ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C-373/90 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικό και διαδικασία

Α — Νομικό πλαίσιο της υποθέσεως

α) Κοινοτικό δίκαιο

1.

Η οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση ( ΕΕ 1984, L 250, σ. 17 ), καθορίζει, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της, τα ελάχιστα και αντικειμενικά κριτήρια, με βάση τα οποία είναι δυνατό να προσδιοριστεί ότι μια διαφήμιση είναι παραπλανητική.

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, δίνει τον ακόλουθο ορισμό αυτού που συνιστά « παραπλανητική διαφήμιση »:

« Κάθε διαφήμιση που με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσιάσεως της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέρχεται και που, εξαιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική συμπεριφορά τους ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει ανταγωνιστή. »

Το άρθρο 3 απαριθμεί ορισμένα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του αν μια διαφήμιση είναι παραπλανητική.

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, ορίζει ότι:

« Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για τον έλεγχο της παραπλανητικής διαφημίσεως προς το συμφέρον τόσο των καταναλωτών όσο και των ανταγωνιστών και γενικότερα του κοινού. »

Κατά το άρθρο 6 της οδηγίας,

« τα κράτη μέλη παρέχουν στα δικαστήρια ή στα διοικητικά όργανα τις κατάλληλες αρμοδιότητες που τους επιτρέπουν, κατά τη διάρκεια αστικής ή διοικητικής διαδικασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4:

α)

να απαιτούν να προσκομίζει ο διαφημιζόμενος αποδείξεις για την αντικειμενική ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που περιέχονται στη διαφήμιση, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση για την προστασία των νομίμων συμφερόντων του διαφημιζομένου και των λοιπών μερών που συμμετέχουν στη διαδικασία

και

β)

να θεωρούν ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στη διαφήμιση, εφόσον οι αποδείξεις που ζητούνται σύμφωνα με το στοιχείο α δεν προσκομιστούν ή δεν αρκούν για να πειστεί το δικαστήριο ή το διοικητικό όργανο ».

Τέλος, το άρθρο 7 ορίζει ότι η οδηγία δεν απαγορεύει τη διατήρηση ή θέσπιση εκ μέρους των κρατών μελών των διατάξεων που διασφαλίζουν ευρύτερη προστασία του καταναλωτικού κοινού.

β) Εθνικό δίκαιο

2.

Το άρθρο 44 του γαλλικού νόμου 73-1193, της 27ης Δεκεμβρίου 1973, περί των κατευθυντηρίων γραμμών για το εμπόριο και τη βιοτεχνία, γνωστού ως νόμου « Royer », συνιστά το μέτρο που η Γαλλική Κυβέρνηση κοινοποίησε ως διάταξη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της ανωτέρω οδηγίας. Το άρθρο έχει ως εξής:

« Ι. Απαγορεύεται οποιαδήποτε διαφήμιση περιέχουσα υπό οποιαδήποτε μορφή ψευδείς προτάσεις, ενδείξεις ή παρουσιάσεις, ικανές να παραπλανήσουν, όταν αφορούν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: υπόσταση, φύση, σύνθεση, βασικές ιδιότητες, περιεκτικότητα σε χρήσιμα στοιχεία, είδος, καταγωγή, ποσότητα, τρόπο και ημερομηνία κατασκευής, ιδιότητες, τιμή και όρους πωλήσεως των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της διαφημίσεως, προϋποθέσεις χρήσεως τους, αποτελέσματα που μπορούν να αναμένονται από τη χρήση τους, λόγους ή διαδικασίες της πωλήσεως ή της παροχής υπηρεσιών, περιεχόμενο των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει ο διαφημιζόμενος, ταυτότητα, ιδιότητες ή ικανότητες του κατασκευαστή, των μεταπωλητών, των επιχειρηματιών ή των παρεχόντων υπηρεσίες ».

Η ψευδής ή παραπλανητική διαφήμιση συνεπάγεται για τον διαφημιζόμενο τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1 του νόμου της 1ης Αυγούστου 1905 περί καταστολής της απάτης κυρώσεις, ήτοι ποινή φυλακίσεως τριών μηνών έως δύο ετών και/ή επιβολή προστίμου 500 έως 250000 γαλλικών φράγκων (FF) (άρθρο 44-11, ένατο εδάφιο, του νόμου 73-1193). Το πρόστιμο μπορεί να φθάσει έως το 50 ο/ο των εξόδων που δαπανήθηκαν για τη διαφήμιση που στοιχειοθετεί έγκλημα αν ο προϋπολογισμός για διαφημιστικούς σκοπούς υπερβαίνει τα 500000 FF ( άρθρο 44-ΙΙ, δέκατο εδάφιο ).

