ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C-354/90 ( *1 )

I — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Τον Ιούλιο του 1984, κατά τη διάρκεια έρευνας που διενεργήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας κατά το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ όσον αφορά ενέργειες και παρεμβάσεις του Fonds δ'ιντερωεντιον et δ'οργανισατιον des marchés des produits de la pêche maritime et des cultures marines (στο εξής: FIOM ) στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας, η Επιτροπή κάλεσε τις γαλλικές αρχές να της γνωστοποιήσουν τους λεπτομερείς κανόνες εισπράξεως της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως που είχε θεσπιστεί, μεταξύ άλλων υπέρ του FIOM, με το διάταγμα 75-22 της 13ης Ιανουαρίου 1975, το οποίο διέκρινε κυρίως τη φορολόγηση των εκφορτωνομένων προϊόντων και των εισαγομένων προϊόντων. Οι γαλλικές αρχές, αφού απέστειλαν την απάντηση τους στην Επιτροπή, την πληροφόρησαν, τον Δεκέμβριο του 1984, ότι κατάρτιζαν νέο διάταγμα με το οποίο θεσπίζονταν οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις υπέρ του FIOM. Οι γαλλικές αρχές διευκρίνισαν, ειδικότερα, ότι οι συντελεστές της φορολογήσεως που είχαν επιλεγεί για τα εισαγόμενα ή τα εκφορτωνόμενα στη Γαλλία προϊόντα από αλλοδαπά αλιευτικά σκάφη θα ήταν χαμηλότεροι από αυτούς που ίσχυαν για τη γαλλική παραγωγή. Το νέο αυτό διάταγμα δημοσιεύθηκε στο Journal officiel de la République française της 12ης Ιανουαρίου 1985 (διάταγμα 84-1297 της 31ης Δεκεμβρίου 1984).

Κατόπιν των αμφιβολιών που διατύπωσε η Επιτροπή ως προς το αν η φορολογική αυτή επιβάρυνση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, η Γαλλική Κυβέρνηση παρέσχε νέες διευκρινίσεις και κοινοποίησε τα κείμενα των διαταγμάτων, καθώς και το κείμενο της διυπουργικής αποφάσεως της 15ης Απριλίου 1985 περί καθορισμού του συντελεστή των οιονεί φορολογικών επιβαρύνσεων (η οποία δημοσιεύθηκε στο Journal officiel de la République française της 20ής Απριλίου 1985). Κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου του 1985, η Επιτροπή έλαβε τελική — αρνητική — απόφαση, με την οποία περατώθηκε η διαδικασία που είχε κινηθεί το 1982 όσον αφορά τις χρηματικές ενισχύσεις που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς που έχει υποβληθεί στο αιτούν δικαστήριο.

2.

Στις 21 Ιουνίου 1985, οι Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon άσκησαν ενώπιον του Conseil d'État της Γαλλικής Δημοκρατίας προσφυγές με αίτημα την ακύρωση της διυπουργικής αποφάσεως της 15ης Απριλίου 1985, για την εφαρμογή του διατάγματος αριθ. 84-1297, της 31ης Δεκεμβρίου 1984, περί θεσπίσεως των οιονεί φορολογικών επιβαρύνσεων. Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι ανωτέρω προβάλλουν, μεταξύ άλλων, παράβαση της τελευταίας φράσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΟΚ.

3.

Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης,

« Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 92, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύνατι να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση. »

4.

Θεωρώντας ότι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης, το Conseil d'État της Γαλλικής Δημοκρατίας αποφάσισε στις 26 Οκτωβρίου 1990, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφανθεί επί του

« αν η τελευταία φράση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης της 25ης Μαρτίου 1957 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στις αρχές των κρατών μελών υποχρέωση της οποίας η μη εκπλήρωση θίγει το κύρος των πράξεων με τις οποίες εκτελούνται μέτρα ενισχύσεων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη μεταγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής που αναγνωρίζει ότι τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά ».

5.

Η απόφαση του Conseil d'État πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 1990.

