ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C-132/90 Ρ ( *1 )

Ι — Περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

Από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 1990, Τ-41/89, Georg Schwedler κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Συλλογή 1990, σ. Π-79 ), προκύπτει ότι

«(...)

1.

Στον Georg Schwedler, υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εχορηγείτο μέχρι 1ης Σεπτεμβρίου 1987 έκπτωση φόρου, επίδομα συντηρουμένου τέκνου και του καταβάλλονταν τα έξοδα ταξιδιού, για το γιο του Christoph, θεωρούμενον ως συντηρούμενο τέκνο. Από της ημερομηνίας αυτής και για τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του τελευταίου το Κοινοβούλιο διέκοψε τη χορήγηση των παροχών που ελάμβανε ο προσφεύγων για το συντηρούμενο τέκνο του Christoph, στηριχθέν στο γεγονός ότι ο τελευταίος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο γερμανικό στρατό.

2.

Στις 6 Νοεμβρίου 1987 ο Schwedler υπέβαλε στο γενικό διευθυντή προσωπικού, προϋπολογισμού και οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αίτηση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, με την οποία ζητούσε να του παρασχεθεί έκπτωση από τον κοινοτικό φόρο λόγω συντηρουμένου τέκνου. Στην αίτηση του αυτή, αφενός μεν υπογράμμιζε ότι από 1ης Σεπτεμβρίου 1987 δεν του παρέχεται πλέον έκπτωση φόρου λόγω συντηρουμένου τέκνου, αφετέρου δε ζητούσε την παροχή της εκπτώσεως αυτής για το μήνα Σεπτέμβριο 1987, καθώς και για ολόκληρη τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του γιου του Christoph.

3.

Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1987 ο γενικός διευθυντής απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4. του κανονισμού 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 115), το οποίο προβλέπει την παροχή εκπτώσεων φόρου λόγω συντηρουμένου τέκνου, δεν εφαρμόζεται όταν το τέκνο πραγματοποιεί τη στρατιωτική του θητεία διότι τότε θεωρείται ότι συντηρείται από το στρατό.

4.

Με έγγραφο της 12ης Ιανουαρίου 1988 ο Schwedler υπέβαλε στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διοικητική ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, στρεφόμενη κατά της ανωτέρω αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 1987, με την οποία ζητούσε αφενός μεν να του χορηγηθεί έκπτωση φόρου για το μήνα Σεπτέμβριο 1987, καθόσον ο γιος του άρχισε τη στρατιωτική του θητεία την 1η Οκτωβρίου 1987, αφετέρου δε να μη θεωρηθεί ότι ο γιος του δεν είναι πλέον συντηρούμενο τέκνο κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Υπογράμμιζε σχετικά τα ακόλουθα περιστατικά: κατ' αρχάς, ο γιος του περνούσε τα σαββατοκύριακα και τις άδειες του στην πατρική οικία, κατά τις περιόδους δε αυτές ο προσφεύγων κάλυπτε το σύνολο των αναγκών του εξάλλου, ο γιος του ελάμβανε μηνιαίο μισθό ανεπαρκή για την κάλυψη των προσωπικών του αναγκών και ιδίως των μεταφορικών του εξόδων· τέλος, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέχεται η έκπτωση φόρου λόγω τέκνου υπηρετούντος τη στρατιωτική του θητεία και, κατά συνέπεια, η έκπτωση αυτή πρέπει επίσης να παρέχεται και στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος.

5.

Με έγγραφο της 2ας Μαΐου 1988 ο γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απέρριψε τη διοικητική ένσταση του Schwedler τονίζοντας κατ' αρχάς ότι προκειμένου να εφαρμοστεί η ευεργετική διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 260/68, το τέκνο πρέπει πράγματι να συντηρείται από τον υπάλληλο πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση· επίσης, ότι η σύγκριση με το γερμανικό σύστημα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη καθόσον το Δικαστήριο έχει θέσει την αρχή ότι το κοινοτικό φορολογικό σύστημα είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα εθνικά συστήματα τέλος, ότι η διοικητική ένσταση γίνεται δεκτή ως προς την έκπτωση φόρου για τον μήνα Σεπτέμβριο 1987. »

Υπό τις περιστάσεις αυτές, με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 1988, ο Schwedler άσκησε προσφυγή με την οποία ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις που ελήφθησαν στις 22 Δεκεμβρίου 1987 από το γενικό διευθυντή προσωπικού, προϋπολογισμού και οικονομικών και της 2ας Μαΐου 1988 από το γενικό γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69, παράγραφος 2, και 70 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για να στηρίξει την προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου, ο Schwedler επικαλέστηκε δύο λόγους ακυρώσεως, πρώτον κακή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 4, του προαναφερθέντος κανονισμού ( ΕΟΚ ) 260/68 του Συμβουλίου, και δεύτερον ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έπρεπε να ερμηνεύσει το κοινοτικό δίκαιο υπό το φως ορισμένων νομοθετικών ρυθμίσεων.

Ο Schwedler υποστήριξε επίσης στο υπόμνημα απαντήσεως του και κατά την προφορική διαδικασία ότι το αντικείμενο της προσφυγής αφορούσε όχι μόνον τη χορήγηση της εκπτώσεως φόρου, αλλά επίσης και το επίδομα συντηρούμενου τέκνου.

Επί του πρώνον λόγου το Πρωτοδικείο δέχτηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του ότι:

«(...)

14.

