ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

WALTER VAN GERVEN

της 4ης Ιουνίου 1991 ( *1 )

Περίληψη

 

1. Ιστορικό

 

2. Το συμφέρον της Κοινότητας

 

3. Ο υπολογισμός της κανονικής αξίας

 

3.1. Η χώρα αναφοράς

 

3.2. Η επιλογή της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς

 

3.2.1. Γενικές σκέψεις

 

3.2.2. Εξέταση των αντιρρήσεων του Nolle κατά της επιλογής της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς

 

3.2.3. Περίληψη σχετικά με την επιλογή της χώρας αναφοράς

 

4. Το πρόβλημα της ζημίας

 

4.1. Ζημία για τα ομοειδή προϊόντα;

 

4.2. Ανακριβής προσδιορισμός της ζημίας

 

4.3. Οι εισαγωγές για λογαριασμό Γερμανών παραγωγών

 

4.3.1. Τα επιχειρήματα των διαδίκων

 

4.3.2. Εκτίμηση των επιχειρημάτων

 

5. Συμπέρασμα

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. 

Από το Δικαστήριο ζητείται να αποφανθεί επί του κύρους κανονισμού του Συμβουλίου που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών ορισμένων τύπων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Κίνας.

1. Ιστορικό

2.

Η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού ανάγεται στην έρευνα που άρχισε το 1986η Επιτροπή κατόπιν καταγγελίας της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας βιομηχανιών ψηκτρών και πινέλων [ Fédération européenne de ľ industrie de la brosse et de la pinceauterie ( FEIBP ) ]. Κατά την καταγγελία αυτή οι εισαγωγές ορισμένων ψηκτρών καταγωγής Κίνας αποτελούν αντικείμενο πρακτικών ντάμπινγκ ( 1 ). Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές αυτές αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι οι εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ είχαν ζημιώσει την κοινοτική βιομηχανία σε τρία κράτη μέλη (δηλαδή τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, στις οποίες συγκεντρώθηκε το 90 0/0 περίπου των κινεζικών εξαγωγών). Μετά την περάτωση της « προσωρινής έρευνας » της Επιτροπής, η κινεζική εξαγωγική εταιρία « China National Native Produce & Animal By-Products Import & Export Corporation » ( στο εξής: China National ) ανέλαβε την υποχρέωση να μειώσει τις εξαγωγές ψηκτρών στην Κοινότητα. Η ανάληψη της υποχρεώσεως αυτής έγινε δεκτή με την απόφαση 87/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 2 ). Το Συμβούλιο θεώρησε στην απόφαση του ότι η ανάληψη υποχρεώσεως « θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι εξαγωγές στην έκταση που χρειάζεται για να εξαλειφθεί η ζημία που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία » και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η έρευνα μπορούσε να περατωθεί χωρίς την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ ( 3 ).

3.

Τον Οκτώβριο 1988η Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσίευσε ανακοίνωση με την οποία η Επιτροπή γνωστοποιούσε ότι η FEIBP υπέβαλε νέα καταγγελία, κατά την οποία η κινεζική επιχείρηση δεν τηρούσε την προαναφερθείσα υποχρέωση ( 4 ). Η Επιτροπή, στηριζόμενη στην εξέταση των επίσημων στατιστικών στοιχείων που ήταν διαθέσιμα για το έτος 1987, συμπέρανε ότι η κινεζική επιχείρηση είχε πράγματι υπερβεί το προβλεπόμενο στην ανάληψη υποχρεώσεως επίπεδο και πρότεινε στο Συμβούλιο να ανακαλέσει την απόφαση περί αποδοχής αυτής της αναλήψεως υποχρεώσεως ( 5 ). Συγχρόνως, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία αντιντάμπινγκ και να εφαρμόσει αμέσως τα προσωρινά μέτρα κατά το άρθρο 10, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού ( 6 ). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της ίδιας ημερομηνίας ( 7 ) ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3052/88 της Επιτροπής (στο εξής: προσωρινός κανονισμός) που επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ κατ' αξίαν με συντελεστή 69% επί της καθαρής τιμής ανά τεμάχιο των οικείων προϊόντων. Στις 14 Νοεμβρίου 1988 το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση που υιοθετούσε την πρόταση της Επιτροπής περί καταργήσεως της αποφάσεως 87/104/ΕΟΚ και, επομένως, της αποδοχής της αναλήψεως υποχρεώσεως σχετικά με τις εξαγωγές του Κινέζου εξαγωγέα ( 8 ). Τέλος, στις 20 Μαρτίου 1989, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τον προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε από την Επιτροπή και επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ του ιδίου ύψους με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 725/89 (στο εξής: οριστικός κανονισμός) ( 9 ).

4.

Το κύρος του οριστικού κανονισμού αμφισβητείται από την επιχείρηση Nolle ( στο εξής: Nolle), Γερμανό εισαγωγέα ψηκτρών και πινέλων ο οποίος, στο διάστημα μεταξύ 21ης Νοεμβρίου 1988 και 14ης Φεβρουαρίου 1989, έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα τρεις παρτίδες ψηκτρών και πινέλων καθαρισμού και χρωματίσματος καταγωγής Κίνας. Τα εμπορεύματα εκτελωνίστηκαν στο Hauptzollamt του Bremen-Freihafen (γραφείο του Neustädter Hafen ), που ζήτησε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ βάσει του προσωρινού κανονισμού. Μετά τη δημοσίευση του οριστικού κανονισμού, τα ποσά αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο οριστικής εισπράξεως από το Hauptzollamt. Ο Nolle, μετά την απόρριψη της ενστάσεως που υπέβαλε στο Hauptzollamt, ζήτησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, στηριζόμενος στο επιχείρημα ότι ο οριστικός κανονισμός είναι από πολλές απόψεις ασυμβίβαστος προς υπέρτερους κοινοτικούς κανόνες και ιδίως προς τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2423/88 του Συμβουλίου (στο εξής: βασικός κανονισμός ) ( 10 ).

Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τον Nolle δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το κύρος του οριστικού κανονισμού, ιδίως όσον αφορά την επιλογή της χώρας αναφοράς για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Ωστόσο, θεωρεί, και ορθώς ( 11 ), εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί του κύρους του κανονισμού αυτού και ζητεί, επομένως, από το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί του ζητήματος αυτού.

5.

Όπως αναφέρεται επίσης στη Διάταξη περί παραπομπής, ο Nolle αμφισβητεί το κύρος του οριστικού κανονισμού, προβάλλοντας κυρίως τρεις λόγους που θα εξετάσω διαδοχικά κατωτέρω: η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ δεν είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Κοινότητας (παράγραφοι 8 έως 12)· η κανονική αξία υπολογίστηκε κατά τρόπο εσφαλμένο (παράγραφοι 13 έως 32) και οι εισαγωγές στην Κοινότητα των οικείων προϊόντων δεν προκαλούν σημαντική ζημία σε μια παραγωγή της Κοινότητας (παράγραφοι 33 έως 48 ).

6.

Πριν αρχίσω την εξέταση της ουσίας, θα διατυπώσω ακόμη δύο παρατηρήσεις. Πρώτον: επειδή το προδικαστικό ερώτημα αφορά το κύρος κοινοτικής πράξεως, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη, κατά την εκτίμησή του, τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η πράξη αυτή και, εν ανάγκη, τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Ο Nolle, στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο, αναφέρθηκε συναφώς στις « γραπτές παρατηρήσεις » ( συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που συνάπτονται στις παρατηρήσεις αυτές) που υπέβαλε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Οι γραπτές αυτές παρατηρήσεις βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου και περιλαμβάνονται επίσης στη δικογραφία του αιτούντος δικαστηρίου, έτσι ώστε οι λοιποί διάδικοι της κύριας δίκης να μπορούν να λάβουν γνώση. Εξάλλου, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής δεν διατύπωσε αντίρρηση κατά της χρήσεως των στοιχείων αυτών. Θα τα χρησιμοποιήσω, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, κατά την ανάλυση που θα επακολουθήσει.

7.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τις αντιρρήσεις που διατύπωσε ο Nolle κατά της αιτιολογίας του οριστικού κανονισμού. Ο Nolle παρατηρεί ότι, στον κανονισμό αυτό, το Συμβούλιο δεν εξέτασε ορισμένο αριθμό επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν και αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν από τον Nolle κατά τη διοικητική διαδικασία, καθιστώντας αδύνατο στον Nolle να προσδιορίσει τη συλλογιστική στην οποία στηρίζεται τελικά ο επίδικος κανονισμός.

Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς η νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των κανόνων ανταγωνισμού, στην οποία το Δικαστήριο επανειλημμένα έκρινε ότι:

« Ναι μεν κατ' εφαρμογή του άρθρου 190 της Συνθήκης η Επιτροπή υποχρεούται να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, αναφέροντας τα νομικά και πραγματικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νομιμότητα του μέτρου, καθώς και τις σκέψεις που την οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεώς της, δεν απαιτείται όμως να εξετάζει όλα τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που έχουν εγείρει οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία. » ( 12 )

Θεωρώ ότι οι σκέψεις αυτές του Δικαστηρίου ισχύουν επίσης και για την αιτιολογία των πράξεων των οργάνων στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ. Σημαίνουν ότι η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν προκύπτει καταρχάς από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας από τα μέρη τα οποία αφορούσε η έκδοση της επίδικης πράξεως. Πρέπει μάλλον να εξεταστεί αν η αιτιολογία της αποφάσεως στηρίζει το διατακτικό της και αν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νομική δικαιολόγηση της αποφάσεως εκτιμήθηκαν σωστά. Σύμφωνα με την αρχή αυτή θα εξετάσω τον οριστικό κανονισμό.

2. Το συμφέρον της Κοινότητας

8.

Έχοντας συνείδηση του ασυνήθιστου χαρακτήρα της προσεγγίσεώς μου, προτιμώ να εξετάσω τα επιχειρήματα που προέβαλε ο Nolle σχετικά με το συμφέρον της Κοινότητας πριν από τα αφορώντα την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ και την ύπαρξη ζημίας, επειδή έτσι μου δίδεται η ευκαιρία να εξετάσω τα πραγματικά στοιχεία της υποθέσεως. Πράγματι, το κύριο επιχείρημα που προβάλλει ο Nolle, για να αμφισβητήσει το συμφέρον της Κοινότητας στην έκδοση της αποφάσεως, συνίσταται στον ισχυρισμό ότι η διαδικασία αντιντάμπινγκ κινήθηκε από παραγωγούς της Κοινότητας, προκειμένου να υποστηριχθεί και να διατηρηθεί παράνομη σύμπραξη.

9.

Κατά τον Nolle, οι εξαγωγές κινεζικών ψηκτρών και πινέλων στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, για να ικανοποιήσουν την αυξανόμενη ζήτηση από μη επαγγελματίες (οι ψήκτρες και τα πινέλα που κατασκευάζονται στην Κίνα είναι ψήκτρες και πινέλα φθηνά, μιας χρήσεως, και η τιμή τους είναι σαφώς κατώτερη από εκείνη των ψηκτρών και πινέλων που κατασκευάζονται στην Ευρώπη και προορίζονται για επαγγελματική χρήση ). Αρχικά, οι εισαγωγές στην Κοινότητα γίνονταν μόνο από τους παραγωγούς ψηκτρών και πινέλων της Κοινότητας (ή εισαγωγέων συνδεομένων με αυτούς). Κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1980, ορισμένοι ανεξάρτητοι εισαγωγείς ( μεταξύ των οποίων και ο Nolle) κατάφεραν, ωστόσο, να προμηθευθούν και αυτοί ψήκτρες και πινέλα από την Κίνα και να σχηματίσουν δίκτυο ανεξάρτητης εισαγωγής. Κατά τον Nolle η διαδικασία αντιντάμπινγκ κινήθηκε από τους παραγωγούς της Κοινότητας με σκοπό τον αποκλεισμό των ανεξάρτητων εισαγωγέων από την αγορά: οι παραγωγοί της Κοινότητας άσκησαν, ειδικότερα, πιέσεις στην επιχείρηση China National και την παρώθησαν να περιορίσει τις εισαγωγές της, οι οποίες, εξάλλου, κατευθύνονταν μόνο προς τους παραγωγούς της Κοινότητας. Ο Nolle προσκόμισε δύο έγγραφα για την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού.

Προσκόμισε, πρώτον, επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 1986 (δηλαδή τρεις μήνες πριν δεχθεί το Συμβούλιο την ανάληψη υποχρεώσεως περιορισμού των εξαγωγών, με την απόφαση 87/104), απευθυνόμενη σε έναν από τους δύο ανεξάρτητους εισαγωγείς. Η επιστολή αυτή προέρχεται από Γερμανό παραγωγό που προκάλεσε την καταγγελία της FEIBP και είχε επίσης συμμετάσχει στους ελέγχους της Επιτροπής ( 13 ). Στην επιστολή αυτή αναφέρεται ιδίως το εξής:

« Γνωρίζετε ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα κίνησε κατά της εισαγωγής κινεζικών πινέλων διαδικασία αντιντάμπινγκ που είχε ως συνέπεια τη σύναψη συμφωνίας, με την οποία οι Κινέζοι ανέλαβαν την υποχρέωση να περιορίσουν τις εξαγωγές τους. Κατά τη συμφωνία αυτή τα πινέλα θα παραδίδονται μόνο στο πλαίσιο συστήματος επιλεκτικής διανομής στα εργοστάσια που κατά παράδοση κατασκευάζουν πινέλα μέσω των εμπόρων χοιρείων τριχών. »

Δεύτερον, ο Nolle προσκόμισε τηλετύπημα της 9ης Αυγούστου 1988 της επιχειρήσεως China National που απευθυνόταν επίσης σε ανεξάρτητο εισαγωγέα και της οποίας το κείμενο έχει ως εξής:

« Προς ενημέρωση σας. Κατόπιν της συμφωνίας μεταξύ της διευθύνσεως της εταιρίας μας και της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας βιομηχανίας ψηκτρών και πινέλων με σκοπό τη μη εξαγωγή ή επανεξαγωγή κινεζικών ψηκτρών με προορισμό πελάτες άλλους εκτός του πράκτορά μας στην ΕΟΚ. Εάν θέλετε να συνεργαστείτε με την εταιρία μας ελάτε σε επαφή μαζί μας για τον διακανονισμό της υποθέσεως. »

10.

Κατά τον Nolle τα δύο έγγραφα που προσκόμισε στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία ( 14 ) αποδεικνύουν ότι οι Ευρωπαίοι παραγωγοί επέβαλαν στους Κινέζους εξαγωγείς κανόνες που είχαν ως συνέπεια ότι οι ανεξάρτητοι εισαγωγείς της Κοινότητας ( μεταξύ των οποίων και ο Nolle ) θα μπορούσαν να εφοδιάζονται μόνο από τον ενδιάμεσο των παραγω)γών της Κοινότητας. Ο Nölle υπογραμμίζει ότι το γεγονός της υποστηρίξεως ή διατηρήσεως συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού με την επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές και δασμών αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας. Πριν από τη λήψη τέτοιων μέτρων τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται, αντίθετα, να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των οικονομικών συνθηκών και να μην εφαρμόζουν τον βασικό κανονισμό κατά τρόπο που περιορίζει ή νοθεύει τη λειτουργία του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς ( 15 ).