6.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν:

η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας διά του οικείου Υπουργείου Εξωτερικών, εκπροσωπουμένου από τους Jean-Pierre Puissochet και Géraud de Bergues, αντιστοίχως πληρεξούσιο και αναπληρωτή πληρεξούσιο της κυβερνήσεως,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Antonino Abate, κύριο νομικό σύμβουλο, και Michel Nolin, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας.

7.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

8.

Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης δεν επηρεάζει το κύρος των πράξεων που εκδίδονται προς εφαρμογή των σχεδιαζόμενων μέτρων.

9.

Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η Γαλλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1964, υπόθεση 6/64, Costa κατά Enel, Rec. 1964, σ. 1141· της 19ης Ιουνίου 1973, υπόθεση 77/72, Capolongo, Rec. 1973, σ. 611· της 11ης Δεκεμβρίου 1973, υπόθεση 120/73, Lorenz, Rec. 1973, σ. 1471· της 22ας Μαρτίου 1977, υπόθεση 78/76, Steinike και Weinling, Rec. 1977, σ. 595· και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, υπόθεση C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-307), από την οποία συνάγει το συμπέρασμα ότι η τελευταία φράση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης έχει απευθείας εφαρμογή, ενώ οι λοιπές διατάξεις των άρθρων 92, 93 και 94 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν δημιουργούν δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών, εκτός εάν εκδοθεί απόφαση της Επιτροπής (ή, κατά περίπτωση, πράξη του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 94). Ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορεί να ζητηθεί η εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία κρίνεται ότι ένα συγκεκριμένο μέτρο συμβιβάζεται ή δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, από την ανωτέρω νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μεριμνούν, μέχρις ότου αποφανθεί η Επιτροπή, για την τήρηση της απαγορεύσεως που θεσπίζει η τελευταία φράση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Από τη στιγμή που η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση, τα δικαστήρια δεν μπορούν παρά να εφαρμόζουν την απόφαση αυτή.

10.

Παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, υπόθεση 173/73, Επιτροπή κατά Ιταλίας Rec. 1974, σ. 709), η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν φαίνεται να υποχρεώθηκε ποτέ η Επιτροπή να θεωρήσει μια ενίσχυση ως ασυμβίβαστη προς τη Συνθήκη με μόνη αιτιολογία ότι δεν είχε τηρηθεί το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Εξάλλου, η πρακτική την οποία ακολουθεί η Επιτροπή επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Ομοίως, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να ζητήσει την επιστροφή του μέρους της ενισχύσεως που έχει ήδη καταβληθεί κατά παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, έστω και αν το επίμαχο καθεστώς αποδειχθεί τελικά ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983, υπόθεση 52/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1983, σ. 3707 ).

11.

Η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρει ότι το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Επιτροπή κατά Γαλλίας, δεν έκανε δεκτή την άποψη της Επιτροπής ότι οι μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις είναι αφ' εαυτές παράνομες. Από την απόφαση αυτή συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει στην κατ' ουσία εξέταση του συμβιβαστού των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά, έστω και αν το οικείο κράτος δεν έχει τηρήσει την απαγόρευση που θεσπίζει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει μια ενίσχυση ως ασυμβίβαση προς τη Συνθήκη με μόνη αιτιολογία την παράβαση της τελευταίας αυτής διατάξεως. Το Δικαστήριο αναγνώρισε στην Επιτροπή το δικαίωμα να διατάσσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αναστείλει την καταβολή της επίμαχης ενισχύσεως εν αναμονή του αποτελέσματος της εξετάσεως της ενισχύσεως. Αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει απ' ευθείας στο Δικαστήριο και να ζητήσει να αναγνωριστεί η παράβαση της Συνθήκης, συνεχίζοντας παράλληλα την επί της ουσίας εξέταση του συμβιβαστού της ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, από αυτή τη διευκρίνιση του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να ακυρώσουν μια απόφαση κράτους μέλους για χορήγηση ενισχύσεως με μόνη αιτιολογία την παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 93. Πράγματι, αν συντρέχει τέτοια περίπτωση παραβάσεως, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να συνεχίσει την επί της ουσίας εξέταση της ενισχύσεως και να καταλήξει, ενδεχομένως, στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Όμως, όπως ανέφερε ο κυβερνητικός επίτροπος Fouquet ενώπιον του Conseil d'État της Γαλλίας, « δεν γίνεται κατανοητό γιατί ένα εθνικό δικαστήριο θα επέβαλλε σε κράτος μέλος, στην περίπτωση ενισχύσεων που έχουν κριθεί σύμφωνες με την κοινή αγορά, έναν κανόνα νομιμότητας τον οποίο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρνήθηκε να εφαρμόσει έναντι του κράτους αυτού παρά το σχετικό αίτημα της Επιτροπής ».