Β — Ιστορικό

3.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1990, ο Jean-Pierre Richard, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας SA Richard-Nissan, υπέβαλε στον προϊστάμενο ανακριτή του tribunal de grande instance του Bergerac, κατ' εφαρμογή του άρθρου 44 του προαναφερθέντος νόμου 73-1193, της 27ης Δεκεμβρίου 1973, μήνυση κατά Χ, ασκώντας παράλληλα πολιτική αγωγή, λόγω ψευδούς και αθέμιτης διαφημίσεως.

Η εταιρία Richard-Nissan διαθέτει συμβατικώς το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής στο γαλλικό έδαφος των οχημάτων της μάρκας Nissan. Τα οχήματα αυτά διανέμονται μέσω δικτύου αντιπροσώπων.

Η ανωτέρω μήνυση στρέφεται κατά των υπευθύνων σταθμού αυτοκινήτων του Bergerac, λόγω δημοσιεύσεως στον τύπο της διαφημίσεως « αγοράστε το καινουργές όχημά σας φθηνότερα » με « εγγύηση ενός έτους από τον κατασκευαστή ».

Η εν λόγω διαφήμιση αφορά εισαγόμενα από το Βέλγιο, ταξινομημένα αποκλειστικά για τις ανάγκες της εισαγωγής, χωρίς να έχουν τεθεί ποτέ σε κυκλοφορία, και πωλούμενα στη Γαλλία οχήματα σε τιμές κατώτερες εκείνων στις οποίες πωλούνται από τους τοπικούς αντιπροσώπους, λόγω του μικρότερου εξοπλισμού του βελγικού βασικού τύπου έναντι του πωλουμένου στη Γαλλία τύπου.

Γ — Προδικαστικό ερώτημα

4.

Υπό τις περιστάσεις αυτές ο ανακριτής στο tribunal de grande instance του Bergerac υπέβαλε, με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 1990, στο Δικαστήριο το ερώτημα « αν η εν λόγω πρακτική πωλήσεως συνάδει προς τις ισχύουσες ευρωπαϊκές διατάξεις ».

Δ — Η ενώπιον τον Δικαστηρίου διαδικασία

5.

Το εν λόγω έγγραφο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 1990.

Κατά το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 2 Απριλίου 1991 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τους Xavier Lewis και Μαρία Κοντού-Durande, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

6.

Η Επιτροπή βεβαιώνει καταρχάς ότι η προαναφερθείσα οδηγία 84/450 έχει διττό σκοπό: αφενός, να χαράξει το κοινοτικό πλαίσιο προστασίας του καταναλωτικού κοινού κατά της παραπλανητικής διαφημίσεως, αφετέρου, να αποφεύγεται ώστε τα κράτη μέλη, εφαρμόζοντας αποκλίνουσες επί του θέματος νομοθεσίες, να μπορούν να παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Εξάλλου, κατά την άποψη της Επιτροπής, με τις προτάσεις του στην υπόθεση της 6ης Νοεμβρίου 1984, 177/83, Kohl (Συλλογή 1984, σ. 3651 ), ο γενικός εισαγγελέας Carl Otto Lenz αναγνώρισε τον διττό αυτό σκοπό.

Επίσης, σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία ( βλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135), ο Γάλλος δικαστής οφείλει να ερμηνεύσει και εφαρμόσει τον προαναφερθέντα νόμο 73-1193, της 27ης Δεκεμβρίου 1973, υπό το φως των δύο αυτών στόχων της οδηγίας 84/450.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται να μην πρόκειται για διασυνοριακή διαφημιστική εκστρατεία, η μήνυση που υποβλήθηκε αφορά οχήματα που διασχίζουν τα σύνορα δύο κρατών μελών. Η διαφήμιση του σταθμού αυτοκινήτων του Bergerac είναι το επιστέγασμα ενός εμπορικού κυκλώματος που τυγχάνει δεδομένης προστασίας από το κοινοτικό δίκαιο. Υπό την έννοια αυτή, η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να εφιστάται η προσοχή ως προς τον κίνδυνο που συνεπάγεται η εφαρμογή του εθνικού δικαίου που μεταφέρει την οδηγία 84/450 κατά τρόπο παραβιάζοντα τους δεδηλωμένους στόχους της, ήτοι την προστασία του καταναλωτικού κοινού και την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η διαφήμιση του σταθμού αυτοκινήτων περιέχει τρία στοιχεία που ο εθνικός δικαστής οφείλει να αναλύσει σύμφωνα με τα απαριθμούμενα στην οδηγία 84/450 ερμηνευτικά κριτήρια. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την επίδικη διαφήμιση, πρόκειται για:

1)

φθηνότερα αυτοκίνητα·

2)

καινουργή αυτοκίνητα·

3)

αυτοκίνητα καλυπτόμενα από την εγγύηση του κατασκευαστή.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αποφανθεί αν οι τρεις αυτοί ισχυρισμοί είναι ψευδείς, κατά το άρθρο 44 του προαναφερθέντος νόμου 73-1193, ερμη-νευόμενο υπό το φως του κειμένου και των στόχων της οδηγίας 84/450.

