ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C-367/89 ( *1 )

Ι — Περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου

1.

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με σύμβαση συναφθείσα το 1984 με το σοβιετικό εμπορικό κέντρο Technopromimport, με έδρα τη Μόσχα, ο Richardt, πρόεδροςγενικός διευθυντής της εταιρίας υπό την επωνυμία Les Accessoires Scientifiques, με έδρα τη Γαλλία (στο εξής: LAS), ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στο Technopromimport πλήρη εξοπλισμό για μια μονάδα παραγωγής κυκλωμάτων μνήμης φυσαλίδων αποτελούμενο από 27 μηχανές, μεταξύ των οποίων μια μηχανή επεξεργασίας Veeco microetch δέκα ιντσών, συσκευή ιονοβολισμού, η οποία είχε αποσταλεί στη Γαλλία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τη δικογραφία δεν προκύπτει αν η μηχανή τελούσε σε ελεύθερη κυκλοφορία ή υπό διαμετακόμιση.

2.

Μετά την εκπλήρωση στη Γαλλία των αναγκαίων διατυπώσεων για την εξαγωγή των εμπορευμάτων, η LAS έλαβε για τρεις συσκευές άδεια εξαγωγής και για τις άλλες, μεταξύ των οποίων η μηχανή επεξεργασίας Veeco, απλό πιστοποιητικό ελεύθερης εξόδου, σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία. Εν συνεχεία, ο Richardt ανέθεσε σε δύο μεταφορείς εγκεκριμένους από τη τελωνειακή διοίκηση να μεταφέρουν το εμπόρευμα στη Μόσχα αλλά, λόγω του ότι ματαιώθηκε η πτήση της Aeroflot με την οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί η μεταφορά αυτή, δεν κατέστη δυνατό να φορτωθεί το εμπόρευμα, όπως προβλεπόταν, στο Roissy. Ως εκ τούτου, η Air France εξέδωσε σύμφωνα με την απλοποιημένη διαδικασία — αποκαλούμενη διαδικασία εκ των προτέρων επικυρώσεως των τίτλων κοινοτικής διαμετακομίσεως για την εξαγωγή εκτελωνισμένων εμπορευμάτων — το παραστατικό τύπου ΤΙ το οποίο προβλέπεται με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/003, σ. 3 ), προκειμένου το εμπόρευμα να μεταφερθεί με φορτητό αυτοκίνητο στο Λουξεμβούργο και να φορτωθεί σε άλλο αεροπλάνο της Aeroflot.

3.

Το εμπόρευμα, αφού μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο του Λουξεμβούργου και προσκομίστηκε στο τελωνείο του Λουξεμβούργου στις 21 Μαΐου 1985 για διαμετακόμιση με προορισμό τη Μόσχα, υπήρξε αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους του τελωνείου του Λουξεμβούργου, το οποίο θεώρησε ότι οι διασαφήσεις που το συνόδευαν ήταν ελλιπείς, αόριστες και ανακριβείς και συνεπέρανε ότι οι διασαφήσεις αυτές είχαν συνταχθεί για να αποκρυβει η αληθής φύση της μηχανής και επιτραπεί η διαμετακόμιση της στη Σοβιετική Ένωση, κατά παράβαση του από 17 Αυγούστου 1963 κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου ( Mém. Α αριθ. 47, της 17ης Αυγούστου 1963, σ. 764), του οποίου το άρθρο 1 απαιτεί άδεια για τη διαμετακόμιση ορισμένων προϊόντων, μεταξύ των οποίων πρέπει να θεωρηθεί ότι συγκαταλέγεται η εν λόγω μηχανή επεξεργασίας Veeco.

4.

Αφού συνέταξαν σχετική έκθεση στις 15 Ιουλίου 1985, οι τελωνειακές αρχές του Λουξεμβούργου προέβησαν σε κατάσχεση πέντε κιβωτίων που περιείχαν το εμπόρευμα, μεταξύ των οποίων και τη συσκευή Veeco, και στις 20 Ιανουαρίου 1986 ο Υπουργός Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και ο διευθυντής τελωνείων παρέπεμψαν με απ' ευθείας κλήση τον Richardt, μαζί με τέσσερα άλλα πρόσωπα, ενώπιον του tribunal correctionnel de Luxembourg με την κατηγορία της απόπειρας για παράνομη διαμετακόμιση εμπορευμάτων για τα οποία απαιτείται άδεια.

5.

