61989A0169

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 11ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1991. - ERIK DAN FREDERIKSEN ΚΑΤΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ - ΑΚΥΡΩΣΗ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ - ΑΚΥΡΩΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΡΙΨΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ T-169/89.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1991 σελίδα II-01403


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Υπάλληλοι - Προσφυγή - 'Εννομο συμφέρον - Προσφυγή υποψηφίου για κατάληψη κενής θέσης η οποία στρέφεται κατά της προαγωγής άλλου υποψηφίου - Παραδεκτό - Προϋποθέσεις - Αντικειμενική δυνατότητα του προσφεύγοντος να προαχθεί

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2. Υπάλληλοι - Πρόσληψη - Ανακοίνωση υπάρξεως κενής θέσης - Αντικείμενο - Εξέταση των υποψηφιοτήτων εν όψει των απαιτουμένων προϋποθέσεων - Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως - 'Ορια - Τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η ανακοίνωση ύπαρξης κενής θέσης

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, άρθρο 4)

3. Υπάλληλοι - Προαγωγή - Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως - Δικαστικός έλεγχος - 'Ορια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, άρθρο 45)

Περίληψη


1. Είναι μεν αληθές ότι ένας υπάλληλος, υποψήφιος για την κατάληψη κενής θέσης, δεν έχει κανένα έννομο συμφέρον να ακυρωθεί η προαγωγή άλλου υποψηφίου στη θέση αυτή αν δεν μπορεί αυτός ο ίδιος να εγείρει νομίμως αξίωση για την εν λόγω θέση, δεν ισχύει όμως το ίδιο για τον υπάλληλο που ανταποκρίνεται στις

προϋποθέσεις της ανακοίνωσης υπάρξεως κενής θέσης και του οποίου τα ουσιαστικά προσόντα μπορούν να του επιτρέψουν να καταλάβει την κενή αυτή θέση.

2. Ο ουσιαστικός ρόλος της ανακοινώσεως υπάρξεως κενής θέσης είναι να πληροφορεί τους ενδιαφερομένους κατά τρόπο όσο το δυνατό πιο ακριβή για τη φύση των απαιτουμένων προϋποθέσεων προς κατάληψη της προς πλήρωση θέσης για να μπορούν να κρίνουν αν είναι σκόπιμο να υποβάλουν υποψηφιότητα. Η ανακοίνωση υπάρξεως κενής θέσης αποτελεί έτσι το πλαίσιο της νομιμότητας που η ίδια η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θέτει στον εαυτό της, έτσι ώστε αν ανακαλύψει, κατά την εξέταση των υποψηφιοτήτων, ότι οι ζητούμενες από την ανακοίνωση αυτή προϋποθέσεις είναι πολύ αυστηρότερες από αυτές που απαιτούν οι ανάγκες της υπηρεσίας, μπορεί να επαναλάβει τη διαδικασία ανακαλώντας την αρχική ανακοίνωση υπάρξεως κενής θέσης και αντικαθιστώντας την με διορθωμένη ανακοίνωση.

3. Για να εκτιμηθεί το συμφέρον της υπηρεσίας καθώς και τα ουσιαστικά προσόντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο μιας αποφάσεως προαγωγής προβλεπόμενης από το άρθρο 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή στο πεδίο αυτό πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν, εν όψει των μέσων που μπόρεσαν να οδηγήσουν τη διοίκηση στην εκτίμησή της, κινήθηκε αυτή μέσα σε εύλογα όρια και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως πεπλανημένο.

Συναφώς, η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προϋποθέτει εμπεριστατωμένη έρευνα των φακέλων υποψηφιότητας και ευσυνείδητη τήρηση των απαιτήσεων που αναφέρονται στην ανακοίνωση υπάρξεως κενής θέσης, ενώ αυτή η εξουσία εκτιμήσεως έχει ως αντιστάθμισμα την υποχρέωση της έρευνας, με προσοχή και αμεροληψία, όλων των ουσιωδών στοιχείων κάθε υποψηφιότητας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση Τ-169/89,

Erik Dan Frederiksen, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενος από τον Georges Vandersanden, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Schmitt, 62, avenue Guillaume,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον Jorge Campinos, jurisconsultum, επικουρούμενο από τον Didier Petersheim, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και από τον Vanderberghe, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 3ης Ιουλίου 1989, με την οποία η Χ προήχθη σε θέση γλωσσικού συμβούλου στο τμήμα δανικής μετάφρασης (Γενική Διεύθυνση Μεταφράσεως και Γενικές Υπηρεσίες) και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, του σημειώματος της υπηρεσίας προσλήψεων, της 17ης Ιουλίου 1989, που πληροφόρησε τον προσφεύγοντα για την απόρριψη της υποψηφιότητάς του για την ίδια αυτή θέση,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Garcia-Valdecasas, πρόεδρο, D. A. O. Edward και R. Schintgen, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

αφού έλαβε υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 5ης Δεκεμβρίου 1990 και 3ης Οκτωβρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


Το ιστορικό της προσφυγής

1 Ο προσφεύγων, Erik Dan Frederiksen, είναι κύριος μεταφραστής βαθμού LA 4 στο τμήμα της δανικής μετάφρασης, που υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση VII (Μετάφραση και Γενικές Υπηρεσίες) (στο εξής: ΓΔ VII) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Κοινοβούλιο). Αφού δίδαξε, με την ιδιότητα του διπλωματούχου καθηγητή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα στη Δανία από το 1965, προσελήφθη στο Κοινοβούλιο την 1η Αυγούστου 1973. Διορίστηκε σε θέση μεταφραστή του βαθμού LA 7, αφού δε έγινε αναθεωρητής προήγετο κανονικά ως το βαθμό LA 4, τον οποίο απέκτησε την 1η Ιανουαρίου 1978. Κατά τον Ιούλιο του 1979 μετετάγη στο τμήμα ορολογίας, όπου εργάστηκε ως τον Μάϊο του 1988, οπότε επανήλθε στο τμήμα της δανικής μετάφρασης. Στην υπηρεσία αυτή είχε μεταξύ άλλων και την ευθύνη της οργανώσεως μαθημάτων γαλλικής γλώσσας.

2 Στις 9 Ιανουαρίου 1989, το Κοινοβούλιο δημοσίευσε μια ανακοίνωση περί υπάρξεως κενής θέσεως με τον αριθμό 5809, η οποία αφορούσε τη θέση του γλωσσικού συμβούλου βαθμού LA 3 στο τμήμα της γαλλικής μετάφρασης. Τα κρίσιμα σημεία της ανακοινώσεως ήταν τα ακόλουθα:

"Φύση των καθηκόνων

Γλωσσικός σύμβουλος υπό την εποπτεία του προϊσταμένου τμήματος, επιφορτισμένος ιδίως να τον επικουρεί στους ακολούθους τομείς:

- επαγγελματική εκπαίδευση των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων του τμήματος

- εκπαίδευση και παρακολούθηση της εργασίας των νέων μεταφραστών (μεταφραστριών) και των ασκουμένων υποτρόφων

- οργάνωση της τεκμηρίωσης του τμήματος, ιδίως για την καθιέρωση ειδικών φακέλων τεκμηρίωσης για την εξυπηρέτηση των αναγκών των μεταφραστών, πληροφορική επεξεργασία της εργασίας τεκμηρίωσης και ορολογίας του τμήματος

- έλεγχος της ποιότητας των μεταφρασμένων κειμένων.

Ο γλωσσικός σύμβουλος μπορεί να κληθεί να μεταφράσει και να αναθεωρήσει δυσχερή κείμενα και μπορούν να του ανατεθούν ειδικά καθήκοντα στο πλαίσιο της οργανώσεως του τμήματος.

Αντικατάσταση σε περίπτωση κωλύματος του προϊσταμένου τμήματος.

Τα καθήκοντα αυτά απαιτούν ικανότητα και ενδιαφέρον για βελτίωση και εξέλιξη των μεθόδων εργασίας ενός γλωσσικού τμήματος, αφενός, και για παρακολούθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, αφετέρου.

Απαιτούμενα προσόντα και γνώσεις

- Εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου αναγνωρισμένη με δίπλωμα ή επαγγελματική πείρα που να εγγυάται ισότιμο επίπεδο

- αποδεδειγμένη επαγγελματική πείρα στο πεδίο της μετάφρασης και της αναθεώρησης

- γνώση των τεχνικών πληροφορικής εφαρμοζομένων στις διοικητικές εργασίες

- γλωσσικές γνώσεις: γνώση της δανικής γλώσσας οι υποψήφιοι πρέπει επιπλέον να γνωρίζουν σε βάθος δύο άλλες επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επίσης καλή γνώση μιας τέταρτης από αυτές τις γλώσσες η γνώση πέμπτης γλώσσας είναι επιθυμητή και η γνώση άλλων γλωσσών (...) θα ληφθεί υπόψη."

3 Στον "απολογισμό των δραστηριοτήτων της ΓΔ VII κατά το οικονομικό έτος 1988", η Garmen G. de Enterria, Γενική Διευθύντρια της ΓΔ VII, εξέθεσε τα εξής:

"Πέραν των (...) τεχνικών προβλημάτων, η διεύθυνση μεταφράσεως αντιμετώπιζε πάντοτε προβλήματα αντικαταστάσεως του απουσιάζοντος για διαφόρους λόγους προσωπικού: ημιαπασχόληση, ασθένεια, άδεια άνευ αποδοχών, επαγγελματική επιμόρφωση.

Οι προοπτικές αναπτύξεως αυτής της διεύθυνσης χρειάζονται, όπως και για τη διεύθυνση εκδόσεων, καλύτερη χρησιμοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και γενίκευση των συγχρόνων τεχνολογιών.

Σχετικά, το σχέδιο ειδικής επαγγελματικής επιμόρφωσης στη διεύθυνση έγινε πολύ ευνοϊκά αποδεκτό τόσο από τους μεταφραστές όσο και από τους γραμματείς των ομάδων δακτυλογραφήσεως."

Κατέληξε δε ως εξής:

"Πρέπει να καταβληθεί σημαντική προσπάθεια στα θέματα επιμόρφωσης και στη χρήση νέων τεχνολογιών."

4 Ο προσφεύγων και άλλα δύο μέλη του τμήματος δανικής μετάφρασης, η Χ και ο Υ, υπέβαλαν τις υποψηφιότητές τους μετά τη δημοσίευση της προαναφερθείσας ανακοινώσεως κενής θέσης.

5 Η Χ εισήλθε στην υπηρεσία του Κοινοβουλίου στις 2 Φεβρουαρίου 1973. Προήχθη στον βαθμό LA 4 την ίδια ημερομηνία με τον προσφεύγοντα. Εργάστηκε πάντα, στην αρχή ως μεταφράστρια, κατόπιν ως αναθεωρητής, στο τμήμα δανικής μετάφρασης. Για λόγους οικογενειακούς εργάστηκε από την 1η Σεπτεμβρίου 1979 με μερική απασχόληση, εκτός από την περίοδο μεταξύ 1ης Απριλίου και 1ης Οκτωβρίου 1983.

6 Ο Υ εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Φεβρουαρίου 1976, το 1977 μετετάγη στο Συμβούλιο και το 1979 στο Κοινοβούλιο. Το 1986 προήχθη στον βαθμό LA 4. Στο Κοινοβούλιο εργάστηκε πάντοτε στο τμήμα της δανικής μετάφρασης. Κατά την περίοδο 1987/1988 ήταν υπεύθυνος, μέσα στο τμήμα αυτό, για τις εργασίες ορολογίας και για τον σύνδεσμο με τα γραφεία και τις ομάδες ορολογίας των λοιπών οργάνων των Κοινοτήτων.

