ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C-198/90 ( *1 )

Ι — Κανονιστικό πλαίσιο

1. Η κοινοτική ρύθμιση

Κατά το άρθρο 1, εδάφιο α, στοιχείο i, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 ( στο εξής: κανονισμός ), ο όρος « εργαζόμενος » χαρακτηρίζει κάθε πρόσωπο το οποίο είναι ασφαλισμένο δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως κατά ενός ή περισσοτέρων κινδύνων που αντιστοιχούν στους κλάδους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς.

Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, που προβλέπει ότι εφαρμόζεται στους εργαζομένους που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών.

Το άρθρο 3 του κανονισμού καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσώπων που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού.

Το άρθρο 73 του κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3427/89, έχει ως εξής:« Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειας του που κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους, σαν να κατοικούσαν τα μέλη αυτά στο έδαφος του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος IV. »

2. Η εθνική ρνθμιοη

Η επίμαχη ολλανδική νομοθεσία είναι η Algemene Kinderbijslagwet (ολλανδικός νόμος περί του γενικού καθεστώτος των οικογενειακών επιδομάτων, στο εξής: AKW, Staatsblad, 1, της 17ης Ιανουαρίου 1980).

Τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, ορίζουν:

«Άρθρο 6

1.   Είναι ασφαλισμένοι κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου:

α)

οι κάτοικοι ημεδαπής·

β)

τα πρόσωπα που, ενώ δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες, υπόκεινται εντούτοις στο φόρο επί των αποδοχών από έμμισθη επαγγελματική δραστηριότητα που ασκείται στις Κάτω Χώρες.

Άρθρο 7

1.   Σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου νόμου, ο ασφαλισμένος δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων για τα τέκνα του και τα τέκνα του συζύγου του καθώς και για τα τέκνα των οποίων του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή βαρύνεται με τη συντήρηση τους. »

II — Πραγματικά περιστατικά

Στις Κάτω Χώρες, οι εργαζόμενοι στους οποίους καταβάλλεται πρόωρη σύνταξη — η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο κλαδικών ή κατά επιχείρηση ασφαλιστικών συστημάτων — εξακολουθούν να λαμβάνουν τα ολλανδικά οικογενειακά επιδόματα μόνο αν κατοικούν στη χώρα αυτή.

Η διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων ενέκυψε επί του προβλήματος αυτού κατά την 209η συνεδρίαση της. Ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως υποστήριξε την άποψη ότι ο δικαιούχος συντάξεως λόγω προώρου αποχωρήσεως από την εργασία ο οποίος κατοικεί εκτός των Κάτω Χωρών δεν είναι ( πλέον ) υποχρεωτικώς ασφαλισμένος δυνάμει του AKW. Επομένως, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα επί των ολλανδικών οικογενειακών εποιδομάτων. Τα άρθρα 73, 74 ή 77 του κανονισμού 1408/71 δεν τυγχάνουν εφαρμογής για τον λόγο ότι ο εν λόγω αποχωρήσας προώρως δεν είναι ούτε μισθωτός, ούτε άνεργος, ούτε δικαιούχος συντάξεως ή άλλης προσόδου.

Με έγγραφο της 5ης Οκτωβρίου 1988, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της Ολλανδικής Κυβερνήσεως επί της άνισης αυτής μεταχειρίσεως και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

Η Επιτροπή, κρίνοντας μη ικανοποιητική την απάντηση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως της 12ης Ιανουαρίου 1989, απηύθυνε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στις 30 Μαΐου 1989, αιτιολογημένη γνώμη.

Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 1989, η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν δέχτηκε την άποψη της Επιτροπής. Κατόπιν της απαντήσεως αυτής, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.

III — Έγγραφη διαδικασία και προτάσεις των διαδίκων

1.