Το tribunal correctionnel de Luxembourg, με απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1987, απάλλαξε τον Richardt και τους συγκατηγορούμενους του από τις κατηγορίες που τους είχαν προσαφθεί' ωστόσο, έκρινε ότι η έκθεση κατασχέσεως της 15ης Ιουλίου 1985 ήταν κανονική και έκρινε έγκυρη την κατάσχεση των πέντε κιβωτίων τα οποία περιείχαν τη μηχανή επεξεργασίας Veeco.

6.

Κατόπιν εφέσεως της LAS και του Richardt, το Cour ď appel du Grand-duché de Luxembourg, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 1988, έκρινε την έφεση της LAS απαράδεκτη, δέχθηκε όμως την έφεση που άσκησε ο Richardt κατά του μέρους του διατακτικού της αποφάσεως με το οποίο διατασσόταν η κατάσχεση της μηχανής επεξεργασίας Veeco. Το Cour ď appel έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπήρχε λόγος κατασχέσεως της μηχανής επεξεργασίας Veeco, με την αιτιολογία ότι το αντίτυπο του παραστατικού ΤΙ που είχε επιστραφεί από το τελωνείο του Λουξεμβούργου στο γαλλικό τελωνείο, το οποίο προέβη σε εκκαθάριση στις 17 Μαΐου 1985 απαλλάσσοντας τον εγγυητή από τις υποχρεώσεις του, έπρεπε να θεωρηθεί ότι επέχει θέση έγκυρης αδείας διαμετακομίσεως που εκδόθηκε από τη Γαλλία, κατά την έννοια του άρθρου 2 του προαναφερθέντος κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου της 17ης Αυγούστου 1963 και, έτσι, απάλλαξε τον ενδιαφερόμενο από την υποχρέωση να προσκομίσει άδεια σύμφωνα με το άρθρο Ι του εν λόγω κανονισμού. Το Cour d' appel έκρινε ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η διαμετακόμιση ήταν νόμιμη και ότι δεν είχε αποδειχθεί καταστρατήγηση όσον αφορά τη διαμετακόμιση των εμπορευμάτων, ώστε δεν υπήρχε πλέον νόμιμο έρεισμα που μπορούσε να δικαιολογήσει την κατάσχεση.

7.

Το Υπουργείο Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και ο διευθυντής τελωνείων άσκησαν αναίρεση κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως του Cour d' appel. Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν κατά της αποφάσεως, μεταξύ άλλων, ότι αναγνωρίζει πολύ γενικό περιεχόμενο στο παραστατικό ΤΙ και υποστήριξαν, στηριζόμενοι στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ και στο άρθρο 10 του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77, ότι το τελευταίο αυτό έγγραφο αφορά μόνον τα χαρακτηριζόμενα κατ' αυτούς ως « συνήθη » εμπορεύματα και ότι, εν προκειμένω, δεν ήταν δυνατό η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, αν ληφθεί υπόψη η στρατηγική φύση του υλικού, να παρεμποδίζει την εφαρμογή του νόμου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της 5ης Αυγούστου 1963, περί της εισαγωγής, εξαγωγής και διαμετακομίσεως προϊόντων ( Mèra. 1963, σ. 754), ο οποίος, ιδίως με την καθιέρωση καθεστώτος αδειών όσον αφορά τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων, θεσπίζει απαγορεύσεις ή περιορισμούς που δικαιολογούνται από τις επιταγές εξωτερικής ασφαλείας.

8.

Το Cour de cassation du Luxembourg, θεωρώντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1989, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 222/77 την έννοια ότι το παραστατικό Τ1 που προβλέπει πρέπει υποχρεωτικώς και χωρίς περιορισμό να αναγνωρίζεται ως άδεια διαμετακομίσεως έγκυρη στο έδαφος κάθε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ανεξαρτήτως της φύσεως του μεταφερομένου εμπορεύματος, ακόμα και αν είναι επικίνδυνο για την εξωτερική ασφάλεια του κράτους ή, αντίθετα, ότι παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να αρνηθεί να θεωρήσει ότι το παραστατικό Τ1 επέχει θέση αδείας διαμετακομίσεως, όταν η, εθνική νομοθεσία του κράτους αυτού θεωρεί το μεταφερόμενο εμπόρευμα ως υλικό στρατηγικής φύσεως και, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, προβλέπει τη χορήγηση ειδικής αδείας για τη διαμετακόμιση του από το έδαφός του; »

9.

Η απόφαση του Cour de cassation du Luxembourg πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 1989.

