61989O0246

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 10ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1989. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ. - ΑΛΙΕΙΑ - ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ ΣΤΑ ΝΗΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΠΕΡΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-246/89 R.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 03125


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Προσωρινά μέτρα - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - "Fumus boni juris" - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 186 κανονισμός διαδικασίας, άρθρο 83 παράγραφος 2)

Διάδικοι


Στην υπόθεση 246/89 R,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Robert Fischer, και τον P. Olivier, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γ. Κρεμλή, επίσης μέλος της νομικής της υπηρεσίας, batiment Wagner, Kirchberg,

αιτούσα,

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενου από τον Sir Nicolas Lyell, QC, Solicitor General, και τον T. J. G. Pratt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη βρετανική πρεσβεία, 14 boulevard Roosevelt,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον Louis J. Dockery, Chief State Solicitor, επικουρούμενο από τον James O' Reilly, Senior Counsel of the Bar of Ireland, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιρλανδίας, 28 route d' Arlon,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής της εφαρμογής των προϋποθέσεων περί ιθαγενείας οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 13 και 14 του Merchant Shipping Act του 1988,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Αυγούστου 1989, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, επιβάλλοντας τις προϋποθέσεις περί ιθαγενείας οι οποίες θεσπίζονται με τα άρθρα 13 και 14 του Merchant Shipping Act (νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας) του 1988, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 7, 52 και 221 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του Merchant Shipping Act του 1988 προβλέπει την καθιέρωση ενός νέου νηολογίου βρετανικών αλιευτικών σκαφών, στο οποίο μπορούν να εγγράφονται τα αλιευτικά σκάφη που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 14 του νόμου αυτού. Βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, αποκλείεται, στην ουσία, η εγγραφή των αλιευτικών σκαφών σε οποιοδήποτε άλλο βρετανικό νηολόγιο εντούτοις, η παράγραφος 3 της διατάξεως αυτής παρατείνει για μια μεταβατική περίοδο την ισχύ των υφισταμένων εγγραφών σε άλλα νηολόγια μέχρις ότου γίνει η εγγραφή στο νέο νηολόγιο.

3

Ο Merchant Shipping Act του 1988 άρχισε να ισχύει την 1η Δεκεμβρίου 1988, η δε αναφερόμενη στο άρθρο 13, παράγραφος 3, μεταβατική περίοδος έληξε στις 31 Μαρτίου 1989.

4 Το άρθρο 14 του Merchant Shipping Act του 1988 ορίζει στην παράγραφο 1 ότι, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη απόφαση του Υπουργού Μεταφορών, ένα αλιευτικό σκάφος δεν μπορεί να εγγραφεί στο νέο νηολόγιο, παρά μόνο:

"α) εάν ο κύριος του σκάφους είναι Βρετανός,

β)εάν η εκμετάλλευση του σκάφους και η χρησιμοποίησή του διευθύνεται και ελέγχεται με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο και

γ) εάν ο ναυλωτής ή ο εφοπλιστής είναι φυσικό πρόσωπο ή εταιρία που έχει το σχετικό δικαίωμα".

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το αλιευτικό σκάφος θεωρείται ότι ανήκει σε Βρετανό, εφόσον ανήκει κατά κυριότητα και εξ ολοκλήρου σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή εταιρίες που έχουν το σχετικό δικαίωμα και εφόσον μία ή περισσότερες εταιρίες που έχουν το σχετικό δικαίωμα έχουν δικαίωμα επικαρπίας επί του σκάφους ή εφόσον ένα ή περισσότερα πρόσωπα που έχουν το σχετικό δικαίωμα έχουν δικαίωμα επικαρπίας επ' αυτού τουλάχιστον κατά 75 %. Η παράγραφος 7 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι "πρόσωπο που έχει το σχετικό δικαίωμα" είναι το φυσικό πρόσωπο που έχει τη βρετανική ιθαγένεια και κατοικεί και διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι "εταιρία που έχει το σχετικό δικαίωμα" είναι η εταιρία η οποία έχει συσταθεί και έχει την έδρα της στο Ηνωμένο Βασίλειο, της οποίας τουλάχιστον το 75 % του εταιρικού κεφαλαίου ανήκει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή εταιρίες που έχουν το σχετικό δικαίωμα και της οποίας τουλάχιστον το 75 % των διευθυντών είναι άτομα που έχουν το σχετικό δικαίωμα.