7 Στις εκθέσεις βαθμολογίας για την περίοδο 1983/1984 οι τρεις υποψήφιοι πέτυχαν ένα χαρακτηρισμό "άριστα" και δύο "καλά". Για την περίοδο 1985/1986 ο προσφεύγων έλαβε ένα χαρακτηρισμό "άριστα" (ποιότητα εργασίας), δύο "πολύ καλά" και πέντε "καλά" Η Χ έλαβε ένα χαρακτηρισμό "άριστα" (γνώσεις), τέσσερα "πολύ καλά" και τρία "καλά" και ο Υ δύο χαρακτηρισμούς "άριστα" (γνώσεις και ποιότητα εργασίας), τέσσερα "πολύ καλά" και δύο "καλά". Για την περίοδο 1985/1986 ο πρώτος βαθμολογητής του προσφεύγοντος ήταν ο ιεραρχικά

προϊστάμενός του στο τμήμα ορολογίας, Minnaert. Η Χ και ο Υ κρίθηκαν από τον ίδιο βαθμολογητή του τμήματος της δανικής μετάφρασης.

8 Κάθε έκθεση βαθμολογίας περιείχε δήλωση του ενδιαφερομένου για τις γλωσσικές του γνώσεις. Στην έκθεση της περιόδου 1985/1986 ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι έχει "πολύ καλή" γνώση της γερμανικής, της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας, "καλή" γνώση της ιταλικής και της ισπανικής γλώσσας και "μέτρια" γνώση της ολλανδικής γλώσσας η Χ "πολύ καλή" γνώση της γερμανικής, αγγλικής, γαλλικής και ιταλικής γλώσσας και "καλή" γνώση της ελληνικής και της ολλανδικής γλώσσας και ο Υ "πολύ καλή" γνώση τεσσάρων γλωσσών πλην της δανικής, δηλαδή της γερμανικής, της αγγλικής, της γαλλικής και της ολλανδικής.

9 O προσφεύγων παρακολούθησε πέντε σειρές μαθημάτων πληροφορικής που διοργανώθηκαν από το Κοινοβούλιο ((εισαγωγή στη πληροφορική Ι και ΙΙ (3 ημέρες η κάθε σειρά), MS-DOS (2 ημέρες), dBase III (4 ημέρες) και Open Access II (5 ημέρες) )). Σε σημείωμα που είχε επισυνάψει στην αίτηση υποψηφιότητάς του ο προσφεύγων δήλωσε ότι, πέραν των γνώσεων που μπόρεσε να αποκτήσει χάρη σ' αυτά τα μαθήματα, χρησιμοποιούσε ειδικά προγράμματα (ιδίως το WorPerfect) καθώς και τις βάσεις των δεδομένων Epoque, Celex, APC και Eurodicautom ότι ήταν κύριος/χρήστης ενός προγραμματιστή Commodore PC 10-III (που περιέχει σκληρό δίσκο 32 Mb, καθώς και δύο αναγνωστών δισκετών "5.25 και 3.5", αντίστοιχα, και μια εκτυπωτική μηχανή matrix NEC P2200), εξοπλισμένου με λογισμικά GW-Basic και MS-DOS ότι διέθετε και ορισμένα άλλα προγράμματα και εργαλεία όπως το dBase III Plus και PC Tools τέλος, ότι εργαζόταν με το λογισμικό Open Access που είχε πρόσφατα τοποθετηθεί σ' έναν από τους νέους υπολογιστές M240 του τμήματος της δανικής μετάφρασης. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 1989, ο προσφεύγων παρακολούθησε δύο σειρές μαθημάτων συμπληρωματικής εκπαίδευσης σε

Open Access II (5 ημέρες) και Open Access II Advanced (5 ημέρες). Η Χ παρακολούθησε δύο σεμινάρια που διηύθυνε ο Υ με αντικείμενο την εισαγωγή στη χρήση των βάσεων δεδομένων Eurodicautom και Epoque έλαβε ορισμένες πληροφορίες για τη χρήση των εν λόγω βάσεων δεδομένων Eurodicautom και Epoque, καθώς και έναν οδηγό για τη χρήση του Epoque εξάλλου, για να συμβουλεύεται αυτές τις βάσεις δεδομένων στο πλαίσιο της εργασίας της ως μεταφράστριας-αναθεωρήτριας, χρησιμοποιούσε ένα τερματικό τηλέτυπο χωρίς επεξεργαστή. Στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων που διέταξε το Πρωτοδικείο, το Κοινοβούλιο ζήτησε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Χ, σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις, διέθετε στο σπίτι της έναν υπολογιστή Commodore 128 από το 1988. 'Οσον αφορά τον Υ, του οποίου οι γνώσεις σχετικά με την πληροφορική δεν είχαν προσδιοριστεί λεπτομερειακά, από τον φάκελο προκύπτει ότι είχε διευθύνει τα προαναφερθέντα σεμινάρια για τους μεταφραστές του δανικού τμήματος ότι είχε ετοιμάσει έναν οδηγό για τη χρήση της βάσης δεδομένων Epoque και ότι κατά την περιόδο 1987/1988 παρακολούθησε μαθήματα εκπαίδευσης για τη χρήση του λογισμικού Open Access (5 ημέρες) και τις βάσεις δεδομένων Celex.

10 Με υπηρεσιακό σημείωμα της 2ας Φεβρουαρίου 1989 που απηύθυνε στην De Enterria ο John Hargreaves, διευθυντής μεταφράσεως και ορολογίας, σχολίασε τις τρεις υποψηφιότητες για τη θέση του γλωσσικού συμβούλου ως εξής:

"Κατόπιν αυτής της ανακοίνωσης υποβλήθηκαν τρεις υποψιότητες.

'Οσον αφορά την αρχαιότητα στον βαθμό, δύο υποψήφιοι, ο Frederiksen και η Χ, έχουν την ίδια αρχαιότητα - η δε αρχαιότητά τους στην υπηρεσία είναι εξάλλου σχεδόν η ίδια.

Ο τρίτος υποψήφιος, Υ, έχει σαφώς μικρότερη αρχαιότητα στον βαθμό και στην υπηρεσία.

'Οσον αφορά τις εκθέσεις βαθμολογίας, η του Υ είναι κατά πολύ ανώτερες, ακολουθούνται δε κατά σειρά από τις εκθέσεις της Χ και του Frederiksen. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκθέσεις αυτές αφορούν την εργασία τους ως αναθεωρητών/κυρίων μεταφραστών.

Οι τρεις υποψήφιοι έχουν ευρύ φάσμα γλωσσικών γνώσεων.

Η Χ είναι μεταφράστρια/αναθεωρήτρια τα επαγγελματικά προσόντα της οποίας στο τμήμα δεν χρειάζονται περισσότερη απόδειξη. 'Εχει παρακολουθήσει μαθήματα γλώσσας, αλλά δεν έχει αποκτήσει άλλες γνώσεις που θα μπορούσαν να την προετοιμάσουν στην εργασία εκπαίδευσης, τεκμηρίωσης και πληροφορικής που απαιτούνται για τη φύση των καθηκόντων.

Ο Υ έχει επιτελέσει, πέραν των καθηκόντων του ως μεταφραστή/αναθεωρητή, εργασία ορολογίας και τεκμηρίωσης που εκτιμήθηκε πολύ στο τμήμα και επίσης σε συνδυασμό με την ομάδα "δανική ορολογία του Συμβουλίου". Εξάλλου, έχει διοργανώσει μαθήματα επιμορφώσεως για την εξοικείωση των μεταφραστών του τμήματος με ορισμένες βάσεις δεδομένων.

Ο Frederiksen είναι επίσης μεταφραστής/αναθεωρητής τα προσόντα του οποίου εκτιμώνται πολύ στο τμήμα. Εργάστηκε επί πολλά έτη στο τμήμα ορολογίας όπου απέκτησε πολύ χρήσιμη πείρα τεκμηρίωσης και πληροφορικής, πεδία στα οποία διαθέτει αξιοσημείωτες ικανότητες. Πριν προσληφθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέκτησε, άλλωστε, παιδαγωγική πείρα που θα είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη για τα έργα εκπαίδευσης και παρακολούθησης που αναφέρονται στην ανακοίνωση κενής θέσης.

Ενόψει των χαρακτηριστικών των υποψηφίων η εκλογή πρέπει να γίνει μεταξύ του Υ και του Frederiksen.

Λόγω της μεγαλύτερης αρχαιότητας στον βαθμό του Frederiksen, ο οποίος έχει άλλωστε και αρκετά μεγαλύτερη ηλικία από τον Υ, προτείνω την προαγωγή του Frederiksen.

H εκλογή του μπορεί να εξασφαλίσει τη συνέχιση της θαυμάσιας λειτουργίας αυτού του τμήματος: ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις της θέσης και απολαμβάνει επιπλέον του σεβασμού των συναδέλφων του λόγω των προσωπικών του προσόντων καθώς και της πείρας του που είναι αποδεδειγμένη σε όλους τους αναγκαίους τομείς."

11 Με υπηρεσιακό σημείωμα της 10ης Μαρτίου 1989, η De Enterria προέτεινε στον γενικό διευθυντή διοικήσεως, προσωπικού και οικονομικών την προαγωγή της Χ στη θέση του γλωσσικού συμβούλου "για τους λόγους που εκτίθενται στο συνημμένο σημείωμα". Στο σημείωμα αυτό αναφέρονταν τα εξής:

"Από τις τρεις υποψηφιότητες που υποβλήθηκαν κατόπιν αυτής της ανακοίνωσης προκύπτει ότι:

- όσον αφορά την αρχαιότητα στην υπηρεσία, η Χ προηγείται και ακολουθείται κατά σειρά από τον Frederiksen και τον Υ

- όσον αφορά την αρχαιότητα στον βαθμό, η Χ και ο Frederiksen έχουν την ίδια, ο δε Υ σημαντικά κατώτερη

- όσον αφορά τις εκθέσεις βαθμολογίας: από τους αρχαιοτέρους υποψηφίους οι εκθέσεις της Χ περιέχουν 'άριστα' στη στήλη 1 (γενικές και επαγγελματικές γνώσεις απαραίτητες για την επιτέλεση των καθηκόντων) και 4 (ικανότητα οργανώσεως - πνεύμα και μέθοδος) ενώ ο Frederiksen έχει μόνον 'πολύ καλά' . Κατά τα λοιπά οι εκθέσεις πρέπει να θεωρηθούν ισότιμες.

Από τους δύο υποψηφίους η Χ και ο Υ εργάστηκαν πάντοτε στο τμήμα της δανικής μετάφρασης, ενώ ο Frederiksen άσκησε τα καθήκοντά του στο τμήμα ορολογίας μεταξύ Ιουλίου 1979 και Μαΐου 1988.

Οι τρεις υποψήφιοι έχουν ευρύ φάσμα γλώσσεων, αλλά μόνον η Χ γνωρίζει την ελληνική γλώσσα και στο επίπεδο της αναθεώρησης.

Κατόπιν συγκρίσεως των προσόντων των τριών υποψηφίων και λαμβάνοντας υπόψη αφενός μεν την κατάσταση των θέσεων του συνόλου των στελεχών στη διεύθυνση μεταφράσεως (επί 21 θέσεων LA 3, τρεις μόνον θέσεις κατέχονται από γυναίκες) αφετέρου δε υπό το φως του προγράμματος δράσης που ακολουθεί το όργανό μας για την τήρηση της αρχής της ισότητας ευκαιριών για άνδρες και γυναίκες προτείνω την προαγωγή της Χ στη θέση του γλωσσικού συμβούλου, έστω και αν η υποψήφια είναι προς το παρόν υποχρεωμένη να εργάζεται με ημιαπασχόληση για λόγους οικογενειακούς (μικρά παιδιά)."

12 Αυτή η πρόταση προαγωγής της Χ έδωσε λαβή την ίδια μέρα σε διαμαρτυρία που απευθύνθηκε στον Hargreaves από 27 διερμηνείς και 6 γραμματείς του τμήματος της δανικής μετάφρασης, περιλαμβανομένου και του Υ, για τον λόγο ότι δεν ελήφθη υπόψη η υπόδειξη του Hargreaves, "μολονότι η υπόδειξή του είχε στηριχτεί αυστηρά και αποκλειστικά στην ανακοίνωση κενής θέσης που είχε εγκρίνει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή".