11.

Ο ισχυρισμός του Nolle θέτει το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ της πολιτικής αντιντάμπινγκ και της πολιτικής ανταγωνισμού, θέμα που συγκεντρώνει όλο και περισσότερη προσοχή τα τελευταία έτη ( 16 ). Η αρμονική εφαρμογή των δύο πολιτικών δεν είναι πάντα αυτονόητη. Η πολιτική ανταγωνισμού της Συνθήκης έχει ως πρωταρχικό σκοπό την προστασία του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς προς το τελικό συμφέρον του καταναλωτή, ενώ το σύστημα των μέτρων αντιντάμπινγκ αποβλέπει στην προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ( δηλαδή των παραγόντων της λειτουργίας του ανταγωνισμού ) κατά του (θεωρούμενου ως αθέμιτου) ανταγωνισμού από εισαγόμενα προϊόντα που πωλούνται σε τιμή κατώτερη της κανονικής τους αξίας. Η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ προς προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας μπορεί, επομένως, να καταλήξει σε αύξηση των τιμών και μείωση του συνολικού ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς. Η στάθμιση των αντιφατικών αυτών συμφερόντων απόκειται στο Συμβούλιο και την Επιτροπή που, κρίνοντας αν η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, οφείλουν να ακολουθούν τις εξής δύο κατευθυντήριες γραμμές: αφενός, σκοπός των διαδικασιών αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να είναι η υιοθέτηση ή πρόκληση πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ( 17 ) και, αφετέρου, πρέπει να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η παραγωγή ενός τέτοιου αποτελέσματος από τα μέτρα και τις διαδικασίες αντιντάμπινγκ.

Η ένταση που υπάρχει μεταξύ αυτών των δύο κατευθυντηρίων γραμμών αντικατοπτρίζεται στη διπλή σύγκρουση συμφερόντων που τα κοινοτικά όργανα είχαν να αντιμετωπίσουν. Πρώτον, έπρεπε να σταθμίσουν το συμφέρον των παραγωγών της Κοινότητας στη θέσπιση των μέτρων κατά των εξαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ και το συμφέρον των καταναλωτών να αγοράζουν φθηνές ψήκτρες και πινέλα ( 18 ). Δεύτερον, τα κοινοτικά όργανα αντιμετώπισαν το ενδεχόμενο χρησιμοποιήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ από τους παραγωγούς της Κοινότητας προς αποκλεισμό των ανεξάρτητων εισαγωγέων από την αγορά, όπως υποστηρίζει ο Nolle.

12.

Η επιχειρηματολογία του Nolle δεν είναι πειστική. Όσον αφορά τη στάθμιση μεταξύ του συμφέροντος των παραγωγών της Κοινότητας και εκείνου των καταναλωτών, δεν θεωρώ ότι η εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας από τα κοινοτικά όργανα κατά τη διαδικασία της έρευνας μπορεί να χαρακτηριστεί παράλογη ( 19 ). Προκειμένου για τη διαδικασία αντιντάμπινγκ κατά των ανεξαρτήτων εισαγωγέων, παρατηρείται ορθώς στον κανονισμό ( 20 ) ότι η ίδια η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των εισαγωγέων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Κίνας και, επομένως, δεν συνιστά δυσμενή μεταχείριση των ανεξαρτήτων εισαγωγέων. Τα δύο έγγραφα που αναφέρει ο Nolle, τα οποία είναι δεκτικά ερμηνείας, δεν καθιστούν επαρκώς πιθανή, κατά τη γνώμη μου, την ύπαρξη συμπράξεως μεταξύ των παραγωγών της Κοινότητας που δήθεν ικανοποιήθηκε με την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ. Εφόσον ο Nolle, όπως επιβεβαίωσε ο εκπρόσωπός του κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ως προς τον αποκλεισμό των ανεξάρτητων εισαγωγέων ( συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου) από την αγορά, ουδέποτε προέβη σε καταγγελία προς την Επιτροπή με σκοπό την εξέταση των φερομένων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έδωσε συνέχεια στα έγγραφα αυτά.

3. Ο υπολογισμός της κανονικής αξίας

3.1. Η χώρα αναφοράς

13.

Για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των ψηκτρών και πινέλων που εισάγονται από την Κίνα η Επιτροπή και το Συμβούλιο εφάρμοσαν το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται με βάση μια « χώρα αναφοράς » με οικονομία αγοράς. Ο οριστικός κανονισμός αναφέρει συναφώς:

« Η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι εισαγωγές καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η χώρα αυτή δεν έχει οικονομία αγοράς, επομένως, να υπολογίσει την κανονική αξία με βάση μια χώρα με οικονομία αγοράς. » ( 21 )

Κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής ο Nolle υποστήριξε ότι κακώς η Επιτροπή και το Συμβούλιο δέχθηκαν ότι, κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας και εκδόσεως του προσωρινού και οριστικού κανονισμού, η Κίνα έπρεπε να θεωρηθεί ως χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς. Παρατηρεί συναφώς ότι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Κίνα εγκατέλειψε προοδευτικά το πρότυπο της σχεδιασμένης οικονομίας και ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις έπρεπε, στο εξής, να παράγουν και να πωλούν πραγματοποιώντας κέρδη και ότι μεταξύ Κινέζων παραγωγών και εξαγωγέων υφίστατο ζωηρός ανταγωνισμός.

Η επιχειρηματολογία του Nolle στο σημείο αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η θεωρία υποστηρίζει ορθώς ότι το αποφασιστικό κριτήριο συνίσταται στην ύπαρξη οικονομίας υποκείμενης σε κεντρικό σχεδιασμό και ότι, το γεγονός ότι σε μια οικονομία υποκείμενη σε κεντρικό σχεδιασμό απαντούν ορισμένα στοιχεία οικονομίας της αγοράς δεν επαρκεί για την καταστήσει οικονομία αγοράς ( 22 ). Το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αναφέρει, εξάλλου, ρητώς την Κίνα ως χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς ( 23 ), έτσι ώστε η Επιτροπή και το Συμβούλιο να μην έχουν υποχρέωση να υπολογίσουν την κανονική αξία προσφεύγοντας σε χώρα αναφοράς.

3.2. Η επιλογή της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς

14.

Εξάλλου, τόσο κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, όσο και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Nolle υποστήριξε επίμονα ότι κακώς η Επιτροπή και το Συμβούλιο επέλεξαν τη Σρι Λάνκα ως χώρα αναφοράς. Πριν εξετάσω τα επιχειρήματά του, θα ήθελα να διατυπώσω συναφώς δύο γενικές σκέψεις.

3.2.1. Γενικές σκέψεις

15.

Ο σκοπός του υπολογισμού της κανονικής αξίας βάσει ορισμένης χώρας αναφοράς είναι να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να λαμβάνονται υπόψη τιμές και κόστος χωρών χωρίς οικονομία αγοράς που δεν αποτελούν τη συνισταμένη των δυνάμεων που ασκούνται επί της αγοράς ( 24 ). Πρόκειται για μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται ελλείψει άλλης καλύτερης: εννοείται ότι καμιά χώρα δεν μπορεί να παράσχει τέλεια βάση αναφοράς και ότι η κανονική αξία που προκύπτει έτσι υπολογίζεται κατά λιγότερο ή περισσότερο ατελή προσέγγιση. Γι' αυτό και το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι υπό τις συνθήκες αυτές η κανονική αξία καθορίζεται « με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής ». Πρέπει, κατά συνέπεια, να γίνει δεκτό ότι η επιλογή χώρας αναφοράς προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών παραγόντων και ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο έχουν συναφώς μη αμελητέα διακριτική ευχέρεια. Το καθήκον του Δικαστηρίου συνίσταται στο έλεγχο του αν οι πραγματικές περιστάσεις βάσει των οποίων έγινε η επίμαχη επιλογή διαπιστώθηκαν με τη δέουσα επιμέλεια και αποτέλεσαν αντικείμενο ορθής εκτιμήσεως και αν οι περιστάσεις αυτές μπορούσαν εύλογα να στηρίξουν την απόφαση των κοινοτικών οργάνων. Η κατευθυντήρια γραμμή που πρέπει να ακολουθείται κατά την εξέταση αυτή χαρακτηρίζεται από την υποχρέωση των κοινοτικών οργάνων να προσπαθούν να ανεύρουν χώρα στην οποία οι τιμές ομοειδούς προϊόντος προκύπτουν από περιστάσεις κατά το δυνατόν συγκρίσιμες προς εκείνες της χώρας εξαγωγής, αρκεί να πρόκειται για χώρα με οικονομία αγοράς ( 25 ), λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες. Στην προκείμενη διαδικασία λήφθηκαν υπόψη δύο μόνο χώρες αναφοράς: η Σρι Λάνκα ( που επελέγη από την Επιτροπή και το Συμβούλιο ύστερα από πρόταση της καταγγέλλουσας βιομηχανίας της Κοινότητας) και η Ταϊβάν ( που προτάθηκε από τον Nolle, αλλά απορρίφθηκε από την Επιτροπή και το Συμβούλιο).

16.

Η δεύτερη γενική σκέψη αφορά τα κριτήρια που προσδιορίζουν την επιλογή της χώρας αναφοράς. Ο Nolle, αναφερόμενος στην πρακτική των κοινοτικών οργάνων, υποστήριξε ότι η αναζήτηση κατάλληλης χώρας αναφοράς προϋποθέτει την εξέταση, μεταξύ άλλων, των εξής στοιχείων: 1 ) του ζητήματος αν η εσωτερική αγορά ενδεχόμενης χώρας αναφοράς έχει επαρκές μέγεθος, 2 ) το ζήτημα αν η τιμή των προϊόντων εντός της χώρας προκύπτει από περιστάσεις οικονομίας αγοράς, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη επαρκούς ανταγωνισμού στη χώρα αναφοράς και 3 ) το ζήτημα αν η οικεία βιομηχανία της χώρας αναφοράς παρουσιάζει χαρακτηριστικά επαρκώς ανάλογα προς εκείνα της βιομηχανίας της ίδιας της χώρας εξαγωγής, για παράδειγμα ως προς την πρόσβαση στις απαραίτητες πρώτες ύλες. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος της Επιτροπής επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει γενικά τα κριτήρια αυτά ως κατευθυντήριες γραμμές, αλλά ότι κάθε ένα από τα κριτήρια αυτά πρέπει να εφαρμόζεται λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της οικείας αγοράς.

3.2.2. Εξέταση των αντιρρήσεων του Nolle κατά της επιλογής της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς

17.

Αρχίζω έτσι την εξέταση των επιχειρημάτων του Nolle σχετικά με τα τρία κριτήρια που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο και προβλήθηκαν από τον Nolle.

Πρώτον, ο Nolle αμφισβητεί την επιλογή της Σρι Λάνκα για τον λόγο ότι στη χώρα αυτή η ποσότητα των κατασκευαζομένων προϊόντων που είναι ομοειδή προς τα υποκείμενα στους δασμούς αντιντάμπινγκ είναι πολύ μικρή. Ο Nölle, ο ισχυρισμός του οποίου δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή, εκκινεί από τη διαπίστωση ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ εισπράττονται επί ψηκτρών και πινέλων στρογγυλών, πεπλατυσμένων, για σώματα κεντρικής θερμάνσεως και οροφών καταγωγής Κίνας, ενώ η παραγωγή της Σρι Λάνκα συνίσταται κυρίως σε λεπτά ή πολύ λεπτά πινέλα για καλλιτέχνες (για υδατογραφίες) και για μαθητές' τα πεπλατυσμένα πινέλα (που, στη Γερμανία, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύουν το πολύ 30 % των πωλήσεων πινέλων) είναι τα μόνα που, μεταξύ των ψηκτρών και πινέλων που υπόκεινται σε δασμό αντιντάμπινγκ, κατασκευάζονται στη Σρι Λάνκα και, επιπλέον, σε πολύ μικρές ποσότητες. Δεδομένου, κατά την επιχειρηματολογία του Nolle, ότι μόνο αυτό το είδος ψηκτρών και πινέλων μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, η αγορά της Σρι Λάνκα έχει πολύ μικρό μέγεθος ώστε να θεωρηθεί ότι οι τιμές στην αγορά αυτή είναι αντιπροσωπευτικές για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας για τις πρακτικές ντάμπινγκ, επειδή ο όγκος της αγοράς της Σρι Λάνκα αντιπροσωπεύει ποσοστό μικρότερο του 5 o/ο των κινεζικών εξαγωγών με προορισμό την Κοινότητα.

18.

To επιχείρημα του Nolle στηρίζεται στο σημείο 31 του σκεπτικού της αποφάσεως Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου ( 26 ). Η υπόθεση αυτή αφορούσε τον υπολογισμό της κανονικής αξίας ηλεκτρικών μηχανών ( καταγωγής ορισμένων χωρών που δεν είχαν οικονομία αγοράς ), που έγινε βάσει των τιμών πωλήσεων της εσωτερικής αγοράς της Γιουγκοσλαβίας (που είχε επιλεγεί ως χώρα αναφοράς). Στην υπόθεση αυτή η προσφυγή στις τιμές της γιουγκοσλαβικής αγοράς είχε αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα για τον λόγο ότι το μέγεθος της γιουγκοσλαβικής αγοράς ήταν ανεπαρκές ( 27 ). Το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, στη σκέψη 31 της αποφάσεως, που έχει ως εξής:

« (... ) Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς δεν αποτελεί, καταρχήν, στοιχείο ικανό να ληφθεί υπόψη κατά την επιλογή της χώρας αναφοράς κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 2, παράγραφος 5, εφόσον υφίσταται, κατά την περίοδο της έρευνας, επαρκής αριθμός συναλλαγών ώστε να διασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα της αγοράς αυτής σε σχέση με τις εν λόγω εξαγωγές. Στην αλληλουχία αυτή πρέπει να υπομνηστεί ότι με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother (Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψεις 12 και 13), το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματα με τα οποία εβάλλετο η πρακτική των θεσμικών οργάνων να καθορίζουν τον βαθμό της αντιπροσωπευτικότητας της εγχώριας αγοράς, προκειμένου να υπολογιστεί η κανονική αξία κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2176/84 ( 28 ) σε 5% των οικείων εξαγωγών. Ούτε από τη δικογραφία ούτε από τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυψε ότι η γιουγκοσλαβική αγορά δεν ήταν αντιπροσωπευτική κατά την προαναφερθείσα έννοια.»

