ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-90/90 και C-91/90 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Οι ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις

α)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 10), θέσπισε για περίοδο πέντε ετών « συμπληρωματική εισφορά » επί των παραδιδομένων ποσοτήτων γάλακτος που υπερέβαιναν μια ποσότητα αναφοράς η οποία δεν είχε ακόμα καθοριστεί.

β)

Οι γενικοί κανόνες εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς καθορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ).

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 καθορίζει την ποσότητα αναφοράς που προβλέπεται στον βασικό κανονισμό (ΕΟΚ) 856/84, δηλαδή την ποσότητα που απαλλάσσεται από την συμπληρωματική εισφορά. Καταρχήν, η ποσότητα αυτή είναι ίση προς την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παρέδωσε ο παραγωγός κατά το ημερολογιακό έτος 1981 (εναλλακτική λύση Α ) ή που αγόρασε ένας αγοραστής κατά το ημερολογιακό έτος 1981 (εναλλακτική λύση Β ), προσαυξημένη κατά 1 ο/ο. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να προβλέπουν ότι στο έδαφος τους η ποσότητα αναφοράς είναι ίση προς την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε ή αγοράστηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1982 ή το ημερολογιακό έτος 1983, προσαυξημένη κατά ένα ποσοστό που καθορίζεται κατά τρόπον ώστε να μην υπάρχει υπέρβαση της εγγυημένης ποσότητας. Επιπλέον, σύμφωνα με τα άρθρα 3, 3α, 4 και 4α του εν λόγω κανονισμού, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις κατά τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς ή να χορηγούν ειδικές ή συμπληρωματικές ποσότητες αναφοράς.

Το άρθρο 7 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 590/85 του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 1985 ( ΕΕ L 68, σ. 1 ), ορίζει τα εξής:

« 1.

Σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει στον αγοραστή, τον μισθωτή ή τον κληρονόμο σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν.

(...)

2.

Στα πλαίσια της εναλλακτικής λύσης Β, αν ο αγοραστής υποκαταστήσει εν όλω ή εν μέρει έναν ή περισσότερους αγοραστές, η ετήσια ποσότητα αναφοράς καθορίζεται:

για το τέλος της τρέχουσας δωδεκάμηνης περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο ή μέρος των ποσοτήτων αναφοράς prorata του χρονικού διαστήματος που υπολείπεται,

για την επόμενη δωδεκάμηνη περίοδο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο ή τμήμα των ποσοτήτων αναφοράς των αγοραστών τους οποίους υποκαθιστά.

3.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ένα μέρος των εν λόγω ποσοτήτων προστίθεται στην εφεδρική ποσότητα που αναφέρεται στο άρθρο 5 ή, ενδεχομένως, στην εφεδρική ποσότητα που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3.

(...)

5.

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68. »

γ)

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος αυτού καθορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 ( ΕΕ L 132, σ. 11 ). Το τρίτο εδάφιο του άρθρου 5 του κανονισμού αυτού, όπως διατυπώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1681/87 της Επιτροπής της 16ης Ιουνίου 1987 ( ΕΕ L 157, σ. 11 ) ( 1 ), διευκρινίζει τα εξής:

« Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 και εντός του ορίου που καθορίζεται από την εν λόγω διάταξη, τα κράτη μέλη μπορούν να κατανείμουν, σύμφωνα με κριτήρια σχετικά με το μέγεθος των εν λόγω εκμεταλλεύσεων, το μέρος της ποσότητας αναφοράς που προστίθεται στο απόθεμα. »

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ότι, « σε περίπτωση εφαρμογής της εναλλακτικής λύσης Β, η ποσότητα αναφοράς του αγοραστή προσαρμόζεται κυρίως για να ληφθούν υπόψη:

(...)

δ)

οι περιπτώσεις υποκατάστασης που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που οι παραγωγοί αλλάζουν αγοραστή ».

2. Η νομοθεσία του Λουξεμβούργου για την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως

Η προαναφερθείσα κοινοτική ρύθμιση εφαρμόστηκε στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κυρίως με τον κανονισμό νου Μεγάλου Αουκάνου της 7ης Ιουλίου 1987, περί της εφαρμογής, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, του καθεστώτος της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος ( Memoriał Α, 1987, σ. 850 ). Ο ανωτέρω κανονισμός επιλέγει την. εναλλακτική λύση Β (εναλλακτική λύση αγοραστή ) και καθορίζει τις ποσότητες αναφοράς των αγοραστών βάσει των παραδόσεων γάλακτος που πραγματοποιήθηκαν το 1983, προσαυξανόμενες κατά έναν ορισμένο συντελεστή.

