου παρά την ύπαρξη συνδέσμου με τη συμπεριφορά επιχειρήσεων, υπό την έννοια ότι, όπως υπογράμμισε και η Γαλλική Κυβέρνηση, ο σύνδεσμος αυτός, ενώ είναι αναγκαίος, ωστόσο δεν είναι πάντοτε επαρκής για να συναχθεί το ασυμβίβαστο με το άρθρο 85.

Είναι αλήθεια ότι ο σύνδεσμος με σύμπραξη μεταξύ επιχειρήσεων μπορεί να αποβεί καθαρώς τυπικό στοιχείο. Όμως, το μόνο πράγμα που αυτό σημαίνει είναι ότι, υπό στενή έννοια, μόνον τα μέτρα που οι συντάκτες της Συνθήκης έχουν ειδικά μνημονεύσει στα άρθρα 90 και 92 έως 93, κατ' αποκλεισμόν οποιουδήποτε άλλου μέτρου, πρέπει να θεωρούνται ως ασυμβίβαστα με το κοινοτικό δίκαιο κρατικά μέτρα. Ωστόσο, φρονώ ότι η τάση της νομολογίας να θεωρηθούν ασυμβίβαστα και τα μέτρα που διευκολύνουν, επιβάλλουν ή καθιστούν αναπόφευκτη την παραβίαση των κανόνων που απευθύνονται στις επιχειρήσεις πρέπει να αξιολογείται στις ορθές της διαστάσεις και ότι η έλλειψη αυστηρότητας είναι μόνον φαινομενική, καθόσον καταλήγουμε πάντα στην εφαρμογή του κριτηρίου της συστηματικής ερμηνείας, βάσει του οποίου οι κανόνες ερμηνεύονται οι μεν σε συνάρτηση των δε, αρκεί φυσικά να μην προχωρήσουμε πολύ μακριά και να μη χάσουμε, αναπτύσσοντας βήμα προς βήμα μια νομολογία, την επαφή με το ούτως ή άλλως δεδομένο νομοθετικό κείμενο, το οποίο αποτελεί τη βάση και τον σκοπό της αυστηρότητας που επιβάλλει η ερμηνεία της Συνθήκης.

30. Εν πάση περιπτώσει, δεν μου φαίνεται ότι η προσέγγιση που έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει το απρόσβλητο των μέτρων που μοναδικό σκοπό έχουν να παρακάμψουν τους κανόνες ανταγωνισμού.

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ο καθαρώς υπολειμματικός χαρακτήρας των περιπτώσεων που αποδεικνύεται αναγκαίο να γίνει προσφυγή στα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5 και 85, προκειμένου να αναγνωριστεί η έλλειψη νομιμότητας εθνικής ρυθμίσεως έχουσας τα ίδια αποτελέσματα με απαγορευομένη από το άρθρο 85 συμφωνία. Συγκεκριμένα, η πλειονότητα των "ανταγωνιστικών" οικονομικών ρυθμίσεων επηρεάζει το κοινοτικό καθεστώς της κοινής αγοράς υπό το πρίσμα των άρθρων 30 ή 59, υπό την έννοια ότι κρατικό μέτρο "ικανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών είναι κατά κανόνα ασυμβίβαστο με τα άρθρα 30 και 34" (34).

Πράγματι, όπως έχει εκτεθεί, το Δικαστήριο, όταν εξέτασε κρατικές ρυθμίσεις περί ελέγχου τιμών και τιμολογίων, ρυθμίσεις των οποίων αμφισβητείτο το συμβιβαστό με τους κανόνες ανταγωνισμού, εκτίμησε, αντιθέτως, ότι οι ρυθμίσεις αυτές έπρεπε να αξιολογηθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 30 (35). Συγκεκριμένα, είναι αναμφισβήτητο ότι το άρθρο 30, όπως έχει διευκρινιστεί και από τη θεωρία (36), παρέχει τη δυνατότητα καταλήξεως στο ίδιο αποτέλεσμα σε συμφωνία με τις διατάξεις της Συνθήκης.

