στην υπόθεση C-332/90 ( *1 )
Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
1. |
Το άρθρο 7, εδάφιο 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, ορίζει τα εξής: « Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας. » Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 48, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας. Το εδάφιο 4 του εν λόγω άρθρου ορίζει τα εξής: « Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση. » |
2. |
Σύμφωνα με τις διατάξεις της γερμανικής κανονιστικής αποφάσεως περί της εξελίξεως της σταδιοδρομίας των ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων, της 15ης Νοεμβρίου 1978 [της Bundeslaufbahnverordnung, στο εξής: BLV, που δημοσιεύθηκε στο BGBl. Ι, σ. 1763 ] η οποία εφαρμόζεται στο Deutsche Bundespost (τα Γερμανικά Ομοσπονδιακά Ταχυδρομεία, στο εξής: Bundespost ), οι υποψήφιοι για θέση δημοσίου υπαλλήλου πρέπει να αποδείξουν τις ικανότητες τους επιτυγχάνοντας σε εξετάσεις και πραγματοποιώντας διετή εκπαιδευτική άσκηση. Σύμφωνα με την απόφαση του Ομοσπονδιακού Υπουργού Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της 14ης Μαΐου 1985, για την πραγματοποίηση της ασκήσεως που είναι αναγκαία για την πρόσληψη στις θέσεις τεχνικών μέσης κατηγορίας δεκτοί γίνονται μόνο οι υποψήφιοι που δηλώνουν εγγράφως ότι αποδέχονται την πρόσληψη τους ως δοκίμων δημοσίων υπαλλήλων αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις περί σταδιοδρομίας και μισθοδοσίας των δημοσίων υπαλλήλων. Επιπλέον, οι υποψήφιοι πρέπει να πληρούν τις γενικές προϋποθέσεις για να διοριστούν μεταγενέστερα ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Κατά τη διάρκεια της εκπαιδεύσεως, ο υποψήφιος τελεί σε καθεστώς σχέσεως ιδιωτικού δικαίου. Η δήλωση περί συμφωνίας του επισυνάπτεται στη σύμβαση εργασίας του, της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα. Το παράρτημα αυτό διευκρινίζει εξάλλου ότι η απασχόληση του υποψηφίου ως τεχνικού μέσης κατηγορίας λήγει, εφόσον ο υποψήφιος αρνηθεί την πρόσληψή του ως δημοσίου υπαλλήλου, παρά τη δήλωση του περί αποδοχής. |
3. |
Ο Volker Steen, Γερμανός υπήκοος και κάτοικος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εργάζεται στο Bundespost από το 1973 ως τεχνικός, μέλος του προσωπικού συντηρήσεως, με βαθμό Α5. Η σχέση εργασίας του διέπεται από τις διατάξεις της συλλογικής συμβάσεως για τους εργάτες των Ομοσπονδιακών Ταχυδρομείων. Tov Ιούλιο του 1985 o Steen υπέβαλε αίτηση για θέση βαθμού Α7, τα καθήκοντα της οποίας ορίζονται ως « εργασίες συντηρήσεως παρεχόμενες από τεχνικό μέσης κατηγορίας, εποπτική δραστηριότητα, διαχείριση αποθήκης«. Στις 15 Αυγούστου 1985 άρχισε η περίοδος της διετούς εκπαιδεύσεως του Steen στη θέση Dp Α7 Pt/m — τεχνικός συντηρήσεως, επόπτης, διαχειριστής αποθήκης με αποδοχές βαθμού Ι α. Ο Steen είχε ήδη καταθέσει τον Ιούλιο του 1985 δήλωση με την οποία αποδεχόταν την πρόσληψη του ως δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκπαιδεύσεως. Αφού πέτυχε τον Οκτώβριο του 1987 στις εξετάσεις, ο Steen δήλωσε στο Bundespost ότι επιθυμούσε να εξακολουθήσει να εργάζεται και στο μέλλον με σχέση ιδιωτικού δικαίου και ανακάλεσε τη δήλωση του Ιουλίου 1985. Τον Νοέμβριο του 1987 το Bundespost μετακίνησε τον Steen σε θέση χειρώνακτα εργαζομένου με αποδοχές βαθμού IIa, εξακολουθώντας συγχρόνως να τον απασχολεί προσωρινώς στην προηγούμενη θέση Dp Α7 Pt/M με αποδοχές βαθμού Ι α αυξημένες κατά 10 %. Τα καθήκοντα του Steen στη θέση Dp Α7 Pt/M ως επόπτη της μηχανολογικής υπηρεσίας συνίσταντο στην κατανομή των διαφόρων προς εκτέλεση εργασιών μεταξύ των τεχνικών, στην επιτήρηση τους και στην καθοδήγηση και εκπαίδευση των νέων τεχνικών. Η μηχανολογική υπηρεσία είχε καθήκον να εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των μηχανημάτων και να διατηρεί σε καλή κατάσταση τις εγκαταστάσεις διανομής και τις συσκευές ενός ταχυδρομικού καταστήματος, όπως τις εγκαταστάσεις θερμάνσεως και τα γραμματοκιβώτια. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως διαχειριστή αποθήκης, ο Steen ήταν επιφορτισμένος με την παραγγελία και τη διανομή του απαιτουμένου υλικού. Τον Μάιο του 1988 οι αποδοχές του Steen, τόσο οι μικτές όσο και οι καθαρές, ήταν υψηλότερες από εκείνες που θα ελάμβανε αν διοριζόταν ως δημόσιος υπάλληλος, με τα ίδια καθήκοντα, στη θέση Dp Α7 Pt/M. |
