ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 28ης Νοεμβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση Τ-158/89,

Guido van Hecken, μόνιμος υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Berchem ( Βέλγιο ), εκπροσωπούμενος από τον F. Herbert, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ν. Decker, 16, avenue Marie-Thérèse,

προσφεύγων,

κατά

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τον D. Brüggemann, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον C Verbraeken, δικηγόρο Βρυξελλών, και στη συνέχεια από τον Μ. Bermejo Garde, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον V. Busschaert, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον R. Hayder, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού CES/LA/102/87 με την οποία ο προσφεύγων αποκλείστηκε από τις εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού και, αφετέρου, την επιδίκαση αποζημιώσεως για την ζημία που ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C Ρ. Briet, Πρόεδρο, D. Barrington και Η. Kirschner, δικαστές,

γραμματέας: Β. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 12ης Ιουλίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το ιστορικό της προσφυγής

1

Στις 26 Φεβρουαρίου 1988 η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (στο εξής: ΟΚΕ) δημοσίευσε ( ΕΕ C 55, σ. 16, ολλανδική έκδοση ) την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού CES/LA/102/87, βάσει τίτλων και εξετάσεων, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις μεταφραστών ολλανδικής γλώσσας LA 7/LA 6.

2

Η προκήρυξη αυτή διευκρίνιζε, όσον αφορά τους απαιτούμενους τίτλους, τα διπλώματα και την επαγγελματική πείρα, ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να κατέχουν, κατά την ημερομηνία λήξεως υποβολής των σχετικών αιτήσεων, πτυχίο δευτέρου κύκλου πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως (ζωντανές γλώσσες, οικονομικές, κοινωνικές, εμπορικές ή νομικές επιστήμες) ή παρεμφερές δίπλωμα πιστοποιούν ειδική γλωσσική εκπαίδευση ή ακόμη επαγγελματική πείρα ισοδυνάμου επιπέδου στον τομέα της μετάφρασης. Ui υποψήφιοι όφειλαν να προσκομίσουν φωτοαντίγραφα των διπλωμάτων που πιστοποιούσαν την πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση (ή την ειδική τους εκπαίδευση) και/η φωτοαντίγραφα των δικαιολογητικών που αποδείκνυαν την επαγγελματική τους πείρα ( βεβαιώσεις εργασίας ή πρακτικής ασκήσεως, έγγραφα προσλήψεως η εργασιακών επαφών, εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών — το πρώτο και το τελευταίο από κάθε εργοδότη — ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ικανό να πιστοποιήσει την έναρξη και τη λήξη της εργασιακής σχέσεως καθώς και τη φύση της παρασχεθείσας εργασίας). Στη συνέχεια, η προκήρυξη διαγωνισμού απαιτούσε τέλεια γνώση της ολλανδικής γλώσσας, πάρα πολύ καλή γνώση μιας δεύτερης και καλή γνώση μιας τρίτης επίσημης γλώσσας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Εξάλλου, η εν λόγω προκήρυξη διευκρίνιζε ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 28, στοιχεία α, β και γ, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( στο εξής: ΚΥΚ ).

3

Στις 15 Μαρτίου 1988, ο προσφεύγων, μόνιμος υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Κοινοβούλιο), όπου κατέχει θέση μεταφραστή, υπέβαλε αίτηση συμμετοχής, η οποία περιήλθε στην ΟΚΕ στις 17 Μαρτίου 1988. Η αίτηση αυτή περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία σχετικά με τις σπουδές και την επαγγελματική του πείρα:

« Ανώτατες οπονοες

UFSIA, Αμβέρσα, Βέλγιο 1969-1971

candidat (πτυχίο για τα δύο πρώτα έτη του πρώτου κύκλου ) στη ρωμανική φιλολογία

UIA, Αμβέρσα, Βέλγιο 1972-1975

licencié ( πτυχίο για τα δύο τελευταία έτη του πρώτου κύκλου ) στη ρωμανική φιλολογία

Coimbra, Πορτογαλία 1974-1975

πορτογαλική γλώσσα και πολιτισμός

UIA, Αμβέρσα, Βέλγιο 1975-1977

agrégation (άδεια) διδασκαλίας στην ανώτερη μεταλυκειακή εκπαίδευση

Μεταπτυχιακές σπουδές

Πανεπιστήμιο του Essex, Ηνωμένο Βασίλειο από το 1985:

“ Master of Arts ” στην κοινωνιολογία των αναπτυσσομένων χωρών της οποίας επακολούθησε παρακολούθηση σπουδών τρίτου κύκλου για διδακτορική διατριβή στην κοινωνιολογία

Επαγγελματική πείρα

1976-1978

Κέντρο ζωντανών γλωσσών, Kathiolieke Universiteit Leuven: λέκτωρ στο μάθημα της πορτογαλικής γλώσσας