5

Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου επίσης στις 4 Αυγούστου 1989, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 186 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 83 του κανονισμού διαδικασίας, αίτηση με την οποία ζήτησε, όπως διευκρινίστηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, να υποχρεωθεί το Ηνωμένο Βασίλειο να αναστείλει την εφαρμογή των προϋποθέσεων ιθαγενείας, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχεία a) και c), του Merchant Shipping Act του 1988, σε συνδυασμό με τις παραγράφους 2 και 7 του ίδιου άρθρου, όσον αφορά τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών και τα αλιευτικά σκάφη που αλίευαν μέχρι την 31η Μαρτίου 1989 υπό βρετανική σημαία και με βρετανική άδεια αλιείας. Επομένως πρόκειται για τα σκάφη τα οποία εμποδίζονταν να συνεχίσουν τη δραστηριότητα αυτή αποκλειστικά και μόνο λόγω αυτών των προϋποθέσεων ιθαγενείας.

6 Με Διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 1989 επιτράπηκε στην Ιρλανδία να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου.

7 Το καθού υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις στις 25 Αυγούστου 1989 και οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους στις 15 Σεπτεμβρίου 1989.

8 Πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς.

9 Την 1η Φεβρουαρίου 1976 η Κοινότητα, που αποτελούνταν τότε από εννέα κράτη μέλη, θέσπισε ένα κοινό σύστημα για τη θαλάσσια αλιεία. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 101/76 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 1976, περί θεσπίσεως κοινής διαρθρωτικής πολιτικής στον τομέα της αλιείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 04/01, σ. 61) υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ιδίως την ισότητα των όρων προσβάσεως και εκμεταλλεύσεως των αποθεμάτων που βρίσκονται στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τους σε όλα τα αλιευτικά σκάφη υπό σημαία ενός των κρατών μελών που είναι νηολογημένα στο έδαφος της Κοινότητας.

10 Από την 1η Ιανουαρίου 1977 τα κράτη μέλη επεξέτειναν από κοινού τις ζώνες αποκλειστικής αλιείας οι οποίες υπάγονταν στη δικαιοδοσία τους σε 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές τους που βρέχονται από το Βόρειο Ατλαντικό. Από τα ύδατα τα οποία κατέστησαν κατ' αυτό τον τρόπο κοινοτικά αποκλείστηκαν, μεταξύ άλλων, τα αλιευτικά σκάφη υπό ισπανική σημαία, ορισμένα από τα οποία αλίευαν μέχρι τότε στα ύδατα αυτά, ιδίως δυτικά των βρετανικών νήσων και στα ανοιχτά των γαλλικών ακτών.

11 Μετά από ένα μεταβατικό σύστημα, η Κοινότητα συνήψε στις 15 Απριλίου 1980 με την κυβέρνηση της Ισπανίας συμφωνία για την αλιεία (ΟJ L 322, σ. 3), με την οποία καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις για την αλιεία για τα σκάφη καθενός των συμβαλλομένων μερών στις ζώνες που υπάγονται στη δικαιοδοσία του ετέρου. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε τον ετήσιο καθορισμό του επιτρεπόμενου όγκου αλιευμάτων για τα σκάφη καθενός των συμβαλλομένων μερών στις ζώνες αλιείας του ετέρου και τη θέσπιση ενός συστήματος παροχής αδειών για τα σκάφη στα οποία επιτρεπόταν να αλιεύουν αυτές τις ποσότητες αλιευμάτων.