Ο Schwedler ισχυρίζεται ότι για την ερμηνεία των όρων του συντηρουμένου τέκνου και της πραγματικής συντηρήσεως πρέπει να ερευνάται η κάθε περίπτωση χωριστά και να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες κάθε νέος εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Η έννοια της πραγματικής συντηρήσεως που περιλαμβάνεται στον ορισμό του συντηρουμένου τέκνου που δίδει το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως έχει ως σκοπό τη διόρθωση μιας ιδιαίτερα αυστηρής εφαρμογής του κανονισμού 260/68. Στην προκειμένη περίπτωση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν προέβη σε προσεκτική εξέταση της ειδικής καταστάσεως του γιου του, η οποία παρουσιάζει τα εξής τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία: πρώτον, όπως προκύπτει από τις βεβαιώσεις των στρατιωτικών αρχών, ο γιος του διήλθε το ήμισυ περίπου της στρατιωτικής του θητείας εκτός στρατοπέδου στην κατοικία του πατέρα του· δεύτερον, ο μηνιαίος μισθός που ελάμβανε, ύψους 294,50 γερμανικών μάρκων (DM), ήταν ανεπαρκής προς κάλυψη των αναγκών του εκτός στρατοπέδου, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των εξόδων μετακινήσεως στα οποία ήταν υποχρεωμένος να υποβάλλεται· τρίτον, επειδή ο εν λόγω νέος υπόκειτο σε ιατρική θεραπεία στο Λουξεμβούργο, από τα ιατρικά έξοδα στα οποία υποβαλλόταν του αποδιδόταν μόνο ποσοστό 85 ο/ο· τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, “προκειμένου περί εφήβου, σχεδόν ενηλίκου, που έχει αναπτυχθεί σε ορισμένο κοινωνικοπολιτιστικό περιβάλλον και διαθέτει ορισμένα πνευματικά εφόδια, το περιεχόμενο της εννοίας (της συντηρήσεως) διευρύνεται και υπερβαίνει το στενό πλαίσιο των αναγκών κατοικίας, διατροφής και ενδύσεως ”.

15.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στηριζόμενο στις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, καθώς και στη νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρεί ότι δεν αμφισβητείται πως το γερμανικό δημόσιο καλύπτει τις ανάγκες του γιου του Schwedler. Κατά συνέπεια, εφόσον τη συντήρηση του έχει αναλάβει το κράτος καταγωγής του, δεν μπορεί ταυτόχρονα να συντηρείται και από τον πατέρα του. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσθέτει ότι αυτό αποτελεί θέση αρχής και ότι δεν απαιτείται να εξετάζεται κατά περίπτωση η κατάσταση κάθε τέκνου που υπηρετεί τη θητεία του για να εξακριβωθεί αν πράγματι συντηρείται από τους γονείς του. Εν πάση περιπτώσει, ο Schwedler δεν απέδειξε ότι εβαρύνετο τελικώς καθ' ολοκληρία ή τουλάχιστον κατά μέγα μέρος με τη συντήρηση του γιου του κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του υπηρεσίας, δεδομένου ότι η συχνή παραμονή εκτός στρατοπέδου αποτελούσε προσωπική επιλογή του τελευταίου. Τέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στηρίζει την άποψη του αφενός μεν στην από 31 Οκτωβρίου 1963“ έρευνα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2 του παραρτήματος VII ” του Nord, αφετέρου δε στο υπ' αριθμόν 49/80 πόρισμα της συνεδριάσεως των προϊσταμένων διοικήσεως του Ιουλίου 1980.

16.

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του προαναφερθέντος κανονισμού 260/68, “για κάθε συντηρούμενο τέκνο του φορολογουμένου καθώς και για κάθε πρόσωπο που εξομοιούται προς συντηρούμενο τέκνο, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γίνεται συμπληρωματική έκπτωση που αντιστοιχεί στο διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου”. Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, ο κανονισμός 260/68 του Συμβουλίου παραπέμπει, ως προς τον ορισμό της εννοίας του συντηρουμένου τέκνου, στο άρθρο 2 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ρυθμίζει το επίδομα συντηρουμένου τέκνου.

17.

Δυνάμει του εν λόγω άρθρου 2 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, ο υπάλληλος που έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα από αυτόν τέκνα δικαιούται ορισμένο μηνιαίο επίδομα για κάθε συντηρούμενο τέκνο. Στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι: “ ως συντηρούμενο τέκνο θεωρείται το νόμιμο, φυσικό ή θετό τέκνο του υπαλλήλου ή του/της συζύγου του, όταν συντηρείται πραγματικά από τον υπάλληλο ”. Πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνευθεί ο όρος της πραγματικής συντηρήσεως τέκνου προκειμένου να καθοριστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων του κανονισμού 260/68.

18.

Πρέπει σχετικώς να τονιστεί, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1980, Denise Sorasio-Allo, Cecilia Aimo-Campogrande και Alain-Pierre Allo κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (81/79, 82/79 και 146/79, Rec. σ. 3557), ότι πρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί ποιος είναι ο σκοπός και η οικονομία του συστήματος της εκπτώσεως φόρου για συντηρούμενα τέκνα. Το σύστημα αυτό έχει νόημα μόνον όταν η φορολογική αυτή έκπτωση χορηγείται για κοινωνικούς λόγους που έχουν σχέση με την ύπαρξη του τέκνου και τα έξοδα της πραγματικής του συντηρήσεως, που αφορούν δηλαδή εκείνον ο οποίος αναλαμβάνει την υλική κάλυψη του συνόλου των βασικών αναγκών του τέκνου.

19.

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα τέκνο συντηρείται πράγματι, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του προαναφερθέντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, ταυτόχρονα από πλείονα πρόσωπα ή οργανισμούς και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συντήρηση του βαρύνει ταυτόχρονα τους τελευταίους.

20.

Όπως όμως προκύπτει από τη δικογραφία, δεν αμφισβητείται ότι ο γερμανικός στρατός καλύπτει τις ανάγκες των νέων που καλούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, ιδίως όσον αφορά την κατοικία, τη διατροφή, την ιατρική περίθαλψη, την παροχή προσωπικών εφοδίων και στολών, τον καθαρισμό του ρουχισμού, καθώς και ότι καταβάλλδΐ μηνιαίο μισθό 300 περίπου DM για την κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών.

21.

Συνεπώς, εφόσον είναι δεδομένο ότι ο στρατός καλύπτει το σύνολο των βασικών αναγκών των νέων που καλούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, ο προσφεύγων δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής υπηρεσίας του γιου του βαρυνόταν ταυτόχρονα με την πραγματική συντήρηση του γιου του, παρέκλει δε η κατά περίπτωση έρευνα των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες κάθε νέος καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.