Όσον αφορά, πρώτον, το χαμηλότερο κόστος του αυτοκινήτου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, στοιχείο α, της οδηγίας, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πωλουμένου αυτοκινήτου αποτελούν στοιχεία ληπτέα υπόψη όταν πρόκειται να εκτιμηθεί αν ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής κατά την έννοια του προαναφερθέντος γαλλικού νόμου ή παραπλανητικός κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας. Επομένως, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αποφανθεί in concreto αν ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής ή παραπλανητικός βάσει των τύπων των προσφερομένων προς πώληση αυτοκινήτων, των εξαρτημάτων τους, της τιμής κόστους των εν λόγω εξαρτημάτων καθώς και των γνώσεων, των επιθυμιών και των πεποιθήσεων της κατηγορίας εκείνης των καταναλωτών στους οποίους απευθύνεται η διαφήμιση.

Όσον αφορά, δεύτερον, το καινουργές του αυτοκινήτου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το άρθρο 44 του προαναφερθέντος νόμου 73-1193 απαγορεύει οποιαδήποτε διαφήμιση που περιέχει ψευδείς ισχυρισμούς ιδίως ως προς τις « βασικές ιδιότητες » του προς πώληση προσφερομένου αντικειμένου. Κατά την Επιτροπή, το τμήμα εκδικάσεως ποινικών υποθέσεων του γαλλικού ανωτάτου ακυρωτικού έκρινε με απόφαση της 18ης Απριλίου 1989 (αριθ. 87-82. 313. P. F.) ότι το καινουργές ενός αυτοκινήτου αποτελεί μια από τις βασικές ιδιότητες κατά την έννοια του γαλλικού νόμου της 1ης Αυγούστου 1905 περί καταστολής της απάτης. Η Επιτροπή προσθέτει ότι το ανώτατο ακυρωτικό διευκρίνισε ότι « για να χαρακτηριστεί ως καινουργές ένα όχημα πρέπει όχι μόνο να μην έχει τεθεί σε κυκλοφορία αλλά και να μην έχει ακόμα ταξινομηθεί ». Μολονότι ο κανόνας αυτός εξαγγέλλεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, το ανωτέρω δικαστήριο υπογραμμίζει στην επόμενη σκέψη της αποφάσεως ότι οι πελάτες δεν είχαν ενημερωθεί για την ταξινόμηση.

Αντίθετα, πάντοτε κατά την Επιτροπή, πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 3, στοιχείο α, της οδηγίας 84/450 δεν αναφέρεται στη « βασική ιδιότητα » του διαφημιζομένου αντικειμένου. Πάντως, η παράλειψη αυτή δεν έχει αποφασιστική σημασία, δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις απαριθμούν κατά τρόπο μη περιοριστικό τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί αν η διαφήμιση είναι παραπλανητική.

Κατά την Επιτροπή, το κοινοτικό δίκαιο δεν διαθέτει de lege lata ορισμό της εννοίας του « καινουργούς αυτοκινήτου ». Το άρθρο 32 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση ( ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49 ), αναφέρεται στα μεταχειρισμένα αντικείμενα, χωρίς, πάντως, να τα ορίζει. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στις 3 Φεβρουαρίου 1988 διατύπωσε πρόταση οδηγίας προς το Συμβούλιο συμπληρώνοντας το σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας και τροποποιώντας τα άρθρα 28 και 32 της οδηγίας 77/388 με τη θέσπιση ειδικού καθεστώτος ισχύοντος για τα μεταχειρισμένα αντικείμενα, τα αντικείμενα τέχνης, αρχαιολογικής αξίας και τα προορισμένα για συλλογές αντικείμενα. Τα « μεταχειρισμένα αντικείμενα » ορίζονται εν συντομία για τις ανάγκες της ανωτέρω προτάσεως ως « τα χρησιμοποιημένα κινητά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτούσια ή μετά από επιδιόρθωση, συμπεριλαμβανομένων όλων των μεταφορικών μέσων ».