Ο Nolle παρατηρεί ότι έναντι των συνολικών ετήσιων εξαγωγών κινεζικών ψηκτρών και πινέλων με προορισμό την Κοινότητα της τάξεως μεταξύ 45 και 60 εκατομμυρίων τεμαχίων ( 29 ), το μέγεθος της αγοράς της Σρι Λάνκα ανέρχεται σε 750000 τεμάχια ετησίως περίπου ( 30 ) ήτοι μεταξύ 1,6 και 1,25 o/ο, με συνέπεια η αγορά αυτή και οι τιμές της να μη μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές.

19.

Ως προς τη δεύτερη αντίρρηση που αποσκοπεί να δείξει ότι η Σρι Λάνκα είναι ακατάλληλη ως χώρα αναφοράς και, σε συνδυασμό με την πρώτη αντίρρηση, ότι η αγορά της Σρι Λάνκα δεν είναι αντιπροσωπευτική σε σχέση με την κινεζική αγορά, ο Nölle αναφέρει το γεγονός ότι στη Σρι Λάνκα υπάρχουν δύο μόνο παραγωγοί που κατασκευάζουν το είδος ψηκτρών και πινέλων που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας ( 31 ). Εξάλλου, αποκαλύπτεται ότι μία από τις δύο επιχειρήσεις αυτές ( η επιχείρηση Harris Ceylon ) είναι θυγατρική μιας από τις επιχειρήσεις της Κοινότητας που προέβησαν σε καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής. Κατά τον Nolle, υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ιδίως του πολύ μικρού μεγέθους της αγοράς, δεν μπορούσε να υπάρχει επαρκής ανταγωνισμός εξασφαλίζων την εμπορία και/ή την κατασκευή των οικείων ψηκτρών και πινέλων σύμφωνα με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο αντιτάσσουν δικαιολογημένα ότι το γεγονός ότι υπάρχουν μόνο δύο επιχειρήσεις δεν αποκλείει οπωσδήποτε την ύπαρξη οικονομίας αγοράς. Αυτά δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι αρκεί να βρεθούν σε μια χώρα δύο παραγωγοί ομοειδούς προϊόντος για να καταστεί αυτομάτως « κατάλληλη και μη στερούμενη λογικής βάσεως » η επιλογή της οικείας χώρας ως χώρας αναφοράς — η εκτίμηση αυτή προϋποθέτει ότι λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των συγκεκριμένων περιστάσεων. Εν προκειμένω ο Nolle παρουσίασε διάφορες συγκρίσεις τιμών από τις οποίες προκύπτει ότι οι τιμές που εφαρμόζονται για τα προϊόντα της Σρι Λάνκα είναι αισθητά υψηλότερες από τις εφαρμοζόμενες από δύο αντιπροσωπευτικούς παραγωγούς της Κοινότητας, έναν Ιταλό και έναν Γερμανό, αντίστοιχα. Από αυτό προκύπτει παραδόξως ότι, παρά την αισθητή διαφορά του ύψους των μισθών, η αξία μιας ψήκτρας ή ενός πινέλου που κατασκευάζεται στη Σρι Λάνκα είναι μεγαλύτερη από την αξία μιας ψήκτρας ή ενός πινέλου που κατασκευάζεται στην Ιταλία ή τη Γερμανία ( 32 ).

20.

Πώς πρέπει να κριθούν τα δύο πρώτα επιχειρήματα του Nölle που συνεξετάζονται εν προκειμένω; Από το προαναφερθέν (παράγραφος 18) χωρίο της αποφάσεως Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου προκύπτει ότι η απαίτηση του ελάχιστου μεγέθους της εσωτερικής αγοράς της χώρας αναφοράς έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει την αντιπροσωπευτικότητα της αγοράς αυτής σε σχέση με τις οικείες εξαγωγές, δηλαδή με τις εξαγωγές της χώρας που δεν έχει οικονομία αγοράς προς την Κοινότητα ( 33 ). Με άλλους λόγους, η προϋπόθεση αυτή εξηγείται από την ανάγκη υπολογισμού της κανονικής αξίας των εξαγωγών της χώρας που δεν έχει οικονομία αγοράς με προσφυγή σε χώρα αναφοράς στην οποία ομοειδές προϊόν πωλείται ή κατασκευάζεται υπό συνθήκες κατά το δυνατόν συγκρίσιμες. Η συγκρισιμότητα αυτή μπορεί να εκλείψει αν ο όγκος της εσωτερικής αγοράς της χώρας αναφοράς διαφέρει κατά πολύ από τον όγκο των εξαγωγών προελεύσεως της αγοράς που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ντάμπινγκ. Στο προαναφερθέν χωρίο της αποφάσεως Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου το Δικαστήριο καθόρισε το περιθώριο της συγκρισιμότητας αυτής σε 5 ο/ο, κατ' αναλογία προς την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, υπόθ. 56/85, Brother. Η υπόθεση Brother αφορούσε τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των εισαγωγών προελεύσεως χώρας με οικονομία αγοράς (επρόκειτο για την Ιαπωνία) και το περιθώριο του 5 o/ο αναφερόταν στη σύγκριση μεταξύ της εσωτερικής ( ιαπωνικής ) αγοράς και των εξαγωγών (της Ιαπωνίας) προς την Κοινότητα. Στην απόφαση Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου το Δικαστήριο εφάρμοσε επίσης το περιθώριο αυτό σε περίπτωση κατά την οποία, όπως και εν προκειμένω, η κανονική αξία υπολογίζεται με προσφυγή σε χώρα αναφοράς' το Δικαστήριο έθεσε έτσι τον κανόνα κατά τον οποίο, όταν το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς της χώρας αναφοράς είναι ίσος τουλάχιστον προς το 5 ο/ο των οικείων εξαγωγών, προς την Κοινότητα, της χώρας που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ντάμπινγκ, η εσωτερική αυτή αγορά μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική.

21.

Το γεγονός ότι το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς της Σρι Λάνκα αντιπροσωπεύει μόνο 1,25 έως 1,5 ο/ο των κινεζικών εξαγωγών με προορισμό την Κοινότητα και παραμένει, επομένως, κατά πολύ μικρότερο του περιθωρίου του 5 ο/ο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η αγορά της Σρι Λάνκα δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να είναι αντιπροσωπευτική. Πράγματι, από το προαναφερθέν χωρίο της αποφάσεως Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου προκύπτει ότι το κριτήριο που εφαρμόστηκε στην υπόθεση Brother συνιστά μόνον έναν από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να βεβαιωθεί η αντιπροσωπευτικότητα της εσωτερικής αγοράς της χώρας αναφοράς. Με άλλους λόγους, στην περίπτωση που η αγορά της χώρας που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ντάμπινγκ είναι τόσο εκτεταμένη όσο η κινεζική αγορά, η απόφαση Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου ασφαλώς δεν αποκλείει να συναχθεί η αντιπροσωπευτικότητα της εσωτερικής αγοράς μιας χώρας αναφοράς από άλλες περιστάσεις που δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η αγορά αυτή μπορεί, παρά ταύτα, να χρησιμεύσει ως αξιόπιστη βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας ντάμπινγκ.

Ωστόσο, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να αποδείξουν την πραγματική ύπαρξη των διαφορετικών αυτών περιστάσεων. Εν προκειμένω ανακύπτει το ερώτημα αν προέβησαν σε μια τέτοια απόδειξη. Ασφαλώς ο οριστικός κανονισμός αναφέρει γενικά ότι, τόσο στην Κίνα, όσο και στη Σρι Λάνκα, η παραγωγή επίπεδων ψηκτρών και πινέλων στηρίζεται κυρίως στη βιοτεχνία και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το ότι η συνολική παραγωγή της Κίνας υπερβαίνει εκείνη της Σρι Λάνκα ( 34 ), ακόμη όμως και όταν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής και του Συμβουλίου ερωτήθηκαν συναφώς κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν προσκόμισαν αριθμητικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η συγκρισιμότητα των ποσοστών της αξίας των ψηκτρών και πινέλων κατασκευής Κίνας και Σρι Λάνκα που αναλογούν στο κόστος του εργατικού δυναμικού, στα έξοδα χρηματοδοτήσεως και στο κόστος των πρώτων υλών, αντίστοιχα. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής, ύστερα από επίμονη πρόσκληση, περιορίστηκε να παράσχει πολύ γενικά και αόριστα στοιχεία σχετικά με το ύψος των μισθών στην Κίνα και τη Σρι Λάνκα ( συγκρινόμενο με το ύψος των μισθών στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ταϊβάν ), δεν τα συσχέτισε όμως καθόλου με άλλες συνιστώσες της τιμής κόστους των οικείων ψηκτρών και πινέλων. Τα κοινοτικά όργανα δεν προσκόμισαν, επομένως, στο Δικαστήριο στοιχεία υπέρ του βασίμου της θέσεως τους.

Εξάλλου, οι αμφιβολίες σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα της αγοράς της Σρι Λάνκα σε σχέση με την κινεζική αγορά ενισχύονται και από το προαναφερθέν (στην παράγραφο 19 ) γεγονός της υπάρξεως στην αγορά της Σρι Λάνκα δύο μόνο επιχειρήσεων παραγωγών επίπεδων πινέλων, οι οποίες, εξάλλου, δεν μπορούν να εφοδιάσουν παρά μόνο σε μικρό βαθμό τους ξένους αγοραστές ( 35 ), καθώς και από τους προαναφερθέντες (στο τέλος της παραγράφου 19 ) υπολογισμούς του Nolle, οι οποίοι δεν αμφισβητήθηκαν από τα κοινοτικά όργανα και κατά τους οποίους οι τιμές που εφαρμόζονται από τους παραγωγούς ψηκτρών και πινέλων της Σρι Λάνκα είναι σαφώς υψηλότερες από τις τιμές που εφαρμόζουν δύο αντιπροσωπευτικοί παραγωγοί της Κοινότητας ( 36 ).

22.

Η τρίτη αντίρρ'ηση του Nölle που θα ήθελα τώρα να αναφέρω μπορεί επίσης να αυξήσει τις αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς. Η αντίρρηση αυτή αφορά τη διαφορά μεταξύ της Σρι Λάνκα και της Κίνας ως προς τηνπρόσβαση στις πρώτες ύλες. Ο Nolle παρατηρεί ότι η Κίνα έχει αισθητό συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω του γεγονότος ότι διαθέτει η ίδια τις κύριες πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την κατασκευή ψηκτρών και πινέλων. Ειδικότερα, ο Nolle υποστηρίζει (χωρίς η Επιτροπή και το Συμβούλιο να προβάλουν αντιρρήσεις συναφώς ) ότι η Κίνα διαθέτει στην πράξη μονοπώλιο παραγωγής χοιρείων τριχών, ενώ η βιομηχανία της Σρι Λάνκα είναι υποχρεωμένη να εισάγει τόσο τις χοίρειες τρίχες, όσο και τις ξύλινες λαβές και τα ελάσματα (που έχουν ως προορισμό να συγκρατούν και να περιέχουν τις χοίρειες τρίχες). Οι χοίρειες τρίχες δεν εισάγονται, εξάλλου, απευθείας από την Κίνα στη Σρι Λάνκα, αλλά, για πολιτικούς λόγους, πρέπει να περάσουν από το Αμβούργο ή το Λονδίνο, πράγμα που συνεπάγεται σημαντικό πρόσθετο κόστος μεταφοράς.

23.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο απέρριψαν το επιχείρημα αυτό επειδή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 17 του οριστικού κανονισμού,

« ακόμα και αν υποτεθεί ότι υπάρχει αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα, ότι μπορεί να υπολογιστεί επαρκώς και ότι δεν εξουδετερώνεται από τα μειονεκτήματα όσον αφορά τον ανταγωνισμό, δεν φαίνεται δυνατόν να εκτιμηθεί σε σχέση με την κανονική αξία εάν ισχύουν οι ίδιες συνθήκες στην τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, εφόσον οι τιμές δεν εξαρτώνται μόνον από το κόστος αλλά και από τη ζήτηση. Επιπλέον, ακόμα και αν ήταν δυνατόν να καθοριστούν ακριβώς η ύπαρξη και η σημασία των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων αυτών, οιαδήποτε προσαρμογή στη βάση αυτή του κόστους που έχει καθοριστεί σε χώρα με οικονομία αγοράς, θα συνεπάγετο ότι στηριζόμαστε στο κόστος μιας χώρας που δεν έχει οικονομία αγοράς' τούτο ακριβώς αποσκοπεί να αποκλείσει το άρθρο 2, παράγραφος 5 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2423/88 » ( 37 ).

Το βασικό επιχείρημα που προβλήθηκε από τα κοινοτικά όργανα συνίσταται, επομένως, στο ότι οι διαρθρωτικές διαφορές του κόστους παραγωγής δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την επιλογή της χώρας αναφοράς, επειδή η αξία ενός προϊόντος προσδιορίζεται, επίσης, από τη σχετική ζήτηση του προϊόντος αυτού. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι απόλυτα πειστικός: ακόμη και αν οι παράγοντες που τοποθετούνται σε μεταγενέστερο στάδιο έχουν, μεταξύ άλλων, κάποια σημασία για τον προσδιορισμό της αξίας ενός προϊόντος, αυτό δεν σημαίνει, αυτομάτως, ότι οι παράγοντες που τοποθετούνται σε προγενέστερο στάδιο (συμπεριλαμβανομένου του κόστους παραγωγής) στερούνται σημασίας.

24.

Το προαναφερθέν χωρίο αναφέρει ένα ακόμη επιχείρημα. Δεν είναι δυνατό να ληφθούν εν προκειμένω υπόψη τέτοιες διαρθρωτικές διαφορές ως προς το κόστος, επειδή τότε θα έπρεπε να προσαρμοστεί το κόστος των παραγωγών της χώρας αναφοράς βάσει της (μη διαπιστώσιμης) διαρθρώσεως του κόστους των παραγωγών της χώρας που δεν έχει οικονομία αγοράς.

