ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C-16/90 ( *1 )

I — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Στις 21 Νοεμβρίου 1988, 8 Φεβρουαρίου 1989 και 14 Φεβρουαρίου 1989, ο Detlef Nolle, υπό την εμπορική του επωνυμία Eugen Nolle ( στο εξής: Nolle ) παρουσίασε στο Hauptzollamt Bremen-Freihafen, τρεις παρτίδες πινέλων χρωματισμού και καθαρισμού καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και υπαγόμενες στη δασμολογική διάκριση 9603 4010 της συνδυασμένης ονοματολογίας, προκειμένου να τις θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία. Το Hauptzollamt απήτησε, κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (EOK) 3052/88 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 1988, για τη θέσπιση προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στην εισαγωγή ορισμένων ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρομοίων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( EE L 272, σ. 16 ), την καταβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ για τον οποίο ο Nölle συνέστησε, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, του ανωτέρω κανονισμού, ασφάλεια υπό μορφή τραπεζικής εγγυήσεως με αποκλεισμό της ενστάσεως διζή-σεως, ύψους 31000, 17000 και 4400 γερμανικών μάρκων ( DM ), αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 52400 DM για τις τρεις παρτίδες.

Με τρεις αποφάσεις της 14ης Απριλίου 1989 το Hauptzollamt κάλεσε τον προσφεύγοντα να καταβάλει αντίστοιχα, για τις τρεις εισαγωγές, 29937,04 DM, 16972,57 DM και 4307,79 DM, δηλαδή σύνολο 51217,40 DM, ως δασμό αντιντάμπινγκ. Οι αποφάσεις αυτές στηρίχθηκαν στον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 725/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, για τη θέσπιση οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα ή παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές αυτές ( ΕΕ L 79, σ. 24 ), κατά τον οποίο επί των εμπορευμάτων που εισήγαγε τότε ο Nölle έπρεπε να εισπραχθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ με συντελεστή 69 ο/ο επί της καθαρής τιμής, ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα μη εκτελωνισμένο.

2.

Ο Nölle υπέβαλε στις 3 Μαΐου 1989 ένσταση με την οποία ισχυρίστηκε ότι οι αποφάσεις ήταν παράνομες κατά το μέτρο που ο κανονισμός 725/89 αντέβαινε από πολλές απόψεις σε υπέρτερους κοινοτικούς κανόνες.

Το Hauptzollamt απέρριψε στις 28 Ιουνίου 1989 την ένσταση αυτή, θεωρώντας ότι δεν αποτελεί διοικητική αρχή υπεύθυνη για την εφαρμογή του κανονισμού 725/89 και ότι δεν είναι, επομένως, σε θέση να ελέγξει το κύρος αυτού του κανονισμού.

Ο Nölle άσκησε στις 2 Αυγούστου 1989 προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Bremen, με την οποία επανέλαβε το αίτημα ακυρώσεως των τριών αποφάσεων περί καθορισμού οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ.

3.

Θεωρώντας ότι η διαφορά θέτει ζήτημα εκτιμήσεως του κύρους της οικείας κοινοτικής νομοθεσίας, το δεύτερο τμήμα του Finanzgericht Bremen αποφάσισε, με Διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 1989, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« Είναι έγκυρος ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 725/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989; »

4.

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 1990.

Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν:

στις 29 Μαρτίου 1990 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Eric White, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, επικουρούμενο από τον Reinhard Wagner, Γερμανό δικαστή τοποθετημένο στην Επιτροπή στο πλαίσιο ανταλλαγής με εθνικούς υπαλλήλους·

στις 12 Απριλίου 1990 το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Erik Stein, νομικό σύμβουλο της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου·

στις 24 Απριλίου 1990 ο Detlef Nolle, υπό την εμπορική επωνυμία Eugen Nolle, προσφεύγων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τους Deringer, Tessin, Herrmann και Sedemund, δικηγόρους Κολωνίας.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και να αναθέσει την υπόθεση στο πέμπτο τμήμα.

II — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

5.

Ο Nölle ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 725/89 είναι ανίσχυρος, επειδή αντίκειται σε υπέρτερους κοινοτικούς κανόνες, δηλαδή στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 209, σ. 1 ) και στο άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η παρανομία αυτή προκύπτει από τέσσερις διαφορετικούς λόγους.

Πρώτον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η κανονική αξία που λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ καθορίστηκε ανακριβώς, δεδομένου ότι η Σρι Λάνκα δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως χώρα αναφοράς. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού 2423/88, σε περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται με « τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής » με βάση είτε α) την τιμή στην οποία πράγματι πωλείται ένα ομοειδές προϊόν μιας τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς, είτε β ) την κατασκευασμένη αξία του ομοειδούς προϊόντος σε μια τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, ή γ ) την πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή εντός της Κοινότητας για το ομοειδές προϊόν.

Ο Nolle υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στήριξε μέχρι σήμερα την πρακτική της ως προς την επιλογή της χώρας αναφοράς κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, στοιχείο α, στην ύπαρξη στη χώρα αυτή ομοειδούς προϊόντος, ομοειδούς όγκου παραγωγής, τιμών που προκύπτουν από τη λειτουργία των κανόνων της οικονομίας της αγοράς, ομοειδών μεθόδων παραγωγής και όρων προσβάσεως στις πρώτες ύλες συγκρίσιμων προς εκείνους της οικείας χώρας εξαγωγής [βλ. επίσης κανονισμό (ΕΟΚ) 407/80 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 1980, περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ επί ορισμένου ανθρακικού νατρίου καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως (JO L 48, σ. 1)· απόφαση 80/410/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 1980, JO L 97, σ. 1· απόφαση 82/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 1982, ΕΕ L 172, σ. 47].

