ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-368/89 ( *1 )

I — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

1. Κανονισηιώ πλαίσιο

Ο καπνός υπάγεται σε κοινή οργάνωση αγοράς στα πλαίσια της οποίας προβλέπεται καθεστώς τιμών και παρεμβάσεως καθώς και διατάξεις σχετικά με τις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες [ κανονισμός ( ΕΟΚ ) 727/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 85 ].

Το Συμβούλιο καθορίζει πριν από την 1η Αυγούστου « τιμή στόχου » και « τιμή παρεμβάσεως» (άρθρο 2). Η πριμοδότηση χορηγείται, σύμφωνα προς το άρθρο 3, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους παραγωγούς οι οποίοι πραγματοποιούν, όσον αφορά τον καπνό τους σε φύλλα, εργασίες πρώτης επεξεργασίας και συσκευασίας, χωρίς να πωλούν την παραγωγή τους στην παρέμβαση, καθώς και στους αγοραστές που πραγματοποιούν τις ίδιες πράξεις. Η πριμοδότηση αυτή καθορίζεται από το Συμβούλιο πριν από την 1η Νοεμβρίου ( άρθρο 4, παράγραφος 4 ).

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1114/88 του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 1988, για την τροποποίηση του κανονισμού 727/70 (EE 1988, L 110, σ. 35), εισήγαγε νέα παράγραφο στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με την οποία:

« 5.

Κάθε χρόνο το Συμβούλιο καθορίζει, με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, της Συνθήκης, για κάθε μία από τις ποικιλίες ή ομάδες ποικιλιών καπνού της κοινοτικής παραγωγής για τις οποίες καθορίζονται οι τιμές και οι πριμοδοτήσεις, μια μέγιστη εγγυημένη ποσότητα, συναρτήσει ιδίως των συνθηκών της αγοράς και των κοινωνικοοικονομικών και γεωργικών συνθηκών των συγκεκριμένων περιφερειών. Η ολική μεγίστη ποσότητα για την Κοινότητα καθορίζεται για κάθε μία από τις συγκομιδές 1988, 1989 και 1990 σε 385000 τόνους καπνού σε φύλλα.

Με την επιφύλαξη των άρθρων 12α και 13, για κάθε υπέρβαση κατά 1 ο/ο της μεγίστης εγγυημένης ποσότητας για μια ποικιλία ή για μια ομάδα ποικιλιών, αντιστοιχεί μια μείωση κατά 1 °/ο των τιμών παρέμβασης καθώς και των σχετικών πριμοδοτήσεων. Ενας διορθωτικός συντελεστής, αντίστοιχος της μείωσης της πριμοδότησης, εφαρμόζεται στην τιμή στόχου της εν λόγω συγκομιδής.

Οι μειώσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο δεν υπερβαίνουν το 5 ο/ο για τη συγκομιδή 1988 και το 15 ο/ο για τις συγκομιδές 1989 και 1990.

Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή διαπιστώνει πριν από τις 31 Ιουλίου αν η παραγωγή υπερβαίνει τη μεγίστη εγγυημένη ποσότητα για μια ποικιλία ή για μια ομάδα ποικιλιών.

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου θεσπίζονται με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 17. »

Οι τιμές και οι πριμοδοτήσεις καθορίστηκαν μεταγενέστερα μαζί με τις ποσότητες ανά ποικιλία, με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2268/88 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1988, για τον καθορισμό, για τη συγκομιδή του 1988, των τιμών στόχου, των τιμών παρεμβάσεως και των πριμοδοτήσεων που χορηγούνται στους αγοραστές καπνού σε φύλλα, των παραγώγων τιμών παρεμβάσεως του δεματοποιημένου καπνού, των ποιοτήτων αναφοράς, των ζωνών παραγωγής, καθώς και των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων, και για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1975/87 ( ΕΕ 1988, L 199, σ. 20).

Με τον ανωτέρω κανονισμό έγινε η κατανομή της αναφερομένης στον κανονισμό 1114/88 συνολικής ποσότητας 385000 τόνων μεταξύ των διαφόρων ποικιλιών ή ομάδων ποικιλιών καπνού και καθορίστηκε μεγίστη ποσότητα ανά ποικιλία. Συγκεκριμένα, για τη συγκομιδή του 1988, η μεγίστη εγγυημένη ποσότητα της ποικιλίας Bright καθορίστηκε σε 38000 τόνους.

Η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τον κανονισμό 1114/88, καθόρισε, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2158/89, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού, για τον καπνό της συγκομιδής 1988, της πραγματικής παραγωγής καθώς και των τιμών και πριμοδοτήσεων που πληρώνονται κατ' εφαρμογή του καθεστώτος των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων (ΕΕ 1989, L 207, σ. 15 ), την πραγματική παραγωγή καπνού για τη συγκομιδή του 1988 και διαπίστωσε την υπέρβαση των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων.

Η υπέρβαση της μεγίστης εγγυημένης ποσότητας για τον καπνό της ποικιλίας Bright — για την οποία είχε τεθεί ως όριο ποσότητα ύψους 38000 τόνων ενώ διαπιστώθηκε ότι η πραγματική παραγωγή ανήλθε σε 42105 τόνους — ανήλθε σε 10,8 ο/ο. Αποτέλεσμα της σχετικής υπερβάσεως ήταν η μείωση κατά 5 ο/ο της τιμής παρεμβάσεως και του ύψους της πριμοδοτήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1114/88.

2. Η διαφορά νης κυρίας δίκης και ro προδικαστικό ερώτημα

Ο Antonio Crispoltoni είναι καπνοπαραγωγός στο Lerchi της Perugia, στην περιφέρεια της Ομβρικής, και μέλος της Fattoria autonoma tabacchi di Città di Castello (στο εξής: Fattoria ), ενώσεως που ασχολείται με την πρώτη επεξεργασία και τη συσκευασία του καπνού σε φύλλα.

Το 1988, ο Crispoltoni παρέδωσε στην ανωτέρω ένωση ποσότητα καπνού σε φύλλα της ποικιλίας Bright και έλαβε την προβλεπομένη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 727/70 πριμοδότηση.