Ούτε το επιχείρημα αυτό μου φαίνεται πειστικό. Οι διαφορές που επικαλείται ο Nolle αφορούν το πρόσθετο κόστος που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις της Σρι Λάνκα έναντι των κινεζικών επιχειρήσεων, συνεπεία του γεγονότος ότι η Σρι Λάνκα δεν διαθέτει τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την κατασκευή ψηκτρών και πινέλων και πρέπει να εισάγει χοίρειες τρίχες, που διαμετακομίζονται μέσω Ευρώπης. Κατά τον Nolle, από τις διαφορες αυτές ( σε συνδυασμό με τις προεξετασθείσες άλλες διαφορές) προκύπτει ότι η Σρι Λάνκα δεν αποτελεί χώρα αναφοράς αντιπροσωπευτική σε σχέση με την Κίνα. Το σημείο αυτό της συλλογιστικής δεν αφορά, επομένως, τον προσδιορισμό της διαρθρώσεως του κόστους, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές στο πλαίσιο του προσδιορισμού της τιμής εξαγωγής ( κατά το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού) ή να ληφθούν υπόψη οι διαφορές κόστους ή άλλες διαφορές μεταξύ της χώρας αναφοράς που επελέγη προηγουμένως και της χώρας που δεν έχει οικονομία αγοράς, στο πλαίσιο της συγκρίσεως μεταξύ της κανονικής αξίας και της στιγμής εξαγωγής ( κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού). Αφορά, αντίθετα, την ίδια την επιλογή της κατά το δυνατό καταλληλότερης χώρας αναφοράς ( κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ). Η επιλογή αυτή πρέπει να γίνει ενόψει του συνόλου των οικονομικών συνθηκών στο πλαίσιο των οποίων πρέπει, επίσης, να ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών που μπορούν να διαπιστωθούν αντικειμενικά, όπως οι διαφορές κόστους μεταφοράς που προκύπτουν από την άνιση πρόσβαση στις πρώτες ύλες, και δεν έχουν καμιά σχέση με τον χαρακτήρα της οικονομίας μιας χώρας. Εξάλλου, κατά την πρακτική των κοινοτικών οργάνων ο παράγων αυτός λαμβάνεται πράγματι υπόψη κατά την επιλογή της χώρας αναφοράς ( 38 ).

25.

Η ανάγκη να ληφθούν υπόψη, ήδη από την επιλογή της χώρας αναφοράς, οι διαφορές ως προς το κόστος παραγωγής — και ιδίως οι διαφορές του κόστους μεταφοράς συνεπεία άνισης προσβάσεως στις πρώτες ύλες — φαίνεται, εξάλλου, να προκύπτει από την οικονομία του βασικού κανονισμού. Πράγματι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού, μετά την επιλογή της χώρας αναφοράς, δεν μπορεί πλέον να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής και τη σύγκριση της τιμής αυτής με την κανονική αξία, οι διαφορές κόστους συνεπεία της άνισης προσβάσεως στις πρώτες ύλες και οι σύμφυτες με αυτές διαφορές ως προς το κόστος μεταφοράς ( 39 ). Από αυτό προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι οι διαφορές αυτές, που είναι ωστόσο σημαντικές, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ήδη από το στάδιο της επιλογής της χώρας αναφοράς.

26.

Ούτε από τον οριστικό κανονισμό ούτε από τις γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ούτε από τις προφορικές παρατηρήσεις που ανέπτυξαν τα κοινοτικά όργανα ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να συναχθεί η βαρύτητα αυτής της διαφοράς κόστους μεταφοράς. Βάσει των παρατηρήσεων αυτών δεν μπορεί, εξάλλου, να ελεγχθεί αν είναι ακριβές ότι το κόστος μεταφοράς των εισαγωγών χοιρείων τριχών, οι οποίες παράγονται στην Κίνα κατά τρόπο σχεδόν μονοπωλιακό, είναι πολύ υψηλότερο στη Σρι Λάνκα απ' ό,τι σε άλλες χώρες ( όπως στην Ταϊβάν, βλ. κατωτέρω ), στις οποίες οι εισαγωγές δεν πρέπει, ίσως, να πραγματοποιούνται μέσω της Ευρώπης, ή πάντως όχι στον ίδιο βαθμό. Αυτό το έλλειμμα ως προς τη διεξαγωγή των αποδείξεων πρέπει να αποβεί σε βάρος των κοινοτικών οργάνων.

27.

Από την προηγηθείσα εξέταση των επιχειρημάτων του Nölle προκύπτει ότι η καταλληλότητα της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς μπορεί να αμφισβητηθεί από δύο απόψεις, δηλαδή όσον αφορά το μέγεθος της αγοράς και τους παραγωγούς που ασκούν δραστηριότητα στην αγορά αυτή, και επομένως, από την ανταγωνιστικότητα της αγοράς, και όσον αφορά το κόστος του εφοδιασμού σε πρώτες ύλες. Δεν ισχυρίζομαι ότι οι παράγοντες αυτοί έπρεπε να οδηγήσουν τα κοινοτικά όργανα σε άμεση απόρριψη της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς. Ωστόσο, έπρεπε να ωθήσουν τα κοινοτικά όργανα να εξετάσουν ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας την εναλλακτική λύση που πρότεινε ο Nolle, δηλαδή την Ταϊβάν ( 40 )αν βάσει των στοιχείων που αυτός διέθετε, μπορούσε να υποτεθεί ότι η χώρα αυτή ήταν ίσως καταλληλότερη από τη Σρι Λάνκα, που προτάθηκε από τους παραγωγούς της Κοινότητας. Κατά τη γνώμη μου, τα κοινοτικά όργανα μπορούσαν να θεωρήσουν καταρχήν ότι, εν πάση περιπτώσει, παρά τις διαπιστωθείσες αδυναμίες, η Σρι Λάνκα, που προτάθηκε από την καταγγέλλουσα βιομηχανία, μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως χώρα αναφοράς, μόνο στην περίπτωση που, ύστερα από επαρκώς προσεκτική εξέταση της χώρας που προτάθηκε εναλλακτικά, προέκυπτε ότι η χώρα αυτή παρουσίαζε τα ίδια μειονεκτήματα ( ή άλλα μειονεκτήματα ) ως χώρα αναφοράς.

Από τα στοιχεία που προσκόμισε ο Nölle προκύπτει ότι, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, η Ταϊβάν δεν παρουσίαζε τις προαναφερθείσες αδυναμίες της Σρι Λάνκα. Όσον αφορά τον αριθμό των παραγωγών, οι διάδικοι θεωρούν ομόφωνα ότι ο αριθμός αυτός είναι σαφώς υψηλότερος στην Ταϊβάν απ' ό,τι στη Σρι Λάνκα, ακόμη και αν διαφωνούν ως προς τον ακριβή αριθμό ( 10 ή 20 έως 25). Ως προς το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς, από τα διαθέσιμα στοιχεία (που δεν αμφισβητούνται από τα κοινοτικά όργανα ) προκύπτει ότι η αγορά της Ταϊβάν είναι αισθητά μεγαλύτερη από εκείνη της Σρι Λάνκα ( 41 ). Ως προς την πρόσβαση στις πρώτες Μες, το μειονέκτημα του κόστους φαίνεται μικρότερο για την Ταϊβάν απ' ό,τι για τη Σρι Λάνκα: δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η Ταϊβάν διαθέτει εν μέρει η ίδια ξύλο και, εξάλλου, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο Nolle δήλωσε ότι οι χοίρειες τρίχες εισάγονταν στην Ταϊβάν μέχρι το 1986 ή 1987 μέσω του ΧογκΚογκ και, ακόμη και μετά τις χρονολογίες αυτές, απευθείας από την Κίνα.

28.

Σ' έναν τομέα όπως ο προκείμενος, στον οποίο τα κοινοτικά όργανα έχουν ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως, ο προσεκτικός έλεγχος της αποφάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου, όσον αφορά την τήρηση των ουσιωδών τύπων και των αρχών της χρηστής διοικήσεως, μεταξύ των οποίων και η αρχή της επιμελείας, έχει ιδιαίτερη σημασία. Κατά τη συλλογιστική αυτή το Δικαστήριο ελέγχει, στο πλαίσιο του καθήκοντος επιμελείας, αν η αρχή στην οποία παρασχέθηκε ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως διαπίστωσε με επαρκή επιμέλεια τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της ευχέρειας εκτιμήσεως ( 42 ). Εκεί οφείλεται ο τονισμός από τη νομολογία του Δικαστηρίου του σεβασμού των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, της απαγορεύσεως της καταχρήσεως εξουσίας, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της υποχρεώσεως λήψεως υπόψη όλων των βασικών στοιχείων ( 43 ).

Υπό τις παρούσες συνθήκες το καθήκον επιμέλειας υποχρέωνε, κατά τη γνώμη μου, τα κοινοτικά όργανα να εξετάσουν σοβαρά κατά πόσον ήταν ορθή η εναλλακτική λύση που πρότεινε ο Nolle. Έπρεπε συναφώς να συλλέξουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με την αγορά της Ταϊβάν, που θα τους επέτρεπαν είτε να επιβεβαιώσουν την επιλογή της Σρι Λάνκα, σε σύγκριση με την Ταϊβάν, είτε να την αναθεωρήσουν.

Εκπλήρωσαν τα κοινοτικά όργανα την υποχρέωση τους αυτή εν προκειμένω; Για να απαντήσω στο ερώτημα αυτό πρέπει να εξετάσω τους λόγους στους οποίους στηρίχτηκαν για να δικαιολογήσουν την απόφαση τους να μη λάβουν υπόψη την Ταϊβάν.

29.

Ο οριστικός κανονισμός αναφέρει συναφώς τα εξής:

« Πράγματι, όσον αφορά την Ταϊβάν, η σύγκριση που πρότειναν οι δύο ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς βασίζεται σε έναν τύπο ψηκτρών που, εξαιτίας των φυσικών χαρακτηριστικών του ( αμερικανικός τύπος που γενικά εξάγεται προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, ελάχιστου πάχους, και που κατασκευάζεται κυρίως με βάση συνθετικές τρίχες) διαφέρει σαφώς από το κινεζικό προϊόν και απαιτεί διαφορετικό κόστος παραγωγής. » ( 44 )

Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ο Nolle απάντησε στη σκέψη αυτή ότι προσπάθησε να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή προσφορές τιμών που αφορούσαν σαφώς ψήκτρες με ξύλινη λαβή ( 45 ). Εξάλλου, παραπέμπει σε άρθρο ειδικευμένου περιοδικού που αναφέρθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση τόσο από τον Nolle, όσο και από την Επιτροπή ( 46 ), κατά το οποίο οι ψήκτρες και τα πινέλα με ξύλινη λαβή κατασκευάζονται επίσης στην Ταϊβάν, ακόμη και αν οι λαβές από πολυπροπυλένιο είναι πιο συχνές συνεπεία προβλημάτων εφοδιασμού. Ο Nolle θεωρεί ότι ασφαλώς ήταν δυνατή η συλλογή από τους παραγωγούς της Ταϊβάν πλήρων στοιχείων σχετικά με τις ψήκτρες και τα πινέλα με ξύλινη λαβή.

Η Επιτροπή προσέθεσε για πρώτη φορά κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά το μέσο ύψος των εξόδων μισθοδοσίας, ότι η Σρι Λάνκα πλησιάζει περισσότερο προς την Κίνα από ό,τι η Ταϊβάν. Απαντώντας στο ερώτημα του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ανέφερε ότι, αν υποτεθεί ότι το μέσο κόστος μισθοδοσίας είναι 100 στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανέρχεται σε 50 στην Ταϊβάν, 12 στη Σρι Λάνκα και 7 στην Κίνα. Το στοιχείο αυτό δεν στερείται ενδιαφέροντος, ιδίως επειδή δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι για την κατασκευή στην Κίνα των οικείων προϊόντων πρωτεύουσα σημασία έχει το κόστος του εργατικού δυναμικού. Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα γενική: δεν διευκρινίζεται πού στηρίζονται τα στοιχεία που αυτή επικαλείται. Εξάλλου, το εν λόγω επιχείρημα δεν αναφέρεται στον οριστικό κανονισμό, όπως δεν αναφέρεται και η πηγή του. Δεδομένου ότι η Επιτροπή, όπως παραδέχεται και η ίδια, δεν προέβη σε ελέγχους σχετικά με τους παραγωγούς ψηκτρών και πινέλων που είναι εγκατεστημένοι στην Ταϊβάν, υποθέτω ότι στηρίχθηκε σε στατιστικές σχετικά με το μέσο κόστος μισθοδοσίας των εργαζομένων στην Κίνα, τη Σρι Λάνκα και την Ταϊβάν.

30.

Δεν θεωρώ ότι τα προαναφερθέντα επιχειρήματα ( το δεύτερο από τα οποία προβλήθηκε καθυστερημένα ) είναι επαρκώς βάσιμα για να οδηγήσουν σε οριστική απάντηση του ζητήματος της καταλληλότητας ( ή μη ) της Ταϊβάν. Ο οριστικός κανονισμός αναφέρει, κατά συνέπεια, ένα λόγο « διαδικαστικής φύσεως » για την απόρριψη της Ταϊβάν. Κατά την αιτιολογική σκέψη 16:

« (... ) οι κυριότεροι παραγωγοί της Ταϊβάν, με τους οποίους επικοινώνησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής, αρνήθηκαν να συνεργαστούν » ( 47 ).

Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, ύστερα από έγγραφο που απηύθυνε στους δύο κύριους παραγωγούς της Ταϊβάν και το οποίο έμεινε αναπάντητο, δεν θεωρούσε αναγκαίες άλλες προσπάθειες. Αντίγραφο του εγγράφου — που διαβιβάστηκε σε μια επιχείρηση με τηλετύπημα της Πέμπτης, 8 Δεκεμβρίου 1988 και στην άλλη με τηλετύπημα της Παρασκευής, 9 Δεκεμβρίου 1988 — προσκομίστηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Θεωρώ χρήσιμη την αναφορά ολοκλήρου του κειμένου:

«Αντικείμενο: διαδικασία αντιντάμπινγκ — εισαγωγές στην Κοινότητα ψηκτρών και πινέλων για εξαιρετικά επίπεδα (βάψιμο) καταγωγής Κίνας.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε την ανωτέρω διαδικασία τον Σεπτέμβριο 1988. Δεδομένου ότι η Κίνα δεν είναι χώρα με οικονομία αγοράς, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να προσδιορίσει την κανονική αξία του οικείου προϊόντος βάσει των τιμών πωλήσεως κατά την έξοδο από το εργοστάσιο που εφαρμόζονται στην εσωτερική αγορά χώρας με οικονομία αγοράς, εφόσον αυτές είναι αντιπροσωπευτικές και επικερδείς, ή βάσει της κατασκευασμένης αξίας (κόστος παραγωγής συν κέρδος) στη χώρα αυτή με οικονομία αγοράς.