Η προσφυγή της Επιτροπής πρωτοκολλήθηκε' στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 1990. Η έγγραφη διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά. Η Επιτροπή δεν κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Αποφάσισε πάντως να θέσει ένα ερώτημα στην Επιτροπή η οποία και απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

2.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

α)

να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αρνούμενο να χορηγήσει τα οικογενειακά επιδόματα στους προώρως συντα-ξιοδοτηθέντες εργαζομένους που κατοικούν εκτός του εθνικού εδάφους, καίτοι υπάγονται στην ολλανδική νομοθεσία σύμ-. φωνα με τα άρθρα 73 και 75 του κανονισμού 1408/71, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο·

β)

να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Δικαστήριο:

α)

να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα της Επιτροπής με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αρνούμενο να χορηγήσει τα οικογενειακά επιδόματα στους προώρως συνταξιοδοτη-θέντες εργαζομένους που κατοικούν εκτός του εθνικού εδάφους καίτοι υπάγονται στην ολλανδική νομοθεσία, σύμφωνα με τα άρθρα 73 έως 75 του κανονισμού 1408/71, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ·

β)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

IV — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι δικαιούχοι του ολλανδικού συστήματος προώρου συνταξιοδοτήσεως εξακολουθούν να είναι εργαζόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια του εργαζομένου είναι έννοια κοινοτικού δικαίου η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως εν όψει του άρθρου 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, σκοπός του οποίου είναι η εγκαθίδρυση σε όσο το δυνατόν ευρύτερη έκταση ελεύθερης κυκλοφορίας για τους εργαζομένους. Η έννοια αυτή αναφέρεται σε όλους όσοι υπό την ιδιότητα τους αυτή και υπό οιαδήποτε ονομασία καλύπτονται από διαφορετικά εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 1987, 43/86, De Rijke, Συλλογή 1987, σ. 3611, και της 19ης Μαρτίου 1964, 75/63, Unger-Hoekstra, Jurispr. 1964, σ. 353 ).

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στο ολλανδικό δίκαιο οι δικαιούχοι της προώρου συνταξιοδοτήσεως εξακολουθούν να υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση βάσει του Ziekenfondswet ( ολλανδικός νόμος περί ταμείων υγείας ), εάν υπήγοντο ήδη προτού παύσουν να εργάζονται, αυτό δε, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους. Επομένως, οι προώρως συνταξιοδοτη-θέντες εργαζόμενοι, εφόσον παραμένουν υποχρεωτικώς ασφαλισμένοι, έστω και κατά ενός μόνο κινδύνου που αντιστοιχεί στις παροχές ασθενείας, εμπίπτουν στην έννοια του εργαζομένου την οποία έχει διαμορφώσει το Δικαστήριο.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, από τις αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, 60/85, Luijten (Συλλογή 1986, σ. 2365), και της 3ης Μαΐου 1990, C-2/89, Kits van Heijningen (Συλλογή 1990, σ. 1755 ), προκύπτει ότι από τον τίτλο II του κανονισμού 1408/71 συνάγεται ότι ο κοινοτικός εργαζόμενος πρέπει να υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνο κράτους μέλους. Ο καθορισμός του εφαρμοστέου στον εργαζόμενο νόμο συνεπάγεται, ως εκ τούτου, ότι μόνο αυτή η νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής, πράγμα με το οποίο επιδιώκεται να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να βρεθούν χωρίς καμία προστασία κοινωνικής ασφαλίσεως τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται ο τίτλος II ελλείψει νομικού συστήματος που να εφαρμόζεται σε αυτά. Η Επιτροπή φρονεί ότι το γεγονός ότι οι προώρως συντα-ξιοδοτηθέντες παραμένουν υποχρεωτικώς ασφαλισμένοι στο πλαίσιο του νόμου περί ταμείων υγείας, όπως ήταν κατά τον χρόνο ασκήσεως των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, συνεπάγεται ότι υπάγονται στην ολλανδική νομοθεσία. Πράγματι, εάν υπήγοντο σε άλλον εθνικό νόμο, δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν υποχρεωτικώς ασφαλισμένοι βάσει του Ziekenfondswet.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει συναφώς ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( κυρίως τις αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 1982, 275/81, Koks, Συλλογή 1982, σ. 3013, της 17ης Μαΐου 1984, 101/83, Baisse, Συλλογή 1984, σ. 2223, και της 3ης Μαΐου 1990, Kits van Heijningen που προαναφέρθηκε ), ο εργαζόμενος ο οποίος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου εργάζεται έχει κεκτημένο δικαίωμα επί των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπονται απ' αυτή τη νομοθεσία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να θιγεί από την εφαρμογή ρήτρας κατοικίας η οποία εξαιρεί από το ευεργέτημα των οικογενειακών επιδομάτων τα πρόσωπα που δεν κατοικούν στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η αντίθετη λύση θα κατέληγε στον αυθαίρετο καθορισμό για τους μεθοριακούς εργαζομένους οικογενειακών επιδομάτων μόνο για την περίοδο της προώρου συνταξιοδοτήσεως ενώ αυτά τα δικαιούνται τόσο προηγουμένως, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, όσο και μεταγενεστέρως, όταν φθάνουν στην ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αυτό δε κατ' εφαρμογή ρήτρας κατοικίας που συνιστά δυσμενή διάκριση.

