61990J0351

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 16ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1992. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ - ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ, ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-351/90.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-03945


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Εργαζόμενοι - Ιατροί, οδοντίατροι και κτηνίατροι - Πρόσβαση στο επάγγελμα - Περιορισμοί που δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας υγείας - Επιτρέπονται - Προϋποθέσεις και όρια - Κανόνας του ενός αποκλειστικά ιατρείου που συνεπάγεται την απαγόρευση προσβάσεως στο επάγγελμα σε περίπτωση διατηρήσεως ιατρείου σε άλλο κράτος μέλος - Ασυμβίβαστος προς τη Συνθήκη

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 48 και 52)

Περίληψη


Οι υπήκοοι ενός κράτους μέλους που ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος μέλος είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τους κανόνες οι οποίοι διέπουν σ' αυτό το κράτος μέλος την άσκηση κάθε επαγγέλματος. Προκειμένου περί των επαγγελμάτων του ιατρού, του οδοντιάτρου και του κτηνιάτρου, οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν ιδίως στην όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη και πληρέστερη προστασία της υγείας των προσώπων ή των ζώων. Εντούτοις, οι εν λόγω κανόνες, καθόσον έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, είναι σύμφωνοι προς τη Συνθήκη μόνο αν οι περιορισμοί που επιβάλλουν δικαιολογούνται ενόψει γενικών υποχρεώσεων που συνδέονται άρρηκτα με την άσκηση των οικείων επαγγελμάτων και επιβάλλονται αδιακρίτως στους ημεδαπούς και στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών. Τούτο δεν συμβαίνει όταν οι εν λόγω περιορισμοί μπορούν να οδηγήσουν σε διακρίσεις σε βάρος των εγκατεστημένων στα άλλα κράτη μέλη ιατρών ή να παρεμποδίσουν την πρόσβαση στο επάγγελμα κατά τρόπο ο οποίος υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

Επομένως, είναι ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης εθνική ρύθμιση προβλέπουσα τον κανόνα του ενός αποκλειστικά ιατρείου και η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της εγκαταστάσεως ή της εργασίας με την ιδιότητα του μισθωτού των ιατρών, οδοντιάτρων ή κτηνιάτρων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος ή εργάζονται σ' αυτό ως μισθωτοί, διατηρώντας παράλληλα το ιατρείο ή την εργασία τους σ' αυτό το κράτος μέλος. Η ρύθμιση αυτή, η οποία εξάλλου εφαρμόζεται με μεγαλύτερη αυστηρότητα για τους ιατρούς που ασκούν τις δραστηριότητές σε άλλα κράτη μέλη σε σχέση με εκείνους που τις ασκούν στο εσωτερικό του κράτους, είναι υπερβολικά γενική και απόλυτη για να μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση την ανάγκη εξασφαλίσεως της διαρκούς ετοιμότητας προς παροχή ιατρικής περιθάλψεως και της αποτελεσματικής οργανώσεως της υπηρεσίας εκτάκτων περιστατικών, σκοποί οι οποίοι μπορούν να εξασφαλιστούν με την επιβολή λιγότερο δεσμευτικών υποχρεώσεων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-351/90,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Etienne Lasnet, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπουμένου από τον Louis Schiltz, δικηγόρο Λουξεμβούργου, τον οποίο διόρισε και ως αντίκλητο, 2, rue du Fort Rheinsheim,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, μη προβλέποντας ότι ο κανόνας που θεσπίζει η νομοθεσία του, σύμφωνα με τον οποίο οι ιατροί, οι οδοντίατροι και οι κτηνίατροι μπορούν να έχουν ένα μόνο ιατρείο, δεν εμποδίζει τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος ή ασκούν εκεί δραστηριότητα ως μισθωτοί και επιθυμούν να εγκατασταθούν στο Λουξεμβούργο ή να ασκήσουν στο κράτος αυτό τη δραστηριότητα αυτή ως μισθωτοί να διατηρήσουν το ιατρείο τους ή να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους ως μισθωτοί σε άλλο κράτος μέλος εκτός από το Λουξεμβούργο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, F. A. Schockweiler, F. Grevisse και P. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco και M. Zuleeg, δικαστές