12.

Καταλήγοντας, η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που του υπέβαλε το Conseil d'État της Γαλλίας ότι το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση της οποίας η παράβαση, αυτή καθαυτή, να επηρεάζει το κύρος των εθνικών αποφάσεων με τις οποίες θεσπίζονται οι ενισχύσεις.

13.

Κατά την Επιτροπή, στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο προσήκει απάντηση η οποία να διαφυλάσσει και να ενισχύει την άμεση εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης. Αν δεν υπήρχε η άμεση αυτή εφαρμογή και οι επακόλουθες συνέπειες για τις διοικητικές αρχές, τα εθνικά δικαστήρια και τους ιδιώτες, η Επιτροπή δεν θα είχε καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις παράνομες πρακτικές τις οποίες συχνά εφαρμόζουν ορισμένα κράτη μέλη. Η απαγόρευση που θεσπίζει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, και η ανεπιφύλακτη υποχρέωση που απορρέει από την απαγόρευση αυτή για τα κράτη μέλη δικαιολογούνται από την όλη δομή του άρθρου 92 και, ειδικότερα, από την αποκλειστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζει το άρθρο αυτό στην Επιτροπή. Στην παράγραφο 1, το εν λόγω άρθρο διατυπώνει την αρχή της γενικής απαγορεύσεως των ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις μπορούν να κριθούν ως μη εμπίπτουσες στην απαγόρευση αυτή μόνο κατόπιν ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής και εφόσον είναι σύμφωνες με τις παρεκκλίσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 92 της Συνθήκης. Ελλείψει ρητής αδείας της Επιτροπής, οι ενισχύσεις απαγορεύονται. Η απαγόρευση του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης αντικατοπτρίζει απλώς την απαγόρευση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, στην οποία προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο και πρακτική αποτελεσματικότητα. Ο δεσμευτικός, απόλυτος και ανεπιφύλακτος χαρακτήρας της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου, η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την παραμικρή έστω εξαίρεση, και από τη λειτουργία που επιτελεί η απαγόρευση αυτή για την επίτευξη των σκοπών των άρθρων 92, και 93 της Συνθήκης. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η Επιτροπή παραθέτει χωρία των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα στην προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Γαλλία.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στα πλαίσια του κοινοτικού θεσμικού δικαίου περί ενισχύσεων, διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα. Οι εθνικές πράξεις εκτελέσεως μέτρων ενισχύσεων οι οποίες δεν έχουν εκ των προτέρων επιτραπεί από την Επιτροπή στερούνται νομίμου ερείσματος, λόγω της ελλείψεως αρμοδιότητας της αρχής που τις εξέδωσε. Από τον συνδυασμό των άρθρων 92, παράγραφος 2, και 93,παράγραφος 3, της Συνθήκης επιβεβαιώνεται η άποψη ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν αρμοδιότητα να χορηγούν ενισχύσεις αφιστάμενα του κοινοτικού θεσμικού πλαισίου. Από αυτό έπεται ότι κατά την εκτίμηση του συμβιβαστού μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά, υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, τουλάχι- στον για το χρονικό διάστημα πριν από την έκδοση τυχόν αποφάσεως περί συμβιβαστού της ενισχύσεως, δεν μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη τυχόν παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση. Η παράβαση της απαγορεύσεως αυτής συνεπάγεται, αναγκαστικά, το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως, χωρίς να είναι δυνατή η εκ των υστέρων απάλειψη αυτού του ελαττώματος ούτε από την Επιτροπή ούτε από το Δικαστήριο, διότι η έννοια της κοινής αγοράς έχει γενική εφαρμογή και καλύπτει όλες τις διατάξεις της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου. Μια ενίσχυση δεν μπορεί να συμβιβάζεται με την κοινή αγορά στο μέτρο που αντιβαίνει σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης εκτός του άρθρου 92. Η τήρηση του άρθρου 93, παράγραφος 3, είναι εξίσου επιβεβλημένη όπως και η τήρηση των άλλων διατάξεων της Συνθήκης που έχουν απ' ευθείας εφαρμογή. Και τούτο λαμβανομένων υπόψη της οικονομίας και των σκοπών του άρθρου 93 και, ειδικότερα, της χρησιμότητας της παραγράφου 3, τελευταία φράση, για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινής αγοράς (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike, και της 9ης Οκτωβρίου 1984, Heineken ).