1975-1978

Lycée communal de Borgerhout : καθηγητής ισπανικών και ηθικής

1978-1985

Πανεπιστήμιο Edouardo Mondlane de Maputo, Μοζαμβίκη: επίκουρος καθηγητής. Εκτός από τη διδασκαλία της πορτογαλικής, της μετάφρασης καιτηςγλωσσολογίας, άσκησε καθήκοντα βοηθού κοσμήτορα της φιλολογικής σχολής και προϊστάμενος του τμήματος ζωντανών γλωσσών προσέφερε τις υπηρεσίες του ως μεταφραστής σε εθνικές και διεθνείς διασκέψεις και συνεργάστηκε σε ερευνητικές δραστηριότητες στο Centre d'études africaines

από το 1987 απασχολείται στην επιχείρηση TXT ď Anvers, ως ανεξάρτητος μεταφραστής κειμένων πορτογαλικής, αγγλικής και ολλανδικής γλώσσας, αμειβόμενος με τη σελίδα. »

4

Μετά την υποβολή των αιτήσεων, η εξεταστική επιτροπή κατάρτισε τον πίνακα των υποψηφίων που πληρούσαν τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Στη συνέχεια, σημείωσε στον πίνακα αυτόν τους υποψηφίους που θα γίνονταν δεκτοί στις εξετάσεις εφαρμόζοντας ορισμένα πρόσθετα κριτήρια επιλογής που είχαν εκ των προτέρων οριστεί κατείχαν σχέση με την εκπαίδευση, την επαγγελματική πείρα, την ενδεχόμενη παρακολούθηση στην αλλοδαπή μεταπτυχιακών σπουδών των υποψηφίων. Τα κριτήρια αυτά κατέληγαν σε ένα σύστημα αξιολογήσεως μέσω της συγκεντρώσεως ορισμένου αριθμού μονάδων. Για να γίνουν δεκτοί στις εξετάσεις, οι αιτούντες έπρεπε να έχουν λάβει τουλάχιστον 1 και 1/4 μονάδες.

5

Με έγγραφο της 25ης Αυγούστου 1989, η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι η αίτηση του συμμετοχής είχε απορριφθεί. Με το έγγραφο αυτό, ο προσφεύγων πληροφορήθηκε ότι:

« Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τον ΚΥΚ ( άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος III ), η εξεταστική επιτροπή κατάρτισε τον πίνακα υποψηφίων που πληρούν τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Στο στάδιο αυτό, το όνομα σας περιλαμβάνεται στον καταρτισθέντα από την εξεταστική επιτροπή πίνακα.

Δεδομένου ότι πρόκειται για διαγωνισμό βάσει τίτλων και εξετάσεων, η εξεταστική επιτροπή όρισε, στη συνέχεια, τους υποψηφίους που θα γίνονταν δεκτοί στις εξετάσεις (άρθρο 5, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος II·I βλ. επίσης την “ανακοίνωση” στην προαναφερθείσα Επίσημη Εφημερίδα, σημείο Π: διαδικασία). Στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, η εξεταστική επιτροπή έκανε δεκτούς μόνο τους υποψηφίους ως προς τους οποίους έκρινε ότι διέθεταν τα περισσότερα προσόντα και ικανοποιούσαν τα πρόσθετα κριτήρια που είχαν ορισθεί απ' αυτήν. Τα κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίστηκε ο αποκλεισμός σας σημειώνονται με σταυρό στο συνημμένο έγγραφο. »

6

Οι λόγοι για τους οποίους δεν επετράπη στον προσφεύγοντα, καίτοι πληρούσε τους όρους της προκηρύξεως διαγωνισμού, να συμμετάσχει στις γραπτές εξετάσεις, « κατόπιν δεύτερης επιλογής », προσδιορίζονταν σε παράρτημα του εγγράφου αυτού και είχαν ως εξής:

« II.1

έλλειψη πρόσθετης πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως σε τομέα κατάλληλο για τις δραστηριότητες της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ή στον τομέα των γλωσσών και/ή της μετάφρασης, ή έλλειψη επαρκών δικαιολογητικών,

και/ή

ΙΙ.2

έλλειψη επαρκούς επαγγελματικής πείρας στον τομέα της μετάφρασης ( ύστερα από τη λήψη του πανεπιστημιακού πτυχίου ή ειδικού διπλώματος στις γλώσσες η ισοδύναμη πείρα οκτώ ετών στον τομέα της μετάφρασης ) στο ανάλογο για τα καθήκοντα που πρόκειται να ασκήσει επίπεδο ή έλλειψη επαρκών δικαιολογητικών,

και/ή

II.3

μη παρακολούθηση μεταπτυχιακών σπονδών διαρκείας ενός τουλάχιστον έτους σε αλλοδαπό πανεπιστήμιο σε μια από τις κοινοτικές γλώσσες — με εξαίρεση την ολλανδική — ή έλλειψη επαρκών δικαιολογητικών.

