ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C- 159/90 ( *1 )

Ι — Περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλαίσιο της διαφοράς

Η άμβλωση απαγορευόταν πάντοτε στην Ιρλανδία, αρχικά δυνάμει του common law και εν συνεχεία βάσει του νόμου (443. Geo. Ill, c. 58) του 1803, του Offences Against the Person Act ( νόμος περί των εγκλημάτων κατά

της ζωής) του 1839 και, τέλος, βάσει των άρθρων 58 και 59 του Offences Against the Person Act ( νόμος περί των εγκλημάτων κατά της ζωής) του 1861. Το τελευταίο αυτό κείμενο είναι πάντοτε σε ισχύ στην Ιρλανδία και επιβεβαιώθηκε από το Oireachtas ( Ιρλανδικό Κοινοβούλιο ) με τον Health ( Family Planning ) Act ( νόμος περί της υγείας — οικογενειακός προγραμματισμός ) του 1979. Το 1983, με τροποποίηση του Συντάγματος εγκριθείσα με δημοψήφισμα, παρενεβλήθη στο άρθρο 140, παράγραφος 3, του Ιρλανδικού Συντάγματος ένα τρίτο εδάφιο διατυπωμένο ως εξής:

« Το κράτος αναγνωρίζει το δικαίωμα στη ζωή του κυοφορούμενου. Λαμβάνοντας προσηκόντως υπόψη το ίσο δικαίωμα της μητέρας στη ζωή, το κράτος υποχρεούται να σέβεται το δικαίωμα αυτό με τη νομοθεσία του και, κατά το μέτρο που αυτό είναι εφικτό, να υπερασπίζεται και να καταξιώνει το δικαίωμα αυτό με τη νομοθεσία του. »

Στην υπόθεση The Attorney General at the relation of the Society for the Proteciton of Unborn Children Ireland Ltd κατά Open Door Counselling Ltd και Dublin Wellwoman Centre Ltd, το High Court, με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1986, εν συνεχεία το Supreme Court, με απόφαση της 16ης Μαρτίου 1988, έκριναν ότι η βοήθεια που παρέχεται στις εγκύους οι οποίες βρίσκονται στο έδαφος της Ιρλανδίας προκειμένου να ταξιδέψουν στην αλλοδαπή για να υποστούν υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, οργανώνοντας τα ταξίδια τους ή παρέχοντας σ' αυτές πληροφορίες ως προς την ονομασία και την εγκατάσταση συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων κλινικών όπου διενεργείται υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, και πληροφορίες ως προς τον τρόπο επικοινωνίας με τις κλινικές αυτές, ήταν παράνομη ενόψει του άρθρου 40, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Ιρλανδικού Συντάγματος. Τα δύο δικαστήρια διέταξαν επίσης τους καθού διαδίκους να απέχουν από τέτοιες δραστηριότητες.

Κατόπιν των αποφάσεων αυτών, οι καθού άσκησαν ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 25 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, δύο προσφυγές κατά της Ιρλανδίας για παράβαση των άρθρων 8 ( δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), 10 (ελευθερία του εκφράζε-σθαι και δικαίωμα στην πληροφόρηση ) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου) της Συμβάσεως αυτής. Με απόφαση της 15ης Μαΐου 1990 ( προσφυγές αριθ. 14234/88, Open Door Counselling Ltd κατά Ιρλανδίας, και αριθ. 14235/88, Dublin Well Centre κ.λπ. κατά Ιρλανδίας), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι οι δύο προσφυγές ήταν παραδεκτές.

2. Ιοτορικό της διαφοράς

Η Society for the Protection of Unborn Children Ireland Ltd, προσφεύγουσα της κύριας δίκης ( στο εξής: SPUC ), είναι εταιρία ιρλανδικού δικαίου, η οποία έχει ιδίως ως σκοπό την παρεμπόδιση της αποποινικοποιήσεως της αμβλώσεως και την καταξίωση, την προάσπιση και την προαγωγή της ανθρώπινης ζωής από τη στιγμή της συλλήψεως.

Οι καθών στην υπόθεση της κύριας δίκης ήταν, κατά το έτος 1989/1990, τα μέλη του προεδρείου μιας από τις τρεις αυτές φοιτητικές ενώσεις, που στερούνται νομικής προσωπικότητας: η Union of Students in Ireland (στο εξής: USI ), η University College Dublin Students Union ( στο εξής: UCDSU ) και η Trinity College Dublin Students Union ( στο εξής: TCDSU ).

Κατά τα τελευταία έτη, η USI εξέδιδε μηνιαίο έντυπο το οποίο περιελάμβανε στήλη στην οποία παρέχονταν πληροφορίες στις φοιτήτριες σχετικά με τη δυνατότητα υπό ιατρικό έλεγχο διακοπής της κυήσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και πληροφορίες για ορισμένες κλινικές στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου η επέμβαση αυτή γινόταν νομίμως και ως προς τον τρόπο επικοινωνίας με τις κλινικές αυτές. Η UCDSU δημοσιεύει ετήσιο οδηγό ο οποίος διανέμεται στους φοιτητές. Η έκδοση 1989/1990 περιείχε παρόμοιες πληροφορίες με τις προαναφερθείσες και ανέφερε επίσης την ονομασία και τον τόπο εγκαταστάσεως ορισμένων κλινικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου γινόταν υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως. Η TCDSU εκδίδει κάθε χρόνο έναν οδηγό και ημερολόγιο το οποίο, στην έκδοση 1989/1990, περιείχε επίσης τέτοιες πληροφορίες. Κανένα από τα έντυπα αυτά δεν πρότεινε ούτε ενεθάρρυνε την άμβλωση.

Με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 1989, η SPUC ζήτησε από τους καθών της κύριας δίκης, ως υπευθύνων των αντιστοίχων ενώσεων τους, να αναλάβουν την υποχρέωση να μη δημοσιεύσουν κατά το ακαδημαϊκό έτος 1989/1990 πληροφορίες παρόμοιες με τις προαναφερθείσες. Οι καθών δεν απάντησαν στην επιστολή αυτή.

Η SPUC κίνησε τότε τη διαδικασία κατά των καθών ενώπιον του High Court, Dublin, επι-διώκουσα την έκδοση αποφάσεως με την οποία να αναγνωρίζεται ότι η διάδοση πληροφοριών όπως οι προαναφερθείσες ήταν παράνομη, καθώς και διατάξεως με την οποία να απαγορεύεται η δημοσίευση ή η διάδοση τέτοιων πληροφοριών.

Με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1989, το High Court έκρινε ότι, για να είναι σε θέση να αποφανθεί ως προς την έκδοση της διατάξεως που ζήτησε η προσφεύγουσα, έπρεπε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1989, το Supreme Court δέχθηκε την έφεση που άσκησε η SPUC κατά της αποφάσεως αυτής και εξέδωσε διάταξη απαγορεύουσα την εκτύπωση, έκδοση ή διανομή κάθε εντύπου με το οποίο παρέχονται πληροφορίες ως προς την ονομασία, την εγκατάσταση και τον τρόπο επικοινωνίας με συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες κλινικές όπου διενεργείται υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως. Ωστόσο, το Supreme Court δεν μεταρρύθμισε το μέρος της αποφάσεως του High Court με το οποίο το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι έπρεπε να υποβληθεί στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα. Σε κάθε διάδικο δόθηκε άδεια να υποβάλει αίτηση στο High Court, πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να ζητήσει μεταρρύθμιση της αποφάσεως του Supreme Court, υπό το φως της προδικαστικής αποφάσεως που θα εκδώσει το Δικαστήριο. Κατόπιν της αποφάσεως του Supreme Court, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης επέσπευσε τη διαδικασία ενώπιον του High Court με αίτημα τη χορήγηση παρόμοιων μέτρων με εκείνα τα οποία είχαν ζητηθεί προηγουμένως.

3. Προδικαστικά ερωτήματα

Θεωρώντας ότι, όπως έκρινε ήδη με την απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1989, η διαφορά έθετε προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το High Court, Dublin, με Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1990, αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί των εξής ερωτημάτων:

« 1)

Υπάγεται στην έννοια “ υπηρεσίες ”, του άρθρου 60 της Συνθήκης, περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, η δραστηριότητα που συνίσταται στην οργανωμένη διενέργεια αμβλώσεων ή στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως;

2)

Ελλείψει μέτρων προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών οι οποίες αφορούν τη δραστηριότητα που συνίσταται στην οργανωμένη διενέργεια αμβλώσεων ή στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, μπορεί ένα κράτος μέλος να απαγορεύει τη διάδοση ειδικών πληροφοριών σχετικών με συγκεκριμένη κλινική ή κλινικές σε άλλο κράτος μέλος στις οποίες διενεργούνται αμβλώσεις, με τη διεύθυνση τους και τον τρόπο επικοινωνίας με αυτές;

3)

Παρέχει το κοινοτικό δίκαιο σε άτομο που κατοικεί εντός του κράτους μέλους Α το δικαίωμα να δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένη κλινική ή κλινικές εντός του κράτους μέλους Β στις οποίες διενεργούνται αμβλώσεις, με τη διεύθυνση τους και τον τρόπο επικοινωνίας με αυτές, όταν η διενέργεια αμβλώσεων απαγορεύεται μεν βάσει του Συντάγματος και της ποινικής νομοθεσίας του κράτους μέλους Α, αλλά είναι νόμιμη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στο κράτος μέλος Β;»

4. Διαδικασία

Η απόφαση περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Μαΐου 1990.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού ( ΕΟΚ ) του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η SPUC, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τους James O' Reilly, SC, και Anthony Μ. Collins, barrister-at-law, κατόπιν παραγγελίας των Collins, Crowley & Co, solicitors, οι καθών της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τη Mary Robinson, SC, και Seamus Woulfe, barrister-at-law, κατόπιν παραγγελίας των Taylor & Buchalter, solicitors, η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Louis J. Dockery, chief state solicitor, επικουρούμενο από τους Dermot Gleeson, SC, και Aindrias O' Caoimh, barrister-at-law, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας.