12 Δεν αμφισβητείται ότι κατόπιν της συμφωνίας αυτής σημαντικός αριθμός αλιευτικών σκαφών υπό ισπανική σημαία εγγράφηκε στα νηολόγια του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου οι κύριοί τους συνέστησαν εταιρίες στις οποίες μεταβιβάστηκε η κυριότητα των σκαφών. Βάσει του ισχύοντος τότε Merchant Shipping Act του 1984, για την εγγραφή στα βρετανικά νηολόγια απαιτούνταν μόνο το σκάφος να ανήκει κατά κυριότητα σε βρετανό υπήκοο ή σε εταιρία που να έχει συσταθεί και να εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η αλλαγή της νηολογήσεως παρέσχε τη δυνατότητα στα σκάφη αυτά να αλιεύουν στα κοινοτικά ύδατα υπό βρετανική σημαία και με βρετανική άδεια, εκφορτώνοντας όμως τα αλιεύματά τους σε λιμάνια της Ισπανίας.

13

Τα κράτη μέλη θέσπισαν ένα σύστημα ποσοστώσεων αλιευμάτων, το οποίο άρχισε να ισχύει στις 27 Ιανουαρίου 1983. Ο κανονισμός 170/83 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1983, περί θεσπίσεως κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων (ΕΕ L 24, σ. 1), προβλέπει στο άρθρο 3 τον περιοδικό καθορισμό του συνόλου των επιτρεπομένων αλιευμάτων για ορισμένα είδη ή ορισμένες ομάδες ειδών ψαριών και στο άρθρο 4 την κατανομή της διατιθέμενης για την Κοινότητα ποσότητας αλιευμάτων μεταξύ των κρατών μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 2057/82 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1982, περί θεσπίσεως ορισμένων μέτρων ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από σκάφη των κρατών μελών (ΕΕ L 220, σ. 1), όλα τα αλιεύματα για τα οποία έχει καθοριστεί ποσόστωση και τα οποία αλιεύονται από αλιευτικά σκάφη που φέρουν σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένα σε σκάφος μέλος αφαιρούνται, ανεξάρτητα από τον τόπο εκφορτώσεως, από την ποσόστωση αυτού του κράτους.

14 Στις 30 Μαρτίου 1983 οι βρετανικές αρχές θέσπισαν νέα ρύθμιση για τα αλιευτικά σκάφη, εκδίδοντας τον British Fishing Boats Act (νόμο περί βρετανικών αλιευτικών σκαφών) του 1983 και την British Fishing Boats Order (απόφαση περί βρετανικών αλιευτικών σκαφών) του 1983. Η ρύθμιση αυτή, η οποία δεν επηρεάζει το κύρος των υφισταμένων αδειών αλιείας, απαγορεύει, αφενός, την αλιεία στα ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ηνωμένου Βασιλείου και, αφετέρου, την εκφόρτωση αλιευμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο στα βρετανικά σκάφη το πλήρωμα των οποίων δεν αποτελείται κατά 75 % τουλάχιστον από βρετανούς υπηκόους ή υπηκόους κρατών μελών της Κοινότητας.

15 Την 1η Ιανουαρίου 1986 η Ισπανία έγινε μέλος της Κοινότητας. 'Οσον αφορά την αλιεία, τα άρθρα 156 έως 164 της πράξεως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και για τις προσαρμογές των Συνθηκών (ΕΕ L 302 της 15.11.1985) θεσπίζουν ένα μεταβατικό σύστημα που θα ισχύσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002 και βάσει του οποίου περιορίζεται ο αριθμός των αλιευτικών σκαφών υπό ισπανική σημαία που μπορούν να αλιεύουν στα ύδατα τα οποία υπάγονται στη δικαιοδοσία των ως τότε κρατών μελών της Κοινότητας σε 300 σκάφη, που αναφέρονται σε ονομαστικό κατάλογο και από τα οποία μόνο 150 επιτρέπεται να αλιεύουν ταυτόχρονα.