(Ένας μόνο από τους λόγους αυτούς αρκεί για τον αποκλεισμό του υποψηφίου ). »

7

Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 1989, ο προσφεύγων ζήτησε από την εξεταστική επιτροπή να αναθεωρήσει την απόφαση της σχετικά με την υποψηφιότητα του ή να την αιτιολογήσει ορθώς και να τον ενημερώσει για το αποτέλεσμα της επανεξετάσεως αυτής μια τουλάχιστον εβδομάδα πριν από την ημερομηνία των εξετάσεων. Υπογράμμισε ότι κανένα από τα αναφερόμενα κριτήρια δεν μπορούσε να συνεπάγεται τον αποκλεισμό του και ότι σε ορισμένους υποψηφίους είχε δοθεί η δυνατότητα να προσκομίσουν πρόσθετα δικαιολογητικά, πράγμα που δεν είχε συμβεί στην περίπτωση του.

8

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1989 ο προσφεύγων επικοινώνησε τηλεφωνικώς με ένα μέλος της εξεταστικής επιτροπής. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι του ζητήθηκε να αποστείλει στην εξεταστική επιτροπή πριν από την ημερομηνία των εξετάσεων, στις 4 Οκτωβρίου 1989, « έγγραφο » του Πανεπιστημίου του Essex σχετικά με τις μεταπτυχιακές του σπουδές καθώς και πιστοποιητικό του μεταφραστικού γραφείου ΤΧΤ αναφορικά με την επαγγελματική του πείρα.

Η ΟΚΕ ισχυρίζεται ότι αντικείμενο της τηλεφωνικής αυτής συνομιλίας ήταν να επιστηθεί η προσοχή του προσφεύγοντος σε δύο συγκεκριμένα σημεία: αφενός, στο αν οι δραστηριότητες του στο Πανεπιστήμιο του Maputo περιελάμβαναν και μετάφραση από ή προς τα ολλανδικά, σημείο ως προς το οποίο ο προσφεύγων απάντησε αρνητικώς, και, αφετέρου, στην ανάγκη προσκομίσεως βεβαιώσεως σχετικής με τις δραστηριότητες του για λογαριασμό της επιχειρήσεως της ΤΧΤ. Σύμφωνα με την ΟΚΕ, ο προσφεύγων δήλωσε ότι μπορούσε να λάβει και να αποστείλει το ζητούμενο έγγραφο εντός οκτώ ημερών. Η ΟΚΕ υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων έθεσε το ζήτημα της « λυσιτέλειας » των σπουδών του κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Essex, ισχυρισμός στον οποίο δόθηκε η απάντηση ότι στο φάκελο του δεν υπήρχε κανένα δικαιολογητικό που να πιστοποιεί ότι είχε παρακολουθήσει με επιτυχία σπουδές του είδους αυτού.

9

Με επιστολή της 22ας Σεπτεμβρίου 1989, ο προσφεύγων απέστειλε στην ΟΚΕ φωτοαντίγραφο εγγράφου του Πανεπιστημίου του Essex, με το οποίο επιστοποιείτο ότι από τον Οκτώβριο του 1985 ήταν εγγεγραμμένος στο πανεπιστήμιο αυτό ως φοιτητής τρίτου κύκλου στην κοινωνιολογία των αναπτυσσομένων χωρών. Με την ίδια επιστολή, ζητούσε για μια ακόμη φορά από την εξεταστική επιτροπή να αναθεωρήσει την απόφαση της σχετικά με την υποψηφιότητα του ή να την αιτιολογήσει ορθώς και να τον ενημερώσει επισήμως για το αποτέλεσμα της επανεξετάσεως αυτής μία τουλάχιστον εβδομάδα πριν από την ημερομηνία των εξετάσεων.

10

Στις 4 Οκτωβρίου 1989 ο προσφεύγων έλαβε τη βεβαίωση σχετικά με την απασχόληση του στην επιχείρηση ΤΧΤ και την απέστειλε στην ΟΚΕ.