Κατά τον προσφεύγοντα η Σρι Λάνκα δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως χώρα αναφοράς, επειδή δεν πληροί καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές. Η χώρα αυτή δεν κατασκευάζει ομοειδή προϊόντα, επειδή η Κίνα κατασκευάζει μόνο πινέλα για χρωμάτισμα δακτυλίων, επιφανειών και σωμάτων κεντρικής θερμάνσεως, ενώ η Σρι Λάνκα κατασκευάζει μόνο πινέλα για επίπεδες επιφάνειες ( καθώς και άλλα που δεν αποτελούν αντικείμενο του επιβληθέντος δασμού αντιντάμπινγκ ). Οι όγκοι παραγωγής δεν είναι συγκρίσιμοι, επειδή η Σρι Λάνκα έχει μόνο δύο παραγωγούς, από τους οποίους ο ένας δεν κατασκευάζει στην πράξη τα εν λόγω προϊόντα, ενώ στην Κίνα υπάρχουν τουλάχιστον 150 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις των οποίων ο όγκος παραγωγής είναι τουλάχιστον 200 φορές μεγαλύτερος από εκείνον της Σρι Λάνκα. Εξάλλου, η βιομηχανία της Σρι Λάνκα αναγκάζεται να εισάγει τόσο τις χοίρειες τρίχες όσο και το ξύλο για τις λαβές, καθώς και τους κρίκους, ενώ η Κίνα κατέχει το 85 % της διεθνούς αγοράς χοιρείων τριχών.

Τέλος, η εθνική τιμή δεν προκύπτει από τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς, δεδομένου ότι δεν υφίσταται φυσιολογικός ανταγωνισμός, επειδή οι δύο παραγωγοί κατέχουν περίπου το 90 % της εσωτερικής αγοράς και ο μόνος κατασκευαστής του οικείου προϊόντος είναι μια θυγατρική κοινοτικής εταιρίας που είχε σημαντική συμμετοχή στη διαδικασία αντιντάμπινγκ που κινήθηκε από τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2423/88 ο καθορισμός της ζημίας πρέπει να γίνεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιχειρήσεις που έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με τους εξαγωγείς ή εισαγωγείς. Ο κανόνας αυτός υποβάλλει την ιδέα ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ούτε οι πληροφορίες που προέρχονται από κατασκευαστές τρίτης χώρας ot οποίοι έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με τους καταγγέλλοντες.

Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών συνεπάγεται επίπεδο τιμών πολύ υψηλότερο από εκείνο που θα προέκυπτε αν είχε επιλεγεί άλλη χώρα αναφοράς, όπως η προταθείσα από τους εισαγωγείς — η Ταϊβάν — που απορρίφθηκε από την Επιτροπή για τον λόγο ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά και το κόστος παραγωγής των προϊόντων ήταν διαφορετικά και ότι οι παραγωγοί της Ταϊβάν που ερωτήθηκαν αρνήθηκαν να συνεργαστούν (αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού 725/89).

Έτσι ο καθορισμός της κανονικής αξίας είχε ως συνέπεια σφάλμα κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Το περιθώριο αυτό που υπερβαίνει το 90 % θα ήταν πολύ λιγότερο υψηλό αν η Επιτροπή είχε επιλέξει ως χώρα αναφοράς ένα κράτος μέλος της Κοινότητας, ακόμη και αν σε ένα τέτοιο κράτος το κόστος παραγωγής είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο της Κίνας.

Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί ύπαρξη ζημίας για την κοινοτική βιομηχανία. Τα πινέλα που κατασκευάζονται στην Κοινότητα, και ιδίως στη Γερμανία, είναι καλύτερης ποιότητας από τα εισαγόμενα από την Κίνα και, κατά συνέπεια, η διαφορά τιμής δεν μπορούσε να διαπιστωθεί παρά μόνο σε σχέση με τα πινέλα της χαμηλότερης ποιότητας, τα οποία δεν μπορούν, ωστόσο, να θεωρηθούν ως ομοειδή. Ο όγκος των εισαγωγών, αντί να αυξηθεί, αντίθετα μειώθηκε, και η γερμανική παραγωγή πινέλων αυξάνεται σαφώς από το 1981, χωρίς οι εισαγωγές κινεζικών πινέλων να επηρεάζουν την απασχόληση στη βιομηχανία αυτή, της οποίας οι εργαζόμενοι μειώθηκαν συνεπεία της προόδου της αυτοματοποιήσεως και εξορθολογι-κεύσεως.