22.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από την ανάλυση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες χορηγείται το επίδομα συντηρουμένου τέκνου. Το άρθρο 2, παράγραφοι 3,4 και 6, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως ορίζει ιδίως ότι:

“(...)

3.

Το επίδομα χορηγείται:

α)

αυτοδικαίως για τα τέκνα που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών·

β)

κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, για τα τέκνα ηλικίας 18 ως 26 ετών που ευρίσκονται στο στάδιο της σχολικής ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως.

4.

Δύναται κατ' εξαίρεση να εξομοιωθεί προς συντηρούμενο τέκνο, κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών εγγράφων, κάθε πρόσωπο έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει νομίμους υποχρεώσεις διατροφής και του οποίου η συντήρηση συνεπάγεται γι' αυτόν σημαντική επιβάρυνση.

(...)

6.

Το συντηρούμενο τέκνο, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, παρέχει δικαίωμα λήψεως ενός μόνο επιδόματος συντηρουμένου τέκνου, ακόμη και στην περίπτωση που οι γονείς ανήκουν σε δύο διαφορετικά όργανα των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ”

23.

Από αυτά προκύπτει ότι, μολονότι οι διατάξεις του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως και ιδίως το άρθρο 2, παράγραφοι 3, στοιχείο β, και 4, του παραρτήματος VII, αφενός μεν προβλέπουν ειδικές περιπτώσεις για τα τέκνα ηλικίας 18 έως 26 ετών που βρίσκονται στο στάδιο της σχολικής ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, αφετέρου δε εξαιρετικές περιπτώσεις εξομοιώσεως προς συντηρούμενο τέκνο προσώπων έναντι των οποίων ο υπάλληλος υπέχει εκ του νόμου υποχρέωση διατροφής και των οποίων η συντήρηση συνεπάγεται γι' αυτόν σημαντική επιβάρυνση δεν προβλέπουν καμία ειδική ρύθμιση υπέρ των τέκνων που υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία επί της οποίας να μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα για επίδομα συντηρουμένου τέκνου. Όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο με απόφαση του της 6ης Μαΐου 1982, Baywa κατά Balm ( 146/81, 192/81 και 193/81, Συλλογή 1982, σ. 1503), οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που παρέχουν δικαίωμα για οικονομικής φύσεως παροχές πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικός.

24.

Κατά συνέπεια, δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του ισχυρισμού του αυτού και τα οποία αφορούν πρώτον, το γεγονός ότι ο γιος του διήλθε το ήμισυ περίπου του χρόνου της στρατιωτικής του θητείας στην κατοικία των γονέων του, δεδομένου ότι το στοιχείο αυτό ανάγεται στην προσωπική επιλογή του ενδιαφερομένου· δεύτερον, το γεγονός ότι ο γιος του υπεβλήθη σε ιατρικά έξοδα στο Λουξεμβούργο, δεδομένου ότι και στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για προσωπική επιλογή και ότι, πάντως, δεν αμφισβητήθηκε ότι τα έξοδα αυτά καλύφθηκαν υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κοινές διατάξεις του συστήματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· τρίτον, το γεγονός ότι η πραγματική συντήρηση ενός τέκνου 20 ετών, όπως ο γιος του, λαμβανομένου υπόψη του “κοινωνικοπολιτιστικού του περιβάλλοντος” και του πνευματικού του επιπέδου, δεν μπορεί να περιοριστεί στην κάλυψη των απλών αναγκών στεγάσεως διατροφής και ενδύσεως, αλλά συνεπάγεται σημαντικά πρόσθετα έξοδα· παρόμοια στοιχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να προσδιοριστεί, κατά τρόπο γενικό, το φορολογικό σύστημα στο οποίο υπάγονται οι κοινοτικοί υπάλληλοι, τα τέκνα των οποίων υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία. »

II — Αντικείμενο και αιτήματα της αναιρέσεως

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 1990, ο Goerg Schwedler άσκησε αναίρεση κατά της πιο πάνω αποφάσεως του Πρωτοδικείου, η οποία κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο τις 8 Μαΐου 1990, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

Ο Schwedler ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 8ης Μαρτίου 1990 στην υπόθεση Τ-41/89 που αφορά στο αίτημα σχετικά με τη φορολογική έκπτωση·

να καταδικάσει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει ως απαράδεκτους τους πραγματικούς λόγους που στρέφονται:

κατά της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι ο γερμανικός στρατός καλύπτει το σύνολο των βασικών αναγκών των νέων που καλούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία·

κατά της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι οι απουσίες από το στρατόπεδο του γιου του προσφεύγοντος ανάγονται στην προσωπική του επιλογή·

2)

κατά τα λοιπά, να απορρίψει την αναίρεση ως αβάσιμη·

3)

κατά συνέπεια, να κρίνει για τις δικαστικές δαπάνες σύμφωνα με το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως τροποποιήθηκε στις 7 Ιουνίου 1989.

III — Περίληψη των λόγων αναιρέσεως και των επιχειρημάτων των διαδίκων

Α — Επί του παραδεκτού

1.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβάλλει ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η αναίρεση δεν περιορίζονται σε νομικά ζητήματα, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις της Συνθήκης που διέπει την αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου.

Όσον αφορά το τμήμα του πρώτου λόγου ο οποίος συνίσταται στο ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα διαπίστωσε ότι ο γερμανικός στρατός καλύπτει το σύνολο των βασικών αναγκών των νέων που καλούνται να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους θητεία, πρέπει να παρατηρηθεί, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, ότι τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο θέμα αυτό δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, κατά το μέτρο που μοναδικό αντικείμενο έχουν την αμφισβήτηση της αμιγούς διαπιστώσεως πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο.

Το ίδιο ισχύει και για τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο ο προσφεύγων στρέφεται κατά της απορρίψεως από το Πρωτοδικείο του επιχειρήματος κατά το οποίο ο γιος του προφεύγοντος διήνυσε σχεδόν το ήμισυ της στρατιωτικής του υπηρεσίας στην κατοικία των γονέων του, με τη σκέψη ότι « το περιστατικό αυτό ανάγεται στην προσωπική επιλογή του ενδιαφερομένου ».