Η Επιτροπή εμμένει στο ότι, ελλείψει σαφούς ορισμού στο κοινοτικό δίκαιο του καινουργούς αυτοκινήτου, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αποφανθεί αν συντρέχει παραπλάνηση ως προς ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προσφερομένου προς πώληση αυτοκινήτου και αν η παραπλάνηση αυτή ως προς το εν λόγω χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική συμπεριφορά του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 84/450.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του, να λαμβάνει υπόψη τον διπλό στόχο της εν λόγω οδηγίας: προστασία του καταναλωτή και προστασία της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, όπως συνάγεται από τη δικογραφία, ο Michel Boussat, ιδιοκτήτης και διαχειριστής του σταθμού αυτοκινήτων Lilian-Boussat, ο οποίος είναι και το διαφημιζόμενο πρόσωπο στην κύρια υπόθεση, διευκρίνισε ότι τα αυτοκίνητα προέρχονται από το Βέλγιο όπου ταξινομήθηκαν για τις ανάγκες της εισαγωγής τους στη Γαλλία και ότι ουδέποτε κυκλοφόρησαν δημοσία.

Στο πλαίσιο αυτό,πάντοτε κατά την Επιτροπή, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, πέραν του ελέγχου της αληθείας της εν λόγω δηλώσεως, να διακριβώσει αν το γεγονός ότι το αυτοκίνητο ουδέποτε τέθηκε σε κυκλοφορία και ότι ταξινομήθηκε για τις ανάγκες της εισαγωγής συνιστούν στοιχεία ως προς τα οποία υπήρξε παραπλάνηση του καταναλωτή. Το ζήτημα της χρησιμοποιήσεως του αυτοκινήτου αποτελεί προφανώς ζήτημα απτόμενο αμιγώς των πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, το ζήτημα της ταξινομήσεως του αυτοκινήτου στο Βέλγιο πριν από την παράδοση του στον τελικό καταναλωτή στη Γαλλία ενδέχεται να εγείρει ορισμένες δυσχέρειες.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να διερευνήσει αν οι αγοραστές των εν λόγω αυτοκινήτων γνωρίζουν το γεγονός της ταξινομήσεως στο Βέλγιο και αν η ταξινόμηση έλαβε χώρα όχι εξ ονόματος τους, αλλά εξ ονόματος ενός ιδιοκτήτη σταθμού αυτοκινήτων ή ενός μεσάζοντα. Αν αγνοούν το γεγονός αυτό, τότε ο δικαστής οφείλει να προβεί σε νομικό χαρακτηρισμό της ταξινομήσεως ως ληπτέου υπόψη στοιχείου κατά το άρθρο 3, στοιχείο α, της οδηγίας 84/450, προκειμένου να αποφανθεί αν η διαφήμιση είναι παραπλανητική ή όχι.

Κατά την Επιτροπή, ενδεικτικώς, θα αντέκειτο προς την οδηγία ο χαρακτηρισμός ως παραπλανητικού του ότι το αυτοκίνητο είναι καινουργές λόγω του ότι ταξινομήθηκε πριν από την παράδοση στον αγοραστή για τον σκοπό αποκλειστικά και μόνο της πράξεως εισαγωγής, επειδή η ταξινόμηση είναι υποχρεωτική για τη διενέργεια της πράξεως αυτής.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ναι μεν αληθεύει ότι το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ευρύτερη προστασία των καταναλωτών από την προβλεπομένη στην οδηγία, πάντως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι ο νομικός χαρακτηρισμός ενός καινουργούς αυτοκινήτου ως αυτοκινήτου που ουδέποτε ταξινομήθηκε συνιστά μέτρο προστασίας των καταναλωτών. Διαχωρίζοντας οποιοδήποτε άλλο στοιχείο αναγόμενο στα πραγματικά περιστατικά, η εφαρμογή του προαναφερθέντος γαλλικού κανόνα θα είχε ως συνέπεια την απαγόρευση της διαφημίσεως ως καινουργούς, κατά συνέπεια δε ως ελκυστικού, του αυτοκινήτου που ταξινομήθηκε αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς της εισαγωγής του. Ωσαύτως, ο γενικός αυτός και αφηρημένος κανόνας δεν μπορεί να δικαιολογείται ως αναγκαίος για την ικανοποίηση επιτακτικών απαιτήσεων αναγομένων στην προστασία του καταναλωτή κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1979 στην υπόθεση 120/78, Rewe-Zentral, γνωστή ως «Cassis de Dijon», Rec. 1979, σ. 649 της 26ης Ιουνίου 1980 στην υπόθεση 788/79, Gilli και Andres, Rec. 1980, σ. 2071, και της 7ης Μαρτίου 1990 στην υπόθεση C-362/88, GBINNOBM, Συλλογή 1990, σ. Ι-667 ).

Κατά την Επιτροπή, ο δικαστής της παραπομπής πρέπει να εξακριβώσει αν η ταξινόμηση στο Βέλγιο είναι αναγκαία για τη διενέργεια πράξεως εισαγωγής εκ μέρους ενός σταθμού αυτοκινήτων, όπως είναι ο διαφημιζόμενος εν προκειμένω. Αν από νομική άποψη η εισαγωγή εκ μέρους του ανωτέρω σταθμού αυτοκινήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ταξινόμηση του αυτοκινήτου εξ ονόματος τρίτου πλην του τελικού αγοραστή, ο δικαστής θα έπρεπε να εξακριβώσει αν από διοικητικής απόψεως το γεγονός αυτό καθιστά την πράξη απλούστερη και αποδοτικότερη.