4. |
Ο Steen άσκησε αγωγή κατά της αποφάσεως απομακρύνσεώς του από τη θέση Dp Α7 Pt/M. Προς στήριξη της αγωγής του, υποστηρίζει ότι η θέση που κατέχει δεν συνιστά απασχόληση στη δημόσια διοίκηση κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ, που επιτρέπεται να επιφυλάσσεται μόνο στους ημεδαπούς. Η θέση αυτή πρέπει επομένως να μπορεί να καταληφθεί από υπηκόους των άλλων κρατών μελών βάσει συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, η οποία είναι ευνοϊκότερη. Έτσι οι Γερμανοί εργαζόμενοι, υποχρεωμένοι να δέχονται την εν λόγω θέση στα πλαίσια δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, υφίστανται δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. |
5. |
Κρίνοντας ότι η διαφορά θέτει προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το Arbeitsgericht Elmshorn αποφάσισε, με Διάταξη που εξέδωσε στις 28 Σεπτεμβρίου 1990, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί των ακολούθων ερωτημάτων:
|
6. |
Όπως συνάγεται από τη Διάταξη περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο θεωρεί ότι τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στην επίδικη θέση δεν πρέπει να θεωρηθούν ως απασχόληση στη δημόσια διοίκηση κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ, παρά την αντίθετη απόφαση που εξέδωσε στις 6 Δεκεμβρίου 1988 το Landesarbeitsgericht Frankfurt. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο υπήκοος άλλου κράτους μέλους που θα προσλαμβανόταν στην επίδικη θέση βάσει συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου και όχι ως δημόσιος υπάλληλος θα είχε προνομιακή μεταχείριση, διότι θα ελάμβανε υψηλότερες αποδοχές και θα είχε τη δυνατότητα να απεργεί, πράγμα που απαγορεύεται στους Γερμανούς δημοσίους υπαλλήλους. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση συναρτάται προς την ιθαγένεια. Τέλος, το Arbeitsgericht Elmshorn προσθέτει ότι, αν ο ενάγων ήθελε να ασκήσει την επίδικη δραστηριότητα υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου και όχι ως δημόσιος υπάλληλος, θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και να ασκήσει την εν λόγω δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος. |
II — Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
7. |
Η Διάταξη του Arbeitsgericht Elmshorn πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Οκτωβρίου 1990. |
8. |
Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν:
|
9. |
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. |
10. |
Με απόφαση της 15ης Μαΐου 1991, το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο δεύτερο τμήμα. |
ΙΙΙ — Περίληψη των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο
11. |
Ο Steen περιγράφει, προκαταρκτικός, τα καθήκοντα όσων απασχολούνται στη θέση Dp Α7 Pt/M. Τα πρόσωπα αυτά ασχολούνται με τις τεχνικές και κτιριακές εγκαταστάσεις, τα τμήματα κτιρίων και με τα έπιπλα. Είναι επιφορτισμένοι με την αξιολόγηση και την κάλυψη των αναγκών καθώς και με τη συντήρηση του υπάρχοντος υλικού. Προμηθεύονται τα αναγκαία για την εγκατάσταση ή για τη μεταβολή των μηχανικών εξοπλισμών τεμάχια καθώς και τα ανταλλακτικά, βοηθητικά προϊόντα και λιπαντικά. Είναι επίσης επιφορτισμένοι με την τακτική επιθεώρηση του υλικού και τους ελέγχους λειτουργίας, καθώς και με τους τεχνικούς ελέγχους. Τα καθήκοντα συντηρήσεως περιλαμβάνουν τις εργασίες τρέχουσας συντηρήσεως, τις επιθεωρήσεις και τις αναγκαίες επισκευές. |