11

Με έγγραφο της 5ης Οκτωβρίου 1989, η ΟΚΕ παρέσχε ορισμένες διευκρινίσεις και απάντησε στα ερωτήματα που είχε υποβάλει ο προσφεύγων με τις επιστολές του της 30ής Αυγούστου και 22ας Σεπτεμβρίου 1989:

σχετικά με το κριτήριο II.1 (βλ., ανωτέρω, σκέψη 6 της αποφάσεως), η ΟΚΕ παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν είχε προσκομίσει κανένα πιστοποιητικό εγγραφής, πράγμα που ουδόλως αποδείκνυε ότι είχε περατώσει επιτυχώς τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Essex και ότι, επιπλέον, οι εν λόγω σπουδές δεν αποτελούσαν, σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζει η εξεταστική επιτροπή, συμπλήρωση των βασικών του σπουδών·

σχετικά με το κριτήριο ΙΙ.2, η ΟΚΕ επέστησε την προσοχή του προσφεύγοντος στο γεγονός ότι εκπαίδευση στη μετάφραση, χωρίς μετάφραση από ή προς τα ολλανδικά, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μεταφραστική δραστηριότητα επιπέδου αντιστοίχου προς τα καθήκοντα που θα εκαλείτο να ασκήσει·

σχετικά με το κριτήριο ΙΙ.3, η ΟΚΕ ανέφερε ότι οι σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Maputo είχαν θεωρηθεί ως μεταπτυχιακές σπουδές.

Η ΟΚΕ διευκρίνισε ότι οι μονάδες που συγκέντρωσε συνολικώς ο προσφεύγων δεν κρίθηκαν αρκετές για να γίνει δεκτός στις εξετάσεις.

H OKE προσέθεσε ότι μόνο οι υποψήφιοι που καίτοι πληρούσαν, ενόψει της σχετικής αιτήσεως τους συμμετοχής, τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για να γίνουν δεκτοί στις εξετάσεις πλην όμως δεν είχαν προσκομίσει επαρκή προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία είχαν λάβει έγγραφο με το οποίο τους ζητήθηκε να αποστείλουν στην εξεταστική επιτροπή πρόσθετα δικαιολογητικά. Επιπλέον, οι δραστηριότητες του προσφεύγοντος από το 1986 ως το 1988 δεν μπορούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, παρά να ληφθούν εν μέρει υπόψη, δεδομένου ότι είχαν συμπέσει με τις τότε σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Essex. Τέλος, η ΟΚΕ διευκρίνισε ότι η επιτυχία σε γενικό διαγωνισμό άλλου οργάνου — όπως συνέβη στην περίπτωση του προσφεύγοντος, μεταφραστής στο Κοινοβούλιο — δεν περιλαμβανόταν στα καθορισθέντα από την εξεταστική επιτροπή κριτήρια.

Η διαδικασία

12

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Νοεμβρίου 1989, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Η γραπτή διαδικασία διεξήχθη κανονικώς.

13

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κατόπιν αιτήματος του Πρωτοδικείου, το καθού προσκόμισε την έκθεση της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού CES/LA/102/87, σχετικά με την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις μεταφραστών ολλανδικής γλώσσας μαζί με τα παραρτήματα του.

14

Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Ιουλίου 1991. Μετά το πέρας της συνεδριάσεως, ο πρόεδρος κήρυξε το πέρας της προφορικής διαδικασίας.

Τα αιτήματα των διαδίκων

15

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

κυρίως,

να διατάξει να προσκομιστούν όλα τα πρακτικά και έγγραφα της εξεταστικής επιτροπής από τα οποία προκύπτει ο τρόπος κατά τον οποίο ορίστηκαν και εφαρμόστηκαν τα κριτήρια για την επιλογή των διαφόρων υποψηφίων καθώς και όλα τα έγγραφα που αφορούν, ειδικώς, την υποψηφιότητα και την ένσταση του·

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη και κατά συνέπεια:

1)

να ακυρώσει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού CES/LA/102/87, με την οποία ο προσφεύγων αποκλείστηκε από τις εξετάσεις και ταυτόχρονα απορρίφθηκε η υποψηφιότητα του για τη θέση που αφορούσε η προκήρυξη γενικού διαγωνισμού·

2)

να υποχρεώσει την ΟΚΕ να του καταβάλει αποζημίωση που μπορεί να εκτιμηθεί κατά δικαία κρίση σε 50000 βελγικά φράγκα.

3)

να καταδικάσει κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου την ΟΚΕ στα δικαστικά έξοδα·

επικουρικώς,

σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο θα έκρινε την προσφυγή αβάσιμη, να καταδικάσει, παρ' όλ' αυτά, κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, την ΟΚΕ στα δικαστικά έξοδα, εφόσον η υπό κρίση προσφυγή προκλήθηκε από αμέλεια της ίδιας της εξεταστικής επιτροπής καθώς και από κακή και καθυστερημένη πληροφόρηση του προσφεύγοντος·

όλως επικουρικώς,

σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής να εφαρμοστεί το άρθρο 70 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

16

H OKE ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει το αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων·

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή μεν αλλά αβάσιμη και, κατά συνέπεια·

να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως·

να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Επί της ουσίας

Επί τον πρώτον αιτήματος της προαφνγής με το οποίο ζητείται η ακνρωοη της αποφάσεως της ε§εταοτικής επιτροπής

17

Προς στήριξη του αιτήματος του ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει πέντε λόγους αντλούμενους, πρώτον, από τη μη τήρηση των όρων της προκηρύξεως του διαγωνισμού και την παράβαση του άρθρου 5 του παραρτήματος του III του ΚΥΚ· δεύτερον, από την παράβαση της υποχρεώσεως αντικειμενικής αιτιολογήσεως· τρίτον, από την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων τέταρτον, από τη μη τήρηση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως και, πέμπτον, από την έλλειψη αιτιολογίας.