2.

Ο αναιρεαείων θεωρεί ότι, όσον αφορά το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να απορρίψει ως απαράδεκτους τους « πραγματικούς λόγους » που στρέφονται κατά της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι ο γερμανικός στρατός καλύπτει το σύνολο των βασικών αναγκών των νέων που καλούνται να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους υπηρεσία, το εν λόγω θεσμικό όργανο παραβλέπει ότι για να καταλήξει σ' αυτό το συμπέρασμα το Πρωτοδικείο έπρεπε να ερμηνεύσει το σύνολο των οικείων νομικών διατάξεων κατά τρόπο συνεκτικό και έννοια προς έννοια.

Ισχυρίζεται επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλανάται όταν νομίζει ότι ο Schwedler αμφισβητεί τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι ο γερμανικός στρατός καλύπτει κατά βάση τις ανάγκες των νέων που καλούνται να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Αυτό που αμφισβητεί ο αναιρεσείων είναι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου κατά την οποία « ο προσφεύγων δεν μπορεί να ισχυριστεί, για την επίδικη περίοδο, ότι βαρυνόταν ταυτόχρονα με την πραγματική συντήρηση του γιου του ».

Ως προς τους δήθεν « πραγματικούς λόγους » που στρέφονται κατά της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι οι απουσίες από το στρατόπεδο του γιου του προσφεύγοντος ανάγονται στην προσωπική του επιλογή, ο αναιρεαείων θεωρεί ότι κατά το σημείο αυτό η αναίρεση του δεν αφορά πραγματικό ζήτημα, αλλά το νομικό ζήτημα της ερμηνείας της εννοίας της πραγματικής συντηρήσεως του τέκνου του, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII, σχετικά με τη χορήγηση του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου.

Υποστηρίζει δε ότι το Πρωτοδικείο, χρησιμοποιώντας την έκφραση « προσωπική επιλογή » ερμηνεύει νομικά την έννοια «πραγματική συντήρηση του τέκνου » κρίνοντας το γεγονός, δηλαδή την παρουσία στην κατοικία των γονέων του, ως ουσιώδες για τη νομική αξιολόγηση της εννοίας «πραγματική συντήρηση » στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Β — Επί της ουσίας

Προς στήριξη της αναιρέσεως του ο Goerg Schwdler προβάλλει τρεις λόγους οι οποίοι στρέφονται κατά του ορισμού της εννοίας του συντηρουμένου τέκνου, ο οποίος συνάγεται από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατά της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου κατά την οποία οι απουσίες από το στρατόπεδο του γιου του οφείλονται στην προσωπική του επιλογή, καθώς και κατά της συμπληρωματικής επιχειρηματολογίας της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, η οποία περιλαμβάνεται στις παραγράφους 23 και 24.

α) Επί του πρώτου λόγου

1.

Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με τον πρώτο του λόγο αναιρέσεως ότι ο τρόπος με τον οποίο το Πρωτοδικείο παραθέτει, στην παράγραφο 18 της αποφάσεως του, την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 1980 περιορίζει ανεπιτρέπτως το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής.

Πράγματι, η σκέψη 15 της πιο πάνω αποφάσεως του Δικαστηρίου δέχεται ότι « η φορολογική έκπτωση για συντηρούμενο τέκνο έχει νόημα μόνον όταν χορηγείται για κοινωνικούς λόγους που έχουν σχέση με την ύπαρξη του τέκνου και τα έξοδα της πραγματικής του συντηρήσεως». Ο αναιρεσείων τονίζει ότι συντάσσεται πλήρως με τη διαπίστωση αυτή, κατά το μέτρο που, θετικά εκφραζόμενη, δέχεται κατά τρόπο εξυπακουόμενο ότι η φορολογική έκπτωση για το συντηρούμενο τέκνο παρέχεται σε εκείνον ο οποίος καλύπτει τα έξοδα συντηρήσεως του τέκνου, πράγμα που αναμφισβητήτως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

Στη σκέψη όμως 18 της αποφάσεως του, το Πρωτοδικείο προσθέτει στο προαναφερθέν κείμενο της αποφάσεως του Δικαστηρίου την ακόλουθη φράση: «που αφορούν δηλαδή εκείνον ο οποίος αναλαμβάνει την υλική κάλυψη του συνόλου των βασικών αναγκών του τέκνου ». Κατά τον αναιρεσείοντα, το συμπέρασμα αυτό είναι αμφίβολο κατά το μέτρο που η έννοια της « πραγματικής συντηρήσεως » περιορίζεται έτσι διττώς και ανεπιτρέπτως, διότι το Πρωτοδικείο αφενός μεν δέχεται την υλική κάλυψη του « συνόλου των αναγκών » του τέκνου, αφετέρου δε περιορίζει την κάλυψη αυτή στις « βασικές ανάγκες » του τέκνου. Κατ' αυτόν όμως τον τρόπο, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του ότι στην προκειμένη περίπτωση τόσο ο γερμανικός στρατός όσο και ο αναιρεσείων συνέβαλαν πραγματικά στη συντήρηση του τέκνου.

Ο αναιρεσείων παραπέμπει για το θέμα αυτό στις οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως της 31ης Οκτωβρίου 1963 του Nord, όπου διαπιστώνεται ότι ακόμη και η μερική συντήρηση τέκνου μπορεί να παράσχει δικαίωμα για επίδομα. Σχετικά επικαλείται επίσης το αναθεωρηθέν πόρισμα 188/89 της 30ής Ιανουαρίου 1990 του συλλόγου των προϊσταμένων διοικήσεως, κατά το οποίο το ανώτατο όριο εισοδήματος τέκνου 18 έως 26 ετών, πέραν του οποίου δεν πρέπει να θεωρηθεί συντηρούμενο από τον γονέα του υπάλληλο, είναι το 40% του βασικού μισθού του υπαλλήλου βαθμού D4, πρώτο κλιμάκιο, δηλαδή σήμερα περίπου 24100 LFR.