16 Είναι επίσης γνωστό ότι, ύστερα από την προσχώρηση της Ισπανίας, ορισμένα βρετανικά αλιευτικά σκάφη αγοράστηκαν, μαζί με τις άδειες αλιείας τους, από Ισπανούς, οι οποίοι συνέστησαν ειδικά προς τούτο εταιρίες στο Ηνωμένο Βασίλειο. 'Οπως και τα ισπανικά σκάφη τα οποία είχαν προηγουμένως εγγραφεί από τα ισπανικά στα βρετανικά νηολόγια, τα σκάφη αυτά, επανδρωμένα με ισπανικά πληρώματα, μπορούσαν, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, να αλιεύουν στα ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία των δέκα κρατών μελών της Κοινότητας, πλην των βρετανικών υδάτων, και να εκφορτώνουν τα αλιεύματά τους στην Ισπανία, τα οποία έτσι αφαιρούνταν από τις ποσοστώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου.

17 Εντούτοις, την 1η Ιανουαρίου 1986, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου προέβησαν σε συστηματική ανανέωση των βρετανικών αδειών αλιείας. Η χορήγηση των νέων αδειών εξαρτάται από τις εξής προϋποθέσεις:

- η εκμετάλλευση του σκάφους πρέπει να ασκείται από τις βρετανικές νήσους, αυτό δε τεκμαίρεται, εάν το σκάφος εκφορτώνει και πωλεί, κατά τη διάρκεια περιόδου έξι μηνών, το 50 % των αλιευμάτων του στις βρετανικές νήσους ή καταπλέει τουλάχιστον τέσσερις φορές και ανά δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες σε βρετανικό λιμένα,

- το πλήρωμα του σκάφους πρέπει να αποτελείται κατά 75 % τουλάχιστον από βρετανούς υπηκόους ή υπηκόους των κρατών μελών της Κοινότητας που κατοικούν στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ εξαιρούνται μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1993, μεταξύ άλλων, οι ισπανοί υπήκοοι, στους οποίους ορισμένες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων δεν εφαρμόζονται παρά μόνο μετά την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 55 έως 59 της πράξεως προσχωρήσεως,

- ο πλοίαρχος και το πλήρωμα πρέπει να καταβάλλουν εισφορές στο βρετανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

18 Το νόμιμο των προϋποθέσεων αυτών, ιδίως έναντι του κοινοτικού δικαίου, αμφισβητήθηκε ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων, αποτελεί δε το αντικείμενο δύο αιτήσεων προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου (υποθέσεις 3/87, Agegate, και 216/87, Jaderow). Αυτές οι ίδιες προϋποθέσεις αποτελούν το αντικείμενο προσφυγής λόγω παραβάσεως που άσκησε η Επιτροπή (υπόθεση 279/89, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου).

19 Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η νομιμότητα των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 14 του Merchant Shipping Act του 1988 έχει επίσης αμφισβητηθεί ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων και αποτελεί, όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον συμβιβάζονται οι προϋποθέσεις αυτές προς το κοινοτικό δίκαιο, το αντικείμενο αιτήσεως προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (υπόθεση 221/89, Factortame).

20 Στη συνέχεια πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 186 της Συνθήκης ΕΟΚ, το Δικαστήριο μπορεί να διατάσσει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του.

21 Σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, η έκδοση αποφάσεως που διατάσσει προσωρινά μέτρα όπως τα αιτούμενα εξαρτάται από την ύπαρξη περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και πραγματικών και νομικών λόγων που να δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη των μέτρων αυτών.

22 Πρέπει να εξεταστεί αν οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν στην υπό κρίση υπόθεση.

23 'Οσον αφορά καταρχάς την προϋπόθεση να είναι δικαιολογημένη εκ πρώτης όψεως η λήψη των μέτρων αυτών, η Επιτροπή τονίζει ότι βάλλει μόνο κατά των προϋποθέσεων περί ιθαγενείας τις οποίες θέτει το άρθρο 14 του Merchant Shipping Act του 1988. Αυτές οι προϋποθέσεις απαγορεύουν στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών να αποκτούν, μέσω εταιριών, βρετανικά αλιευτικά σκάφη και να διευθύνουν εταιρίες οι οποίες εκμεταλλεύονται τέτοια σκάφη υπό τους ίδιους όρους με τους βρετανούς υπηκόους. Πρόκειται για μια άμεση δυσμενή διάκριση, που παραβιάζει κατάφωρα την απαγόρευση επιβολής διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την κοινοτική ρύθμιση περί των ποσοστώσεων αλιευμάτων ούτε από τις υποχρεώσεις που υπέχει το Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του διεθνούς δικαίου.