18

Προς στήριξη του πρώτου του λόγου, ο προσφεύγων διατείνεται ότι η εξεταστική επιτροπή, κάνοντας δεκτούς στις εξετάσεις μόνον τους υποψηφίους ως προς τους οποίους έκρινε ότι διέθεταν τα περισσότερα προσόντα και ικανοποιούσαν τα πρόσθετα κριτήρια που είχε καθορίσει, προέβη σε διπλή επιλογή, πράγμα που ούτε προβλεπόταν από την προκήρυξη του διαγωνισμού ούτε είναι σύμφωνο προς τις διατάξεις του παραρτήματος III του ΚΥΚ. Ο προσφεύγων υπενθυμίζει, σύμφωνα με το άρθρο 5 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, ότι η εξεταστική επιτροπή καθορίζει, κατ' αρχάς, τα κριτήρια αξιολογήσεως βάσει των οποίων επιλέγει, στη συνέχεια, τους υποψηφίους που διαθέτουν τα περισσότερα προσόντα και θα πρέπει να γίνουν αυτομάτως δεκτοί στις εξετάσεις του διαγωνισμού. Δεν τίθεται ζήτημα δεύτερης επιλογής η οποία να γίνεται βάσει « προσθέτων κριτηρίων ». Ο προσφεύγων παραπέμπει στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven στην υπόθεση Belardinelli κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( απόφαση της 12ης Ιουλίου 1989, 225/87, Συλλογή 1989, σ. 2353, συγκεκριμένα σ. 2364 ), κατά τις οποίες τέτοια πρακτική θέτει την εξεταστική επιτροπή στη θέση εκείνου ο οποίος, ταυτόχρονα, και θεσπίζει τους κανόνες και τους εφαρμόζει, ενώ οι υποψήφιοι μόνον εκ των υστέρων ανακαλύπτουν ότι υφίσταντο όροι για τη συμμετοχή στις εξετάσεις οι οποίοι δεν προέκυπταν από την απλή ανάγνωση της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι ο δεσμευτικός χαρακτήρας της προκηρύξεως του διαγωνισμού έχει επίσης υπογραμμιστεί από το Δικαστήριο με την απόφαση του της 18ης Φεβρουαρίου 1982, 67/81, Ruske κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1982, σ. 661 ).

19

Η ΟΚΕ ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων, ο κατάλογος των υποψηφίων καταρτίζεται σε διάφορα στάδια:

η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τα εδάφια α, β και γ του άρθρου 28 του ΚΥΚ και τον διαβιβάζει στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής ( άρθρο 4 του παραρτήματος III του ΚΥΚ)·

η εξεταστική επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού ( άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος III του ΚΥΚ)·

η εξεταστική επιτροπή καταρτίζει, βάσει των κριτηρίων που έχει καθορίσει, τον κατάλογο των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί στις εξετάσεις ( άρθρο 5, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος III του ΚΥΚ ).

20

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων, επιβάλλεται, πάντοτε κατά την καθής, σε μια πρώτη φάση, ο έλεγχος του αν οι υποψήφιοι πληρούν τους όρους για να γίνουν δεκτοί στον διαγωνισμό και, σε μια δεύτερη φάση, αν ικανοποιούν τα απαιτούμενα κριτήρια. Η έκφραση « κατόπιν δεύτερης επιλογής » που χρησιμοποιήθηκε στο παράρτημα του εγγράφου της ΟΚΕ της 25ης Αυγούστου 1989 παραπέμπει, εξ ορισμού, σε μια πρώτη επιλογή που έχει πραγματοποιηθεί, όπως διευκρινίζεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 5 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, βάσει των όρων που περιέχει η προκήρυξη του διαγωνισμού. Η ΟΚΕ υπενθυμίζει ότι στην πραγματικότητα, μετά την κατάρτιση του καταλόγου των υποψηφίων που πληρούσαν τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού, προέβη σε μία μόνο επιλογή βάσει των κριτηρίων που είχαν καθοριστεί από την εξεταστική επιτροπή. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση του της 14ης Ιουνίου 1972, 44/71, Marcato κατά Επιτροπής (Jurispr. 1972, σ. 427 ), το Δικαστήριο αναγνώρισε την νομιμότητα της πρακτικής που συνίστατο στον καθορισμό κριτηρίων που δεν περιλαμβάνονται στην προκήρυξη διαγωνισμού και τα οποία, επομένως, δεν περιέρχονται σε γνώση των υποψηφίων.