Με Διάταξη του δευτέρου τμήματος της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, εκδοθείσα βάσει των άρθρων 76 και 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε να χορηγήσει σε όσους από τους καθών της κύριας είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα το ευεργέτημα πενίας.

Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως η υπόθεση εκδικαστεί από την ολομέλεια. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε στις 5 Δεκεμβρίου 1990 να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

1. Ως προς την αρμοδιότητα τον Δικαστηρίου

Η SPUC, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, υποστηρίζει προκαταρκτικά ότι στην παρούσα διαδικασία δεν τίθεται κανένα ζήτημα κοινοτικού δικαίου. Αφενός, η βοήθεια την οποία παρείχαν οι καθών της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στην έννοια των « υπηρεσιών » του άρθρου 60 της Συνθήκης το οποίο περιλαμβάνει τις παροχές που παρέχονται κανονικά έναντι αμοιβής. Πράγματι, οι καθών διέδιδαν τις εν λόγω πληροφορίες δωρεάν και χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς να ασκούν καμιά οικονομική δραστηριότητα. Όμως, το ζήτημα αν μια υπηρεσία παρέχεται στο πλαίσιο μιας οικονομικής δραστηριότητας φαίνεται να συνιστά καθοριστικό παράγοντα για την εφαρμογή των άρθρων 59 έως 66 της Συνθήκης. Αφενός, εφόσον η παροχή πληροφοριών γινόταν εξ ολοκλήρου στο εσωτερικό της Ιρλανδίας, ελλείψει οποιουδήποτε διασυνοριακού στοιχείου, το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να έχει εφαρμογή. Αυτό προκύπτει από πολλές αποφάσεις ως προς την εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1979, 175/78, Saunders, Rec. 1979, σ. 1129, της 27ης Οκτωβρίου 1982, 35/82 και 36/82, Morson και Jhanjan, Συλλογή 1982, σ. 3723, και της 28ης Ιουνίου 1984, 180/83, Moser, Συλλογή 1984, σ. 2539 ).

Υπό το φως των παρατηρήσεων αυτών, το SPUC προβάλλει ότι το Δικαστήριο οφείλει να αρνηθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που του υπέβαλε το High Court και να αναπέμψει στο εν λόγω δικαστήριο την υπόθεση για να την επιλύσει σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, για άγνωστο λόγο, δεν υποβλήθηκε κανένα ερώτημα στο Δικαστήριο μετά την απόφαση του High Court της 11ης Οκτωβρίου 1989, που αφορούσε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Φαίνεται ότι η Διάταξη του High Court της 5ης Μαρτίου 1990, με την οποία υποβλήθηκε τελικά στο Δικαστήριο το προδικαστικό ερώτημα, εκδόθηκε στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Πάντως, η Διάταξη αυτή, όσον αφορά την αιτιολογία, παραπέμπει στην απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1989. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει ευχερώς η διάκριση αν η προδικαστική απόφαση ζητείται πάντοτε στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ή αν του λοιπού ζητείται ώστε το High Court να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως.

Στην πρώτη περίπτωση, εφόσον η αιτηθείσα Διάταξη εκδόθηκε ουσιαστικά από το Supreme Court, θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να γίνει η σκέψη ότι ο δικαστής του High Court δεν μπορεί πλέον να επιληφθεί κανενός ζητήματος στον τομέα αυτόν. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 21ης Απριλίου 1988, υπόθ. 338/85, Pardini (Συλλογή 1988, σ. 2041 ), αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβαλλόμενη από το δικαστήριο αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο. Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να υποβάλλουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο παρά μόνον αν εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας καλούνται να εκδώσουν απόφαση για την οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη η προδικαστική απόφαση. Πάντως, από την απόφαση του Supreme Court της 19ης Δεκεμβρίου 1989 προκύπτει ότι κάθε διάδικος μπορεί να προσφύγει ενώπιον του High Court για να ζητήσει μεταρρύθμιση της Διατάξεως που εξέδωσε το Supreme Court. Συνέπεται ότι το High Court πάντοτε έχει να διαδραματίσει έναν ρόλο, ακόμη και όσον αφορά τη διαδικασία για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

Αντιθέτως, αν η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αναφέρεται στην υπόθεση επί της ουσίας, το High Court είναι ασφαλώς το αρμόδιο δικαστήριο.

2. Επί του πρώτου ερωτήματος

Κατά τη γνώμη της SPUC, κανένα στοιχείο που περιλαμβάνεται στους στόχους της Συνθήκης (άρθρα 2 και 3, στοιχείο γ) ή στον ορισμό των υπηρεσιών (άρθρο 60) δεν επιβάλλει όπως η πραγματοποίηση της υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως θεωρείται ως εμπίπτουσα στις διατάξεις αυτές. Ακόμη και αν η πραγματοποίηση μιας τέτοιας πράξεως κατά τη νομοθεσία ορισμένων κρατών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προσπόριση κέρδους ή την παροχή ανταλλάγματος, αυτό δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί η πράξη ως οικονομική δραστηριότητα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ορισμένες δραστηριότητες, ακόμη και άκρως ανήθικες, μπορεί να επιτρέπονται σε διάφορο βαθμό σε ορισμένα κράτη μέλη δεν σημαίνει ότι συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στους στόχους της Συνθήκης.

Κατά το μέτρο που θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, ως ιατρική θεραπεία, εμπίπτει στην έννοια των υπηρεσιών, επιβάλλεται να εξεταστεί η ενότητα της υπό δύο επόψεις. Πρώτον, είναι η μόνη μορφή ιατρικής θεραπείας που αφορά έναν τρίτο, δηλαδή το παιδί που θα γεννηθεί. Δεύτερον, είναι η μόνη μορφή ιατρικής θεραπείας η οποία κατ' ανάγκη συνεπάγεται την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής. Επομένως, η SPUC προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει, ενδεχομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

« Η οργανωμένη δραστηριότητα ή διαδικασία που συνίσταται στη διενέργεια αμβλώσεως ή στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως δεν υπάγεται στην έννοια των υπηρεσιών του άρθρου 60 της Συνθήκης ΕΟΚ. »

Οι Grogan κ.λπ., καθών στην υπόθεση της κύριας δίκης, υποστηρίζουν ότι η οργανωμένη δραστηριότητα ή διαδικασία που συνίσταται στη διενέργεια αμβλώσεως ή στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως εμπίπτει στην έννοια των υπηρεσιών του άρθρου 60 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η διάταξη αυτή αφορά τις παροχές που παρέχονται κανονικά έναντι αμοιβής. Το πρόσωπο το οποίο ζητεί διακοπή της κυήσεως υπό ιατρικό έλεγχο στο Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει κανονικά να καταβάλει την τιμή της ιατρικής αυτής θεραπείας, καθόσον η υπηρεσία αυτή παρέχεται κανονικά έναντι αμοιβής.

Το άρθρο 60 περιέχει μη εξαντλητικό πίνακα υπηρεσιών στον οποίο περιλαμβάνονται οι δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων. Η έννοια αυτή περικλείει το ιατρικό επάγγελμα, καθώς και την υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, η οποία καλύπτεται ασφα-λιστικώς ως υπηρεσία στα περισσότερα κράτη μέλης της Κοινότητας.

Με την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984, 286/82 και 26/83, Luisi και Carbone ( Συλλογή 1984, σ. 377 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ιατρική περίθαλψη συνιστά υπηρεσία κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης και ότι οι υποβαλλόμενοι στη θεραπεία αυτή πρέπει να θεωρούνται ως αποδέκτες υπηρεσιών. Κατά τους καθών της κύριας δίκης, η ιατρική περίθαλψη περιέχει και περιλαμβάνει την υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως ή την άμβλωση. Συνεπώς, η έγκυος γυναίκα η οποία μεταβαίνει από ένα κράτος μέλος σε άλλο με σκοπό την άμβλωση που διενεργείται εκεί νομίμως πρέπει να θεωρείται ως αποδέκτης υπηρεσιών που εμπίπτουν στις διατάξεις της Συνθήκης.

Η Ιρλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι προβλήματα κοινοτικού δικαίου τίθενται μόνο στο πλαίσιο ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας. Κατά το μέτρο που η δραστηριότητα των καθών της κύριας δίκης δεν είναι οικονομικής φύσεως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να διέπεται μόνον από το εσωτερικό ιρλανδικό δίκαιο.

Το πρώτο ερώτημα δεν επιδέχεται απλώς μια απάντηση καταφατική ή αρνητική. Εν προκειμένω, εφόσον οι καθών της κύριας δίκης δεν ενεργούν ούτε ως παρέχοντες υπηρεσίες ούτε ως πράκτορες κλινικών άλλων κρατών μελών στις οποίες διενεργείται υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, δεν υπάρχει εν προκειμένω διασυνοριακό στοιχείο. Σχετικώς, από την απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, 52/79, Debauve ( ECR 1980, σ. 833 ), προκύπτει ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ως προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή σε δραστηριότητες των οποίων όλα τα κύρια στοιχεία συγκεντρώνονται στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους.

Πρέπει επίσης να παρατηρθεί ότι κανένας από τους καθών της κύριας δίκης δεν παρέχει υπηρεσίες όπως αυτές καθορίζονται στη Συνθήκη, κανένας από αυτούς δεν λαμβάνει ή ανέμενε ότι θα λάβει υπηρεσίες και κανένα πρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος δεν εμπλέκεται στη διαδικασία της κύριας δίκης. Το μόνο επίμαχο γεγονός συνίσταται στη δωρεάν διάδοση, στο εσωτερικό της Ιρλανδίας, ορισμένων πληροφοριών οι οποίες είναι παράνομες στην Ιρλανδία. Με την απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, 352/85, Bond Van Adverteerders (Συλλογή 1988, σ. 2085), το Δικαστήριο εξέτασε προκαταρκτικά το ζήτημα αν η οικεία υπηρεσία είχε διασυνοριακό χαρακτήρα, κατά το άρθρο 59 της Συνθήκης, και αν επρόκειτο για υπηρεσίες οι οποίες κανονικά παρέχονται έναντι αμοιβής, σύμφωνα με το άρθρο 60 της Συνθήκης. 'Ομως, η περίπτωση της κύριας δίκης δεν αφορά την παροχή τέτοιων υπηρεσιών από οποιονδήποτε διάδικο, αλλά αποκλειστικά τη διάδοση πληροφοριών που δεν συγκεντρώνουν κανένα από τα κριτήρια που εφάρμοσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 26ης Απριλίου 1988.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, βάσει του άρθρου 60 της Συνθήκης, ως υπηρεσίες νοούνται οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται έναντι αμοιβής, εφόσον δεν διέπονται από τις διατάξεις τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των προσώπων. Εφόσον καμιά από τις διατάξεις αυτές δεν έχει εφαρμογή στη διακοπή της κυήσεως η οποία, λόγω της ιατρικής της φύσεως, πρέπει να θεωρείται ως δραστηριότητα των ελευθέρων επαγγελμάτων κατά το άρθρο 60, το ουσιαστικό ζήτημα είναι αν η εν λόγω παροχή παρέχεται κανονικά έναντι αμοιβής.