Θα σας ήμαστε γι' αυτό ευγνώμονες, εάν μας γνωστοποιούσατε τις τιμές πωλήσεως κατά την έξοδο από το εργοστάσιο στην εσωτερική σας αγορά ( κατά ετήσιο μέσο όρο ) κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1987 μέχρι 30ής Σεπτεμβρίου 1988 για τις ψήκτρες και τα πινέλα για βάψιμο, διακρίνοντας μεταξύ των ψηκτρών και των πινέλων για βάψιμο για μη επαγγελματίες και για επαγγελματίες ( διευκρινίσατε εάν πρόκειται για ψήκτρες ή πινέλα επίπεδα ή στρογγυλά, μεγέθη 3/4'', 1'', 1 1/2'', 2'', 3'', 4'', το πάχος, το μήκος, τη στερεότητα, το αν φέρουν φυσικές ή συνθετικές τρίχες και συνθετική ή ξύλινη λαβή ), και αν μας κοινοποιούσατε διάφορα τιμολόγια σχετικά με την περίοδο αυτή καθώς και αποδείξεις για το ότι οι πωλήσεις σας είναι επικερδείς στην εσωτερική αγορά της χώρας σας. Ποιο είναι το μερίδιο των πωλήσεων σας στην εσωτερική αγορά της χώρας σας σε σχέση με τις εξαγωγές σας, αν διακρίνει κανείς μεταξύ των πινέλων και ψηκτρών για βάψιμο για μη επαγγελματίες και για επαγγελματίες και μεταξύ επίπεδων και στρογγυλών πινέλων και ψηκτρών για βάψιμο;

Σας παρακαλούμε να μας στείλετε επίσης λεπτομέρειες για το κόστος παραγωγής μονάδος επίπεδων και στρογγυλών ψηκτρών και πινέλων για βάψιμο των ανωτέρω διαστάσεων κατά τα έτη 1987 και 1988. Αναφέρατε επίσης εάν εισάγετε μέρος των πρώτων υλών και/ή αναθέτετε την κατασκευή τους αλλού. Αναφέρατε, επίσης, ποιο είναι το ποσοστό των εισαγωγικών δασμών που επιβάλλονται στις πρώτες ύλες που εισάγονται, καθώς και στις ψήκτρες και πινέλα για βάψιμο ( δασμοί και ποσοτικοί περιορισμοί ).

Πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι όλες οι πληροφορίες που θεωρείτε εμπιστευτικές θα αποτελέσουν αντικείμενο αντίστοιχης μεταχειρίσεως.

Σας παρακαλούμε να μας διαβιβάσετε τις πληροφορίες μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 1988. »

31.

Το έγγραφο αυτό, για το οποίο η Επιτροπή, που ερωτήθηκε συναφώς κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν ανέφερε αν συνοδευόταν από κάποια έγγραφη ή προφορική εξήγηση, έμεινε χωρίς απάντηση. Παρά το εξαιρετικά σύντομο της προθεσμίας απαντήσεως ( 5 έως 6 εργάσιμες μέρες ), η Επιτροπή δεν επανήλθε επί του θέματος με κανένα άλλο έγγραφο. Ούτε ο Nolle ενημερώθηκε για την έλλειψη απαντήσεως εκ μέρους των δύο επιχειρήσεων, και, επομένως, δεν είχε δυνατότητα να προτείνει ενδεχομένως άλλες επιχειρήσεις ( ο Nolle, στις γραπτές παρατηρήσεις της 22ας Νοεμβρίου 1988 και 15ης Δεκεμβρίου 1988, είχε παρουσιάσει τις προσφορές τιμών τουλάχιστον πέντε άλλων επιχειρήσεων της Ταϊβάν).

Υπό τις συνθήκες αυτές θεωρώ ότι τα ερωτήματα που απηύθυνε η Επιτροπή στους δύο σημαντικότερους παραγωγούς της Ταϊβάν είναι ανεπαρκή από πλευράς εξηγήσεων και προθεσμίας απαντήσεως. Ελλείψει συμπληρωματικών εξηγήσεων, μπορούσαν να προκαλέσουν σύγχυση στις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνθηκαν ως προς τη φύση της έρευνας ( οι επιχειρήσεις αυτές θα μπορούσαν, ενδεχομένως μάλιστα να τα θεωρήσουν ως αναγγελία ή προετοιμασία έρευνας ντάμπινγκ με αντικείμενο τις ψήκτρες και τα πινέλα καταγωγής Ταϊβάν ). Η έλλειψη σχετικής εξηγήσεως είναι ακόμη σοβαρότερη επειδή η Επιτροπή, η οποία εντούτοις έπρεπε να επιδιώκει την εθελούσια συνεργασία επιχειρήσεων τρίτων χωρών, ζήτησε από τις οικείες επιχειρήσεις να παράσχουν στοιχεία ( τιμολόγια, κόστος παραγωγής, προέλευση των πρώτων υλών, « αποδείξεις » για το επικερδές των πωλήσεών τους ) που αυτές μπορούσαν αναμφίβολα να θεωρήσουν ως εμπιστευτικά. Ακόμη και αν οι επιχειρήσεις, η προθεσμία απαντήσεως που τους τάχθηκε μονομερώς ( για να μην πω « σκαιώς » ) ήταν τόσο σύντομη, ώστε να τις αποθαρρύνει. Τέλος, η Επιτροπή έπαυσε πολύ σύντομα τις προσπάθειες ενημερώσεως της σχετικά με την αγορά της Ταϊβάν (έλλειψη δεύτερης επιστολής και απόπειρας επικοινωνίας με άλλες επιχειρήσεις ).

Θεωρώ, επομένως, ότι τα κοινοτικά όργανα δεν κατέστησαν δυνατή την εν γνώσει των περιστάσεων εκτίμηση της εναλλακτικής λύσης που πρότεινε ο Nolle, όπως όφειλαν ( 48 ).

3.2.3. Περίληψη σχετικά με την επιλογή της χώρας αναφοράς

32.

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο δικαιολόγησε ανεπαρκώς την απόφασή του να επιλέξει τη Σρι Λάνκα ως χώρα αναφοράς για τον καθορισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας ντάμπινγκ. Η καταλληλότητα της Σρι Λάνκα, δηλαδή της χώρας που προτάθηκε ως χώρα αναφοράς από τους καταγγείλαντες παραγωγούς της Κοινότητας, δεν προκύπτει επαρκώς από τα στοιχεία που τέθηκαν στη διάθεση του Δικαστηρίου. Η επιλογή της χώρας αυτής από το Συμβούλιο θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνο αν αποδεικνυόταν ότι η Ταϊβάν, η χώρα που προτάθηκε από τον Nölle, δεν συνιστούσε ισοδύναμη εναλλακτική. Τα κοινοτικά όργανα δεν μπόρεσαν να αποδείξουν το τελευταίο αυτό σημείο, δεδομένου ότι δεν εξέτασαν τα στοιχεία για την Ταϊβάν με την απαραίτητη επιμέλεια.

4. Το πρόβλημα της ζημίας

33.

Ο Nolle υποστηρίζει ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο κακώς θεώρησαν ότι οι εξαγωγές κινεζικών ψηκτρών και πινέλων « προκαλούν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν (... ) σημαντική ζημία σε υφιστάμενο κλάδο παραγωγής της Κοινότητας», όπως απαιτεί το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού. Ο Nolle προβάλλει συναφώς τρία κύρια επιχειρήματα.

4.1. Ζ7]μία για τα ομοειδή προϊόντα;

34.

Πρώτον, ο Nolle υποστηρίζει ότι, αντίθετα από την προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β, του βασικού κανονισμού, οι κινεζικές ψήκτρες και τα πινέλα και οι ψήκτρες και τα πινέλα που κατασκευάζονται στην Κοινότητα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως « ομοειδή προϊόντα ». Για τους σκοπούς της εφαρμογής του βασικού κανονισμού, ως « ομοειδές προϊόν » νοείται

« (... ) ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν του οποίου τα χαρακτηριστικά παρουσιάζουν στενή ομοιότητα με εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος » ( 49 ).

Ο Nolle παρατηρεί ότι οι χοίρειες τρίχες που ενσωματώνονται στις κινεζικές ψήκτρες και πινέλα είναι κατώτερης ποιότητας από εκείνες που ενσωματώνονται στις ψήκτρες και τα πινέλα που κατασκευάζονται στην Κοινότητα (ιδίως στη Γερμανία): για παράδειγμα, στην Κοινότητα, οι χοίρειες τρίχες δεν ψήνονται μία αλλά δύο φορές και συνδυάζονται επίσης αναλόγως του μήκους τους, πράγμα που εξασφαλίζει πολύ υψηλότερη ποιότητα του τελικού προϊόντος.

35.

Πολύ δυσχερές θεωρώ το ζήτημα αν οι διαφορές ως προς την ποιότητα που επισήμανε ο Nolle επαρκούν για να θεωρήσει κανείς τους δύο τύπους ψηκτρών και πινέλων ως διαφορετικά προϊόντα. Ο οριστικός κανονισμός περιέχει συναφώς τις εξής αιτιολογικές σκέψεις:

« (... ) Υπάρχουν πολλά είδη ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, και συγκεκριμένα οι ψήκτρες ανώτερης ποιότητας που προορίζονται για τους επαγγελματίες και οι ψήκτρες κατώτερης ποιότητας ή και μεσαίας ποιότητας για μη επαγγελματίες. Οι εισαγωγές καταγωγής Κίνας ανταγωνίζονται κυρίως αυτόν τον τελευταίο τομέα, για τον οποίο η Επιτροπή προέβη στη σύγκριση.

Η Επιτροπή έλεγξε ορισμένους παραγωγούς και εισαγωγείς για τα διάφορα συστατικά από τα οποία αποτελούνται οι ψήκτρες, δηλαδή τη φύση και το βάρος των τριχών, το ψήσιμο, την ποιότητα και την προπαρασκευή των τριχών αυτών, την ποιότητα και το σχήμα της λαβής καθώς και την τελειοποίηση του προϊόντος, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον κρίκο και την κόλλα καθώς και τη συνολική αντίσταση της ψήκτρας. Δεν διαπίστωσε σημαντικές διαφορές στα συγκρίσιμα κινεζικά και κοινοτικά προϊόντα για τις εφαρμογές για τις οποίες προορίζονται τα προϊόντα αυτά. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ομοειδή προϊόντα (... ) » ( 50 )

Θεωρώ ότι τα στοιχεία που επισήμανε ο Nolle δεν είναι ικανά να κλονίσουν αυτή την εκτίμηση της Επιτροπής. Εξάλλου, ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή ότι, στο πλαίσιο της συγκρίσεως μεταξύ των τιμών των κινεζικών και των κοινοτικών προϊόντων, ο οριστικός κανονισμός διόρθωσε τις χαμηλότερες ( κινεζικές ) τιμές με συντελεστή 20 % « για να ληφθεί υπόψη η κατασκευή του κινεζικού προϊόντος που είναι περισσότερο ατελής» ( 51 ). Ο δασμός αντιντάμπινγκ καθορίστηκε, επομένως, σε επίπεδο αισθητά χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ποιότητα του κινεζικού προϊόντος, οι τύποι του προϊόντος και οι μεγάλες διαφορές ως προς τις τιμές τους ( 52 ).

4.2. Ανακριβής προσδιορισμός της ζημίας

36.

Δεύτερον, ο Nolle βάλλει κατά της αιτιολογίας που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 22 του οριστικού κανονισμού. Εκεί αναφέρεται ότι:

« Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι, παρόλο που το 92 ο/ο περίπου των κινεζικών εξαγωγών πραγματοποιήθηκε προς πέντε χώρες της Κοινότητας, δηλαδή προς τη Γερμανία, την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Ιταλία, η μεγαλύτερη συγκέντρωση σημειώθηκε στη γερμανική, ιρλανδική και αγγλική αγορά. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση της ζημίας πραγματοποιήθηκε κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά με βάση το σύνολο αυτών των τριών κρατών μελών. »

Ο Nolle παραπέμπει συναφώς στην αιτιολογική σκέψη 11 του οριστικού κανονισμού, από την οποία προκύπτει ότι η έρευνα της Επιτροπής αφορούσε μόνο ορισμένες επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας. Από αυτό προκύπτει, κατά τον Nolle, ότι ο προσδιορισμός της ζημίας σχετικά με την ιρλανδική, γαλλική και ιταλική αγορά είναι αστήρικτος από πραγματική άποψη.

37.

Το επιχείρημα του Nolle δεν είναι πειστικό. Η απαρίθμηση στην αιτιολογική σκέψη 11 αφορά τις επιχειρήσεις στις εγκαταστάσεις των οποίων η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνα. Από την αιτιολογική σκέψη 11, τελευταίο εδάφιο, προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε επίσης γραπτές και λεπτομερείς παρατηρήσεις « από τους περισσότερους ενδιαφερομένους παραγωγούς » ( μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ίσως, επίσης Ιρλανδοί, Γάλλοι ή Ιταλοί παραγωγοί ( 53 ) ). Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά τη συλλογή στοιχείων από ατομικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή απευθύνθηκε μόνο σε βρετανικές και γερμανικές επιχειρήσεις, αυτό δεν αποκλείει, ωστόσο, στο πλαίσιο της έρευνάς της σχετικά με το ζήτημα αν μια παραγωγή της Κοινότητας είχε υποστεί ή κινδύνεψε να υποστεί ζημία, να προσέφυγε η Επιτροπή σε γενικότερα στοιχεία, όπως στατιστικές από τις οποίες προκύπτει η εξέλιξη των εισαγωγών κινεζικών ψηκτρών και πινέλων, η εξέλιξη των τιμών των εισαγομένων και κοινοτικών ψηκτρών και πινέλων και η εξέλιξη του κλεισίματος επιχειρήσεων και της απασχολήσεως στον οικείο τομέα (βλ. για παράδειγμα τις αιτιολογικές σκέψεις 24, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, 26, 27 και 31, του οριστικού κανονισμού). Εξάλλου, με εξαίρεση την εξέλιξη της παραγωγής στη Γερμανία και την εξέλιξη των εισαγωγών κινεζικών ψηκτρών και πινέλων από Γερμανούς παραγωγούς (που θα εκτεθεί λεπτομερέστερα κατωτέρω ), ο Nolle δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της ζημίας στο πλαίσιο του οριστικού κανονισμού είναι εσφαλμένος.

4.3. Οι εισαγωγές για λογαριασμό Γερμανών παραγωγών

38.

Τρίτον, ο Nolle ισχυρίστηκε ότι, κατά την εξέταση της ζημίας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή κακώς έλαβαν υπόψη την κατάσταση των Γερμανών παραγωγών. Για να στηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού που δεν επέτρεπε, κατά τη γνώμη του, εν προκειμένω στα κοινοτικά όργανα να λάβουν υπόψη τη ζημία που υπέστησαν οι παραγωγοί που εισάγουν οι ίδιοι το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Για τους σκοπούς της εξετάσεως της ζημίας, η έκφραση « κλάδος παραγωγής της Κοινότητας » πρέπει να νοηθεί ως

« (... ) το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνων μεταξύ αυτών των οποίων η συνολική παραγωγή αποτελεί σημαντική μερίδα του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής των προϊόντων αυτών ωστόσο:

όταν οι παραγωγοί (... ) είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ (...) η έκφραση “ κλάδος παραγωγής της Κοινότητας ” μπορεί να ερμηνεύεται ως αναφερόμενη στους λοιπούς παραγωγούς (... ) ».