12. |
Ο Steen φρονεί ότι η θέση « τεχνικού συντηρήσεως, επόπτη, διαχειριστή αποθήκης » στο Bundespost δεν συνιστά απασχόληση στη δημόσια διοίκηση κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ. Η έννοια της « δημοσίας διοικήσεως » είναι κοινοτική, ειδάλλως τα κράτη μέλη θα είχαν τη δυνατότητα να καταστρατηγούν κατά βούληση την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, μέσω μονομερούς ορισμού της εν λόγω έννοιας. Για τον λόγο αυτό, η εφαρμογή εθνικών κριτηρίων για την ερμηνεία της αρχής αυτής θα μπορούσε, το πολύ, να έχει επικουρικό χαρακτήρα. Δεδομένου ότι η παράγραφος 4 συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Ο περιορισμός στην πρόσληψη αλλοδαπών σε θέσεις της δημοσίας διοικήσεως δικαιολογείται μόνο όταν πρόκειται για θέσεις των οποίων ο κάτοχος συμμετέχει ευθέως στην άσκηση δημοσίας εξουσίας ή συμπεριφέρεται έναντι των πολιτών ως κάτοχος κρατικής εξουσίας. Το γεγονός και μόνο της εντάξεως σε οργανισμό μέσω του οποίου το κράτος εκπληρώνει την αποστολή του δεν αρκεί για να εξαιρέσει ορισμένη δραστηριότητα από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΟΚ. Βάσει αυτών των κριτηρίων ερμηνείας, η θέση του « τεχνικού συντηρήσεως, επόπτη, διαχειριστή αποθήκης » δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά τον Steen, ως απασχόληση στη « δημόσια διοίκηση ». Η θέση αυτή δεν συνεπάγεται την άσκηση των εξουσιών αποφάσεως και την ανάληψη των ευθυνών που χαρακτηρίζουν τους φορείς δημοσίας εξουσίας. Βεβαίως, την ταχυδρομική υπηρεσία έχει αναλάβει η κρατική διοίκηση, αλλά η απλή συμμετοχή, έστω άμεση, στις δραστηριότητες ενός κλάδου της διοικήσεως δεν αρκεί για να εξαιρέσει ορισμένη εργασιακή σχέση από το σύνηθες πεδίο εφαρμογής των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η ταχυδρομική υπηρεσία είναι πράγματι, από πολλές απόψεις, παρόμοια με βιομηχανική και εμπορική επιχείρηση και διαθέτει οικονομική αυτοτέλεια. Τα τεχνικά ή εκτελεστικά καθήκοντα των υπαλλήλων του Ταχυδρομείου δεν διαφέρουν σε τίποτε από τις ανάλογες δραστηριότητες του προσωπικού των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οι υπάλληλοι αυτοί κατέχουν επομένως θέσεις οι οποίες, παρόλον ότι ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, δεν άπτονται των κρατικών συμφερόντων για τα οποία έχει προβλεφθεί η εξαίρεση του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης. |
13. |
Κατά συνέπεια, οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών πρέπει να έχουν πρόσβαση στην επίδικη θέση. Η πρόσβαση δεν μπορεί να τους απαγορευθεί υπό το πρόσχημα ότι δεν είναι Γερμανοί υπήκοοι και επομένως δεν μπορούν να αποκτήσουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου που απαιτείται για την κατοχή αυτής της θέσεως· η θέση αυτή πρέπει να τους προσφερθεί υπό καθεστώς συμβατικής σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, ο αλλοδαπός θα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση έναντι του Γερμανού υπηκόου, ο οποίος θα αποτελούσε αντικείμενο δυσμενούς διακρίσεως. Για να τεθεί τέρμα στην εν λόγω αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση, πρέπει να επιτρέπεται στον Γερμανό υπήκοο να καταλαμβάνει, υπό καθεστώς συμβατικής σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου, θέσεις που υπάγονται κανονικά στο δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς, αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ. Για να απασχοληθεί σε ισότιμη θέση υπό καθεστώς συμβατικής σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου, ο Γερμανός υπήκοος είναι επί του παρόντος υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και να αποκτήσει άλλη ιθαγένεια. Μόνο τότε θα μπορεί να επικαλεστεί προς όφελος του το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ και να απαιτήσει να του προσφερθεί η επίμαχη θέση υπό καθεστώς σχέσεως ιδιωτικού δικαίου. |