13 Με υπηρεσιακό σημείωμα της 14ης Μαρτίου 1989 ο Hargreaves ζήτησε από την De Enterria να επανεξετάσει την πρότασή της για τους λόγους ιδίως ότι τα χαρακτηριστικά της Χ δεν ανταποκρίνονταν τόσο καλά στις απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσης και ότι η εργασία με ημιαπασχόληση δεν συμβιβαζόταν με την άσκηση των έργων του γλωσσικού συμβούλου στο Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι τα καθήκοντα αυτής της θέσης συνδέονται ευθέως με τον ρυθμό των κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων. Η De Enterria του απάντησε στις 22 Μαρτίου 1989 ότι τα στοιχεία επί των οποίων επέστησε την προσοχή της δεν την έκαναν να μεταβάλει την άποψή της.

14 Η De Enterria έστειλε στις 26 Απριλίου 1989 ένα υπηρεσιακό σημείωμα στον Hans Drangsfeldt, προϊστάμενο του τμήματος της δανικής μετάφρασης, με το οποίο του ζητούσε να βεβαιώσει "ότι η προαγωγή της Χ σε γλωσσικό σύμβουλο δεν θα

προκαλούσε κανένα ασυμβίβαστο με την εύρυθμη λειτουργία του τμήματός σας". Αντίγραφο του σημειώματος αυτού έστειλε και στον Hargreaves. Την ίδια μέρα ο Hargreaves έγραψε στην De Enterria ότι, αν ήθελε να επιβάλει την εκλογή της, αυτή θα έπρεπε να αναλάβει όλη την ευθύνη "χωρίς να ζητεί από τον Drangsfeldt ή από εμένα να επικυρώσουμε απόφαση που σεις, και μόνον σεις, ελάβατε".

15 Στις 16 Μαΐου 1989, μετά από συζήτηση με την De Enterria, ο Drangsfeldt της έγραψε "ότι μακροπρόθεσμα από την προαγωγή υποψηφίου που ασφαλώς δεν πληροί τα τυπικά προσόντα που απαιτεί η ανακοίνωση κενής θέσης υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί αναστάτωση των υπαλλήλων του τμήματος έναντι του οργάνου". Σε μεταγενέστερο σημείωμα της 31ης Μαΐου 1989 o Drangsfeldt υπογράμμισε τα εξής:

"'Ενα από τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται από την ανακοίνωση κενής θέσης είναι 'γνώση των εφαρμοσμένων τεχνικών πληροφορικής στις εργασίες διαχειρίσεως' . Η Χ δεν διαθέτει το τυπικό αυτό προσόν που είναι απολύτως απαραίτητο όχι μόνο για την εκπλήρωση των καθηκόντων που απαριθμούνται υπό τον τίτλο 'φύση των καθηκόντων' , αλλά προπαντός για την ανάπτυξη και τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη ορθολογική οργάνωση του τμήματος."

16 Σ' ένα υπηρεσιακό σημείωμα της 7ης Ιουνίου 1989, που έστειλε στον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, η De Enterria ενέμεινε στην πρότασή της, υποστηρίζοντας ότι:

"Καθόσον αφορά τα προσόντα που αφορούν 'τη γνώση των εφαρμοσμένων τεχνικών πληροφοριών (sic) στις εργασίες διαχειρίσεως' , η έλλειψη των οποίων, κατά τη γνώμη του προϊσταμένου του οικείου τμήματος, θα μπορούσε 'μακροπρόθεσμα (...) να επιφέρει αναστάτωση των υπαλλήλων του τμήματος (...)' , κανένα στοιχείο δεν μας επιτρέπει να προδικάσουμε οποιαδήποτε πνευματική ανικανότητα εκ μέρους της προτεινομένης υποψηφίου. Είναι ακριβές ότι στον ατομικό φάκελο του άλλου υποψηφίου

υπάρχουν τρία πιστοποιητικά σχετικά με τα μαθήματα 'Open Access' και 'Wordperfect' που διοργανώθηκαν από το Κοινοβούλιο. Η έλλειψη πιεστικής εργασίας στο τμήμα της ορολογίας στην οποία υπηρετούσε ο εν λόγω υποψήφιος κατά την περίοδο μεταξύ 19ης Ιουλίου 1979 και 1ης Μαΐου 1988, του επέτρεψε ασφαλώς να επωφεληθεί από αυτά τα πλεονεκτήματα της επαγγελματικής επιμόρφωσης.

Ως προς την προτεινομένη από τη Γενική Διεύθυνση υποψηφία, μπόρεσα να βεβαιωθώ ότι χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις πληροφορικής του τμήματος για τις εργασίες βάσεως, όπως είναι οι έρευνες τεκμηρίωσης και προηγουμένων: κατά τα προηγούμενα έτη είχε γίνει μια de facto βασική εκπαίδευση πληροφορικής στους δανούς αναθεωρητές από συναδέλφους του τμήματος. Εξάλλου, συμπληρωματική επιμόρφωση μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε λίγες μόνον ημέρες εφόσον πρόκειται για τα ίδια μαθήματα που παρακολουθούν οι υπάλληλοι του θεσμικού μας οργάνου, όπου έχουν αναμειχθεί όλες οι κατηγορίες (...)

Για όλους αυτούς τους λόγους και προς υποστήριξη των επιχειρημάτων που περιλαμβάνονται στην πρότασή μου της 10ης Μαρτίου (αρχαιότητα, προσόντα, συναίσθηση ευθύνης), σας παρακαλώ, κύριε Γενικέ Γραμματέα, να ευαρεστηθείτε να υπογράψετε την προαγωγή της Χ (...)".

17 Στις 3 Ιουλίου 1989, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) προήγαγε τη Χ στη σταδιοδρομία γλωσσικού συμβούλου, στον βαθμό LA 3, από της 1ης Ιουνίου 1989.

18 Ο προσφεύγων υπέβαλε στις 12 Ιουλίου 1989, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί προαγωγής της Χ.

19 Στις 17 Ιουλίου 1989, ο προσφεύγων έλαβε έγγραφο της υπηρεσίας προσλήψεων, το οποίο τον πληροφορούσε ότι απορρίφθηκε η υποψήφιότητά του.

20 Η προαγωγή της Χ έδωσε αφορμή, στις 2 Αυγούστου 1989, σε διαμαρτυρία εκ μέρους της αντιπροσωπείας μεταφραστών του Κοινοβουλίου για τον λόγο κυρίως ότι ο γλωσσικός σύμβουλος δεν μπορεί να εργάζεται επιτυχώς με μερική απασχόληση.

21 Στις 31 Αυγούστου 1989, η De Enterria, κατόπιν προσκλήσεως της νομικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, σχολίασε ως εξής τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος:

"Αφού εξέτασα προσωπικά τους φακέλους των τριών υποψηφίων της κενής θέσης (...), βρήκα την υποψηφιότητα της Χ ως την πλέον άξια η υποψηφιότητά της είχε πάντως απορριφθεί με την πρόταση των αμέσως προϊσταμένων της.

Καθόσον με αφορά, μόνον η υπηρεσιακή κατάσταση της Χ, δηλαδή η μερική της απασχόληση μ' έκανε να διστάσω. Επί του θέματος αυτού μπόρεσα να εξακριβώσω ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται αποκλειστικά σε οικογενειακές ανάγκες, που δεν έχουν όμως οριστικό χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτό, στις σκέψεις μου για την πρόταση πληρώσεως της θέσεως έκανα έκκληση στην προσπάθεια που καταβάλλει το θεσμικό μας όργανο για την τήρηση της αρχής της ισότητας ευκαιριών ανδρών και γυναικών (μια θετική ενέργεια κατά την έννοια αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί αναγκαία)."

22 Κληθείσα να διευκρινίσει "με ποια βάση μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι γνώσεις της Χ στις 'εφαρμοσμένες τεχνικές πληροφορικής στις εργασίες διαχειρίσεως' ήταν επαρκείς", η De Enterria απάντησε στις 3 Οκτωβρίου 1989 στη Νομική Υπηρεσία ως εξής:

"'Οσον αφορά ιδίως τις γνώσεις πληροφορικής της επιλεγείσας υποψηφίας, σας υπενθυμίζω ότι κατά την 'συγκριτική έρευνα των ουσιαστικών, προσόντων' που με ώθησε στο να προτείνω την προαγωγή της Χ, εξακρίβωσα επίσης, κατόπιν αντικειμενικών πληροφοριών που μου επιβεβαίωσε ο Υ, αναθεωρητής ειδικευμένος στην πληροφορική και ο οποίος έχει οργανώσει

τη διαρκή 'εσωτερική' επαγγελματική επιμόρφωση των δανών αναθεωρητών, ότι:

1) Η Χ είχε παρακολουθήσει τις δύο περιόδους επαγγελματικής επιμόρφωσης (σε ομάδες δύο ή τριών υπαλλήλων) που προβλέπονταν για το δανικό τμήμα

2) Χρησιμοποιούσε τακτικά και χωρίς 'τεχνική' βοήθεια τις κοινές εγκαταστάσεις του δανικού τμήματος για τις έρευνες τεκμηρίωσης και για τις σχέσεις με το γραφείο ορολογίας.

Κατέληξα ότι οι γνώσεις της ήταν επαρκείς για τις 'εργασίες διαχειρίσεως' που αναφέρονται στην ανακοίνωση κενής θέσης (πλήρωση μιας θέσης γλωσσικού συμβούλου)."

23 Στις 16 Οκτωβρίου 1989, η De Enterria έστειλε στη Νομική Υπηρεσία δεύτερο σημείωμα με το εξής περιεχόμενο:

"Δεδομένου ότι τα καθήκοντα του γλωσσικού συμβούλου δεν μπορούν κατά κανένα τρόπο να εξοιμοιωθούν με τα καθήκοντα ειδικού στην πληροφορική, επιμένω να σας επισημάνω ακόμη μια φορά ότι η περιγραφή των καθηκόντων που γίνεται στην ανακοίνωση κενής θέσης 5809 είναι ακριβώς η ίδια με εκείνην της ανακοίνωσης διαγωνισμού για την πλήρωση της ίδιας θέσης στο ισπανικό και στο πορτογαλικό τμήμα.

Επειδή ήμουν μέλος της εξεταστικής επιτροπής στους προαναφερθέντες διαγωνισμούς, θα ήθελα να σας πληροφορήσω, με προηγούμενη άδεια του Quemener, προέδρου της επιτροπής, ότι κατά τον καθορισμό των κριτηρίων για την έρευνα των φακέλων των υποψηφίων, η γνώση των τεχνικών πληροφορικής αποκλείστηκε από τη βαθμολόγηση των τίτλων, τούτο δε λόγω του επικουρικού χαρακτήρα που προσέδωσαν τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής στις εν λόγω γνώσεις.

'Ετσι λοιπόν, καίτοι είναι επιθυμητό, ακόμη και αναγκαίο, να μπορεί το σύνολο των στελεχών ενός μεταφραστικού τμήματος να χρησιμοποιεί τη βοήθεια της πληροφορικής, μου φαίνεται παράδοξο να μπορεί να στηριχτεί η εκλογή του υποψηφίου στο επίπεδο των γνώσεων που απέκτησε στο πεδίο

αυτό. Αν και στην περίπτωση της παρούσας διαφοράς η προτεινομένη υποψηφία ικανοποιούσε, όπως μπορείτε να εξακριβώσετε, τουλάχιστον το ελάχιστο αναγκαίο επίπεδο για την αντιμετώπιση των απαιτήσεων της εργασίας."

24 Οι ανακοινώσεις στις οποίες αναφέρθηκε η De Enterria στο σημείωμά της της 16ης Οκτωβρίου 1989 αφορούσαν τους γενικούς διαγωνισμούς PE/126/LA και ΡΕ/127/LA, που προκήρυξε από το Κοινοβούλιο για την πλήρωση αντιστοίχως μιας θέσης γλωσσικού συμβούλου ισπανικής γλώσσας και μια θέση γλωσσικού συμβούλου πορτογαλικής γλώσσας (ΕΕ 1988, C 114, σ. 19 - ισπανική έκδοση - και σ. 17 - πορτογαλική έκδοση). Στο κεφάλαιο "απαιτούμενοι τίτλοι, διπλώματα και πείρα", στις ανακοινώσεις αυτές αναγραφόταν ότι:

"Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν:

- κατάρτιση πανεπιστημαικού επιπέδου (...)

- αποδεδειγμένη επαγγελματική πείρα στο πεδίο της μετάφρασης και της αναθεώρησης.