Η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι ο προώρως συνταξιοδοτηθείς ο οποίος παραμένει ασφαλισμένος βάσει του νόμου περί των ταμείων υγείας, αλλά δεν είναι ασφαλισμένος ως προς τους άλλους κλάδους, είναι εργαζόμενος κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71, τον οποίον όμως δεν αφορούν οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού αυτού, σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

Πράγματι, οι εν λόγω κανόνες άρσεως συγκρούσεως αφορούν μόνο τα πρόσωπα που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εργαζόμενοι με'την κοινωνική έννοια του όρου.

Η Ολλανδική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι στηρίζεται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 14ης Ιουνίου 1990 στην υπόθεση C-140/88, Noij (Συλλογή 1991, σ. Ι-387), τις οποίες εκτίθεται ότι το άρθρο 13 του κανονισμού μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στα πρόσωπα που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, ο εργαζόμενος που έπαυσε να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα υπάγεται στη νομοθεσία της χώρας στην οποία κατοικεί. Η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι την άποψη αυτή υποστήριξε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υποθέσεως, στηριζόμενη στον σκοπό, την έκταση εφαρμογής του κανονισμού και τη ratio των κανόνων άρσεως συγκρούσεως του τίτλου ΙΙ του κανονισμού.

Η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί, επιπλέον, ότι η εφαρμογή του άρθρου 73 προϋποθέτει ότι η νομοθεσία κράτους μέλους προσδιορίζεται σύμφωνα με τον τίτλο II του κανονισμού 1408/71. Αυτό προκύπτει άλλωστε από την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1984, 101/83, Brusse ( Συλλογή 1984, σ. 2223, σκέψη 31 ).

Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη του άρθρου 73 δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή μιας προϋποθέσεως κατοικίας η οποία τέθηκε ως προϋπόθεση υπαγωγής σε ένα προβλεπόμενο από το νόμο σύστημα οικογενειακών παροχών. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, το άρθρο αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εθνική νομοθεσία επιβάλλει προϋποθέσεις κατοικίας στα μέλη της οικογενείας για τη χορήγηση ή την καταβολή των οικογενειακών παροχών. Μόνο οι τελευταίες αυτές προϋποθέσεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής συνεπεία της διατάξεως αυτής.

Η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι η ισότητα μεταχειρίσεως που επιβάλλει το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71 αφορά αποκλειστικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπαγωγή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους, είτε κατά την ίδια την εθνική νομοθεσία είτε κατά τον τίτλο II του κανονισμού, θα προσέκρουε σε κριτήρια ιθαγένειας που καθιερώνει η εν λόγω νομοθεσία. Το άρθρο 3 δεν εμποδίζει, εν τούτοις, την εφαρμογή κριτηρίων κατοικίας ως προϋπόθεση υπαγωγής και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να επιφέρει την υπαγωγή σε κλάδο συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους.

Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, οι προϋποθέσεις κατοικίας καθίστανται ανεφάρμοστες μόνο όταν τέτοιες προϋποθέσεις προβλέπονται από συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία που καθορίζεται κατά τους κανόνες άρσεως συγκρούσεως του τίτλου ΙΙ. Κράτος μέλος δεν μπορεί να αντιτάξει σε πρώην εργαζόμενο, εφόσον αυτός υπάγεται σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, διατάξεις που εισάγουν δυσμενή διάκριση στον τομέα της χορηγήσεως ή της καταβολής παροχών που καλύπτονται από τον κανονισμό.

Τέλος η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η άποψη της Επιτροπής θα κατέληγε στο να περιλαμβάνονται υποχρεωτικώς μεταξύ των ασφαλισμένων σε συστήματα που στηρίζονται στην προϋπόθεση της κατοικίας ως προϋπόθεση υπαγωγής όλοι οι υπήκοοι όλων των κρατών μελών. Η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι μία τέτοια συνέπεια είναι απαράδεκτη.