Η εφαρμογή του άρθρου 30 ή του άρθρου 59 δεν καθιστά αναγκαία μια τεχνητή κατασκευή, καθότι πρόκειται περί στενώς ερμηνευτέων κανόνων που απευθύνονται στα κράτη μέλη και καθιστούν δυνατό τον έλεγχο του επιμάχου κρατικού μέτρου βάσει σαφών και ακριβών κριτηρίων.

31. Για παράδειγμα, τα μέτρα κατά των οποίων βάλλουν ο Meng και η Ohra θα μπορούσαν κάλλιστα να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο υπό το πρίσμα του άρθρου 59, αρκεί να επληρούντο οι σχετικές προϋποθέσεις, δηλαδή να υφίστατο διασυνοριακό στοιχείο το οποίο, όμως, ελλείπει στις περιπτώσεις που μας απασχολούν. Συγκεκριμένα, δεν αποκλείεται τα επίδικα εθνικά μέτρα να είχαν διαρθώσει κατά τέτοιο τρόπο τη γερμανική και την ολλανδική αγορά, ώστε να καθίστατο δυσχερέστερη η πρόσβαση σε αυτές των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη μεσιτών και ασφαλιστικών εταιριών.

Πράγματι, η επίμαχη στην υπόθεση Ohra ολλανδική ρύθμιση εξετάστηκε από την Επιτροπή, η οποία, όμως, κατέληξε στο ότι πρόκειται περί ρυθμίσεως που δικαιολογείται από λόγους προστασίας του καταναλωτή, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Μάλιστα, η Επιτροπή ανέφερε, συγκεκριμένα κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι από τη δικογραφία προκύπτει σαφώς ότι η υπόθεση Ohra ανάγεται σε καθαρώς εσωτερική κατάσταση, καθότι πρόκειται περί υποθέσεως όπου μια ολλανδική ασφαλιστική εταιρία εξήγγειλε, μέσω διαφημίσεως στον ολλανδικό τύπο, τη χορήγηση ορισμένων οφελών στους Ολλανδούς καταναλωτές που θα συνήπταν ασφαλιστική σύμβαση κατά κινδύνων εντοπιζομένων στο εθνικό έδαφος.

32. Ωστόσο, υπογραμμίστηκε ότι τα κρατικά μέτρα, που δεν εμποδίζουν τις συναλλαγές υπό την έννοια του άρθρου 30 (ή 59) αλλά είναι ικανά να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, παραμένουν οπωσδήποτε εκτός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. Τούτο μπορεί να συμβεί κυρίως όσον αφορά τις ρυθμίσεις περί τιμών και τιμολογίων που περιορίζονται να επιβάλλουν πάγωμα της τιμής λιανικής πωλήσεως, ενώ συγχρόνως, αφήνουν ελεύθερο τον καθορισμό της τιμής εισαγωγής.

Δεδομένου ότι το άρθρο 30 έχει οπωσδήποτε εφαρμογή όταν αποδεικνύεται ότι η τιμή λιανικής πωλήσεως έχει καθοριστεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε να καθίσταται δυσχερέστερη η διάθεση των εισαγομένων προϊόντων από ό,τι η διάθεση των εγχωρίων προϊόντων, θα πρόκειται, κατά συνέπεια, περί καθαρώς εσωτερικών καταστάσεων οι οποίες, ως εκ τούτου, μόνο σε εξαιρετικά ιδιαίτερες περιπτώσεις θα μπορούν να επηρεάσουν αισθητώς το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1.

Λαμβανομένου υπόψη του περιθωριακού χαρακτήρα της περιπτώσεως αυτής, θεωρώ, κατά συνέπεια, υπερβολικές σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα τις εκτεθείσες κατά τη διαδικασία ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες μιας προσεγγίσεως βάσει της οποίας θεωρούνται, κατ' αρχήν, ασυμβίβαστα με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης * εκτός, προφανώς, αν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος * όλα τα κρατικά μέτρα που έχουν αποτελέσματα ανάλογα με αυτά απαγορευομένης από το άρθρο 85 συμφωνίας.