10.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 9 Μαρτίου 1990 οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον Alphonse Berns, διευθυντή διεθνών οικονομικών υποθέσεων και συνεργασίας, τον οποίο διόρισε η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, επικουρούμενο από τον Pierre Bermes, δικηγόρο-avoué Λουξεμβούργου, στις 22 Μαρτίου 1990 οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τους Ernest Arendt και Guy Harles, δικηγόρους Λουξεμβούργου, επικουρούμενους από τη Mireille Abensour-Gibert, δικηγόρο Παρισιού, στις 23 Μαρτίου 1990 η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, βοηθό διευθυντή νομικών υποθέσεων, επικουρούμενη από τον Géraud de Bergues, κύριο αναπληρωτή γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων, στις 26 Μαρτίου 1990 η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Speltincx, διευθυντή ευρωπαϊκών υποθέσεων, στις 24 Μαρτίου 1990 η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. Ε. Collins, treasury solicitor, στις 16 Μαρτίου 1990 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jörn Sack, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Hervé Lehman, γάλλο υπάλληλο που τέθηκε στη διάθεση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής βάσει του συστήματος ανταλλαγών με υπαλλήλους των εθνικών διοικήσεων.

11.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Η Επιτροπή, η εταιρία LAS, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που υπέβαλε το Δικαστήριο, πράγμα που έπραξαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Α — Επί της εφαρμογής τον κοινοτικού δικαίου στα εμπορεύματα τρίτων χωρών υπό καθεστώς εσωτερικής διαμετακομίσεως

12.

Η Επιτροπή, εξετάζοντας το ζήτημα αν τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν εφαρμογή στα εμπορεύματα τρίτων χωρών που τελούν όχι σε ελεύθερη κυκλοφορία, αλλά υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως στην Κοινότητα, παρατηρεί ότι τα άρθρα αυτά δεν έχουν εφαρμογή αν ληφθεί αυστηρώς υπόψη η διατύπωση του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Και τούτο διότι, κατά τη διάταξη αυτή, το κεφάλαιο 1, τμήμα πρώτο, και το κεφάλαιο 2, του πρώτου τίτλου της Συνθήκης ΕΟΚ εφαρμόζονται στα προϊόντα καταγωγής κρατών μελών, καθώς και στα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών που τελούν σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός των κρατών μελών.

13.

Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης « θεωρούνται ότι ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός κράτους μέλους τα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών, για τα οποία έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις εισαγωγής και εισπραχθεί σ' αυτό το κράτος μέλος οι απαιτούμενοι δασμοί και φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, και για τα οποία δεν έχουν επιστραφεί ολικώς ή μερικώς αυτοί οι δασμοί και επιβαρύνσεις ». Όμως, εμπορεύματα όπως εκείνα για τα οποία γίνεται λόγος στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία δεν ήταν κοινοτικής καταγωγής και δεν προορίζονταν να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, έπρεπε, κατά την Επιτροπή, να θεωρηθούν ως εμπορεύματα τα οποία δεν τελούσαν σε ελεύθερη κυκλοφορία.

14.

Η Επιτροπή αναφέρει ότι στο παρελθόν υποστήριζε την άποψη αυτή. Ωστόσο, θεωρεί αναγκαίο να παρατηρήσει ότι υπάρχουν επίσης βάσιμα επιχειρήματα για την εφαρμογή των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης στα εμπορεύματα καταγωγής τρίτων χωρών τα οποία τελούν υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως στην Κοινότητα. Όσον αφορά το ζήτημα αν πρόκειται για εφαρμογή de plano ή mutatis mutandis η Επιτροπή δεν λαμβάνει θέση. Τα επιχειρήματα της Επιτροποής συνοψίζονται ως εξής:

Τα άρθρα 9 και 10 καθορίζουν μόνον τις μεγάλες αρχές της τελωνειακής ενώσεως και επιβάλλουν τη θέσπιση νομοθεσίας για να εφαρμόζονται πραγματικά. Επομένως, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν αποκλείει κατ' ανάγκη την εφαρμογή των άρθρων 30 επ. στα εμπορεύματα τρίτων χωρών που τελούν υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως στην Κοινότητα·

το τελωνειακό καθεστώς υπό το οποίο κυκλοφορούν τα εμπορεύματα στο εσωτερικό της Κοινότητας συχνά επιλέγεται σε συνάρτηση με ζητήματα πρακτικής φύσεως, για παράδειγμα λόγω του ότι άλλα εμπορεύματα τα οποία τελούν σε ελεύθερη κυκλοφορία προστίθενται στη μεταφορά. Κατά συνέπεια, το τελωνειακό καθεστώς του εμπορεύματος λίγο ενδιαφέρει εν όψει του ζητήματος αν η μεταφορά των εμπορευμάτων τρίτων χωρών υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως μπορεί να υπόκειται σε άδεια διαμετακομίσεως'