V — Απάντηση της Επιτροπής στην ερώτηση του Δικαστηρίου

Ερώτηση

Η Επιτροπή καλείται να λάβει θέση, ενόψει κυρίως των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1991 στις υποθέσεις C-140/88, Noij, και C-245/88, Daalmeijer (Συλλογή 1991, σ. I-387 και I-555), ως προς τον ακόλουθο ισχυρισμό της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, στο σημείο 17 του υπομνήματος της αντικρούσεως:

« Στην περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο μπορεί βεβαίως να χαρακτηρισθεί ως μισθωτός κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α, του κανονισμού, διότι δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους υπάγεται σ' έναν κλάδο συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως αυτού του κράτους μέλους, η υπαγωγή αυτή σε κλάδο της κοινωνικής ασφαλίσεως δεν αρκεί εν τούτοις αφεαυτής για να του επιτρέψει να υπαχθεί στους άλλους κλάδους του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως του ιδίου αυτού κράτους μέλους. Πράγματι, οι προϋποθέσεις υπαγωγής καθορίζονται από τον εθνικό νομοθέτη. Εάν η εθνική νομοθεσία θέτει προϋπόθεση κατοικίας ως προϋπόθεση υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, ο όρος αυτός μπορεί να αρθεί μόνο δυνάμει του τίτλου II. Κατά την άποψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, οι διατάξεις του τίτλου αυτού δεν είναι εν τούτοις εφαρμοστέες στους προ-ώρως συνταξιοδοτηθέντες. »

Απάννηαη

Η παρατήρηση αυτή φαίνεται ότι συγκλίνει με την άποψη που υιοθέτησε το Δικαστήριο στις προαναφερθείσες αποφάσεις του της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-140/88, Noij, και C-245/88, Daalmeijer, σκέψη 14.

Δυνάμει αυτής της αποφάσεως, μπορεί πράγματι να υποστηριχθεί ότι ο τίτλος II του κανονισμού δεν εφαρμόζεται στους μεθοριακούς εργαζομένους που λαμβάνουν ολλανδική πρόωρη σύνταξη και έτσι δεν υπάγονται για τον λόγο αυτό στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο σύνολο του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να έχουν δικαίωμα από άλλο λόγο για μία ή περισσότερες από τις προβλεπόμενες στον τίτλο III παροχές, το αντίθετο μάλιστα. Τούτο προκύπτει πράγματι από την ίδια την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, Daalmeijer. Βεβαίως, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι εναπόκεται στον εθνικό νομοθέτη να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό τον όρο όμως ότι δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των υπηκόων του οικείου κράτους και των υπηκόων των άλλων κρατών μελών.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 51 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως: εκτείνεται σε όλες τις μορφές δυσμενούς διακρίσεως, οι οποίες, με την εφαρμογή κριτηρίων διαφοροποιήσεων, καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως. Το πρόβλημα αφορά σχεδόν αποκλειστικά τους μη Ολλανδούς υπηκόους, εν προκειμένω τους Βέλγους πρώην μεθοριακούς εργαζομένους, οι οποίοι εξακολούθησαν να έχουν την κατοικία τους στο Βέλγιο ή επέστρεψαν κατόπιν εκεί. Επιπλέον, στην απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84, Pietro Pinna ( Συλλογή 1986, σ. 1 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των οικογενειακών επιδομάτων που χορηγούνται από κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτάται από την κατοικία των μελών της οικογενείας. Κατά την άποψη της Επιτροπής, πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει το ίδιο για τη χορήγηση των οικογενειακών παροχών για τις οποίες πρόκειται στην παρούσα υπόθεση.