Εξάλλου, (ισπανικό κείμενο) είναι επιθυμητό να γνωρίζει ο υποψήφιος τις εφαρμοσμένες τεχνικές της πληροφορικής στις εργασίες διαχειρίσεως/(πορτογαλικό κείμενο) η γνώση των εφαρμοσμένων τεχνικών της πληροφορικής στη διαχείριση είναι επιθυμητή."

25 Εν τω μεταξύ καταρτίστηκαν οι εκθέσεις βαθμολογίας των τριών υποψηφίων για την περίοδο 1987/1988. Ο Υ έλαβε τρεις χαρακτηρισμούς "άριστα" (γνώσεις, ικανότητα οργανώσεως και ποιότητα εργασίας), τρεις "πολύ καλά" και δύο "καλά" η Χ δύο χαρακτηρισμούς "άριστα" (γνώσεις και ποιότητα εργασίας), τρεις "πολύ καλά" και τρεις "καλά" και ο προσφεύγων τρεις "άριστα" (γνώσεις, ικανότητα οργανώσεως και ποιότητα εργασίας), τέσσερις "πολύ καλά" και έναν "καλά". Η

έκθεση του προσφεύγοντος για την τελευταία αυτή περίοδο περιείχε την ακόλουθη κρίση:

"Ο ενδιαφερόμενος είναι εξαιρετικά ικανός στην άσκηση των καθηκόντων του. Χάρη στις βαθιές γνώσεις του στην πληροφορική, την παιδαγωγική και την ορολογία, η συνεισφορά του στις εγασίες του τμήματος στο σύνολό του εκτιμάται πάρα πολύ."

'Οσον αφορά τις γνώσεις σε γλώσσες, η Χ προέβαλε την απόκτηση νέων γνώσεων επιπέδου "μετρίου" στα ισπανικά, ο δε προσφεύγων την απόκτηση νέων γνώσεων επιπέδου "καλά" στα πορτογαλικά. Κατά την περίοδο που ενδιαφέρει ο προσφεύγων παρακολούθησε μαθήματα ισπανικής επιπέδων ΙΙΙ-V. Oι τρεις εκθέσεις είχαν υπογραφεί αντίστοιχα από τον Drangsfeldt, ως πρώτο βαθμολογητή, στις 21 Ιουλίου 1989, από τον Hargreaves ως τελικό βαθμολογητή, στις 26 Ιουλίου 1989, από τον προσφεύγοντα στις 31 Ιουλίου 1989, από τον Υ στις 2 Αυγούστου 1989 και από την Χ στις 19 Σεπτεμβρίου 1989.

26 Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 1989, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πληροφόρησε τον προσφεύγοντα για την απόρριψη της διοικητικής του ενστάσεως με την ακόλουθη αιτιολογία:

"(...) από τη συγκριτική ανάλυση των τυπικών προσόντων, των ουσιαστικών προσόντων και των εκθέσεων βαθμολογίας των διαφόρων υποψηφίων φάνηκε ότι η υποψηφιότητα της Χ ανταποκρινόταν καλύτερα στις απαιτήσεις που αναφέρονταν στην προμνημονευθείσα ανακοίνωση κενής θέσης, κυρίως λόγω του ότι διέθετε ευρύτερο φάσμα γλωσσικών γνώσεων, καλύτερη έκθεση βαθμολογίας για την περίοδο 1985/1986 και μεγαλύτερη αρχαιότητα στην υπηρεσία από τους άλλους υποψηφίους. Επιπλέον, και αντιθέτως από τους ισχυρισμούς σας, δεν φαίνεται ότι η Χ, η οποία επιμορφώθηκε στην

πρακτική της πληροφορικής σε θέματα τεκμηρίωσης και ορολογίας, έχει στο πεδίο αυτό ανεπαρκή προσόντα σε σχέση με την ανακοίνωση κενής θέσης (...)

Προσθέτω τέλος ότι η εργασία κατά μερική απασχόληση δεν μειώνει σε τίποτα το δικαίωμα προαγωγής ενός υπαλλήλου. Η προαγωγή μπορεί μόνον να μην επιτρέψει αργότερα τη διατήρηση της μερικής απασχόλησης, αν η μερική αυτή απασχόληση αποδειχθεί ότι είναι ασυμβίβαστη με το συμφέρον της υπηρεσίας".

27 Μετά την προαγωγή της η Χ ζήτησε και έλαβε, στις 4 Δεκεμβρίου 1989, την άδεια να εργάζεται κατά μερική απασχόληση ως τις 30 Σεπτεμβρίου 1990. Κατόπιν ερωτήσεως του Πρωτοδικείου, το Κοινοβούλιο κατέστησε γνωστό, στις 29 Μαρτίου 1990, ότι η Χ ήταν μεταξύ των υπαλλήλων του Κοινοβουλίου βαθμού Α 3, LA 3 ή ανωτέρου βαθμού, ο μόνος υπάλληλος στον οποίο είχε επιτραπεί να ασκεί τα καθήκοντά του κατά μερική απασχόληση κατά τα τελευταία πέντε έτη.

Διαδικασία

28 Υπό τις περιστάσεις αυτές, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Δεκεμβρίου 1989, ο προσφεύγων άσκησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως που προήγαγε την Χ στη θέση του γλωσσικού συμβούλου.

29 Κατόπιν αιτήσεως του Πρωτοδικείου το καθού κατέθεσε στις 29 Μαρτίου 1990 ορισμένα έγγραφα σχετικά με τη συγκριτική εξέταση των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων για την προς πλήρωση θέση, η προσκόμιση των οποίων είχε ζητηθεί με την προσφυγή ή των οποίων μνεία γινόταν στο υπόμνημα αντικρούσεως.

30 Στις 27 Απριλίου 1990, οι Soren Anker Christensen, Vibeke Emborg, Elke Flatterich, Ebbe Torring Jensen, Jorn Kofoed-Nielsen, Lennart Bach Nielsen, Nini Pedersen, Hanne Riisberg και Leif Winther υπέβαλαν αίτηση παρεμβάσεως

υπέρ του προσφεύγοντος. Με Διάταξη της 13ης Ιουνίου 1990, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε.

31 Στις 17 Ιουλίου 1990, κηρύχθηκε περαιωμένη η έγγραφη διαδικασία.

32 Στις 20 Σεπτεμβρίου 1990 ο προσφεύγων επανέλαβε το αίτημα που είχε υποβάλει με το υπόμνημα απαντήσεώς του και με το οποίο ζητούσε να κατατεθούν από το Κοινοβούλιο ορισμένα συμπληρωματικά έγγραφα στον φάκελο. Με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 1990 το Κοινοβούλιο έλαβε θέση επί του αιτήματος αυτού.

33 Στις 25 Οκτωβρίου 1990, κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο ζήτησε από το Κοινοβούλιο να καταθέσει όλα τα έγγραφα στα οποία αναφέρθηκε ο προσφεύγων, εφόσον τα έγγραφα αυτά βρίσκονταν στα αρχεία του Κοινοβουλίου ή στα αρχεία των υπηρεσιών του και δεν είχαν ήδη κατατεθεί στον φάκελο, καθώς και κάθε έγγραφο σχετικά με τη σύνταξη της επίμαχης ανακοίνωσης κενής θέσης. Την ίδια μέρα άρχισε το Πρωτοδικείο την προφορική διαδικασία.

34 Ανταποκρινόμενο στην αίτηση του Πρωτοδικείου, το Κοινοβούλιο κατέθεσε στον φάκελο ορισμένα συμπληρωματικά εγγράφα. Το Κοινοβούλιο βεβαίωσε ότι δεν διέθετε κανένα άλλο έγγαφο σχετικά με την απόφαση προαγωγής της Χ, με την απόφαση που απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος ή με την αιτιολογία των αποφάσεων αυτών. Το Κοινοβούλιο βεβαίωσε επίσης ότι οι υπηρεσίες του δεν κράτησαν κανένα έγγραφο σχετικά με τη σύνταξη της ανακοίνωσης κενής θέσης, πλην του τελικού οριστικού κειμένου.

35 Η προφορική διαδικασία διεξήχθη στις 5 Δεκεμβρίου 1990. Οι εκπρόσωποι των διαδίκων αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου. Κατά τη

λήξη της συνεδριάσεως, ο Πρόεδρος ανήγγειλε ότι το Πρωτοδικείο θα διέτασσε τη διεξαγωγή συμπληρωματικών αποδείξεων υπό μορφή που θα ανακοινωνόταν αργότερα στους διαδίκους.

36 Με Διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 1990, το Κοινοβούλιο κλήθηκε να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες και να καταθέσει συμπληρωματικά έγγραφα για να μπορέσει το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει πράγματι, αφενός μεν, ποια ήταν η φύση των γνώσεων της Χ στις τεχνικές της πληροφορικής, αφετέρου δε, βάσει ποιων πληροφοριών και συστάσεων ελήφθησαν οι αποφάσεις του Προέδρου του Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 1989, περί προαγωγής της Χ, και της 29ης Νοεμβρίου 1989, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος. Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1991, το Κοινοβούλιο απάντησε στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, εξηγώντας ιδίως ποια είναι η εσωτερική διαδικασία που ακολουθείται στις υπηρεσίες του όταν προετοιμάζεται μια πρόταση προαγωγής που προορίζεται για τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου ως ΑΔΑ. Την ίδια μέρα το Κοινοβούλιο κατέθεσε στον φάκελο ορισμένα συμπληρωματικά έγγραφα. Τα έγγραφα αυτά περιείχαν ιδίως μια έγγραφη δήλωση του Υ στα δανικά, σχετικά με το περιεχόμενο και τη διάρκεια των μαθημάτων που δίδαξε και τα οποία παρακολούθησε η Χ, καθώς και αντίγραφο του συνόλου των εγγράφων που διαβιβάστηκαν στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ενόψει των οποίων ο τελευταίος, υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ, έλαβε τις αποφάσεις της 3ης Ιουλίου και της 29ης Νοεμβρίου 1989.

37 Με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 1991, σε απάντηση ερωτήσεως του Πρωτοδικείου, το Κοινοβούλιο δήλωσε ότι ορισμένα χειρόγραφα σημειώματα, που βρίσκονται στον φάκελο και διαβιβάστηκαν στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου με την πρόταση προαγωγής στη θέση του γλωσσικού συμβούλου, είχαν τοποθετηθεί προσωπικά από τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου.

38 Ενόψει των πληροφοριών και των εγγράφων που συνελέγησαν, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι έπρεπε να διατάξει πραγματογνωμοσύνη για να ενημερωθεί, αφενός μεν, επί των εφαρμοστέων κριτηρίων για να κριθούν οι γνώσεις ενός υποψηφίου στις "εφαρμοσμένες τεχνικές πληροφορικής στις εργασίες διαχειρίσεως", αφετέρου δε, επί του κατά πόσον τα κριτήρια αυτά πληρούνταν από έναν υποψήφιο που διέθετε αντίστοιχα τις γνώσεις του προσφεύγοντος και τις γνώσεις της Χ. 'Ετσι το Πρωτοδικείο κάλεσε τους διαδίκους, με έγγραφο του Γραμματέα του της 27ης Φεβρουαρίου 1991, να υποβάλουν τις προτάσεις τους, κατά το δυνατό από συμφώνου, για την εκλογή πραγματογνώμονα και τις τυχόν παρατηρήσεις τους επί των ερωτημάτων που σκόπευε να του υποβάλει το Πρωτοδικείο.

39 Με τηλεομοιοτυπία της 7ης Μαρτίου 1991, αντίγαφο της οποίας διαβιβάστηκε στο Πρωτοδικείο, ο προσφεύγων προέτεινε στο καθού τα ονόματα δύο προσώπων. Με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 1991 ο προσφεύγων υπέβαλε στο Πρωτοδικείο τις παρατηρήσεις του επί των προτεινομένων ερωτημάτων. Το καθού με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 1991, διατυπώνοντας τις παρατηρήσεις του επί των προτεινομένων ερωτημάτων, αμφισβήτησε τη σκοπιμότητα και το επαρκώς αιτιολογημένο της διενεργείας πραγματογνωμοσύνης που σκόπευε να διατάξει το Πρωτοδικείο. Ούτε προέτεινε το όνομα πραγματογνώμονα ούτε απάντησε στις προτάσεις του προσφεύγοντος. 'Οταν κλήθηκε εκ νέου, με έγγραφο του Γραμματέα του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 1991, να λάβει θέση επί της εκλογής πραγματογνώμονα, το καθού επανέλαβε, με έγγραφο της 12ης Απριλίου 1991, τις νομικές του αντιρρήσεις για τον ορισμό πραγματογνώμονα και κατά τα λοιπά επαφέθηκε στην κρίση του Πρωτοδικείου.