Επομένως, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο γιος του ήταν στο στρατόπεδο κατά μέσον όρο 15ημέρες το μήνα, τα έξοδα που αντιπροσωπεύουν για το γερμανικό στρατό τη συντήρηση του εν λόγω τέκνου, πέραν του μηνιαίου μισθού, δεν υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 11072 LFR, αριθμό ο οποίος παραμένει σαφώς κάτω από το όριο των 24100 LFR που αναφέρθηκε πιο πάνω. Πρέπει επομένως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο γερμανικός στρατός δεν καλύπτει πραγματικά το σύνολο των αναγκών του τέκνου του αναιρεσείοντος.

Κατά τον αναιρεσείοντα, τα προηγουμένως αναπτυχθέντα καθιστούν επίσης άνευ αντικειμένου τη σκέψη του Πρωτοδικείου ότι, αυτό που έχει σημασία είναι η κάλυψη των βασικών αναγκών του τέκνου. Εξάλλου, η λέξη « βασικός » δεν βρίσκεται ούτε στο άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του προαναφερθέντος κανονισμού 260/83 του Συμβουλίου, ούτε στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως· ο καθοριστικός όρος για το επίδικο πρόβλημα είναι η λέξη «πραγματικός», που βρίσκεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του παραρτήματος VΙΙ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως.

2.

Κατά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ο αναιρεσείων δεν οδηγούν καθόλου στο συμπέρασμα ότι, αποκλείοντας την εκτίμηση κατά περίπτωση και κρίνοντας ότι ένα τέκνο μπορεί να θεωρηθεί συντηρούμενο συχρόνως από πλείονα πρόσωπα ή διαφορετικούς οργανισμούς, το Πρωτοδικείο παρέβη το κοινοτικό δίκαιο κατά την έννοια του άρθρου 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Αντιθέτως υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του Πρωτοδικείου είναι σύμφωνη με τις διατάξεις που ισχύουν εν προκειμένω όπως ερμηνεύτηκαν από το Πρωτοδικείο και εφαρμόστηκαν από τα κοινοτικά όργανα.

Συγκεκριμένα, η σκέψη του Πρωτοδικείου ότι πρέπει να εξακριβωθεί ποιος ανέλαβε την υλική κάλυψη του συνόλου των βασικών αναγκών του τέκνου, η οποία περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα απόφαση Sorasio, αποτελεί αναγκαία συνέπεια της αρχής της μη σωρεύσεως και του μη μερισμού των εξόδων που διαπιστώθηκαν.

Η ερμηνεία που ακολούθησε το Πρωτοδικείο είναι, άλλωστε, σύμφωνη με τη διοικητική πρακτική των θεσμικών οργάνων, όπως βεβαιώθηκε από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1990 κατόπιν αιτήσεως του Πρωτοδικείου.

Πράγματι, η οδηγία σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του Nord αναφέρει ότι, στην περίπτωση υπαλλήλου που έχει τέκνο το οποίο εκπληρώνει τη στρατιωτική του θητεία, «το τέκνο συντηρείται πλήρως από τις εθνικές στρατιωτικές αρχές ».

Το προαναφερθέν πόρισμα 49/80 δίδει επίσης την ίδια ερμηνεία στην έννοια του συντηρουμένου τέκνου στην περίπτωση τέκνου που έχει κληθεί να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.

Όσον αφορά το προαναφερθέν πόρισμα 188/89, το έγγραφο αυτό αφορά διαφορετική περίπτωση από αυτήν του τέκνου που έχει κληθεί να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Πράγματι, από την παράγραφο 3 του πορίσματος αυτού προκύπτει ότι πρόκειται για την περίπτωση τέκνου το οποίο εργάζεται επαγγελματικά και λαμβάνει αποδοχές ( δραστηριότητα μισθωτού ) ή έχει εισόδημα ( δραστηριότητα ανεξάρτητου επαγγελματία ).

β) Επί του δευτέρου λόγου

1.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αναφέρεται στο ζήτημα αν οι απουσίες από το στρατόπεδο του τέκνου του οφείλονται στην προσωπική του επιλογή, ο αναιρεοείων ισχυρίζεται ότι στο σημείο αυτό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αγνοεί πλήρως τη σημερινή πραγματική κατάσταση στα στρατόπεδα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Συγκεκριμένα, με την έκφραση «προσωπική επιλογή » το Πρωτοδικείο αμφισβητεί αυτό που θεωρείται από τους στρατιώτες που εκπληρούν τη θητεία τους, το κοινό και τον νομοθέτη ως κεκτημένο σε ένα κράτος δημοκρατικό, σύγχρονο και κοινωνικό, δηλαδή ότι οι στρατιώτες όταν υπηρετούν τη θητεία τους έχουν, ούτως ειπείν, και αυτοί επίσης, μόνον μία ημέρα (εργασίας) οκτώ ορών και οεν πρέπει, αντιθέτως προς ό,τι ίσχυε παλαιότερα, να παραμένουν στο στρατόπεδο κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, τα Σαββατοκύριακα και τις λοιπές αργίες.

Ο αναιρεσείων αναγνωρίζει ότι είναι αληθές κατά θεωρία, αλλά μόνο κατά θεωρία, ότι οι στρατιώτες μπορούν να αποφασίσουν να παραμείνουν στο στρατόπεδο μετά τη λήξη της υπηρεσίας τους, τα Σαββατοκύριακα και τις λοιπές ημέρες που δεν έχουν υπηρεσία. Όμως, ένας στρατιώτης που θα έκαμε τακτικά ή αρκετά τακτικά χρήση αυτής της δυνατότητας, θα υπέφερε από κατάθλιψη διότι θα καταλάβαινε ότι οι συνάδελφοι του και οι προϊστάμενοί του θα θεωρούσαν ότι οι σχέσεις του με την πατρική οικία, αλλ' επίσης και με τους στενούς συγγενείς και φίλους, ή και με μια φίλη, είναι αισθητά διαταραγμένες ή ακόμη, σε σχέση με την τελευταία περίπτωση, ανύπαρκτες. Το να ισχυριστεί κανείς υπό τις περιστάσεις αυτές, εις βάρος του ενδιαφερομένου, ότι το εν λόγω τέκνο πήγε στους γονείς του κατά την προσωπική τον επιλογή δεν μπορεί να υποστηριχθεί ενώπιον της κοινής γνώμης και θα μπορούσε να δώσει λαβή σε ζωηρές διαμαρτυρίες.