Στην πρόσφατη απόφαση Gestetner ( 54 ) το Δικαστήριο έκρινε για τη διάταξη αυτή ότι:

« Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα, ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν, οφείλουν να εξετάζουν αν πρέπει να αποκλείσουν από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας τους παραγωγούς (... ) που είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ. Η εξουσία αυτή εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. » ( Σκέψη 43 της αποφάσεως. )

Είναι, επομένως, βέβαιο ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν συναφώς ευχέρεια εκτιμήσεως, πράγμα που δεν εμποδίζει, ωστόσο, την υποβολή της ευχέρειας αυτής σε δικαστικό έλεγχο.

4.3.1. Τα επιχειρήματα των διαδίκων

39.

Το επιχείρημα του Nolle αφορά κατ' ουσίαν τις αιτιολογικές σκέψεις του οριστικού κανονισμού που αφορούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των διαπιστωΟεισών πρακτικών ντάμπινγκ και της ζημίας που προκάλεσαν. Κατά τα κοινοτικά όργανα ο όγκος των κινεζικών εξαγωγών αυξήθηκε αισθητά κατά τη διάρκεια της έρευνας ( 55 ) και η μερίδα της αγοράς που καταλαμβάνουν οι ψήκτρες και τα πινέλα που εισάγονται από την Κίνα αυξήθηκε ιδιαίτερα ( 56 ). Τα εισαχθέντα αυτά προϊόντα πωλήθηκαν σε τιμές κατά μέσον όρο κατώτερες κατά ποσοστό άνω του 70 % των τιμών που εφαρμόζονται από την κοινοτική βιομηχανία ( 57 ). Κατά τον οριστικό κανονισμό το σύνολο των παραγόντων αυτών είχε ως αποτέλεσμα τη συμπίεση του γενικού επιπέδου τιμών στην κοινοτική αγορά, με συνέπεια την απότομη μείωση της μερίδας της αγοράς των κοινοτικών παραγωγών, πράγμα που οδήγησε σε μείωση της παραγωγικής ικανότητας και σε κλείσιμο επιχειρήσεων ( 58 ).

Στο πλαίσιο της εξετάσεως του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των αποτελεσμάτων και των κινεζικών εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ, η Επιτροπή εξέτασε, όπως αναφέρει το Συμβούλιο στον οριστικό κανονισμό ( 59 ), αν υπήρχαν άλλοι παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν προκαλέσει την προκύψασα ζημία. Ένας από τους παράγοντες αυτούς θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι « οι κοινοτικοί παραγωγοί θα πρέπει να αγόρασαν σημαντικές ποσότητες κινεζικών ψηκτρών από ανεξάρτητους εισαγωγείς για να τις πωλήσουν με κέρδος που θα τους επέτρεπε να επιδοτήσουν την ίδια την παραγωγή τους » ( 60 ).

Για να γίνουν κατανοητά τα αναπτυσσόμενα κατωτέρω, πρέπει να διευκρινιστεί το εξής. Όπως ανέφερε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η έκφραση « ανεξάρτητοι εισαγωγείς » που επαναλαμβάνεται στο προαναφερθέν χωρίο δεν αναφέρεται στους εισαγωγείς κινεζικών ψηκτρών και πινέλων ( μεταξύ των οποίων και ο Nolle) που αντιτίθενται στην επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ, αλλά στους παραδοσιακούς εισαγωγείς κινεζικών χοιρείων τριχών στη Γερμανία. Εκτός από τις χοίρειες τρίχες, οι εισαγωγείς αυτοί εισάγουν επίσης κινεζικές ψήκτρες και πινέλα μιας χρήσεως, παραδίδουν όμως τις ψήκτρες και τα πινέλα αυτά αποκλειστικά στους Γερμανούς παραγωγούς που τις διαθέτουν κατόπιν στην αγορά. Στο εξής θα κατονομάζω τη δεύτερη αυτή κατηγορία παραδοσιακούς εισαγωγείς.

40.

Ως προς την πώληση κινεζικών προϊόντων από Γερμανούς παραγωγούς, τα κοινοτικά όργανα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο παράγων αυτός δεν μπορούσε να εξηγήσει τη ζημία που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία ή, με άλλους λόγους, ότι δεν ήταν δυνατό να διακόψει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των πρακτικών αντιντάμπινγκ και της ζημίας που διαπιστώθηκε. Ειδικότερα, ο οριστικός κανονισμός ορίζει ότι:

«Όσον αφορά την πώληση των κινεζικών προϊόντων από τους ίδιους τους κοινοτικούς παραγωγούς, η Επιτροπή καθόρισε, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι ο όγκος των πωλήσεων αυτών κατά την περίοδο που καλύπτει η έρευνα κυμαίνεται αισθητά, ανάλογα με τα κράτη μέλη και τις επιχειρήσεις. Εντούτοις, με εξαίρεση έναν μικρό αριθμό επιχειρήσεων που σταμάτησαν την παραγωγή τους, οι κοινοτικοί παραγωγοί άρχισαν να πωλούν ψήκτρες και πινέλα για χρωμάτισμα μόνον ως συμπλήρωμα της πωλήσεως των δικών τους προϊόντων και μόνο για να αποφύγουν να καταληφθούν οι παραδοσιακές αγορές τους από προμηθευτές που προσφέρουν μόνον εισαγόμενα προϊόντα. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί, σε γενικές γραμμές, δεν ανέλαβαν την πρωτοβουλία να εισάγουν κινεζικά προϊόντα, αλλά πραγματοποίησαν τις εισαγωγές αυτές μόνον ως θεμιτό μέτρο άμυνας κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού. Εξάλλου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής στη διάρκεια της έρευνας δεν διαπίστωσαν καμία κατάχρηση, εφόσον οι κοινοτικοί παραγωγοί είχαν ξεπουλήσει τις κινεζικές ψήκτρες και τα πινέλα για χρωμάτισμα με μικρό κέρδος και σε όσο υψηλές τιμές επέτρεπε η αγορά, χωρίς όμως να έχουν υπερβολικό κέρδος και στο μέτρο που τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν την πώληση της δικής τους παραγωγής. » ( 61 )

41.

Ο Nolle, στις γραπτές παρατηρήσεις του και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αμφισβήτησε ζωηρά αυτό το σκεπτικό του επίδικου κανονισμού. Υπενθύμισε προς τούτο δύο γεγονότα που είχε ήδη επισημάνει στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία και η ακρίβεια των οποίων δεν αμφισβητήθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση: πρώτον, το γεγονός ότι στη Γερμανία κάτι περισσότερο από τα δύο τρίτα των ψηκτρών και πινέλων που εισάγονται από την Κίνα πωλούνται από Γερμανούς παραγωγούς' δεύτερον, το γεγονός ότι ένας σημαντικός Γερμανός παραγωγός ( η επιχείρηση Schabert) συνήψε συμφωνία συνεργασίας με κινεζική επιχείρηση με σκοπό την παραγωγή ψηκτρών και πινέλων στην Κίνα. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά τον Nolle, δεν μπορεί να υποστηριχθεί εύλογα ότι οι Γερμανοί παραγωγοί δεν έλαβαν οι ίδιοι την πρωτοβουλία να προβούν σε εισαγωγές, ούτε ότι υπέστησαν σημαντική ζημία ουνεπεία των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν από τους ανεξάρτητους εισαγωγείς ( μεταξύ των οποίων ο Nolle ) που εξασφαλίζουν το ένα τρίτο μόνο των εισαγωγών ψηκτρών και πινέλων και οι οποίοι, το 1987, αντιπροσώπευαν στη Γερμανία κύκλο εργασιών 2,3 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (DM) έναντι συνολικού κύκλου εργασιών 150 εκατομμυρίων DM - με άλλους λόγους, οι τελευταίοι δεν κατείχαν ούτε το 2 ο/ο της αγοράς.

42.

Κατά την αντίληψη μου, το ζήτημα που θέτει η επιχειρηματολογία του Nölle συνίσταται στο αν τα κοινοτικά όργανα μπορούσαν να ασκήσουν την ευχέρεια εκτιμήσεως που διέθεταν κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, με τρόπο που θα τους καθιστούσε δυνατό να περιλάβουν ευλόγως στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής που υπέστη ζημία παραγωγούς που εισήγαν οι ίδιοι (ή μέσω των παραδοσιακών εισαγωγέων που τους εφοδίαζαν κατ' αποκλειστικότητα) τα προϊόντα που αποτέλεσαν αντικείμενο πρακτικών ντάμπινγκ. Πράγματι, σ' αυτούς τους ίδιους παραγωγούς οφείλεται η ζημία που προκλήθηκε στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας.

Από το ανωτέρω χωρίο του οριστικού κανονισμού προκύπτει ότι το Συμβούλιο θεωρεί, αντίθετα, ότι η διαπιστωθείσα ζημία δεν πρέπει να αποδοθεί στις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν από τους ίδιους τους κοινοτικούς παραγωγούς, παρά το γεγονός ότι αυτοί μεταπώλησαν τις εισαχθείσες ψήκτρες και πινέλα με κανονικό περιθώριο κέρδους. Το Συμβούλιο επικαλείται συναφώς τον αμυντικό χαρακτήρα των οικείων εισαγωγών, οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν, κατά τη γνώμη του, με πρωτοβουλία των εν λόγω εισαγωγέων, αλλά μόνο κατά το μέτρο που η προσφυγή στο μέτρο αυτό ήταν αναγκαία για την άμυνα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού.

4.3.2. Εκτίμηοη των επιχειρημάτων

43.

Στο σημείο αυτό πρέπει να εξεταστεί αν, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, της νομολογίας του Δικαστηρίου και της πρακτικής του Συμβουλίου, τα κοινοτικά όργανα άσκησαν ορθά την ευχέρεια εκτιμήσεως που διέθεταν. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η συναφής κρίση του Δικαστηρίου συνδεόταν πάντοτε στενά με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του πραγματικού κάθε υποθέσεως και ότι το Δικαστήριο εφαρμόζει σχετικώς αυστηρά κριτήρια. Αυτό φαίνεται από τα κατωτέρω παραδείγματα.

44.

Με τις αποφάσεις TEC κατά Συμβουλίου και Silver Seiko κατά Συμβουλίου του 1988 ( 62 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν λίγοι τύποι του οικείου προϊόντος (επρόκειτο για ηλεκτρονικές γραφομηχανές), χαμηλής ποιότητας, εισάγονται από κοινοτικούς εισαγωγείς προκειμένου αυτοί να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν στο φάσμα των προϊόντων τους ( 63 ) και όταν ο συνολικός όγκος των εισαγωγών αυτών είναι « σχετικά μικρός », πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εισαγωγές αυτές δεν έχουν συμβάλει στη ζημία που έχει υποστεί η κοινοτική βιομηχανία και ότι, επομένως, δεν υπάρχει λόγος να εξαιρούνται οι παραγωγοί αυτοί κατά την εξέταση της ζημίας ( 64 ).

Στην απόφαση Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής του 1990 ( 65 ), το Δικαστήριο ενέκρινε την απόφαση του Συμβουλίου να περιλάβει στην κοινοτική βιομηχανία δύο ομάδες παραγωγών της Κοινότητας που εισήγαν οι ίδιοι ορισμένους τύπους των οικείων προϊόντων (εν προκειμένω συσκευών φωτοαντιγραφής ). Ως προς την πρώτη ομάδα, το Δικαστήριο στηρίχτηκε στη διαπίστωση του Συμβουλίου ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί είχαν οι ίδιοι προσπαθήσει να πωλήσουν στην αγορά το πλήρες φάσμα των συσκευών φωτοαντιγραφής, αλλ' είχαν αποτύχει λόγω της πτώσεως των τιμών της αγοράς συνεπεία των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ( 66 ). Στον προσβληθέντα κανονισμό το Συμβούλιο είχε, εξάλλου, υπογραμμίσει τον πολύ μικρό όγκο των εισαγωγών των οικείων επιχειρήσεων σε σχέση με τις συνολικές εισαγωγές του συνόλου των παραγομένων συσκευών ( περίπου 4 %) ( 67 ). Ως προς τη δεύτερη ομάδα, το Δικαστήριο παρατήρησε, μεταξύ άλλων, ότι, ακόμη και αν δεν μπορούσε να γίνει λόγος για αυτοάμυνα, ο όγκος των εισαγωγών του παραγωγού έπρεπε να θεωρηθεί ελάχιστος ( 1 ο/ο ) σε σχέση με την παραγωγή της Κοινότητας και ότι οι εισαγωγές αυτές ήταν μόνο προσωρινές και είχαν ως σκοπό να καταστήσουν δυνατό στον παραγωγό να θέσει ο ίδιος σε κυκλοφορία τα οικεία προϊόντα ( 68 ).

Ο μικρός όγκος των εισαγωγών που προέρχονται από τους κοινοτικούς παραγωγούς, ο προσωρινός τους χαρακτήρας και ο σκοπός της συμπληρώσεως φάσματος παραγωγής ή θέσεως σε κυκλοφορία πλήρους φάσματος προϊόντων είναι, επομένως, τα κριτήρια που υιοθέτησε το Δικαστήριο.

45.

Από την πρακτική των κοινοτικών οργάνων προκύπτει επίσης ότι η εκτίμηση τους συνδέεται στενά με τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Αυτό προκύπτει από ορισμένες αποφάσεις που αφορούσαν περιπτώσεις κοινοτικών παραγωγών που εισήγαν οι ίδιοι το προϊόν που αποτελούσε αντικείμενο ντάμπινγκ και αποκλείστηκαν από την κοινοτική παραγωγή ( 69 ). Αυτό προκύπτει επίσης από τις αποφάσεις σχετικά με το ζήτημα αν οι εισαγωγές αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως μέτρα αυτοάμυνας των κοινοτικών παραγωγών. 'Ετσι, στην απόφαση 87/66/ΕΟΚ ( 70 ), ο ισχυρισμός των κοινοτικών παραγωγών ότι είχαν πραγματοποιήσει τις εισαγωγές των οικείων προϊόντων ως μέτρο αυτοάμυνας θεωρήθηκε βάσιμος εκ μέρους του Συμβουλίου, ενόψει ιδίως της διαπιστώσεως ότι οι παραγωγοί είχαν αναγκαστεί να πραγματοποιήσουν τις εισαγωγές αυτές, για να υπερασπίσουν τη θέση τους υπό συνθήκες αγοράς εξαιρετικά δύσκολες ( 71 ). Αντίθετα, το επιχείρημα της αυτοάμυνας δεν έγινε δεκτό στον κανονισμό 535/87 ( 72 ), με τον οποίο το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν μάλλον στο πλαίσιο ιδίων εσωτερικών δυσχερειών παραγωγής ( 73 ).

46.