14. |
Το Bundespost, αφού υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο προσπαθεί, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο την εν όψει των ιδιαιτεροτήτων της διαφοράς της κυρίας δίκης κατάλληλη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στην οποία το αιτούν δικαστήριο να μπορεί να στηριχθεί για να εφαρμόσει το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τις απαιτήσεις της κοινοτικής έννομης τάξης, διευκρινίζει ότι η εκπαίδευση για τη σταδιοδρομία τεχνικού μέσης κατηγορίας δεν διεξάγεται κανονικά στο πλαίσιο δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 3, δεύτερη φράση, της BLV, βάσει συμβάσεως εργάτη του ιδιωτικού δικαίου. Οι προϋποθέσεις προσβάσεως που θεσπίζει η υπουργική απόφαση της 14ης Μαΐου 1985 κατέστησαν αναγκαίες, διότι πολλοί εργάτες αρνούνταν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι μετά την επιτυχία τους στις εξετάσεις τεχνικών μέσης κατηγορίας. Το δικαίωμα κατατάξεως στη μισθολογική κατηγορία Ια για οποιονδήποτε εκτελεί καθήκοντα του βαθμού Α5/6 ή ανωτέρου βαθμού υφίσταται μόνο βάσει ρήτρας τροποποιητικής της συμβάσεως εργασίας, η οποία ισχύει για ορισμένο χρόνο. Η ισχύς της ρήτρας για ορισμένο χρόνο δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 48 της Συνθήκης. Το τελευταίο δεν εφαρμόζεται, εν όψει του πεδίου εφαρμογής του, στην υπό κρίση περίπτωση, διότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία του Steen, Γερμανού υπηκόου, εντός των άλλων κρατών μελών. |
15. |
Το Bundespost ισχυρίζεται ότι, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του νόμου-πλαι-σίου που ισχύει για τους Γερμανούς δημοσίους υπαλλήλους (Beamtenrechtsrahmengesetz, στο εξής: BRRG ) καθώς και του νόμου περί των μελών του γερμανικού δημοσιοϋπαλληλικού σώματος (Bundesbeamtengesetz, στο εξής: BBG) και του γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz, στο εξής: GG), τα καθήκοντα τα οποία, για λόγους ασφαλείας του κράτους ή της δημοσίας ζωής, δεν μπορούν να ανατεθούν αποκλειστικά σε πρόσωπα τα οποία απασχολούνται με σχέση εργασίας του ιδιωτικού δικαίου ασκούνται από δημοσίους υπαλλήλους. Το ζήτημα ποια είναι αυτά τα καθήκοντα κρίνεται από τα όργανα αποφάσεως του κράτους, ήτοι, στην υπό κρίση περίπτωση, από τον Ομοσπονδιακό Υπουργό Ταχυδρομείων. Δεν υπάρχει επομένως καμιά αντίρρηση στο να αποτελείται η μέση κατηγορία τεχνικών του εναγομένου κατά γενικό κανόνα μόνο από δημοσίους υπαλλήλους. Η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου εξασφαλίζει συναφώς — όπως στην υπόθεση Lawrie-Blum ( απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, υπόθεση 66/85, Συλλογή 1986, σ. 2121 ) — την προστασία των κοινοτικών εργαζομένων οι οποίοι ζητούν απασχόληση στις γερμανικές διοικητικές αρχές που παρέχουν υπηρεσίες. Βεβαίως, το Arbeitsgericht Elmshorn θεωρεί ότι οι Γερμανοί υπήκοοι που κατέχουν θέσεις δημοσίων υπαλλήλων οι οποίες δεν εμπίπτουν στο άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους κοινοτικούς υπηκόους που ασκούν την ίδια δραστηριότητα στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως, αλλά πρόκειται περί διακρίσεως η οποία θα διαρκέσει μέχρις ότου η Ευρωπαϊκή Κοινότητα αποκτήσει ενιαίο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, η δυσμενής διάκριση εις βάρος των Γερμανών δημοσίων υπαλλήλων είναι ανύπαρκτη, στο μέτρο που το δικαίωμα απεργίας που έχουν οι εργαζόμενοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου και οι υψηλότερες αμοιβές τους στην αρχή της σταδιοδρομίας τους εξισορροπούνται βαθμιαία από την αύξηση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων σε συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας. |