Η Επιτροπή φρονεί ότι αρκεί να παρατηρηθεί συναφώς ότι ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/003, σ. 3 ), δεν απαιτεί με τα άρθρα 39 επ. την ταξινόμηση για την υπαγωγή αυτοκινήτου στις ευεργετικές διατάξεις της διαδικασίας εσωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως, αλλ' απλώς την αποκαλουμένη « Τ 2 » δήλωση.

Κατά την Επιτροπή, το γεγονός απλώς και μόνο ότι ένα αυτοκίνητο είναι καινουργές, εισαγόμενο από άλλο κράτος μέλος και ήδη ταξινομημένο για τις ανάγκες της εισαγωγής του, παρεμποδίζει τον παράλληλο εισαγωγέα να αναφερθεί στην ιδιότητα αυτή του αυτοκινήτου όταν το διαφημίζει, ισοδυναμεί κατ' ουσίαν με στέρηση του εν λόγω εισαγωγέα από τη δυνατότητα να καθιερώσει και να αναπτύξει το είδος αυτό εμπορίου. Προς τον σκοπό αυτό, ο ιδιοκτήτης σταθμού αυτοκινήτων πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιεί τη διαφήμιση. Για να είναι δε αυτή ελκυστική, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβάλει το γεγονός ότι το όχημα είναι καινουργές.

Η Επιτροπή εμμένει στο ότι το κοινοτικό δίκαιο παρέχει δεδομένη προστασία στην « παράλληλη » πώληση αυτοκινήτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέδωσε στις 12 Δεκεμβρίου 1984 τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 123/85, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων ( ΕΕ 1985, L 15, σ. 16). Βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει το ευεργέτημα της εφαρμογής του, « αν ο κατασκευαστής ή μια επιχείρηση του δικτύου διανομής εμποδίζει τελικούς καταναλωτές (...) κατά τρόπο διαρκή ή συστηματικό (... ) να αποκτήσουν στο εσωτερικό της κοινής αγοράς προϊόντα της συμφωνίας ή αντίστοιχα προϊόντα ή να επιτύχουν την εξυπηρέτηση μετά την πώληση αυτών των προϊόντων ».

Σε ανακοίνωση σχετικά με τον προαναφερθέντα κανονισμό (ΕΕ 1985, C 17, σ. 4), η Επιτροπή παρέσχε ορισμένα παραδείγματα καταχρηστικών παρεμποδίσεων: η άρνηση των κατασκευαστών ή των εισαγωγέων να συνεργάζονται για την ταξινόμηση των οχημάτων που εισήγαγαν από άλλα κράτη μέλη οι Ευρωπαίοι τελικοί χρήστες οι ασυνήθιστα μεγάλες προθεσμίες παραδόσεως.

Έτσι, προσθέτει η Επιτροπή, αν ο δικαστής εκτιμά ότι στην προκειμένη περίπτωση η εφαρμογή του γενικού και αφηρημένου κανόνα ότι το καινουργές αυτοκίνητο είναι αυτοκίνητο που δεν ταξινομήθηκε ποτέ οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η σχετική διαφήμιση είναι παραπλανητική και, συνακόλουθα, πρέπει να απαγορεύεται, γεγονός που οδηγεί στην άμεση ή έμμεση παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, οφείλει να μην εφαρμόζει τον εθνικό κανόνα. Εξυπακούεται ότι αυτό δεν συμβαίνει όταν ελλείπει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο επιτρέπον στον δικαστή να συμπεράνει ότι πρόκειται για παραπλανητική διαφήμιση κατά τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 84/450.

Όσον αφορά, τρίτον και τελευταίον, το αν το πωληθέν αυτοκίνητο καλύπτεται από εγγύηση του κατασκευαστή, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το εισαγόμενο αυτοκίνητο πρέπει να καλύπτεται από την εγγύηση που παρέχει ο κατασκευαστής στη χώρα εισαγωγής. Η διάρκεια της εγγυήσεως εξαρτάται από τις ισχύουσες στη χώρα εισαγωγής διατάξεις. Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον προαναφερθέντα κανονισμό 123/85 περιλαμβάνει, μεταξύ των περιπτώσεων καταχρηστικής παρεμποδίσεως, την άρνηση των διανομέων να εκτελέσουν τις εργασίες που συνεπάγεται η εγγύηση επί των οχημάτων που δεν επώλησαν και εισήχθησαν από άλλα κράτη μέλη.

Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

« 1)

Ο εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται διαφοράς απτομένης της εφαρμογής της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση, οφείλει να εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο υπό το φως του κειμένου και των σκοπών της εν λόγω οδηγίας προκειμένου να προστατεύει τον καταναλωτή από την παραπλανητική διαφήμιση.

2)

Τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 84/450 έχουν την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να διερευνά, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, αν η επίδικη διαφήμιση μπορεί αντικειμενικά να παραπλανήσει την κατηγορία εκείνη των καταναλωτών προς την οποία απευθύνεται η διαφήμιση, καθώς και να επηρεάσει τη συμπεριφορά τους και να ζημιώσει άλλον ανταγωνιστή.

3)

Τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 84/450 έχουν επίσης την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να μην εφαρμόζει εθνικό κανόνα, γενικό και αφηρημένο, ο οποίος οδηγεί στην αδυναμία διαφημίσεως καινουργούς αυτοκινήτου, οσάκις τούτο έχει ταξινομηθεί αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες εισαγωγής του, ενώ δεν συντρέχει οποιοδήποτε άλλο παραπλανητικό στοιχείο κατά την έννοια της οδηγίας, εφόσον τούτο θίγει αμέσως ή εμμέσως την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. »

III — Προφορική διαδικασία

7.

Ο Jean-Pierre Richard, πολιτικώς ενάγων στην κυρία υπόθεση, ο οποίος δεν υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις, ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας ότι, όσον αφορά, πρώτον, το χαμηλότερο κόστος του αυτοκινήτου, χωρεί σύγκριση των τιμών μόνο όταν τα προϊόντα είναι συγκρίσιμα, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, τα οχήματα που αγοράζονται στη Γαλλία για τους Γάλλους καταναλωτές και εισάγονται από την εταιρία Richard-Nissan είναι οχήματα πλήρως εξοπλισμένα, ήτοι διαθέτουν όλα τα προαιρετικά εξαρτήματα, ενώ τα εισαγόμενα από τον σταθμό αυτοκινήτων του Bergerac και τους άλλους παραλλήλους εισαγωγείς οχήματα στερούνται των εν λόγω εξαρτημάτων. Συνεπώς, κατά την άποψη του Richard, διαφήμιση όπως η επίδικη, η οποία αναφέρεται στη χαμηλότερη τιμή του αυτοκινήτου, είναι ψευδής υπό την έννοια ότι οι καταναλωτές δίδουν πίστη, όταν απευθύνονται σε παράλληλο εισαγωγέα, ότι αγόρασαν το αυτοκίνητο με τους αυτούς όρους που θα ίσχυαν αν το αγόραζαν από αντιπρόσωπο.

Ως προς το καινουργές, δεύτερον, του αυτοκινήτου, ο Richard, αναφερόμενος στην προαναφερθείσα νομολογία του γαλλικού ανωτάτου ακυρωτικού, ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι τα εν λόγω οχήματα δεν ήταν καινουργή, επειδή στη Γαλλία το εισαγόμενο από παράλληλο εισαγωγέα όχημα δεν ταξινομείται όπως το καινουργές και, συνακόλουθα, όταν μεταπωλείται, από διοικητικής απόψεως, δεν πρόκειται για « πρώτο » αλλά για « δεύτερο χέρι ».

Όσον αφορά, τρίτον και τέταρτον, την εγγύηση του κατασκευαστή, ο Richard διευκρίνισε κατά τη συζήτηση ακροατηρίου ότι οι παράλληλοι εισαγωγείς οδηγούν τον ενδεχόμενο αγοραστή να πιστεύσει ότι η εγγύηση παρέχεται από τους ιδίους, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι εκείνοι που επιδιορθώνουν τα οχήματα όταν ανακύπτουν δυσχέρειες. Σε παρόμοια περίπτωση, οι αγοραστές οφείλουν να απευθυνθούν στο δίκτυο των επισήμων αντιπροσώπων. Ο Richard προσέθεσε ότι σε περίπτωση που οι παράλληλοι εισαγωγείς επιληφθούν της επιδιορθώσεως ενός αυτοκινήτου χωρίς να είναι αντιπρόσωποι, τότε ο πελάτης δεν καλύπτεται από την εγγύηση.

G. C. Rodríguez Iglesias

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλλική.


