61990J0333

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 26ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1992. - ROYALE BELGE ΚΑΤΑ ROBERT JORIS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL DE PAIX DE LUXEMBOURG - ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ - ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-333/90.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-01135


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Υπάλληλοι - Υποκατάσταση των Κοινοτήτων - Γενεσιουργό γεγονός - Επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος - Συμφωνία μεταξύ του υπαλλήλου και του ευθυνομένου τρίτου - Αντιτάξιμο στο κοινοτικό όργανο που υποκαθίσταται στα δικαιώματα του θύματος - Εξαιρέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, άρθρο 85α PAR 1)

Περίληψη


Η αυτοδικαία υποκατάσταση των Κοινοτήτων στα δικαιώματα ασκήσεως δικαστικών βοηθημάτων κοινοτικού υπαλλήλου, που προβλέπεται στο άρθρο 73, παράγραφος 4, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (Eυρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 912/78 του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 1978, και με το άρθρο 85α, παράγραφος 1, του ισχύοντος κειμένου, χωρεί κατά τη στιγμή επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Ωστόσο, το τρίτο ευθυνόμενο για τη ζημία πρόσωπο που έχει συμβιβαστεί με τον κοινοτικό υπάλληλο μπορεί να αντιτάξει εγκύρως

την εν λόγω συμφωνία στο κοινοτικό όργανο, εκτός εάν το τελευταίο πληροφορήσει τον τρίτο, πριν από τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας με τον υπάλληλο, περί της υπάρξεως του δικαιώματος υποκαταστάσεως και της προθέσεώς του να το ασκήσει ή εάν αποδείξει ότι ο τρίτος είχε πληροφορηθεί, προ της συνάψεως της συμφωνίας με τον υπάλληλο, την ύπαρξη του δικαιώματος υποκαταστάσεως.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-333/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de paix του Λουξεμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ της

Royale belge

και

του Robert Joris,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ιδίως του άρθρου 73, παράγραφος 4, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (Eυρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 912/78 του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 1978 (JO L 119, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Joliet, πρόεδρο τμήματος, Sir Gordon Slynn, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

- η Royale belge διά του Fernand Zurn, δικηγόρου Λουξεμβούργου

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διά του J. Griesmar, νομικού συμβούλου, επικουρουμένου από τον Jean-Luc Fagnart, δικηγόρο Βρυξελλών

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Royale belge και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 1992,

εκδίδει την παρούσα

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 1990, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Οκτωβρίου του ιδίου έτους, το tribunal de paix του Λουξεμβούργου υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα αφορών την ερμηνεία του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), όπως αυτός τροποποιήθηκε μετά την έκδοση του κανονισμού (Eυρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 912/78 του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 1978 (JO L 119, σ. 1).

2 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, στις 19 Ιουνίου 1982, ο Guy Hinger, υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπήρξε θύμα ατυχήματος, υπεύθυνος για το οποίο ήταν ο Robert Joris. Σύμφωνα με τον ΚΥΚ, το

ταμείο ασφαλίσεως ασθενείας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κάλυψε ορισμένα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως. Εξάλλου, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατέβαλε στον G. Hinger το ποσό των 50 218 βελγικών φράγκων (BFR) ως αποζημίωση λόγω μόνιμης μερικής ανικανότητας. Δυνάμει ασφαλιστικού συμβολαίου της με την Επιτροπή, η Royale belge, ασφαλιστική εταιρία, επέστρεψε στην Επιτροπή το εν λόγω ποσό και κάλυψε άλλα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως ανερχόμενα στο ποσό των 10 619 BFR. Θεωρώντας ότι υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα τόσο του J. Hinger όσο και της Επιτροπής, η Royale belge ενήγαγε τον R. Joris ενώπιον του tribunal de paix του Λουξεμβούργου προκειμένου αυτός να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των εν λόγω δύο παροχών, ήτοι συνολικά ποσό 60 837 BFR.