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τους διαδίκους που ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Μαρτίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Νοεμβρίου 1990, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Μεγάλο Δουκάτου του Λουξεμβούργου, μη προβλέποντας ότι ο κανόνας που θεσπίζει η νομοθεσία του, σύμφωνα με τον οποίο οι ιατροί, οι οδοντίατροι και οι κτηνίατροι μπορούν να έχουν ένα μόνο ιατρείο, δεν εμποδίζει τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος ή ασκούν εκεί δραστηριότητα ως μισθωτοί και επιθυμούν να εγκατασταθούν στο Λουξεμβούργο ή να ασκήσουν στο κράτος αυτό τη δραστηριότητα αυτή ως μισθωτοί να διατηρήσουν το ιατρείο τους ή να συνεχίσουν τη

δραστηριότητά τους ως μισθωτοί σε άλλο κράτος μέλος εκτός από το Λουξεμβούργο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2 Η επίδικη κανονιστική ρύθμιση θεσπίζεται με τον νόμο της 29ης Απριλίου 1983 περί της ασκήσεως των επαγγελμάτων του ιατρού, του οδοντιάτρου και του κτηνιάτρου (Memorial A - αριθ. 31 της 10.5.1983, σ. 746, στο εξής: νόμος). Το άρθρο 16 του νόμου ορίζει ότι οι ιατροί ή οι οδοντίατροι δεν μπορούν να έχουν πλέον του ενός ιατρεία. Το άρθρο 29 περιλαμβάνει παρόμοια διάταξη σχετικά με τους κτηνιάτρους, ορίζοντας ότι μπορούν να έχουν έναν μόνο τόπο επαγγελματικής εγκαταστάσεως.

3 Εντούτοις, το άρθρο 16, δεύτερη φράση, του νόμου ορίζει ότι

"(...) ο Υπουργός Υγείας μπορεί να χορηγήσει άδεια, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του ιατρικού συμβουλίου, σε ιατρό ή οδοντίατρο εγκατεστημένο στο Λουξεμβούργο να έχει ένα δευτερεύον ιατρείο στη χώρα, για να παρέχει εκεί περιοδικά τις υπηρεσίες του, υπό την προϋπόθεση ότι το ιατρείο αυτό βρίσκεται σε περιοχή στην οποία δεν υπάρχει ιατρός της ίδιας ειδικότητας ή οδοντίατρος και ότι η ιατρική κάλυψη του πληθυσμού της περιοχής αυτής δεν είναι επαρκής".

4 Τα άρθρα 2, παράγραφος 2, και 9 του νόμου επιτρέπουν στους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος ιατρούς ή οδοντιάτρους να ασκούν το επάγγελμά τους στο Λουξεμβούργο ως αντικαταστάτες ιατρού ή οδοντιάτρου εγκατεστημένου στο κράτος αυτό. Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, του νόμου, η ίδια ρύθμιση ισχύει για τους κτηνιάτρους.

5 Τέλος, τα άρθρα 4, 11 και 25 του νόμου επιτρέπουν στους ιατρούς, στους οδοντιάτρους ή τους κτηνιάτρους, οι οποίοι είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Κοινότητας και έχουν εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος, να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Λουξεμβούργο.

6 Με έγγραφο της 19ης Απριλίου 1989, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή των αρχών του Λουξεμβούργου επί του ασυμβιβάστου προς το κοινοτικό δίκαιο του κανόνα του ενός αποκλειστικά ιατρείου, τον οποίο επιβάλλει ο νόμος στους ιατρούς, τους οδοντιάτρους και τους κτηνιάτρους.

7 Δεδομένου ότι δεν έλαβε καμιά απάντηση στο εν λόγω έγγραφο, η Επιτροπή εξέδωσε στις 21 Νοεμβρίου 1989 αιτιολογημένη γνώμη, σύμφωνα προς το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, καλώντας την Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως.

8 Με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 1990 η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αμφισβήτησε το βάσιμο της αιτιολογημένης γνώμης, ισχυριζόμενη ότι ο νόμος δεν είναι διφορούμενος και δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των υπηκόων των κρατών μελών οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος εκτός του Λουξεμβούργου. Θεωρώντας ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν ανεπαρκείς, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.

9 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

10 Πρέπει να σημειωθεί ότι ο λεγόμενος κανόνας του ενός αποκλειστικά ιατρείου για τους ιατρούς, τους οδοντιάτρους και τους κτηνιάτρους έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και του δικαιώματος εγκαταστάσεως, τα οποία εγγυώνται τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης.