Είναι επομένως βέβαιο ότι οι χρηματικές δαπάνες του αναιρεσείοντος που οφείλονταν στην υπηρεσία του γιου του στον γερμανικό στρατό αναμφισβητήτως τον εβάρυναν και αδιαφιλονίκητος συνδέονταν με την ύπαρξη του τέκνου και με τα έξοδα συντηρήσεως του.

2.

Όσον αφορά τον λόγο αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο περιορίζεται να σημειώσει ότι η σκέψη σχετικά με την « προσωπική επιλογή » περιέχει διαπίστωση πραγματικών περιστατικών, η οποία εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου.

γ) Επί του τρίτου λόγου

1.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσε'ιων στρέφεται κατά των συμπερασμάτων που συνήγαγε το Πρωτοδικείο από την ανάλυση των παραγράφων 3,4 και 6 του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, κατά το μέτρο που το μοναδικό νομικό ζήτημα που είναι προς επίλυση είναι το ζήτημα της ερμηνείας της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παραρτήματος VII, διότι σε αυτή τη διάταξη παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του προαναφερθέντος κανονισμού 260/68 του Συμβουλίου, για τον ορισμό της εννοίας του συντηρουμένου τέκνου.

Παρατηρεί επίσης, όσον αφορά τη σκέψη του Πρωτοδικείου ότι τα ιατρικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο Λουξεμβούργο « καλύφθηκαν υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κοινές διατάξεις του συστήματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων », ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού περί καλύψεως των κινδύνων ασθενείας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα πρόσωπα που καλύπτονται ασφαλιστικά μέσω του ασφαλισμένου είναι «τα συντηρούμενα τέκνα του ασφαλισμένου κατά την έννοια τον άρθρον 2 τον παραρτήματος VII τον Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως».

2.

Όσον αφορά την επίκληση των παραγράφων 3, 4 και 6 του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, το Ενρωπαϊκό Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι, κατά το μέτρο που η επίκληση αυτή αποτελεί την έκφραση « συστηματικής » ερμηνείας των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, στο πλαίσιο της σχέσεως τους με άλλες διατάξεις και με το σύνολο της σχετικής κανονιστικής ρυθμίσεως, το Πρωτοδικείο ορθώς καθοδηγήθηκε από τις ειδικές διατάξεις για τις περιπτώσεις όπου δεν ήταν πρόδηλο, ενόψει της ηλικίας του τέκνου ή της θέσεως του ως δικαιούχου υποχρεώσεως διατροφής, ότι ήταν συντηρούμενο, για να επιβεβαιώσει με τις διατάξεις αυτές τη στενή ερμηνεία που δέχθηκε για την έννοια του συντηρούμενου τέκνου.

Όσον αφορά την επιστροφή των ιατρικών εξόδων, παρατηρεί ότι στο θέμα αυτό οι υπεύθυνοι του γραφείου εκκαθαρίσεων έκριναν ότι έπρεπε να προβούν σε αναπλήρωση, για λόγους ισότητας, της μη καλύψεως από το σύστημα ιατρικής περιθάλψεως της Βundeswehr της μη επείγουσας περιθάλψεως που παρασχέθηκε στο γιο του αναιρεσείοντος εκτός του εδάφους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Από αυτό προκύπτει ότι η εν λόγω ενέργεια δεν έχει καμιά σημασία για την ερμηνεία της εννοίας του συντηρουμένου τέκνου στο πλαίσιο της διαφοράς που υπήχθη ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Diez de Velasco

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 28ης Νοεμβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-132/90 Ρ,

Georg Schwedler, εκπροσωπούμενος από τον Wenning, δικηγόρο Βόνης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Marc Lucius, 6, rue Michel Welter,

αναιρεσείων,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα), την 8η Μαρτίου 1990, στην υπόθεση Τ-41/89, μεταξύ Georg Schwedler και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την οποία ζητείται η μερική αναίρεση της αποφάσεως αυτής,

με αναιρεσίβλητο το:

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον Manfred Peter, προϊστάμενο τμήματος, επικουρούμενο από τον Francis Herbert, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg, το οποίο ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως μερικώς απαράδεκτης και εξ ολοκλήρου αβάσιμης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους, Ο. Due, Πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, R. Joliét, F. Α. Schockweiler και F. Grévisse, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias, M. Diez de Velasco, και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέα,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τους διαδίκους που αγόρευσαν κατά την συνεδρίαση της 29ης Μαΐου 1991, κατά την οποία ο Schwedler εκπροσωπήθηκε από τον Moritz, δικηγόρο Βόνης,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 1990, ο Schwedler άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΟΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 8ης Μαρτίου 1990 του Πρωτοδικείου κατά το μέρος που απέρριψε την προσφυγή του με την οποία ζήτησε την ακύρωση των αποφάσεων που ελήφθησαν αντίστοιχα στις 22 Δεκεμβρίου 1987 από τον Γενικό Διευθυντή Προσωπικού, Προϋπολογισμού και Οικονομικών, και τη 2α Μαΐου 1988 από τον Γενικό Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με τις οποίες απορρίφθηκε το αίτημα του αναιρεσείοντος να του χορηγηθεί έκπτωση φόρου για συντηρούμενο τέκνο.