40 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να ορίσει αυτεπαγγέλτως πραγματογνώμονα, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που είχε τότε εφαρμογή mutatis

mutandis στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου. Με Διάταξη της 23ης Απριλίου 1991, διορίστηκε πραγματογνώμων η Helene Bauer Bernet, επίτιμη διευθύντρια, πρώην σύμβουλος της Νομικής Πληροφορικής στη Νομική Υπηρεσία της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

41 Η πραγματογνώμονας κατέθεσε την έκθεσή της στις 11 Ιουνίου 1991. Οι διάδικοι διατύπωσαν, μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, τις παρατηρήσεις τους επί της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης.

42 Η πραγματογνώμονας απάντησε με την έκθεσή της επί του ερωτήματος του Πρωτοδικείου σχετικά με τα κριτήρια που επιτρέπουν την εκτίμηση των γνώσεων των υποψηφίων στις "εφαρμοσμένες τεχνικές πληροφορικής στις εργασίες διαχειρίσεως" ως εξής:

"Τα κριτήρια (...) είναι κατά τη γνώμη μου τα ακόλουθα:

- γνώση ενός operating system επαρκώς ισχυρού και διαδεδομένου, που να επιτρέπει εφαρμογές διαχειρίσεως και να μπορεί να υποστεί διαμορφώσεις σε πολλαπλούς σταθμούς, παραδείγματος χάρη MS-DOS, Unix ή Noevell

- πρακτική της πληροφορικής επαρκή για να ανακαλύπτει και να λύνει κατά τρόπο αυτόνομο ήσσονος σημασίας προβλήματα

- πείρα πραγματικής εφαρμογής πολυλειτουργικής διαχείρισης, κατά το δυνατόν σε διοικητικό πλαίσιο".

43 Η πραγματογνώμονας εξέτασε στη συνέχεια τα τυπικά προσόντα της Χ και του προσφεύγοντος, όπως εκτίθενται πιο πάνω στη σκέψη 9, τα οποία της κοινοποιήθηκαν χωρίς άμεση αναφορά στις ταυτότητές τους. Η πραγματογνώμονας κατέληξε στα εξής:

"α) Εκπαίδευση

Ο πρώτος υποψήφιος (Χ) έχει λάβει εκπαίδευση ενημερωμένου χρήστη ή 'ανταποκριτή πληροφορικής' . Η εκπαίδευση αυτή, όσο μακρά και αν είναι, δεν δίνει ipso facto τις τεχνικές γνώσεις που επιτρέπουν την πληροφορική επεξεργασία των εργασιών διαχειρίσεως πρόκειται για ποιοτική διαφορά. (Η επιμονή του υποψηφίου για τη σημασία αυτής της εκπαίδευσης θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη ελλείψεως ευαισθησίας στις λοιπές πτυχές της πληροφορικής.)

β) Εξοπλισμός

Το operating system ενός οικειακού ηλεκτρονικού υπολογιστή τύπου Commodore 128 δεν εμφανίζει το περίπλοκο και δεν διαθέτει τις λειτουργίες του operating system ενός πραγματικού μικροϋπολογιστή διαχειρίσεως. Οι εφαρμογές διαχειρίσεως σε έναν τέτοιο ηλεκτρονικό υπολογιστή (με τη βοήθεια παραδείγματος χάρη του λογισμικού Superbase) είναι δευτερεύουσες. Ο υποψήφιος δεν επικαλείται άλλωστε τη χρήση τέτοιου λογισμικού."

'Οσον αφορά τις γνώσεις που διέθετε ο προσφεύγων, η πραγματογνώμονας κατέληξε στα εξής:

"'Ενας υποψήφιος που παρακολούθησε πέντε σειρές μαθημάτων σε θέματα πληροφορικής, 17 ημερών συνολικά (...), δεν μπορεί μεν να χαρακτηριστεί ως ειδικός στην πληροφορική, έχει όμως δείξει τουλάχιστον ικανότητα να αφομοιώσει ένα ελάχιστο ουσιωδών θεωρητικών γνώσεων ως προς το περιεχόμενο και ως προς το επίπεδο.

'Οσον αφορά τις πρακτικές πλευρές: ένας υποψήφιος, που έχει τον ακόλουθο εξοπλισμό (...) και περισσότερα κατάλληλα λογισμικά μεταξύ των οποίων το dBase III και ο οποίος έχει πείρα με Open Access εγκατεστημένο στο οικείο τμήμα μεταφράσεων, μπορεί να λογισθεί ότι έχει ορισμένη πρακτική."

44 Η πραγματογνώμονας εξετάστηκε κατά τη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 1991 και απάντησε στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου και του εκπροσώπου του

προσφεύγοντος. Ο εκπρόσωπος του Κοινοβουλίου αρνήθηκε να υποβάλει ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα.

45 'Οταν κλήθηκε να αναπτύξει τα κριτήρια που διατύπωσε στη γραπτή έκθεσή της, η πραγματογνώμονας εξήγησε ότι η εφαρμογή των τεχνικών της πληροφορικής επεξεργασίας στις εργασίες διαχειρίσεως περιλαμβάνει την ικανότητα

"να βρει κανείς τη σχέση μεταξύ του προβλήματος όπως μπορεί να διαμορφωθεί, να προτυποποιηθεί και εκείνου που προσφέρεται στην αγορά, που σήμερα είναι τα λογισμικά πρότυπα (...) (να βρει κανείς) τις αναγκαίες γέφυρες για να συναρμολογήσει αυτό που υφίσταται με εκείνο που επιθυμεί κανείς να έχει (...) πρέπει να έχει τη γνώση των λογισμικών δομών της πληροφορικής (...) (και) (...) να είναι σε θέση να γνωρίζει τις δυσχέρειες και τις δυνατότητες ενός (...) λογισμικού (...) (Το) πρόσωπο που αναφέρεται στην περιγραφή δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να είναι προγραμματιστής και δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για να του το ζητήσει κανείς. Δεν έχει ούτε ενδιαφέρον να είναι αναλυτής-προγραμματιστής (...) (αλλά) πρέπει να έχει πνευματική ικανότητα και γνώση που να του επιτρέπει να συνεργαστεί αποτελεσματικά με ένα πρόσωπο του τύπου αναλυτή-προγραμματιστή (...). Θα πρέπει να μπορεί να αντιλαμβάνεται καλά το πρόβλημα αλλά κατόπιν να μπορεί να το διατυπώνει κατά τρόπο που να είναι προσανατολισμένος στην πληροφορική, ανεξάρτητα από τον ορισμό του. Στο θέμα αυτό υπάρχει κάτι που απαιτεί πολύ μεγάλη ακρίβεια και γνώση των δυνατοτήτων της μηχανής ως προς την 'διαχείριση' ".

46 'Οταν κλήθηκε να διευκρινίσει τη φύση των γνώσεων ενός "χρήση", η πραγματογνώμονας εξήγησε ότι μια τέτοια εκπαίδευση:

"θα μπορούσε να είναι πολύ μακρά, πολύ τελειοποιημένη, πολύ καλή στο σημείο που να επιτρέπει τη μετάδοση της πληροφορίας σε πολλά πρόσωπα (...) Αυτό δεν εμποδίζει βέβαια, όταν είναι κανείς διαμορφωτής και χρήστης, να καταστεί διαχειριστής, αλλά πρόκειται για εκπαίδευση που δεν είναι η εκπαίδευση του διαχειριστή (...) Μπορεί να είναι κανείς

καλός χρήστης (...) μιας βάσης δεδομένων όπως είναι το Eurodicautom, χωρίς να έχει την παραμικρή γνώση της υπάρξεως ενός operating system".

47 'Οταν ρωτήθηκε για τις αντίστοιχες γνώσεις των δύο υποψηφίων, η πραγματογνώμονας εξέφρασε την άποψη ότι, για να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ανακοίνωσης κενής θέσης, ένας υποψήφιος θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον τις γνώσεις του προσφεύγοντος, ενώ οι γνώσεις της Χ είναι διαφορετικής φύσης και καθαυτό ανεπαρκείς για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ανακοίνωσης κενής θέσης.

48 Μετά την εξέταση της πραγματογνώμονα, οι εκπρόσωποι των διαδίκων εξέθεσαν τις παρατηρήσεις τους και έκαναν την τελευταία τους αγόρευση, κατόπιν δε ο Πρόεδρος κήρυξε το πέρας της προφορικής διαδικασίας.

49 Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

- να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη

- κατά συνέπεια, να ακυρώσει την απόφαση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 3ης Ιουλίου 1989, περί προαγωγής της Χ στη θέση του γλωσσικού συμβούλου στη δανική μετάφραση και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, την ανακοίνωση της 17ης Ιουλίου 1989 της υπηρεσίας προσλήψεων

- σε κάθε περίπτωση να καταδικάσει το καθού στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης.

50 Το καθού ζητεί από το Πρωτοδικείο:

- να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη, άλλως αβάσιμη

- να την απορρίψει

- να αναγνωρίσει ότι η απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1989, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος, περιείχε ρητά αιτιολογία της απόρριψης της υποψηφιότητάς του

- να κρίνει, κατά συνέπεια, επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

Επί του παραδεκτού

51 Το Κοινοβούλιο προβάλλει το απαράδεκτο της προσφυγής για τον λόγο ότι ο προσφεύγων δεν δικαιολογεί την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Κατά το Κοινοβούλιο, δεν είναι προφανές ότι, στην περίπτωση που ακυρωθεί η προαγωγή της Χ, θα προαχθεί στη θέση της ο προσφεύγων. Το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι ο τρίτος υποψήφιος, Υ, παραμερίστηκε λόγω της ηλικίας του και της αρχαιότητάς του στον βαθμό, διότι αμφότερες είναι μικρότερες του προσφεύγοντος και ότι, σε κάθε περίπτωση, αν η ανακοίνωση κενής θέσης έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι για την κενή θέση απαιτείται βαθιά γνώση της πληροφορικής, τα γενικά μαθήματα πληροφορικής που παρακολούθησε ο προσφεύγων δεν είναι επαρκή για να του επιτρέψουν να ανταποκριθεί σ' αυτή την απαίτηση.

52 Κατά τον προσφύγοντα, η έννοια του εννόμου συμφέροντος συνδέεται στενά με την έννοια της βλαπτικής πράξης. Η προσβαλλόμενη πράξη ασφαλώς τον βλάπτει κατά το μέτρο που στη θέση για την οποία ήταν υποψήφιος προήχθη άλλος υποψήφιος αντ' αυτού. Ο βαθμός εξατομίκευσης που πρέπει να χαρακτηρίζει το έννομο συμφέρον δεν απαιτεί να είναι ο προσφεύγων το μόνο πρόσωπο που μπορεί

να έχει ωφέλεια από την προσφυγή που ασκεί.

53 Είναι μεν αληθές ότι ένας υπάλληλος δεν έχει κανένα έννομο συμφέρον να ακυρωθεί η προαγωγή άλλου υποψηφίου σε κενή θέση για την οποία δεν μπορεί ο ίδιος να έχει νόμιμες αξιώσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 1984, 111/83, Picciolo κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 2323), πρέπει όμως να τονιστεί ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση, τόσο στη διαδικασία που προηγήθηκε της αποφάσεως περί προαγωγής της Χ, όσο και κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που ακολούθησε τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο προσφεύγων κατά της αποφάσεως αυτής, ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν οι γνώσεις του προσφεύγοντος στα θέματα πληροφορικής. Επίσης, και σ' όλη τη διάρκεια της παρούσας ένδικης διαδικασίας, το Κοινοβούλιο ποτέ δεν ισχυρίστηκε ρητώς ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε νομίμως να έχει αξιώσεις για την προς πλήρωση θέση, οπότε η ένσταση απαραδέκτου προβλήθηκε εντελώς επικουρικά. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματογνώμονας έκρινε με την έκθεσή της και το επιβεβαίωσε κατά την προφορική διαδικασία ότι οι γνώσεις του προσφεύγοντος ήταν ποιοτικά ανώτερες από εκείνες της Χ και ότι ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της ανακοίνωσης κενής θέσης.

