ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-42/90 ( *1 )

Ι — Περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πΑούσιο της οιαφοράς

Η οδηγία 64/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 1963, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα συντηρητικά που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 89 ), περιλαμβάνει τον πίνακα των μόνων συντηρητικών των οποίων τη χρησιμοποίηση στα τρόφιμα μπορούν να επιτρέπουν τα κράτη μέλη.

Στην πρώτη θέση του πίνακα αυτού αναφέρεται υπό τον αριθμό Ε 200 ( αρίθμηση ΕΟΚ ) το σορβικό οξύ, χωρίς να προσδιορίζεται καμία προϋπόθεση για τη χρήση του.

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιτρέπουν τη χρήση άλλων συντηρητικών εκτός από αυτά που απαριθμούνται στον συνημμένο στην οδηγία πίνακα. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, ορίζει ότι, εφόσον στον συνημμένο αυτό πίνακα προβλέπονται ορισμένες προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση των συντηρητικών, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν την τήρηση των προϋποθέσεων αυτών.

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, ορίζει ότι η οδηγία « δεν θίγει τις διατάξεις των εθνικών νομοθεσιών που καθορίζουν τα τρόφιμα στα οποία επιτρέπεται να προστεθούν τα συντηρητικά που απαριθμούνται στο παράρτημα και τους όρους της προσθήκης αυτής». Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής τροποποιήθηκε με την οδηγία 67/427/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 120). Κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής, προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να απαγορεύουν πλήρως τη χρησιμοποίηση στα τρόφιμα ενός από τα συντηρητικά που επιτρέπονται από την οδηγία, παρά μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει καμία τεχνολογική ανάγκη χρησιμοποιήσεως του.

To Συμβούλιο έκανε ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της προσεγγίσεως των νομοθεσιών εκδίδοντας την οδηγία 89/107/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα πρόσθετα που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή ( ΕΕ 1989, L 40, σ. 27 ), η οποία αποτελεί οδηγία-πλαίσιο που προβλέπει την πλήρη εναρμόνιση των νομοθεσιών σχετικά με τις πρόσθετες ουσίες. 'Ετσι, το άρθρο 12, παράγραφος 2, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν « να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να εμποδίζουν το εμπόριο προσθέτων τροφίμων, τροφίμων ή συστατικών τροφίμων για λόγους που αφορούν τα πρόσθετα τροφίμων, εφόσον αυτά ανταποκρίνονται » στις διατάξεις της οδηγίας αυτής, των ισχυουσών ειδικών οδηγιών και της γενικής οδηγίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 89/107.

Η τελευταία αυτή οδηγία εκδόθηκε μετά τον κρίσιμο για την κύρια δίκη χρόνο.

2. Ιστορικό της κυρίας νποθέοεως

Κατά τον έλεγχο που διενήργησαν στις 5 Οκτωβρίου 1982 σε μια υπεραγορά της Νίκαιας, τα όργανα της υπηρεσίας καταναλώσεως και διώξεως της απάτης διαπίστωσαν ότι πωλούνταν προϊόντα ζαχαροπλαστικής που είχαν παρασκευαστεί στην Ιταλία υπό την ονομασία Panettone και τα οποία περιείχαν σορβικό οξύ. Το συντηρητικό αυτό, του οποίου η χρήση επιτρέπεται από την ιταλική νομοθεσία, απαγορεύεται στη Γαλλία.

Στις 27 Αυγούστου 1986 ο Jean-Claude Bellon, διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης Bellon Import και υπεύθυνος της εισαγωγής των ανωτέρω εμπορευμάτων στη Γαλλία, κλητεύθηκε από τον ανακριτή δικαστή της Μασσαλίας ενώπιον του Tribunal correctionnel, κατηγορούμενος ότι πωλούσε τρόφιμα τα οποία γνώριζε ότι ήσαν νοθευμένα ή τοξικά ( διότι περιείχαν απαγορευμένο συντηρητικό ), καθώς και τρόφιμα στα οποία είχαν προστεθεί χημικές ουσίες των οποίων η χρήση δεν θεωρείται νόμιμη κατά τη γαλλική νομοθεσία.

Η ποινική δίωξη ασκήθηκε βάσει του νόμου της 1ης Αυγούστου 1905 περί καταστολής της απάτης και της νοθείας κατά την πώληση τροφίμων, καθώς και του άρθρου 1 του διατάγματος της 15ης Απριλίου 1912, το οποίο ορίζει ότι « απαγορεύεται η κατοχή προς πώληση, η διάθεση στην αγορά ή η πώληση όλων των εμπορευμάτων και τροφίμων που προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή, εφόσον έχουν προστεθεί άλλες χημικές ουσίες, πέραν αυτών των οποίων η χρησιμοποίηση χαρακτηρίζεται νόμιμη με απόφαση που εκδίδεται από κοινού από τον Υπουργό Γεωργίας και Γεωργικής Αναπτύξεως, τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, τον Υπουργό Βιομηχανικής και Επιστημονικής Αναπτύξεως και τον Υπουργό Υγιεινής, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Ανωτάτου Συμβουλίου Υγιεινής της Γαλλίας και της Εθνικής Ιατρικής Ακαδημίας ».

Κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Tribunal correctionnel ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι η προαναφερθείσα οδηγία 64/54 του Συμβουλίου επιτρέπει τη χρησιμοποίηση σορβικού οξέος και ότι η απαγόρευση εισαγωγής στη Γαλλία ενός εμπορεύματος που παράγεται νομίμως και διατίθεται νομίμως στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος συνιστά παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

3. Το προδικαονικό ερώτημα

Με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1987 το Tribunal de grande instance της Μασσαλίας υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« Είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο η άρνηση εισαγωγής στη Γαλλία τροφίμου που νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο άλλου κράτους μέλους, για τον λόγο ότι περιέχει σορβικό οξύ, συντηρητικό επιτρεπόμενο από την οδηγία 64/54/ΕΟΚ της 5ης Νοεμβρίου 1963, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με την οδηγία 67/427/ΕΟΚ της 27ης Ιουνίου 1967, με την οδηγία 71/160/ΕΟΚ της 30ής Μαρτίου 1971 και με την οδηγία 74/62/ΕΟΚ της 17ης Δεκεμβρίου 1973, ουσία της οποίας τη χρήση επιτρέπει η γαλλική νομοθεσία μόνο για ορισμένα περιοριστικώς απαριθμούμενα τρόφιμα, χωρίς όμως να αναφέρει κανένα επιτακτικό λόγο προς τούτο; »

4. Η οιαοικαοία ενώπιον νου Αικαονηρίον

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Φεβρουαρίου 1990.

Γραπτές παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου κατέθεσαν:

στις 7 Μαΐου 1990 ο κατηγορούμενος στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενος από τον Μ. Grisou, δικηγόρο Μασσαλίας,

στις 17 Μαΐου 1990 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Blanca Rodríguez Galindo, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Hervé Lehman, γάλλο δημόσιο υπάλληλο αποσπασμένο στη νομική υπηρεσία της Επιτροπής.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρώτο τμήμα.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

5.

Ο Jean-Claude Bellon, κατηγορούμενος της κύριας δίκης, υπενθυμίζει καταρχάς το κείμενο των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ και στη συνέχεια προβαίνει σε ανάλυση της εξελίξεως της σχετικής με τις διατάξεις αυτές νομολογίας.

Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο, χαρακτηρίζοντας με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, Dassonville (8/74, Rec. 1974, σ. 837) ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών που είναι ικανή να παρακωλύει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο, ερμήνευσε ευρέως την έννοια του μέτρου ισοδύναμου αποτελέσματος.

Κατά τον Bellon, το Δικαστήριο διασαφήνισε τον ορισμό αυτό με την απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Cassis de Dijon (120/78, Rec. 1979, σ. 649), με την οποία δέχθηκε ότι κάθε κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να επιτρέπει την είσοδο στο έδαφος του των εμπορευμάτων που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα εμπορεύματα αυτά παράγονται νομίμως και διατίθενται νομίμως στο εμπόριο στο άλλο αυτό κράτος μέλος.

Κατά την άποψη του Bellon, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, με την ανακοίνωση που εξέδωσε στις 3 Οκτωβρίου 1980 ( ΕΕ C 256, σ. 2 ) σχετικά με την ανωτέρω απόφαση, τη νομολογία αυτή, υπενθυμίζοντας ότι τα κράτη μέλη έχουν καταρχήν την υποχρέωση να επιτρέπουν την εισαγωγή στο έδαφος τους όλων των προϊόντων που έχουν παραχθεί ή παρασκευαστεί νομίμως, δηλαδή σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις νόμιμες και παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής ή παρασκευής της χώρας εξαγωγής, και διατίθενται νομίμως στο εμπόριο στη χώρα εξαγωγής. Ανεκτά είναι μόνο τα προσκόμματα στην ελεύθερη κυκλοφορία που είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση επιτακτικών αναγκών κατά την επιδίωξη της επιτεύξεως σκοπών γενικού συμφέροντος των οποίων αποτελούν τη βασική εγγύηση.

Ο Bellon υπενθυμίζει επίσης ότι το Δικαστήριο δέχθηκε με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1968, Salgoil ( 13/68, Rec. 1968, σ. 661 ) ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν επιτρέπεται να ερμηνεύονται ευρέως ή διασταλτικώς.

Ο Bellon τονίζει ότι, μολονότι από την απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Kugelmann ( 108/80, Συλλογή 1981, σ. 433 ) δημιουργείται η εντύπωση ότι το Δικαστήριο χαλάρωσε τη στάση του σε σχέση με την ευχέρεια που έχει κάθε κράτος μέλος να θεσπίζει ορισμένους κανόνες περί προδιαγραφών των προϊόντων, η περιορισμένη έκταση εφαρμογής της αποφάσεως αυτής προκύπτει όχι μόνο από τη μεταγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου (κυρίως από την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1981, Kelderman, 130/80, Συλλογή 1981, σ. 527, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι διαφορές των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία ενός προϊόντος δεν επιτρέπονται παρά μόνο εφόσον είναι αναγκαίες για την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών), αλλά και από την οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983 ( ΕΕ L 109, σ. 8 ). Η οδηγία αυτή προβλέπει μια διαδικασία πληροφορήσεως ως προς τα τεχνικά πρότυπα και τις τεχνικές προδιαγραφές, υπενθυμίζει ότι ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας είναι η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών στο εμπόριο, καθώς και των μέτρων που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με ποσοτικούς περιορισμούς, και ότι τα εμπόδια στο εμπόριο τα οποία οφείλονται στις τεχνικές προδιαγραφές των προϊόντων δεν επιτρέπονται παρά μόνο εφόσον είναι αναγκαία για την κάλυψη ορισμένων επιτακτικών αναγκών και εξυπηρετούν γενικού ενδιαφέροντος σκοπό, του οποίου αποτελούν ουσιαστική εγγύηση.