16. |
Η Bundespostdirektion καταλήγει ως εξής: « Η για ορισμένο χρόνο ισχύς της ρήτρας που τροποποιεί τη σύμβαση εργασίας δεν αντίκειται στο άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ, ακόμη και αν οι επαγγελματικές δραστηριότητες του ενάγοντος της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παραγράφου 4 αυτού του άρθρου, διότι αντικείμενο της προκειμένης υποθέσεως δεν είναι η ελεύθερη κυκλοφορία του ενάγοντος στα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 33, παράγραφος 4, του GG, του άρθρου 2, παράγραφος 2, του BBRG και του άρθρου 4, παράγραφος 2, του BBG συνάγεται ότι είναι νόμιμη η απασχόληση δημοσίων υπαλλήλων σε καθήκοντα τα οποία, για λόγους που αφορούν την ασφάλεια του κράτους ή της δημόσιας ζωής, δεν μπορούν να ανατίθενται μόνο σε πρόσωπα που απασχολούνται με σχέση εργασίας του ιδιωτικού δικαίου(... ) Δεν υπάρχει επομένως καμιά αντίρρηση να αποτελείται η μέση κατηγορία τεχνικών του Bundespost κατά γενικό κανόνα μόνο από δημοσίους υπαλλήλους. » |
17. |
Κατά την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως, το κοινοτικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση. Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας διακηρύσσεται γενικά στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ και εκφράζεται ειδικότερα στο άρθρο 48 της Συνθήκης. 'Ετσι, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33 ), που θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 48 της Συνθήκης, προβλέπει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, ότι ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους δεν μπορεί, στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, να τυγχάνει λόγω της ιθαγένειας του διαφορετικής μεταχειρίσεως από τους ημεδαπούς εργαζομένους, όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά τις αποδοχές. Αποκλείονται επομένως ρητώς από το πεδίο εφαρμογής αυτής της διατάξεως οι εργαζόμενοι που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους καταγωγής τους. Οι εργαζόμενοι οι οποίοι, όπως ο Steen, δεν έχουν ασκήσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, δεν μπορούν να επικαλεστούν τις προπαρατεθείσες διατάξεις, οι οποίες σκοπό έχουν να εξασφαλίζουν την ελεύθερη διασυνοριακή κυκλοφορία των εργαζομένων εντός των Κοινοτήτων. Η κατά τους ισχυρισμούς του Steen δυσμενέστερη θέση του συνιστά κατάσταση καθαρώς εθνική, η οποία δεν εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο. Συναφώς η Γερμανική Κυβέρνηση παραθέτει την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1982, 35/82 και 36/82, Morson ( Συλλογή 1982, σ. 3723 ). Δεν μπορεί να γίνει επίκληση ούτε του άρθρου 7 της Συνθήκης, διότι το άρθρο αυτό ισχύει μόνο εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. |
18. |
Η Επιτροπή θεωρεί, προκαταρκτικώς, ότι προσήκει καταρχάς να εξετάσει το θέμα αν ο Γερμανός υπήκοος που βρίσκεται στην κατάσταση του Steen μπορεί να επικαλεστεί παράβαση των άρθρων 7 ή 48 της Συνθήκης. Η γενική αρχή της απαγορεύσεως, εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας διατυπώνεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης και βρίσκει ειδικότερη έκφραση στο άρθρο 48 της Συνθήκης όσον αφορά την απασχόληση, τις αποδοχές και τις άλλες συνθήκες εργασίας των εργαζομένων. Μόνο όταν αποδεικνύεται ότι μια κατάσταση δεν εμπίπτει στο άρθρο 48 της Συνθήκης, μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 7 της Συνθήκης. |
19. |