24 Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι οι εθνικές διατάξεις κατά των οποίων βάλλει η Επιτροπή δεν παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο. Κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη νηολόγηση των σκαφών και για την παροχή του δικαιώματος σε ένα πλοίο να φέρει τη σημαία του. Το διεθνές δίκαιο υποχρεώνει το Ηνωμένο Βασίλειο να καθορίζει αυτές τις προϋποθέσεις κατά τρόπον ώστε το σκάφος να έχει ουσιαστικούς δεσμούς με το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι να του παρέχουν τη δυνατότητα να ασκεί πράγματι τη δικαιοδοσία και τον έλεγχό του επί του σκάφους. Οι περιλαμβανόμενες στον Merchant Shipping Act του 1988 προϋποθέσεις είναι αντίστοιχες προς εκείνες τις οποίες επιβάλλουν άλλα κράτη μέλη για την παροχή στα πλοία του δικαιώματος να πλέουν υπό τη σημαία τους.

25 Επιπλέον η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι οι επιβληθείσες με το νόμο του 1988 προϋποθέσεις ιθαγενείας δικαιολογούνται από την ισχύουσα κοινοτική ρύθμιση περί αλιείας. Η ρύθμιση αυτή, μολονότι θεσπίζει ένα κοινό σύστημα, λαμβάνει ως βάση την ιθαγένεια για την κατανομή των ποσοστώσεων αλιευμάτων. Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 170/83 του Συμβουλίου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις λεπτομέρειες για τη χρησιμοποίηση των ποσοστώσεων που τους έχουν παραχωρηθεί και, επομένως, να καθορίζουν τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν τα σκάφη τα οποία επιτρέπεται να αλιεύουν αυτές τις ποσότητες αλιευμάτων.

26 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το θεσπιζόμενο με τον προαναφερθέντα κανονισμό 170/83 του Συμβουλίου σύστημα εθνικών ποσοστώσεων αποτελεί, όπως ισχυρίζεται το Ηνωμένο Βασίλειο, παρέκκλιση από την αρχή της ίσης προσβάσεως των αλιέων της Κοινότητας στα ιχθυαποθέματα και στην εκμετάλλευσή τους στα ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία των κρατών μελών, η οποία αρχή αποτελεί μια ειδικότερη έκφραση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία θεσπίζεται με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ.

27 Η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις του προαναφερθέντος κανονισμού 170/83, από την ανάγκη να εξασφαλιστεί, δεδομένης της στενότητας των αλιευτικών αποθεμάτων, μια σχετική σταθερότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων, ώστε να ληφθούν υπόψη οι ειδικές ανάγκες των περιοχών, οι πληθυσμοί των οποίων είναι ιδιαίτερα εξαρτημένοι από την αλιεία και τις συναφείς προς αυτή βιομηχανικές δραστηριότητες.

28 Επομένως, όσον αφορά συγκεκριμένα τη νομοθεσία των κρατών μελών περί νηολογήσεως των αλιευτικών σκαφών και προσβάσεως στις αλιευτικές δραστηριότητες, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα των κρατών αυτών να επιβάλλουν προϋποθέσεις, η συμφωνία των οποίων προς το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνο από την ανάγκη να επιτευχθούν οι στόχοι του κοινοτικού συστήματος των ποσοστώσεων αλιευμάτων. Πράγματι, όπως δέχθηκε και η ίδια η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, αυτές οι προϋποθέσεις ενδέχεται να είναι απαραίτητες για να εξασφαλιστεί η ύπαρξη ουσιώδους δεσμού με τον αλιευτικό τομέα του κράτους μέλους από την ποσόστωση του οποίου αφαιρούνται τα αλιεύματα του σκάφους.