14.

Για να εξαλειφθούν οι περιπτώσεις παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, εκ μέρους των κρατών μελών, ο εν λόγω κανόνας πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένης υπόψη της πρακτικής αποτελεσματικότητας του. Η ασφάλεια του δικαίου και η ομοιόμορφη εφαρμογή της Συνθήκης πρέπει να εξασφαλίζονται, μεταξύ άλλων, με την πρόβλεψη της δυνατότητας προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία καλούνται να ερμηνεύσουν την έννοια της ενισχύσεως προκειμένου να καθορίσουν κατά πόσον ένα μέτρο που έχει θεσπίσει το κράτος κατά παράβαση της διαδικασίας προηγουμένου ελέγχου του άρθρου 93, παράγραφος 3, έπρεπε να υποβληθεί στον έλεγχο αυτό (προαναφερθείσα απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike).

Η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ιδιαίτερα ότι, κατά τη γνώμη της, η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων πρέπει να διαφυλαχθεί, και μάλιστα να ενισχυθεί. Τα δικαστήρια αυτά αντιπροσωπεύουν μια από τις ασφαλέστερες εκφάνσεις της αρχής της επικουρικότητας και αποτελούν το δεύτερο στήριγμα του συστήματος ελέγχου των ενισχύσεων. Εξάλλου, τα δικαστήρια αυτά θα βρίσκονταν σε αδυναμία να εξασφαλίσουν την επιστροφή των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων αν δεν μπορούσαν να βασίσουν την εκτίμηση τους στην εκ μέρους των κρατών μελών παράβαση μιας απόλυτης και ανεπιφύλακτης υποχρεώσεως, ήτοι στην παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση. Οι επιχειρήσεις που υφίστανται ζημία λόγω της παραβάσεως, εκ μέρους κράτους μέλους, της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, θα έπρεπε να απολαύουν των πληρέστερων δυνατών εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν αναρμόστως σε ανταγωνιστική επιχείρηση καθώς και ενδεχομένης αποζημιώσεως.

Από την πλευρά της, η Επιτροπή θα έπρεπε να μπορεί, και αυτή, να διαπιστώνει το παράνομο μιας ενισχύσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση. Η Επιτροπή θα μπορούσε, έτσι, να κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, προκειμένου, π.χ., να αντιμετωπίσει την παράνομη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων, δηλαδή ενισχύσεων στις οποίες δεν φαίνεται να έχουν εφαρμογή τα κατεπείγοντα μέτρα που διαπίστωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Γαλλία κατά Επιτροπής, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αφορά ουσιαστικά τα καθεστώτα ενισχύσεων.