Από την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 263/86, Humbel ( Συλλογή 1988, σ. 5365 ), προκύπτει ότι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο γεγονός ότι η αμοιβή αποτελεί το οικονομικό αντάλλαγμα της οικείας παροχής, αντάλλαγμα το οποίο κανονικά ορίζεται μεταξύ του παρέχοντος και του αποδέκτού της υπηρεσίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δεν υπήρχε στην περίπτωση μαθημάτων τα οποία διδάσκονται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο, κατά γενικό κανόνα, δεν χρηματοδοτείται από τους μαθητές ή τους γονείς τους, αλλά από τον δημόσιο προϋπολογισμό, σύστημα το οποίο δημιούργησε και διατηρεί σε λειτουργία το κράτος όχι για να επιδίδεται στην άσκηση αμειβομένων δραστηριοτήτων, αλλά για να εκπληρώνει την αποστολή του απέναντι στον πληθυσμό του στον κοινωνικό,πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα. Όσον αφορά την υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, επομένως, συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 60 όταν η υπηρεσία παρέχεται από ιδιώτη και πληρώνεται από τον αποδέκτη της. Αντιθέτως, δεν θεωρείται υπηρεσία κατά την έννοια της Συνθήκης όταν παρέχεται από κράτος μέλος στο πλαίσιο των κοινωνικών του στόχων και χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον φορολογούμενο.

Δεδομένου ότι με τη Διάταξη περί παραπομπής δεν διευκρινίζεται αν οι γυναίκες οι οποίες μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος για να υποστούν εκεί διακοπή της κυήσεως υπό ιατρικό έλεγχο επιδιώκουν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσία παρεχόμενη δωρεάν από το κράτος ή αν απευθύνονται σε ιδιωτικές κλινικές όπου οφείλουν να καταβάλουν το κόστος της επεμβάσεως, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα πρέπει να λάβει υπόψη τις δύο δυνατότητες. Η Επιτροπή προτείνει, επομένως, στο πρώτο ερώτημα να δοθεί η εξής απάντηση:

« Η δραστηριότητα που συνίσταται στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως είναι υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης ΕΟΚ εκτός αν ασκείται από δημόσια αρχή κατά την εκπλήρωση της αποστολής της στον τομέα της υγείας και χρηματοδοτείται από τον δημόσιο προϋπολογισμό. »

Η απάντηση αυτή δεν μεταβάλλεται από τις ιδιομορφίες της οικείας υπηρεσίας, καθόσον το Δικαστήριο διασαφήνισε ότι ο ειδικός χαρακτήρας ορισμένων παροχών υπηρεσιών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν εμπίπτουν στους κανόνες περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (αποφάσεις τη 3ης Δεκεμβρίου 1974, 33/74, Van Binsbergen, ECR 1974, σ. 1299, και της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 279/80, Webb, Συλλογή 1981, σ. 3305).

3. Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος

Η SPUC προβάλλει, πρώτον, ότι η Ιρλανδία μπορεί να επικαλεστεί την παρέκκλιση για λόγους δημοσίας τάξεως που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο για να απαγορεύσει τη διάδοση ειδικών πληροφοριών όσον αφορά την ονομασία και τον τόπο εγκαταστάσεως συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων κλινικών σε άλλο κράτος μέλος όπου διενεργείται υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας με τις κλινικές αυτές.

Η παρέκκλιση για λόγους δημοσίας τάξεως εξετάστηκε με τις αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1974, 41/74, Van Duyn (ECR 1974, σ. 1337), και της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau ( ECR 1977, σ. 1999 ), στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Με τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο έκρινε κυρίως ότι, μολονότι οι ειδικές περιστάσεις οι οποίες μπορεί να δικαιολογούν την προσφυγή στην έννοια της δημοσίας τάξεως μπορεί να διαφέρουν από μια χώρα σε άλλη και από μια εποχή σε άλλη, εν πάση περιπτώσει και εκτός της διαταράξεως που συνιστά κάθε παράβαση, η επίκληση της έννοιας αυτής από τις εθνικές αρχές προϋποθέτει την ύπαρξη πραγματικής και αρκούντος σοβαρής απειλής, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.

Η SPUC θεωρεί ότι υπάρχει πραγματική και σοβαρή απειλή κατά των επιταγών της ιρλανδικής δημόσιας τάξης, η οποία θίγει ένα από τα θεμελιώδη συμφέροντα της ιρλανδικής κοινωνίας, εφόσον πρόκειται για δραστηριότητες που δεν είναι μόνον αντίθετες προς το ιρλανδικό δίκαιο, αλλά συνεπάγονται την κατάργηση του πλέον θεμελιώδους από όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, δηλαδή το δικαίωμα στη ζωή, το οποίο αναγνωρίζεται ρητά και καθιερώνεται από το Ιρλανδικό Σύνταγμα. Βάσει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 56 και 66 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία να λαμβάνουν νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα με τα οποία θεσπίζεται ειδική μεταχείριση για τους αλλοδαπούς υπηκόους όσον αφορά την ελευθερία παροχής υπηρεσιών εντός της Κοινότητας. Από την εν λόγω παρέκκλιση από τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων συνάγεται ότι ένα κράτος μέλος διατηρεί την εξουσία να θεσπίζει μέτρα μη εισάγοντα διακρίσεις που να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, Debauve, που παρατέθηκε ήδη ). Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1974, Van Binsbergen, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν ληφθεί υπόψη ο ειδικός χαρακτήρας των παρεχομένων υπηρεσιών, δεν είναι ασυμβίβαστες προς τη Συνθήκη οι ειδικές απαιτήσεις που επιβάλλονται στον παρέχοντα υπηρεσίες, απαιτήσεις που αποβλέπουν στην εφαρμογή επαγγελματικών κανόνων που δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον. Εξάλλου, το άρθρο 60, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης παρέχει σε κάθε κράτος μέλος τη δυνατότητα να επιβάλλει στους παρέχοντες υπηρεσία, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίοι, προσωρινά, ασκούν τη δραστηριότητά τους στη χώρα όπου παρέχεται η υπηρεσία, τους ίδιους όρους που το κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους.

Αν καθιερωνόταν το δικαίωμα που διεκδικούν οι καθών, η παρέκκλιση δημοσίας τάξεως που προβλέπεται στα άρθρα 36, 48, παράγραφος 3, 56, παράγραφος 1, 66 και 100 Α της Συνθήκης θα είχε καταργηθεί στην πράξη. Το ίδιο θα συνέβαινε για τις παρεκκλίσεις για λόγους δημοσίας ηθικής και προστασίας της υγείας και της ζωής των προσώπων, των ζώων και των φυτών που περιλαμβάνονται στα άρθρα 36 και 100 Α.

Δεύτερον, η SPUC υποστηρίζει ότι, ελλείψει μέτρων που να προβλέπουν την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την άμβλωση, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να απαγορεύουν τη διάδοση πληροφοριών όπως αυτές που αποτελούν αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης. Με την προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, Debauve, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει εναρμονίσεως των εφαρμοστέων κανόνων, η απαγόρευση της τηλεοπτικής εμπορικής διαφημίσεως περιλαμβάνεται στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που διατηρεί κάθε κράτος μέλος στον τομέα αυτό. Αυτό ισχύει ακόμη και αν η εν λόγω απαγόρευση επεκτείνεται στην τηλεοπτική διαφήμιση που προέρχεται από άλλα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι η απαγόρευση εφαρμόζεται πραγματικά υπό τους ίδιους όρους στους εθνικούς οργανισμούς. Κατά τη SPUC, η ίδια αρχή εφαρμόζεται στην απαγόρευση παροχής των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται η διαφορά της κύριας δίκης.

Βάσει του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, που παρενεβλήθη στη Συνθήκη με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, στα κράτη μέλη παρέχεται το μόνιμο δικαίωμα να παρεκκλίνουν από κάθε μέτρο εναρμονίσεως θεσπιζόμενο κατά πλειοψηφία, κυρίως για λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή προστασίας της υγείας ή της ζωής των ανθρώπων και των ζώων. Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε αιτήσει των Κυβερνήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, καθόσον η τελευταία αυτή κυβέρνηση είχε ως σκοπό να εξαλείψει οποιαδήποτε αμφιβολία που μπορούσε να προκύψει όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 100 Α στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως.

Τρίτον, η SPUC προβάλλει ότι κανένα δικαίωμα το οποίο φέρεται ως παρεχόμενο από την κοινοτική έννομη τάξη δεν μπορεί να καταργήσει θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο διασφαλίζεται από το Σύνταγμα κράτους μέλους.

Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να ταξιδέψει σε άλλο κράτος μέλος για να λάβει υπηρεσία η οποία παρέχεται εκεί νομίμως έχει το δικαίωμα να λάβει ειδικές πληροφορίες σχετικά με μια τέτοια υπηρεσία στην Ιρλανδία, όταν η δραστηριότητα απαγορεύεται τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από το ιρλανδικό ποινικό δίκαιο. Το δικαίωμα παροχής τέτοιων πληροφοριών δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον ως επιστέγασμα αντίστοιχης υποχρεώσεως παροχής των πληροφοριών αυτών και μόνο κατά το μέτρο που αυτό συνιστά αναγκαίο στοιχείο του δικαιώματος λήψεως της υπηρεσίας αυτής. Όμως, αν οι εν λόγω πληροφορίες ήταν αναγκαίες για την πραγματοποίηση της υπό ιατρικό έλεγχο διακοπής της κυήσεως, θα έπρεπε να προκύπτει ότι η σκόπιμη διάδοση τέτοιων πληροφοριών συνιστά θετική βοήθεια κατά την έννοια της Διατάξεως που εξέδωσε το ιρλανδικό Supreme Court στην υπόθεση Attorney General at the relation of SPUC κατά Open Door Counselling Ltd και Dublin Wellwoman Centre Ltd, διότι, χωρίς τέτοιες πληροφορίες, η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως δεν θα ήταν δυνατή. Αντιθέτως, αν οι πληροφορίες δεν ήταν αναγκαίες, οι καθών της κύριας δίκης δεν θα μπορούσαν να αποδείξουν την ύπαρξη καμιάς υποχρεώσεως παροχής των πληροφοριών αυτών. Επομένως, το διεκδικούμενο προς τούτο δικαίωμα δεν μπορεί να παρέχεται ούτε από το ιρλανδικό δίκαιο ούτε από το κοινοτικό δίκαιο.

Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές, η προαναφερθείσα απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984, Luisi και Carbone, δεν παρέχει καμιά βοήθεια στους καθών της κύριας δίκης. Κατά το μέτρο που θα μπορούσε να υπάρχει δικαίωμα μεταβάσεως σε άλλο κράτος μέλος για τη λήψη υπηρεσίας, αυτό δεν θα παρείχε καθαυτό το δικαίωμα λήψεως της υπηρεσίας αυτής σε οποιοδήποτε κράτος μέλος. Δεν είναι δυνατό να προβάλλεται το επιχείρημα ότι η απαγόρευση παροχής βοηθείας σε πρόσωπο για τη λήψη υπηρεσίας η οποία είναι παράνομη σε κράτος μέλος μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για τη νόμιμη λήψη από το ίδιο αυτό πρόσωπο της ίδιας υπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος.

Όσον αφορά το ζήτημα αν οι επίδικες διατάξεις του ιρλανδικού δικαίου συμβιβάζονται προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, η SPUC αναφέρεται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην απόφαση της 7ης Ιουλίου 1976, υπόθ. 7/76, IRCA ( ECR 1976, σ. 1213 ), κατά τις οποίες θεμελιώδες δικαίωμα αναγνωριζόμενο και προστατευόμενο από το σύνταγμα οποιουδήποτε κράτους μέλους πρέπει να αναγνωρίζεται και να προστατεύεται επίσης από το κοινοτικό δίκαιο. Αυτό δικαιολογείται από το ότι το κοινοτικό δίκαιο οφείλει την ίδια την ύπαρξη του στη μερική εκχώρηση κυριαρχίας από κάθε κράτος μέλος προς την Κοινότητα. Όμως, κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε τη βούληση να περιλάβει στην εν λόγω εκχώρηση την εξουσία, για την Κοινότητα, να νομοθετεί κατά παράβαση των δικαιωμάτων τα οποία προστατεύονται από το ίδιο του το Σύνταγμα.

Το επίμαχο εν προκειμένω θεμελιώδες δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα στη ζωή, αναγνωρίστηκε και καθιερώθηκε από το Ιρλανδικό Σύνταγμα, σιωπηρά πριν από το 1983 και ρητά έκτοτε. Ο ιρλανδικός λαός δεν έχει καμιά εξουσία να θίγει ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζεται και καθιερώνεται από το Ιρλανδικό Σύνταγμα. Συνεπώς, θεσπίζοντας την τρίτη τροποποίηση του Συντάγματος το οποίο επέτρεψε στην Ιρλανδία να προσχωρήσει στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, δεν ήταν δυνατό να εκχωρήσει δικαίωμα το οποίο δεν είχε ο ίδιος. Κατά συνέπεια, οι Κοινότητες και τα θεσμικά τους όργανα δεν μπορούν να ενεργούν κατά τρόπο που συνεπάγεται την κατάργηση θεμελιώδους δικαιώματος το οποίο προστατεύεται και καθιερώνεται κατ' αυτόν τον τρόπο, και αν τα κοινοτικά όργανα θέσπιζαν μέτρα συνεπαγόμενα ένα τέτοιο αποτέλεσμα, κανένα ιρλανδικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τα εφαρμόσει.

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επιλύσει κανένα πρόβλημα σχετικό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Από την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 60/84 και 61/84, Cinétheque (Συλλογή 1985, σ. 2605), προκύπτει ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να εξετάζει το ζήτημα αν συμβιβάζεται προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση εθνικός νόμος ο οποίος εντάσσεται σε τομέα που εμπίπτει στην εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη. Ως εκ τούτου, το ζήτημα αν η συνταγματική προστασία του δικαιώματος στη ζωή των κυοφορούμενων και η απαγόρευση της αμβλώσεως μπορεί να είναι αντίθετες προς ορισμένες διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών δεν μπορεί να εγερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

Η SPUC, επομένως, προβάλλει ότι, αν χρειάζεται, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το High Court, το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει ως εξής:

« Ελλείψει μέτρων που να προβλέπουν την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, όσον αφορά την οργανωμένη δραστηριότητα ή διαδικασία που συνίσταται στη διενέργεια αμβλώσεως ή στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, κράτος μέλος μπορεί να απαγορεύσει τη διάδοση συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικά με την ονομασία και τον τόπο εγκαταστάσεως συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων κλινικών σε άλλο κράτος μέλος όπου διενεργούνται αμβλώσεις και τον τρόπο επικοινωνίας με την ή τις κλινικές αυτές.

Το κοινοτικό δίκαιο δεν παρέχει σε πρόσωπο το οποίο διαμένει σε κράτος μέλος Α το δικαίωμα να διαδίδει πληροφορίες αναφορικά με συγκεκριμένη κλινική ή κλινικές εντός κράτους μέλους Β στις οποίες γίνονται αμβλώσεις, με τη διεύθυνση τους και τον τρόπο επικοινωνίας με αυτές, όταν η διενέργεια αμβλώσεων απαγορεύεται βάσει του Συντάγματος και της ποινικής νομοθεσίας του κράτους μέλους Α, αλλά είναι νόμιμη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στο κράτος μέλος Β. »

Οι Grogmi κ.Απ. υποστηρίζουν ότι κράτος μέλος το οποίο επιδιώκει να απαγορεύσει τη διάδοση των επίμαχων πληροφοριών παραβαίνει τα άρθρα 59 και/ή 62, ερμηνευό-μενα υπό το φως του άρθρου 3, στοιχείο γ, της Συνθήκης. Μια τέτοια απαγόρευση συνιστά, για τη γυναίκα που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματός της να μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος για να λάβει υπηρεσία η οποία παρέχεται εκεί νομίμως. Όμως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 1984, Luisi και Carbone, που παρατέθηκε ήδη, και της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 186/87, Cowan, Συλλογή 1989, σ. 195 ) προκύπτει ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών περιλαμβάνει την ελευθερία των αποδεκτών των υπηρεσιών να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να εμποδίζονται από περιορισμούς και, ειδικότερα, οι δικαιούχοι ιατρικής περιθάλψεως πρέπει να θεωρούνται ως αποδέκτες υπηρεσιών. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το άρθρο 59 είχε άμεση εφαρμογή και ότι οι υπήκοοι των κρατών μελών μπορούν να το επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων χωρίς να χρειάζεται προς τούτο νομοθεσία που να εξασφαλίζει την εφαρμογή του.

Αν οι αρχές αυτές εφαρμοστούν στην παρούσα υπόθεση, η υπήκοος κράτους μέλους δικαιούται να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος για να αποδεχθεί την ιατρική υπηρεσία που συνίσταται στη διακοπή της κυήσεως ή την άμβλωση, η οποία παρέχεται νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος, χωρίς να εμποδίζεται από περιορισμούς. Η Ιρλανδία δεν επιδιώκει ευθέως να απαγορεύσει στην έγκυο γυναίκα να ασκεί το δικαίωμά της ούτε να την εμποδίσει, αλλά εμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος αυτού μέσω περιορισμών στη διάδοση σχετικών πληροφοριών. Σύμφωνα με μια επιστημονική έκθεση, η παρεμπόδιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα ότι έγκυες γυναίκες που διέμεναν στην Ιρλανδία συνέχιζαν να ταξιδεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο για να πραγματοποιή,-σουν εκεί την υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, αλλά το έπρατταν σε προχωρημένο στάδιο κυήσεως και, επομένως, με μεγαλύτερους κινδύνους για την υγεία τους.

Προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα μετακινήσεως και λήψεως ιατρικής υπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος, η έγκυος γυναίκα που διαμένει στην Ιρλανδία πρέπει να μπορεί να λαμβάνει συγκεκριμένες πληροφορίες όσον αφορά τη δυνατότητα να λάβει την υπηρεσία αυτή και ειδικότερα όσον αφορά τη διεύθυνση των κλινικών σε άλλο κράτος μέλος που διενεργούν υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας με τις κλινικές αυτές. Στην αντίθετη περίπτωση, επομένως, η έγκυος γυναίκα δεν θα είχε τη δυνατότητα να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις για να λάβει την εν λόγω ιατρική υπηρεσία σε άλλο κράτος μέλος και τα δικαιώματα τα οποία το κοινοτικό δίκαιο παρέχει στους αποδέκτες υπηρεσιών θα στερούνταν κάθε πράγματικού περιεχομένου.

Εφόσον υπάρχει δικαίωμα του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, απορρέον από το άρθρο 59 της Συνθήκης, για τη λήψη πληροφοριών σε κράτος μέλος σχετικά με υπηρεσία που παρέχεται νομίμως σε άλλο κράτος μέλος, θα έπρεπε να υπάρχει στο κοινοτικό δίκαιο το συνακόλουθο δικαίωμα που επιτρέπει στα πρόσωπα που διαμένουν στο πρώτο κράτος μέλος να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές. Άλλως, τα δικαιώματα ως προς τη λήψη πληροφοριών και, εμμέσως, την αποδοχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος θα στερούνταν νοήματος και κάθε πραγματικού περιεχομένου.