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου έχει ως εξής:

«Όταν ένας προμηθευτής αλλάζει αγοραστή, ποσότητα αντίστοιχη προς αυτή που έχει χορηγηθεί στον προμηθευτή κατ' εφαρμογή των άρθρων 3, 5, 6, 8 και 13 του παρόντος κανονισμού αφαιρείται από την ποσότητα αναφοράς του πρώτου αγοραστή και προστίθεται κατά το 90 °/ο στην ποσότητα αναφοράς του νέου αγοραστή και κατά το 10% στην εθνική εφεδρική ποσότητα που προβλέπεται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού. »

3. Το αντικείμενο των κυρίων οικών

Οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών είναι παραγωγοί γάλακτος εγκατεστημένοι στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Με τις προσφυγές που άσκησαν ενώπιον του Conseil d'Etat του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, ζητούν την ακύρωση αποφάσεως της 22ας Φεβρουαρίου 1988, με την οποία ο Υφυπουργός Γεωργίας και Αμπελουργίας του Λουξεμβούργου, κατ' ” εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου, αρνήθηκε να μεταβιβάσει σε άλλον αγοραστή ακέραια την ατομική ποσότητα αναφοράς την οποία διέθεταν οι εν λόγω παραγωγοί σε σχέση με τον αρχικό αγοραστή, κατόπιν αλλαγής αγοραστή που αποφάσισαν οι ίδιοι.

Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 9 του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84. Κατ' αυτούς, η μεταβίβαση στην εθνική εφεδρική ποσότητα ενός μέρους των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84, δεν αναφέρεται στην περίπτωση των παραγωγών που αλλάζουν αγοραστή. Εξάλλου, η μείωση των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς την οποία συνεπάγεται μια τέτοια μεταβίβαση δεν μπορεί να είναι οριστική. Η μείωση αυτή παραβιάζει, τέλος, την αρχή της ελεύθερης επιλογής του οικονομικού εταίρου καθώς και την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων πλήττοντας, κατά τρόπο δημιουργούντα διακρίσεις, την εκ μέρους των παραγωγών επιλογή συμφορότερου αγοραστή.

Ενόψει, ακριβώς, αυτών των επιχειρημάτων, το Conseil d'Etat του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα — πανομοιότυπα στις δύο υποθέσεις — προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

'Εχει το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν στην εθνική νομοθεσία κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού και στην περίπτωση αλλαγής του αγοραστή της παραγωγής ενός παραγωγού (εναλλακτική λύση Β) ότι ένα μέρος της ποσοστώσεως του παραγωγού θα διατίθεται στην εθνική εφεδρική ποσότητα αντί να κατανεμηθεί μεταξύ του παλαιού και του νέου αγοραστή ή να μεταφερθεί εξ ολοκλήρου στον νέο αγοραστή σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, αντιμετωπίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο δυσμενώς κάθε αλλαγή αγοραστή της γαλακτοκομικής παραγωγής ενός παραγωγού;

2)

Επιτρέπουν στα κράτη μέλη τα άρθρα 39 και 110 της Συνθήκης της Ρώμης καθώς και οι αρχές της ελεύθερης επιλογής του οικονομικού εταίρου να μειώνουν επ' αόριστο κατά 10% τη βασική ποσόστωση παραγωγής ενός παραγωγού απλώς και μόνο διότι ο παραγωγός αυτός αλλάζει αγοραστή και επιτυγχάνει πλέον συμφέρουσα τιμή πωλήσεως βελτιώνοντας κατά τον τρόπο αυτόν τα έσοδα από τη γεωργική του εκμετάλλευση; »

4. Διαοικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Οι αποφάσεις περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Μαρτίου 1990.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών, εκπροσωπούμενοι από τον Fernand Hoffstetter, avocat-avoué Λουξεμβούργου, η Κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενη από τον Ferdinand Hoffstetter, σύμβουλο διευθύνσεως α' τάξεως του Υπουργείου Γεωργίας, Αμπελουργίας και Αγροτικής Αναπτύξεως, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Patrick Hetsch, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε, με απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1990, να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο τρίτο τμήμα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95 του Κανονισμού Διαδικασίας, και να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Με Διάταξη της ιδίας ημέρας, το Δικαστήριο διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C-90/90 και C-91/90 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

II — Γραπτές παρατηρήσεις

1. Επί του πρώτου ερωτήματος

α)

Οι προσφεύγοντες των κυρίων όικών παρατηρούν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84 ρυθμίζει τις επιπτώσεις που έχει στην ποσόστωση που έχει χορηγηθεί σε παραγωγή η μεταβίβαση των δικαιωμάτων κυριότητας ή χρήσεως της εκμεταλλεύσεως είτε εξ επαχθούς είτε εκ χαριστικής αιτίας. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού αφορά την κατανομή, στο πλαίσιο των εναλλακτικής λύσεως Β, των ποσοστώσεων μεταξύ των διαδοχικών αγοραστών, για την περίπτωση που ένας παραγωγός αλλάξει γαλακτοκομείο κατά τη διάρκεια του έτους. Τα κείμενο αυτά, ωστόσο, δεν προβλέπουν μείωση κατά 10 ο/ο των δικαιωμάτων παραγωγής του παραγωγού.

Οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να προσθέτουν ένα μέρος των ποσοτήτων αυτών στην εθνική εφεδρική ποσότητα, πρέπει να εκληφθεί ως αφορών μόνο την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, η οποία αναφέρεται σε « εν όλω ή εν μέρει » μεταβίβαση της ποσότητας αναφοράς στον αγοραστή, τον μισθωτή ή τον κληρονόμο.

Συγκεκριμένα, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού δεν χρησιμοποιεί ανάλογους ή παρόμοιους όρους για την περίπτωση αλλαγής του αγοραστή. Εξάλλου, η παράγραφος 1 αναφέρεται σε καταστάσεις πολύ διαφορετικές από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και, επομένως, αποκλείεται η κατ' αναλογία εφαρμογή της.

Οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι διατάξεις όπως αυτή του άρθρου 9 του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου της 7ης Ιουλίου 1987 συνιστούν παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

β)

Η Κνβερνηαη νου Αουξεμβούργον αναφέρει ότι οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 857/84 πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 13717/84, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, από τις οποίες προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β, η ποσότητα αναφοράς του αγοραστή προσαρμόζεται κυρίως για να ληφθούν υπόψη οι περιπτώσεις υποκαταστάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως κατά την οποία ο παραγωγός αλλάζει αγοραστή.

Από αυτό έπεται, κατά την άποψη της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου, ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 857/84 αναφέρεται όχι μόνο στη μεταβίβαση των ποσοτήτων αναφοράς με πρωτοβουλία του αγοραστή ( υποκατάσταση ενός αγοραστή από άλλον), αλλά και στη μεταβίβαση που οφείλεται σε πρωτοβουλία του παραγωγού κατόπιν αλλαγής αγοραστή. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο διότι η εκ μέρους του παραγωγού αλλαγή αγοραστή έχει ως συνέπεια ότι ο νέος αγοραστής αναλαμβάνει να αγοράζει τις ποσότητες γάλακτος που αγόραζε ο παλαιός αγοραστής και, συνεπώς, τον υποκαθιστά.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι, με την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, υποθ. 201/85 και 202/85, Klensch κ.λπ. ( Συλλογή 1986, σ. 3477, σκέψη 19), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι, δυνάμει των προαναφερθεισών διατάξεων, « σε περίπτωση εφαρμογής της εναλλακτικής λύσεως Β, η ποσότητα αναφοράς του αγοραστή προσαρμόζεται για να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις όπου οι παραγωγοί αλλάζουν αγοραστή, υπό την επιφύλαξη της ευχέρειας των κρατών μελών να ορίζουν ότι μέρος των εν λόγω ποσοτήτων προστίθεται στην (...) εθνική εφεδρική ποσότητα ». Κατά συνέπεια, οι επίδικες διατάξεις επιτρέπουν στα κράτη μέλη να αφαιρούν ένα μέρος της ποσότητας αναφοράς που πρέπει να μεταβιβαστεί σε περίπτωση που ο παραγωγός αλλάζει αγοραστή και να την προσθέτουν στην εθνική εφεδρική ποσότητα.

Επομένως, κατά την Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, στο πρώτο ερώτημα προσήκει καταφατική απάντηση.

γ)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το πρώτο ερώτημα θέτει το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84 στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παραγωγός αλλάζει αγοραστή.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού καλύπτει γενικώς όλες τις περιπτώσεις μετικής η ολικής υποκαταστάσεως του αγοραστή χωρίς να διακρίνει αναλόγως της φύσεως της υποκαταστάσεως. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η διευκρίνιση των όρων υπό τους οποίους οι ετήσιες ποσότητες αναφοράς των ενδιαφερομένων αγοραστών προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επιχειρηθείσα αναδιάρθρωση, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι αποτέλεσμα συγχωνεύσεως, συγκεντρώσεως, εκχωρήσεως ή απλής αλλαγής γαλακτοκομείου εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων παραγωγών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως αλλαγής αγοραστή με πρωτοβουλία των παραγωγών, η ποσότητα αναφοράς του παλαιού αγοραστή μειώνεται κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις ατομικές ποσότητες αναφοράς των παραγωγών, το οποίο προστίθεται στην ποσότητα αναφοράς του αγοραστή στον οποίο αποφασίζουν οι παραγωγοί να παραδίδουν πλέον το γάλα τους.