33. Τελικά είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, στοιχείο στ', και 85, παράγραφος 1, δεν παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί το ασυμβίβαστο κρατικού μέτρου στην περίπτωση που δεν υφίσταται οποιοσδήποτε σύνδεσμος με αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού μορφές συμπεριφοράς ιδιωτών, ακόμη και αν το μέτρο αυτό , από μόνο του και αντικειμενικώς, θα παρήγαγε αποτέλεσμα ισοδύναμο με το αποτέλεσμα απαγορευομένης από το άρθρο 85 συμφωνίας.

34. Ενόψει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα ερωτήματα που υπέβαλαν το Kammergericht Berlin και το Arrondissementsrechtbank Arnhem τις εξής απαντήσεις:

α) στην υπόθεση C-2/91

"Tα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση που δεν υφίσταται σύνδεσμος με απαγορευόμενες από το άρθρο 85, παράγραφος 1, μορφές συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, δεν εμποδίζουν την εφαρμογή κρατικής ρυθμίσεως που, όπως η επίμαχη, απαγορεύει στους μεσίτες που δρουν στους κλάδους ασφαλίσεως ασθενείας και νομικής προστασίας να χορηγούν το σύνολο ή μέρος της προμήθειας που τους περιέρχεται"

β) στην υπόθεση C-245/91

"Τα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση που δεν υφίσταται σύνδεσμος με απαγορευόμενες από το άρθρο 85, παράγραφος 1, μορφές συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, δεν εμποδίζουν την εφαρμογή κρατικής ρυθμίσεως που απαγορεύει, στο πλαίσιο ασφαλιστικής συμβάσεως, να συμφωνηθεί, να παρασχεθεί ή να καταστεί αντικείμενο υποσχέσεως προμήθεια, έκπτωση ή οποιοδήποτε άλλο αποτιμητό σε χρήμα όφελος σε άλλα πρόσωπα εκτός αυτού που μεσολάβησε στη συγκεκριμένη ασφάλιση".

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

(1) * Τρία είναι τα μέτρα που ισχύουν συναφώς: η κανονιστική διάταξη της 8ης Μαρτίου 1934, η οποία αφορά τον κλάδο ασφαλίσεως ζωής και η οποία κατάργησε και αντικατέστησε κάποια κανονιστική διάταξη της 10ης Αυγούστου 1923 η κανονιστική διάταξη της 5ης Ιουνίου 1934 περί ασφαλίσεως ασθενείας τέλος η κανονιστική διάταξη της 17ης Αυγούστου 1982, η οποία αφορά όλες τις ασφαλίσεις ζημιών και η οποία, κατά συνέπεια, κατάργησε και αντικατέστησε όλες τις προγενέστερες κανονιστικές διατάξεις που είχαν εκδοθεί για συγκεκριμένους τομείς: ασφάλιση ατυχημάτων και ασφάλιση αστικής ευθύνης (κανονιστική διάταξη της 14ης Μαΐου 1924), ασφάλιση αγαθών (κανονιστική διάταξη της 8ης Μαρτίου 1934) και ασφάλιση νομικής προστασίας (κανονιστική διάταξη της 24ης Ιανουαρίου 1967).

(2) * Βλ., ως την πλέον πρόσφατη, την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C-332/89, Marchandise κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-1027, σκέψη 22).

(3) * Είναι αυτονόητο ότι οι ενδεχόμενες συγκρούσεις μεταξύ του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού αίρονται κατ' εφαρμογήν της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου [βλ. την πασίγνωστη απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68, Wilhelm, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1, καθώς και την απόφαση της 10ης Ιουλίου 1980, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 253/78 και 1 έως 3/79, Giry και Guerlain, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 527, με την οποία το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η παράλληλη εφαρμογή του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να γίνεται δεκτή παρά μόνον στον βαθμό που δεν παραβλάπτει την ομοιόμορφη εφαρμογή, στο σύνολο της κοινής αγοράς, των κοινοτικών κανόνων επί θεμάτων συμφωνιών επιχειρήσεων και την επέλευση των πλήρων αποτελεσμάτων των πράξεων που εκδίδονται κατ' εφαρμογήν των κανόνων αυτών (σκέψη 16)].