Επειδή η παραγωγή καπνού της ποικιλίας Bright υπερέβη τη μεγίστη εγγυημένη ποσότητα για τη συγκομιδή του 1988, ο Azienda di stato per gli interventi sul mercato agricolo — Settore tabacco (στο εξής: ΑΙΜΑ) [ιταλικός οργανισμός παρεμβάσεως ], αξίωσε από τη Fattoria, κατ' εφαρμογή της προαναφερθείσας κοινοτικής ρυθμίσεως, επιστροφή του 5 ο/ο της χορηγηθείσας για τον καπνό της ποικιλίας Bright πριμοδοτήσεως. Στη συνέχεια, η Fattoria ενημέρωσε τα μέλη της για το αίτημα του ΑΙΜΑ, στην περίπτωση δε του Crispoltoni το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε 3320000 ιταλικές λίρες ( LIT ).

Εκτιμώντας ότι η επίδικη κοινοτική ρύθμιση παραβιάζει τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφαλείας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, ο Crispoltoni άσκησε ενώπιον του pretore προσφυγή κατά της Fattoria, προκειμένου να αναγνωριστεί ότι δεν όφειλε να καταβάλει το προαναφερθέν ποσό.

Διατηρώντας επιφυλάξεις ως προς το κύρος των κοινοτικών διατάξεων, η εφαρμογή των οποίων οδήγησε στη μείωση της πριμοδοτήσεως, ο pretore di Perugia αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς το « κύρος των κανονισμών του Συμβουλίου 1114/88, της 25ης Απριλίου 1988, και 2268/88, της 19ης Ιουλίου 1988».

Ο καθορισμός της μεγίστης εγγυημένης ποσότητας συνολικά στις 29 Απριλίου 1988 και, όσον αφορά ειδικότερα την ποικιλία Bright, στις 26 Ιουλίου 1988 (ημερομηνίες δημοσιεύσεως των δύο κανονισμών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) έλαβε χώρα, σύμφωνα με τον pretore, σε μια στιγμή κατά την οποία οι καπνοπαραγωγοί της ποικιλίας αυτής είχαν ήδη προβεί στις οικονομικές επιλογές τους. Πράγματι, ο καπνός αυτός σπεί-ρεται σε ειδικά σπορεία κατά τον Φεβρουάριο μήνα, μεταφυτεύεται δε σε φυτώρια πριν από τα τέλη Απριλίου. Δεδομένου ότι η μεταβολή της κανονιστικής ρυθμίσεως που επήλθε με τους επιδίκους κανονισμούς δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, ο pretore διερωτάται αν η μεταβολή αυτή έλαβε χώρα κατά παραβίαση της γενικής αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζει το ιταλικό δίκαιο και το Δικαστήριο. Το ίδιο συμβαίνει και όσον αφορά τις αρχές της μη αναδρομικής εφαρμογής και της ασφαλείας δικαίου.

3. Διαδικασία ενώπιον νου Αικαστΐ]ρίου

Η Διάταξη παραπομπής της pretura circondariale di Perugia πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 1989.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο προσφεύγων της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Emilio Cappelli, Paolo De Caterini και Corrado Zaganelli, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τους Bernhard Schloh και Tito Gallas, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

εκπροσωπούμενη από τους Gianluigi Campogrande και Francisco Santaollala Gadea, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και να αναθέσει την υπόθεση στο πέμπτο τμήμα.

II — Συνοπτική παράθεση των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

1. Επί της αρμοδιότητας του Λικαστηρίον

Το ΣυμβούΑιο παρατηρεί ότι η διαδικασία των κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ προδικαστικών αποφάσεων τίθεται σε κίνηση μόνο όταν είναι αναγκαία η εκτίμηση του κύρους κοινοτικών πράξεων προκειμένου ο εθνικός δικαστής να εκδώσει την απόφαση του επί της πραγματικής διαφοράς.

Συναφώς, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η ενώπιον του εθνικού δικαστή διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί ως εμφανίζουσα ορισμένες ιδιομορφίες, όπως το γεγονός ότι αντίδικος δεν είναι ο ΑΙΜΑ αλλά η Fattoria, μέλος της οποίας είναι ο ίδιος ο προσφεύγων. Το Συμβούλιο εκκινεί από την αρχή ότι το Δικαστήριο διαπιστώνει με κατάλληλα μέσα το αν πρόκειται για πραγματική δίκη.

Περαιτέρω, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το προδικαστικό ερώτημα οφείλει να περιοριστεί στο κύρος του καθορισμού της μεγίστης εγγυημένης ποσότητας για την ποικιλία Bright για τη συγκομιδή του 1988. Μόνο η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αναγκαία για να μπορέσει ο εθνικός δικαστής να εκδώσει την απόφαση του.

2. Επί της παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Ο προσφεύγων της κυρίας δίκης, Crispoltoni, θεωρεί ότι τα κοινοτικά μέτρα που προβλέπουν τις μέγιστες εγγυημένες ποσότητες ελήφθησαν κατά παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συναφώς, παρατηρεί, αφενός, ότι τα εν λόγω μέτρα επιδείνωσαν την προηγούμενη ρύθμιση, δεδομένου ότι θέτουν όρια ως προς την παραγωγή, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται δραστική μείωση του ύψους της παρεμβάσεως, ενώ η προηγούμενη ρύθμιση προέβλεπε συνολική και απεριόριστη εγγύηση τιμών και πωλήσεων. Αφετέρου, η επίδικη ρύθμιση δεν μπορούσε εύλογα να προβλεφθεί.

Ο Crispoltoni επισημαίνει ότι, μολονότι η εφαρμοζόμενη στους διαφόρους γεωργικούς τομείς πολιτική τείνει προς μείωση των εγγυήσεων που χορηγούν οι κοινές οργανώσεις των αγορών, η κατάσταση δεν είναι ίδια όσον αφορά τον τομέα του καπνού. Εκεί, η παραγωγή ελεγχόταν ανέκαθεν, ουδέποτε υπήρξαν σημαντικά πλεονάσματα και οι παρεμβάσεις υπό μορφή αγορών υπήρξαν πάντοτε σχετικά μετρημένες. Όσον αφορά την ποικιλία Bright, η κοινοτική παραγωγή δεν καλύπτει παρά το 50 ο/ο των αναγκών της Κοινότητας.