'Ενα τρίτο επιχείρημα συνάγεται από τον ίδιο τον σκοπό του άρθρου 51 της Συνθήκης ΕΟΚ. Όπως είναι γνωστό, ο σκοπός αυτός είναι η εξασφάλιση στους διακινούμενους εργαζομένους της διατηρήσεως του δικαιώματος για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, ώστε να διασφαλισθεί καλύτερα η ελεύθερη κυκλοφορία των διακινουμένων εργαζομένων. Οι συνέπειες είναι διττές: αφενός μεν, κάθε κάτοικος κράτους μέλους πρέπει να μπορεί να εργαστεί σε άλλο κράτος μέλος ως μισθωτός ή ανεξάρτητος εργαζόμενος χωρίς να χάνει τα δικαιώματα που έχει αποκτήσει στο δικό του κράτος μέλος, αφετέρου δε, το ίδιο αυτό πρόσωπο πρέπει να μπορεί να επιστρέψει στο δικό του κράτος μέλος, χωρίς ωστόσο να χάνει τα δικαιώματα που απέκτησε στη χώρα όπου εργάστηκε. Όμως, αυτό θα συνέβαινε, εάν γινόταν δεκτή η θέση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως: οι εργαζόμενοι, ενθαρρυνόμενοι να εγκαταλείψουν τον ενεργό βίο στο πλαίσιο συστήματος προώρου συνταξιοδοτήσεως, χάνουν για τον λόγο αυτό ένα μέρος των κεκτημένων τους δικαιωμάτων, δηλαδή το δικαίωμα για οικογενειακά επιδόματα. Το αποτέλεσμα αυτό αντίκειται πλήρως στους σκοπούς του άρθρου 51 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η διαφορά απόψεων μεταξύ της Ολλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής οφείλεται στο ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν θίγει το πρόβλημα των μισθωτών που έχουν συνταξιοδοτηθεί προώρως. Μέχρι τη ρητή τροποποίηση του κανονισμού ως προς το σημείο αυτό, το πρόβλημα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί κατά δύο τρόπος: είτε να υιοθετηθεί τυπολατρική και περιοριστική στάση, κατά το παράδειγμα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, και να γίνει δεκτό ότι τα πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε σύστημα ασφαλίσεως που προβλέπει η εθνική νομοθεσία αποκλείονται αυτομάτως από το ευεργέτημα των παροχών, είτε, όπως προτείνει η Επιτροπή, να καταβληθεί προσπάθεια να αναζητηθούν ορισμένα σημεία στηρίξεως μέσα στους κανονισμούς, για να μη γίνουν τα πρόσωπα αυτά οι λησμονημένοι του συστήματος. Το τελευταίο αυτό αποτέλεσμα μπορεί επίσης να επιτευχθεί κατά δύο διαφορετικούς τρόπους: είτε με την εξομοίωση των προώρως συνταξιοδοτηθέντων με συνταξιοδοτηθέντες, είτε με την εξομοίωση τους προς εργαζομένους. Στην πρώτη περίπτωση, το άρθρο 77 του κανονισμού εφαρμόζεται κατ' αναλογία· στη δεύτερη περίπτωση, θα εφαρμοζόταν ως προς αυτούς το άρθρο 75. Το γεγονός ότι οι προώρως συνταξιοδοτη-θέντες εγκαταλείπουν οριστικά τον ενεργό βίο, όπως οι συνταξιοδοτηθέντες, συνηγορεί υπέρ της πρώτης λύσεως.

Οι αποφάσεις της 31ης Μαΐου 1979, 182/78, Pierik, Jurispr. 1979, σ. 177, και της 5ης Ιουλίου 1983, 171/82, Valentini, Συλλογή 1983, σ. 2157, συνηγορούν υπέρ της δεύτερης λύσεως. Στην πρώτη υπόθεση, επρόκειτο για πρόσωπο « που δεν ήταν πλέον ενεργό », αλλά που, κατά το Δικαστήριο, έπρεπε εν τούτοις να θεωρηθεί ως « μισθωτός » κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71. Στη δεύτερη υπόθεση, εκτός από ορισμένες ομοιότητες, το Δικαστήριο ουσιαστικά επέμεινε στις διαφορές μεταξύ συντάξεως γήρατος και πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, για να συναγάγει ότι οι επίδικες παροχές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είναι της ίδιας φύσεως με τις παροχές γήρατος στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 46 του κανονισμού 1498/71 (σκέψη 19 ). Δεδομένου ότι η νομολογία αυτή αφορά ειδικά τον κανονισμό 1408/71, η Επιτροπή προτείνει να εφαρμοστεί στην παρούσα κατάσταση.