(4) * Τόσο ευρύς ορισμός μπορεί, χωρίς αμφιβολία, να περιλάβει κάθε είδος κρατικής ρυθμίσεως: έτσι, στην κατηγορία αυτή θα μπορούν κάλλιστα να ενταχθούν τόσο όλοι οι κανόνες δημοσίου δικαίου που ανεξαρτήτως του αν περιέχονται σε νόμους ρυθμίζουν προς το δημόσιο συμφέρον τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων και προπαντός τα μέτρα περί ρυθμίσεως των αγορών, περιλαμβανομένων των μέτρων περί του καθεστώτος τιμών και τιμολογίων, τα μέτρα περί προστασίας του περιβάλλοντος, τα μέτρα οικονομικής και νομισματικής πολιτικής κ.λπ., όσο και φορολογικές ρυθμίσεις, ρυθμίσεις περί εργασίας, κοινωνικής ασφαλίσεως κ.λπ.

(5) * Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977, 13/77 (Συλλογή τόμος 1977, σ. 653). Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι το Δικαστήριο είχε ήδη αντιμετωπίσει τέτοια προβληματική στην υπόθεση Deutsche Grammophon, προβληματική η οποία επιλύθηκε με την απόφαση της 8ης Ιουνίου 1971, 78/70 (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 839). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο, από το οποίο είχε ζητηθεί να αποφανθεί επί του συμβιβαστού εθνικής ρυθμίσεως περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας με τα άρθρα 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1, περιορίστηκε να πει ότι, στην περίπτωση που η άσκηση του επιμάχου αποκλειστικού δικαιώματος δεν καλύπτεται από τα στοιχεία των συμφωνιών ή των εναρμονισμένων πρακτικών που αναφέρονται σ' αυτή τη διάταξη, η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα θα οδηγούσε στην εξέταση του εάν η άσκηση του εν λόγω προστατευτικού δικαιώματος συμβιβάζεται με άλλες διατάξεις της Συνθήκης, ιδίως τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (σκέψη 7).

(6) * Υπενθυμίζω ότι, στην υπόθεση αυτή, η επιχείρηση ΙΝΝΟ, η οποία προέβαλε το δικαίωμα να μην υπόκειται, κατά τη λιανική πώληση, σε διατίμηση που στην πράξη καθοριζόταν από τους βιομηχάνους και τους εισαγωγείς καπνών, επέμενε στο ότι η εθνική ρύθμιση περί διατιμήσεως μόνον κατά τα φαινόμενα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του φορολογικού συστήματος, ενώ στην πραγματικότητα συνιστούσε εθνική ρύθμιση περί ανταγωνισμού, η οποία παρείχε νομική κάλυψη σε σύμπραξη. Επομένως, η ΙΝΝΟ συμπέρανε ότι συναφώς έπρεπε να θεωρηθεί παράνομο το να μπορεί το κράτος μέλος να αναγκάζει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις να ακολουθούν συμπεριφορά η οποία, ελλείψει του κρατικού μέτρου, θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 85 ή 86 .

(7) * Υπενθυμίζω, συναφώς, την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, van Tiggele, Συλλογή τόμος 1978, σ. 15 (καθεστώς κατωτάτων τιμών) την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1979, 5/79, Buys, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 559 (καθεστώς παγώματος των τιμών) την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1983, 181/82, Roussel, Συλλογή 1983, σ. 3849 (καθεστώς διατιμήσεως) την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 238/82, Duphar, Συλλογή 1984, σ. 523 (καθεστώς αποδόσεως από οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως των δαπανών για φάρμακα).

(8) * Απόφαση της 5ης Απριλίου 1984, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 177 και 178/82 (Συλλογή 1984, σ. 1797). Βλ. την έχουσα ανάλογο περιεχόμενο απόφαση της 2ας Ιουλίου 1987, 188/86, Lefevre [Συλλογή 1987, σ. 2963 (καθεστώς ελέγχου των τιμών λιανικής πωλήσεως βοείου κρέατος)].

(9) * Απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985, 123/83 (Συλλογή 1985, σ. 391).

(10) * Απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1987, 136/86 (Συλλογή 1987, σ. 4789).

(11) * Απόφαση της 30ής Απριλίου 1986, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 έως 213/84, Asjes κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 1425).