Επιπλέον, η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα, προκειμένου να καθορίσει τη ζημία, να λάβει υπόψη της κράτη μέλη όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ιρλανδία, δεδομένου ότι κανένας έλεγχος δεν πραγματοποιήθηκε στις χώρες αυτές και ότι η Γαλλία και η Ιταλία εισάγουν αμελητέα μόνο ποσότητα κινεζικών πινέλων. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει πληροφορίες που συλλέχθηκαν στο πλαίσιο ερευνών στις γερμανικές επιχειρήσεις. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2423/88, ο καθορισμός της ζημίας πρέπει να γίνεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιχειρήσεις που έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς. Οι τέσσερις οικείες επιχειρήσεις εισάγουν οι ίδιες κινεζικά πινέλα και η μια από αυτές, η Schabert, συμμετέχει μάλιστα σε κοινοπραξία μαζί με την επιχείρηση Rothlaender, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα τριχών για πινέλα της Γερμανίας, με σκοπό την παραγωγή πινέλων στην Κίνα. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι τα δύο τρίτα των εισαγωγών κινεζικών πινέλων πραγματοποιούνται από Γερμανούς κατασκευαστές, και είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς μαζί με το Συμβούλιο (αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού 725/89) ότι αυτοί προέβησαν στις εισαγωγές αυτές αμυνόμενοι νομίμως κατά αθεμίτου ανταγωνισμού και ότι τα πινέλα μεταπωλήθηκαν με μετριασμένα κέρδη. Από το γεγονός ότι τα δύο τρίτα των εισαγωγών μπόρεσαν να πωληθούν με κέρδη προκύπτει το ερώτημα πώς το υπολειπόμενο μέρος προκάλεσε μια τόσο σημαντική ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς.

Τρίτον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η Επιτροπή αναγνώρισε την ύπαρξη συμφέροντος της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 2423/88. Κατά τη γνώμη του η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν παροτρύνσεως των Ευρωπαίων βιομηχάνων, για να καλυφθεί παράνομι] σύμπραξη αποσκοπούσα στον αποκλεισμό των ελεύθερων εισαγωγέων από την αγορά. Υποστηρίζει ότι οι ανεξάρτητοι εισαγωγείς πληροφορήθηκαν ότι είχε συναφθεί σύμπραξη μεταξύ των Γερμανών κατασκευαστών και των Κινέζων εξαγωγέων, βάσει της οποίας οι ανεξάρτητοι εισαγωγείς δεν μπορούσαν να προμηθεύονται απευθείας, επειδή οι παραδόσεις γίνονταν μόνο στους κοινοτικούς κατασκευαστές μέσω των εισαγωγέων τριχών, Rothlaender και Berg. Δεν μπορεί να είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό συμφέρον η υποβοήθηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας πινέλων, προκειμένου αυτή να πραγματοποιήσει, χάρη σε δασμό αντιντάμπινγκ, « εξυγίανση της αγοράς », που θα ήταν αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού.

Τέλος, ο τέταρτος λόγος συνίσταται στο ότι ο κανονισμός 725/89 παραβιάζει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ. Οι αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού δεν δίνουν απάντηση, ή απαντούν ανεπαρκώς, στις βασικές αντιρρήσεις που ήδη προβλήθηκαν από τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ.

6.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν διακριτική ευχέρεια για την εκτίμηση συνθέτων οικονομικών καταστάσεων (απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, 258/84, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1923 ), συμπεριλαμβανομένης της επιλογής της χώρας αναφοράς. Η επιλογή αυτή δεν πάσχει, κατά την Επιτροπή, σφάλμα εκτιμήσεως. Πράγματι, τα πινέλα της Σρι Λάνκα συνιστούν ομοειδή προϊόντα, επειδή κατασκευάζονται, κατά βάση, από ζωικές τρίχες και έχουν ξύλινες λαβές αναλόγου πάχους, κρίκους και ποσότητα και βάρος τριχών ανάλογα ή προσεγγίζοντα εκείνα των κινεζικών πινέλων. Κατά τη γνώμη της είναι αδιάφορο συναφώς το ότι κατασκευάζονται και πωλούνται μόνο πινέλα για επίπεδες επιφάνειες. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι το 80 ο/ο των πινέλων που εξάγονται από την Κίνα είναι πινέλα για επίπεδες επιφάνειες και ότι τα πινέλα για χρωμάτισμα δακτυλίων και σωμάτων κεντρικής θερμάνσεως υπάγονται στην ίδια δασμολογική διάκριση της συνδυασμένης ονοματολογίας.

Εξάλλου, οι μέθοδοι παραγωγής είναι ομοειδείς στις δύο χώρες και συνίστανται σε βιοτεχνική παραγωγή χαρακτηριζόμενη από τη σημασία του συντελεστή « εργασία » και τους χαμηλούς μισθούς. Το γεγονός ότι ο όγκος παραγωγής της Κίνας είναι υψηλότερος δεν έχει σημασία, επειδή το αποφασιστικό κριτήριο είναι στο κόστος παραγωγής των ατομικών επιχειρήσεων, που είναι πάντα επιχειρήσεις μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Ως προς το φερόμενο πλεονέκτημα που προκύπτει από την πρόσβαση στις πρώτες ύλες, η Επιτροπή απαντά ότι το πλεονέκτημα αυτό δεν μπορεί να υπολογιστεί ικανοποιητικά σε χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς και μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αντισταθμιστεί από άλλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που υφίστανται στις χώρες με οικονομία αγοράς. Εξάλλου, για τα προϊόντα που εισάγονται για την κατασκευή των πινέλων πραγματοποιήθηκαν, κατ' αυτή, προσαρμογές ( βλ. αιτιολογική σκέψη 20 του επίδικου κανονισμού ) και iļ Επιτροπή εξέπεσε το 25 ο/ο της ήδη προσαρμοσθείσας τιμής, για να λάβει υπόψη τις διάφορες ως προς την ποιότητα.