Η εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, στην περίπτωση υποκαταστάσεως λόγω αλλαγής αγοραστή, αποφασιζόμενης από τους παραγωγούς, όχι μόνον ανταποκρίνεται στον σκοπό της διατάξεως αυτής, αλλά είναι σύμφωνη και με το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δ, του κανονισμού 1371/84, ο οποίος θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του συστήματος.

Κατά την Επιτροπή, τόσο από τις ανωτέρω σκέψεις όσο και από τη σκέψη 19 της ως άνω αποφάσεως της 25ης Νοεμβρίου 1986 στις υποθέσεις 201/85 και 202/85, προκύπτει ότι η ευχέρειεα των κρατών μελών να προσθέτουν ένα μέρος των ποσοτήτων αναφοράς στην εθνική εφεδρική ποσότητα, η οποία παρέχεται από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84 για όλες τις περιπτώσεις μεταβιβάσεως που προβλέπονται από τις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου αυτού, έχει εφαρμογή και όταν οι παραγωγοί αλλάζουν αγοραστή. Η αποφασιζόμενη κατανομή των ποσοτήτων είναι οριστική, υπό την έννοια ότι η ποσότητα αναφοράς του νέου αγοραστή καθορίζεται στο εξής, για κάθε περίοδο εφαρμογής της εισφοράς, αφαιρουμένου του μέρους που έχει προστεθεί στην εθνική εφεδρική ποσότητα.

Καταλήγοντας, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84 έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις υποκαταστάσεως αγοραστή, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως κατά την οποία ο παραγωγός επιλέγει να παραδίδει την παραγωγή του σε άλλον αγοραστή.

2. Επί του δευτέρου ερωτήματος

α)

Οι προσφεύγοντες των κυρίων οικών υπενθυμίζουν ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην κατάργηση όλων των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των επιδίκων εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Προς τούτο, το μεν άρθρο 22 του κανονισμού απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τους ποσοτικούς περιορισμούς και τα μέτρα ισοδυμάνου αποτελέσματος στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, το δε άρθρο 33 επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη οι σκοποί των άρθρων 39 και 110 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Όμως, το άρθρο 39 προβλέπει, μεταξύ των άλλων σκοπών της κοινής γεωργικής πολιτικής, την εξασφάλιση δικαίου βιοτικού επιπέδου στους παραγωγούς. Κατά τους προσφεύγοντες των κυρίων δικών, ο σκοπός αυτός δεν επιτυγχάνεται με τη μείωση κατά 10 ο/ο της ποσοστώσεως παραγωγής, η οποία δεν υπογο-ρεύεται από καμία επιταγή του κοινοτικού δικαίου.

Όσον αφορά το άρθρο 110, υποστηρίζεται ότι η διάταξη αυτή παραβιάζεται καθόσον η μείωση κατά 10 °/ο συνιστά στην πραγματικότητα τελωνειακό φραγμό ο οποίος επηρεάζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — στην προκειμένη περίπτωση, του γάλακτος — μεταξύ του Λουξεμβούργου και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

β)

Η Κυβέρνηση τον Λουξεμβούργου παρατηρεί προκαταρκτικώς ότι η επίκληση του άρθρου 110 της Συνθήκης ΕΟΚ είναι απρόσφορη στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό αφορά την κοινή εξωτερική πολιτική έναντι των τρίτων χωρών.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι ούτε το άρθρο 7 του κανονισμού 857/84 ούτε το άρθρο 6 του κανονισμού 1371/84 δεν προβλέπουν κάποιο χρονικό περιορισμό όσον αφορά τη μεταβίβαση προς την εθνική εφεδρική ποσότητα μέρους της ποσότητας αναφοράς. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η κοινοτική ρύθμιση όσον αφορά τις γαλακτοκομικές ποσοστώσεις είναι αυστηρή και ρητή, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένας τέτοιος περιορισμός αντίκειται στην εν λόγω ρύθμιση.