Κατά τον Crispoltoni, η ποσόστωση επί της παραγωγής του εν λόγω καπνού, που καθορίστηκε σε 38000 τόνους, φαίνεται συνεπώς ότι στερείται λογικής και δεν ανταποκρίνεται στην πρόταση της Επιτροπής, αφορώσα ποσότητα (42000 έως 44000 τόνους) που συμπίπτει με την πραγματική παραγωγή (42105 τόνοι). Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1252/89 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1989 (ΕΕ 1989, L 129, σ. 17 ), που καθόρισε τις μέγιστες εγγυημένες ποσότητες για τη συγκομιδή των ετών 1989 και 1990, θέσπισε στο παράρτημα V ποσόστωση ύψους 44250 τόνων για το 1989 και 46750 τόνων για το 1990, αναγνωρίζοντας έτσι έμμεσα το σύννομο της προτάσεως της Επιτροπής για το 1988. Καταδεικνύει ότι ένας «συνετός και ενημερωμένος» παραγωγός μπορούσε να προβλέψει ευλόγως για το έτος εκείνο ποσόστωση ανώτερη των 38000 τόνων.

Εξάλλου, ο προσφεύγων της κυρίας δίκης παρατηρεί ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα δεν ενημέρωσαν εγκαίρως και πλήρως τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για την πρόθεση τους να καθορίσουν ποσοστώσεις παραγωγής, όπως προκύπτει από την εισήγηση του προϊσταμένου του τμήματος « καπνός » της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργίας της Επιτροπής, επ' ευκαιρίας της συσκέψεως « Agritab 1988 », γεγονός που οδήγησε τους ενδιαφερομένους στη συναγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων όσον αφορά το ύψος των ποσοστώσεων παραγωγής.

Κατά την άποψη του Crispoltoni, πάντως, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 1982 στην υπόθεση 258/80, Rumi, Συλλογή, σ. 487, και 276/80, Padana, Συλλογή, σ. 541 ), για τη διασφάλιση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να κοινοποιούν στους ενδαφερομένους την πρόθεση εγκαθιδρύσεως ποσοστώσεως παραγωγής. Η αρχή αυτή, η οποία άρχισε να ισχύει για τον βιομηχανικό τομέα, μπορεί να τύχει επίσης εφαρμογής και στον γεωργικό.

2.

Το Συμβούλιο διατείνεται καταρχάς ότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει την έννοια ότι για να συντρέχει παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει η επελθούσα μεταβολή στην έννομη τάξη να είναι αιφνίδια και μη αναμενόμενη.

Συναφώς, παρατηρεί ότι από το 1984 ελήφθησαν μέτρα για τη συγκράτηση της προϊούσας αυξήσεως της γεωργικής παραγωγής των συναφών δαπανών σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού. Στις γενικές εκθέσεις και ανακοινώσεις της Επιτροπής καθώς και στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έγινε επανειλημμένα αναφορά στην ανάγκη αναδιαρθρώσεως της γεωργικής παραγωγής.

Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι στις 30 Σεπτεμβρίου 1987 η Επιτροπή του διαβίβασε ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή των γεωργικών σταθεροποιητών. Για τον καπνό, πρότεινε την εισαγωγή των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων ανά ομάδα στο πλαίσιο ενός μεγίστου συνολικού κατωφλίου 350000 τόνων. Η υπέρβαση των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων θα συνεπαγόταν αυτομάτως ανάλογη μείωση των τιμών και των πριμοδοτήσεων. Κατά την Επιτροπή, ο μηχανισμός σταθεροποιήσεως που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός ( στο άρθρο 13 ) δεν επέτρεψε τη μείωση των ποσοτήτων καπνού των λιγότερο ζητουμένων στην αγορά ποικιλιών, επειδή στη μείωση των τιμών και των πριμοδοτήσεων οι παραγωγοί αντέδρασαν αυξάνοντας την παραγωγή.

Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι στις 15 Ιουλίου 1987 το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέδωσε την ειδική έκθεση 3/87 σχετικά με την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του ακατέργαστου καπνού, με συνημμένες απαντήσεις της Επιτροπής. Η έκθεση αυτή ( που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Κοινοτήτων, ΕΕ C 297, σ. 1 ), ασκώντας αρκετά σοβαρή κριτική, διαπίστωνε ότι ο καπνός αντιπροσωπεύει την περισσότερο επιδοτούμενη στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής καλλιέργεια, καταλήγοντας με τη φράση «(...) το Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά ότι είναι καιρός να μελετηθεί σε βάθος η πολιτική που εφαρμόζεται στον τομέα του καπνού ».

Στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 1988 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήλθε στις Βρυξέλλες. Δύο από τα τρία συμπεράσματα που αφορούν ειδικά τον καπνό έχουν ως εξής:

« α)

στα πλαίσια μεγίστης ποσότητας 385000 τόνων, καθοριζομένης για τρεις περιόδους εμπορίας, καθιερώνονται ειδικά όρια κατωφλίου για κάθε μία από τις ποικιλίες ή ομάδες ποικιλιών που παρατίθενται στο παράρτημα IV του ετήσιου κανονισμού περί καθορισμού των τιμών και πριμοδοτήσεων, τα δε όρια κατωφλίου καθορίζονται με βάση τα προτεινόμενα από την Επιτροπή κριτήρια με την ανακοίνωση της σχετικά με την εφαρμογή των γεωργικών σταθεροποιητών·

β)

σε περίπτωση υπερβάσεως των εν λόγω ειδικών ορίων κατωφλίου, οι κυρώσεις διαμορφώνονται ως εξής: στο όριο ψαλίδας 5 ο/ο για την πρώτη και 15 ο/ο για τη δεύτερη και τρίτη περιόδους εμπορίας, για κάθε υπέρβαση ύψους 1 ο/ο της παραγωγής αντιστοιχεί μείωση κατά 1 ο/ο της τιμής παρεμβάσεως και των πριμοδοτήσεων ».

