61990O0185(01)

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 25ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1992. - WALTER GILL ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-185/90 P - REV.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-00993


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Διαδικασία - Αναθεώρηση αποφάσεως - Προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως - Νέο γεγονός - Αίτηση που αφορά μία εκδοθείσα επί αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία κρίνονται αποκλειστικώς νομικά ζητήματα και αναπέμπεται η υπόθεση στο Πρωτοδικείο - Απαράδεκτο

(Οργανισμός ΕΟΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 41)

Περίληψη


Είναι απαράδεκτη η αίτηση αναθεωρήσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου, με την οποία αυτό έκρινε βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου, για τον λόγο ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το κοινοτικό δίκαιο, και ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας. Πράγματι, με αυτή την απόφαση, το Δικαστήριο αποφαίνεται μόνον επί νομικών ζητημάτων, χωρίς να αποφαίνεται επί των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν από το Πρωτοδικείο. Επομένως, αυτή η απόφαση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναθεωρήσεως βασιζομένης στη φερομένη ύπαρξη νέου γεγονότος.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-185/90 P - Rev.,

Walter Gill, κάτοικος Long Barn, Stoke-by-Clare, Sudbury, Suffolk (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος από τον A. May, δικηγόρο Λουξεμβούργου, τον οποίο διόρισε και αντίκλητο στο Λουξεμβούργο, 31, Grand-rue,

αιτών την αναθεώρηση,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον J. Griesmar, νομικό σύμβουλο, και τον Sean van Raepenbusch, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) στις 4 Οκτωβρίου 1991 στην υπόθεση C-185/90 Ρ, Επιτροπή κατά Gill (Συλλογή 1991, σ. Ι-4779),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, R. Joliet, F. A. Schockweiler, F. Grevisse και P. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος,

G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Diez de Velasco, M. Zuleeg και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: J.-G. Giraud

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με αίτηση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Walter Gill, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 41 του Οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αίτηση αναθεωρήσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 1991, στην υπόθεση C-185/90 Ρ, Επιτροπή κατά Gill (Συλλογή 1991, σ. Ι-4779).

2 Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο, αφού δέχθηκε την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) της 6ης Απριλίου 1990 στην υπόθεση T-43/89, Walter Gill κατά Επιτροπής, ακύρωσε την απόφαση αυτή και ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο.

3 Ο Gill ζητεί από το Δικαστήριο:

"Ι. Κυρίως:

1) να κρίνει την παρούσα αίτηση παραδεκτή ως ασκηθείσα εντός των προβλεπομένων από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου προθεσμιών,

2) να αναθεωρήσει τη σκέψη 26 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1991 με την οποία ερμηνεύθηκε εσφαλμένα η έκθεση της επιτροπής αναπηρίας,

3) να αποφανθεί ότι πρέπει να αναθεωρηθεί η απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991 λόγω του ότι έγιναν γνωστά νέα πραγματικά περιστατικά που απορρέουν από ιατρικά πιστοποιητικά του Δρ. Schneider της 24ης Φεβρουαρίου 1989 και της 1ης Οκτωβρίου 1991,

4) επομένως, να αποφανθεί ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύονται ο αιτιώδης σύνδεσμος, η συνάφεια και η συνέχεια που απαιτούνται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 78 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως και ότι, συνεπώς, δεν υπήρξε παράβαση του κοινοτικού δικαίου,

5) να αποφανθεί, συνεπώς, ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί αβάσιμη ως προς τον δεύτερο λόγο της,

6) να συναγάγει τις έννομες συνέπεις της αναθεωρήσεως αυτής και να μεταρρυθμίσει, κατά συνέπεια, το διατακτικό της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1991,

7) να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί συνεχιζομένης της διαδικασίας

ΙΙ. επικουρικώς:

8) καθόσον χρειάζεται και στον βαθμό που το Δικαστήριο θα ασκήσει την εξουσία παραπομπής δίκης από του ενός εις έτερον Δικαστήριο, όπως αυτή φαίνεται να προβλέπεται από το άρθρο 100, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να συνεχίσει την εξέταση επί της ουσίας της υποθέσεως, ιδίως εν όψει των νέων πραγματικών περιστατικών