Όσον αφορά το ειδικό ζήτημα των συντηρητικών, ο Bellon ισχυρίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, εδάφιο 2, της οδηγίας 64/54 του Συμβουλίου (όπ. π.), το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν πλήρως τη χρησιμοποίηση στα τρόφιμα των συντηρητικών που επιτρέπει η οδηγία, εφόσον δεν υπάρχει καμία τεχνολογική ανάγκη για τη χρησιμοποίηση τους, αφορά μόνο τα τρόφιμα που παράγονται και καταναλώνονται στο έδαφος του επιβάλλοντος την απαγόρευση κράτους.

Ο Bellon συνάγει το συμπέρασμα ότι η γαλλική απαγόρευση χρήσεως συντηρητικού όπως το σορβικό οξύ δεν ισχύει εν προκειμένω για ένα προϊόν που έχει παραχθεί νομίμως και διατίθεται νομίμως στο εμπόριο στην Ιταλία. Πράγματι δε, με υπουργική απόφαση της 31ης Μαρτίου 1965 ο ιταλός νομοθέτης επέτρεψε τη χρησιμοποίηση σορβικού οξέος για τη συντήρηση των τροφίμων, και ειδικότερα των ειδών ζαχαροπλαστικής, σε αναλογία 2000 mg/kg. Από τις αναλύσεις δε που διεξήχθησαν κατά τους ελέγχους προκύπτει ότι δεν υπήρξε υπέρβαση της ανωτέρω αναλογίας.

Κατά την άποψη του Bellon, η στάση της γαλλικής διοικήσεως, η οποία επιχειρεί να εμποδίσει την εμπορία των επίμαχων προϊόντων στηριζόμενη στην ανωτέρω διάταξη της οδηγίας 64/54, για την οποία ισχυρίζεται ότι της επιτρέπει να απαγορεύει τη χρήση του σορβικού οξέος, πρέπει να θεωρηθεί ότι δημιουργεί διακρίσεις, καθόσον αποβαίνει προς όφελος ενός αντιπροσωπευτικού εγχωρίου προϊόντος και προς ζημία των προϊόντων των άλλων κρατών μελών.

Ο Bellon ισχυρίζεται επίσης ότι η ύπαρξη οδηγίας εναρμονίσεως στον οικείο τομέα, όπως η ανωτέρω οδηγία, καθιστά τελείως αδικαιολόγητα τα περιοριστικά μέτρα που έχει λάβει η γαλλική διοίκηση.

Κατά την άποψη του Bellon, πρέπει επίσης να εφαρμοστεί η αρχή της αναλογικότητας, κατά την οποία τα λαμβανόμενα μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα και να παρακωλύουν το λιγότερο δυνατόν τις συναλλαγές. Κατά την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 1986, Muller (304/84, Συλλογή 1986, σ. 1511 ), στα κράτη μέλη εναπόκειται να αποδεικνύουν την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία, λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθειες διατροφής και τα πορίσματα της διεθνούς επιστημονικής έρευνας. Στην προκειμένη όμως περίπτωση οι γαλλικές αρχές δεν έχουν αποδείξει ότι η χρήση ενός συντηρητικού όπως το σορβικό οξύ συνιστά κίνδυνο για την υγεία των καταναλωτών.

Ο Bellon φρονεί ότι το συντηρητικό αυτό ανήκει επιπλέον στην κατηγορία των πρόσθετων ουσιών που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα, σύμφωνα με την πρόσφατη οδηγία 89/107 του Συμβουλίου, και παρατηρεί ότι ο γάλλος νομοθέτης έχει ενσωματώσει την οδηγία αυτή στο εθνικό δίκαιο με διάταγμα της 18ης Σεπτεμβρίου 1989, με το οποίο τίθενται νέοι κανόνες όσον αφορά τις πρόσθετες ουσίες των οποίων επιτρέπεται η χρήση.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, ο κατηγορούμενος προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα:

«Λόγω της εξελίξεως των οδηγιών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η άρνηση της Γαλλίας να επιτρέψει την εισαγωγή ενός τροφίμου που νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο ενός κράτους μέλους, για τον λόγο ότι περιέχει ως συντηρητικό σορβικό οξύ, δεν συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο. »

6.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει καταρχάς ότι το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει επανειλημμένα τις διατάξεις της οδηγίας 64/54/ΕΟΚ (απόφαση της 12ης Ιουνίου 1980, Grunert, 88/79, Rec. 1980, σ. 1827, και απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Kugelmann, όπ. π. ). Το Δικαστήριο διευκρίνισε έτσι ότι η οδηγία 64/54 « δεν συνιστά παρά ένα πρώτο στάδιο προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των συντηρητικών ουσιών, στάδιο που χαρακτηρίζεται από την κατάρτιση ενός μοναδικού καταλόγου των συντηρητικών ουσιών των οποίων η χρησιμοποίηση μπορεί να επιτρέπεται ».

Όσον αφορά την οδηγία 89/107 του Συμβουλίου, η Επιτροπή φρονεί ότι, προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί της υποθέσεως, της οποίας τα περιστατικά ανατρέχουν στο 1982, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη μια πράξη που εκδόθηκε το 1988.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, κατά το στάδιο της προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών στο οποίο βρισκόταν η ρύθμιση των πρόσθετων ουσιών το 1982, τα κράτη μέλη, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Kugelmann (όπ. π.), δεν ήταν υποχρεωμένα να επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση σε όλα τα είδη διατροφής όλων των συντηρητικών που απαριθμούνται στον συνημμένο στην οδηγία 64/54 του Συμβουλίου πίνακα. Κατά την άποψη της Επιτροπής, αυτή θα ήταν επίσης η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, αν το εμπόρευμα το οποίο κατηγορείται ότι εμπορεύθηκε ο κατηγορούμενος είχε παραχθεί στη Γαλλία.