Κατά _το Συμβούλιο, από τις 30 Σεπτεμβρίου 1987 ή ολίγο αργότερα κάθε επιχειρηματίας είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει αρκετά επακριβώς τα σταθεροποιητικά μέτρα επί των διαφόρων γεωργικών αγορών, μεταξύ των οποίων εκείνης του καπνού, και επί του ενδεχομένου λήψεως τους στο σύντομο ή απώτερο μέλλον. Επιπλέον, η Επιτροπή ενημέρωσε τη συμβουλευτική επιτροπή « ακατέργαστου καπνού» στις 29 Σεπτεμβρίου 1987, ενώ η καθής ένωση ενημέρωσε σχετικά τα μέλη της.

Κατά την άποψη του Συμβουλίου, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι « συνετοί και ενημερωμένοι επιχειρηματίες (έκφραση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφαση του της 1ης Φεβρουαρίου 1978 επ' ευκαιρία της υποθέσεως 78/77, Liihrs, Rec. 1978, σ. 169) ήταν σε θέση να προβλέψουν, ήδη πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα μέσα Φεβρουαρίου 1988, τη θέσπιση ορισμένων περιοριστικών μέτρων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού.

Συναφώς, το Συμβούλιο παραπέμπει σε όσα έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 στην υπόθεση 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 4563 ):

« Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το πεδίο εφαρμογής της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο ώστε να παρακωλύει, κατά τρόπο γενικό, την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων επί των μελλοντικών συνεπειών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί υπό την προγενέστερη ρύθμιση και μάλιστα σε έναν τομέα όπως αυτός των κοινών οργανώσεων των αγορών, που συνεπάγεται ακριβώς διαρκή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως στους διαφόρους τομείς της γεωργίας (...) »

Το Συμβούλιο συνάγει από τα ανωτέρω ότι, στο μέτρο που η αγορά του καπνού συνεπάγεται την ίδια ανάγκη διαρκούς προσαρμογής ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως, δεν παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Επικουρικώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει περαιτέρω ότι τα άρθρα 40 και 43 της Συνθήκης του αναγνωρίζουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1989 στην υπόθεση 113/88, Leukhardt (Συλλογή 1989, σ. 1991). Υπό την έννοια αυτή, το Συμβούλιο θέσπισε μέτρα περί συνυπευθυνότητας των γεωργών στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής.

Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι με τις αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1979 στην υπόθεση 138/78, Stölting (Rec. 1979, σ. 713), και της 9ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 179/84, Bozzetti ( Συλλογή 1985, σ. 2301 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, ενόσω το μέτρο δεν είναι προφανώς ακατάλληλο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από το αρμόδιο όργανο στόχο, δεν θίγεται η νομιμότητα του.

Κατά το Συμβούλιο, η έννοια της συνυπευθυνότητας (στην απόφαση Bozzetti το Δικαστήριο κάνει λόγο για προσπάθεια αλληλεγγύης στην οποία πρέπει να συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι παραγωγοί της Κοινότητας) βρίσκεται στη βάση των επιδίκων κανονισμών: ο καθορισμός μιας μεγίστης εγγυημένης ποσότητας ήταν η κατάλληλη αντίδραση στην αύξηση της παραγωγής και των γεωργικών δαπανών.

3.

Η Επιτροπή παρατηρεί καταρχάς ότι ο πολιτικός προσανατολισμός που υπαγόρευσε την έκδοση των επιδίκων κανονισμών δεν ήταν νέος. Η αρχή του περιορισμού της εγγυήσεως διαπιστώνεται από το 1977. Ολίγο κατ' ολίγο, οι γεωργοί εξοικειώθηκαν με τα μέτρα σταθεροποιήσεως των αγορών, όπως οι εισφορές συνυπευθυνότητας, οι ποσοστώσεις, τα κατώτατα όρια εγγυήσεως, η προοδευτική μείωση των αποζημιώσεων σε συνάρτηση με τις αποσυρόμενες ή διατιθέμενες προς απόσταξη ποσότητες. Μετά τις εκθέσεις και ανακοινώσεις της Επιτροπής, την « πράσινη βίβλο » του 1985 και τα συμπεράσματα της 34ης και 36ης συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι ενημερωμένοι επιχειρηματίες είχαν τη δυνατότητα να αναμένουν ευλόγως περιορισμό του συστήματος εγγυήσεως σε σχέση με την εξέλιξη της προσφοράς.

Η Επιτροπή παρατηρεί περαιτέρω ότι οι ποσοτικού χαρακτήρα επιλογές έλαβαν χώρα όχι όταν άρχισε να καλλιεργείται ο καπνός τον μήνα Φεβρουάριο αλλά αργότερα, κατά τη μεταφύτευση, επειδή αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι εκείνη που συνεπάγεται τα σημαντικότερα έξοδα και προσδιορίζει τις προς καλλιέργεια εκτάσεις. Στην Ομβρική, η μεταφύτευση λαμβάνει χώρα στις αρχές του μηνός Απριλίου.

Κατά την Επιτροπή, οι πολιτικές αποφάσεις οι οποίες διαπνέουν τους δύο κανονισμούς ελήφθησαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 1988, ενώ η πρόταση της Επιτροπής, μολονότι δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα μόλις στις 31 Μαρτίου 1988 ( ΕΕ C 84, σ. 31 ), ήταν γνωστή ευθύς εξαρχής.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, επειδή οι επιχειρηματίες ήταν ενήμεροι των προσανατολισμών που η ίδια επέλεξε για τη συγκομιδή του 1988, δεν μπορούν να διατείνονται ότι παραβιάστηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους.