21

Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 5 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ ορίζει ότι η εξεταστική επιτροπή, αφού λάβει γνώση των φακέλων των υποψηφίων που πληρούν τους όρους που προβλέπονται στα εδάφια α, β και γ του άρθρου 28 του ΚΥΚ, καταρτίζει τον πίνακα των υποψηφίων που πληρούν τους όρους που καθορίζονται από την προκήρυξη διαγωνισμού. Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων, δυνάμει του τετάρτου εδαφίου της διατάξεως αυτής, η εξεταστική επιτροπή σημειώνει στον πίνακα αυτόν τους υποψηφίους που έχουν γίνει δεκτοί στις εξετάσεις.

22

Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξεταστική επιτροπή έχει την ευθύνη να εκτιμά, κατά περίπτωση, αν τα υποβληθέντα διπλώματα ή η επικαλούμενη από κάθε υποψήφιο επαγγελματική πείρα αντιστοιχούν στο επίπεδο που απαιτεί ο ΚΥΚ και η προκήρυξη διαγωνισμού (βλ., μεταξύ άλλων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 1972, 44/71, Marcato, και της 12ης Ιουλίου 1989, 225/87, Belardinelli).

23

Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η εξεταστική επιτροπή, παρά την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, δεσμεύεται από το κείμενο της προκηρύξεως διαγωνισμού όπως αυτό έχει δημοσιευθεί. Πράγματι, ο ουσιώδης ρόλος της προκηρύξεως του διαγωνισμού, όπως τον εννοεί ο ΚΥΚ, συνίσταται ακριβώς στην πληροφόρηση των ενδιαφερομένων, κατά τρόπον όσον το δυνατό πιο ακριβή, σχετικά με τη φύση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την κάλυψη της σχετικής θέσεως ώστε αυτοί να είναι σε θέση να σταθμίσουν, αφενός, αν πρέπει να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής στον διαγωνισμό ( αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1979, 255/78, Anselme κατά Επιτροπής, Jurispr. 1979, σ. 2323, της 18ης Φεβρουαρίου 1982, 67/81, Ruske, προαναφερθείσα, και της 19ης Μαΐου 1983, 289/81, Μαυρίδης κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 1731 ) και, αφετέρου, ποια είναι τα δικαιολογητικά που έχουν σημασία για το έργο της εξεταστικής επιτροπής και πρέπει, κατά συνέπεια, να επισυναφθούν στις αιτήσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό.

24

Το σύστημα αυτό του άρθρου 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ θα έχανε το περιεχόμενο του αν η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού διέθετε, κατ' εφαρμογή του τετάρτου εδαφίου της διατάξεως αυτής, την ευχέρεια να εφαρμόζει όρους που δεν περιλαμβάνονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και, επομένως, υπερβαίνουν τα όρια της συγκριτικής εξετάσεως των υποψηφίων βάσει των απαιτουμένων τίτλων. Εξάλλου, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν ασυμβίβαστη με την κατανομή που υφίσταται μεταξύ, αφενός, των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑ και, αφετέρου, των αρμοδιοτήτων της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, κατανομή σύμφωνα με την οποία η ΑΔΑ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των όρων του διαγωνισμού, ενώ η εξεταστική επιτροπή δεσμεύεται από τους όρους αυτούς κατά την εκτέλεση του έργου που της ανατίθεται δυνάμει του άρθρου 30 του ΚΥΚ.

25

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού δεν μπορεί να αποκλείσει υποψήφιο από τις εξετάσεις με την αιτιολογία ότι αυτός δεν πληροί προϋπόθεση μη οριζόμενη στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Εξ αυτού έπεται ότι το Πρωτοδικείο πρέπει να προβεί — στην προκείμενη περίπτωση — σε μια ανάλυση προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα « πρόσθετα κριτήρια » που ορίστηκαν από την εξεταστική επιτροπή προκειμένου οι υποψήφιοι να γίνουν δεκτοί στις εξετάσεις προστέθηκαν σ' αυτά που απαιτούνταν από την προκήρυξη του διαγωνισμού ή περιορίστηκαν στη διευκρίνιση του περιεχομένου τους.

26

Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι από την έκθεση της εξεταστικής επιτροπής που καταρτίστηκε για τον γενικό διαγωνισμό CES/LA/102/87 προκύπτει ότι η εξεταστική επιτροπή όρισε « πρόσθετα κριτήρια » επιλογής όσον αφορά τρία διαφορετικά είδη τίτλων: εκπαίδευση, επαγγελματική πείρα και μεταπτυχιακές σπουδές στην αλλοδαπή.