Εφόσον όμως πρόκειται για εμπόρευμα που εισάγεται από την Ιταλία, οι εξουσίες των κρατών μελών να θεσπίζουν κανόνες για τις πρόσθετες ουσίες που χρησιμοποιούνται στα είδη διατροφής πρέπει φυσικά, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλήρης εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο, να ασκούνται εντός των ορίων των διατάξεων του άρθρου 30 της Συνθήκης.

Κατά την Επιτροπή, η απαγόρευση εμπορίας ενός τροφίμου παρακωλύει προφανώς και στην πραγματικότητα καθιστά αδύνατη την εισαγωγή του εμπορεύματος αυτού. Η απαγόρευση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης παρά μόνο εφόσον υπάρχουν λόγοι προστασίας της δημόσιας υγείας. Στο σημείο αυτό η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα τονίσει ( βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1983, Sandoz, 174/82, Συλλογή 1983, σ. 2445, της 10ης Δεκεμβρίου 1985, Motte, 247/84, Συλλογή 1985, σ. 3887, της 6ης Μαΐου 1986, Muller, όπ. π., ειδικότερα δε της 12ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Γερμανίας, 178/84, Συλλογή 1987, σ. 1227) ότι από την αρχή της αναλογικότητας, στην οποία στηρίζεται η τελευταία φράση του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, συνάγεται ότι οι απαγορεύσεις διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων που περιέχουν πρόσθετες ουσίες επιτρεπόμενες στο κράτος παραγωγής, απαγορευόμενες όμως στο κράτος εισαγωγής, πρέπει να περιορίζονται σε ό,τι είναι πράγματι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η χρησιμοποίηση συγκεκριμένης πρόσθετης ουσίας, επιτρεπόμενης σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να επιτρέπεται στην περίπτωση προϊόντος που εισάγεται από αυτό το κράτος μέλος, εφόσον, λαμβανομένων υπόψη αφενός των πορισμάτων της διεθνούς επιστημονικής έρευνας και ειδικά των εργασιών της Κοινοτικής Επιστημονικής Επιτροπής Διατροφής και της Επιτροπής του Codex alimentäres του FAO και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και αφετέρου των συνηθειών διατροφής στο κράτος μέλος εισαγωγής, η πρόσθετη αυτή ουσία δεν παρουσιάζει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη, τεχνολογικής ιδίως φύσεως.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης με τις αποφάσεις του ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μια διαδικασία χορηγήσεως προηγούμενης άδειας, προκειμένου να κρίνουν αν τα εισαγόμενα προϊόντα ανταποκρίνονται στα κριτήρια αυτά. Η διαδικασία αυτή πρέπει να είναι ευχερώς προσιτή στους επιχειρηματίες, να τερματίζεται εντός ευλόγου χρόνου και να προβλέπεται με πράξη γενικής ισχύος, η δε άρνηση χορηγήσεως της άδειας πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Δικαστήριο υπενθύμισε τέλος ότι, αφού πρόκειται για εξαίρεση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να αποδεικνύουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ότι η απαγόρευση της πρόσθετης ουσίας είναι αναγκαία για την αποτελεσματική προστασία της υγείας.

Η Επιτροπή φρονεί, όπως εξάλλου ανέφερε και στην ανακοίνωση της 24ης Οκτωβρίου 1989 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών διατροφής στο εσωτερικό της Κοινότητας ( ΕΕ C 271, σ. 3 ), ότι στην περίπτωση είδους διατροφής που περιέχει πρόσθετη ουσία της οποίας η προσθήκη στο τρόφιμο αυτό δεν επιτρέπεται, αλλ' η οποία περιλαμβάνεται σε κοινοτικό πίνακα που απαριθμεί τις επιτρεπόμενες ουσίες και η χρήση της οποίας καλύπτει αποδεδειγμένα μια τεχνολογική ανάγκη, μόνο το ενδεχόμενο υπερβάσεως της ανεκτής ημερήσιας δόσης μπορεί να δικαιολογήσει την απαγόρευση του εν λόγω τροφίμου, αφού έχει γίνει δεκτό γενικώς ότι η πρόσθετη αυτή ουσία δεν είναι επιβλαβής.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η χρήση σορβικού οξέος στο Panettone εξυπηρετεί στη συγκεκριμένη περίπτωση μια πραγματική τεχνολογική ανάγκη. Το Panettone είναι ένα προϊόν ζαχαροπλαστικής που δεν προορίζεται να καταναλωθεί αμέσως και ενδέχεται να αποθηκευτεί επί ορισμένο διάστημα από τον πωλητή και στη συνέχεια από τον καταναλωτή. Η χρήση σορβικού οξέος είναι αναγκαία για την αποφυγή της αναπτύξεως βακτηριδίων κατά τη διάρκεια της αποθηκεύσεως, πριν από την αποσυσκευασία του προϊόντος, αλλά και μετά από αυτή, εφόσον ο αγοραστής δεν καταναλώσει όλο το γλύκισμα την ίδια την ημέρα της αποσυσκευασίας.

Όσον αφορά τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το σορβικό οξύ περιλαβάνεται στον πίνακα των συντηρητικών που επιτρέπονται βάσει της προαναφερθείσας οδηγίας 64/54 του Συμβουλίου, χωρίς να υπάρχουν ειδικότερες προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ουσία αυτή δεν παρουσιάζει σοβαρούς κινδύνους για την υγεία. Έτσι, η επιτροπή ειδικών για τις πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα του FAO και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας έχει υπολογίσει την επιτρεπόμενη ημερήσια δόση σορβικού οξέος σε 25 mg ανά χιλιόγραμμο βάρους του ανθρώπινου σώματος (βλ. Food additives, series 5 του 1974).