(12) * Απόφαση της 11ης Απριλίου 1989, 66/86 (Συλλογή 1989, σ. 803).

(13) * Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1987, 311/85 (Συλλογή 1987, σ. 3801).

(14) * Με τη μεταγενέστερη απόφαση BNIC κατά Aubert της 3ης Δεκεμβρίου 1987 * που αφορούσε περίπτωση εντελώς ανάλογη με αυτή που είχε αποτελέσει την αφορμή της προαναφερθείσας αποφάσεως BNIC κατά Clair * το Δικαστήριο, αφού επανέλαβε ότι η συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων εξακολουθεί να υπόκειται στις απαγορεύσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, διευκρίνισε ότι αυτό καθαυτό το κρατικό μέτρο που επεκτείνει το υποχρεωτικό αποτέλεσμα τέτοιας συμφωνίας σε τρίτους είναι ασυμβίβαστο με τα άρθρα 5 και 85.

(15) * Το Δικαστήριο αποφάνθηκε κατά τον ίδιο τρόπο με την προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Απριλίου 1989, Ahmed Saeed, με την οποία είπε ότι η έγκριση, εκ μέρους των αρμοδίων αρχών, συμφωνιών σχετικών με τους ναύλους αντιθέτων προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο και, ιδίως, με το άρθρο 5 της Συνθήκης. Συνάγεται, επίσης, ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να αποφεύγουν τη λήψη κάθε μέτρου που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενθάρρυνση των αεροπορικών εταιριών να συνάπτουν συμφωνίες περί ναύλων αντίθετες προς τη Συνθήκη (σκέψη 49).

(16) * Υπόθεση 229/83 (Συλλογή 1985, σ. 1).

(17) * Υπόθεση 231/83 (Συλλογή 1985, σ. 305).

(18) * Πανομοιότυπη αντίληψη αποτελεί τη βάση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο, συγκεκριμένα, δεν δέχεται καμία αντίρρηση κατά μέτρων που προβλέπουν ενεργό έλεγχο εκ μέρους του κράτους (βλ. για παράδειγμα την απόφαση Bates κατά State Bar of Arizona, 97 U.S. 2691, 1977), ενώ θεωρεί ως αντισυνταγματικά τα μέτρα που αφήνουν μόνο στους επιχειρηματίες την ευθύνη ρυθμίσεως της αγοράς (βλ., για παράδειγμα, την απόφαση Goldfarb κατά Virginia State Bar, 421 U.S., 1975, η οποία καταδίκασε ρύθμιση που επέτρεπε στο δικηγορικό σώμα να καθορίζει τις κατώτατες δικηγορικές αμοιβές).

(19) * Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1988, 267/86 (Συλλογή 1988, σ. 4769). Η υπόθεση αυτή αφορούσε κρατικό μέτρο περί φορολογικής απαλλαγής των εσόδων από καταθέσεις ταμιευτηρίου, μέτρο που είχε θεσπιστεί σε τομέα όπου υφίσταντο διατραπεζικές συμφωνίες σκοπό έχουσες ακριβώς να περιορίσουν τα έσοδα από καταθέσεις ταμιευτηρίου. Το Δικαστήριο, ωστόσο, εκτίμησε ότι δεν είχε αποδειχτεί ότι η επίμαχη ρύθμιση είχε ως σκοπό να επιβάλει ή να ευνοήσει τη σύναψη νέων συμπράξεων ή τη θέση σε εφαρμογή νέων πρακτικών ούτε ότι αυτή περιορίστηκε να επαναλάβει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τα στοιχεία των συμφωνιών μεταξύ των επιχειρηματιών, υποχρεώνοντας ή παρακινώντας τους να διασφαλίσουν την τήρησή τους (σκέψη 18) επί πλέον, το Δικαστήριο απέκλεισε ότι το γεγονός ότι η πιο πάνω ρύθμιση θεσπίστηκε κατόπιν συνεννοήσεως με τους εκπροσώπους των ενδιαφερομένων ενώσεων ήταν ικανό να αφαιρέσει από αυτή τον κρατικό της χαρακτήρα (σκέψη 19).