27

Όσον αφορά την εκπαίδευση, το σύστημα εκτιμήσεως των προσόντων των υποψηφίων μέσω της συγκεντρώσεως ορισμένων μονάδων που επελέγη από την εξεταστική επιτροπή συνίστατο στο να δίδονται διαφορετικές μονάδες για ειδικές πανεπιστημιακές σπουδές στη μετάφραση ή τη διερμηνεία, για συμπληρωματικές ειδικές πανεπιστημιακές σπουδές, για συμπληρωματικές γλωσσικές πανεπιστημιακές σπουδές, για συμπληρωματικές ειδικές πανεπιστημιακές σπουδές σε πρόσφορο για εργασία στην ΟΚΕ τομέα, για διδακτορικό δίπλωμα ή μαθήματα επαγγελματικής μεταφράσεως στο πλαίσιο του δευτέρου κύκλου ( maîtrise ) πανεπιστημιακών σπουδών φιλολογίας στις Κάτω Χώρες.

28

Προκειμένου περί της επαγγελματικής πείρας, η εξεταστική επιτροπή έδωσε μονάδες για πείρα στη μετάφραση ή τη διερμηνεία υπό την προϋπόθεση ότι η πείρα αυτή αποκτήθηκε μετά τη λήψη διπλώματος απονεμηθέντα μετά τη συμπλήρωση πανεπιστημιακών σπουδών ή την απόκτηση ισοδύναμης επαγγελματικής πείρας.

29

Η εξεταστική επιτροπή έδωσε επίσης μισή μονάδα για μεταπτυχιακές σπουδές ενός τουλάχιστον έτους σε πανεπιστήμιο της αλλοδαπής ή στο College ď Europe της Bruges ή, όσον αφορά τους ολλανδόφωνους φλαμανδούς της Βαλλονίας, ληφθέντος υπόψη ότι οι εν λόγω μεταπτυχιακές σπουδές έπρετίε να αποτελούν συμπλήρωση πλήρων πανεπιστημιακών σπουδών που να έχουν επικυρωθεί με πτυχίο και να έχουν πραγματοποιηθεί σε προγενέστερο χρόνο.

30

Τα «πρόσθετα κριτήρια» που αποφάσισε και εφάρμοσε η εξεταστική επιτροπή υπερβαίνουν τα όρια των όρων συμμετοχής στο διαγωνισμό που είχε ορίσει η σχετική προκήρυξη. Πράγματι, η προκήρυξη του διαγωνισμού περιοριζόταν στο να απαιτεί δίπλωμα δευτέρου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών χωρίς να αξιώνει ειδικές πανεπιστημιακές σπουδές στη μετάφραση ή τη διερμηνεία ούτε πρόσθετες ειδικές πανεπιστημιακές ή γλωσσικές σπουδές: δεν απαιτούσε επίσης πρόσθετες ειδικές πανεπιστημιακές σπουδές σε πρόσφορο για το αντικείμενο της ΟΚΕ τομέα ή διδακτορικό δίπλωμα ή ακόμα μαθήματα επαγγελματικής μεταφράσεως στο πλαίσιο του δεύτερου κύκλου ( maîtrise ) πανεπιστημιακών σπουδών φιλολογίας στις Κάτω Χώρες.

31

Όσον αφορά το δεύτερο είδος τίτλων σχετικά με το οποίο η εξεταστική επιτροπή όρισε « πρόσθετα κριτήρια », δηλαδή την επαγγελματική πείρα, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι στην προκήρυξη διαγωνισμού η επαγγελματική πείρα αναφέρεται ως προσόν ισχύον εναλλακτικώς με πανεπιστημιακό πτυχίο ή παρεμφερές δίπλωμα πιστοποιούν γλωσσική εκπαίδευση, πράγμα που αποκλείει να ληφθεί υπόψη, όπως έπραξε η εξεταστική επιτροπή, επαγγελματική πείρα κτηθείσα μετά τη λήψη τέτοιου διπλώματος.

32

Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού CES/LA/102/87 να αποκλείσει τον προσφεύγοντα από τις εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού και να απορρίψει την υποψηφιότητα του για τη θέση που αναφερόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού, λόγω του ότι αυτός δεν πληρούσε τα ορισθέντα από την εξεταστική επιτροπή πρόσθετα κριτήρια, ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος III του ΚΥΚ και πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι που έχουν αναπτυχθεί προς στήριξη αυτού του αιτήματος της προσφυγής.