Κατά την Επιτροπή, αυτό σημαίνει ότι ένας μέσος καταναλωτής, βάρους 60 κιλών, μπορεί να απορροφά ημερησίως 1500 mg σορβικού οξέος χωρίς κανένα κίνδυνο για την υγεία του. Σε περίπτωση δηλαδή που το Panettone που πωλείται στη Γαλλία περιείχε τη μέγιστη δόση σορβικού οξέος που επιτρέπεται στην Ιταλία για τα είδη ζαχαροπλαστικής, δηλαδή 2000 mg/kg, ο μέσος καταναλωτής θα μπορούσε να καταναλώνει 750 γραμμάρια Panettone ημερησίως χωρίς κανένα κίνδυνο για την υγεία του.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν διαθέτει στοιχεία σχετικά με την ποσότητα του σορβικού οξέος που περιέχει πράγματι το Panettone το οποίο πωλεί στη Γαλλία ο κατηγορούμενος ούτε στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι η κατανάλωση ειδών ζαχαροπλαστικής στη Γαλλία είναι τόσο μεγάλη, ώστε να υπάρχει κίνδυνος, αν επιτραπεί η προσθήκη σορβικού οξέος στα προϊόντα αυτά, να υπερβούν οι καταναλωτές την επιτρεπόμενη ημερήσια δόση. Η Επιτροπή φρονεί ότι, αφού πρόκειται για προδικαστική διαδικασία, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει τα πραγματικά αυτά στοιχεία και να τα εκτιμήσει με γνώμονα τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης, όπως τα έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο.

Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα:

«Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν, κατόπιν μιας ευχερώς προσιτής διαδικασίας εφόσον το θεωρούν αναγκαίο, την πώληση ενός είδους διατροφής που νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο σε ένα άλλο κράτος μέλος και περιέχει πρόσθετη ουσία που περιλαμβάνεται σε κοινοτικό πίνακα επιτρεπόμενων ουσιών και εξυπηρετεί μια πραγματική τεχνολογική ανάγκη, εκτός αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές αποδείξουν ότι η ποσότητα της πρόσθετης ουσίας που περιέχει το προϊόν αυτό είναι τόσο μεγάλη, ώστε, λαμβανομένων υπόψη των συνηθειών διατροφής των καταναλωτών του κράτους αυτού, ενδέχεται να υπάρξει υπέρβαση της επιτρεπόμενης ημερήσιας δόσης. »

III — Προφορική διαδικασία

7.

Η ΓαΑΑική Κνβέρνηοη, η οποία δεν υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις, τόνισε κατά την προφορική διαδικασία ότι οι γαλλικές αρχές ουδέποτε αρνήθηκαν να χορηγήσουν στον Bellon άδεια εμπορίας για το επίδικο Panettone, αφού ο Bellon ουδέποτε ζήτησε την άδεια των γαλλικών αρχών. Ένα διάταγμα όμως της 15ης Απριλίου 1912, το οποίο τροποποιήθηκε το 1973, καθιερώνει την αρχή ότι η άδεια χρησιμοποιήσεως μιας πρόσθετης ουσίας χορηγείται με υπουργική απόφαση, μετά από διαβούλευση με δύο επιστημονικά συλλογικά όργανα, την Εθνική Ιατρική Ακαδημία και το Ανώτατο Συμβούλιο Υγιεινής της Γαλλίας. Οι αποφάσεις αυτές προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις και τις δόσεις για τη χρήση των πρόσθετων ουσιών και θέτουν ορισμένους κανόνες για την αναγραφή ορισμένων ενδείξεων στην ετικέτα και για τα χαρακτηριστικά τους και τα κριτήρια της καθαρότητας τους.

Η Γαλλική Κυβέρνηση εξήγησε ότι η άδεια προσθήκης μιας ουσίας στα τρόφιμα χορηγείται μόνο βάσει των πορισμάτων τοξικολογικού ελέγχου που αποδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη ουσία είναι αβλαβής, εφόσον χρησιμοποιείται στις προτεινόμενες δόσεις.

Η κατάρτιση του φακέλου τοξικολογικού ελέγχου ρυθμίστηκε με εγκύκλιο της 8ης Αυγούστου 1980, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας της 25ης Σεπτεμβρίου 1980. Η εν λόγω διαδικασία χορηγήσεως άδειας τροποποιήθηκε με ένα νέο διάταγμα, της 18ης Σεπτεμβρίου 1989, η τροποποίηση όμως αυτή είναι μεταγενέστερη των κρίσιμων εν προκειμένω περιστατικών.

Ο εκπρόσωπος της Γαλλικής Κυβερνήσεως εξήγησε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η διαδικασία αυτή συνίσταται στη Γαλλία στην υποχρέωση του εισαγωγέα ή του παραγωγού που επιθυμεί να εμπορευθεί είδος διατροφής που περιέχει πρόσθετη ουσία η οποία δεν έχει επιτραπεί για το εν λόγω προϊόν να υποβάλει ένα φάκελο στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, Καταναλώσεως και Διώξεως της Απάτης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία τον διαβιβάζει στις αρμόδιες επιστημονικές αρχές που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής οι εθνικές αρχές πρέπει, εντός εύλογης προθεσμίας, να χορηγήσουν την άδεια χρησιμοποιήσεως της πρόσθετης ουσίας ή ενδεχομένως να την αρνηθούν. Η άρνηση αυτή πρέπει να δικαιολογείται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή ενδεχομένως, κατά τη διατύπωση της νομολογίας του Δικαστηρίου, για την εξυπηρέτηση πραγματικής τεχνολογικής ανάγκης.

Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας αυτής, πρέπει να είναι ευχερώς προσιτή στους επιχειρηματίες και να προβλέπεται η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου.

Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει σαφώς ότι οι σχετικές διαδικασίες συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο, κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του ( βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 6ης Μαΐου 1986, Muller, όπ. π. ).

Η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι το σορβικό οξύ επιτρέπεται να χρησιμοποιείται στη Γαλλία ως πρόσθετη ουσία σε ορισμένα είδη διατροφής. Οι νέες αιτήσεις άδειας χρησιμοποιήσεως εξετάζονται περιοδικώς από τις αρμόδιες επιστημονικές αρχές. Οι ειδικοί επιστήμονες που είναι αρμόδιοι για την εξέταση των αιτήσεων αυτών λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τον κίνδυνο υπερβάσεως της επιτρεπτής ημερήσιας δόσης, αλλά, όταν πρόκειται για τη χρήση συντηρητικού, και την επίδραση του επί της μικροβιολογικής ποιότητας του προϊόντος στο οποίο προστίθεται.

Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, τα είδη διατροφής που περιέχουν σορβικό οξύ και διατίθενται στο εμπόριο στα διάφορα κράτη μέλη δεν είναι πάντοτε τα ίδια. Επιπλέον, ενδέχεται να ποικίλλουν οι επιτρεπόμενες δόσεις. 'Ετσι, αν όλα τα τρόφιμα αυτά μπορούσαν σήμερα να κυκλοφορούν ελεύθερα και ανεξέλεγκτα εντός της Κοινότητας, η κατανάλωση της πρόσθετης αυτής ουσίας από τους κοινοτικούς πληθυσμούς θα σημείωνε χωρίς αμφιβολία μεγάλη αύξηση και θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος επικίνδυνης υπερβάσεως σε κάθε χώρα της επιτρεπτής ημερήσιας δόσης των διαφόρων πρόσθετων ουσιών.

Κατά την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι ο μέσος καταναλωτής θα μπορούσε να καταναλώνει 750 γραμμάρια Panettone ημερησίως χωρίς κανένα κίνδυνο για την υγεία δεν έχει αποφασιστική βαρύτητα, διότι οι Γάλλοι καταναλώνουν και άλλα τρόφιμα που περιέχουν σορβικό οξύ.

Για όλους αυτούς τους λόγους η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί στο ερώτημα του Tribunal de grande instance της Μασσαλίας η απάντηση ότι τα άρθρα 30 και 36 έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη πρέπει, μετά το πέρας μιας ευχερώς προσιτής διαδικασίας, την οποία ενδεχομένως κρίνουν αναγκαία, να επιτρέπουν την πώληση ενός τροφίμου που νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος και περιέχει μια πρόσθετη ουσία που περιλαμβάνεται σε κοινοτικό πίνακα και εξυπηρετεί μια πραγματική ανάγκη τεχνολογικής φύσεως, εκτός αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές αποδείξουν ότι η ποσότητα των πρόσθετων ουσιών που περιέχουν τα προϊόντα αυτά είναι τέτοια ώστε, λαμβανομένων υπόψη των συνηθειών διατροφής των καταναλωτών του συγκεκριμένου κράτους, υπάρχει κίνδυνος υπερβάσεως της επιτρεπτής ημερήσιας δόσης. Τέλος, η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι ο πολίτης που δεν τήρησε τη διαδικασία χορηγήσεως άδειας η οποία έχει καθιερωθεί από ένα κράτος μέλος και είναι κατά τα λοιπά σύμφωνη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν μπορεί να επικαλεστεί τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης.

G. C. Rodríguez Iglesias

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-42/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de grande instance της Μασσαλίας προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ποινικής δίκης του

Jean-Claude Bellon,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 64/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 1963, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα συντηρητικά που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 89), όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 67/427/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 120), 71/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1971 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 164), και 74/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1973 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/010, σ. 134), καθώς και των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. C Rodríguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, Sir Gordon Slynn και R. Joliét, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις έγγραφες παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

o J. C. Bellon, εκπροσωπούμενος από τον Μ. Grisoli, δικηγόρο Μασσαλίας,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Blanca Rodríguez Galindo, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Hervé Lehman, γάλλο δημόσιο υπάλληλο αποσπασμένο στη νομική υπηρεσία της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν προφορικά ο J. C Bellon, η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues, πρώτο αναπληρωτή γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, και η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1987, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Φεβρουαρίου 1990, το Tribunal de grande instance της Μασσαλίας υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 64/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 1963, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα συντηρητικά που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 89 ), καθώς και των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την ποινική δίκη του Jean-Claude Bellon, διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης Bellon Import. Ο Bellon είχε εισαγάγει από την Ιταλία και διέθετε προς πώληση στη Γαλλία είδη ζαχαροπλαστικής που είχαν παρασκευαστεί στην Ιταλία με την ονομασία Panettone και περιείχαν σορβικό οξύ, συντηρητικό που επιτρέπεται από την ιταλική νομοθεσία.