Κατά την άποψη της, η παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών πρέπει να απορριφθεί και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τροποποίηση του συστήματος εγγυήσεων δεν αποτέλεσε « reformatio in pejus» του προϊσχύσαντος συστήματος. Δυνάμει των άρθρων 2, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 727/70, όπως αυτός ίσχυε πριν από την έκδοση του κανονισμού 1114/88, η Επιτροπή — και μέσω αυτής το Συμβούλιο — διέθετε ευρεία ελευθερία εκτιμήσεως σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο για τον καθορισμό των τιμών και πριμοδοτήσεων. Ο κοινοτικός νομοθέτης είχε, ιδίως, τη δυνατότητα να καθορίσει τόσο τις μέν όσο και τις δε, λαμβάνοντας υπόψη προβλέψεις σχετικά με την εξέλιξη της προσφοράς. Μετά τον καθορισμό τους επί της βάσεως αυτής, οι τιμές και οι πριμοδοτήσεις παρέμεναν αμετάβλητες καθόλη την περίοδο, έστω και αν στη συνέχεια τα δεδομένα που αφορούσαν τη συγκομιδή αποδείκνυαν ότι θα μπορούσαν να καθορισθούν σε υψηλότερο επίπεδο, επειδή η συνολική πραγματική παραγωγή ήταν κατώτερη των προβλέψεων.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι με την αναμόρφωση επελέγη λιγότερο άκαμπτος τρόπος καθορισμού που επιτρέπει στο Συμβούλιο να συνεχίσει να καθορίζει τις τιμές και τις πριμοδοτήσεις σε χαμηλό επίπεδο, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η πρόβλεψη πλεονασματικής προσφοράς, που παράλληλα όμως αποδέχεται τον καθορισμό υψηλότερων τιμών και πριμοδοτήσεων, αν, στην πραγματικότητα, η προσφορά βαίνει πέραν των προβλέψεων.

Για τη συγκομιδή του 1988, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η συνολική μεγίστη ποσότητα που είχε καθοριστεί σε 385000 τόνους καπνού σε φύλλα, και η μεγίστη εγγυημένη ποσότητα για την ποικιλία Bright, που είχε καθοριστεί σε 38000 τόνους, υπερέβησαν ελαφρώς τον μέσο όρο των δύο προηγουμένων ετών.

Εξάλλου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, πριν από την αναμόρφωση, το Συμβούλιο είχε ήδη, όσον αφορά τον τομέα του καπνού, μειώσει επανειλημμένα τις τιμές και τις πριμοδοτήσεις σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενίοτε κατά τρόπο ριζικό. Ετσι, για παράδειγμα, ανάλογα με τις ομάδες και τις ποικιλίες προϊόντων, το 1984 ορισμένες πριμοδοτήσεις μειώθηκαν κατά 4 ο/ο σε σχέση με εκείνες του 1983, ενώ το 1987 παρατηρήθηκαν μειώσεις ύψους 6°/ο των τιμών και 4 ο/ο των πριμοδοτήσεων σε σχέση με εκείνες του 1986. Η Επιτροπή είχε μάλιστα προτείνει μείωση των τιμών κατά 10 ο/ο και των πριμοδοτήσεων κατά 4 %.

Κατά την Επιτροπή, μια διακύμανση μεταξύ + 1,95 και — 3,1 ο/ο σε σχέση με τις πριμοδοτήσεις του προηγουμένου έτους είναι απολύτως θεμιτή και συνιστά σύνηθες περιθώριο κινδύνου για μια εκμετάλλευση, για τον επιπλέον λόγο ότι η μείωση κατά 3,1 ο/ο συνοδεύεται από τη δυνατότητα αυξήσεως της παραγωγής απεριορίστως ( που άλλωστε αυξήθηκε κατά 5 ο/ο σε σχέση με εκείνη του 1987 ).

Η Επιτροπή εκτιμά ότι, ακόμη και αν θεωρούνταν ότι η επίδικη ρύθμιση δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί, δεν θα έθιγε την έννομη κατάσταση των παραγωγών. Το κατώτερο επίπεδο πριμοδοτήσεως (2,338 ECU/kg) μπορούσε, όντως, να επιτευχθεί ήδη με βάση τον κανονισμό 727/70, όπως αυτός ίσχυε πριν από την τροποποίηση. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της παραγωγής, το κατώτατο αυτό επίπεδο είναι συμβατό με τον συνήθη κίνδυνο που διατρέχει κατ' ανάγκη ο έχων την εκμετάλλευση.

Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο καθορισμός των μεγίστων ποσοτήτων πριν από τη σπορά, με σκοπό τη δυνατότητα προγραμματισμού των φυτεύσεων, δεν είναι συνυφασμένος κατά τρόπο επιτακτικό με την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι κατέδειξε ότι το νέο σύστημα δεν επιδείνωσε την κατάσταση των παραγωγών και ότι, ναι μεν έκρινε σκόπιμο να χορηγήσει το πλεονέκτημα αυτό με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1251/89, της 3ης Μαΐου 1989, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 727/70 ( ΕΕ 1989, L 129, σ. 16), πλην όμως καμιά νομική υποχρέωση δεν επιβάλλει τη συγκεκριμένη λύση.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι υπό το πρίσμα αυτό ο κανονισμός 1114/88 επισημοποίησε απλώς, όσον αφορά τη συγκομιδή του 1988, μια κατάσταση που έγινε παραδοσιακή για τους καπνοπαραγωγούς όπως και για τους περισσοτέρους παραγωγούς των λοιπών προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο κοινής οργανώσεως αγορών.

Κατά την Επιτροπή, οι γεωργοί γνωρίζουν από ετών ότι οι επίσημες προθεσμίες που προβλέπονται με τους βασικούς κανονισμούς για τον καθορισμό των τιμών και των πριμοδοτήσεων στη γεωργία δεν τηρούνται επειδή η αλληλεξάρτηση μεταξύ των διαφόρων τομέων οδηγεί αναπόφευκτα στην ταυτόχρονη λήψη αποφάσεως για το σύνολο των προϊόντων, συνήθως την άνοιξη ή, ενίοτε, αρχές του θέρους για τη διανυομένη περίοδο. Συνεπώς, οι επιλογές όσον αφορά την εκμετάλλευση γίνονται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση αυτή.

Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, « μολονότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες στη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως, όταν η κατάσταση αυτή μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα » ( μεταξύ άλλων απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990 στην υπόθεση C-350/88, Delacre, Συλλογή 1990, σ. I-395 ).

3. Επί της παραβιάσεως των αρχών της μη αναορομικότητας και της ασφαλείας δικαίου

1.

Ο προσφεύγων της κυρίας δίκης, Crispoltoni, επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, « μολονότι κατά κανόνα η αρχή της ασφαλείας των εννόμων καταστάσεων δεν επιτρέπει την κατά χρόνο έναρξη ισχύος κοινοτικής πράξεως από ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεως της, μπορεί, κατ' εξαίρεση, το ζήτημα να ρυθμίζεται διαφορετικά, όταν το επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός και όταν τηρείται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων » ( αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 1979, υπόθεση 98/78, Račke, Rec. 1979, σ. 69· και 99/78, Decker, Rec. 1979, σ. 101, καθώς και οι προαναφερθείσες αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 1982).

Κατά τον Crispoltoni, καμία από τις προϋποθέσεις που έθεσε το Δικαστήριο και επιτρέπουν την παρέκκλιση από τις αρχές της μη αναδρομικότητας και της ασφαλείας δικαίου δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση. Εξάλλου, καμιά έκτακτη κατάσταση ανάγκης και επείγοντος δεν καθιστούσε επιτακτική την εγκαθίδρυση του συστήματος των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων, ειδικότερα δε ο στόχος του περιορισμού της παραγωγής, δεδομένου ότι η παραγωγή μπορεί να περιοριστεί προτού αρχίσει ο κύκλος της και όχι μετά το τέλος της διαδικασίας. Επίσης, δεν έγινε σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων.

2.

Το 2νμβούΑω επικαλείται την ίδια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αναδρομική εφαρμογή πράξεων του κοινοτικού δικαίου, θεωρεί όμως ότι οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων μια πράξη μπορεί να παραγάγει τα αποτελέσματα της σε προγενέστερη από τη δημοσίευση της ημερομηνία πληρούνται: κατά το Συμβούλιο, η παρέμβαση ήταν απαραίτητη προκειμένου να ελεγχθούν οι δημόσιες δαπάνες στον γεωργικό τομέα, ενώ, όσον αφορά την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, παραπέμπει σε όσα ήδη εξέθεσε.

Σχετικά με την αρχή της ασφαλείας δικαίου, το Συμβούλιο θεωρεί ότι αποτελεί απλώς τη γενική αρχή, επιμέρους αρχή της οποίας αποτελεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

3.

Η Επιτροπή αναπτύσσει συναφώς την ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη που εξέθεσε σχετικά με την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

J. C Moitinho de Almeida

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-368/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση της pretura circondariale di Perugia ( Ιταλία ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Antonio Crispoltoni

και

Fattoria autonoma tabacchi di Città di Castello,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος το κανονισμού (ΕΟΚ) 1114/88 του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 1988, ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 727/70, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του ακατέργαστου καπνού ( ΕΕ 1988, L 110, σ. 35), και του κανονισμού (ΕΟΚ) 2268/88 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1988, για τον καθορισμό, για τη συγκομιδή του 1988, των τιμών στόχου, των τιμών παρεμβάσεως και των πριμοδοτήσεων που χορηγούνται στους αγοραστές καπνού σε φύλλα, των παραγώγων τιμών παρεμβάσεως του δεματο-ποιημένου καπνού, των ποιοτήτων αναφοράς, των ζωνών παραγωγής, καθώς και των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων, και για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1975/87 (ΕΕ 1988, L 199, σ. 20),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους J. C Mortinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, G. C. Rodríguez Iglesias, Sir Gordon Slynn, F. Grénisse και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

ο Crispoltoni, εκπροσωπούμενος από τους Emilio Cappelli και Paolo De Caterini, δικηγόρους Ρώμης, και τον Corrado Zaganelli, δικηγόρο Perugia,

το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Bernhard Schloh, σύμβουλο στη Νομική Υπηρεσία, και τον Tito Gallas, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Gianluigi Campogrande και Francisco Santaollala Gadea, νομικούς συμβούλους,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των εκπροσώπων του Crispoltoni, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι εκπρόσωποι της οποίας Gianluigi Campogrande και Francisco Santaollala Gadea επικουρήθηκαν από τον Ledoux, υπάλληλο της ΓΔ VI, υπό την ιδιότητα του ως ειδικού, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 1991,

αφού άκουσε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα κατά τη συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Δεκεμβρίου 1989, η pretura circondariale di Perugia ( Ιταλία ) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1114/88 του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 1988, ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) 727/70, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του ακατέργαστου καπνού (ΕΕ 1988, L 110, σ. 35), και του κανονισμού (ΕΟΚ) 2268/88 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1988, για τον καθορισμό, για τη συγκομιδή του 1988, των τιμών στόχου, των τιμών παρεμβάσεως και των πριμοδοτήσεων που χορηγούνται στους αγοραστές καπνού σε φύλλα, των παραγώγων τιμών παρεμβάσεως του δεματοποιημένου καπνού, των ποιοτήτων αναφοράς, των ζωνών παραγωγής, καθώς και των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων, και για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1975/87 ( ΕΕ 1988, L 199, σ. 20 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Crispoltoni, καπνοκαλλιεργητή στο Lerchi, περιοχή της Ομβρικής, επαρχίας της Perugia, και της Fattoria autonoma tabacchi di Città di Castello (στο εξής: Fattoria), ενώσεως γεωργοπαρα-γωγών, μέλος της οποίας είναι ο προσφεύγων της κυρίας δίκης, επιφορτισμένης με την πρώτη επεξεργασία και συσκευασία του καπνού σε φύλλα.

3

Το 1988, ο Crispoltoni, αφού παρέδωσε στη Fattoria ποσότητα καπνού σε φύλλα της ποικιλίας Bright, έλαβε ως προκαταβολή την πριμοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 727/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του ακατέργαστου καπνού ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 85 ).