29 Εντούτοις, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί εκ πρώτης όψεως ότι αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να παρεκκλίνουν από την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας που περιέχεται στα άρθρα 52 και 221 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα οποία αφορούν αντίστοιχα το δικαίωμα εγκαταστάσεως και το δικαίωμα οικονομικής συμμετοχής στο κεφάλαιο των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58.

30 Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης περιλαμβάνουν όχι μόνο το δικαίωμα εγκαταστάσεως και της συμμετοχής στο κεφάλαιο εταιριών, αλλά επίσης το δικαίωμα ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, ενδεχομένως κατόπιν ιδρύσεως εταιρίας, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει νομοθετικά το κράτος εγκαταστάσεως για τους δικούς του υπηκόους.

31 Εκ πρώτης όψεως, στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνεται επίσης το δικαίωμα συστάσεως και διευθύνσεως μιας εταιρίας με σκοπό την εκμετάλλευση αλιευτικού σκάφους νηολογημένου στο κράτος εγκαταστάσεως υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τις εταιρίες οι οποίες ελέγχονται από υπηκόους του κράτους αυτού.

32 'Οσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το διεθνές δίκαιο, αρκεί στα στάδιο αυτό η παρατήρηση ότι δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί εκ πρώτης όψεως την ανάγκη οποιασδήποτε παρεκκλίσεως από τα προαναφερθέντα δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση από το Ηνωμένο Βασίλειο της δικαιοδοσίας και του ελέγχου του επί των εν λόγω σκαφών.

33 Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο στάδιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, η προσφυγή δεν φαίνεται να είναι αβάσιμη και άρα πληρούται η προϋπόθεση να είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένη η λήψη των μέτρων αυτών.

34 'Οσον αφορά, στη συνέχεια, την προϋπόθεση περί επείγοντος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το επείγον μιας αιτήσεως προς λήψη προσωρινών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την ανάγκη να διαταχθούν τέτοια μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας.

35 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η καθιέρωση του νέου νηολογίου βρετανικών αλιευτικών σκαφών είχε ως αποτέλεσμα την ακινητοποίηση του συνόλου του "αγγλο-ισπανικού" αλιευτικού στόλου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Επιτροπής, η εγγραφή σ' αυτό το νηολόγιο ορισμένων από τα σκάφη αυτά αποκλείεται λόγω των επίδικων προϋποθέσεων ιθαγενείας και μόνο, καθόσον τα εν λόγω σκάφη ενδέχεται να πληρούν τις άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 14 του Merchant Shipping Act του 1988, ιδίως την προϋπόθεση της εκμεταλλεύσεως και του ελέγχου με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ιδιοκτήτες των εν λόγω σκαφών υφίστανται, εξαιτίας της ακινητοποιήσεως, μεγάλες ζημίες και θα υποχρεωθούν σύντομα να πωλήσουν τα σκάφη τους υπό ιδιαιτέρως αντίξοες συνθήκες. Σύμφωνα δε με το βρετανικό αστικό δίκαιο, για τις ζημίες αυτές δεν θα μπορέσουν να αποζημιωθούν αργότερα ασκώντας αγωγές κατά των βρετανικών αρχών.

36 Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα στην πράξη. Ακόμη και εάν δεν ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις περί ιθαγενείας, η βρετανική κυβέρνηση αμφισβητεί το ότι τα ακινητοποιημένα σκάφη μπορούν να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις νηολογήσεως, ιδίως εκείνες οι οποίες αφορούν την κατοικία στο Ηνωμένο Βασίλειο και την εκμετάλλευση του σκάφους με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως η αναστολή της εφαρμογής των προϋποθέσεων σχετικά με την ιθαγένεια, την οποία ζητεί η Επιτροπή, δεν θα μπορούσε να αποτρέψει τη ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι προκαλείται, γι' αυτό δε το λόγο δεν υφίσταται επείγον. Η βρετανική κυβέρνηση υπογραμμίζει επιπλέον ότι το συμφέρον της Επιτροπής να επιτύχει τη λήψη αυτών των προσωρινών μέτρων πρέπει να σταθμιστεί έναντι του συμφέροντος του Ηνωμένου Βασιλείου να διευθετήσει μόνιμα τα προβλήματα που δημιουργούν τα "αγγλο-ισπανικά" σκάφη για το βρετανικό αλιευτικό τομέα. Τα μέτρα που έλαβαν σχετικά οι βρετανικές αρχές το 1983 και το 1984 δεν υπήρξαν αποτελεσματικά, μόνο δε η θέσπιση σαφών και εύκολων στην εξακρίβωση προϋποθέσεων μπορεί να οδηγήσει στην επίλυση των προβλημάτων αυτών.