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 1992 ( *1 )

Στην υπόθεση C-373/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του ανακριτή του tribunal de grande instance του Bergerac (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο ανακρίσεως που ενεργείται κατά

Χ,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση ( ΕΕ 1984, L 250, σ. 17 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, F. Grévisse, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Xavier Lewis και Μαρία Κοντού-Durande, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις που ανέπτυξαν ο Jean-Pierre Richard, πολιτικώς ενάγων στην κυρία υπόθεση, εκπροσωπούμενος από τον J. Μ. Reynaud, δικηγόρο Βερσαλλιών, και η Επιτροπή, κατά τη συνεδρίαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 1990, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Δεκεμβρίου 1990, ο ανακριτής στο tribunal de grande instance του Bergerac υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση ( ΕΕ 1984, L 250, σ. 17 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο μηνύσεως που υπέβαλε κατά Χ, ασκώντας παράλληλα και πολιτική αγωγή, ο Jean-Pierre Richard, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας Richard-Nissan, η οποία έχει συμβατικώς το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής στο γαλλικό έδαφος οχημάτων της μάρκας Nissan. Η μήνυση αυτή, στηριζομένη στο άρθρο 44 του γαλλικού νόμου 73-1193, της 27ης Δεκεμβρίου 1973, περί των κατευθυντηρίων γραμμών για το εμπόριο και τη βιοτεχνία, γνωστού ως νόμου « Royer », στρέφεται κατά πράξεων παραπλανητικής και αθέμιτης διαφημίσεως.

3

Η επίδικη διάταξη του γαλλικού νόμου συνιστά, σύμφωνα με την κοινοποίηση της Γαλλικής Κυβερνήσεως προς την Επιτροπή, το νομοθετικό μέτρο εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη.

4

Η μήνυση αυτή στρέφεται κατά των υπευθύνων του σταθμού αυτοκινήτων του Bergerac που δημοσίευσαν στον τύπο το διαφημιστικό μήνυμα « αγοράστε το καινουργές όχημά σας φθηνότερα » με « εγγύηση ενός έτους από τον κατασκευαστή ». Εξάλλου, όπως προκύπτει από το έγγραφο της παραπομπής, η εν λόγω διαφήμιση αφορά αυτοκίνητα εισαγόμενα από το Βέλγιο και ταξινομημένα μόνο για τις ανάγκες της εισαγωγής, χωρίς να έχουν κυκλοφορήσει ποτέ, πωλούμενα δε στη Γαλλία σε τιμές κατώτερες εκείνων στις οποίες πωλούνται από τους τοπικούς αντιπροσώπους, λόγω του μικρότερου εξοπλισμού του βελγικού βασικού τύπου έναντι του πωλουμένου στη Γαλλία τύπου.

5

Ενόψει των στοιχείων αυτών, ο ανακριτής στο tribunal de grande instance του Bergerac, ο οποίος επελήφθη της υποθέσεως, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί του ερωτήματος « αν η εν λόγω πρακτική πωλήσεως συνάδει προς τις ισχύουσες ευρωπαϊκές διατάξεις ».

6

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7

Πρέπει να υπομνηστεί καταρχάς ότι, σύμφωνα με ήδη παγιωμένη νομολογία του Δικαστηρίου, η απορρέουσα από οδηγία υποχρέωση των κρατών μελών να επιτύχουν το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, καθώς και το καθήκον που έχουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, να λάβουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής αφορά όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αρχών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, οπότε, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να το ερμηνεύσει υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο από αυτή αποτέλεσμα, συμμορφούμενο έτσι με το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ( αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984 στην υπόθεση 14/83, Von Colson και Kamann, Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 26, και της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8 ).

8

Κατόπιν αυτού, το υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά το αν η προαναφερθείσα οδηγία 84/450 του Συμβουλίου απαγορεύει ή επιτρέπει διαφήμιση όπως αυτή της κυρίας υποθέσεως.

9

Η ανωτέρω οδηγία, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 100 της Συνθήκης, αποσκοπεί, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της, στη βελτίωση της προστασίας του καταναλωτικού κοινού καθώς και στον τερματισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών που οφείλονται στις διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών σε θέματα παραπλανητικής διαφημίσεως. Για τους σκοπούς αυτούς, η οδηγία καθορίζει τα ελάχιστα και αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί η παραπλανητική διαφήμιση.

10

Κατά το άρθρο 2, αριθ. 2, της οδηγίας, ως « παραπλανητική διαφήμιση » νοείται:

« Κάθε διαφήμιση που με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσιάσεως της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέρχεται και που, εξαιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική συμπεριφορά τους ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει ανταγωνιστή. »

11

Ενόψει των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας διαφημίσεως όπως αυτή της κυρίας υποθέσεως, η ερμηνεία της προαναφερθείσας διατάξεως απαιτεί εξέταση διαδοχικώς των τριών στοιχείων που απαρτίζουν τη διαφήμιση, ήτοι ότι τα αυτοκίνητα για τα οποία πρόκειται είναι καινουργή, φθηνότερα και έχουν την εγγύηση του κατασκευαστή.