4

Όπως αναγνώρισε μεταγενέστερα η Επιτροπή με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2158/89, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού, για τον καπνό της συγκομιδής 1988, της πραγματικής παραγωγής καθώς και των τιμών και πριμοδοτήσεων που πληρώνονται κατ' εφαρμογή του καθεστώτος των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων ( ΕΕ L 207, σ. 15 ), η παραγωγή του καπνού της ποικιλίας Bright έφθασε τους 42105 τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί σε υπέρβαση κατά 10,8 ο/ο της μεγίστης εγγυημένης ποσότητας που είχε καθοριστεί για το 1988, όσον αφορά την ποικιλία Bright, σε 38000 τόνους, σύμφωνα με το παράρτημα V του προαναφερθέντος κανονισμού 2268/88. Ο Azienda di Stato per gli interventi sul mercato agricolo — Settore tabacco ( Οργανισμός παρεμβάσεως στον τομέα του καπνού, στο εξής: ΑΙΜΑ) αξίωσε από τη Fattoria την επιστροφή του 5ο/ο της πριμοδοτήσεως που χορηγήθηκε για την ανωτέρω ποικιλία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, που προστέθηκε στον κανονισμό 727/70 με το άρθρο 1 του προαναφερθέντος κανονισμού 1114/88.

5

Πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του τροποποιηθέντος κανονισμού 727/70 προβλέπει μείωση κατά 1 % των τιμών παρεμβάσεως καθώς και των πριμοδοτήσεων ορισμένων ποικιλιών καπνού για κάθε υπέρβαση κατά 1 ο/ο της μεγίστης εγγυημένης ποσότητας ανά ποικιλία ή ομάδα ποικιλιών καπνού, χωρίς πάντως η μείωση να μπορεί να υπερβαίνει το 5 ο/ο του ύψους των εν λόγω τιμών και πριμοδοτήσεων για τη συγκομιδή του 1988.

6

Επειδή η Fattoria στράφηκε με τη σειρά της στα μέλη της προς ικανοποίηση του αιτήματος του ΑΙΜΑ για μερική επιστροφή των καταβληθεισών πριμοδοτήσεων, ο Crispoltoni προσέφυγε ενώπιον του pretore di Perugia κατά της Fattoria ζητώντας να αναγνωριστεί ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το αξιούμενο ποσό, ήτοι 3320000 ιταλικές λίρες (LIT), με το αιτιολογικό ότι η κοινοτική ρύθμιση βάσει της οποίας απαιτήθηκε η επιστροφή είναι άκυρη.

7

Ο pretore αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί του « κύρους των κανονισμών 1114/88, της 25ης Απριλίου 1988, και 2268/88, της 19ης Ιουλίου 1988, του Συμβουλίου ».

8

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά του φακέλλου δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απατείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

9

Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαδικασία εμφανίζει ορισμένες ιδιομορφίες στον βαθμό ιδίως που εκείνη κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή είναι η Fattoria, μέλος της οποίας είναι ο προσφεύγων της κυρίας δίκης, και όχι ο ΑΙΜΑ. Η ιδιομορφία αυτή είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την ανάγκη αποφάνσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου προκειμένου να καταστεί δυνατό στο εθνικό αυτό δικαστήριο να εκδώσει την απόφαση του στο πλαίσιο της πραγματικής διαφοράς.

10

Πάντως, η ιδιομορφία αυτή δεν επιτρέπει αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Πράγματι, σύμφωνα με πάγια νομολογία ( βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C-197/89, Dzodzi, Συλλογή 1990, σ. I-3763, σκέψη 34), εναπόκειται αποκλειστικά στα εθνικά δικαστήρια που επελήφθησαν της διαφοράς και είναι επιφορτισμένα με το έργο της προς έκδοση αποφάσεως να εκτιμούν, ενόψει των ιδιομορφιών κάθε υποθέσεως, τόσο την ανάγκη της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που θα τους επέτρεπε να εκδώσουν τη δική τους απόφαση όσο και τη συνάφεια των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων.

11

Η απόρριψη αιτήσεως που υποβάλλει εθνικό δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι δυνατή μόνο αν συνάγεται κατά τρόπο προφανή ότι η αιτουμένη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ή η εξέταση του κύρους ενός κοινοτικού κανόνα είναι εντελώς άσχετες προς την πραγματικότητα ή τον σκοπό της κυρίας δίκης ( βλ., ιδίως, Διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 1990, στην υπόθεση C-286/88, Falciola, Συλλογή 1990, σ. I-191, σκέψη 8), πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

Επί της ουσίας

12

Όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά το κύρος των προαναφερθέντων κανονισμών 1114/88 και 2268/88 παρά μόνο στον βαθμό που οι εν λόγω κανονισμοί προβλέπουν μεγίστη εγγυημένη ποσότητα για τον καπνό της ποικιλίας Bright για το έτος συγκο-μικής 1988.

13

Συναφώς, το εθνικό δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κύρος των δύο προαναφερθέντων κανονισμών επειδή ενδέχεται να αντίκεινται προς τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της μη αναδρομικής ισχύος των νομικών κανόνων και της ασφαλείας δικαίου.

14

Όπως προκύπτει από τη Διάταξη περί παραπομπής, ο καπνός της ποικιλίας Bright, ο οποίος παράγεται αποκλειστικά στην Ιταλία, σύμφωνα με το παράρτημα III του κανονισμού 2268/88, σπείρεται σε ειδικά σπορεία τον Φεβρουάριο και μεταφυτεύεται σε νεαρά φυτώρια πριν από τα τέλη Απριλίου. Οι εν λόγω εργασίες μεταφυτεύσεως είναι εκείνες που συνεπάγονται τις μεγαλύτερες δαπάνες και κατά το διάστημα αυτό οι γεωργοί οφείλουν να αποφασίσουν για την επέκταση των προς καλλιέργεια εκτάσεων.