Τέλος, το γεγονός ότι στη Σρι Λάνκα υπάρχουν μόνο δύο παραγωγοί και ότι ο ένας από αυτούς είναι θυγατρική κοινοτικής επιχειρήσεως δεν σημαίνει την ύπαρξη συμπράξεως ως προς τις τιμές ή την έλλειψη επαρκούς ανταγωνισμού.

Η επιλογή της Σρι Λάνκα δικαιολογείται, εξάλλου, από το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες την έλαβαν επίσης υπόψη για την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ ύψους 127,07 ο/ο επί των ψηκτρών και πινέλων προελεύσεως Κίνας.

Ως προς την αιτίαση σχετικά με τη ζημία, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα κοινοτικά όργανα έχουν περιθώριο εκτιμήσεως για να αποφασίσουν αν ορισμένοι παραγωγοί πρέπει να αποκλειστούν από την οικεία παραγωγή ή όχι (απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, υποθ. 156/87, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-781, σκέψεις 43 και 44 ). Μια τέτοια εκτίμηση διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 30 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν τα κοινοτικά προϊόντα είναι τελειότερα, δεν πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα οικεία προϊόντα δεν είναι ομοειδή. Κατά τα λοιπά, η διαφορά ως προς την ποιότητα λήφθηκε υπόψη με την εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή 20 ο/ο επί των χαμηλότερων τιμών και, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού, με τη σύγκριση των κινεζικών προϊόντων κατά βάση με πινέλα και ψήκτρες χαμηλής ή μέσης ποιότητας.

Αντίθετα από ό,τι υποστήριξε ο προσφεύγων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εισαγωγές προελεύσεως Κίνας αυξήθηκαν από 28140000 τεμάχια το 1982 σε 45580000 τεμάχια το 1987 και 30538000 τεμάχια για το πρώτο εξάμηνο του 1988 και είναι αδιάφορο, συναφώς, αν οι εισαγωγές αυξήθηκαν ή όχι κατ' αξία, εκφραζόμενη, για παράδειγμα, σε δολάρια. Παράλληλα, υποχώρησαν οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών, με συνέπεια τη μείωση του εργατικού δυναμικού, η οποία δεν εξηγείται από τα μέτρα εξορθολογικεύσεως σε έναν τομέα παραγωγής που εξακολουθεί να απαιτεί σε σημαντικό βαθμό τη χρησιμοποίηση του συντελεστή « εργασία ».

Η Επιτροπή υπογραμμίζει, τέλος, ότι για τον υπολογισμό του δασμού που προορίζεται να αντισταθμίσει τη ζημία δεν στηρίχθηκε στον μέσο όρο τιμών, αλλά σε ένα μέσο όρο χαμηλότερο, ώστε να λάβει υπόψη της τις διαφορές ως προς την ποιότητα. Κατά τη γνώμη της, αυτός ο ιδιαίτερα ευνοϊκός υπολογισμός δικαιολογεί κάπως τις διαμαρτυρίες της κοινοτικής βιομηχανίας για το χαμηλό ύψος του επιβληθέντος δασμού αντιντάμπινγκ.

Ως προς τον τρίτο λόγο, ισχυρίζεται ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ δεν συνεπάγεται περιορισμούς του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας, αλλά ότι περιορίζεται στη διόρθωση των αθέμιτων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων των οποίων απέλαυον οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο του ντάμπινγκ. Δεν έλαβε γνώση του ότι η γερμανική ή ευρωπαϊκή βιομηχανία πινέλων κατάφερε επίσης να εξωθήσει τους Κινέζους εξαγωγείς να περιορίσουν τις εξαγωγές τους με προορισμό την Κοινότητα ή να προμηθεύουν μόνο ορισμένους αγοραστές εντός της Κοινότητας. Στην περίπτωση δασμού κατ' αξίαν η σύμπραξη δεν έχει, άλλωστε, νόημα.

Τέλος, ως προς τον τέταρτο λόγο, η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι ο κανονισμός 725/89 δεν παραβιάζει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής πρέπει να είναι επαρκώς σαφής και αναμφισβήτητη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου, ώστε να μπορούν αυτοί να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του ( απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, 240/84, Toyo κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1809) και αρκεί, συναφώς, να αναφερθούν τα κύρια νομικά και πραγματικά στοιχεία που αποτελούν το έρεισμα των νομικών πράξεων και είναι απαραίτητα για να καταστήσουν κατανοητή τη συλλογιστική ( απόφαση της 4ης Ιουλίου 1963, 24/62, Γερμανία κατά Επιτροπής, Rec. 1963, σ. 131 ). Εν προκειμένω, οι απαιτήσεις αυτές πληρούνται σε μεγάλο βαθμό από τον κανονισμό του Συμβουλίου, που αναπτύσσει όλα τα σημεία στα οποία αναφέρθηκε ο προσφεύγων.

7.

Το Συμβούλιο υιοθετεί τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, προσθέτοντας ορισμένες διευκρινίσεις. Ισχυρίζεται, πρώτον, ότι για κάθε περίπτωση ντάμπινγκ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κριτήρια προσαρμοσμένα στην ειδική κατάσταση της οικείας διαδικασίας. Κατά τον καθορισμό των κριτηρίων αυτών το Συμβούλιο πρέπει να εκτιμά τις σύνθετες οικονομικές καταστάσεις και, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα όργανα έχουν διακριτική ευχέρεια (προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, υπόθ. 258/84).