Η έλλειψη μέτρων προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα της υπό ιατρικό έλεγχο διακοπής της κυήσεως δεν έχει επίπτωση εν προκειμένω. Εφόσον το άρθρο 59 έχει άμεσο αποτέλεσμα, η άσκηση των δικαιωμάτων που αυτό παρέχει δεν εξαρτάται από κανένα μέτρο προσεγγίσεως ούτε από καμιά πρόσθετη νομοθεσία.

Οι Grogan κ.λπ. επικαλούνται επίσης το άρθρο 62 της Συνθήκης, κατά το οποίο τα κράτη μέλη δεν εισάγουν νέους περιορισμούς, όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών, στην ελευθερία που έχει πράγματι επιτευχθεί κατά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης. Τα ιρλανδικά δικαστήρια δικαιολόγησαν την απαγόρευση διαδόσεως των εν λόγω πληροφοριών στηριζόμενα στην τροποποίηση του Ιρλανδικού Συντάγματος που πραγματοποιήθηκε το 1983. Ωστόσο, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ισοδυναμεί με νέο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε σχέση με την κατάσταση που υπήρχε κατά τον χρόνο προσχωρήσεως της Ιρλανδίας στις Κοινότητες, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 1973. Αντιθέτως, η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όπως εκφράστηκε με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, υπόθ. 106/77, Simmenthai (ECR 1978, σ. 629), επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν πλήρως το κοινοτικό δίκαιο και να ερμηνεύουν κάθε νέα διάταξη στην οποία χρησιμοποιείται η φράση « κατά το μέτρο που αυτό είναι εφικτό » ότι σημαίνει: κατά το μέτρο που συμβιβάζεται με τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.

Το άρθρο 62 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί ότι έχει άμεσο αποτέλεσμα, σύμφωνα με ό,τι έκρινε το Δικαστήριο σε σχέση με την ανάλογη διάταξη standstill του άρθρου 53 και αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως ( απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa, Rec. 1964, σ. 1141 ). Όπως η τελευταία αυτή διάταξη, έτσι και το άρθρο 62 δεν περιέχει κανέναν όρο, ούτε εξαρτάται, όσον αφορά την εφαρμογή του ή τα αποτελέσματά του, από τη θέσπιση οποιασδήποτε εθνικής ή κοινοτικής πράξεως. Κατά συνέπεια, είναι αντίθετο προς το άρθρο 62 το ότι τα εθνικά δικαστήρια ερμηνεύουν πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματος ως νέο περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Οι Grogan κ. λπ. υποστηρίζουν ακόμη ότι ο όρος « περιορισμός », που περιλαμβάνεται στο άρθρο 62, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Το Δικαστήριο επανειλημμένως έκρινε, από της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 1970, υπόθ. 11/70, Internationale Handelsgesellschaft ( Rec. 1970, σ. 1125), ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο. Στην αλληλουχία αυτή, το Δικαστήριο καθόρισε τις πηγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, περιλαμβάνοντας σ' αυτές τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τις διεθνείς συνθήκες για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις οποίες τα κράτη μέλη συνεργάστηκαν ή στις οποίες προσχώρησαν. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών έχει ιδιαίτερη σημασία και το Δικαστήριο επανειλημμένως αναφέρθηκε στις ειδικές διατάξεις της.

Η Διάταξη του Supreme Court συνιστά αδικαιολόγητη προσβολή του δικαιώματος παροχής πληροφοριών και είναι αντίθετη προς το άρθρο 10 της Συμβάσεως. Μια τέτοια προσβολή δεν προβλέπεται από τον νόμο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, καθόσον δεν μπορεί να απορρέει από το άρθρο 40, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Συντάγματος. Εξάλλου, η προσβολή αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, κατά το μέτρο που δεν υπάρχουν περιορισμοί στο δικαίωμα των εγκύων γυναικών να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό να πραγματοποιήσουν υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως και κατά το μέτρο που ο αριθμός των Ιρλανδών γυναικών που πραγματοποιούν τέτοιες επεμβάσεις στη Μεγάλη Βρετανία δεν μειώθηκε.

Τα θεμελιώδη δικαιώματα λήψεως και παροχής πληροφοριών πρέπει να προστατεύονται και να διασφαλίζονται από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η άσκηση των δικαιωμάτων μετακινήσεως, βάσει του κοινοτικού δικαίου, με σκοπό την αποδοχή υπηρεσιών ιατρικής φύσεως θα ήταν, άλλως, κενή περιεχομένου και χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Ως συμπέρασμα, οι Grogan κ.λπ. προτείνουν στο Δικαστήριο να απαντήσει αρνητικά στο δεύτερο ερώτημα και καταφατικά στο τρίτο.

Κατά τη γνώμη της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, είναι σαφές ότι η παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας μπορεί να είναι νόμιμη σε ένα κράτος μέλος και παράνομη σε άλλο κράτος μέλος. Οι διατάξεις της Συνθήκης περί των υπηρεσιών, και ειδικότερα το άρθρο 65, έχουν ως σκοπό την πρόληψη κάθε διακρίσεως βάσει της ιθαγενείας ή της κατοικίας και κάθε διακρίσεως κατά των υπηκόων ενός κράτους μέλους ως προς τους όρους υπό τους οποίους οι υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται σε άλλο κράτος μέλος. Κατά το μέτρο που η επίμαχη ιρλανδική νομοθεσία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της, δεν καθιερώνει καμιά διάκριση μεταξύ των Ιρλανδών υπηκόων και των άλλων προσώπων που διαμένουν στην Ιρλανδία. Η Συνθήκη και το παράγωγο δίκαιο επιτρέπουν σε κράτος μέλος να περιορίζει κατά τρόπο μη εισάγοντα διακρίσεις την ελευθερία παροχής υπηρεσιών στο έδαφός του για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας.

Η απαγόρευση διαδόσεως ειδικών πληροφοριών σε πρόσωπα που διαμένουν σε κράτος μέλος, πληροφοριών που προορίζονται να προαγάγουν δραστηριότητες οι οποίες, εφόσον αναλαμβάνονται στο κράτος αυτό, είναι αντίθετες προς τη δημόσια τάξη του εν λόγω κράτους μέλους μπορεί να εφαρμόζεται έστω και αν με τις πληροφορίες αυτές τα πρόσωπα καλούνταν να κάνουν χρήση των εν λόγω δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος, όταν το πιθανό ή επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της διαδόσεως τέτοιων πληροφοριών είναι η υπονόμευση της δημοσίας τάξεως.

Η απαγόρευση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης είναι αναγκαία προκειμένου να προληφθεί η υπονόμευση της συνταγματικής εγγυήσεως του δικαιώματος στη ζωή του κυοφορουμένου. Τα δικαστήρια, ως τμήματα του κρατικού μηχανισμού, έχουν την υποχρέωση να εμποδίζουν δραστηριότητα την οποία θεωρούν ότι είναι παράνομη και προσβάλλει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο αυτό δικαίωμα.

Η εν λόγω απαγόρευση είναι αναγκαία για να προστατεύεται και να διακηρύσσεται αποτελεσματικά το δικαίωμα στη ζωή το οποίο, άλλως, θα είναι κενό περιεχομένου και θα καταστρατηγείται. Κατά συνέπεια, η απαγόρευση αυτή δικαιολογείται ενόψει της Συνθήκης.

Με τις αποφάσεις των ιρλανδικών δικαστηρίων αποδείχθηκε ότι η σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ της διαδόσεως των πληροφοριών για τις οποίες γίνεται λόγος και της αφαιρέσεως της ανθρώπινης ζωής θα ήταν αναμφισβήτητη. Επομένως, το να επιτραπεί η διάδοση τέτοιων πληροφοριών είναι αντίθετο προς τη συνταγματική προστασία που θέσπισε ο ιρλανδικός λαός κατόπιν δημοψηφίσματος.

Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 56 και 66 της Συνθήκης επιτρέπουν στα κράτη μέλη να περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών για λόγους δημοσίας τάξεως, προβλέποντας ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους και, κατά μείζονα λόγο, εφαρμόζοντας κανόνες οι οποίοι δεν εισάγουν διακρίσεις. Είναι δυνατό να γίνει παραλληλισμός μεταξύ της παρούσας υποθέσεως και της προαναφερθείσας αποφάσεως της 18ης Μαρτίου 1980, Debauve, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει μέτρων εναρμονίσεως, τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης δεν εμποδίζουν την απαγόρευση της τηλεοπτικής διαφημίσεως εφόσον δεν εισάγει διακρίσεις.

Η Ιρλανδική Κυβέρνηση υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα της δημοσίας τάξεως ( αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1974, Van Duyn, και της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau, που παρατέθηκαν ήδη ) και παραπέμπει στις ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της εφαρμογής κατ' αναλογία του άρθρου 36 της Συνθήκης στο κεφάλαιο περί της παροχής υπηρεσιών (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 262/81, Coditei, Συλλογή 1982, σ. 3381, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην προαναφερθείσα υπόθεση 52/79, Debauve). Κατά τη νομολογία αυτή, η δραστηριότητα που συνίσταται στη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών αντιπροσωπεύει πραγματική και επαρκώς σοβαρή απειλή, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας στην Ιρλανδία.

Είναι αληθές ότι, κατά την προαναφερθείσα απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984, Luisi και Carbone, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών περιλαμβάνει την ελευθερία μεταβάσεως σε άλλο κράτος για τη λήψη της υπηρεσίας. Πάντως, η προσφυγή στην έννοια της δημοσίας τάξεως επιτρέπει να περιορίζεται η ελευθερία παροχής υπηρεσιών σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, λόγω της άμεσης σχέσεως αιτιότητας που υπάρχει μεταξύ των πληροφοριών αυτών και της αφαιρέσεως της ζωής κυοφορούμενου, που στην Ιρλανδία είναι αντικείμενο ποινικής και συνταγματικής απαγορεύσεως.