15.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει, στη συνέχεια, ότι το άμεσο αποτέλεσμα αποτελεί αναφαίρετο, εγγενές στοιχείο, αρχήθεν υπάρχουσα ιδιότητα, που χαρακτηρίζει ορισμένες νομικές διατάξεις σε σχέση προς άλλες διατάξεις. Η νομολογία του Δικαστηρίου αποκαλύπτει τη δυνατότητα απ' ευθείας εφαρμογής, η οποία αποτελεί, από της γενέσεως του κανόνα, αναπό-σποαστο στοιχείο του.

Η σχετική με το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης νομολογία απορρέει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1964, Costa κατά Enel, της 19ης Ιουνίου 1973, Capolongo, της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, από τις αποφάσεις στην υπόθεση 121/73, Markmann (Rec. 1973, σ. 1511), και στην υπόθεση 141/73, Lohrey ( Rec. 1973, σ. 1527 ), και από την προαναφερθείσα απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike. 'Εναντι του επιτακτικού και μη ανατρεψίμου αμέσου αποτελέσματος, η Επιτροπή δεν διαθέτει αρμοδιότητα προς τροποποίηση του περιεχομένου του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Έτσι, η απόφαση την οποία έλαβε η Επιτροπή στις 9 Οκτωβρίου 1985 βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεν μπορεί ποτέ να θίξει την έκταση εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, και, ακόμα λιγότερο, να περιορίσει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα εθνικά δικαστήρια.

16.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, τέλος, ότι, εφόσον αποδειχθεί η ύπαρξη ανεπιφύλακτης υποχρεώσεως τηρήσεως της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, καθώς και ότι η διάταξη αυτή παράγει άμεσο αποτέλεσμα, τυχόν απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιτρέπονται παρανόμως εκτελεσθείσες ενισχύσεις δεν μπορεί να μεταβάλει τη νομική κατάσταση που θεσπίζει η Συνθήκη και δεν μπορεί να επηρεάσει την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Η απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ και δεν μπορεί ποτέ να τακτοποιήσει εκ των υστέρων τη διαπιστωθείσα παράβαση. Συνεπώς, στο μέτρο που το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει το παράνομο των ενισχύσεων και να διατάξει την επιστροφή τους, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να υποχρεωθεί να συμμορφωθεί προς την απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου.

Η Επιτροπή αναφέρει ότι έχει συναίσθηση του ενδεχομένου ακυρώσεως, εκ μέρους των αρμό-δίων δικαστηρίων, του μέτρου κρατικής ενισχύσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Συνεπώς, μπορεί η Επιτροπή να επιτρέψει μια ενίσχυση, ή μάλλον τη διατήρηση μιας ενισχύσεως, η οποία συμβιβάζεται κατ' ουσία με την κοινή αγορά, καίτοι είναι παράνομη λόγω παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, το δε παράνομο αυτό δεν μπορεί να αρθεί. Πρόκειται για μια προσέγγιση του θέματος η οποία όμως δεν έχει νόμιμο έρεισμα. Η προσέγγιση αυτή αποβλέπει στην αντιμετώπιση των διοικητικών αναγκών της Επιτροπής και εμπνέεται, ειδικότερα, από την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας. Σκοπός της είναι η αποφυγή δύο επαλλήλων διαδικασιών για την επίτευξη του ιδίου αποτελέσματος. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει αρνητική τελική απόφαση για παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, οφείλει να κινήσει διαδικασία αναζητήσεως της παράνομης ενισχύσεως και, ενδεχομένως αν το επιθυμεί, να κοινοποιήσει συγχρόνως στην Επιτροπή σχέδιο ενισχύσεως όμοιας με εκείνη που δεν επιτράπηκε. Ενόψει του νέου αυτού σχεδίου, το οποίο αφορά ενίσχυση συμβιβαζόμενη κατ' ουσία με την κοινή αγορά, η Επιτροπή θα υποχρεούται να επιτρέψει την ενίσχυση σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα, π.χ. εντός διμήνου. Η ήδη κινηθείσα διαδικασία αναζητήσεως της ενισχύσεως θα καταστεί τότε άνευ αντικειμένου, διότι η επιχείρηση την οποία αφορά θα μπορεί να κρατήσει την ( παράνομη ) ενίσχυση διά συμψηφισμού της με την ενίσχυση που συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και επιτράπηκε στη συνέχεια από την Επιτροπή;

17.

Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο ερώτημα του Conseil ď État της Γαλλίας:

« 1)

Η απαγόρευση που θεσπίζει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης ΕΟΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη ανεπιφύλακτη υποχρέωση, η παράβαση της οποίας επηρεάζει το κύρος των πράξεων που εκδίδονται προς εκτέλεση των μέτρων ενισχύσεως.

2)

Οι διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν άμεσο αποτέλεσμα και δημιουργούν, υπέρ των διοικούμενων, δικαιώματα τα οποία οφείλουν να διαφυλάσσουν τα εθνικά δικαστήρια.

3)

Μια θετική τελική απόφαση της Επιτροπής, ληφθείσα κατά το άρθρο 93, παράγραφοι 2 ή 3, της Συνθήκης ΕΟΚ δεν μπορεί να έχει αναδρομικά αποτελέσματα και, συνεπώς, δεν μπορεί να εξαλείψει τα ελαττώματα που επηρεάζουν το κύρος των πράξεων που εκδίδονται προς εκτέλεση μέτρων ενισχύσεως. »

G. F. Mancini

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 21ης Νοεμβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-354/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Conseil d'État της Γαλλίας προς το Δικαστήριο, κατ εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires, Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon

και

Γαλλικού Δημοσίου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse και Ρ. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, J. C Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jean-Pierre Puissochet, διευθυντή νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Géraud de Bergues, κύριο βοηθό γραμματέα του ιδίου υπουργείου, ως αναπληρωτή πληρεξούσιο,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Antonino Abate, κύριο νομικό σύμβουλο, και Michel Nolin, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από τον Richard Plender, QC, και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1990, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Νοεμβρίου 1990, το Conseil d'Etat της Γαλλίας υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης ΕΟΚ.

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο δύο προσφυγών που άσκησαν αντιστοίχως η Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και το Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon. Οι προσφυγές αυτές, με τις οποιές ζητείται η ακύρωση της διυπουργικής αποφάσεως της 15ης Απριλίου 1985 (η οποία δημοσιεύθηκε στο Journal officiel de la République française της 20ής Απριλίου 1985) για την εφαρμογή του διατάγματος 84-1297, της 31ης Δεκεμβρίου 1984, περί θεσπίσεως οιονεί φορολογικών επιβαρύνσεων υπέρ της κεντρικής επιτροπής θαλάσσιας αλιείας, των τοπικών επιτροπών θαλάσσιας αλιείας και του γαλλικού ινστιτούτου έρευνας για την εκμετάλλευση της θάλασσας (το οποίο δημοσιεύθηκε στο Journal officiel de la République française της 12ης Ιανουαρίου 1985 ).

3

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το 1982η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενημέρωσε τις γαλλικές αρχές σχετικά με την πρόθεση της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης όσον αφορά τις ενέργειες και παρεμβάσεις του Fonds d'intervention et d'organisation des marchés des produits de la pêche maritime et des cultures marines (στο εξής: FIOM) στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας. Μετά από μια πρώτη εξέταση των στοιχείων που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 27 Ιουλίου 1984, να κινήσει την εν λόγω διαδικασία και ζήτησε με έγγραφο οχλήσεως από τη Γαλλική Κυβέρνηση να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες περί εισπράξεως της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως η οποία είχε θεσπιστεί κυρίως υπέρ του FIOM. Οι γαλλικές αρχές απέστειλαν, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1984, την απάντηση τους στην Επιτροπή και την πληροφόρησαν ότι κατάρτιζαν νέο διάταγμα περί θεσπίσεως οιονεί φορολογικών επιβαρύνσεων υπέρ του FIOM. Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1984. Η διυπουργική απόφαση με την οποία καθορίστηκε ο συντελεστής των επιβαρύνσεων αυτών εκδόθηκε στις 15 Απριλίου 1985. Η Επιτροπή, με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 1985, ανακοίνωσε την απόφαση της να κλείσει τη διαδικασία που είχε κινήσει το 1984, συνεχίζοντας την μόνο για ορισμένες πλευρές των δραστηριοτήτων του FIOM, οι οποίες δεν αποτελούν το αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