Ως προς τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος κατά τον οποίο τα κοινοτικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τη μείωση σε DM των εισαγωγών στη Γερμανία, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η αύξηση των εισαγωγών κατ' όγκο, συνδυαζόμενη με τη μείωση τους κατ' αξίαν, συνιστά ακόμη σοβαρότερη ζημία για τη βιομηχανία, αφού η τιμή μονάδος των πινέλων μειώθηκε κατά πολύ.

Ως προς τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος που αναπτύχθηκε με την προσφυγή του ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, κατά τον οποίο η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ αντίκειται προς τη συμφωνία εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας που συνήφθη μεταξύ Κοινότητας και Κίνας ( ΕΕ L 250 της 19ης Σεπτεμβρίου 1985), το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η συμφωνία αυτή, μολονότι διακηρύσσει την προαγωγή και εντατικοποίηση των εμπορικών ανταλλαγών ΕΟΚ/Κίνας, αναφέρει ότι αυτό πρέπει να γίνει « στο πλαίσιο των νόμων και κανονισμών τους », στους οποίους περιλαμβάνεται αναμφισβήτητα και η νομοθεσία αντιντάμπινγκ.

Τέλος, ως προς την αιτιολογία, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι ένας κανονισμός με 36 παραγράφους που αναφέρονται στα βασικά σημεία της διαδικασίας και των επιχειρημάτων του νομοθέτη πληροί τα κριτήρια που ακολουθεί το Δικαστήριο κατά παγία νομολογία, τελευταία δε με την προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990 (υπόθ. 156/87).

G. C. Rodríguez Iglesias

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πέμπτο τμήμα )

της 22ας Οκτωβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-16/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Bremen ( δεύτερο τμήμα ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Detlef Nölle, υπό την εμπορική επωνυμία Eugen Nölle,

και

Hauptzollamt Bremen-Freihafen,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του κανονισμού (ΕΟΚ) 725/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ιμηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές αυτές ( ΕΕ L 79, σ. 24 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, F. Grévisse, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

ο Detlef Nolle, υπό την εμπορική επωνυμία Eugen Nolle, προσφεύγων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον Frank Montag, δικηγόρο Κολωνίας

το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Erik Stein, νομικό σύμβουλο·

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Eric White, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Reinhard Wagner, Γερμανό δικαστή τοποθετημένο στην Επιτροπή στο πλαίσιο ανταλλαγών με εθνικούς υπαλλήλους·

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Detlef Nolle, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Eric White, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Claus-Michael Happe, Γερμανό υπάλληλο αποσπασμένο στην Επιτροπή στο πλαίσιο των ανταλλαγών με εθνικούς υπαλλήλους, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Ιανουαρίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 1990, το Finanzgericht Bremen (δεύτερο τμήμα) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος του κανονισμού (ΕΟΚ) 725/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές αυτές ( ΕΕ L 79, σ. 24 ).

2

To ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Detlef Nolle, υπό την εμπορική επωνυμία Eugen Nolle ( στο εξής: Nolle ), και του Hauptzollamt Bremen-Freihafen (στο εξής: Hauptzollamt), σχετικά με οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ τους οποίους το Hauptzollamt επέβαλε στις εισαγωγές εκ μέρους του Nolle πινέλων προελεύσεως Κίνας.

3

Στις 21 Νοεμβρίου 1988, 8 Φεβρουαρίου και 14 Φεβρουαρίου 1989, ο Nolle προσκόμισε στο Hauptzollamt τρεις παρτίδες πινέλων για χρωμάτισμα και καθαρισμό καταγωγής Κίνας εμπίπτουσες στη δασμολογική διάκριση 96034010 της συνδυασμένης ονοματολογίας, προκειμένου να τις θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία. Σε πρώτη φάση το Hauptzollamt απήτησε, βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 3052/88 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 1988, για τη επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρομοίων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( ΕΕ L 272, σ. 16 ), την καταβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, για τον οποίο ο Nolle συνέστησε εγγύηση κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, υπό τη μορφή τραπεζικής εγγυήσεως με αποκλεισμό της ενστάσεως διζήσεως, ύψους 31000 γερμανικών μάρκων (DM), 17000 DM και 4400 DM, αντίστοιχα, ήτοι συνολικώς 52400 DM για τις τρεις παρτίδες.

4

Με τρεις αποφάσεις της 14ης Απριλίου 1989 το Hauptzollamt κάλεσε στη συνέχεια τον Nolle να καταβάλει αντίστοιχα, για τις τρεις εισαγωγές, 29937,04 DM, 16972,57 DM και 4307,79 DM, ήτοι συνολικώς 51217,40 DM ως οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ αντίστοιχο, κατά το άρθρο 1 του προαναφερθέντος κανονισμού 725/89 ( στο εξής: επίδικος κανονισμός ), του 69 % της καθαρής τιμής ανά τεμάχιο, ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα, μη εκτελωνισμένο.

5

Στις 3 Μαΐου 1989 ο Nölle υπέβαλε ένσταση στο Hauptzollamt, ισχυριζόμενος ότι οι αποφάσεις της 14ης Απριλίου του ίδιου έτους ήταν παράνομες, για τον λόγο ότι ο επίδικος κανονισμός επί του οποίου στηρίζονταν είχε εκδοθεί κατά παράβαση υπέρτερων κανόνων του κοινοτικού δικαίου. Ύστερα από την απόρριψη της ενστάσεως του ο Nölle άσκησε ενώπιον του Finanzgericht Bremen προσφυγή ακυρώσεως κατά των τριών αυτών αποφάσεων.