3 Ο R. Joris υποστήριξε ότι η οφειλή του έναντι του G. Hinger αποσβέσθηκε με την καταβολή στον τελευταίο ποσού 32 000 BFR για το οποίο ο G. Hinger αναγνώρισε, με απόδειξη εξοφλήσεως συμβατικής αποζημιώσεως της 23ης Νοεμβρίου 1982, ότι ανταποκρινόταν στο σύνολο της ζημίας που του προκάλεσε το ατύχημα και ότι δεν είχε πλέον καμία απαίτηση κατά του R. Joris ή του ασφαλιστή του τελευταίου. Στηριζόμενος στην αρχή ότι η υποκατάσταση χωρεί μόνον διά και κατόπιν της καταβολής, ο R. Joris υποστήριξε ότι οι μεταγενέστερα καταβληθείσες από την Επιτροπή στον υπάλληλό της παροχές δεν συνεπήχθησαν υποκατάσταση στα δικαιώματα του G. Hinger, καθότι τα εν λόγω δικαιώματα είχαν αποσβεστεί με την καταβολή προς αυτόν.

4 Αντίθετα, η Royale belge υποστήριξε ότι η υποκατάσταση των Κοινοτήτων στα δικαιώματα του υπαλλήλου τους συνεπάγεται εκχώρηση του συνόλου των δικαιωμάτων του υπαλλήλου στις Κοινότητες από του χρόνου του ατυχήματος. Κατά την άποψη της Royale belge και της Επιτροπής, η

εν λόγω υποκατάσταση των Κοινοτήτων στα δικαιώματα του θύματος δεν εξαρτάται από την καταβολή εκ μέρους των Κοινοτήτων των προβλεπομένων από τον ΚΥΚ παροχών που τις βαρύνουν, κατά συνέπεια δε η εν λόγω υποκατάσταση χωρεί ευθύς μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Κατά συνέπεια, συμφωνίες σαν αυτήν που επικαλείται ο καθού δεν μπορούν να αντιταχθούν στην ενάγουσα.

5 Κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξηρτάτο από την ερμηνεία του ΚΥΚ, το tribunal de paix του Λουξεμβούργου αποφάσισε να αναστείλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

"Η νόμιμη υποκατάσταση των Κοινοτήτων στα δικαιώματα και στα ένδικα βοηθήματα του υπαλλήλου τους κατά του τρίτου ευθυνομένου προσώπου που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 1 (και το παλαιό άρθρο 73, παράγραφος 4), του ΚΥΚ των υπαλλήλων επέρχεται αμέσως κατά τον χρόνο επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος ή μόνο από και διά της καταβολής παροχών στον ζημιωθέντα;"

6 Τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας δίκης, τα της εξελίξεως της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου εκτίθενται διεξοδικά στην έκθεση ακροατηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας επαναλαμβάνονται στη συνέχεια μόνον καθόσον αυτό είναι απαραίτητο για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7 Υπενθυμίζεται, καταρχήν, ότι στο άρθρο 73, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, όπως αυτό ίσχυε όταν έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, προβλέπεται ότι οι Κοινότητες, εντός των ορίων των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τα άρθρα 72, 73 και 75, υποκαθίστανται αυτοδικαίως στα δικαιώματα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων που έχει ο υπάλληλος ή οι κληρονόμοι του κατά του τρίτου ευθυνομένου για το ατύχημα που προκάλεσε τον θάνατο ή τον τραυματισμό του υπαλλήλου ή των αντλούντων από αυτόν ασφαλιστικά δικαιώματα προσώπων.

8 Από τη διατύπωση του άρθρου 73, παράγραφος 4, του ΚΥΚ δεν προκύπτει ότι η υποκατάσταση των Κοινοτήτων εξαρτάται από την καταβολή των προβλεπομένων από τον ΚΥΚ παροχών. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι οι Κοινότητες υποκαθίστανται αυτοδικαίως στα δικαιώματα του υπαλλήλου, εντός των ορίων όχι των πραγματοποιηθεισών πληρωμών αλλά των υποχρεώσεων που τους επιβάλλουν οι αναφερθείσες διατάξεις του ΚΥΚ. Από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι το γεγονός που προκαλεί την υποκατάσταση υπέρ των Κοινοτήτων είναι η ύπαρξη της υποχρεώσεως καταβολής των προβλεπομένων από τον ΚΥΚ παροχών και όχι η καταβολή τους. Η εν λόγω υποκατάσταση χωρεί κατά τον χρόνο επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος που γεννά την ευθύνη του τρίτου, ακόμη και αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αμέσως το ποσό των χρηματικών υποχρεώσεων της Επιτροπής.