2

Προς στήριξη της αιτήσεως του, ο αναιρεσείων προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως: ο πρώτος, περί πεπλανημένης ερμηνείας από το Πρωτοδικείο του όρου « τέκνου που συντηρείται πραγματικά από τον υπάλληλο » κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), ο δεύτερος, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως από το Πρωτοδικείο ότι οι απουσίες του τέκνου του αναιρεσείοντος από το στρατόπεδο οφείλονταν σε προσωπική επιλογή και ο τρίτος στρέφεται κατά της σκέψεως ότι δεν έχει σημασία για τη λύση της διαφοράς η ερμηνεία των παραγράφων 3, 4 και 6 του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

3

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο περιόρισε ανεπιτρέπτως την έννοια της « πραγματικής συντηρήσεως », την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, όπως ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1980, 81/79, 82/79 και 146/79, Sorasio κατά Επιτροπής (Rec. 1980, σ. 3557), κρίνοντας ότι η έκπτωση φόρου για συντηρούμενο τέκνο μπορεί να χορηγηθεί μόνον « σε εκείνον ο οποίος αναλαμβάνει την υλική κάλυψη του συνόλου των βασικών αναγκών του τέκνου» και ότι δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική συντήρηση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, από περισσότερα πρόσωπα συγχρόνως. Πράγματι, η ερμηνεία του Πρωτοδικείου αποκλείει, ειδικότερα, τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η μερική συντήρηση τέκνου, ενώ η νομολογία του Δικαστηρίου δεν περιλαμβάνει τέτοιο περιορισμό.

4

Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι από τις εσωτερικές εγκυκλίους ( οδηγίες Nord, της 31ης Οκτωβρίου 1963, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και πόρισμα 188/89, αναθεωρηθέν, της 30ής Ιανουαρίου 1990, του συλλόγου των προϊσταμένων διοικήσεως ) προκύπτει ότι και η μερική συντήρηση τέκνου μπορεί να παράσχει δικαίωμα για τη χορήγηση επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

5

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως το αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, ενόψει αυτού που τόσο οι κληρωτοί όσο και το κοινό και ο νομοθέτης θεωρούν κεκτημένο σε ένα δημοκρατικό, σύγχρονο και κοινωνικό κράτος, δηλαδή ότι οι στρατιώτες που υπηρετούν έχουν ούτως ειπείν και αυτοί μια ημέρα ( εργασίας ) οκτώ ωρών και δεν πρέπει, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε άλλοτε, να παραμένουν στο στρατόπεδο κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, τα Σαββατοκύριακα και τις λοιπές αργίες, κακώς έκρινε το Πρωτοδικείο ότι ο χρόνος του ενδιαφερομένου εκτός του στρατοπέδου ανήγετο στην προσωπική του επιλογή.

6

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων στρέφεται κατά του συμπεράσματος που συνήγαγε το Πρωτοδικείο από την ανάλυση των παραγράφων 3, 4 και 6 του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, κατά το μέτρο που το μόνο νομικό ζήτημα που έπρεπε να λυθεί ήταν το ζήτημα της ερμηνείας της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παραρτήματος VII, αφού σ' αυτή τη διάταξη παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 115), για τον ορισμό της εννοίας του συντηρούμενου τέκνου.

7

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς οι λόγοι αναιρέσεως και τα επι- χειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του παραδεκτού

8

Ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προέβαλε ένσταση μερικού απαραδέκτου, θεωρώντας ότι οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως δεν έλαβαν υπόψη τους την αρμοδιότητα που έχει παρασχεθεί στο Δικαστήριο κατά την αναιρετική διαδικασία, κατά το μέτρο που οι λόγοι αυτοί δεν περιορίζονται σε νομικά ζητήματα.

9

Πρέπει να τονιστεί σχετικά ότι, κατά το άρθρο 168 Α της Συνθήκης ΕΟΚ και τις αντίστοιχες διατάξεις των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Ο περιορισμός αυτός επαναλαμβάνεται στο άρθρο 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΟΚ και τις αντίστοιχες διατάξεις των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, που προσδιορίζουν, κατά συνέπεια προς τις πιο πάνω διατάξεις, τους λόγους στους οποίους μπορεί να στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως, δηλαδή την αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, τις πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος και την παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο.

10

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται μόνον σε λόγους που αναφέρονται στην παράβαση από το Πρωτοδικείο νομικών κανόνων, αποκλειόμενης της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που το δικόγραφο αιτιάται ότι το Πρωτοδικείο έκρινε κατά παράβαση νομικών κανόνων, των οποίων την τήρηση έπρεπε να διασφαλίσει (βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1991, Vidrányi κατά Επιτροπής, C-283/90 Ρ, Συλλογή 1991, σ. I-4339 ).

11

Όσον αφορά τον λόγο αναιρέσεως περί πλάνης η οποία περιέχεται στη σκέψη του Πρωτοδικείου, κατά την οποία η συχνή διαμονή του υιού του αναιρεσείοντος εκτός του στρατοπέδου αναγόταν σε προσωπική επιλογή, αρκεί να τονιστεί ότι η σκέψη αυτή αποτελεί εκτίμηση αμιγώς πραγματική και ότι δεν περιλαμβάνει εντός αυτής την εφαρμογή κανενός νομικού κανόνα.

12

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει ο Schwedler πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

13

Αντιθέτως, αφού ο λόγος αναιρέσεως περί ανεπίτρεπτου περιορισμού της εννοίας της πραγματικής συντηρήσεως, που προέκυψε από τον ορισμό που δέχθηκε το Πρωτοδικείο για την έννοια του συντηρούμενου τέκνου που περιέχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αφορά την ερμηνεία αυτής της διατάξεως, επιβάλλεται να ερευνηθεί το βάσιμο του λόγου αυτού.

Επί του βασίμου

Ι — Επί τον Âóyov αναιρέσεως περί πεπλανημένης ερμηνείας τον άρθρον 2, παράγραφος 2, τον παραρτήματος VII τον ΚΥΚ

14

Πρέπει κατ' αρχάς να τονιστεί ότι ο κοινωνικός στόχος που επιδιώκει η εν λόγω φορολογική έκπτωση (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 1980, Sorasio, που αναφέρθηκε πιο πάνω ) επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη, για την εφαρμογή της, μόνον τα έξοδα που δικαιολογούνται από ενεστώσα και βεβαία ανάγκη, η οποία συνδέεται με την ύπαρξη του τέκνου και την πραγματική του συντήρηση.