6

Σ' αυτό το πλαίσιο το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

« Είναι έγκυρος ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 725/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989; »

7

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η διαδικασία, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται ανωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Το εθνικό δικαστήριο στηρίζει τις αμφιβολίες του ως προς το κύρος του επίδικου κανονισμού στους λόγους που επικαλέστηκε ο προσφεύγων της κύριας δίκης, δηλαδή σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 5, στοιχείο α, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός ).

9

Η διάταξη αυτή ορίζει ότι:

« Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς (...) η κανονική αξία καθορίζεται με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής με βάση ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

την τιμή στην οποία πράγματι πωλείται ένα ομοειδές προϊόν μιας τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς:

i)

για την κατανάλωση στην εσωτερική αγορά αυτής της χώρας

ή

ii)

σε άλλες χώρες περιλαμβανομένης της Κοινότητας (... ) »

10

Πρέπει να υπογραμμιστεί καταρχάς ότι ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού είναι να μη λαμβάνονται υπόψη οι τιμές και το κόστος χωρών που δεν έχουν οικονομία της αγοράς, οι οποίες δηλαδή δεν αποτελούν την κανονική συνισταμένη των δυνάμεων που ασκούνται στην αγορά ( βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, υποθ. C-305/86 και C-160/87, Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. I-2945 ).

11

Πρέπει να υπομνηστεί επίσης ότι η επιλογή της χώρας αναφοράς εντάσσεται στο πλαίσιο της ευχέρειας εκτιμήσεως που έχουν τα κοινοτικά όργανα ως προς την ανάλυση συνθέτων οικονομικών καταστάσεων.

12

Η άσκηση της ευχέρειας αυτής δεν εξαιρείται, ωστόσο, του δικαστικού ελέγχου. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού το Δικαστήριο ελέγχει την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που λαμβάνονται υπόψη για την αμφισβητούμενη επιλογή, την έλλειψη προφανούς πλάνης ως προς την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή την έλλειψη καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, υπόθ. 240/84, Toyo κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1809 και υπόθ. 258/84, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1923 ).

13

Όσον αφορά ειδικότερα την επιλογή της χώρας αναφοράς πρέπει να ελεγχθεί αν τα κοινοτικά όργανα παρέλειψαν να λάβουν υπόψη ουσιώδη στοιχεία, προκειμένου να βεβαιωθούν για την καταλληλότητα της επιλεγόμενης χώρας, και αν τα στοιχεία του φακέλου εξετάστηκαν με την απαιτούμενη επιμέλεια, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η κανονική αξία καθορίστηκε με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής.

14

Ο Nolle ισχυρίζεται ότι η κανονική αξία δεν καθορίστηκε με τέτοιο τρόπο, δεδομένου ότι η Σρι Λάνκα, που επελέγη ως χώρα αναφοράς, δεν πληρούσε καμιά από τις προϋποθέσεις τις οποίες η Επιτροπή, κατά συνήθη πρακτική, ελάμβανε υπόψη μέχρι σήμερα, δηλαδή την ύπαρξη στην οικεία χώρα ομοειδούς προϊόντος, ομοειδούς όγκου και μεθόδων παραγωγής, συνθηκών προσβάσεως στις πρώτες ύλες συγκρίσιμες προς εκείνες της οικείας χώρας εξαγωγής και τιμής που προκύπτει από τη λειτουργία των κανόνων της οικονομίας της αγοράς.

15

Ο Nolle ισχυρίζεται συναφώς, πρώτον, ότι στην Κίνα κατασκευάζονται πινέλα στρογγυλά, πεπλατυσμένα και για σώματα κεντρικής θερμάνσεως, ενώ η Σρι Λάνκα κατασκευάζει μόνο πινέλα πεπλατυσμένα, καθώς και άλλα πινέλα στα οποία δεν επιβάλλεται ο επίδικος δασμός αντιντάμπινγκ.

16

Η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ότι τα πινέλα της Σρι Λάνκα είναι ομοειδή προς τα κινεζικά, επειδή κατ' ουσίαν κατασκευάζονται με βάση ζωικές τρίχες και έχουν ξύλινες λαβές αναλόγου πάχους, κρίκο, ποσότητα και βάρος τριχών καθώς και τρίχες ανάλογες προς εκείνες των κινεζικών πινέλων. Δεν έχει, επομένως, σημασία, κατά τη γνώμη της, ότι η Σρι Λάνκα παράγει μόνο πεπλατυσμένα πινέλα.

17

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας που διαβιβάστηκαν από το εθνικό δικαστήριο ούτε από τα έγγραφα και τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς αν τα οικεία προϊόντα είναι ή όχι ομοειδή. Επομένως, δεν είναι βέβαιο ότι τα κοινοτικά όργανα περιέπεσαν συναφώς σε προφανή πλάνη εκτιμήσεως.

18

Ο Nölle ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι οι όγκοι παραγωγής δεν είναι συγκρίσιμοι, επειδή στη Σρι Λάνκα υφίστανται μόνο δύο παραγωγοί εισαγωγείς, από τους οποίους ο ένας δεν κατασκευάζει, στην πράξη, τα υπό κρίση προϊόντα, ενώ στην Κίνα υφίστανται τουλάχιστον 150 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ο όγκος παραγωγής είναι, κατά συνέπεια, τουλάχιστον 200 φορές μεγαλύτερος από εκείνον της Σρι Λάνκα.