Η εν λόγω απαγόρευση ανταποκρίνεται στα κριτήρια που καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, 115/81 και 116/81, Adoui και Cornouaille ( Συλλογή 1982, σ. 1665), δηλαδή ότι το κράτος το οποίο θεωρεί ορισμένη συμπεριφορά ως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη λαμβάνει κατασταλτικά μέτρα ή άλλα πραγματικά και αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμιση της συμπεριφοράς αυτής έστω και αν οφείλεται στους δικούς του υπηκόους. Πράγματι, η σχετική ιρλανδική νομοθεσία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα που υπόκεινται στην κρατική εξουσία και τα μέτρα που ζητούν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης είναι αντιτάξιμα σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, χωρίς διάκριση λόγω ιθαγενείας.

Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κράτος μέλος μπορεί να απαγορεύει τη διάδοση πληροφοριών όπως των σχετικών εν προκειμένω, όταν η απαγόρευση αυτή δικαιολογείται από τις απαιτήσεις της δημοσίας τάξεως. Αν υποτεθεί ότι χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα, η απάντηση αυτή πρέπει να είναι αρνητική.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι δικαίωμα όπως εκείνο στο οποίο αναφέρονται τα ερωτήματα του παραπέμποντος δικαστηρίου, αν υπάρχει τέτοιο δικαίωμα, θα μπορούσε να είναι το επιστέγασμα του δικαιώματος, για τον δυνητικό αποδέκτη της υπηρεσίας, να λάβει την εν λόγω πληροφορία, δικαίωμα που απορρέει αντιστοίχως από το δικαίωμα να δεχθεί την ίδια την υπηρεσία. Αντιθέτως, δεν θα μπορούσε να προβληθεί ότι η ίδια η πληροφορία συνιστά υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης, καθόσον δεν παρέχεται έναντι αμοιβής ούτε έχει διεθνικό χαρακτήρα. Επομένως, θα πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, το ζήτημα αν υπάρχει δικαίωμα λήψεως των παρεχομένων υπηρεσιών που συνίστανται στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως και, εν συνεχεία, το ζήτημα αν υπάρχει δικαίωμα λήψεως των πληροφοριών, που απορρέει από το πρώτο. Αν τα δύο αυτά δικαιώματα υπάρχουν, τότε θα ετίθετο το ζήτημα αν υπάρχει επίσης δικαίωμα διαδόσεως των πληροφοριών, η δε απάντηση στο ζήτημα αυτό μπορεί να εξαρτάται από την ταυτότητα εκείνων που διαδίδουν τις πληροφορίες. Στην παρούσα υπόθεση, πρόκειται για πρόσωπα άσχετα προς τη σχέση μεταξύ των εν δυνάμει παρεχόντων και των εν δυνάμει αποδεκτών της υπηρεσίας.

Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης μπορούν να έχουν εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία ο τόπος παροχής της υπηρεσίας είναι εκτός του κράτους του οποίου η νομοθεσία βάλλεται. Έτσι, το Δικαστήριο διασαφήνισε με την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984, Luisi και Carbone, που παρατέθηκε ήδη, ότι δεν ενδιαφέρει σχετικώς αν ο παρέχων την υπηρεσία μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος για να ασκήσει εκεί τη δραστηριότητά του ή αν ο αποδέκτης της υπηρεσίας μεταβαίνει στο άλλο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία. Στις δύο περιπτώσεις, το οικονομικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο, δηλαδή η εισαγωγή της υπηρεσίας στο κράτος μέλος του αποδέκτη. Εφόσον στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για έγκυες γυναίκες που μεταβαίνουν από την Ιρλανδία στη Μεγάλη Βρετανία για να αποδεχθούν εκεί υπηρεσίες, ο όρος κατά τον οποίο η παροχή αυτή πρέπει να έχει χαρακτήρα διεθνικό πληρούται.

Δεύτερον, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν το παρεχόμενο από τη Συνθήκη δικαίωμα λήψεως υπηρεσίας συνεπάγεται κατ' ανάγκη το δικαίωμα λήψεως σχετικών πληροφοριών. Ελάχιστες πληροφορίες περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως της κύριας δίκης επί του ζητήματος αν η έλλειψη των εν λόγω πληροφοριών θα εμπόδιζε στην πράξη τις Ιρλανδέζες γυναίκες να έχουν πρόσβαση στην παροχή υπηρεσιών που συνιστά η εκούσια διακοπή της κυήσεως. Μολονότι ένας δικαστής του Supreme Court έκρινε ελάχιστα πιθανό το ότι η απαγόρευση των δραστηριοτήτων των καθών της κύριας δίκης θα έσωζε τη ζωή ενός έστω κυοφορούμενου, η Διάταξη που εξέδωσε το δικαστήριο αυτό στηρίζεται προφανώς στην ιδέα ότι οι εν λόγω πληροφορίες μπορούσαν να βοηθήσουν τις γυναίκες που διαμένουν στην Ιρλανδία να πραγματοποιούν υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως σε άλλο κράτος μέλος.

Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συναχθεί ότι η έλλειψη των πληροφοριών αυτών θα καθιστούσε δυσχερέστερη για ορισμένες γυναίκες την πρόσβαση στην παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, ειδικότερα όταν η ερμηνεία της ιρλανδικής νομοθεσίας που εφαρμόστηκε εν προκειμένω χρησιμοποιήθηκε ήδη κατά των υπηρεσιών παροχής πληροφοριών σε γυναίκες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε άλλες περιπτώσεις στο μέλλον. Το αποτέλεσμα θα είναι η κατάπνιξη κάθε σχετικής πληροφορίας, πράγμα που θα συνεπαγόταν μείωση του αριθμού των Ιρλανδών γυναικών που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως σε άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο ανέπτυξε ανάλογη συλλογιστική όσον αφορά τη διαφήμιση για προϊόντα στις αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1982, 286/81, Oosthoek's Uitgeversmaatschappij ( Συλλογή 1982, σ. 4575 ), και της 7ης Μαρτίου 1990, υποθ. C-362/88, GB-INNO-BM ( Συλλογή 1990, σ. Ι-667 ).

Τρίτον, αν γινόταν δεκτό ότι το δικαίωμα λήψεως πληροφοριών σχετικά με παροχή υπηρεσιών είναι το επιστέγασμα του δικαιώματος λήψεως της ίδιας της παροχής, παραμένει να αποδειχθεί η ύπαρξη του δικαιώματος αυτού. Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση Luisi και Carbone, που παρατέθηκε ήδη, στην οποία τα εμπόδια αφορούσαν τις υπό λήψη παροχές σε άλλο κράτος μέλος, η παρούσα υπόθεση αφορά την πλήρη απαγόρευση παροχής της υπηρεσίας στο ιρλανδικό έδαφος, πράγμα που βαίνει πολύ πέραν των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν όσοι επιθυμούν να λάβουν την ίδια υπηρεσία σε άλλο κράτος μέλος.

Όπως προκύπτει σαφώς από τις αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1982, 62/81 και 63/81, Seco/EVI (Συλλογή 1982, σ. 223), και της 25ης Φεβρουαρίου 1988, 427/85, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1988, σ. 1123), τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης εμποδίζουν την εφαρμογή όχι μόνο των εθνικών μέτρων που περιορίζουν τις δραστηριότητες των παρεχόντων υπηρεσίες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, αλλά και τις νομοθεσίες που εφαρμόζονται αδιακρίτως, ανεξαρτήτως του τόπου εγκαταστάσεως του παρέχοντος υπηρεσίες. Αντιθέτως, το Δικαστήριο ουδέποτε ερμήνευσε τα άρθρα 59 και 60 υπό την έννοια ότι εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων που συνεπάγονται πλήρη απαγόρευση: βλ., σχετικώς, την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1978, 15/78, Koestier ( ECR 1978, σ. 1971 ), η οποία αφορούσε νομοθεσία απαγορεύουσα την κίνηση δικαστικών διαδικασιών σχετικά με ορισμένες χρηματιστηριακές δραστηριότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, Debauve, σχετικά με την πλήρη απαγόρευση της τηλεοπτικής διαφημίσεως.

Η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών υποθέσεων μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: σ' αυτές όπου η εθνική διάταξη κρίθηκε ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 59 και 60, ένας φαινομενικά ουδέτερος κανόνας προκάλεσε στην πράξη περισσότερες δυσχέρειες για τους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι εκτός του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία ήταν επίδικη. Αντιθέτως, στις υποθέσεις που αφορούσαν πλήρη απαγόρευση, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι νομοθεσίες συμβιβάζονταν προς τα άρθρα 59 και 60 λόγω του ότι δεν υπήρχε κανένα αποτέλεσμα εισάγον διακρίσεις εις βάρος των παρεχόντων υπηρεσίες που ήταν εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος.

Η παρούσα υπόθεση αφορά την πλήρη απαγόρευση της αμβλώσεως στο ιρλανδικό έδαφος, που εκτείνεται σε κάθε πράξη η οποία γίνεται στο έδαφος αυτό και η οποία εμπεριέχει τον κίνδυνο προσβολής του δικαιώματος στη ζωή του εμβρύου, έστω και αν η προσβολή μπορεί να γίνει αποκλειστικά εκτός της Ιρλανδίας. Είναι προφανές ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός εμπίπτει στην ηθική και όχι στην οικονομία, το δε μέτρο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει κανένα προστατευτικό αποτέλεσμα, καθόσον ο ιατρός που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος δεν συναντά κανένα πρόσθετο εμπόδιο σε σχέση με τον ιατρό ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Ιρλανδία και καμιά ιρλανδική κλινική δεν μπορεί να αντλήσει πλεονέκτημα από τα εμπόδια που προβάλλονται στις γυναίκες οι οποίες θα επιθυμούσαν να υποστούν άμβλωση στην αλλοδαπή. Συνεπώς, η ιρλανδική νομοθεσία συμβιβάζεται προς τα άρθρα 59 και 60. Ανεξάρτητα από την ουσιαστική της αξία, ο σκοπός που συνίσταται στο να παρεμποδίζεται η άμβλωση εμπίπτει στη σφαίρα της ηθικής για την οποία τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να εφαρμόζουν την πολιτική τους, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική αυτή δεν συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις.