4

Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης αμφισβήτησαν το κύρος της διυπουργικής αποφάσεως της 15ης Απριλίου 1985, επικαλούμενοι παράβαση, εκ μέρους των γαλλικών αρχών, ιδίως των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης.

5

Το Conseil δ'Ετατ της Γαλλίας, κρίνοντας ότι η ερμηνεία της διατάξεως αυτής ήταν απαραίτητη προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα

« αν η τελευταία φράση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης της 25ης Μαρτίου 1957 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στις αρχές των κρατών μελών υποχρέωση της οποίας η μη εκπλήρωση θίγει το κύρος των πράξεων με τις οποίες εκτελούνται μέτρα ενισχύσεων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη μεταγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής που αναγνωρίζει ότι τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά ».

6

Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7

Η παράγραφος 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης έχει ως εξής:

« Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δε συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 92, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγράφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δε δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση ».

8

Προκειμένου να εκτιμηθεί το περιεχόμενο της παραγράφου αυτής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 93 της Συνθήκης και από τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται αφενός στην Επιτροπή και αφετέρου στα εθνικά δικαστήρια.

9

Όσον αφορά τον ρόλο της Επιτροπής, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 78/76, Steinike και Weinlig ( Rec. 1977, σ. 595, σκέψη 9 ), ότι η Συνθήκη, προβλέποντας στο άρθρο 93 τη διαρκή εξέταση και τον έλεγχο των ενισχύσεων εκ μέρους της Επιτροπής, έχει την έννοια ότι η διαπίστωση του ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά γίνεται, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την προσήκουσα διαδικασία, η εφαρμογή της οποίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα την Επιτροπής.

10

Όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια, με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εν λόγω δικαστήρια μπορούν να επιλαμβάνονται διαφορών οι οποίες τα υποχρεώνουν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν την έννοια της ενισχύσεως, η οποία περιέχεται στο άρθρο 92, προκειμένου να κρίνουν αν ένα κρατικό μέτρο που ελήφθη χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία πρηγουμένου ελέγχου του άρθρου 93, παράγραφος 3, έπρεπε να είχε υποβληθεί στη διαδικασία αυτή.

11

Η επέμβαση των εθνικών δικαστηρίων καθίσταται δυνατή λόγω του αμέσου αποτελέσματος που αναγνωρίζεται στην τελευταία φράση της παραγράφου 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης. Συναφώς, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973 στην υπόθεση 120/73, Lorenz ( Rec. 1973, σ. 1471 ), έκρινε ότι η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής της απαγορεύσεως εφαρμογής, η οποία προβλέπεται από το άρθρο αυτό, ισχύει για κάθε ενίσχυση που εφαρμόζεται χωρίς σχετική γνωστοποίηση· σε περίπτωση γνωστοποιήσεως, ισχύει το ίδιο κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής φάσεως και, αν η Επιτροπή κινήσει τη διαδικασία της κατ' αντιδικία εξετάσεως του ζητήματος, μέχρι τη λήψη της τελικής αποφάσεως.

12

Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως επηρεάζεται από τη μη τήρηση, εκ μέρους των εθνικών αρχών, της τελευταίας φράσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης. Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξασφαλίζουν στους διοικούμενους που μπορούν να επικαλεστούν την εν λόγω παράβαση ότι θα συναχθούν όλες οι συνέπειες, κατά το εθνικό τους δίκαιο, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως όσο και την αναζήτηση των χρηματικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της διατάξεως αυτής ή ενδεχομένων προσωρινών μέτρων.