Η Επιτροπή παραθέτει στη συνέχεια τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης είναι διάταξη η οποία σκοπό έχει να εξαλείψει από τις νομοθεσίες των κρατών μελών τις διατάξεις οι οποίες, όσον αφορά την απασχόληση, τις αποδοχές και τους άλλους όρους εργασίας, επιβάλλουν στον εργαζόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους αυστηρότερη μεταχείριση ή τον περιάγουν σε δυσμενέστερη νομική ή πραγματική κατάσταση έναντι του ημεδαπού που τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1979, 175/78, Saunders, Sig. 1979, σ. 1129 της 28ης Ιουνίου 1984, 180/83, Moser, Συλλογή 1984, σ. 2539 ). Από τις αποφάσεις όμως της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 115/78, Knoors (Sig. 1979, σ. 399), της 6ης Οκτωβρίου 1981, 246/80, Broekmeulen (Συλλογή 1981, σ. 2311), και της 22ας Σεπτεμβρίου 1983, 271/82, Auer (Συλλογή 1983, σ. 2727), συνάγεται ότι μπορούν να υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες να απαγορεύεται από το άρθρο 48 της Συνθήκης η δυσμενής διάκριση εις βάρος των ημεδαπών. Το γεγονός και μόνο ότι ο Steen έχει τη γερμανική υπηκοότητα δεν επιτρέπει επομένως το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 48 της Συνθήκης. Το άρθρο αυτό ρυθμίζει μόνο πραγματικές καταστάσεις που έχουν σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Η έννοια αυτή σημαίνει τη μετακίνηση του εργαζομένου από το έδαφος ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου. Το άρθρο 48 δεν μπορεί επομένως να εφαρμοστεί σε καταστάσεις που δεν έχουν κανένα συνδετικό στοιχείο με οιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το κοινοτικό δίκαιο ή σε καθαρώς εσωτερικές καταστάσεις ενός κράτους μέλους (βλ. αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1982, Morson, προαναφερθείσα, της 23ης Ιανουαρίου 1986, 298/84, Iorio, Συλλογή 1986, σ. 247 της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 147/87, Zaoui, Συλλογή 1987, σ. 5511 της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C-197/88, Dzodzi, Συλλογή 1990, σ. Ι-3763 της 28ης Μαρτίου 1979, Saunders, και της 28ης Ιουνίου 1984, Moser, οι οποίες προπαρατέθηκαν ). |
20. |
Κατά την Επιτροπή, το ερώτημα 2, στοιχείο β, του Arbeitsgericht Elmshorn περιγράφει υποθετική κατάσταση, κατά την οποία ο Steen πρόκειται να ασκήσει σε κράτος μέλος εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δραστηριότητα σε αντίστοιχη θέση υπό καθεστώς σχέσεως ιδιωτικού δικαίου και είναι, κατά συνέπεια, υποχρεωμένος να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος. Η υποθετική ύπαρξη τέτοιας δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος δεν είναι ωστόσο ικανή να δημιουργήσει τον απαιτούμενο σύνδεσμο με το κοινοτικό δίκαιο για την κατάσταση από την οποία ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης. Δεν είναι ανάγκη να εξεταστεί πώς θα έπρεπε να εκτιμηθεί η κατάσταση του Γερμανού υπηκόου ο οποίος έχει ασκήσει ορισμένη δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος και προσπαθεί στη συνέχεια να βρει ανάλογη απασχόληση στη χώρα καταγωγής του. Η συγκεκριμένη σχέση που υφίσταται ενδεχομένως ανάμεσα σε μια τέτοια κατάσταση και στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δεν συντρέχει στην προκειμένη διαφορά. Η « καθαρώς θεωρητική παράκαμψη » μέσω άλλου κράτους μέλους δεν αρκεί για να θεμελιώσει τον αναγκαίο σύνδεσμο, διότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε όλες τις καταστάσεις που στην πραγματικότητα είναι καθαρώς « εσωτερικές ». Το άρθρο 48 της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται σε καταστάσεις όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κυρίας δίκης. |
21. |
Όσον αφορά το άρθρο 7 της Συνθήκης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απαγόρευση των διακρίσεων ισχύει μόνο στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης. Όμως η κατάσταση που αποτελεί την αιτία της διαφοράς της κυρίας δίκης δεν έχει σχέση με το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, ακόμη και πέραν των διατάξεων των σχετικών με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, ούτε το άρθρο 7 εφαρμόζεται σε καταστάσεις όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη. |