ΙΙΙ. λίαν επικουρικώς:

9) και, εάν το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι διαφωτίστηκε επαρκώς, να διατάξει τη συγκρότηση νέας επιτροπής αναπηρίας επιφορτισμένης να αποφανθεί επί του αιτιώδους συνδέσμου που υφίσταται μεταξύ των καθηκόντων που άσκησε ο προσφεύγων στην Επιτροπή και της επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του διαφορετικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας, να καθορίσει, εκδίδοντας Διάταξη, τα πραγματικά περιστατικά που πρέπει να αποδειχθούν και να διατάξει, εκδίδοντας Διάταξη, πραγματογνωμοσύνη περί του εν λόγω αιτιώδους συνδέσμου

εν πάση περιπτώσει:

10) την επιφύλαξη στον προσφεύγοντα παντός άλλου δικαιώματος και ενδίκου μέσου,

11) να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων."

4 Με τις παρατηρήσεις της, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Ιανουαρίου 1992, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

- να απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη

- να καταδικάσει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα.

5 Προς στήριξη της αιτήσεώς του, ο Gill ισχυρίζεται ότι η σκέψη 26 της αποφάσεως του Δικαστηρίου πρέπει να αναθεωρηθεί, για τον λόγο ότι η κρίση του Δικαστηρίου αυτού, κατά την οποία η επιτροπή αναπηρίας δεν είχε δεχθεί την ύπαρξη οποιουδήποτε αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της νόσου του υπαλλήλου και των καθηκόντων του στις Κοινότητες, συνιστούσε πρόδηλη πλάνη περί την ερμηνεία. Συγκεκριμένα, κατά τον Gill, η επιτροπή αναπηρίας ουδέποτε απέκλεισε ρητώς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του υπαλλήλου και της ασκήσεως των καθηκόντων του στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, αλλά εξέφρασε, το πολύ, σχετική αμφιβολία και, σε μια υπόθεση όπως η προκειμένη, η αμφιβολία θα πρέπει να αποβεί υπέρ του υπαλλήλου.

6 Ο Gill συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι η αίτησή του δικαιολογείται, εξάλλου, λόγω της υπάρξεως νέου γεγονότος που προκύπτει από δύο ιατρικά πιστοποιητικά με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1989 και 1η Οκτωβρίου 1991. Συγκεκριμένα, από τα πιστοποιητικά αυτά προκύπτει ότι η κατάσταση της υγείας του Gill σταθεροποιήθηκε και εν συνεχεία βελτιώθηκε ελαφρώς από την εποχή που

έπαυσε να είναι υπάλληλος της Επιτροπής. Συνεπώς, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της νόσου ή της επιδεινώσεώς της και της ασκήσεως των καθηκόντων στην υπηρεσία των Κοινοτήτων αποδείχθηκε και το Πρωτοδικείο δεν είχε, επομένως, παραβεί το κοινοτικό δίκαιο κρίνοντας βάσιμη την προσφυγή του Gill.

7 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση αναθεωρήσεως είναι απαράδεκτη.

8 Υποστηρίζει σχετικά ότι τα αναπτυχθέντα προς στήριξη της αιτήσεως του Gill, με τα οποία επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι το Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την ερμηνεία της εκθέσεως της επιτροπής αναπηρίας, δεν συνδέονται με την επέλευση ενός νέου γεγονότος και δεν μπορούν, επομένως, να θέσουν υπό αμφισβήτηση το κύρος του δεδικασμένου της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