Αντιθέτως, αν θεωρηθεί ότι επιτρέπεται ο περιορισμός της μειώσεως της ποσότητας αναφοράς κατόπιν αλλαγής αγοραστή, ο περιορισμός αυτός θα υποχρέωνε, κατά την άποψη της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου, τα κράτη μέλη να επιστρέψουν, μετά από μία ή περισσότερες περιόδους εμπορίας των γαλακτοκομικών προϊόντων, στους ενδιαφερομένους παραγωγούς το μέρος της ποσότητας αναφοράς τους που είχε μεταφερθεί στην εθνική εφεδρική ποσότητα, από τις διαθέσιμες ποσότητες αναφοράς αυτής της εφεδρικής ποσότητας. Όμως, δεδομένου ότι η κοινοτική νομοθεσία περί γαλακτοκομικών ποσοστώσεων προβλέπει ότι υποχρεωτικά οι διαθέσιμες ποσότητες αναφοράς προστίθενται στην εθνική εφεδρική ποσότητα και δεν προβλέπει αυτή την επιστροφή, η ανωτέρω κατάσταση θα ήταν, κατά την Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα της εν λόγω νομοθεσίας.

Όσον αφορά το κύρος του άρθρου 7 του κανονισμού 857/84, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν, στο θέμα της θεσπίσεως των κανόνων κοινής οργανώσεως των αγορών, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη φύση και την έκταση των ληπτέων μέτρων και, επομένως, ως προς τη νομιμότητα των σχετικών διατάξεων μπορεί να ασκηθεί μόνον έλεγχος όσον αφορά την ύπαρξη πλάνης ή σοβαρής και προφανούς υπερβάσεως εξουσίας. Κατά την Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπήρξε υπέρβαση των ορίων της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως.

Κατά συνέπεια, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου θεωρεί ότι ο χρονικός περιορισμός ως προς τη μεταφορά, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84, ποσοτήτων αναφοράς προς την εθνική εφεδρική ποσότητα δεν συμβιβάζεται με την κοινοτική νομοθεσία περί γαλακτοκομικών ποσοστώσεων και ότι το επιχείρημα ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, δεν τηρεί το άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΟΚ και παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης επιλογής του οικονομικού εταίρου δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

γ)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει, προκαταρκτικώς, ότι η εθνική εφεδρική ποσότητα, η οποία σχηματίζεται εντός της « εθνικής ποσοστώσεως », επιτρέπει στα κράτη μέλη να χορηγούν « κατά προτεραιότητα » συμπληρωματικές ή ειδικές ποσότητες σε ορισμένους παραγωγούς, όπως π.χ. στους παραγωγούς που εμπλέκονται σε αναπτυξιακό πρόγραμμα, τους νέους αγρότες, τους έχοντες ως κύρια απασχόληση τη γεωργία και τους παραγωγούς θύματα εκτάκτων γεγονότων. Η εθνική εφεδρική ποσότητα τροφοδοτείται ιδίως με τις ποσότητες που προκύπτουν από την εκ μέρους του κράτους μέλους αφαίρεση των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς από τους εν λόγω παραγωγούς ή αγοραστές.

Οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί είναι μεν υποχρεωμένοι να υποστούν ορισμένη μείωση της ποσότητας αναφοράς, ωστόσο μια αλλαγή αγοραστή, η οποία αποφασίζεται από έναν ή περισσότερους παραγωγούς, μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη χρησιμοποίηση, διά της εσωτερικής αντισταθμίσεως στο γαλακτοκομείο, ποσοτήτων οι οποίες δεν χρησιμοποιούνταν έως τότε από τον νέο αγοραστή. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να στερήσει σε άλλους αγοραστές το πλεονέκτημα της ανακατανομής των εν λόγω ποσοτήτων.

Η Επιτροπή παρατηρεί, εξάλλου, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, δεν επιτρέπει να προστεθεί στην εθνική εφεδρική ποσότητα παρά ένα « μέρος » της μεταβιβαζόμενης ποσότητας αναφοράς. Ο περιορισμός αυτός υπαγορεύεται από την ανάγκη τηρήσεως, κατά την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, μιας κάποιας ισορροπίας μεταξύ του επιδιωκομένου σκοπού, ήτοι της συμβολής στην προσπάθεια υποστηρίξεως των εχόντων προτεραιότητα παραγωγών, και της καταστάσεως των ενδιαφερομένων παραγωγών ή αγοραστών. Το μέρος που παρακρατείται από το κράτος μέλος δεν πρέπει, συνεπώς, να είναι υπερβολικό σε σημείο ώστε να παρεμποδίζει τους ενδιαφερομένους να προβαίνουν στις εν λόγω μεταβιβάσεις.

Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η μείωση της μεταβιβαζόμενης ποσότητας αναφοράς προς τον σκοπό της αυξήσεως της εθνικής εφεδρικής ποσότητας δεν επηρεάζει, καταρχήν, το δικαίωμα των ενδιαφερομένων παραγωγών να συνεχίσουν την παραγωγή στην εκμετάλλευση τους, ούτε θέτει σε κίνδυνο την ελευθερία επιλογής του αγοραστή, εφόσον η μείωση αυτή εφαρμόζεται απλώς και μόνο λόγω της μεταβιβάσεως, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε όρο σχετικά με την ταυτότητα ή τη δραστηριότητα του αγοραστή. Για τον ίδιο λόγο, η μείωση δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να συνιστά περιορισμό των ανταλλαγών.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν, κατά την εφαρμογή της δυνατότητας που τους παρέχει το άρθρο 7, παράγραφος 3, τον σκοπό για τον οποίο ελήφθη το μέτρο, τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και τις επιταγές που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι εν λόγω επιταγές φαίνεται ότι τηρούνται στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι η παρακράτηση μέρους υπέρ της εθνικής εφεδρικής ποσότητας αποτελεί έκφραση αλληλεγγύης, η οποία συνιστά τον σκοπό του άρθρου 7, παράγραφος 3, και δεδομένου ότι περιορίζεται στο 10 0/0 της μεταβιβαζόμενης ποσότητας και εφαρμόζεται γενικώς σε κάθε αλλαγή αγοραστή.

Καταλήγοντας, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84 πρέπει να ερμηνεύεται, υπό το φως της αΡΧήζ τη? αναλογικότητας καθώς και της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης και της τηρήσεως των επιταγών της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπουν, για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παραγωγός αλλάζει αγοραστή, την παρακράτηση, υπέρ της εθνικής εφεδρικής ποσότητας, του ΙΟ% της μεταβιβαζόμενης ποσότητας αναφοράς.

M. Zuleeg

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

( 1 ) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1371/84 κωδικοποιήθηκε εν τω μεταξύ από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1546/88 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1988 ( ΕΕ L 139, σ. 12 ).


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

10 Ιουλίου 1991 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-90/90 και C-91/90,

που έχουν ως αντικείμενο αίτηση του Conseil d'Etat του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Jean Neu και λοιπών

και

Υφυπουργού Γεωργίας και Αμπελουργίας του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 39 και 110 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985 ( ΕΕ L 68, σ. 1 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. G Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, F. Gravisse και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών, εκπροσωπούμενοι από τον Fernand Entringer, avocat-avoué Λουξεμβούργου,

η Κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενη από τον Ferdinand Hoffstetter, σύμβουλο διευθύνσεως α τάξεως του Υπουργείου Γεωργίας, Αμπελουργίας και Αγροτικής Αναπτύξεως,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Patrick Hetsch, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των προσφευγόντων, του καθού και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαΐου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 27 Μαρτίου 1990, το Conseil d'Etat του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία, αφενός του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985 ( ΕΕ L 68, σ. 1 ), και, αφετέρου, των άρθρων 39 και 110 της Συνθήκης ΕΟΚ και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ δεκατριών παραγωγών εγκατεστημένων στο Λουξεμβούργο και του Υφυπουργού Γεωργίας και Αμπελουργίας του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, σχετικά με τις ατομικές ποσότητες αναφοράς που χορηγήθηκαν στους παραγωγούς αυτούς στο πλαίσιο του καθεστώτος της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος.

3

Οι εν λόγω παραγωγοί έπαυσαν να συναλλάσσονται με το γαλακτοκομείο στο οποίο παρέδιδαν μέχρι τότε το παραγόμενο στην εκμετάλλευση τους γάλα και άρχισαν να συνεργάζονται με άλλο γαλακτοκομείο. Κατόπιν αυτής της αλλαγής του αγοραστή, ο Υφυπουργός Γεωργίας και Αμπελουργίας αποφάσισε, σύμφωνα με τη νομοθεσία που θέσπισε το Λουξεμβούργο για την εφαρμογή του σχετικού κοινοτικού καθεστώτος, να μεταβιβάσει το 90 ο/ο των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς που διέθεταν οι παραγωγοί αυτοί, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β, σε σχέση με τον παλαιό αγοραστή στο νέο γαλακτοκομείο και να διαθέσει το 10 ο/ο των ποσοτήτων αυτών στην εθνική εφεδρική ποσότητα.

4

Οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν τότε ενώπιον του Conseil d'Etat του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των ανωτέρω αποφάσεων, καθόσον με τις αποφάσεις αυτές δεν είχε γίνει δεκτή, για τους εν λόγω παραγωγούς, η μεταφορά του συνόλου των ατομικών ποσοτήτων τους στο νέο γαλακτοκομείο. Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών προβάλλουν, κατ' ουσίαν, ότι η εθνική ρύθμιση επί της οποίας στηρίζεται η άρνηση αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 7 του κανονισμού 857/84 καθώς και στα άρθρα 39 και 110 της Συνθήκης ΕΟΚ και στην αρχή της ελεύθερης επιλογής του οικονομικού εταίρου.