22. |
Η Επιτροπή εκτιμά ότι παρέλκει η συζήτηση ως προς το αν η επίδικη στην κύρια υπόθεση θέση συνιστά απασχόληση στη δημόσια διοίκηση κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ. 'Αλλωστε, αφού το άρθρο 48 δεν εφαρμόζεται στην κατάσταση του Steen, παρέλκει η εξέταση του αν το άρθρο 48 είναι ανεφάρμοστο για λόγους που αφορούν την παράγραφο 4. |
23. |
Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το Arbeitsgericht Elmshorn:
|
G. F. Mancini
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( δεύτερο τμήμα)
της 28ης Ιανουαρίου 1992 ( *1 )
Στην υπόθεση C-332/90,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeitsgericht Elmshorn ( Γερμανία ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Volker Steen
και
Deutsche Bundespost,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 48 και 7 της Συνθήκης ΕΟΚ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα ),
συγκείμενο από τους F. Α. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και J. L. Murray, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon
γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
— |
ο Steen, εκπροσωπούμενος από τους Werner Schulte και Rüdiger Paulsen και από την Brigitta Zwolski, οι οποίοι είναι τοπικός πρόεδρος, γραμματέας και αναπληρωματικό μέλος του Deutsche Postgewerkschaft, Bezirksverwaltung Schleswig-Holstein, αντιστοίχως· |
— |
το Deutsche Bundespost, εκπροσωπούμενο από τον Franz Dolleschel, Postoberrat, Oberpostdirektion Kiel · |
— |
η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roder και Joachim Karl, Regierungsdirektor και Oberregierungsrat στο Υπουργείο Οικονομίας, αντιστοίχως· |
— |
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Götz zur Hausen, νομικό σύμβουλο, |
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Steen, εκπροσωπουμένου από τον Reinhard Mendel, δικηγόρο Αμβούργου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 22ας Οκτωβρίου 1991,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 1991,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με Διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 1990, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Οκτωβρίου 1990, το Arbeitsgericht Elmshorn υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ. |
2 |
Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Volker Steen, Γερμανού υπηκόου, και του Deutsche Bundespost (στο εξής: Bundespost) σχετικά με θέση εργασίας που χαρακτηρίζεται από τον κωδικό Dp Α7 Pt/M και της οποίας τα καθήκοντα ορίζονται ως « εργασίες συντηρήσεως παρεχόμενες από τεχνικό μέσης κατηγορίας ( ... ), εποπτική δραστηριότητα και διαχείριση αποθήκης ». |
3 |
O Steen εργάζεται στο Bundespost ως τεχνικός από το 1973. Τον Ιούλιο του 1985 υπέβαλε αίτηση για την προαναφερθείσα θέση. Σύμφωνα με την απόφαση του Ομοσπονδιακού Υπουργού Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της 14ης Μαΐου 1985, προϋπόθεση για την πρόσληψη στις θέσεις τεχνικών μέσης κατηγορίας είναι η πραγματοποίηση διετούς εκπαιδευτικής ασκήσεως, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασκούμενος απασχολείται υπό καθεστώς σχέσεως ιδιωτικού δικαίου, και η δήλωση του ασκουμένου ότι αποδέχεται, μετά την ολοκλήρωση της εκπαιδεύσεως και εφόσον επιτύχει στις εξετάσεις, την πρόσληψή του ως δημοσίου υπαλλήλου. |
4 |
Αφού υπέβαλε την εν λόγω δήλωση τον Ιούλιο του 1985, ο Steen άρχισε την εκπαιδευτική άσκηση του στη θέση Dp Α7 Pt/M υπό καθεστώς σχέσεως ιδιωτικού δικαίου. Όταν, τον Οκτώβριο του 1987, πέτυχε στις εξετάσεις για την πρόσληψη σε θέσεις τεχνικών μέσης κατηγορίας, ανακάλεσε τη δήλωση που είχε υποβάλει τον Ιούλιο 1985 και εξέφρασε την επιθυμία να εξακολουθήσει να εργάζεται και στο μέλλον στην προαναφερθείσα θέση με συμβατική σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η αμοιβή του Steen στη θέση Dp Α7 Pt/M ήταν τότε υψηλότερη αυτής που θα ελάμβανε στην ίδια θέση εάν τελούσε υπό καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου. |