11 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 107/83, Klopp, Συλλογή 1984, σ. 2971, σκέψη 19 τις αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1988, 143/87, Stanton, Συλλογή 1988, σ. 3877, σκέψη 11, και 154/87 και 155/87, Wolf, Συλλογή 1988, σ. 3897, σκέψη 11 την απόφαση της 20ής Μαΐου 1992, C-106/91, Ramrath, Συλλογή 1992, σ. Ι-0000, σκέψη 20), το δικαίωμα εγκαταστάσεως περιλαμβάνει τη δυνατότητα δημιουργίας και διατηρήσεως, τηρώντας τους κανόνες δεοντολογίας, περισσοτέρων του ενός κέντρων δραστηριότητας στο έδαφος της Κοινότητας.

12 Αυτό ισχύει και όταν ένας μισθωτός ή ένας ανεξάρτητος επαγγελματίας, εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, επιθυμεί να ασκήσει ένα επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος, ανεξάρτητα από το αν σχεδιάζει να το ασκήσει ως μισθωτός ή ως ανεξάρτητος επαγγελματίας (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1988, Stanton και Wolf, σκέψη 12 προαναφερθείσα απόφαση της 20ής Μαΐου 1992, Ramrath, σκέψεις 25 και 26).

13 'Οπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο με την απόφαση της 30ής Απριλίου 1986, 96/85, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1986, σ. 1475, σκέψη 10), όσον αφορά τα επαγγέλματα του ιατρού και του οδοντιάτρου, οι υποχρεωτικοί κανόνες που διέπουν την άσκηση του οικείου επαγγέλματος είναι ιδίως εκείνοι οι οποίοι εμπνέονται από τη μέριμνα εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότερης και πληρέστερης δυνατής προστασίας της υγείας των ανθρώπων. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι κανόνες που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματος του κτηνιάτρου αποσκοπούν επίσης στην προστασία της υγείας.

14 Εντούτοις, από την ίδια απόφαση προκύπτει ότι οι εν λόγω κανόνες, ιδίως καθόσον έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος της εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, δεν είναι σύμφωνοι προς τη Συνθήκη παρά μόνο αν οι περιορισμοί που επιβάλλουν δικαιολογούνται ενόψει γενικών υποχρεώσεων

που συνδέονται άρρηκτα με την προσήκουσα άσκηση των οικείων επαγγελμάτων και επιβάλλονται αδιακρίτως στους ημεδαπούς και στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι τούτο δεν συμβαίνει όταν οι εν λόγω περιορισμοί μπορούν να οδηγήσουν σε διακρίσεις σε βάρος των εγκατεστημένων στα άλλα κράτη μέλη ιατρών ή να παρεμποδίσουν την πρόσβαση στο επάγγελμα κατά τρόπον ο οποίος υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

15 Πρέπει να γίνει συναφώς δεκτό, καταρχάς, ότι ο κανόνας του ενός ιατρείου, τον οποίο η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου παρουσιάζει ως στοιχείο απαραίτητο για την εξασφάλιση της διάρκειας της ιατρικής περιθάλψεως, εφαρμόζεται με πολύ αυστηρότερο τρόπο για τους ιατρούς και οδοντιάτρους που ασκούν τις δραστηριότητές τους στα άλλα κράτη μέλη σε σχέση με εκείνους που τις ασκούν στο Λουξεμβούργο. Πράγματι, το άρθρο 16, δεύτερη φράση, του νόμου επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα του ενός ιατρείου μόνον υπέρ των ατόμων που ασκούν το επάγγελμά τους στο Λουξεμβούργο.

16 Επί του σημείου αυτού η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου διατείνεται ότι η παρέκκλιση μπορεί να επεκταθεί με υπουργική απόφαση, σε ειδικές περιπτώσεις, στα άτομα τα οποία είναι εγκατεστημένα στα άλλα κράτη μέλη.

17 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, αφενός, το άρθρο 16 του νόμου αναφέρεται μόνο στους εγκατεστημένους στο Λουξεμβούργο ιατρούς και, αφετέρου, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που θεσπίζεται στα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μονομερή βούληση των εθνικών αρχών.