37 Πρέπει να γίνει δεκτό καταρχάς ότι, για τα αλιευτικά σκάφη τα οποία έπλεαν υπό βρετανική σημαία μέχρι την 31η Μαρτίου 1989 και αλίευαν με βρετανική άδεια αλιείας, η απώλεια της δυνατότητας να πλέουν υπό βρετανική σημαία και η παύση των δραστηριοτήτων έχουν ως συνέπεια την πρόκληση σοβαρής ζημίας. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα σκάφη αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εναλλακτικές αλιευτικές δραστηριότητες μέχρι να εκδοθεί η απόφαση επί της κυρίας υποθέσεως. Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι η ζημία αυτή δεν θα μπορεί να επανορθωθεί σε περίπτωση που γίνει δεκτή η προσφυγή.

38 Για να υφίσταται επείγον, είναι απαραίτητο τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα να είναι πρόσφορα προς αποφυγή της ζημίας την οποία η αιτούσα υποστηρίζει ότι επέρχεται. Στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορούν ορισμένα από τα εν λόγω σκάφη να πληρούν τις προϋποθέσεις νηολογήσεως, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, εάν ανασταλεί η εφαρμογή της προϋποθέσεως περί ιθαγενείας.

39 Τέλος, όσον αφορά τη στάθμιση των συμφερόντων, δεν αποδείχθηκε ότι τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα μπορούν να διακυβεύσουν το στόχο που επιδιώκει η σχετική βρετανική νομοθεσία, δηλαδή την εξασφάλιση της υπάρξεως ουσιώδους δεσμού μεταξύ των σκαφών που αλιεύουν βάσει των βρετανικών ποσοστώσεων και του αλιευτικού τομέα του Ηνωμένου Βασιλείου.

40 Εκ πρώτης όψεως συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις για τη νηολόγηση τις οποίες προβλέπει η νέα νομοθεσία, εκτός εκείνων που αφορούν την ιθαγένεια, καθώς και τα μέτρα τα οποία έλαβαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου το 1983 και το 1986 αρκούν για να εξασφαλιστεί η ύπαρξη ενός τέτοιου δεσμού. Πράγματι, και η ίδια η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί ότι τα "αγγλοϊσπανικά" σκάφη, τα οποία δεν έχουν το δεσμό αυτό με το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν θα είναι σε θέση να πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις νηλογήσεως.

41 Μολονότι οι προϋποθέσεις ιθαγενείας μπορούν να ελέγχονται ευκολότερα από τις προϋποθέσεις σχετικά με την εκμετάλλευση ενός σκάφους, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διοικητικές δυσχέρειες για να αποφεύγουν τη συμμόρφωσή τους προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο.

42 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι συντρέχει επίσης η προϋπόθεση περί υπάρξεως επείγοντος. Επομένως πρέπει να διαταχθούν τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

διατάσσει:

1) Μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της κυρίας υποθέσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο υποχρεούται να αναστείλει την εφαρμογή των προϋποθέσεων ιθαγενείας οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχεία a) και c), του Merchant Shipping Act του 1988, σε συνδυασμό με τις παραγράφους 2 και 7 του άρθρου αυτού, όσον αφορά τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών και τα αλιευτικά σκάφη που αλίευαν μέχρι την 31η Μαρτίου 1989 υπό βρετανική σημαία και με βρετανική άδεια αλιείας.

2) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της παρεμβάσεως.

Λουξεμβούργο, 10 Οκτωβρίου 1989.