(20) * Η ίδια διατύπωση επανελήφθη σε πληθώρα μεταγενεστέρων αποφάσεων όπου από την έρευνα του Δικαστηρίου προέκυψε ότι καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν είχε πληρωθεί και ότι, επομένως, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν μπορούσαν να επικριθούν στο σημείο αυτό (βλ. την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1991, C-339/89, Alsthom Atlantique, Συλλογή 1991, σ. Ι-107, σκέψη 11, καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991, Marchandise, σκέψη 22). Βλ., επί πλέον, την απόφαση της 19ης Μαρτίου 1992, C-60/91, Morais (Συλλογή 1992, σ. Ι-2085, σκέψεις 11 και 12), στην οποία το Δικαστήριο δεν εξέτασε καν αν το επίμαχο μέτρο αντιστοιχούσε σε μια από τις περιπτώσεις που έχουν επισημανθεί, για τον λόγο ότι το μέτρο αυτό δεν μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και, συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να παραγάγει αποτελέσματα συγκρίσιμα με τα αποτελέσματα ασυμβίβαστης με το άρθρο 85, παράγραφος 1, συμφωνίας.

(21) * Συναφώς, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι προαναφερθείσες αποφάσεις Van de Haar και Leclerc-καύσιμα.

(22) * Αναφέρομαι στις αποφάσεις Nouvelles Frontieres , BNIC κατά Aubert, Ahmed Saeed και Vlaamse Reisbureaus, στις οποίες το Δικαστήριο κατέληξε ακριβώς στο ότι τα επίμαχα κρατικά μέτρα στερούνταν νομιμότητας.

(23) * Προτάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1977 αναπτυχθείσες στην υπόθεση 82/77 (Συλλογή τόμος 1978, σ. 23, και ειδικά σ. 29).

(24) * Συγκεκριμένα, τούτο έγινε όχι μόνο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση van Tiggele, αλλά και στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι τις αποφάσεις Leclerc-βιβλία και van Eycke. Ανάλογη πραγματική κατάσταση αποτέλεσε την αφορμή της υποθέσεως ΙΝΝΟ κατά ΑΤΑΒ.

(25) * Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση van Eycke, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κρατικός χαρακτήρας μιας ρυθμίσεως δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση απλώς και μόνον λόγω του ότι η ρύθμιση θεσπίστηκε κατόπιν συνεννοήσεως με τους εκπροσώπους των ενώσεων του οικείου τομέα (σκέψη 19).

(26) * Προαναφερθείσα απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1987.

(27) * Τούτο συμβαίνει προκειμένου περί των συμφωνιών που, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως περί εξαιρέσεων κατά κατηγορία.

(28) * Προαναφερθείσα απόφαση της 8ης Ιουνίου 1971, Deutsche Grammophon, σκέψη 5.

(29) * Βλ., μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα απόφαση ΙΝΝΟ κατά ΑΤΑΒ, σκέψη 29.

(30) * Διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 229/86, Brother (Συλλογή 1987, σ. 3757 και ειδικά σ. 3763).

(31) * Βλ. την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-89, 104, 114, 116, 117 και 125 έως 129/85, Ahlstroem κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. Ι-1307).

(32) * Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1991, C-18/88 (Συλλογή 1991, σ. Ι-5941, σκέψη 20).

(33) * Δεδομένου ότι αυτό τούτο το γεγονός ότι ρυθμίζεται η αγορά συνεπάγεται, εξ ορισμού, περιορισμό του ανταγωνισμού, είναι πράγματι σπάνιο να μην περιορίζουν τον ανταγωνισμό τα σχετικά με την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων κρατικά μέτρα.

(34) * Προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977, ΙΝΝΟ κατά ΑΤΑΒ, σκέψη 34.

(35) * Βλ., για παράδειγμα, τις προαναφερθείσες αποφάσεις van Tiggele, Buys, Roussel και Duphar, καθώς και την απόφαση ΙΝΝΟ και, κατά κάποιο μέτρο, την απόφαση Leclerc-βιβλία.

(36) * Βλ., για παράδειγμα, Ulrich, State intervention and EEC competition Law, World competition, 1990, σ. 79 επ.