Αν υποτεθεί, ωστόσο, ότι τίθεται ζήτημα παρεκκλίσεως λόγω δημοσίας τάξεως που προβλέπεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 56 και 66 της Συνθήκης, η πολιτική που ακολουθεί η Ιρλανδία στον τομέα των αμβλώσεων εμπίπτει στην έννοια αυτή. Άλλωστε, σε κοινωνία η οποία αποδίδει υπέρτατη αξία στη ζωή του εμβρύου, αναγάγοντάς την στο επίπεδο της ανθρωπινής ζωής, κάθε συμπεριφορά που απειλεί τη ζωή αυτή προσβάλλει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας και, επομένως, κατά την προαναφερθείσα απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau, δικαιολογεί την προσφυγή στην έννοια της δημοσίας τάξεως.

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα ερωτήματα διατυπώθηκαν κατά τρόπο γενικό και αναφέρονται στο σύνολο του κοινοτικού δικαίου. Συνεπώς, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα που καθιερώνονται με τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, το δικαίωμα της ελεύθερης πληροφορήσεως που διασφαλίζεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Πάντως, το ζήτημα αν συμβιβάζεται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία βρίσκεται εκτός του πλαισίου του κοινοτικού δικαίου εκφεύγει από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Ciné-thèque, που παρατέθηκε ήδη, και της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel, Συλλογή 1987, σ. 3719).

Η Επιτροπή προτείνει, επομένως, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα να δοθεί η εξής απάντηση:

« Τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εμποδίζουν κράτος μέλος το οποίο απαγορεύει την άμβλωση στο έδαφός του να απαγορεύει επίσης τη διάδοση πληροφοριών που μπορεί να βοηθήσουν τα πρόσωπα τα οποία διαμένουν στο έδαφός του να πραγματοποιήσουν άμβλωση σε άλλο κράτος μέλος όπου η άμβλωση διενεργείται νόμιμα. »

G. F. Mancini

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 4ης Οκτωβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-159/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του High Court, Dublin, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Society for the Protection of Unhorn Children Ireland Ltd

και

Stephen Grogan κ.λπ.,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 59 έως 66 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. A. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Society for the Protection of Unborn Children Ireland Ltd, εκπροσωπούμενη από τους James O' Reilly, SC, και Anthony Μ. Collins, barrister-at-law, κατόπιν παραγγελίας των Collins, Crowley & Co, solicitors·

οι Grogan κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τη Mary Robinson, SC, και τον Seamus Woulfe, barrister-at-law, κατόπιν παραγγελίας των Taylor & Buchalter, solicitors ·

η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Louis J. Dockery, chief state solicitor, επικουρούμενο από τους Dermot Gleeson, SC, και Aindrias O'Caoimh, barrister-at-law·

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας·

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Society for the Protection of Unborn Children Ireland Ltd, εκπροσωπούμενης από τους James O'Reilly, SC, και Shane Murphy, barrister-at-law, των Grogan κ.λπ., εκπροσωπούμενους από τους John Rodgers, SC, και Seamus Woulfe, barrister-at-law, της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1990, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Μαΐου 1990, το High Court, Dublin, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, υπέβαλε τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και ιδίως του άρθρου 60 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Society for the Protection of Unborn Children Ireland Ltd, (στο εξής: SPUC) και του Stephen Grogan και δεκατεσσάρων άλλων υπευθύνων των φοιτητικών ενώσεων σχετικά με τη διάδοση στην Ιρλανδία συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικών με την ονομασία και την εγκατάσταση κλινικών σε άλλο κράτος μέλος, όπου διενεργείται διακοπή της κυήσεως υπό ιατρικό έλεγχο.

3

Η άμβλωση απαγορευόταν πάντοτε στην Ιρλανδία, αρχικά βάσει του common law και εν συνεχεία από τον νόμο. Οι κρίσιμες διατάξεις που ισχύουν τώρα είναι τα άρθρα 58 και 59 του Offences Against the Person Act (νόμος περί των εγκλημάτων κατά της ζωής) του 1861, που επανελήφθησαν με τον Health ( Family Planning) Act (νόμος περί της υγείας — οικογενειακός προγραμματισμός ) του 1979.

4

Το 1983, με τροποποίηση του Συντάγματος εγκριθείσα με δημοψήφισμα, στο άρθρο 40, παράγραφος 3, του Ιρλανδικού Συντάγματος τέθηκε ένα τρίτο εδάφιο διατυπωμένο ως εξής: «Το κράτος αναγνωρίζει το δικαίωμα στη ζωή του κυοφορουμενου. Λαμβάνοντας προσηκόντως υπόψη το ίσο δικαίωμα της μητέρας στη ζωή, το κράτος υποχρεούται να σέβεται το δικαίωμα αυτό με τη νομοθεσία του και, κατά το μέτρο που αυτό είναι εφικτό, να υπερασπίζεται και να καταξιώνει το δικαίωμα αυτό με τη νομοθεσία του. »

5

Κατά τη νομολογία των ιρλανδικών δικαστηρίων ( High Court, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1986, και Supreme Court, απόφαση της 16ης Μαρτίου 1988, The Attorney Gemerai at the relation of the Society for the Proteciton of Unborn Children Ireland Ltd κατά Open Door Counselling Ltd και Dublin Wellwoman Centre Ltd, 1988 Irish Reports 593 ), το άρθρο 40, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Ιρλανδικού Συντάγματος απαγορεύει τη δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή βοήθειας στις εγκύους οι οποίες βρίσκονται στο έδαφος της Ιρλανδίας προκειμένου να ταξιδέψουν στην αλλοδαπή για να υποστούν διακοπή της κυήσεως υπό ιατρικό έλεγχο, οργανώνοντας τα ταξίδια τους ή παρέχοντας σ' αυτές πληροφορίες ως προς την ονομασία και την εγκατάσταση συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων κλινικών όπου διενεργείται η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως και ως προς τον τρόπο επικοινωνίας με τις κλινικές αυτές.

6

Η SPUC, αιτούσα της κύριας δίκης, είναι εταιρία ιρλανδικού δικαίου η οποία έχει ιδίως ως σκοπό να εμποδίσει την αποποινικοποίηση της αμβλώσεως και την καταξίωση, την προάσπιση και την προαγωγή της ανθρώπινης ζωής από τη στιγμή της συλλήψεως. Οι Grogan κ.λπ., καθών της κύριας δίκης, ήταν, κατά το έτος 1989/1990, μέλη των προεδρείων φοιτητικών ενώσεων που εξέδιδαν δημοσιεύματα προοριζόμενα για τους φοιτητές. Τα δημοσιεύματα αυτά περιείχαν πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως, νομίμως, διακοπής της κυήσεως υπό ιατρικό έλεγχο στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς Kat ως προς την ονομασία και την εγκατάσταση ορισμένων κλινικών όπου πραγματοποιούνταν τέτοιες επεμβάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και τον τρόπο επικοινωνίας με τις εν λόγω κλινικές. Δεν αμφισβητείται ότι οι φοιτητικές ενώσεις δεν είχαν καμιά σχέση με τις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος κλινικές.

7

Τον Σεπτέμβριο 1989, η SPUC ζήτησε από τους καθών της κύριας δίκης, υπό την ιδιότητά τους ως υπευθύνων των αντιστοίχων ενώσεων τους, να αναλάβουν την υποχρέωση να μη δημοσιεύσουν κατά το πανεπιστημιακό έτος 1989/1990 πληροφορίες όπως οι αναφερθείσες πιο πάνω. Επειδή δεν έλαβε απάντηση εκ μέρους των καθών, η SPUC προσέφυγε ενώπιον του High Court ζητώντας από αυτό να αναγνωρίσει ότι η διάδοση τέτοιων πληροφοριών ήταν παράνομη και να εκδώσει διάταξη απαγορεύουσα τη δημοσίευση αυτή.

8

Με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1989, το High Court αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προτού αποφανθεί επί της διατάξεως που ζήτησε η αιτούσα. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Supreme Court το οποίο, στις 19 Δεκεμβρίου 1989, εξέδωσε την αιτηθείσα διάταξη, αλλά δεν μεταρρύθμισε την απόφαση του High Court να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα. Εξάλλου, επετράπη σε κάθε διάδικο να υποβάλει αίτηση στο High Court προκειμένου να επιτύχει μεταρρύθμιση της αποφάσεως του Supreme Court υπό το φως της προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου.

9

To High Court, θεωρώντας ότι, όπως είχε ήδη κρίνει με την απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1989, η διαφορά έθετε ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Υπάγεται στην έννοια “ υπηρεσίες ”, του άρθρου 60 της Συνθήκης, περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, η δραστηριότητα που συνίσταται στην οργανωμένη διενέργεια αμβλώσεων ή στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως;

2)

Ελλείψει μέτρων προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών οι οποίες αφορούν τη δραστηριότητα που συνίσταται στην οργανωμένη διενέργεια αμβλώσεων ή στην υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, μπορεί ένα κράτος μέλος να απαγορεύει τη διάδοση ειδικών πληροφοριών σχετικών με συγκεκριμένη κλινική ή κλινικές σε άλλο κράτος μέλος στις οποίες διενεργούνται αμβλώσεις, με τη διεύθυνση τους και τον τρόπο επικοινωνίας με αυτές;

3)

Παρέχει το κοινοτικό δίκαιο σε άτομο που κατοικεί εντός του κράτους μέλους Α το δικαίωμα να δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένη κλινική ή κλινικές εντός του κράτους μέλους Β στις οποίες διενεργούνται αμβλώσεις, με τη διεύθυνση τους και τον τρόπο επικοινωνίας με αυτές, όταν η διενέργεια αμβλώσεων απαγορεύεται μεν βάσει του Συντάγματος και της ποινικής νομοθεσίας του κράτους μέλους Α, αλλά είναι νόμιμη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στο κράτος μέλος Β ; »

10

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

11

Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απάντηση στο ερώτημα αν η διάταξη περί παραπομπής είχε εκδοθεί στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας ή στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δεν προκύπτει σαφώς.