Ως προς το ζήτημα της πωλήσεως κινεζικών προϊόντων από τους ίδιους τους κοινοτικούς παραγωγούς, στον επίδικο κανονισμό παρατηρείται ότι ο όγκος των πωλήσεων αυτών ποικίλλει σημαντικά αναλόγως των κρατών μελών και των επιχειρήσεων. Ο κανονισμός δεν παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία. Όπως προαναφέρθηκε, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι « οι κοινοτικοί παραγωγοί, σε γενικές γραμμές δεν ανέλαβαν την πρωτοβουλία να εισάγουν κινεζικά προϊόντα, αλλά πραγματοποίησαν τις εισαγωγές αυτές μόνον ως θεμιτό μέτρο άμυνας κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού », ειδικότερα για « να αποφύγουν να καταληφθούν οι παραδοσιακές αγορές τους από προμηθευτές που προσφέρουν μόνον εισαγόμενα προϊόντα » ( 74 ) είχε καθοριστική σημασία για τη στάση του Συμβουλίου, αφού το όργανο αυτό αποφάσισε, ωστόσο, να λάβει υπόψη του κατά την εξέταση της ζημίας τους κοινοτικούς παραγωγούς που πωλούν οι ίδιοι κινεζικές ψήκτρες και πινέλα.

Αν η αιτιολογική αυτή σκέψη συγκριθεί με τα μη αμφισβητηθέντα στοιχεία που ανέφερε ο Nolle, κατά τα οποία οι Γερμανοί παραγωγοί πωλούν τα δύο τρίτα των ψηκτρών και πινέλων που εισάγονται από την Κίνα στη Γερμανία, αυτό προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν, τουλάχιστον ως προς την κατάσταση στη Γερμανία, ο οριστικός κανονισμός εναρμονίζεται επαρκώς με την προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου ( και την ίδια την πρακτική του Συμβουλίου ). Μπορούν εισαγωγές τέτοιου όγκου που διατίθενται στην αγορά από τους Γερμανούς παραγωγούς να χαρακτηριστούν ως μέτρα άμυνας, ενόψει του όγκου ( δεδομένης της αυξανόμενης και διαρκούς ζητήσεως ψηκτρών και πινέλων μιας χρήσεως ), του διαρκούς χαρακτήρα των εισαγωγών αυτών και του γεγονότος ότι τα εισαγόμενα προϊόντα μεταπωλήθηκαν στις υψηλότερες δυνατές τιμές ( 75 ), με άλλους λόγους με το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, όταν προκύπτει, εξάλλου, από τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι οι παραγωγοί αυτοί δεσπόζουν στη γερμανική αγορά ψηκτρών και πινέλων (τόσο ως προς τις ψήκτρες και τα πινέλα για επαγγελματίες που κατασκευάζονται στην Κοινότητα, όσο και ως προς τις εισαγόμενες ψήκτρες και πινέλα μιας χρήσεως);

Έχω την εντύπωση ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, και λόγω, ιδίως, του αποκλειστικού εφοδιασμού των Γερμανών παραγωγών από τους παραδοσιακούς εισαγωγείς, μια πρακτική που άρχισε ως μέτρο νόμιμης άμυνας αποδεικνύεται ότι αποτελεί μάλλον απόπειρα διαφυλάξεως της γερμανικής αγοράς εισαγομένων ψηκτρών και πινέλων μιας χρήσεως υπέρ των παραδοσιακών δικτύων διανομής σε βάρος των ανεξαρτήτων εισαγωγέων, οι οποίοι ( όπως ο Nolle ) δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των παραδοσιακών εισαγωγέων. Δεν επιβεβαιώνω ότι τα πράγματα έχουν έτσι, διαπιστώνω όμως, στο σημείο αυτό, ελλιπή αιτιολογία του οριστικού κανονισμού.

47.

Η αιτιολογία του οριστικού κανονισμού, σε συνδυασμό με τον όγκο των εισαγωγών κινεζικών ψηκτρών και πινέλων που αποτελούν αντικείμενο εμπορίας των Γερμανών παραγωγών, δημιουργούν αμφιβολίες και από άλλες απόψεις. Πράγματι, στην αιτιολογική σκέψη 27 του οριστικού κανονισμού αναφέρεται ότι οι « μαζικές εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ » είχαν ως αποτέλεσμα τη γενική συμπίεση των τιμών στην κοινοτική αγορά και ότι, μεταξύ 1984 και 1988, οι τιμές πωλήσεως στην πράξη δεν αυξήθηκαν ( παρά την αύξηση του κόστους παραγωγής στην Κοινότητα ).

Δεν δίδεται σαφής απάντηση στο ζήτημα αν και κατά πόσο οι πωλήσεις ψηκτρών και πινέλων για μη επαγγελματίες, σε διαρκή αύξηση από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι οποίες, στη Γερμανία, πραγματοποιούνται κατά μείζονα λόγο με την παρέμβαση των ίδιων των Γερμανών παραγωγών, δεν συνετέλεσε επίσης σ' αυτή τη στασιμότητα των τιμών. Το ίδιο ισχύει και για την παρατήρηση της αιτιολογικής σκέψεως 27, δεύτερο εδάφιο, κατά την οποία οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν μείωση της μερίδας τους στην αγορά. Η παρατήρηση αυτή γίνεται κατανοητή, αν αναφερθεί κανείς εν προκειμένω στην πτώση των τιμών των ψηκτρών και πινέλων που κατασκευάζονται στην Κοινότητα σε σχέση με τις ψήκτρες και τα πινέλα που κατασκευάζονται στην Κίνα. Προκειμένου, όμως, για τη συνολική μερίδα στην αγορά ( δηλαδή αυτή που συνίσταται στις πωλήσεις εθνικών ψηκτρών και πινέλων και εισαγομένων ψηκτρών και πινέλων) των Γερμανών παραγωγών, η μερίδα αυτή δεν φαίνεται να μειώθηκε καθόλου. Τα στοιχεία που προσκόμισε ο Nolle, και τα οποία δεν διαψεύστηκαν, δείχνουν, αντίθετα, ότι το 1987 οι ανεξάρτητοι εισαγωγείς κατείχαν στη Γερμανία μερίδα αγοράς που δεν έφθανε το 2 ο/ο ( βλ. ανωτέρω παράγραφο 41 ).

48.

Στηριζόμενος στα προαναφερθέντα στοιχεία θεωρώ ότι στον οριστικό κανονισμό, ενόψει των στοιχείων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, το Συμβούλιο δεν στήριξε τη βασική διαπίστωση ότι οι Γερμανοί παραγωγοί προέβησαν στην εισαγωγή κινεζικών προϊόντων μόνον ως μέτρο άμυνας και ότι, επομένως, το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι οι παραγωγοί αυτοί μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό της ζημίας που προκλήθηκε σε κλάδο παραγωγής της Κοινότητας.

Παραμένει το ζήτημα αν η έλλειψη αιτιολογίας μπορεί να επηρεάσει το κύρος του οριστικού κανονισμού. Αρνητική απάντηση θα ήταν δυνατή μόνο αν ήταν βέβαιο ότι ακόμη και αν δεν λαμβάνονταν υπόψη για την εξέταση της ζημίας οι Γερμανοί παραγωγοί, το Συμβούλιο θα διαπίστωνε, ωστόσο, πραγματική ζημία ή κίνδυνο επελεύσεως ζημίας σε κλάδο παραγωγής της Κοινότητας. Τα στοιχεία που διαθέτει το Δικαστήριο δεν καθιστούν δυνατή την απάντηση επί του ερωτήματος αυτού. Δεν απόκειται, εξάλλου, στο Δικαστήριο, αλλά στα κοινοτικά όργανα ( τα οποία διαθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία) να προβούν στην εκτίμηση αυτή. Εν προκειμένω δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι δεν το έπραξαν ούτε στον οριστικό κανονισμό ούτε κατά την έγγραφη ή προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Υπό τις συνθήκες αυτές η έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να επιφέρει το ανίσχυρο του προσβαλλομένου κανονισμού.

5. Συμπέρασμα

49.

Κατά συνέπεια, συμπεραίνω i ) ότι τα κοινοτικά όργανα δεν απέδειξαν επαρκώς ότι για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας μπορούσαν να στηριχθούν στις τιμές που εφαρμόζονταν στην εσωτερική αγορά της Σρι Λάνκα και ii ) όσον αφορά τη ζημία που προκλήθηκε σε κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, ότι ο οριστικός κανονισμός είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένος. Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι ο οριστικός κανονισμός είναι ανίσχυρος.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.

( 1 ) Βλ. την ανακοίνωση ενάρξεως διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα καταγωγής λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( ΕΕ 1986, C 103, σ. 2 ).

( 2 ) Απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Φεβρουαρίου 1987 περί αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων ψηκτρών για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και περί περατώσεως της έρευνας ( ΕΕ L 46, σ. 45 ).

( 3 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 21 της αποφάσεως 87/104.

( 4 ) Βλ. την ανακοίνωση για την επανάληψη της διαδικασίας σχετικά με μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα ψηκτρών για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( ΕΕ 1988, C 257, σ. 5 ).

( 5 ) Όπ.π.

( 6 ) Η διάταξη αυτή παρέχει στην Επιτροπή την ευχέρεια « να επιβάλει χωρίς καθυστέρηση (... ) δασμούς αντιντάμπινγκ (... ) με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί πριν από την αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεως», όταν έχει λόγους να πιστεύει ότι έχει παραβιαστεί μια ανάληψη υποχρεώσεως και όταν το συμφέρον της Κοινότητας δικαιολογεί ένα τέτοιο μέτρο.

( 7 ) Κανονισμός της 29ης Σεπτεμβρίου 1988 για την επιβολή

προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( ΕΕ L 272, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3453/88 της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 1988 ( ΕΕ L 303, σ. 11).

( 8 ) Βλ. απόφαση 88/576/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 1988, για την κατάργηση της αποφάσεως 87/104/ΕΟΚ για την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεως στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, όσον αφορά τις εισαγωγές ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την περάτωση της έρευνας ( ΕΕ L 312, σ. 33 ).

( 9 ) Κανονισμός της 20ής Μαρτίου 1989 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ψηκτρών και πινέλων για χρωμάτισμα, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές αυτές ( ΕΕ L 79, σ. 24 ).

( 10 ) Κανονισμός της 11ης Ιουλίου 1988 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 209, σ. 1 ).

( 11 ) Βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto-Frost ( Συλλογή 1987, σ. 4199 ).

( 12 ) Βλ. τις αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, υποθ. 209/78 έως 215/78 και 218/78, Van Landewyek κατά Επιτροπής (Rec. 1980, σ. 3125, σκέψη 66)' της 9ης Νοεμβρίου 1983. υπόθ. 322/81, Michelin κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψεις 11 έως 14)· της 17ης Ιανουαρίου 1984, υποθ. 43/82 και 63/82, VBVB και VBBB κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1984, σ. 19, σκέψεις 21 και 22 )' της 21ης Φεβρουαρίου 1984, υποθ. 86/82, Hassclblad κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1984, σ. 883, σκέψεις 16 έως 18)' της 11ης Ιουλίου 1985, υποθ. 42/84, Remia κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψη 26)' της 10ης Δεκεμβρίου 1985, υποθ. 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82, Stichting Sigarettenindustrie κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1985, σ. 3831, σκέψεις 86 έως 88).

( 13 ) Βλ. παράρτημα 53 των γραπτών παρατηρήσεων της 22ας Νοεμβρίου 1988 προς την Επιτροπή' το απόσπασμα του εγγράφου που ακολουθεί επαναλαμβάνεται επίσης στην παράγραφο 47 των γραπτών παρατηρήσεων του Nolle που κατατέθηκαν στην παρούσα διαδικασία.

( 14 ) Βλ. για παράδειγμα τις γραπτές παρατηρήσεις της 22ας Νοεμβρίου 1988, σελίδες 28 έως 30, και της 15ης Δεκεμβρίου 1988, σελίδες 7 και 8.

( 15 ) Παραπέμποντας στους J. F. Iicsclcr και Α. Ν. Williams, Anti-Dumping and Ami-Subsidy Law. The European Communities. Λονδίνο 1986, σ. 37 επ.

( 16 ) Βλ. για παράδειγμα Vandoren, P.: «The Interface between Antidumping and Competition Law and Policy in the European Community », Legal Issues of European Integration. 1986, σ. 3· Temple Lang, J.: « Reconciling European Community Antitrust and Antidumping, Transport and Trade Safeguard Policies-Practical Problems », 1988, Fordham Corporate Law Institute ( υπό τη διεύθυνση του Β. Hawk, 1989), κεφάλαιο 7· Messerlin. P.: « The E. C. Antidumping Regulations: A First Economic Appraisal, 1980-1985», Weltwirtschaftliches Archiv 1989, σ. 563, και Kuhns, R.: « Competition, Trade Policy and Competition Policy in the EEC: The Example of Antidumping », Common Market Law Review. 1990, σ. 285.

( 17 ) Εφαρμογή της αρχής αυτής απαντά στον κανονισμό (ΠΟΚ) 1361/87 της Επιτροπής, της 18ης Μαίου 1987, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίουασβεστίου/πυριτούχου ασβεστίου καταγωγής Βραζιλίας ( ΕΕ L 129, σ. 5 ), στον οποίο ( σε απάντηση του επιχειρήματος ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί προσπάθησαν να πείσουν τους Βραζιλιάνους εξαγωγείς να συμμετάσχουν στη σύμπραξη) αναφέρεται: « Η Επιτροπή θεωρεί ότι στόχος μιας διαδικασίας αντιντάμπινγκ δεν είναι και δεν πρέπει να είναι να ενισχύει ή να ενθαρρύνει τις περιοριστικές επιχειρηματικές πρακτικές και ότι η κίνηση αυτής της διαδικασίας δεν στερεί, επομένως, μία επιχείρηση από το δικαίωμά της να επωφελείται από τις διατάξεις των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. » ( βλ. αιτιολογική σκέψη 12 του ανωτέρω κανονισμού ).

( 18 ) Βλ. συναφώς την αιτιολογική σκέψη 35 του οριστικού κανονισμού.

( 19 ) Θα αναφερθώ, επίσης, κατωτέρω, στην εκτίμηση από τα κοινοτικά όργανα της ζημίας που υπέστησαν οι παραγωγοί της Κοινότητας ( παράγραφοι 33-48 ).

( 20 ) Αιτιολογική σκέψη 34, τρίτο εδάφιο.

( 21 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 14 του οριστικού κανονισμού.

( 22 ) Βλ. για παράδειγμα το έργο των Beseler, J. F., και Williams, Λ. Ν., όπ. π., σ. 67, στο οποίο παραπέμπει ο F. G. Jacobs, που επιδοκιμάζει τις απόψεις του έργου αυτού « Anti-dumping procedures with regard to imports from Eastern Europe » στο The political and legal framework of trade relations between the European Community and Eastern Europe ( υπό τη διεύθυνση του Μ. Marcsceau ), 1988, σ. 294.