5

Κρίνοντας ότι η απόφαση εξαρτάται από την ερμηνεία των ανωτέρω κοινοτικών διατάξεων, το Conseil d'Etat ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα, πανομοιότυπα στις δύο συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Έχει το άρθρο 7 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν στην εθνική νομοθεσία κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού και στην περίπτωση αλλαγής του αγοραστή της παραγωγής ενός παραγωγού ( εναλλακτική λύση Β ) ότι ένα μέρος της ποσοστώσεως του παραγωγού θα διατίθεται στην εθνική εφεδρική ποσότητα αντί να κατανεμηθεί μεταξύ του παλαιού και του νέου αγοραστή ή να μεταφερθεί εξ ολοκλήρου στον νέο αγοραστή σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, αντιμετωπίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο δυσμενώς κάθε αλλαγή αγοραστή της γαλακτοκομικής παραγωγής ενός παραγωγού;

2)

Επιτρέπουν στα κράτη μέλη τα άρθρα 39 και 110 της Συνθήκης της Ρώμης καθώς και οι αρχές της ελεύθερης επιλογής του οικονομικού εταίρου να μειώνουν επ' αόριστο κατά 10 ο/ο τη βασική ποσόστωση παραγωγής ενός παραγωγού απλώς και μόνο διότι ο παραγωγός αυτός αλλάζει αγοραστή και επιτυγχάνει πλέον συμφέρουσα τιμή πωλήσεως βελτιώνοντας κατά τον τρόπο αυτόν τα έσοδα από τη γεωργική του εκμετάλλευση; »

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι επίδικες κοινοτικές και εθνικές διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7

Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, ερωτάται κατ' ουσίαν αν, ενόψει των κανόνων της Συνθήκης ΕΟΚ και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 590/85, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β, να προσθέτουν στην εθνική εφεδρική ποσότητα μέρος της ατομικής ποσότητας αναφοράς ενός παραγωγού ο οποίος, με δική του πρωτοβουλία, αλλάζει το γαλακτοκομείο με το οποίο είναι συμβεβλημένος.

8

Υπενθυμίζεται ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του κανονισμού 857/84, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 590/85, ορίζει ότι, « σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει στον αγοραστή, τον μισθωτή ή τον κληρονόμο σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν ». Η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου διευκρινίζει κατ' ουσίαν ότι, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β ( εναλλακτική λύση του αγοραστή ), « αν ο αγοραστής υποκαταστήσει εν όλω ή εν μέρει έναν ή περισσότερους αγοραστές », η ποσότητα αναφοράς του αρχικού αγοραστή μεταβιβάζεται κατά το αυτό μέρος στον νέο αγοραστή από του χρόνου της υποκαταστάσεως. Ωστόσο, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, « τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ένα μέρος των εν λόγω ποσοτήτων προστίθεται στην εφεδρική ποσότητα που αναφέρεται στο άρθρο 5 ή, ενδεχομένως, στην εφεδρική ποσότητα που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3 », δηλαδή στην εθνική εφεδρική ποσότητα.

9

Καίτοι από το κείμενο των προαναφερθεισών διατάξεων στις διάφορες επίσημες γλώσσες προκύπτει σαφώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β, να προσθέτουν στην εθνική εφεδρική ποσότητα μέρος της ποσότητας αναφοράς ενός αγοραστή ο οποίος « υποκαθίσταται », εν όλω ή εν μέρει, από άλλον αγοραστή κατόπιν μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, το κείμενο των διατάξεων αυτών δεν διευκρινίζει αν αυτή η παρακράτηση υπέρ της εθνικής εφεδρικής ποσότητας είναι δυνατή και όσον αφορά την ατομική ποσότητα αναφοράς ενός παραγωγού ο οποίος, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β, παύει να συναλλάσσεται με τον αγοραστή στον οποίο παρέδιδε το παραγόμενο στην εκμετάλλευση του γάλα και συμβάλλεται με άλλον αγοραστή, χωρίς να υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως μεταξύ των αγοραστών.