54 Κατόπιν αυτού, η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

Επί της ουσίας

55 Ο προσφεύγων επικαλείται, για να στηρίξει τα αιτήματά του, δύο λόγους, πρώτον την πεπλανημένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης και δεύτερον την παράβαση του άρθρου 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ). Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα που

προβάλλονται για στήριξη των δύο αυτών λόγων είναι απολύτως συναφή, θα πρέπει η έρευνά τους να γίνει ταυτόχρονα.

Επιχειρήματα των διαδίκων

56 Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι πεπλανημένη όσον αφορά, πρώτον, την εκτίμηση των γνώσεων των υποψηφίων στα θέματα πληροφορικής δεύτερον, την εκτίμηση των λοιπών γνώσεων των υποψηφίων τρίτον, την εφαρμογή της αρχής της ισότητας ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών και τέταρτον, τη δυνατότητα ασκήσεως με μερική απασχόληση των καθηκόντων που αφορούν την προς πλήρωση θέση.

57 Κατ' αρχάς, ο προσφεύγων επικαλούμενος την απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1974, σ. 1099), κατά την οποία η ΑΔΑ υποχρεούται να τηρεί το πλαίσιο που η ίδια επέβαλε στον εαυτό της με την ανακοίνωση κενής θέσης, ισχυρίζεται ότι η προαχθείσα υποψηφία δεν πληρούσε ένα από τα ουσιώδη προσόντα και γνώσεις που απαιτούνται από την οικεία ανακοίνωση κενής θέσης, ειδικότερα δε ότι δεν διέθετε τη "γνώση των εφαρμοσμένων τεχνικών πληροφορικής σε εργασίες διαχειρίσεως" που απαιτεί η εν λόγω ανακοίνωση. Οι γνώσεις της Χ στο πεδίο αυτό είναι "εξαιρετικά ισχνές αν μη ανύπαρκτες", δεδομένου ότι η φερομένη εκπαίδευσή της στην πληροφορική είναι περιορισμένη σε εκπαίδευση που προορίζεται για τη μύηση των αρχαρίων στο να συμβουλεύονται τις βάσεις δεδομένων, κάτι που κανονικά γίνεται από τις γραμματείς. Κατά το μέρος που το Κοινοβούλιο κάνει λόγο για γραπτές πληροφορίες, υπό τη μορφή οδηγιών ή άλλων, παραλήπτης των οποίων ήταν η Χ, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι θα μπορούσε να προσκομίσει εκατοντάδες σελίδες που

αναφέρονται στα μαθήματα πληροφορικής που παρακολούθησε. 'Οσον αφορά τις δικές του γνώσεις, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, μολονότι η μόρφωσή του αποκτήθηκε, κατά το κύριο μέρος, στο πλαίσιο των εργασιών του τμήματος ορολογίας, αφορά ευθέως έργα πληροφορικής επεξεργασίας και διαχειρίσεως που αντιστοιχούν με εκείνα που απαιτεί η ανακοίνωση κενής θέσης. Προσθέτει δε ότι η μόρφωση αυτή, που αποβλέπει στο να μπορούν οι μη ειδικοί να δημιουργούν και να διαχειρίζονται ανεξάρτητα τις δικές τους βάσεις δεδομένων, αποκτήθηκε με λογισμικά που χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες του Κοινοβουλίου και διευκρινίζει σχετικά ότι η κατάλληλη γνώση του λογισμικού MS-DOS είναι απαραίτητη για να μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές με τους οποίους είναι εφοδιασμένο το Κοινοβούλιο και για τη διενέργεια εργασιών πληροφορικής επεξεργασίας.

58 Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα λοιπά του προσόντα είναι τουλάχιστον ισότιμα με εκείνα της Χ. 'Οσον αφορά τις γλωσσικές τους γνώσεις, παρατηρεί ότι αμφότεροι εργάζονταν με βάση όλες τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας εκτός από μια, δηλαδή της πορτογαλικής στην περίπτωση της Χ και της ελληνικής στη δική του περίπτωση. 'Οσον αφορά τις εκθέσεις βαθμολογίας τους, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, αν οι εκθέσεις που αφορούν την περίοδο 1985/1986 είχαν καταρτιστεί από τον ίδιο βαθμολογητή και όχι από δύο διαφορετικούς προϊσταμένους τμήματος, είναι πολύ πιθανό ότι οι γλωσσικές του γνώσεις θα του προσέδιδαν ένα δεύτερο χαρακτηρισμό "άριστα", όπως και στην περίπτωση της έκθεσης βαθμολογίας για την περίοδο 1987/1988. Ο προσφεύγων εφιστά την προσοχή του Πρωτοδικείου σε ορισμένα σφάλματα που περιέχει το υπηρεσιακό σημείωμα της 10ης Μαρτίου 1989 που συνέταξε η De Enterria, σχετικά με το περιεχόμενο των εκθέσεων βαθμολογίας, καθώς και στο γεγονός ότι οι δικές του εκθέσεις βαθμολογίας δείχνουν σταθερή βελτίωση. Ο προσφεύγων φρονεί ότι η ΑΔΑ έπρεπε

να λάβει υπόψη της τις εκθέσεις που καλύπτουν την περίοδο 1987/1988, οι οποίες όχι μόνον είναι οι πιο πρόσφατες, αλλά επίσης, αντίθετα προς τις προηγούμενες εκθέσεις, καταρτίστηκαν μέσα στο ίδιο τμήμα και από τους ίδιους βαθμολογητές, δηλαδή τους Drangsfeldt και Hargreaves. Υπενθυμίζοντας ότι η μελέτη των εκθέσεων βαθμολογίας έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση ότι η ΑΔΑ ασκεί την εξουσία της εκτιμήσεως με πλήρη επίγνωση της περιπτώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 1975, 29/74, De Dapper κατά Κοινοβουλίου, Rec. 1975, σ. 45), ο προσφεύγων παρατηρεί ότι οι εν λόγω εκθέσεις καταρτίστηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση καθυστερημένα και σε κάθε περίπτωση παραδόθηκαν στους ενδιαφερόμενους μόνο μετά την απόφαση προαγωγής της Χ, περιστατικά που έχουν επικριθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1977, 61/76, Geist κατά Επιτροπής, Rec. 1977, σ. 1419 της 18ης Δεκεμβρίου 1980 και της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 156/79 και 51/80, Gratreau, κατά Επιτροπής, Rec. 1980, σ. 3943 και Συλλογή 1981, σ. 3139). Προσθέτει ότι οι εκθέσεις αυτές ήταν τουλάχιστον διαθέσιμες - και έπρεπε επομένως να ληφθούν υπόψη - κατά την εξέταση της διοικητικής του ενστάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1986, 26/85, Vaysse κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 3131). 'Οσον αφορά την αρχαιότητα στην υπηρεσία, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, αφού η Χ εισήλθε στην υπηρεσία έξι μόνον μήνες πριν από αυτόν και αφού εργάστηκε με μερική απασχόληση από το 1979, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει σε ανώτερο βαθμό το εν λόγω τυπικό προσόν.

59 Τρίτον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση αιτιολογείται κυρίως από το γεγονός ότι μέσα στο Κοινοβούλιο υπάρχει ανεπαρκής αριθμός γυναικών σε σχέση με τον αριθμό των ανδρών που κατέχουν υψηλές θέσεις. Υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών επιβάλλει το σεβασμό της ουδετερότητας και αποκλείει την αναγνώριση δικαιώματος προτιμήσεως (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1987, 111/86, Delauche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 5345, και

της 12ης Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Bonino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 739).

60 Τέταρτον, ο προσφεύγων φρονεί ότι για ένα γλωσσικό σύμβουλο, που είναι επιφορτισμένος να επικουρεί τον προϊστάμενο τμήματος, η μερική απασχόληση δεν συμβιβάζεται με το συμφέρον της υπηρεσίας.

61 'Οσον αφορά τον λόγο περί φερομένης παραβάσεως του άρθρου 45 του ΚΥΚ, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι "η συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων που έχουν σειρά προαγωγής, καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς" που προβλέπεται από το άρθρο αυτό πρέπει να γίνεται κατά τρόπο αντικειμενικό, ενώ η De Enterria εξέτρεψε αυτή τη διαδικασία από τον αντικειμενικό της χαρακτήρα θέλοντας να ευνοήσει τη Χ, αντίθετα προς το συμφέρον της υπηρεσίας και των υπαλλήλων που αποτελούν το δανικό μεταφραστικό τμήμα. Η στάση αυτή επιβεβαιώθηκε, κατά τον προσφεύγοντα, από την απόφαση παρατάσεως, παρά την αντίθετη γνώμη των Drangsfeldt και Hargreaves και παρά τις διαμαρτυρίες της αντιπροσωπείας των μεταφραστών, της άδειας που είχε η Χ να ασκεί τα καθήκοντά της κατά μερική απασχόληση. Κατά τη γνώμη του προσφεύγοντος, είναι σημαντικό ότι η απόφαση αυτή, της 4ης Δεκεμβρίου 1989, ελήφθη "εν όψει του υπηρεσιακού σημειώματος της Carmen G. De Enterria της 28ης Αυγούστου 1989" και όχι, όπως συνήθως, "εν όψει της ευμενούς γνώμης της οικείας γενικής διεύθυνσης". Κατά τον προσφεύγοντα, αποτελεί εξαίρεση το να λαμβάνεται μια απόφαση προαγωγής αντίθετα προς τις συγκλίνουσες γνώμες των αμέσων προϊσταμένων των ενδιαφερομένων και να εγείρει σθεναρή διαμαρτυρία από τα μέλη της ίδιας υπηρεσίας.

62 Απαντώντας στα επιχειρήματα αυτά, το Κοινοβούλιο ερευνά κατ' αρχάς τη διατύπωση που χρησιμοποιεί η δανική απόδοση της ανακοίνωσης κενής θέσης για

να ορίσει τα τυπικά προσόντα και τις γνώσεις που απαιτούνται από τους υποψηφίους. Παρατηρεί ότι το σχετικό κείμενο (("kendskad til administrativ anvendelse af edb (elektronisk databehandling)")) απαιτεί μόνο "γνώση της διοικητικής εφαρμογής της πληροφορικής". Εφιστά την προσοχή επί της διατυπώσεως, στη γαλλική απόδοση της εν λόγω ανακοίνωσης, του εν λόγω κεφαλαίου "φύση των καθηκόντων", στην οποία γίνεται μνεία για "πληροφορική επεξεργασία της εργασίας τεκμηρίωσης και της εργασίας ορολογίας του τμήματος". Το απαιτούμενο επίπεδο ικανότητας έπρεπε να αναλυθεί στο πλαίσιο του "απολογισμού των δραστηριοτήτων της ΓΔ VII", όπως καθορίστηκε από την De Enterria (βλ. πιο πάνω, σκέψη 3). Η μόνη έγκυρη ερμηνεία της ανακοίνωσης κενής θέσης είναι εκείνη την οποία έδωσε η ΑΔΑ όταν ενέκρινε τη διατύπωση της ανακοίνωσης. Η "πληροφορική επεξεργασία της εργασίας τεκμηρίωσης και της εργασίας ορολογίας του τμήματος" που αναφέρεται στην ανακοίνωση κενής θέσης αποτελεί μόνον ένα από τα οκτώ καθήκοντα που ανήκουν στον γλωσσικό σύμβουλο και δεν μπορεί, μόνον αυτή, να καθορίσει τον ικανότερο υποψήφιο για την άσκηση του συνόλου των καθηκόντων που υπάγονται στη θέση αυτή. Το καθήκον αυτό δεν έγκειται στην "πληροφορική επεξεργασία των δεδομένων", αλλά συνίσταται περισσότερο στη διαπίστωση και στον συντονισμό της καλής διεξαγωγής της πληροφορικής επεξεργασίας των εργασιών της ορολογίας και της μετάφρασης. Το έργο του προγραμματισμού και της ενημέρωσης των στοιχείων δεν γίνεται από υπαλλήλους της κατηγορίας Α, αλλά από υπαλλήλους της κατηγορίας Β ή Γ. Το Κοινοβούλιο συμπεραίνει ότι, δεδομένου ότι οι υποψήφιοι για τη θέση του γλωσσικού συμβούλου είχαν επαρκείς γνώσεις για να έχουν πρόσβαση στις διάφορες βάσεις δεδομένων και να διαπιστώνουν την ποιότητα της ενημέρωσής τους, τα προσόντα τους ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της ανακοίνωσης κενής θέσης. Ως προς τις αντίστοιχες γνώσεις της Χ και του προσφεύγοντος στην πληροφορική και στις γλώσσες, το Κοινοβούλιο επαναλαμβάνει ουσιαστικά την εκτίμηση που έκαμε

η De Enterria, υπενθυμίζοντας άλλωστε ότι αποτελεί έργο της ΑΔΑ και μόνο να εκτιμά τις ικανότητες των υποψηφίων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1956, 10/55, Mirossevich κατά Ανωτάτης Αρχής, Rec. 1956, σ. 367, και της 27ης Ιουνίου 1973, 35/72, Kley κατά Επιτροπής, Rec. 1973, σ. 679).