3

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η εφαρμοστέα γαλλική νομοθεσία ( διάταγμα της 15ης Απριλίου 1912, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας της 29.6.1912 ) απαγορεύει την προσθήκη στα τρόφιμα όλων των ουσιών για τις οποίες δεν έχει χορηγηθεί προηγουμένως με διυπουργική απόφαση ρητή άδεια. Μια εγκύκλιος της 8ης Αυγούστου 1980 ( Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας της 25.9.1980) ρυθμίζει το περιεχόμενο των αιτήσεων χορηγήσεως αδείας, με τις οποίες πρέπει να αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, ότι αφενός μεν οι χρήστες και οι καταναλωτές έχουν συμφέρον για τη χρήση της συγκεκριμένης ουσίας και αφετέρου ότι η ουσία αυτή είναι αβλαβής, εφόσον χρησιμοποιείται υπό κανονικές συνθήκες.

4

Το Tribunal de grande instance της Μασσαλίας, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δίκη, αποφάσισε να αναστείλει τη δίκη μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος:

« Είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο η άρνηση εισαγωγής στη Γαλλία τροφίμου που νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο άλλου κράτους μέλους, για τον λόγο ότι περιέχει σορβικό οξύ, συντηρητικό επιτρεπόμενο από την οδηγία 64/54/ΕΟΚ της 5ης Νοεμβρίου 1963, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με την οδηγία 67/427/ΕΟΚ της , 27ης Ιουνίου 1967, με την οδηγία 71/160/ΕΟΚ της 30ής Μαρτίου 1971 και με την οδηγία 74/62/ΕΟΚ της 17ης Δεκεμβρίου 1973, ουσία της οποίας τη χρήση επιτρέπει η γαλλική νομοθεσία μόνο για ορισμένα περιοριστικώς απαριθμούμενα τρόφιμα, χωρίς όμως να αναφέρει κανένα επιτακτικό λόγο προς τούτο; »

5

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω, παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

6

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η προκαταρκτική παρατήρηση ότι το Δικαστήριο, μολονότι δεν επιτρέπεται να αποφαίνεται, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, επί του ζητήματος αν συμβιβάζεται η εθνική νομοθεσία με τη Συνθήκη, είναι αντίθετα αρμόδιο για να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και θα του δώσουν τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του ανωτέρω ζητήματος προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της υποθέσεως που έχει υποβληθεί στην κρίση του.

7

Κατά συνέπεια, το προδικαστικό ερώτημα έχει την έννοια ότι αφορά το ζήτημα αν τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εμποδίζουν τα κράτη μέλη να απαγορεύουν, κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας τους περί πατάξεως της απάτης και της νοθείας κατά την πώληση των τροφίμων, την εμπορία στο έδαφος τους ενός προϊόντος που έχει παραχθεί ή παρασκευαστεί νομίμως σε άλλο κράτος μέλος και περιέχει σορβικό οξύ, συντηρητικό του οποίου η χρήση επιτρέπεται από την προαναφερθείσα οδηγία 64/54.

8

Καταρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 64/54, το οποίο έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιτρέπουν για την προστασία των τροφίμων από τις αλλοιώσεις που προκαλούνται από μικροοργανισμούς παρά μόνο τη χρησιμοποίηση των συντηρητικών που απαριθμούνται στο παράρτημα της οδηγίας· μεταξύ των συντηρητικών αυτών αναφέρεται και το σορβικό οξύ.

9

Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας, η οδηγία αποτελεί απλώς το πρώτο στάδιο της προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα αυτό. Κατά το παρόν στάδιο επομένως, τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να επιτρέπουν τη χρήση όλων των ουσιών που αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας. Η ελευθερία όμως την οποία διαθέτουν για να θεσπίζουν κανόνες ως προς την προσθήκη συντηρητικών στα τρόφιμα μπορεί να ασκείται μόνο υπό τη διπλή προϋπόθεση ότι δεν επιτρέπεται η χρήση κανενός συντηρητικού που δεν αναφέρεται στο παράρτημα της οδηγίας και ότι η χρησιμοποίηση των συντηρητικών που αναφέρονται στο ανωτέρω παράρτημα δεν απαγορεύεται ολοσχερώς παρά μόνο στις ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες πρόκειται για τρόφιμα που παράγονται και καταναλώνονται στο έδαφος τους και η χρησιμοποίηση ενός από αυτά τα συντηρητικά δεν ανταποκρίνεται σε καμία τεχνολογικής φύσεως ανάγκη (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1980, Grunert, 88/79, Rec. 1980, σ. 1827, και της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Kugelmann, 108/80, Συλλογή 1981, σ. 433 ).

10

Δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για προϊόντα που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παράγονται και διατίθενται στο εμπόριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή μιας εθνικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη παρακωλύει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και επομένως αποτελεί καταρχήν μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Επειδή όμως η κοινοτική εναρμόνιση στον οικείο τομέα είναι μερική, πρέπει να εξεταστεί αν το μέτρο αυτό δικαιολογείται από λόγους προστασίας της υγείας κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης.

11

Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. ειδικότερα απόφαση της 14ης Ιουλίου 1983, Sandoz, 174/82, Συλλογή 1983, σ. 2445 ), εφόσον υπάρχουν αβεβαιότητες στη σημερινή κατάσταση της επιστημονικής έρευνας, απόκειται στα κράτη μέλη, ελλείψει πλήρους εναρμονίσεως, να αποφασίσουν σε ποια έκταση προτίθενται να εξασφαλίσουν την προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

12

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου ( και ειδικότερα από την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1983, Sandoz, όπ. π., την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1985, Motte, 247/84, Συλλογή 1985, σ. 3887, την απόφαση της 6ης Μαΐου 1986, Muller, 304/84, Συλλογή 1986, σ. 1511, και την απόφαση της 12ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Γερμανίας, 178/84, Συλλογή 1987, σ. 1227 ) προκύπτει επίσης ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στο να θεσπίζουν τα κράτη μέλη νομοθεσία που να εξαρτά τη χρησιμοποίηση πρόσθετων ουσιών από προηγούμενη άδεια χορηγούμενη με πράξη γενικής ισχύος για συγκεκριμένες πρόσθετες ουσίες, είτε για όλα τα προϊόντα είτε για ορισμένα μόνο από αυτά είτε για ορισμένες μόνο χρήσεις. Αυτού του είδους η νομοθεσία εξυπηρετεί ένα θεμιτό στόχο υγειονομικής πολιτικής, δηλαδή την περιστολή της ανεξέλεγκτης καταναλώσεως πρόσθετων ουσιών στα τρόφιμα.