( 23 ) Το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού θεωρεί ως χώρε; που δεν έχουν οικονομία αγοράς « ιδιαίτερα » εκείνες στις οποίες εφαρμόζονται οι κανονισμοί ( EΟΚ ) 1765/82 του ΣυμΡουλίου, της 30ής Ιουνίου 1982, περί του κοινού καθεστώτος εισαγωγών από χώρες κρατικού εμπορίου ( ΕΕ L 195, σ. Ι ), και ( ΕΟΚ ) 1766/82. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1766/82 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1982 ( ΕΕ 1982, L 195, σ. Ι ) προβλέπει κοινό καθεστώς για τις εισαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

( 24 ) Βλ. τις αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, υποθ. 294/86 και 77/87, Technoinlorg κατά Επιτροπής και Συμβουλίου ( Συλλογή 1988, σ. 6077, σκέψη 29 ), και της 11ης Ιουλίου 1990, υποθ. C-305/86 και C-160/87, Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου ( Συλλογή 1990, σ. Ι-2945, σκέψη 26 ).

( 25 ) Βλ. τις προτάσεις που ανέπτυξα στις 8 Νοεμβρίου 1989 στην προαναφερθείσα υπόθεση Neotype Techmasliexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου ( Συλλογή 1989, σ. I-2945, σκέψη 17).

( 26 ) Όπ.π., υποσημείωση 24.

( 27 ) Βλ. σκέψη 30 της αποφάσεως.

( 28 ) Επρόκειτο για τον κανονισμό που προηγήθηκε του ισχύοντος βασικού κανονισμού.

( 29 ) Βλ. τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, παράγραφος ΙΙ.2.7.

( 30 ) Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση οι διάδικοι φάνηκαν να συμφωνούν επί του αριθμού αυτού.

( 31 ) Λυτό δεν αμφισβητήθηκε κατ' ουσίαν από τα κοινοτικά όργανα. Στην αιτιολογική σκέψη 17, τελευταίο εδάφιο, του οριστικού κανονισμού αναφέρεται ότι στη Σρι Λάνκα « δύο παραγωγοί (... ) εφοδιάζουν περίπου το 90% της εσωτερικής αγοράς ». Η Επιτροπή, στις γραπτές της παρατηρήσεις, ανέφερε, εξάλλου, ότι γίνονται και ορισμένες εξαγωγές κινεζικών ψηκτρών και πινέλων προς τη Σρι Λάνκα που αντιπροσωπεύουν μερίδα της αγοράς ύψους 5 % περίπου. Δεν παρέσχε πληροφορίες για το υπόλοιπο ποσοστό.

( 32 ) Βλ. την παράγραφο 28 των γραπτών παρατηρήσεων του Nölle και των ενημερωμένων υπολογισμών που παρουσιάστηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

( 33 ) Το αυθεντικό γερμανικό κείμενο της αποφάσεως Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου αναφέρει « die betreffenden Ausfuhren », ενώ το γαλλικό κείμενο τις « exportations en cause ». Η σκέψη 31 της αποφάσεως αυτής δεν είναι πολύ σαφής, φαίνεται όμως ότι πρόκειται για εξαγωγές της χώρας που δεν έχει οικονομία αγοράς ( που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής) και όχι για τις εξαγωγές της χώρας αναφοράς.

( 34 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 17, τέταρτο εδάφιο, του οριστικού κανονισμού.

( 35 ) Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ο Nölle προσκόμισε δύο έγγραφα. Το πρώτο είναι τηλετύπημα της 4ης Ιανουαρίου 1991 προερχόμενο από την επιχείρηση Harris που, με αφορμή μια ζητούμενη παράδοση, γράφει σχετικά με την εγκατάσταση της στη Σρι Λάνκα: « Η παραγωγή πινέλων ραψίματος και πινέλων για καλλιτέχνες ( από την εγκατάσταση της Harris στη Σρι Λάνκα ] είναι προσαρμοσμένη στις εσωτερικές μόνο ανάγκες και, ενόψει του περιορισμένου χαρακτήρα της παραγωγής, οι τιμές δεν είναι πράγματι χαμηλότερες σε σχέση με τις τιμές που [η αγγλική Harris] μπορεί να προσφέρει ». Το δεύτερο έγγραφο είναι τηλετύπημα της 31ης Δεκεμβρίου 1990 προερχόμενο από τον Ολλανδό πράκτορα της Ravi, ο οποίος, επίσης με αφορμή ζητούμενη παράδοση, γράφει: « Ενόψει του περιορισμένου χαρακτήρα της παραγωγής, οι βιομηχανίες Ravi δεν μπορούν να προσφέρουν προς πώληση μεγάλες ποσότητες ( ... ) »

( 36 ) Βλ. εξάλλου το τηλετύπημα της Harris στην προηγούμενη υποσημείωση.

( 37 ) Αιτιολογική σκέψη 17, τρίτο εδάφιο, του οριστικού κανονισμού.

( 38 ) Βλ., για παράδειγμα, τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 407/80 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 1980 περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ επί ανθρακικού νατρίου καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως ( ΕΕ L 48, σ. 1 ). Στον κανονισμό αυτό η Αυστρία είχε επιλεγεί ως χώρα αναφοράς για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του ανθρακικού νατρίου, για τον λόγο ιδίως ότι η χώρα αυτή διέθετε η ίδια τις πρώτες ύλες, όπως και οι χώρες εξαγωγής ( βλ. την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού |.

( 39 ) Βλ., κατ' εφαρμογή της αρχής αυτής, τις προσαρμογές που έγιναν κατά την αιτιολογική σκέψη 20 του οριστικού κανονισμού.

( 40 ) Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ο Nolle υποστήριξε ότι ήδη κατά τη διάρκεια της έρευνας που κατέληξε στην απόφαση του Συμβουλίου 87/104 (όπ.π., υποσημείωση 2 ) αμφισβήτησε την επιλογή της Σρι Λάνκα και πρότεινε άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και την Ταϊβάν. Αμέσως μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως περί επαναλήψεως της έρευνας του προσωρινού κανονισμού, τον Οκτώβριο 1988, επικέντρωσε την προσοχή του στη Σρι Λάνκα. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της 22ας Νοεμβρίου 1988 και 15ης Δεκεμβρίου 1988 διαβίβασε στην Επιτροπή ορισμένα στοιχεία από τα οποία έπρεπε να συναχθεί η καταλληλότητα της Ταϊβάν.

( 41 ) Αυτό προκύπτει ιδίως από άρθρο ειδικευμένου περιοδικού που αναφέρθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση τόσο από τον Nölle, όσο και από την Επιτροπή ( « Paint Brushes », που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Asian Hardwares τον Οκτώβριο 1988, που συνάπτεται στο παράρτημα 5 των γραπτών παρατηρήσεων του Nölle της 22ας Νοεμβρίου 1988), Kat στο οποίο διάφοροι επιχειρηματίες της Ταϊβάν (και ot εργολάβοι τους ) φέρονται ότι έχουν παραγωγή ή ικανότητα παραγωγής 300000 έως 3000000 ψηκτρών και πινέλων μηνιαίως.

( 42 ) Βλ. Επίσης τις προτάσεις μου της 7ης Μαρτίου 1989 στην υπόθεση 70/87, Fediol κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1989, σ. 1797 ). Στην υπόθεση αυτή τέθηκε το ζήτημα αν η ερμηνεία που δόθηκε από τα κοινοτικά όργανα στην έννοια των « αΟεμΙτων εμπορικών πρακτικών » κατά τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2641 /84 του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1984, σχετικά με την ενίσχυση της κοινής εμπορικής πολιτικής, ιδίως στον τομέα της άμυνας κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ( ΕΕ L 252, σ. Ι ), υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης την ύπαρξη αυτού του καθήκοντος επιμέλειας σε άλλους τομείς του κοινοτικού δικαίου, στους οποίους τα κοινοτικά όργανα έχουν εξουσία διοικήσεως ή διαχειρίσεως. Βλ. για παράδειγμα τις αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1990, υπόθ. C-10/88, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-1229, σκέψη 13 ), στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του ΕΠΤΙΕ· της 20ής Φεβρουαρίου 1979, υπόθ. 122/78, Buitoni ( Rec. 1979, σ. 677), και της 24ης Σεπτεμβρίου 1985, 181/84, Man Sugar ( Συλλογή 1985, σ. 2889 ), στο πλαίσιο του συστήματος των πιστοποιητικών εξαγωγής· της 15ης Μαρτίου 1984, υπόθ. 64/82, Tradax Graanhandel κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1359), στο πλαίσιο του καθορισμού των εισφορών της 13ης Ιουλίου 1965, υπόθ. 111/63, Lemmerz-Werke κατά Ανωτάτης Λρχής (Rec. 1965, σ. 935, 954), και της 10ης Ιουλίου 1986, υπόθ. 46/85, Manchester Steel κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1986, σ. 2351, σκέψεις 11 και 15 ), στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ· της 4ης Φεβρουαρίου 1987, υπόθ. 417/85, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1987, σ. 551, σκέψεις 12 και 13), της 29ης Οκτωβρίου 1981, υπόθ. 125/80, Arning κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 2539, σκέψεις 18 και 20), και της 29ης Σεπτεμβρίου 1976, υπόθ. 105/75, Giuiïrcda κατά Συμβουλίου (Rec. 1976, σ. 1395, σκέψεις II και 17), στον τομέα του υπαλληλικού δικαίου.

( 43 ) Βλ. την κλασσική διατύπωση της αποφάσεως της 4ης Οκτωβρίου 1983, υπόθ. 191/82, Fediol κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1983, σ. 2913, σκέψη 30 ).

( 44 ) Αιτιολογική σκέψη 16, δεύτερο εδάφιο, του οριστικού κανονισμού.

( 45 ) Αναφερόμενος στα παραρτήματα XIV έως XVI των γραπτών παρατηρήσεων του της 22ας Νοεμβρίου 1988 και στα παραρτήματα VI και VII των γραπτών παρατηρήσεων του της 15ης Δεκεμβρίου 1988, από τις οποίες δεν μπορεί να συναχθεί σαφώς αν πρόκειται πράγματι για ψήκτρες με ξύλινη λαβή ή με λαβή από συνθετική ύλη. Ωστόσο, ο Nölle ορθώς ανέφερε ότι κατά τη διοικητική διαδικασία η Επιτροπή δεν είχε ποτέ διατυπώσει αντιρρήσεις συναφώς κατά των στοιχείων που είχε προσκομίσει.

( 46 ) Όπ.π. υποσημείωση 41.

( 47 ) Αιτιολογική σκέψη 16, τρίτο εδάφιο, του οριστικού κανονισμού.

( 48 ) Το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε στηρίξει την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στο άρθρο 10, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και είχε έτσι επιβάλει στο Συμβούλιο αυστηρή προθεσμία για την έκδοση οριστικού κανονισμού (βλ. άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού) δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη στάση του Συμβουλίου. Πράγματι, από άλλους κανονισμούς προκύπτει ότι, υπό ανάλογες περιστάσεις, το Συμβούλιο έλαβε τον κόπο να εξετάσει τις χώρες αναφοράς που προτείνονταν εναλλακτικώς. Βλ. για παράδειγμα, τον πρόσφατο κανονισμό ( ΕΟΚ ) 541/91 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1991 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χλωριούχου βαρύου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( ΕΕ L 60, σ. 1 ), ιδίως τις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12.

( 49 ) 'Αρθρο 2, παράγραφος 12, του βασικού κανονισμού.

( 50 ) Αιτιολογική σκέψη 23, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του οριστικού κανονισμού.

( 51 ) Αιτιολογική σκέψη 26 του οριστικού κανονισμού.

( 52 ) Αιτιολογική σκέψη 36, πρώτο εδάφιο, του οριστικού κανονισμού.

( 53 ) Από την αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 87/104 προκύπτει, εξάλλου, ότι στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας έγιναν έλεγχοι και σε δύο Ιρλανδούς παραγωγούς.

( 54 ) Απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, υποθ. C-156/87, Gesteiner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής ( Συλλογή 1990, σ. I-781).

( 55 ) Αιτιολογική σκέψη 24 του οριστικού κανονισμού.

( 56 ) Αιτιολογική σκέψη 25 του οριστικού κανονισμού.

( 57 ) Αιτιολογική σκέψη 26 του οριστικού κανονισμού.

( 58 ) Αιτιολογική σκέψη 27.

( 59 ) Αιτιολογική σκέψη 29.

( 60 ) Αιτιολογική σκέψη 30, πρώτο εδύφιο.

( 61 ) Αιτιολογική σκέψη 30, τελευταίο εδάφιο, τοι) οριστικού κανονισμού.

( 62 ) Αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, υποθ. 260/85 και 106/86, TEC κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 5855 ), και υποθ. 273/85 και 107/86, Silver Seiko κατά Συμβουλίου ( Συλλογή 1988, σ. 5927 ).

( 63 ) 0 γενικός εισαγγελέας Sir Gordon Slynn είχε εξάλλου παρατηρήσει ότι οι εισαχθέντες τύποι δεν ανταγωνίζονταν τους τύπους που κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι κοινοτικοί παραγωγοί (βλ. τις προτάσεις του, Συλλογή 1988, σ. 5906).

( 64 ) Βλ. τις σκέψεις 47 της αποφάσεως TEC κατά Συμβουλίου και 39 της αποφάσεως Silver Seiko κατά Συμβουλίου.

( 65 ) 'Οπ. π., υποσημείωση 54.

( 66 ) Βλ. τη σκέψη 47 της αποφάσεως.

( 67 ) Βλ. την αιτιολογική σκέψη 71 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 535/87 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί καταγωγής Ιαπωνίας ( EE L 54, σ. 12).

( 68 ) Βλ. τις σκέψεις 57 και 59 της αποφάσεως και τις αιτιολογικές σκέψεις 61, 64 και 65 του κανονισμού 535/87.

( 69 ) Βλ. για παράδειγμα τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2812/85 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 1985, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντινιάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρονικών γραφομηχανών που κατασκευάζονται από την εταιρία Nakajima All Co. Ltd καταγωγής Ιαπωνίας (EE L 266, σ. 5) και την απόφαση 85/143/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 1985, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με προσαρμοσμένα παγοπέδιλα καταγωγής Τσεχοσλοβακίας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Ουγγαρίας ( ΕΕ L 52, σ. 48 ).

( 70 ) Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1987 για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν όσον αφορά την εισαγωγή σπόγγων για τον σχηματισμό δεματιών καταγωγής Βραζιλίας και Μεξικού και για την περάτωση της έρευνας ( ΕΕ L 34, σ. 55 ).

( 71 ) Βλ. την αιτιολογική σκέψη 28 της αποφάσεως.

( 72 ) Όπ. π., υποσημείωση 67.

( 73 ) Βλ. την αιτιολογική σκέψη 64 της αποφάσεως.

( 74 ) Βλ. το προαναφερθέν χωρίο του οριστικού κανονισμού, αιτιολογική σκέψη 40.

( 75 ) Βλ. to προαναφερθέν χωρίο του οριστικού κανονισμού, σκέψη 40.