19

Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι ο όγκος παραγωγής της Κίνας είναι ανώτερος εκείνου της Σρι Λάνκα δεν έχει σημασία, επειδή το καθοριστικό κριτήριο για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας είναι το κόστος παραγωγής των κατ' ιδίαν επιχειρήσεων. Και στις δύο, όμως, χώρες πρόκειται για μικρές ή μεσαίες βιοτεχνικές επιχειρήσεις, χαρακτηριζόμενες από τη σημασία του συντελεστή « εργασία » και το χαμηλό επίπεδο των μισθών.

20

Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά την προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου ( σκέψη 10 ), το μέγεθος της αγοράς δεν αποτελεί, καταρχήν, στοιχείο δυνάμενο να ληφθεί υπόψη κατά την επιλογή της χώρας αναφοράς υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, εφόσον, κατά την περίοδο της έρευνας πραγματοποιήθηκε αριθμός συναλλαγών ικανός να εξασφαλίσει την αντιπροσωπευτικότητα της αγοράς αυτής ως προς τις οικείες εξαγωγές. Πρέπει να υπομνηστεί, συναφώς, ότι με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, υπόθ. 250/85, Brother (Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψεις 12 και 13), το Δικαστήριο απέρριψε την αμφισβήτηση της πρακτικής των κοινοτικών οργάνων που συνίσταται στον καθορισμό του « ορίου » αντιπροσωπευτικότητας της εσωτερικής αγοράς, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, σε ποσοστό 5 % των οικείων εξαγωγών.

21

Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ο Nolle και η Επιτροπή συναποδέχθηκαν ότι ο όγκος των εξαγωγών κινεζικών ψηκτρών και πινέλων με προορισμό την Κοινότητα ανερχόταν σε 60 εκατομμύρια τεμάχια περίπου, ενώ η συνολική παραγωγή της Σρι Λάνκα είναι της τάξεως των 750000 τεμαχίων ετησίως, αντιστοιχούσα στο 1,25 o/ο του όγκου των οικείων εξαγωγών.

22

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μολονότι το γεγονός ότι ο όγκος παραγωγής της χώρας αναφοράς είναι κατώτερος του ορίου του 5 ο/ο δεν σημαίνει, από μόνο του, οπωσδήποτε, ότι η επιλογή της χώρας αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη και μη στερούμενη λογικής, ένα ποσοστό της τάξεως του 1,25 o/ο συνιστά, ωστόσο, ένδειξη της ασθενούς αντιπροσωπευτικότητας της αγοράς που λαμβάνεται υπόψη.

23

Πρέπει να παρατηρηθεί επίσης ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν παρέσχον, κατά τη διάρκεια της έγγραφης και προφορικής διαδικασίας, κανένα στοιχείο ή διευκρίνιση ικανή να αποδείξει ότι, κατά τους ισχυρισμούς τους, οι μέθοδοι παραγωγής της Σρι Λάνκα είναι βιοτεχνικές και χαρακτηρίζονται από τη σημασία του συντελεστή εργασία και το χαμηλό επίπεδο των μισθών και ότι, κατά συνέπεια, είναι συγκρίσιμες προς τις μεθόδους παραγωγής της Κίνας.

24

Ο Nolle υποστηρίζει, τρίτον, ότι η βιομηχανία της Σρι Λάνκα υποχρεούται να εισάγει τόσο τις χοίρειες τρίχες όσο και το ξύλο για τις λαβές και τους κρίκους, ενώ η Κίνα διαθέτει το 85 ο/ο της παγκόσμιας αγοράς χοιρείων τριχών.

25

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το φερόμενο πλεονέκτημα, που απορρέει από την πρόσβαση στις πρώτες ύλες, δεν μπορεί να υπολογιστεί ικανοποιητικά σε χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς και ότι, εν πάση περιπτώσει, το πλεονέκτημα αυτό μπορεί να αντισταθμίζεται από άλλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που υφίστανται σε μια χώρα με οικονομία της αγοράς. Επιπλέον, προκειμένου για τις πρώτες ύλες που εισάγονται για την κατασκευή πινέλων, έγιναν, κατά τη γνώμη της, προσαρμογές ( βλ. αιτιολογική σκέψη 20 του επίδικου κανονισμού )· η Επιτροπή αφαίρεσε το 25 ο/ο της ήδη προσαρμοσθείσας τιμής για να λάβει υπόψη τις διαφορές ως προς την ποιότητα.

26

Το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πρώτον, από την πάγια πρακτική των κοινοτικών οργάνων προκύπτει ότι η συγκρισιμότητα της προσβάσεως στις πρώτες ύλες πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την επιλογή της χώρας αναφοράς [βλ., για παράδειγμα, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 407/80 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 1980, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένου ανθρακικού νατρίου καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως, JO L 48, σ. 1 ]. Δεύτερον, τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την πρόσβαση στις πρώτες ύλες δεν μπορούν να αποκλειστούν από το γεγονός και μόνο ότι δεν υφίσταται οικονομία της αγοράς στη χώρα εξαγωγής. Δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού έχει εφαρμογή μόνο σε περιπτώσεις εισαγωγών προελεύσεως χωρών που δεν έχουν οικονομία της αγοράς, το επιχείρημα αυτό θα στερούσε νοήματος κάθε δυνατότητα συγκρίσεως μεταξύ του κόστους παραγωγής χωρών με διαφορετικές συνθήκες αγοράς.