15

Για να εξεταστεί το βάσιμο του λόγου αυτού, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στην προαναφερθείσα απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1980 το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν και οι δύο γονείς του τέκνου είναι κοινοτικοί υπάλληλοι, μόνον ο σύζυγος που έχει τον ανώτερο βασικό μισθό μπορεί να τύχει αυτού του οφέλους, αφού το τέκνο δεν μπορεί να λογισθεί ως πραγματικά συντηρούμενο από τον κάθε γονέα του ατομικά ( σκέψεις 16 και 17 της προαναφερθείσας απόφασης).

16

Στην απόφαση πάντως αυτή το Δικαστήριο δεν έκρινε για την κατάσταση όπου ένας υπάλληλος καλύπτει πραγματικά τμήμα μόνον των βασικών αναγκών του τέκνου και η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί, κατόπιν αυτού, να θεωρηθεί ότι εμποδίζει τη δυνατότητα του υπαλλήλου αυτού να τύχει του επιμάχου οφέλους.

17

Από την προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι εσφαλμένα έκρινε το Πρωτοδικείο, στηριζόμενο στην προαναφερθείσα απόφαση Sorasio, ότι η έκπτωση φόρου για συντηρούμενο τέκνο δεν μπορεί να χορηγηθεί παρά μόνον σε « εκείνον ο οποίος αναλαμβάνει την υλική κάλυψη του συνόλου των βασικών αναγκών του τέκνου » και ότι « δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα τέκνο συντηρείται πράγματι, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του προαναφερθέντος ΚΥΚ, ταυτόχρονα από πλείονα πρόσωπα ή οργανισμούς και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συντήρηση του βαρύνει ταυτόχρονα τους τελευταίους » ( σκέψη 19 της ίδιας αποφάσεως ).

18

Αντιθέτως, ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την προαναφερθείσα απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1980 προκύπτει ότι η έκπτωση φόρου για συντηρούμενο τέκνο « χορηγείται για κοινωνικούς λόγους που έχουν σχέση με την ύπαρξη του τέκνου και τα έξοδα της πραγματικής του συντηρήσεως ».

19

Ερευνώντας τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με την σκέψη 20 της αποφάσεως του, ότι ο γερμανικός στρατός καλύπτει τις ανάγκες των νέων που καλούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, ιδίως όσον αφορά την κατοικία, τη διατροφή, την ιατρική περίθαλψη, την παροχή προσωπικών εφοδίων και στολών και τον καθαρισμό του ρουχισμού, καθώς και ότι καταβάλλει μηνιαίο μισθό περίπου 300 DM για την κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών.

20

Το Πρωτοδικείο δέχθηκε επίσης, με τη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπό τις περιστάσεις αυτές ο αναιρεσείων δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κάλυπτε ταυτόχρονα την πραγματική συντήρηση του υιού του.

21

Διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως αναφέρεται στις τρεις προηγούμενες σκέψεις, είναι σύμφωνη τόσο με το γράμμα και με τον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, όσο και με την προαναφερθείσα απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1980.

22

Πράγματι, αφού η υποχρέωση αναλήψεως των εξόδων συντηρήσεως του τέκνου δεν βαρύνουν πλέον τον δυνητικό δικαιούχο της φορολογικής εκπτώσεως, αλλά καθορίζουν ένα άλλο υποκείμενο δικαίου, εν προκειμένω τον γερμανικό στρατό, η εν λόγω έκπτωση χάνει τον λόγο υπάρξεως της.

23

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, χωρίς να παραβιάσει το κοινοτικό δίκαιο, έκρινε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του ότι το τέκνο του αναιρεσείοντος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συντηρούμενο από αυτόν κατά την περίοδο που εκτελούσε τη στρατιωτική του υπηρεσία, δεδομένου ότι η συντήρηση του καλυπτόταν καθ' ολοκληρίαν από τον γερμανικό στρατό.

24

Ως προς το επιχείρημα που ο αναιρεσείων συνάγει από εσωτερικές εγκυκλίους, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, καίτοι οι εγκύκλιοι αυτές δέχονται ότι και η μερική συντήρηση ενός τέκνου μπορεί να παράσχει δικαίωμα για το εν λόγω επίδομα, θεωρούν ότι το επίδομα αυτό δεν οφείλεται στην περίπτωση που το τέκνο συντηρείται καθ' ολοκληρίαν από τις εθνικές στρατιωτικές αρχές.

25

Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

II — Επί τον Αόγον αναιρέσεως ότι δεν έχει αημαοία η ερμηνεία των παραγράφων 3, 4 και 6 τον παραρτήματος VII τον ΚΥΚ

26

Πρέπει να επισημανθεί σχετικά ότι, είναι μεν αληθές ότι δεν υφίσταται απόλυτος παραλληλισμός μεταξύ του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο και της επίδικης εκπτώσεως φόρου, πλην όμως, επιδιώκοντας τον ίδιο κοινωνικό σκοπό και ανταποκρινόμενες στην ίδια φροντίδα, οι διατάξεις περί επιδόματος συντηρούμενου τέκνου μπορούν να ληφθούν υπόψη για να ενισχυθεί η ερμηνεία των διατάξεων περί εκπτώσεως φόρου συντηρουμένου τέκνου.

27

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο μπορούσε θεμιτώς να διαμορφώσει την κατ' αναλογία επιχειρηματολογία που περιλαμβάνουν οι σκέψεις 22 και 23 της αποφάσεως του.

28

Παρέπεται ότι ούτε ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος.

29

Εφόσον δεν μπόρεσε να γίνει δεκτός κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε ο Schwedler, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση του στο σύνολο της.

Επί των δικαστικών εξόδων

30

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του ίδιου κανονισμού, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν. Αλλά, δυνάμει του άρθρου 122 του κανονισμού αυτού, το άρθρο 70 δεν εφαρμόζεται στις αναιρέσεις που ασκούν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των οργάνων. Εφόσον ο Schwedler ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα της παρούσας δίκης.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Slynn

Joliét

Schockweiler

Grévisse

Mancini

Κακοόρης

Moitinho de Almeida

Rodriguez Iglesias

Diez de Velasco

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Νοεμβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.