ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ ( τέταρτο τμήμα )

της 11ης Οκτωβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση T-50/89,

Jürgen Sparr, νομικός, κάτοικος Αμβούργου ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), εκπροσωπούμενος από τους L. Schulze και G. Meyer, δικηγόρους Αμβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Gerd Recht, τη ευγενή φροντίδι Fulton Prebon SA, 25, rue Notre-Dame,

προσφεύγων

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Henri Étienne, μέλος της νομικής υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Reinhard Wagner, γερμανό δικαστή που έχει τεθεί στη διάθεση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού COM/A/621, με την οποία ο προσφεύγων αποκλείστηκε από τις εξετάσεις του διαγωνισμού αυτού, αίτημα επί του οποίου το Πρωτοδικείο εξέδωσε απόφαση στις 22 Μαΐου 1990,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ( τέταρτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους R. Schintgen, Πρόεδρο, D. Α. Ο. Edward, R. García-Valdecasas, δικαστές,

γραμματέας: Η. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με απόφαση της 22ας Μαΐου 1990 το τέταρτο τμήμα του Πρωτοδικείου ακύρωσε την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού COM/A/621 με την οποία ο προσφεύγων αποκλείστηκε από τις εξετάσεις του διαγωνισμού και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

2

Με Διάταξη στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων της 13ης Δεκεμβρίου 1988 που εκδόθηκε μεταξύ των αυτών διαδίκων, ο Πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα του Spärr για τη λήψη προσωρινών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

3

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Αυγούστου 1990, η Επιτροπή ζήτησε από το τέταρτο τμήμα του Πρωτοδικείου να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Ισχυρίζεται ότι με την απόφαση της 22ας Μαΐου 1990 το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε μόνον επί των δικαστικών εξόδων της κύριας διαδικασίας.

4

Στις παρατηρήσεις που κατέθεσε στις 14 Σεπτεμβρίου 1990, ο Spärr υποστήριξε ότι το Πρωτοδικείο, αναφέροντας ρητά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στην απόφαση της 22ας Μαΐου 1990 αποφάσισε, στην πραγματικότητα, ότι η καθής έπρεπε να φέρει τα δικαστικά έξοδα και των δύο διαδικασιών. Ακόμη και στην περίπτωση που αυτό δεν προκύπτει σαφώς από το ίδιο το διατακτικό της αποφάσεως, η καθής πρέπει, ωστόσο, να φέρει τα δικαστικά έξοδα.

5

Επειδή η Επιτροπή παρέλειψε να προσκομίσει κάποιο στοιχείο προκειμένου να χαρακτηριστεί η αίτηση της στο πλαίσιο των διατάξεων που καθορίζουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο πρέπει να χαρακτηρίσει, απο δικονομικής απόψεως, την αίτηση, στο πλαίσιο του συστήματος που προβλέπει η Συνθήκη, ο οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΟΚ και ο κανονισμός διαδικασίας ( βλέπε Διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 1977, Nold κατά Ruhrkohle AG, 4/73, Rec. 1977, σ. 1 ).

6

Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η αίτηση της Επιτροπής εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 67 του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται αναλογικά στο Πρωτοδικείο, δυνάμει του άρθρου 11, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1988 περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το άρθρο αυτό ορίζει στο πρώτο εδάφιο ότι, « αν το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί είτε ως προς ένα μεμονωμένο σημείο των αιτημάτων είτε ως προς τα δικαστικά έξοδα, ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο εντός μηνός από την επίδοση της αποφάσεως ».

7

Το παραδεκτό της αιτήσεως που υποβάλλεται βάσει του άρθρου αυτού υπόκειται σε δύο προϋποθέσεις, δηλαδή στην παράλειψη εκδόσεως αποφάσεως και στην κατάθεση αιτήσεως εντός μηνός από της επιδόσεως της αποφάσεως.

8

Εν προκειμένω δεν πληρούται καμιά από τις δύο αυτές προϋποθέσεις.

9

Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί των δικαστικών εξόδων με την απόφαση της 22ας Μαΐου 1990, στην οποία η καταδίκη κάλυπτε το σύνολο των εξόδων αυτών. Αν η Επιτροπή ήθελε να αντιταχθεί στην επιβάρυνση της με τα έξοδα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, έπρεπε να υποβάλει σχετικό αίτημα. Μολονότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου κάθε διάδικος ζήτησε να καταδικαστεί ο αντίδικος στα δικαστικά έξοδα, κανείς τους δεν έθεσε ζήτημα διαχωρισμού των εξόδων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων από εκείνα της κύριας διαδικασίας. Επομένως, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, κατά το οποίο « ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου ».

10

Εξάλλου, ούτε η προϋπόθεση της τηρήσεως της μηνιαίας προθεσμίας για την κατάθεση της αιτήσεως πληρούται, αφού η απόφαση επιδόθηκε στους διαδίκους την ημέρα της δημοσιεύσεως της, δηλαδή στις 22 Μαΐου 1990, και η αίτηση υποβλήθηκε στις 10 Αυγούστου 1990.

11

Κατά συνέπεια, η αίτηση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

12

Κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την παρούσα αίτηση.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ( τέταρτο τμήμα )

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση της Επιτροπής.

 

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

Λουξεμβούργο, 11 Οκτωβρίου 1990.

Ο γραμματέας

Η. Jung

Ο Πρόεδρος

R. Schintgen


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.