13

Η απαγόρευση εμπορίας όμως των εισαγομένων προϊόντων που περιέχουν πρόσθετες ουσίες οι οποίες επιτρέπονται στο κράτος μέλος παραγωγής, αλλ' απαγορεύονται στο κράτος μέλος εισαγωγής, δεν επιτρέπεται παρά μόνον εφόσον είναι σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 36 της Συνθήκης, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

14

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται καταρχάς η υπενθύμιση ότι με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 174/82, Sandoz, 247/84, Motte, 304/84, Muller, και 178/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, το Δικαστήριο συνήγαγε από την αρχή της αναλογικότητας, στην οποία στηρίζεται η τελευταία φράση του άρθρου 36 της Συνθήκης, ότι οι απαγορεύσεις διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων που περιέχουν πρόσθετες ουσίες επιτρεπόμενες στο κράτος μέλος παραγωγής, απαγορευόμενες όμως στο κράτος μέλος εισαγωγής, πρέπει να περιορίζονται σε ό, τι είναι πράγματι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας. Το Δικαστήριο δέχτηκε επίσης ότι η χρησιμοποίηση συγκεκριμένης πρόσθετης ουσίας, επιτρεπόμενης σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να επιτρέπεται στην περίπτωση εισαγόμενου προϊόντος από το εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αποτελεσμάτων της διεθνούς επιστημονικής έρευνας και ειδικά των εργασιών της Κοινοτικής Επιστημονικής Επιτροπής Ανθρώπινης Διατροφής και του Codex alimentarius του FAO και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και, αφετέρου, των συνηθειών διατροφής στο κράτος μέλος εισαγωγής, η πρόσθετη αυτή ουσία δεν παρουσιάζει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη, τεχνολογικής ιδίως φύσεως.

15

Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 304/84, Muller, και 178/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει επίσης να μπορούν οι επιχειρηματίες να ζητούν, με διαδικασία που να τους είναι ευχερώς προσιτή και η οποία να μπορεί να τερματίζεται εντός ευλόγου χρόνου, να επιτραπεί με πράξη γενικής ισχύος η χρησιμοποίηση συγκεκριμένων πρόσθετων ουσιών.

16

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι επιχειρηματίες πρέπει να μπορούν να προσβάλλουν ενώπιον των δικαστηρίων την αδικαιολόγητη έλλειψη άδειας. Μολονότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από τους επιχειρηματίες τα στοιχεία που διαθέτουν και που μπορούν να είναι χρήσιμα για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, οι εθνικές αυτές αρχές έχουν, όπως έγινε δεκτό και με τις προαναφερθείσες αποφάσεις Muller και Επιτροπή κατά Γερμανίας, το βάρος αποδείξεως του ότι η απαγόρευση δικαιολογείται από λόγους προστασίας της υγείας του πληθυσμού τους.

17

Κατά συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να απαγορεύει την εμπορία ενός τροφίμου που εισάγεται από άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο, και στο οποίο έχει προστεθεί μία από τις ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 64/54 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 1963, υπό την προϋπόθεση ότι στο κράτος μέλος εισαγωγής η εμπορία του τροφίμου αυτού μπορεί να επιτραπεί με μια διαδικασία ευχερώς προσιτή στους συναλλασσομένους και όχι υπέρμετρα χρονοβόρα, όταν η προσθήκη της εν λόγω ουσίας ανταποκρίνεται σε υπαρκτή ανάγκη, ιδίως τεχνολογικής φύσεως, και δεν ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να αποδεικνύουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, συνεκτιμώντας τις εθνικές συνήθειες διατροφής και τα πορίσματα της διεθνούς επιστημονικής έρευνας, ότι η ρύθμιση τους είναι αναγκαία για την αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 36 της Συνθήκης.

Επί των δικαστικών εξόδων

18

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1987 το Tribunal de grande instance της Μασσαλίας, αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να απαγορεύει την εμπορία ενός τροφίμου που εισάγεται από άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο, και στο οποίο έχει προστεθεί μία από τις ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 64/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 1963, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα συντηρητικά που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα, υπό την προϋπόθεση ότι στο κράτος μέλος εισαγωγής η εμπορία του τροφίμου αυτού μπορεί να επιτραπεί με μια διαδικασία ευχερώς προσιτή στους συναλλασσομένους και όχι υπέρμετρα χρονοβόρα, όταν η προσθήκη της εν λόγω ουσίας ανταποκρίνεται σε υπαρκτή ανάγκη, ιδίως τεχνολογικής φύσεως, και δεν ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να αποδεικνύουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, συνεκτιμώντας τις εθνικές συνήθειες διατροφής και τα πορίσματα της διεθνούς επιστημονικής έρευνας, ότι η ρύθμιση τους είναι αναγκαία για την αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 36 της Συνθήκης.

 

Rodríguez Iglesias

Slynn

Joliét

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 1990.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος

G. C. Rodríguez Iglesias


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.