9 Υπενθυμίζεται επίσης ότι σκοπός του δικαιώματος υποκαταστάσεως των Κοινοτήτων είναι να αποφεύγεται η αποζημίωση του υπαλλήλου δύο φορές για την ίδια ζημία (βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 1982, 103/81, Chaumont-Barthel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1982, σ. 1003, σκέψη 11). Εφόσον η πρόκληση βλάβης στον υπάλληλο συνεπάγεται για τις Κοινότητες την υποχρέωση να του καταβάλουν τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές, ο κίνδυνος μιας τέτοιας σωρεύσεως μπορεί να αποσοβηθεί μόνο με τη μετάβαση στις Κοινότητες των δικαιωμάτων του υπαλλήλου έναντι του τρίτου ευθυνομένου προσώπου από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος.

10 Κατά συνέπεια, η αυτοδικαία υποκατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 73, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, λαμβάνει χώρα κατά τη στιγμή επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος, οπότε ο υπάλληλος δεν έχει δικαίωμα να συμβιβαστεί με τον τρίτο ή να στραφεί εναντίον του καθόσον αφορά τα μέσα αποκαταστάσεως της ζημίας ως προς τα οποία υφίστανται υποχρεώσεις των Κοινοτήτων.

11 Στο προδικαστικό ερώτημα γίνεται επίσης λόγος για το άρθρο 85α, παράγραφος 1, του ισχύοντος ΚΥΚ το οποίο ορίζει ότι, "όταν ένας τρίτος ευθύνεται για (...) το ατύχημα (...) ατόμου που αναφέρεται στον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, οι Κοινότητες υποκαθίστανται αυτοδικαίως μέσα στα όρια των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, στα δικαιώματα προσφυγής του θύματος ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα κατά του υπευθύνου τρίτου".

12 Οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ του κειμένου αυτού και του παλαιού άρθρου 73, παράγραφος 4, δεν επηρεάζουν την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα.

13 Ωστόσο, από τη Διάταξη παραπομπής συνάγεται ότι το tribunal de paix του Λουξεμβούργου απευθύνθηκε προδικαστικώς στο Δικαστήριο προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί επί του γενικοτέρου ζητήματος αν το τρίτο ευθυνόμενο πρόσωπο δικαιούται να αντιτάξει στο κοινοτικό όργανο ή στον ασφαλιστή του τελευταίου συμφωνία συναφθείσα με τον υπάλληλο πριν από την καταβολή παροχών από τις Κοινότητες στον εν λόγω υπάλληλο.

14 Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν το γεγονός ότι η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΥΚ υποκατάσταση χωρεί ήδη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος καθιστά μια τέτοια συμφωνία μη αντιτάξιμη στο κοινοτικό όργανο.

15 Μολονότι είναι γεγονός ότι ο ΚΥΚ μπορεί να έχει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων (βλ. ιδίως την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1981, 137/80, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1981, σ. 2393), πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά οι όροι υπό τους οποίους καλύπτονταν οι κοινοτικοί υπάλληλοι από τους κινδύνους ατυχήματος καθορίζονταν από

έναν εσωτερικό κανονισμό, ήτοι τον "κανονισμό περί καλύψεως των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", που θεσπίστηκε από τα διάφορα κοινοτικά όργανα σε διαφορετικές ημερομηνίες και δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

16 Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού όριζε την έννοια του ατυχήματος καθώς και ορισμένα παραδείγματα. Ωστόσο, το άρθρο 4 περιείχε έναν κατάλογο ατυχημάτων τα οποία, κατά κανόνα, δεν καλύπτονταν από το άρθρο 73 του ΚΥΚ. Επομένως, χρειαζόταν να μελετηθούν οι εφαρμοστέες διατάξεις του ΚΥΚ σε συνδυασμό με αυτές του προϊσχύσαντος κανονισμού, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο υπάλληλος καλυπτόταν από τον κίνδυνο συγκεκριμένου ατυχήματος και αν, κατά συνέπεια, οι Κοινότητες υποκαθίσταντο στο δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων του εν λόγω υπαλλήλου κατά του τρίτου ευθυνομένου για τη ζημία προσώπου.