15

Ο κανονισμός 1114/88 δημοσιεύθηκε στις 29 Απριλίου 1988, ήτοι μετά την εκ μέρους των γεωργών επιλογή της παραγωγής για το έτος εκείνο, ενώ ο κανονισμός 2268/88 δημοσιεύθηκε στις 26 Ιουλίου 1988, ήτοι σε ημερομηνία κατά την οποία είχαν ήδη πραγματοποιηθεί οι σχετικές επιλογές.

16

Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ανωτέρω κανονισμοί έχουν αναδρομική ισχύ στον βαθμό που επιβάλλουν, σε περίπτωση υπερβάσεως της μεγίστης εγγυημένης ποσότητας για τον καπνό της ποικιλίας Bright και συγκομιδής 1988, μείωση των τιμών παρεμβάσεως και των πριμοδοτήσεων.

17

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις τις 25ης Ιανουαρίου 1979 στην υπόθεση 98/78, Racke, Race. 1979, σ. 69, σκέψη 20, και 99/78, Decker, Race. 1978, σ. 101, σκέψη 8 ), αν κατά κανόνα η αρχή της ασφαλείας των εννόμων καταστάσεων δεν επιτρέπει σε κοινοτική πράξη να έχει ως χρονικό σημείο αφετηρίας ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεως της, μπορεί, κατ' εξαίρεση, να συμβαίνει το αντίθετο, οσάκις το απαιτεί ο προς επίτευξη σκοπός και τηρείται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Η νομολογία αυτή ισχύει και για την περίπτωση όπου η αναδρομική εφαρμογή δεν προβλέπεται ρητά από την ίδια την πράξη, προκύπτει όμως από το περιεχόμενο της.

18

Όπως αναφέρεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος κανονισμού 1114/88, ο επιδιωκόμενος με την καθιέρωση μεγίστης εγγυημένης ποσότητας σκοπός έγκειται στον περιορισμό κάθε αυξήσεως της παραγωγής καπνού εντός της Κοινότητας και της αποθαρρύνσεως ταυτοχρόνως της παραγωγής των ποικιλιών που διατίθενται δυσχερώς στην αγορά. Ο σκοπός αυτός δεν μπορούσε να επιτευχθεί, όσον αφορά τη συγκομιδή του καπνού της ποικιλίας Bright το 1988, από τους κανονισμούς που δημοσιεύθηκαν στο τέλος των μηνών Απριλίου και Ιουλίου του αυτού έτους. Πράγματι, οι αποφάσεις περί επεκτάσεως των προς καλλιέργεια εκτάσεων είχαν ήδη ληφθεί, η φύτευση είχε ήδη πραγματοποιηθεί και, σύμφωνα πάντοτε με τη Διάταξη περί παραπομπής, η συγκομιδή είχε προ πολλού αρχίσει όταν δημοσιεύθηκε ο κανονισμός 2268/88.

19

Εξάλλου, το Συμβούλιο συνειδητοποίησε την αδυναμία περιορισμού της παραγωγής μέσω των θεσπισθέντων μέτρων υπό παρόμοιες περιστάσεις. Πράγματι, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1251/89, της 3ης Μαΐου 1989, για την τροποποίηση του κανονισμού 727/70 περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του ακατέργαστου καπνού ( ΕΕ 1989, L 129, σ. 16 ), προέβλεψε ότι οι μέγιστες εγγυημένες ποσότητες καθορίζονται κατ' έτος για τη συγκομιδή του επομένου έτους, προκειμένου να επιτραπεί, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, ο προγραμματισμός της φυτεύσεως.

20

Ελλείψει μνείας οποιουδήποτε λόγου στις αιτιολογικές σκέψεις των κανονισμών 1114/88 και 2268/88, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η πρώτη προϋπόθεση αναδρομικότητας των εν λόγω κανονισμών, ήτοι το να την επιβάλλει ο προς επίτευξη σκοπός, δεν πληρούται και, συνακόλουθα, οι εν λόγω κανονισμοί είναι άκυροι στο μέτρο που προβλέπουν μεγίστη εγγυημένη ποσότητα για τον καπνό της ποικιλίας Bright συγκομιδής 1988.

21

Κατά τα λοιπά, η επίδικη κανονιστική ρύθμιση κλόνισε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών. Πράγματι, ναι μεν οι ανωτέρω όφειλαν να θεωρούν ως δυνάμενα να προβλεφθούν τα μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό κάθε αυξήσεως της παραγωγής καπνού στην Κοινότητα και να αποθαρρύνουν την παραγωγή ποικιλιών που διατίθενται δυσχερώς, έπρεπε όμως να έχουν και τη δυνατότητα να λαμβάνουν έγκαιρα γνώση των μέτρων που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις επί των επενδύσεων τους, πράγμα που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

22

Συνεπώς, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση ότι οι προαναφερθέντες κανονισμοί 1114/88 και 2268/88 του Συμβουλίου είναι άκυροι στο μέτρο που προβλέπουν μεγίστη εγγυημένη ποσότητα για τον καπνό της ποικιλίας Bright συγκομιδής 1988.

Επί των εξόδων

23

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, η οποία παρενέβη κατά τη συζήτηση ακροατηρίου, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία ως προς τους διαδίκους της κυρίας δίκης έχει τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

αποφαινόμενο επί του ερωτήματος που του υπέβαλε η pretura circondariale di Perugia με Διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 1989, αποφασίζει:

 

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 1114/88 του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 1988, ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 727/70, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του ακατέργαστου καπνού, και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2268/88 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1988, για τον καθορισμό, για τη συγκομιδή του 1988, των τιμών στόχου, των τιμών παρεμβάσεως και των πριμοδοτήσεων που χορηγούνται τους αγοραστές καπνού σε φύλλα, των παραγώγων τιμών παρεμβάσεως του δεματοποιημένου καπνού, των ποιοτήτων αναφοράς, των ζωνών παραγωγής, καθώς και των μεγίστων εγγυημένων ποσοτήτων, και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1975/87, είναι άκυροι στο μέτρο που προβλέπουν μεγίστη εγγυημένη ποσότητα για τον καπνό της ποικιλίας Bright συγκομιδής 1988.

 

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Slynn

Grévisse

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

J. C. Moitinho de Almeida


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.