10

Επ' αυτού, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή φρονούν ότι η δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, να προβλέπουν ότι ένα μέρος των εν λόγω ποσοτήτων προστίθεται στην εθνική εφεδρική ποσότητα, ισχύει για όλες τις περιπτώσεις υποκαταστάσεως, μερικής ή ολικής, ενός αγοραστή από άλλον αγοραστή, χωρίς να γίνεται διάκριση αναλόγως της αιτίας της υποκαταστάσεως. Συνεπώς, η διάταξη αυτή αναφέρεται όχι μόνο στην περίπτωση της μεταβιβάσεως των ποσοτήτων αναφοράς του αγοραστή που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του τελευταίου, αλλά και στην περίπτωση μεταβιβάσεως των ατομικών ποσοτήτων του παραγωγού οφειλομένης στην απόφαση του να αλλάξει αγοραστή. Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή διευκρινίζουν ότι οι επίδικες διατάξεις, ερμηνευόμενες υπ' αυτήν την έννοια, συμβιβάζονται με τους κανόνες της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει, όσον αφορά την κοινή οργάνωση της αγοράς, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, της οποίας τα όρια δεν υπερέβη στην προκειμένη περίπτωση.

11

Οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84, ερνημευόμενο υπό το φως των διατάξεων της Συνθήκης και των αρχών της ελεύθερης επιλογής του οικονομικού εταίρου, δεν αφορά την περίπτωση της αλλαγής αγοραστή η οποία αποφασίζεται από τον παραγωγό.

12

Η άποψη αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία ( βλ. ιδίως απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, υποθέσεις 201/85 και 202/85, Klensch κ.λπ., Συλλογή 1986, σ. 3477, σκέψη 21 ), όταν ένα κείμενο παραγώγου κοινοτικού δικαίου χρήζει ερμηνείας, η ερμηνεία αυτή πρέπει, κατά το μέτρο του δυνατού, να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

13

Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ελεύθερη άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, η οποία, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. ιδίως τις αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1979, υπόθεση 44/79, Hauer, Rec. 1979, σ. 3727, σκέψεις 31 έως 33, και της 11ης Ιουλίου 1989, υπόθεση 265/87, Schräder, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 15 ), περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, συνεπάγεται, ως ειδική έκφραση της αρχής αυτής, και την ελεύθερη επιλογή του οικονομικού εταίρου. Αυτή η ελεύθερη επιλογή δεν θα εξασφαλιζόταν αν η αλλαγή γαλακτοκομείου η οποία γίνεται με πρωτοβουλία του παραγωγού μπορούσε να επιφέρει μείωση της ατομικής ποσότητας αναφοράς του παραγωγού αυτού, διά της παρακρατήσεως μέρους της ποσότητας αυτής υπέρ της εθνικής εφεδρικής ποσότητας, ενώ δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια μείωση στην περίπτωση που ο παραγωγός παραμένει συμβεβλημένος με το ίδιο γαλακτοκομείο. Πράγματι, τυχόν ρύθμιση με αυτό το περιεχόμενο θα ήταν ικανή να αποθαρρύνει τους παραγωγούς να αλλάζουν αγοραστή και να συμβάλλονται με το γαλακτοκομείο που τους παρέχει τους ευνοϊκότερους όρους.

14

Εξάλλου, αυτή η μείωση της ατομικής ποσότητας αναφοράς ενός παραγωγού, η οποία οφείλεται σε αλλαγή αγοραστή την οποία αποφασίζει ο παραγωγός αυτός, δεν δικαιολογείται ούτε από την ανάγκη να υπάρξει μέριμνα ώστε οι ποσότητες γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων που διατίθενται στην αγορά να μην υπερβαίνουν τη συνολική εγγυημένη ποσότητα για την Κοινότητα, εφόσον η αλλαγή αγοραστή δεν συνεπάγεται τη διάθεση πρόσθετης ποσότητας των εν λόγω προϊόντων στην αγορά.

15

Συνεπώς, οι ανωτέρω σκέψεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά την περίπτωση που ένας γαλακτοπαραγωγός, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β, αλλάζει, με δική του πρωτοβουλία, το γαλακτοκομείο με το οποίο είναι συμβεβλημένος.

16

Για τους λόγους αυτούς, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογής της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως ο κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β, να προσθέτουν στην εθνική εφεδρική ποσότητα μέρος της ατομικής ποσότητας αναφοράς ενός παραγωγού ο οποίος, με δική του πρωτοβουλία, αλλάζει το γαλακτοκομείο με το οποίο είναι συμβεβλημένος.

Επί των δικαστικών εξόδων

17

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος το οποίο ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, το Conseil d'Etat του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, αποφαίνεται:

 

Οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως ο κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε από τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β, να προσθέτουν στην εθνική εφεδρική ποσότητα μέρος της ατομικής ποσότητας αναφοράς ενός παραγωγού ο οποίος, με δική του πρωτοβουλία, αλλάζει το γαλακτοκομείο με το οποίο είναι συμβεβλημένος.

 

Moitinho de Almeida

Grévisse

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος του τρίτου τμήματος

J. C. Moitinho de Almeida.


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.