27

Ο Nolle ισχυρίζεται, τέλος, ότι οι τιμές που εφαρμόζονται στη Σρι Λάνκα δεν προκύπτουν από τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς, δεδομένου ότι δεν υφίσταται φυσικός ανταγωνισμός. Υπογραμμίζει συναφώς ότι οι δύο παραγωγοί κατέχουν μαζί το 90 % περίπου της εσωτερικής αγοράς και ότι ο ένας από τους δύο αυτούς παραγωγούς που κατασκευάζει προϊόντα συγκρίσιμα προς τα εισαγόμενα από την Κίνα είναι θυγατρική κοινοτικού κατασκευαστή ο οποίος είχε καθοριστική συμμετοχή στη διαδικασία αντιντάμπινγκ που κινήθηκε από τους Ευρωπαίους κατασκευαστές.

28

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός αυτό δεν σημαίνει την ύπαρξη συμπράξεως ως προς τις τιμές ή την έλλειψη επαρκούς ανταγωνισμού.

29

Πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι το γεγονός ότι υφίστανται μόνο δύο επιχειρήσεις στη χώρα αναφοράς δεν αποκλείει, από μόνο του, οι τιμές να συνιστούν το αποτέλεσμα πραγματικού ανταγωνισμού. Ο Nolle προέβη, κατά την έγγραφη διαδικασία και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουστεί από την Επιτροπή, σε συγκρίσεις τιμών από τις οποίες προκύπτει ότι οι τιμές που εφαρμόζονται από τους παραγωγούς της Σρι Λάνκα είναι υψηλότερες από τις εφαρμοζόμενες από δύο αντιπροσωπευτικούς παραγωγούς της Κοινότητας. Εξάλλου, ο Nolle προσκόμισε δύο έγγραφα των οικείων επιχειρήσεων της Σρι Λάνκα από τα οποία προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να εφοδιάζουν την Κοινότητα μόνο σε περιορισμένο βαθμό, επειδή η παραγωγή των πινέλων είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς και οι τιμές δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον σε σχέση με εκείνες που μπορεί να προσφέρει η μητρική εταιρία στην Ευρώπη.

30

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Nolle προσκόμισε στοιχεία που ήταν ήδη γνωστά στην Επιτροπή και το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και ικανά να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα και το εύλογο της επιλογής της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς.

31

Τα κοινοτικά όργανα συμπέραναν, ωστόσο, ότι η Σρι Λάνκα συνιστούσε επιλογή κατάλληλη και μη στερούμενη λογικής και, κατά συνέπεια, δεν έλαβαν υπόψη τους την Ταϊβάν, όπως είχε προτείνει ο προσφεύγων.

32

Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι, μολονότι τα κοινοτικά όργανα δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις χώρες αναφοράς που προτείνονται από τα μέρη που συμμετέχουν σε διαδικασία αντιντάμπινγκ, οι αμφιβολίες που προέκυψαν εν προκειμένω, ως προς την επιλογή της Σρι Λάνκα, έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή σε πλέον εμπεριστατωμένη εξέταση της προτάσεως του προσφεύγοντος.

33

Από τις αιτιολογικές σκέψεις του επίδικου κανονισμού προκύπτει ότι η Ταϊβάν ελήφθη υπόψη ως ενδεχόμενη χώρα αναφοράς, αλλά ότι τα κοινοτικά όργανα απέκλεισαν το ενδεχόμενο αυτό για τον λόγο ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά και το κόστος παραγωγής των προϊόντων ήταν διαφορετικά και ότι οι παραγωγοί της Ταϊβάν με τους οποίους ήρθαν σε επικοινωνία αρνήθηκαν να συνεργαστούν (αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του επιδίκου κανονισμού ).

34

Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν συνοδεύονται από καμιά διευκρίνιση ούτε από την επίκληση κάποιου πραγματικού περιστατικού. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη φερομένη άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των παραγωγών της Ταϊβάν, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το έγγραφο που απευθύνθηκε στους δύο κύριους παραγωγούς της Ταϊβάν, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής προσπάθεια λήψεως πληροφοριών, ενόψει του περιεχομένου του και της εξαιρετικά σύντομης προθεσμίας απαντήσεως, που καθιστούσε στην πράξη αδύνατη τη συνεργασία των παραγωγών αυτών.

35

Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω περιστάσεων, κρίνεται ότι, αφενός, διάφορα στοιχεία, γνωστά στα κοινοτικά όργανα, μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς και, αφετέρου, ότι τα κοινοτικά όργανα δεν κατέβαλαν σοβαρή και επαρκή προσπάθεια για να εξετάσουν αν η Ταϊβάν μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάλληλη χώρα αναφοράς.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κανονική αξία δεν καθορίστηκε « με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής », κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, στοιχείο α, του βασικού κανονισμού.

37

Επειδή ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβλήθηκε κατά παράβαση αυτής της διατάξεως, ο επίδικος κανονισμός πρέπει να κηρυχθεί ανίσχυρος, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών λόγων ανίσχυρου που αναφέρονται από το εθνικό δικαστήριο.

38

Στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει, επομένως, η απάντηση ότι ο κανονισμός 725/89 είναι ανίσχυρος.

Επί των δικαστικών εξόδων

39

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή και το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με Διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 1989, το Finanzgericht Bremen ( δεύτερο τμήμα ), αποφαίνεται:

 

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 725/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές αυτές, είναι ανίσχυρος.

 

Slynn

Grévisse

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Οκτωβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος τμήματος

προεδρεύων του πέμπτου τμήματος

Gordon Slynn


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.