9 Ως προς το επιχείρημα του Gill, κατά το οποίο νέο γεγονός προκύπτει από τα δύο προαναφερθέντα ιατρικά πιστοποιητικά, η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι ο αιτών δεν τήρησε την προθεσμία των προβλεπομένων από το άρθρο 58 του Κανονισμού Διαδικασίας τριών μηνών συγκεκριμένα, ο Gill έλαβε γνώση του πρώτου ιατρικού πιστοποιητικού από τις 24 Φεβρουαρίου 1989, ενώ το δεύτερο πιστοποιητικό απλώς επιβεβαίωσε την ιατρική γνωμάτευση που περιλαμβανόταν στο πρώτο έγγραφο. Αναφέρει, δεύτερον, ότι το φερόμενο ως νέο γεγονός, του οποίου γίνεται επίκληση εν προκειμένω, δεν ήταν ούτε άγνωστο στο Δικαστήριο και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση ούτε ικανό να επηρεάσει αποφασιστικά την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1991. Πράγματι, το γεγονός του οποίου γίνεται επίκληση ήταν γνωστό στον Gill τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 1989 και στο Πρωτοδικείο καθώς και στο Δικαστήριο από τις 14 Φεβρουαρίου 1990, ημερομηνία κατά την οποία το πιστοποιητικό της 24ης Φεβρουαρίου 1989 κατατέθηκε από τον προσφεύγοντα κατά την προφορική διαδικασία

στην υπόθεση Τ-43/89. Εξάλλου, το γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας του Gill βελτιώθηκε ελαφρώς μετά την παύση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση ούτε τον νόμιμο χαρακτήρα της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία ελήφθη σύμφωνα προς τα πορίσματα της επιτροπής αναπηρίας ούτε την εκ μέρους του Δικαστηρίου νομική εκτίμηση του σκεπτικού της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

10 Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Δεκεμβρίου 1991, η Union syndicale-Luxembourg, παρεμβαίνουσα προς στήριξη των αιτημάτων του Gill στην υπόθεση C-185/90 P, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι δεν είχε να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με την αίτηση αναθεωρήσεως.

11 Προκειμένου να εκτιμηθεί το παραδεκτό της παρούσας αιτήσεως, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ,

"η αναθεώρηση της αποφάσεως δύναται να ζητηθεί από το Δικαστήριο εφόσον γίνει γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο και στο διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση, προ της εκδόσεως της αποφάσεως".

12 Από αυτό προκύπτει ότι η αναθεώρηση δεν αποτελεί ένα μέσον εφέσεως, αλλά ένα μέσον εξαιρετικής προσφυγής που καθιστά δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κύρος του δεδικασμένου οριστικής αποφάσεως λόγω των διαπιστώσεων των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο. Η αναθεώρηση προϋποθέτει ανακάλυψη πραγματικών στοιχείων προηγηθέντων της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, αγνώστων μέχρι τότε στο Δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση καθώς και στον αιτούντα την αναθεώρηση διάδικο και τα οποία, αν το Δικαστήριο είχε μπορέσει να τα λάβει υπόψη, θα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην εξεύρεση διαφορετικής λύσεως από αυτήν που δόθηκε στη διαφορά.

13 Εν προκειμένω, όμως, ο αιτών ζητεί την αναθεώρηση αποφάσεως με την οποία το Δικαστήριο, αφού έκρινε βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου, ακύρωσε την απόφαση αυτή για τον λόγο ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο δεν έκρινε στη συνέχεια το ίδιο οριστικώς τη διαφορά, αλλά ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας.

14 Επομένως, με την εν λόγω απόφαση που εκδόθηκε επί της αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε μόνο επί νομικών ζητημάτων, χωρίς να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν από το Πρωτοδικείο.

15 Λόγω της αναπομπής της υποθέσεως στο Πρωτοδικείο, η διαφορά, εξάλλου, εκκρεμεί, στο σύνολό της, ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, οπότε ο αιτών διάδικος, ο οποίος επικαλείται την ύπαρξη νέου γεγονότος, έχει τη δυνατότητα να το επικαλεστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

16 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αναφερθείσα απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991, με την οποία το Δικαστήριο δεν όφειλε να αποφανθεί επί των πραγματικών ζητημάτων, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναθεωρήσεως βασιζομένης στη φερομένη ύπαρξη νέου γεγονότος.

17 Συνεπώς, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι διατυπωθείσες από την Επιτροπή αντιρρήσεις ως προς την παρούσα αίτηση, πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη η αίτηση αναθεωρήσεως της προαναφερθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1991.

18 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Πάντως, κατά το άρθρο 70 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων, τα 'Οργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

διατάσσει:

1) Απορρίπτει την αίτηση αναθεωρήσεως ως απαράδεκτη.

2) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Λουξεμβούργο, 25 Φεβρουαρίου 1992.