18 Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ναι μεν η αντικειμενική νομική κατάσταση είναι σαφής υπό την έννοια ότι τα άρθρα 48 και 52

της Συνθήκης τυγχάνουν απευθείας εφαρμογής στο έδαφος των κρατών μελών, πάντως όμως η διατήρηση σε ισχύ του άρθρου 16 του εν λόγω νόμου προκαλεί μια διφορούμενη πραγματική κατάσταση, δημιουργώντας για τους ενδιαφερόμενους ένα κλίμα αβεβαιότητας όσον αφορά την εκ μέρους τους δυνατότητα επικλήσεως του κοινοτικού δικαίου (βλ. την απόφαση της 4ης Απριλίου 1974, 167/73, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Rec. 1974, σ. 359, σκέψη 41).

19 Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι η γενική απαγόρευση που επιβάλλεται στους ιατρούς, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος ή εργάζονται σ' αυτό ως μισθωτοί, να ασκούν το επάγγελμά τους σε ιατρείο του Λουξεμβούργου είναι αδικαιολόγητα περιοριστική.

20 Συναφώς, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ισχυρίζεται ότι ο κανόνας του ενός αποκλειστικά ιατρείου δικαιολογείται αντικειμενικά από λόγους συμφυείς προς τη δημόσια υγεία και τη δημόσια τάξη, καθώς και από λόγους γενικού συμφέροντος. Διευκρινίζει ότι η σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών είναι προσωποπαγούς φύσεως (intuitu personae) και επιβάλλει τη συνεχή παρουσία του ιατρού στο ιατρείο του ή στον τόπο εργασίας του, ώστε να εξασφαλίζεται η ετοιμότητα της ιατρικής περιθάλψεως, και ότι η υπηρεσία εκτάκτων περιστατικών θα αποδιοργανωνόταν αν μετείχαν σ' αυτήν ιατροί με περισσότερα από ένα κέντρα δραστηριότητας.

21 Ούτε αυτή η επιχειρηματολογία μπορεί να γίνει δεκτή.

22 Καταρχάς, δεν είναι απαραίτητο ο ιατρός, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ιατρό γενικής ιατρικής, οδοντίατρο ή κτηνίατρο ή ακόμα για ιατρό κάποιας ειδικότητας (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Απριλίου 1986, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 13), να βρίσκεται συνεχώς κοντά στον ασθενή ή στον πελάτη. Εξάλλου, ο κανόνας του ενός ιατρείου δεν εξασφαλίζει κατ' ανάγκη τη διαρκή ετοιμότητα του ίδιου

ιατρού να παρέχει τις υπηρεσίες του, όταν, για παράδειγμα, ο εν λόγω ιατρός μετακινείται, ασκεί τις δραστηριότητές του με μειωμένο ωράριο ή ανήκει σε ιατρείο στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους από κοινού πολλοί ιατροί. Εν συνεχεία, η διαρκής ετοιμότητα προς παροχή ιατρικής περιθάλψεως και η αποτελεσματική οργάνωση της υπηρεσίας εκτάκτων περιστατικών μπορούν να εξασφαλιστούν με την επιβολή λιγότερο δεσμευτικών υποχρεώσεων, όπως με την υποχρέωση παρουσίας για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα ή με την εξασφάλιση της παρουσίας αντικαταστάτη του ιατρού σε περίπτωση απουσίας.

23 Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι η εν λόγω απαγόρευση είναι υπερβολικά γενική και απόλυτη για να μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση την ανάγκη εξασφαλίσεως της διαρκούς ετοιμότητας προς παροχή ιατρικής περιθάλψεως.

24 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παρεμποδίζοντας τους ιατρούς, οδοντιάτρους και κτηνιάτρους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος ή ασκούν εκεί δραστηριότητα ως μισθωτοί να εγκατασταθούν στο Λουξεμβούργο ή να ασκήσουν εκεί τη δραστηριότητα αυτή ως μισθωτοί, διατηρώντας παράλληλα το ιατρείο τους ή τη θέση τους στο εν λόγω κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

25 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το καθού ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παρεμποδίζοντας τους ιατρούς, οι οδοντιάτρους και κτηνιάτρους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος ή ασκούν εκεί δραστηριότητα ως μισθωτοί να εγκατασταθούν στο Λουξεμβούργο ή να ασκήσουν εκεί τη δραστηριότητα αυτή ως μισθωτοί, διατηρώντας παράλληλα το ιατρείο τους ή τη θέση τους στο εν λόγω κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2) Καταδικάζει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.