17 Πάντως, θα ήταν παράλογο να απαιτείται από τον τρίτο να γνωρίζει όχι μόνο τις διατάξεις του ΚΥΚ αλλά και τις διατάξεις της εσωτερικής ρυθμίσεως.

18 Επομένως, εναπόκειται στο κοινοτικό όργανο που θέλει να επικαλεστεί την υποκατάσταση του άρθρου 73, παράγραφος 4, να ενημερώσει τον ευθυνόμενο τρίτο για την ύπαρξη της εν λόγω υποκαταστάσεως ή να αποδείξει ότι ο τελευταίος γνώριζε την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος υποκαταστάσεως προ της συνάψεως της συμφωνίας του με τον υπάλληλο.

19 Επομένως, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η επίδικη υποκατάσταση χωρεί από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος, τρίτο ευθυνόμενο πρόσωπο που έχει συμβιβαστεί με κοινοτικό υπάλληλο μπορεί εγκύρως

να αντιτάξει την εν λόγω συμφωνία στο κοινοτικό όργανο, εκτός εάν το τελευταίο πληροφορήσει τον τρίτο που βαρύνεται με την υποχρέωση αποζημιώσεως, πριν από τη σύναψη συμφωνίας με τον ζημιωθέντα υπάλληλο, περί της υπάρξεως του δικαιώματος υποκαταστάσεως και της προθέσεώς του να το ασκήσει ή εάν αποδείξει ότι ο τρίτος γνώριζε, προ της συνάψεως της συμφωνίας με τον υπάλληλο, την ύπαρξη του δικαιώματος υποκαταστάσεως.

20 Επομένως, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αυτοδικαία υποκατάσταση των Κοινοτήτων στα δικαιώματα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων κοινοτικού υπαλλήλου, που προβλέπεται στο άρθρο 73, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, χωρεί κατά τη στιγμή επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Ωστόσο, το τρίτο ευθυνόμενο για τη ζημία πρόσωπο που έχει συμβιβαστεί με τον κοινοτικό υπάλληλο μπορεί να αντιτάξει εγκύρως την εν λόγω συμφωνία στο κοινοτικό όργανο, εκτός εάν το τελευταίο πληροφορήσει τον τρίτο, πριν από τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας με τον υπάλληλο, περί της υπάρξεως του δικαιώματος υποκαταστάσεως και της προθέσεώς του να το ασκήσει ή εάν αποδείξει ότι ο τρίτος είχε πληροφορηθεί, προ της συνάψεως της συμφωνίας με τον υπάλληλο, την ύπαρξη του δικαιώματος υποκαταστάσεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Ως προς τα δικαστικά έξοδα

21 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν επιστρέφονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κυρίας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, εναπόκειται στον τελευταίο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το tribunal de paix του Λουξεμβούργου, με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1990, αποφαίνεται:

Η αυτοδικαία υποκατάσταση των Κοινοτήτων στα δικαιώματα ασκήσεως δικαστικών βοηθημάτων κοινοτικού υπαλλήλου, που προβλέπεται στο άρθρο 73, παράγραφος 4, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (Eυρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 912/78 του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 1978, και με το άρθρο 85α, παράγραφος 1, του ισχύοντος κειμένου, χωρεί κατά τη στιγμή επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Ωστόσο, το τρίτο ευθυνόμενο για τη ζημία πρόσωπο που έχει συμβιβαστεί με τον κοινοτικό υπάλληλο μπορεί να αντιτάξει εγκύρως την εν λόγω συμφωνία στο κοινοτικό όργανο, εκτός εάν το τελευταίο πληροφορήσει τον τρίτο, πριν από τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας με τον υπάλληλο, περί της υπάρξεως του δικαιώματος υποκαταστάσεως και της προθέσεώς του να το ασκήσει ή εάν αποδείξει ότι ο τρίτος είχε πληροφορηθεί, προ της συνάψεως της συμφωνίας με τον υπάλληλο, την ύπαρξη του δικαιώματος υποκαταστάσεως.