5 |
Κατόπιν της αρνήσεως του Steen να προσληφθεί ως δημόσιος υπάλληλος, το Bundespost τον μετακίνησε στις 12 Νοεμβρίου 1987 σε θέση χειρώνακτα εργαζομένου υπαγομένου σε μισθολογική κατηγορία κατώτερη από την κατηγορία στην οποία υπάγεται η θέση Dp Α7 Pt/M. Ο Steen άσκησε αγωγή κατά της εν λόγω αποφάσεως μεταθέσεως και υποστήριξε ότι, κατά το μέτρο που η πρόσληψη στις θέσεις δημοσίων υπαλλήλων επιφυλάσσεται μόνο στους Γερμανούς υπηκόους, οι τελευταίοι είναι οι μόνοι που δεν μπορούν να κατέχουν για αόριστο χρονικό διάστημα, ως εργαζόμενοι βάσει συμβάσεως του ιδιωτικού δικαίου, θέσεις όπως η επίμαχη και υφίστανται, κατά συνέπεια, δυσμενή διάκριση κατά την έννοια των άρθρων 7 και 48 της Συνθήκης σε σχέση με τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών. |
6 |
Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
7 |
Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. |
8 |
Πρέπει να υπομνησθεί, κατ' αρχάς, ότι με το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης τίθεται σε εφαρμογή, στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που θεσπίζει το άρθρο 7 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, κάθε ρύθμιση ασυμβίβαστη προς το άρθρο 48 είναι εξίσου ασυμβίβαστη προς το άρθρο 7 της Συνθήκης. |
9 |
Πρόβλημα απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης γεννάται ωστόσο μόνον όσον αφορά τη στάση κράτους μέλους έναντι των εργαζομένων από άλλα κράτη μέλη οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν τη δραστηριότητα τους στο εν λόγω κράτος. Κατά πάγια νομολογία ( βλ. τελευταίως απόφαση της23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Höfner και Elser, Συλλογή 1991, σ. Ι-1979, σκέψη 37), οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας δεν εφαρμόζονται στις δραστηριότητες των οποίων όλα τα στοιχεία έχουν σχέση με ένα και μόνο κράτος μέλος και στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία εξαρτάται η συναγωγή του συμπεράσματος αυτού. |
10 |
Από τα πραγματικά περιστατικά, όπως τα εκθέτει το εθνικό δικαστήριο στη Διάταξη περί παραπομπής, προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε μεταξύ του γερμανικού Bundespost και ενός Γερμανού υπηκόου, ο οποίος δεν άσκησε ποτέ το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας, και αφορά την πρόσληψη σε θέση εργασίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. |
11 |
Η κατάσταση αυτή δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο που να έχει σχέση με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. |
12 |
Επομένως, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο υπήκοος κράτους μέλους, ο οποίος δεν άσκησε ποτέ το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν μπορεί να επικαλείται τα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης ΕΟΚ σε σχέση με καθαρά εσωτερικές καταστάσεις. |
Επί των δικαστικών εξόδων
13 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα ), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 1990 το Arbeitsgericht Elmshorn, αποφαίνεται: |
Ο υπήκοος κράτους μέλους, ο οποίος δεν άσκησε ποτέ το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν μπορεί να επικαλείται τα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης ΕΟΚ σε σχέση με καθαρά εσωτερικές καταστάσεις. |
Schockweiler Mancini Murray Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιανουαρίου 1992. Ο γραμματέας J.-G. Giraud Ο Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος F. Α. Schockweiler |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.