63 'Οσον αφορά τις εκθέσεις βαθμολογίας που καλύπτουν την περίοδο 1987/1988, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, όταν ελήφθη η επίδικη απόφαση προαγωγής, η ΑΔΑ δεν διέθετε ακόμη τις εν λόγω εκθέσεις. Η ΑΔΑ στηρίχτηκε σε προηγούμενες εκθέσεις και, σε κάθε περίπτωση, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επέτρεπε να ληφθούν υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα της εν λόγω απόφασης. Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι η καθυστέρηση οκτώ μηνών στην κατάρτιση των εκθέσεων αυτών δεν είναι υπερβολική. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την αξιοπιστία της εκθέσεως βαθμολογίας του προσφεύγοντος για την περίοδο 1987/1988, για τον λόγο ότι η έκθεση αυτή καταρτίστηκε από πρόσωπα που υποστήριζαν την υποψηφιότητά του στη θέση του γλωσσικού συμβούλου και ότι, από άποψη στατιστικής, οι κρίσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση αυτή δεν αντιστοιχούν προς τις κρίσεις που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις των λοιπών υπαλλήλων του δανικού τμήματος. 'Οσον αφορά τον υπολογισμό της αρχαιότητας στην υπηρεσία, το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων που εργάζονται με μερική απασχόληση, πλην του θέματος της αμοιβής και του χρόνου εργασίας, είναι τα ίδια με εκείνα των υπαλλήλων που ασκούν τα καθήκοντά τους κατά πλήρη απασχόληση.

64 Ως προς την ευμενή μεταχείριση της Χ, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η De Enterria επικαλέστηκε τον λόγο αυτό μόνον "μετά τη σύγκριση των προσόντων των τριών υποψηφίων". Σε κάθε περίπτωση, κατά το Κοινοβούλιο, η ΑΔΑ δεν στηρίχτηκε, όταν πήρε την απόφασή της, στην αρχή της ισότητας ευκαιριών για

να προτιμήσει την προαχθείσα υποψηφία. Κι αν ακόμη υποτεθεί ότι η διατύπωση ορισμένων εγγράφων από αυτά που διαβιβάστηκαν στην ΑΔΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγής μπορούσαν να την παραπλανήσουν, η ΑΔΑ πάντως επιβεβαίωσε την απόφασή της και την αιτιολόγησε επαρκώς από νομική άποψη όταν απέρριψε, έχοντας πλήρη γνώση των διορθωθέντων δεδομένων, τη διοικητική ένσταση που άσκησε ο προσφεύγων.

65 'Οσον αφορά το γεγονός ότι η Χ εργαζόταν με μερική απασχόληση, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε κατά τί διατάραξε την υπηρεσία αυτή η περίσταση. Προσθέτει δε ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία ακύρωσης της επίδικης απόφασης προαγωγής, αφού η μοναδική νομική συνέπεια του τυχόν ασυμβιβάστου με το συμφέρον της υπηρεσίας θα ήταν η άρση της άδειας που είχε χορηγηθεί στην ενδιαφερόμενη να εργάζεται κατά μερική απασχόληση.

Κρίση του Πρωτοδικείου

66 Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι πρέπει κατ' αρχάς να διασταλούν οι δύο πτυχές των λόγων και επιχειρημάτων τα οποία επικαλείται ο προσφεύγων. Πρώτον, θα πρέπει να εξακριβωθεί αν η Χ πληρούσε μια από τις προϋποθέσεις που απαιτεί η ανακοίνωση κενής θέσης, δηλαδή εκείνη που αναφέρεται στη "γνώση των εφαρμοσμένων τεχνικών πληροφορικής στις εργασίες διαχειρίσεως". Δεύτερον, πρέπει να ελεγχθεί ο τρόπος με τον οποίον η ΑΔΑ προέβη στη συγκριτική εξέταση των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 45 του ΚΥΚ.

67 'Οσον αφορά το πρώτο ζήτημα, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο ουσιαστικός ρόλος της ανακοίνωσης κενής θέσης είναι να πληροφορεί

τους ενδιαφερόμενους κατά τρόπον όσον το δυνατό πιο ακριβή για τη φύση των απαιτουμένων προϋποθέσεων για την κατάληψη της οικείας θέσης έτσι ώστε να μπορούν να σταθμίσουν αν είναι σκόπιμο να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας. Η ανακοίνωση κενής θέσης αποτελεί έτσι το πλαίσιο της νομιμότητας που η ίδια η ΑΔΑ επιβάλλει στον εαυτό της. Πάντως, αν ανακαλύψει ότι οι απαιτούμενες από την ανακοίνωση προϋποθέσεις είναι πολύ αυστηρότερες από αυτές που απαιτούν οι ανάγκες της υπηρεσίας, επιτρέπεται να ξαναρχίσει τη διαδικασία προαγωγής ανακαλώντας την αρχική ανακοίνωση κενής θέσης και αντικαθιστώντας την με διορθωμένη ανακοίνωση (αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου, Rec. 1974, σ. 1099, και της 7ης Φεβρουαρίου 1990, C-343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-225).

68 Είναι επομένως έργο του Πρωτοδικείου να εξακριβώσει αν υφίστατο πράγματι αντικειμενική αντιστοιχία μεταξύ αφενός μεν του περιεχομένου της ανακοίνωσης κενής θέσης, αφετέρου δε των τυπικών προσόντων της Χ. Η έρευνα των τυπικών προσόντων του προσφεύγοντος δεν εμφανίζει κανένα ενδιαφέρον για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ζήτημα αυτό.

69 Αντιστρόφως, η απάντηση στο δεύτερο ζήτημα απαιτεί έλεγχο από το Πρωτοδικείο των εγγράφων που αφορούν τα ουσιαστικά προσόντα τόσο του προσφεύγοντος όσο και της Χ. Αυτός όμως ο έλεγχος δεν σημαίνει ότι το Πρωτοδικείο μπορεί να προβεί αυτοτελώς σε σύγκριση των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, ούτε πολύ περισσότερο ότι μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση για τα προσόντα αυτά στην εκτίμηση της ΑΔΑ. Για να αξιολογήσει το συμφέρον της υπηρεσίας καθώς και τα ουσιαστικά προσόντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της απόφασης προαγωγής που προβλέπει το άρθρο 45 του ΚΥΚ, η ΑΔΑ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος δε του κοινοτικού δικαστή πρέπει στο πεδίο αυτό να περιορίζεται στο ζήτημα αν, εν όψει των μέσων που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμησή της, κινήθηκε η τελευταία μέσα σε εύλογα

όρια και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προφανώς πεπλανημένο (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1986, 26/85, Vaysse κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 3131). Πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η ΑΔΑ προϋποθέτει εμπεριστατωμένη έρευνα των φακέλων και ευσυνείδητη τήρηση των απαιτήσεων της ανακοίνωσης κενής θέσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi, Rec. 1974, προαναφερθείσα) αυτή η εξουσία εκτιμήσεως έχει ως αντιστάθμισμα την υποχρέωση να ερευνώνται, με προσοχή και αμεροληψία, όλα τα ουσιώδη στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universitaet Muenchen κατά Hauptzollamt Muenchen, Συλλογή 1991, σ. Ι-5469).

70 Επομένως, το Πρωτοδικείο πρέπει να περιοριστεί στον έλεγχο της αντικειμενικότητας και της ακρίβειας της συγκριτικής έρευνας των ουσιαστικών προσόντων που προβλέπει το άρθρο 45 του ΚΥΚ, όπως θα έπρεπε να διενεργηθεί στην προκειμένη περίπτωση από την ΑΔΑ εν όψει του περιεχομένου της ανακοίνωσης κενής θέσης.

71 'Οσον αφορά το πρώτο ζήτημα, δηλαδή την αντιστοιχία των τυπικών προσόντων που παρουσίασε η Χ, αφενός, με τα προσόντα που αναφέρονται στην ανακοίνωση κενής θέσης, αφετέρου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εν λόγω ανακοίνωση, που δημοσιεύθηκε το 1989, ανέφερε ως απαιτούμενη γνώση τη "γνώση των εφαρμοσμένων τεχνικών της πληροφορικής στα έργα διαχειρίσεως", ενώ οι προκηρύξεις διαγωνισμού που αφορούσαν τις θέσεις των γλωσσικών συμβούλων της ισπανικής και της πορτογαλικής γλώσσας, που δημοσιεύθηκαν κατά το 1988 και τις οποίες επεκαλέστηκε η De Enterria στο υπηρεσιακό της σημείωμα της 16ης Οκτωβρίου 1989 (βλ. πιο πάνω, σκέψεις 23 επ.), περιορίζονταν στο ότι η γνώση αυτή ήταν επιθυμητή. Είναι μεν αληθές, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, ότι η "πληροφορική επεξεργασία της εργασίας τεκμηρίωσης και της εργασίας ορολογίας του τμήματος" ήταν ένα μόνο από τα οκτώ καθήκοντα του γλωσσικού συμβούλου,

πλην όμως η τροποποίηση που έγινε μεταξύ 1988 και 1989 - όσον αφορά τις απαιτήσεις που αναφέρονται στις προαναφερθείσες προκηρύξεις διαγωνισμού, αφενός, και εκείνων που αναφέρονται στην επίδικη ανακοίνωση κενής θέσης, αφετέρου, όσον αφορά τις απαιτούμενες από τους υποψήφιους γνώσεις πληροφορικής - πρέπει να λογισθεί σημαντική. Ο σημαντικός αυτός χαρακτήρας προκύπτει ιδίως από αυτό που έγραψε η De Enterria προσωπικά στον "Απολογισμό των δραστηριοτήτων της ΓΔ VII κατά το οικονομικό έτος 1988", που αναφέρθηκε πιο πανω, και το οποίο επικαλέστηκε το ίδιο το Κοινοβούλιο ότι θα πρέπει να αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να εξεταστεί η επίμαχη ανακοίνωση κενής θέσης. Πράγματι, ο "απολογισμός" αυτός τόνιζε για το μέλλον την ανάγκη χρησιμοποιήσεως νέων τεχνολογιών για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της διευθύνσεως μεταφράσεως. Η σπουδαιότητα της πληροφορικής για την εργασία του τμήματος δανικής μετάφρασης υπογραμμίστηκε άλλωστε στα υπηρεσιακά σημειώματα του Hargreaves, της 2ας Φεβρουαρίου 1989, και του Drangsfeldt, της 31ης Μαΐου 1989.