12

Σχετικώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Απριλίου 1988, 338/85, Pardini ( Συλλογή 1988, σ. 2041, σκέψη 11 ), τα εθνικά δικαστήρια τότε μόνο μπορούν να υποβάλουν αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, προβλεπόμενη από το άρθρο 177 της Συνθήκης, όταν έχουν επιληφθεί υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκδικάζει αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως όταν η δίκη ενώπιον του παραπέμποντος δικαστή έχει περατωθεί κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως.

13

Όσον αφορά την παρούσα διαδικασία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το High Court προσέφυγε μεν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, πλην όμως το Supreme Court ρητώς του επέτρεψε να μεταρρυθμίσει τη ληφθείσα απόφαση περί ασφαλιστικών μέτρων υπό το φως της προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, σε περίπτωση που τα προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας, το High Court θα πρέπει να αποφανθεί επί της υποθέσεως αυτής εκδίδοντας απόφαση επί της ουσίας. Επομένως, και στις δύο περιπτώσεις, το παραπέμπον δικαστήριο καλείται να εκδώσει απόφαση δυνάμενη να λάβει υπόψη την προδικαστική απόφαση. Κατά συνέπεια, το High Court δικαιούται, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης, να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επ' αυτών.

14

Η SPUC ισχυρίστηκε ότι δεν ετίθετο ζήτημα κοινοτικού δικαίου στην παρούσα διαδικασία και ότι το Δικαστήριο έπρεπε να αρνηθεί να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα. Αφενός, οι καθών της κύριας δίκης παρείχαν τις εν λόγω πληροφορίες εκτός οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας, πράγμα που αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών των οποίων ζητείται η ερμηνεία. Αφετέρου, δεδομένου ότι η δραστηριότητα πληροφορήσεως πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου στην Ιρλανδία και δεν ενδιαφέρει κανένα άλλο κράτος μέλος, ήταν άσχετη προς τις εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης.

15

Σχετικώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα περιστατικά που επικαλέστηκε η SPUC αφορούν την ουσία των ερωτημάτων που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο. Συνεπώς, ακόμη και αν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για την απάντηση στα ερωτήματα αυτά, στερούνται λυσιτέλειας οσάκις το Δικαστήριο εκτιμά αν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ( βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 1984, 180/83, Μοσερ, Συλλογή 1984, σ. 2539). Επομένως, επιβάλλεται η εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων.

Επι του πρώτου ερωτήματος

16

Με το πρώτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να πληροφορηθεί αν η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, πραγματοποιούμενη σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους όπου εκτελείται, αποτελεί υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης ΕΟΚ.

17

Βάσει του πρώτου εδαφίου της εν λόγω διατάξεως, νοούνται ως υπηρεσίες κατά την έννοια της Συνθήκης οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται έναντι αμοιβής, εφόσον δεν διέπονται από τις διατάξεις τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των προσώπων. Το δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δ, του ίδιου άρθρου 60 αναφέρει ρητώς ότι οι δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων περιλαμβάνονται στην έννοια των υπηρεσιών.

18

Πρέπει να σημειωθεί ότι η διακοπή της κυήσεως, όπως νομίμως πραγματοποιείται σε πολλά κράτη μέλη, αποτελεί ιατρική δραστηριότητα πραγματοποιούμενη κατά κανόνα έναντι αμοιβής και δυνάμενη να ασκείται στο πλαίσιο ασκήσεως ελευθερίου επαγγέλματος. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έχει κρίνει ήδη με την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984, 286/82 και 26/83, Luisi και Carbone (Συλλογή 1984, σ. 377, σκέψη 16), ότι οι ιατρικές δραστηριότητες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 60 της Συνθήκης.

19

Η SPUC υποστηρίζει ωστόσο ότι η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπηρεσία για τον λόγο ότι είναι άκρως ανήθικη και συνεπάγεται την αφαίρεση της ζωής τρίτου, δηλαδή του κυοφορουμένου τέκνου.

20

Όποια και αν είναι η αξία τέτοιων επιχειρημάτων από ηθική άποψη, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν την απάντηση στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα. Πράγματι, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει με την κρίση του την κρίση του νομοθέτη των κρατών μελών όπου οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται νομίμως.

21

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το παραπέμπον δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους όπου αυτή διενεργείται, αποτελεί υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος

22

Λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να πληροφορηθεί αν το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει κράτος μέλος, στο οποίο απαγορεύεται η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, να απαγορεύει σε φοιτητικές ενώσεις να διαδίδουν πληροφορίες σχετικές με την ονομασία και τον τόπο εγκαταστάσεως κλινικών άλλου κράτους μέλους, στο οποίο νομίμως διενεργείται η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας με τις κλινικές αυτές, όταν οι εν λόγω κλινικές ουδαμώς αποτελούν την πηγή διαδόσεως των πληροφοριών αυτών.

23

Έστω και αν τα ερωτήματα που υπέβαλε το παραπέμπον δικαστήριο αναφέρονται στο σύνολο του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει να εξετάσει τις διατάξεις των άρθρων 59 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, τα οποία αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθώς και την επιχειρηματολογία ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, που αναπτύχθηκε ευρύτατα με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο.

24

Πρώτον, όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 59 της Συνθήκης, οι οποίες απαγορεύουν κάθε περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, από τα περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι η σχέση μεταξύ της δραστηριότητας των φοιτητικών ενώσεων, των οποίων οι Grogan κ. λπ. είναι οι εκπρόσωποι, και της υπό ιατρικό έλεγχο διακοπής της κυήσεως που πραγματοποιείται από κλινικές άλλου κράτους μέλους είναι πάρα πολύ χαλαρή ώστε η απαγόρευση διαδόσεως των πληροφοριών να μπορεί να θεωρηθεί ως απαγόρευση εμπίπτουσα στο άρθρο 59 της Συνθήκης.

25

Συγκεκριμένα, η κατάσταση, στην οποία οι φοιτητικές ενώσεις οι οποίες διαδίδουν τις πληροφορίες που αποτελούν το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν συνεργάζονται με τις κλινικές των οποίων δημοσιεύουν τις διευθύνσεις, διακρίνεται από την κατάσταση που έδωσε λαβή για την έκδοση της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 1990, C-362/88, GB-INNO-BM ( Συλλογή 1990, σ. I-667 ), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαγόρευση της εμπορικής διαφημίσεως μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων και, επομένως, έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα των άρθρων 30, 31 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ.

26

Όμως, οι πληροφορίες στις οποίες αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα δεν διαδίδονται για λογαριασμό του επιχειρηματία που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος. Αντιθέτως, οι πληροφορίες αυτές συνιστούν εκδήλωση της ελευθερίας εκφράσεως και πληροφορήσεως, ανεξάρτητη της οικονομικής δραστηριότητας που ασκείται από τις κλινικές που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος.

27

Από αυτό έπεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η απαγόρευση διαδόσεως πληροφοριών υπό συνθήκες όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός που εμπίπτει στο άρθρο 59 της Συνθήκης.

28

Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα των καθών της κύριας δίκης ότι η επίδικη απαγόρευση, καθόσον βασίζεται σε τροποποίηση του Συντάγματος εγκριθείσα το 1983, είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 62 της Συνθήκης ΕΟΚ, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη δεν εισάγουν νέους περιορισμούς, όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών, στην ελευθερία που έχει πράγματι επιτευχθεί κατά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης.

29

Σχετικώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η διάταξη του άρθρου 62, η οποία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 59, δεν μπορεί να απαγορεύει περιορισμούς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου αυτού άρθρου.

30

Τρίτον, οι καθών της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και, κυρίως, η ελευθερία εκφράσεως και πληροφορήσεως που αναγνωρίζεται ειδικότερα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αντιτίθενται σε απαγόρευση όπως αυτή που αναφέρεται στην υπόθεση της κύριας δίκης.

31

Σχετικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, όπως προκύπτει κυρίως από την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, C-260/89, Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση (Συλλογή 1991, σ. Ι-2925, σκέψη 42 ), όταν πρόκειται για εθνική κανονιστική ρύθμιση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο, εφόσον επιληφθεί προ-δικαστικώς σχετικής υποθέσεως, υποχρεούται να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να μπορέσει αυτό να κρίνει αν η ρύθμιση αυτή συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, για τον σεβασμό των οποίων μεριμνά το Δικαστήριο, όπως αυτά προκύπτουν ειδικότερα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα αυτή έναντι εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προηγούμενα συμπεράσματα σχετικά με το περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 59 και 62 της Συνθήκης, προκύπτει ότι αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της απαγορεύσεως που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

32

Επομένως, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος, στο οποίο η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως δεν επιτρέπεται, να απαγορεύει σε φοιτητικές ενώσεις να διαδίδουν πληροφορίες σχετικές με την ονομασία και την εγκατάσταση κλινικών άλλου κράτους μέλους όπου νομίμως διενεργείται εκούσια διακοπή της κυήσεως, καθώς και ως προς τα μέσα επικοινωνίας με τις κλινικές αυτές, όταν οι εν λόγω κλινικές ουδαμώς αποτελούν την πηγή διαδόσεως των πληροφοριών αυτών.

Επί των δικαστικών εξόδων

33

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης έχει τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται ν' αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το High Court, Dublin, με Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1990, αποφαίνεται:

 

1)

Η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους όπου αυτή διενεργείται, αποτελεί υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης ΕΟΚ.

 

2)

Το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος, στο οποίο η υπό ιατρικό έλεγχο διακοπή της κυήσεως δεν επιτρέπεται, να απαγορεύει σε φοιτητικές ενώσεις να διαδίδουν πληροφορίες σχετικές με την ονομασία και την εγκατάσταση κλινικών άλλου κράτους μέλους όπου νομίμως διενεργείται εκούσια διακοπή της κυήσεως, καθώς και ως προς τα μέσα επικοινωνίας με τις κλινικές αυτές, όταν οι εν λόγω κλινικές ουδαμώς αποτελούν την πηγή διαδόσεως των πληροφοριών αυτών.

 

Due

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Slynn

Κακούρης

Joliét

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.