Επί τον όεντέρον αιτήματος της προσφυγής σχετικά με την επιδίκαση αποζημιώσεως

33

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι πλημμέλειες που επικαλέστηκε προς στήριξη των αιτημάτων του ακυρώσεως συνιστούν υπηρεσιακό πταίσμα και τον έχουν ζημιώσει. Ισχυρίζεται ότι η εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής παράβαση του καθήκοντος της αρωγής τον εμπόδισε να προασπίσει δεόντως τα συμφέροντα του, ιδίως όσον αφορά την επαγγελματική του σταδιοδρομία και γενικώς την κατάσταση του. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω του ότι ο αποκλεισμός του από τον διαγωνισμό τον εμπόδισε να μεταφέρει τις επαγγελματικές του δραστηριότητες στο Βέλγιο, όπου εξακολουθεί να κατοικεί η οικογένεια του. Εξάλλου, φρονεί ότι υπέστη μείωση του κύρους του. Αναφερόμενος στην απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1973, 10/72 και 47/72, Di Pillo κατά Επιτροπής ( Jurispr. 1973, σ. 763 ), προτείνει η κατ' αυτόν τον τρόπο προκληθείσα ζημία να αποτιμηθεί, κατά δικαία κρίση, σε 50000 βελγικά φράγκα.

34

Στο υπόμνημα του απαντήσεως, ο προσφεύγων προσθέτει ότι, καίτοι δεν μπορεί να αποδείξει κατά τρόπο βέβαιο ότι θα επετύγχανε στις εξετάσεις του διαγωνισμού, υφίστανται ωστόσο ορισμένες ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής. Αναφέρεται ιδίως στα αποτελέσματα που πέτυχαν οι συνάδελφοί του μεταφραστές του Κοινοβουλίου που συμμετέσχαν στον διαγωνισμό.

35

Η ΟΚΕ διατείνεται ότι, έστω και αν η βαλλόμενη απόφαση συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα, γεγονός είναι ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε αποδείξεις ως προς τη ζημία. Ο προσφεύγων δεν κατέστησε, ιδίως, δυνατή την πιθανολόγηση ότι, αν είχε γίνει δεκτός στον διαγωνισμό, θα είχε πράγματι πετύχει. Όσον αφορά τον τόπο κατοικίας της συζύγου και των τέκνων του, τούτο αποτελεί το αποτέλεσμα αποφάσεως της οικογενείας του. Η απόφαση Di Pillo δεν ασκεί, κατά την ΟΚΕ, καμία εν προκειμένω επιρροή, διότι αφορά μια καθυστερημένη απόφαση περί απολύσεως, η οποία ακολούθησε μετά από μια αρνητική έκθεση βαθμολογίας κατά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας και ο ενδιαφερόμενος αναγκάστηκε, στην περίπτωση εκείνη, να προβεί σε σημαντικά έξοδα εν αναμονή της μονιμοποιήσεως. Τέλος, η ΟΚΕ φρονεί ότι ουδεμία υφίσταται απόδειξη σχετικά με τη μείωση του κύρους.

36

Στο υπόμνημα της ανταπαντήσεως, η ΟΚΕ παρατηρεί ότι το γεγονός ότι ορισμένοι πρώην συνάδελφοι του προσφεύγοντος έγιναν δεκτοί στις γραπτές εξετάσεις και, επιπλέον, πέτυχαν στον διαγωνισμό ουδόλως αποδεικνύει ότι και ο ίδιος ο προσφεύγων θα επετύγχανε στον διαγωνισμό αυτό αν είχε συμμετάσχει στις γραπτές εξετάσεις. Η OKE ισχυρίζεται ότι είναι λογικό να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν πληρούσε τα ορισθέντα από την εξεταστική επιτροπή κριτήρια αποτελεί ακριβώς ένδειξη του ότι ουδόλως είναι βέβαιο ότι θα επετύγχανε στις γραπτές εξετάσεις.

37

Όσον αφορά το αίτημα σχετικά με την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ο προσφεύγων θεωρεί ότι υπέστη, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση μιας προσβληθείσας από υπάλληλο διοικητικής πράξεως αποτελεί, αυτή καθαυτή, κατάλληλη ικανοποίηση και, κατ' αρχήν, επαρκή για κάθε ηθική βλάβη που ο τελευταίος μπορεί να έχει, εν προκειμένω, υποστεί. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού CES/LA/102/87 αποτελεί αυτή καθαυτή, την κατάλληλη ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που μπορεί να έχει υποστεί ο προσφεύγων ( βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1987, 44/85, 77/85, 294/85 και 295/85, Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3259, και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Τ-37/90, Hanning κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-463 ).

Επί των δικαστικών εξόδων

38

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστιικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ΟΚΕ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού CES/LA/102/87 με την οποία ο προσφεύγων αποκλείστηκε από τις εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού.

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

3)

Καταδικάζει την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

Briet

Barrington

Kirschner

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Νοεμβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

Η. Jung

Ο Πρόεδρος

C Ρ. Briet


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.