72 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, αντίθετα μ' αυτά που υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, η απαίτηση από την ανακοίνωση κενής θέσης για "γνώση των εφαρμοσμένων τεχνικών πληροφορικής στις εργασίες διαχειρίσεως" εξέφραζε πραγματική απαίτηση της ΑΔΑ για την οργάνωση των υπηρεσιών της και ότι η απαίτηση αυτή, όπως ορίστηκε από την ίδια τη διοίκηση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επουσιώδης. Η προϋπόθεση αυτή, έστω και αν διατυπώθηκε με τεχνικούς όρους, πρέπει να υποτεθεί ότι έχει αντικειμενικό περιεχόμενο, που να επιτρέπει να συναχθούν συγκεκριμένα κριτήρια που οροθετούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ασκηθεί η εξουσία εκτίμησης της ΑΔΑ, διότι ο προσδιορισμός του

πλαισίου αυτού δεν μπορεί να αφεθεί στη διακριτική της ερμηνεία.

73 Από την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε το Πρωτοδικείο προκύπτει ότι η απαίτηση "γνώσεις των εφαρμοσμένων τεχνικών πληροφορικής στις εργασίες διαχειρίσεως", που αναφέρεται στην ανακοίνωση κενής θέσης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί από τους υποψηφίους γνώση ποιοτικά διαφορετική, αφενός μεν, από εκείνη του χρήστη ή ενός ερευνητή βάσεων δεδομένων, αφετέρου δε, από εκείνη του προγραμματιστή ή του αναλυτή-προγραμματιστή. Από την πραγματογνωμοσύνη αυτή προκύπτει επιπλέον ότι μόνη η γνώση που ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά του "διαχειριστή" που συνήχθησαν από την πραγματογνώμονα αντιστοιχούσε ειδικά στη "φύση των καθηκόντων" που περιγράφονται στην ανακοίνωση κενής θέσης, δηλαδή στην "πληροφορική επεξεργασία της εργασίας τεκμηρίωσης και της εργασίας ορολογίας του τμήματος".

74 Ως προς τις γνώσεις της Χ, από την έγγραφη δήλωση του Υ για τα σεμινάρια που διηύθυνε και στα οποία μετείχε η Χ (βλ. πιο πάνω, σκέψη 35) προκύπτει ότι "ένας από τους σπουδαιότερους σκοπούς ήταν (...) ακριβώς να εξοικειωθούν ακριβώς οι μετέχοντες που δεν είχαν καμία γνώση για τα πληροφορικά υλικά με τον καθαρά τεχνικό χειρισμό ενός τερματικού ηλεκτρονικού υπολογιστή". Υπό το φως των εξηγήσεων που παρέσχε η πραγματογνώμονας, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ούτε μια τέτοια εκπαίδευση ούτε η μεταγενέστερη χρήση τερματικού για έρευνες τεκμηρίωσης και νομολογιακών προηγουμένων δεν αρκούν για να προσδώσουν γνώση των εφαρμοσμένων τεχνικών πληροφορικής επεξεργασίας στις εργασίες διαχειρίσεως που να ανταποκρίνονται στις ποιοτικές απαιτήσεις που προσδιορίζονται πιο πάνω. Υπό το πρίσμα αυτό, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ως ιδιαιτέρως σημαντική την παρατήρηση που υπάρχει στη γραπτή έκθεση της πραγματογνώμονας, κατά την οποία "η επιμονή του υποψηφίου στη σπουδαιότητα

αυτής της εκπαίδευσης θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη ευαισθητοποίησης στις λοιπές πτυχές της πληροφορικής". Το Πρωτοδικείο σημείωσε επίσης ότι κατά την προφορική εξέταση η πραγματογνώμονας διαβεβαίωσε κατά τρόπο θετικό ότι γνώσεις όπως αυτές που φέρονται να έχει η Χ δεν ήταν επαρκείς για να ανταποκριθούν στα κριτήρια που είχε δηλώσει ότι ήταν αυτά βάσει των οποίων μπορούν να εκτιμηθούν οι γνώσεις των υποψηφίων στο εν λόγω πεδίο.

75 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι γνώσεις της Χ δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της ανακοίνωσης κενής θέσης, όπως θα έπρεπε να ερμηνευθούν αντικειμενικά οι γνώσεις αυτές. Παρέπεται ότι, καθόσον έκρινε η ΑΔΑ ότι η Χ πληρούσε τις προϋποθέσεις που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσης όπως είχε δημοσιευθεί, η ΑΔΑ υπερέβη τα όρια που έθεσε η ίδια στον εαυτό της ως προς τις δυνατότητές της εκλογής και μέσα στα οποία θα έπρεπε να κινηθεί, τόσο όταν ελήφθη η απόφαση προαγωγής της Χ όσο και όταν ελήφθη η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος. Δεδομένου ότι δεν ανακάλεσε την αρχική ανακοίνωση κενής θέσης και δεν την αντικατέστησε με ανακοίνωση που είχε ρητά τροποποιημένη διατύπωση, η ΑΔΑ όφειλε να απορρίψει την υποψηφιότητα της Χ.

76 Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Κοινοβούλιο δεν προσκόμισε απόδειξη ότι η ΑΔΑ προέβη με την απαιτούμενη αντικειμενικότητα και ακρίβεια σε εκτίμηση της αντιστοιχίας των γνώσεων της Χ προς τις απαιτήσεις της ανακοίνωσης κενής θέσης. Πράγματι, από τις εξηγήσεις που παρέσχε το Κοινοβούλιο προκύπτει ότι ο φάκελος που διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ, για τη λήψη της αποφάσεως πληρώσεως της θέσης του γλωσσικού συμβούλου δανικής γλώσσας, δεν περιείχε το παραμικρό

στοιχείο που να του επέτρεπε να προβεί σε τέτοια εκτίμηση, αφού η ανακοίνωση κενής θέσης και η συνημμένη δήλωση του προσφεύγοντος στην αίτηση υποψηφιότητάς του ήταν τα μόνα έγγραφα, μεταξύ αυτών που διαβιβάστηκαν στον πρόεδρο, που αναφέρονταν σε γνώσεις πληροφορικής. Επίσης, εξετάζοντας τις εκτιμήσεις των κατωτέρω

0 αρχών τόσο κατά τη διαδικασία προπαρασκευής της επίδικης απόφασης προαγωγής όσο και κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι αξιολογικές κρίσεις της De Enterria που περιέχονται στα σημειώματα αυτά της 7ης Ιουνίου, της 3ης Οκτωβρίου και της 16ης Οκτωβρίου 1989 ήταν πεπλανημένες, διότι στηρίζονταν κακώς, όπως προκύπτει σαφώς από το τελευταίο υπηρεσιακό σημείωμα της 16ης Οκτωβρίου 1989, επί της εκδοχής ότι οι απαιτήσεις της ανακοίνωσης κενής θέσης ήταν οι ίδιες με εκείνες που περιέχονταν στις ανακοινώσεις κενών θέσεων που αφορούσαν τις θέσεις των γλωσσικών συμβούλων της ισπανικής και πορτογαλικής γλώσσας που είχαν δημοσιευθεί το προηγούμενο έτος. Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι η εκτίμηση της Νομικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου που διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο για να αποφασίσει επί της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος ήταν επίσης πεπλανημένη, κατά το μέτρο που στηρίζεται ρητά στην προηγούμενη εκτίμηση της De Enterria και περιορίζεται στην κρίση ότι "η εκτίμηση αυτή υπάγεται στη διακριτική εξουσία της ΑΔΑ, η οποία συμμερίστηκε τη γνώμη της γενικής διευθύντριάς της".

77 'Οσον αφορά το δεύτερο ζήτημα σχετικά με τη συγκριτική έρευνα των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, που προβλέπεται από το άρθρο 45 του ΚΥΚ, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι οι μέχρι τώρα γενόμενες διαπιστώσεις είναι καθαυτές επαρκείς για να δείξουν ότι από την εξέταση αυτή έλειψαν η αναγκαία αντικειμενικότητα και ακρίβεια. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η μόνη συγκριτική

εκτίμηση που περιήλθε στη γνώση του Προέδρου του Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ για την απόφαση προαγωγής που έπρεπε να λάβει, δηλαδή η εκτίμηση στην οποία προέβη η De Enterria στο υπηρεσιακό της σημείωμα της 10ης Μαρτίου 1989, ήταν ατελής και εκδόθηκε κατά πρόδηλη νομική και πραγματική πλάνη.

78 Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι το υπηρεσιακό σημείωμα της 2ας Φεβρουαρίου 1989 που απηύθυνε ο Hargreaves στην De Enterria περιέχει σύγκριση των ουσιαστικών προσόντων των τριών υποψηφίων σε σχέση αφενός μεν προς τη φύση των καθηκόντων που υπάγονται στην κενή θέση, αφετέρου δε στα τυπικά προσόντα και στις γνώσεις που απαιτεί η ανακοίνωση κενής θέσης. Αντιθέτως, το υπηρεσιακό σημείωμα της De Enterria της 10ης Μαρτίου 1989 σιωπά επί διαφόρων θεμάτων που θίγονται από τον Hargreaves, ιδίως όσον αφορά την πείρα του Υ σε θέματα ορολογίας, την πείρα του προσφεύγοντος σε θέματα παιδαγωγικής και προπαντός στις γνώσεις και στην πείρα των τριών υποψηφίων στο πεδίο της πληροφορικής. Περιέχει δε και σοβαρό σφάλμα στην αξιολόγηση εκθέσεων βαθμολογίας διότι η Χ και ο προσφεύγων - αντίθετα προς ό,τι αναφέρεται στο σημείωμα - βρίσκονταν σε ίση μοίρα όσον αφορά τον αριθμό των χαρακτηρισμών "άριστα" που είχαν λάβει. Τέλος, αναφέρει ως σκέψη, αν μη αποφαστική, τουλάχιστον ισότιμη με τις λοιπές σκέψεις στο πλαίσιο της συγκριτικής έρευνας των ουσιαστικών προσόντων, τη φροντίδα εξασφαλίσεως ισότητας ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενώ το Κοινοβούλιο, τόσο στα υπομνήματά του όσο και κατά την προφορική διαδικασία, επέμεινε στο γεγονός ότι η σκέψη αυτή δεν ήταν καθόλου ουσιώδης ούτε άλλωστε ελήφθη υπόψη από την ΑΔΑ.

79 Το Πρωτοδικείο φρονεί ότι τέτοια έλλειψη αντικειμενικότητας και ακρίβειας δεν μπορεί να αντισταθμιστεί, όπως ισχυρίστηκε το Κοινοβούλιο, ούτε

από το γεγονός ότι ο φάκελος που διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο περιείχε ένα μηχανογραφικό πίνακα, επί του οποίου ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου είχε κακογράψει μια ακριβή εκτίμηση των εκθέσεων βαθμολογίας - χωρίς όμως να διορθώσει την εκτίμηση της De Enterria -, ούτε από το γεγονός ότι η γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, η οποία συντάχθηκε για την έρευνα της διοικητικής ένστασης του προσφεύγοντος, σημειώνει μεταξύ παρενθέσεων στη δέκατη τρίτη σελίδα της το σφάλμα της De Enterria στο σημείο αυτό.

80 Από όλες τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης η ΑΔΑ απέστη από το πλαίσιο νομιμότητας που αυτή η ίδια επέβαλε στον εαυτό της με την ανακοίνωση κενής θέσης και ότι επιπλέον η εκτίμησή της είναι προδήλως πεπλανημένη τόσον όσον αφορά την εξακρίβωση της πληρώσεως από την προαχθείσα υποψήφια των προϋποθέσεων που αναγράφονται στην ανακοίνωση κενής θέσης όσο και τη σύγκριση των αντιστοίχων ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων. Παρέπεται ότι οι δύο λόγοι τους οποίους προβάλλει ο προσφεύγων πρέπει να γίνουν δεκτοί και ότι κατόπιν αυτού πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση του Προέδρου του Κοινοβουλίου με την οποία προήχθη η Χ στη θέση της γλωσσικής συμβούλου δανικής γλώσσας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

81 Κατά το άρθρο 87, παράγραφο 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος δικαδίκου. Εφόσον το καθού ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει την απόφαση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 3ης Ιουλίου 1989, περί προαγωγής της Χ στη θέση του γλωσσικού συμβούλου στο τμήμα της δανικής μετάφρασης (Γενική Διεύθυνση Μεταφράσεων και Γενικών Υπηρεσιών) που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης υπάρξεως κενής θέσης 5809 (ΡΕ 128908).

2) Καταδικάζει το καθού στα δικαστικά έξοδα.