Συμπερασματικώς, η Επιτροπή εμμένει στην άποψη της ότι κάθε μισθωτός ο οποίος λαμβάνει σύνταξη λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, αλλά κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, διατηρεί, παρά την προϋπόθεση κατοικίας που προβλέπει η ολλανδική νομοθεσία, το δικαίωμα για τα ολλανδικά οικογενειακά επιδόματα. Η αντίθετη λύση, που προτείνει η Ολλανδική Κυβέρνηση, καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ.

J. C. Moitinho de Almeida

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 28ης Νοεμβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-198/90,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τη Marie Wolfcarius και τον René Barents, στη συνέχεια από τη Wolfcarius και τον Berend Jan Drijber, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπουμένου από τους J. W. de Zwaan και Τ. Heukels, βοηθούς νομικούς συμβούλους του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία των Κάτω Χωρών, 5, rue C. Μ. Spoo,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αρνούμενο να χορηγήσει τα οικογενειακά επιδόματα στους προώρως συνταξιοδοτηθέντες εργαζομένους που κατοικούν εκτός του εθνικού εδάφους καίτοι διέπονται από την ολλανδική νομοθεσία, σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 75 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 ), όπως έχει τροποποιηθεί, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, R. Joliét, F. Grévisse και P. J. kapteyn, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, J. C Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 1990, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αρνούμενο να χορηγήσει τα οικογενειακά επιδόματα στους προώρως συντα-ξιοδοτηθέντες εργαζομένους οι οποίοι κατοικούν εκτός του εθνικού εδάφους καίτοι υπάγονται στην εθνική νομοθεσία, σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 75 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 ), όπως έχει τροποποιηθεί, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

2

Η άρνηση των ολλανδικών αρχών να χορηγήσουν τα οικογενειακά επιδόματα στα πρόσωπα που λαμβάνουν πρόωρη σύνταξη στην περίπτωση που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες θεμελιώνεται, αφενός, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του Nederlandse Algemene Kinderbijslagwet (ολλανδικός νόμος περί του γενικού καθεστώτος των οικογενειακών επιδομάτων, Staadsblad, 1, της 17ης Ιανουαρίου -1980, στο εξής: AKW ), και; αφετέρου, στο ότι δεν υπάρχουν διατάξεις στον προαναφερθέντα κανονισμό 1408/71 οι οποίες, κατά το πρότυπο αυτών που προβλέπονται για τους εργαζομένους (άρθρο 73), τους ανέργους (άρθρο 74) και τους δικαιούχους συντάξεων ( άρθρο 77 ), να αναγνωρίζουν το δικαίωμα για οικογενειακές παροχές στους προώρως συνταξιοδοτηθέντες που κατοικούν στο έδαφος άλλων κρατών μελών.

3

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του AKW:

« Είναι ασφαλισμένοι κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου:

α)

οι κάτοικοι ημεδαπής

β)

τα πρόσωπα που, ενώ δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες, υπόκεινται εντούτοις στον φόρο επί των αποδοχών από έμμισθη επαγγελματική δραστηριότητα που ασκείται στις Κάτω Χώρες. »

4

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα άρθρα 73 και 75 του κανονισμού 1408/71 εφαρμόζονται στους εργαζομένους που υπάγονται σε καθεστώς πρόωρης συνταξιοδοτήσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, η προϋπόθεση της κατοικίας που προβλέπει το άρθρο 6 του AKW δεν μπορεί να αντιταχθεί στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

5

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Ως προς την εφαρμογή των άρθρων 73 και 75 του κανονισμού 1408/71 στους εργαζομένους που υπάγονται σε καθεστώς πρόωρης συνταξιοδοτήσεως

6

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι προώρως συνταξιοδοτηθέντες εμπίπτουν στον ορισμό του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71 και ότι, στο μέτρο που πρέπει να θεωρούνται ως εν ενεργεία εργαζόμενοι, υπάγονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α, του ιδίου κανονισμού, κατά το οποίο ο εργαζόμενος που απασχολείται στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία αυτού του κράτους, ακόμη κι αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, η ολλανδική νομοθεσία εφαρμόζεται σ' αυτούς και, ως εκ τούτου, απολαύουν του δικαιώματος που παρέχεται από το άρθρο 73, παράγραφος 1, να λαμβάνουν οικογενειακές παροχές για τα μέλη της οικογενείας τους που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες.