12

Προτού χωρήσει η εξέταση τους, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα εν λόγω στοιχεία που απαρτίζουν τη διαφήμιση έχουν μεγάλη πρακτική σημασία για τη δραστηριότητα των παραλλήλων εισαγωγέων αυτοκινήτων και ότι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 5 και 6 των προτάσεων του, οι παράλληλες εισαγωγές τυγχάνουν ορισμένης προστασίας στο κοινοτικό δίκαιο επειδή ευνοούν την ανάπτυξη των συναλλαγών και ενισχύουν τον ανταγωνισμό.

13

Όσον αφορά, πρώτον, το καινουργές των εν λόγω αυτοκινήτων, διαπιστώνεται ότι η διαφήμιση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραπλανητική κατά το προαναφερθέν άρθρο 2, για τον λόγο απλώς και μόνον ότι ταξινομήθηκαν πριν από την εισαγωγή τους.

14

Πράγματι, εκείνο που οδηγεί στην απώλεια της ιδιότητας ενός αυτοκινήτου ως καινουργούς οχήματος είναι η θέση του σε κυκλοφορία και όχι η ταξινόμηση του. Επιπλέον, όπως τόνισε η Επιτροπή, προηγουμένη της εισαγωγής ταξινόμηση διευκολύνει σημαντικά τις πράξεις παραλλήλων εισαγωγών.

15

Πάντως, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει, ενόψει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, αν, λαμβάνοντας υπόψη τους καταναλωτές προς τους οποίους απευθύνεται, η διαφήμιση αυτή ενδέχεται να έχει παραπλανητικό χαρακτήρα στον βαθμό που, αφενός μεν, αποσκοπεί στο να αποκρύψει ότι τα διακηρυσσόμενα ως καινουργή οχήματα έχουν ταξινομηθεί πριν από την εισαγωγή, αφετέρου δε, το γεγονός αυτό θα ήταν ικανό να αποτρέψει σημαντικό αριθμό καταναλωτών από την απόφαση τους να προβούν στην αγορά.

16

Όσον αφορά, δεύτερον, τη χαμηλότερη τιμή των αυτοκινήτων, στοιχείο της διαφημίσεως, η διαφήμιση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραπλανητική μόνο στην περίπτωση που θα αποδεικνυόταν ότι η απόφαση προς αγορά εκ μέρους σημαντικού αριθμού καταναλωτών στους οποίους απευθύνεται η διαφήμιση λαμβάνεται εν αγνοία του ότι η μειωμένη τιμή των οχημάτων συνδυάζεται με μικρότερο εξοπλισμό έναντι των πωλουμένων από τον παράλληλο εισαγωγέα αυτοκινήτων.

17

Ως προς την παρεχομένη από τον κατασκευαστή εγγύηση, τρίτον και τελευταίον, πρέπει να τονιστεί ότι η σχετική μνεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραπλανητική διαφήμιση εφόσον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

18

Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1985 στην υπόθεση 31/85, ETA/DK Investment (Συλλογή 1985, σ. 3933, σκέψη 14), το Δικαστήριο έκρινε ότι, στα πλαίσια συστήματος εγγυήσεως όπου ο προμηθευτής αγαθών επιφυλάσσει την εγγύηση μόνο για τους πελάτες του αποκλειστικού αντιπροσώπου του, θέτει τον τελευταίο και τους μεταπωλητές του σε προνομιούχο θέση έναντι των παραλλήλων εισαγωγέων και διανομέων και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρείται ότι έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

19

Επομένως, στο προδικαστικό ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι η οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει να εμφανίζονται μέσω διαφημίσεως οχήματα ως καινουργή, φθηνότερα και καλυπτόμενα από την εγγύηση του κατασκευαστή, οσάκις τα οχήματα αυτά ταξινομούνται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες της εισαγωγής, ουδέποτε τέθηκαν σε κυκλοφορία και πωλούνται σε κράτος μέλος σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή πωλήσεως εκ μέρους των αντιπροσώπων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος, λόγω του ότι φέρουν μικρότερο εξοπλισμό.

Επί των δικαστικών εξόδων

20

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κυρίας υποθέσεως τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε ο ανακριτής στο tribunal de grande instance του Bergerac, με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 1990, αποφαίνεται:

 

Η οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει να εμφανίζονται μέσω διαφημίσεως οχήματα ως καινουργή, φθηνότερα και καλυπτόμενα από την εγγύηση του κατασκευαστή, οσάκις τα οχήματα αυτά ταξινομούνται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες της εισαγωγής, ουδέποτε τέθηκαν σε κυκλοφορία και πωλούνται σε κράτος μέλος σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή πωλήσεως εκ μέρους των αντιπροσώπων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος, λόγω του ότι φέρουν μικρότερο εξοπλισμό.

 

Slynn

Grévisse

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιανουαρίου 1992.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος τμήματος

Gordon Slynn

προεδρεύων του πέμπτου τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.