13

Ασφαλώς, με τις αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1990, υπόθεση C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-307), και της 21ης Μαρτίου 1990, υπόθεση C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-959), το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε στην Επιτροπή την εξουσία να κηρύσσει παράνομες τις ενισχύσεις με μόνη αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση γνωστοποιήσεως και χωρίς να εξετάζει κατά πόσον η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση δεν έχει καμία επίπτωση στις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια και οι οποίες απορρέουν από την αναγνώριση του αμέσου αποτελέσματος της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης.

14

Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί, όπως αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 24 των προτάσεων του, ότι ο κεντρικός και αποκλειστικός ρόλος που επιφυλάσσουν τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης στην Επιτροπή όσον αφορά την αναγνώριση του τυχόν ασυμβιβάστου ορισμένης ενισχύσεως με την κοινή αγορά είναι ριζικά διαφορετικός από τον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι διοικούμενοι αρύονται από το άμεσο αποτέλεσμα της απαγορεύσεως που προβλέπεται στην τελευταία φράση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Ενώ η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει κατά πόσον η σχεδιαζόμενη ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, τα εθνικά δικαστήρια απλώς διασφαλίζουν, μέχρι τη λήψη της τελικής αποφάσεως από την Επιτροπή, τα δικαιώματα των διοικούμενων σε περίπτωση τυχόν παραβάσεως, εκ μέρους των εθνικών αρχών, της απαγορεύσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης. Ωστόσο, τα εν λόγω δικαστήρα, όταν λαμβάνουν προς τούτο απόφαση, δεν αποφαίνονται επί του συμβιβαστού των μέτρων ενισχύσεων με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι η τελική κρίση εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου.

15

Με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος του, το Conseil d'État της Γαλλίας ερωτά ποια είναι η τυχόν επίπτωση της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία κρίνεται ότι τα μέτρα ενισχύσεως συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, όσον αφορά το κύρος των πράξεων εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

16

Παρατηρείται συναφώς ότι η εν λόγω τελική απόφαση της Επιτροπής δεν έχει ως συνέπεια την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των πράξεων εφαρμογής που ήταν ανίσχυρες λόγω του ότι ελήφθησαν κατά παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου αυτού, άλλως θα εθίγετο το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης και θα αγνοούνταν τα συμφέροντα των διοικούμενων, των οποίων η διασφάλιση αποτελεί, όπως ελέχθη ανωτέρω, αποστολή των εθνικών δικαστηρίων. Κάθε άλλη ερμηνεία θα οδηγούσε στην ενθάρρυνση της παραβάσεως, εκ μέρους του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, της παραγράφου 3, τελευταία φράση, του άρθρου αυτού και θα αφαιρούσε από το εν λόγω άρθρο την πρακτική αποτελεσματικότητα του.

17

Επομένως, ενόψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα που υπέβαλε το Conseil d'État της Γαλλίας πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η τελευταία φράση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι επιβάλλει στις αρχές των κρατών μελών υποχρέωση της οποίας η παράβαση θίγει το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως και ότι η μεταγενέστερη τελική απόφαση της Επιτροπής, η οποία αναγνωρίζει ότι τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεν έχει ως συνέπεια την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των ανίσχυρων πράξεων.

Eni των δικαστικών εξόδων

18

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος το οποίο ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1990 το Conseil d'État της Γαλλίας, αποφαίνεται:

 

Η τελευταία φράση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι επιβάλλει στις αρχές των κρατών μελών υποχρέωση της οποίας η παράβαση θίγει το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως και ότι η μεταγενέστερη τελική απόφαση της Επιτροπής, η οποία αναγνωρίζει ότι τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεν έχει ως συνέπεια την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των ανίσχυρων πράξεων.

 

Due

Schockweiler

Grévisse

Kapteyn

Mancini

Κακούρης

Moitinho de Almeida

Diez de Velasco

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.