7

Η Επιτροπή προσθέτει συναφώς ότι το γεγονός ότι οι προώρως συνταξιοδοτηθέντες εργαζόμενοι ασφαλίζονται υποχρεωτικώς δυνάμει του νόμου περί των ταμείων υγείας (Ziekenfondswet, στο εξής: ZEW) συνιστά όντως απόδειξη ότι ο ολλανδικός νόμος εξακολουθεί να εφαρμόζεται σ' αυτούς.

8

Σύμφωνα με το άρθρο 73 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3427/89 του Συμβουλίου της 30ής Οκτωβρίου 1989 (ΕΕ L 331, σ. 1):

« Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειας του που κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους, σαν να κατοικούσαν τα μέλη αυτά στο έδαφος του κράτους αυτού. »

9

Πρέπει να υπομνηστεί ότι η διάταξη αυτί] συνδυάζεται με τους κανόνες άρσεως συγκρούσεως που περιέχονται στα άρθρα 13 έως 17 του ιδίου κανονισμού ( βλ. απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1981, 104/80 Beeck, Συλλογή 1981, σ. 503, σκέψη 7 ).

10

Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α, δεν εφαρμόζεται στους προώρως συνταξιοδοτηθέντες εργαζομένους. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει πράγματι ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην άρση των συγκρούσεων μεταξύ των νομοθεσιών που μπορούν να ανακύψουν όταν κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου ο τόπος κατοικίας και ο τόπος εργασίας δεν βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος. Τέτοιες συγκρούσεις όμως δεν μπορούν πλέον να υπάρξουν όσον αφορά τους εργαζομένους που έχουν παύσει οριστικώς να ασκούν κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας (βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-140/88, Noij, Συλλογή 1991, σ. I-387, σκέψεις 9 και 10 ).

11

Ως εκ τούτου, καίτοι αληθεύει ότι οι προώρως συνταξιοδοτηθέντες εργαζόμενοι τους οποίους αφορά η παρούσα προσφυγή εξακολουθούν να είναι ασφαλισμένοι στο πλαίσιο του ZFW, η εφαρμογή του νόμου αυτού δεν απορρέει από την εφαρμογή του κανόνα άρσεως συγκρούσεως του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71.

12

Επομένως, το άρθρο 73 δεν τυγχάνει εφαρμογής στους εν λόγω εργαζομένους. Δεδομένου ότι το άρθρο 75 είναι το συμπλήρωμα των δύο διατάξεων που προηγούνται αυτού, η αιτίαση που στηρίζεται στην παράβαση των άρθρων 73 και 75 πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

Ως προς την αιτίαση ότι το άρθρο 6 του AKW δεν μπορεί να αντιταχθεί στους προώρως συνταξιοδοτηθέντες

13

Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις γενέσεως του δικαιώματος ή τις υποχρεώσεως υπαγωγής σε καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε κάποιον από τους κλάδους ενός τέτοιου καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων που αφορούν τη λήξη της υπαγωγής, εφόσον δεν γίνεται συναφώς διάκριση μεταξύ ημεδαπών και υπηκόων των άλλων κρατών μελών ( βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-245/88, Dallmeijer, Συλλογή 1991, σ. I-555, σκέψη 15 ). Η προϋπόθεση της κατοικίας που επιβάλλει ο AKW εισάγει εμμέσως δυσμενή διάκριση, δεδομένου ότι κινδυνεύει να λειτουργήσει εις βάρος των υπηκόων των άλλων κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τους αντιταχθεί.

14

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι μια τέτοια αιτίαση δεν προκύπτει ούτε από το έγγραφο οχλήσεως ούτε από την αιτιολογημένη γνώμη, που περιορίζονται στην επίκληση της παραβάσεως των άρθρων 73 και 75 του κανονισμού 1408/71, χωρίς να κάνουν αναφορά, αμέσως ή εμμέσως, στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

15

Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 166/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1984, σ. 459, σκέψη 16) προκύπτει ότι το αντικείμενο προσφυγής που ασκείται βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης προσδιορίζεται από τη διοικητική διαδικασία που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη καθώς και από τα αιτήματα της προσφυγής και ότι η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και η προσφυγή πρέπει να στηρίζονται στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς.

16

Επομένως, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως του Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.

Επί των δικαστικών εξόδων

17

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Slynn

Joliét

Grévisse

Kapteyn

Κακούρης

Moitinho de Almeida

Diez de Velasco

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Νοεμβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.