το Δικαστήριο, με την απόφαση της 16ης Μαρτίου 1983, 266/81, SIOT (Συλλογή 1983, σ. 73 ), αναγνώρισε το δικαίωμα ελεύθερης διαμετακομίσεως για τα εμπορεύματα προελεύσεως ή με προορισμό άλλο κράτος μέλος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς τους. Κατά την άποψη της Επιτροπής, αν το Δικαστήριο θεώρησε στην περίπτωση αυτή ως ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων που αναφέρονται στα άρθρα 12 και 13 της Συνθήκης, τίποτε δεν εμποδίζει να γίνεται επίσης επίκληση σε παρόμοιες περιπτώσεις των άρθρων 30 επ. και, ιδίως, του άρθρου 36, το οποίο αναφέρεται ρητώς στις απαγορεύσεις και στους περιορισμούς κατά τη διαμετακόμιση. Κατά την Επιτροπή, θα ήταν εξάλλου ελάχιστα σύμφωνο προς τους κανόνες της τελωνειακής ενώσεως και της εσωτερικής αγοράς το ότι εμπορεύματα τα οποία κυκλοφορούν στο έδαφος της αγοράς αυτής δεν μπορούν να μεταφερθούν εντός της ίδιας αγοράς σύμφωνα με ισοδύναμους κανόνες, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς τους.

15.

Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν προϋποθέτουν ότι η κοινοτική νομοθεσία έχει εφαρμογή, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το επίμαχο εμπόρευμα στην υπόθεση της κύριας δίκης τελεί ή όχι σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας.

Β — Επί των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στον τομέα της ασφαλείας (άρθρα 36, 223 και 224 της Συνθήκης ΕΟΚ)

16.

Προτού εξεταστεί το ζήτημα της ερμηνείας του κανονισμού 222/77, με τις υποβληθείσες παρατηρήσεις εξετάζονται, βάσει των άρθρων 36, 223, και 224 της Συνθήκης ΕΟΚ, οι αρμοδιότητες των κρατών μελών όσον αφορά την κυκλοφορία εμπορευμάτων στρατηγικής φύσεως.

17.

Η Επιτροπή και το Μεγάλο Δουκάτο τον Λουξεμβούργου παρέχουν πληροφορίες ως προς το καθεστώς ελέγχων που διενεργούνται στα πλαίσια του « Coordinating Committee for Multilateral Export Controls » ( πολυμερής συντονιστική επιτροπή ελέγχου των εξαγωγών, στο εξής: COCOM), βάσει του οποίου οι αρχές του Λουξεμβούργου, οι οποίες χαρακτήρισαν το εμπόρευμα ως στρατηγικής φύσεως, απαιτούσαν άδεια διαμετακομίσεως.

18.

Η Επιτροπή εκθέτει ότι η COCOM είναι ομάδα διαβουλεύσεως ανεπίσημου χαρακτήρα που δημιουργήθηκε το 1949 και στην οποία μετέχουν τώρα 16 κράτη. Η COCOM δεν συνδέεται επισήμως με το NATO και η Κοινότητα δεν μετέχει στις εργασίες της ομάδας.

19.

Η COCOM καταρτίζει και αναθεωρεί περιοδικώς τους πίνακες προϊόντων ( ή τεχνολογιών ) που υπόκεινται σε έλεγχο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κατάλογος βιομηχανικών προϊόντων [προϊόντα αποκαλούμενα dual use (διπλής χρήσεως)]. Στόχος των ελέγχων είναι να εμποδίζεται η εξαγωγή προϊόντων που θεωρούνται ως στρατηγικής φύσεως προς τις ανατολικές χώρες, ο δε έλεγχος συνίσταται ουσιαστικά στην απαγόρευση εξαγωγής των προϊόντων/τεχνολογίας που περιλαμβάνονται στον πίνακα προς τις χώρες οι οποίες δεν εφαρμόζουν τους κανόνες της COCOM. Το ίδιο συμβαίνει και για την επανεξαγωγή από μια χώρα σε άλλη.

20.

Δεδομένου ότι η COCOM δεν είναι διεθνής οργανισμός και δεν εργάζεται βάσει διακυβερνητικών διευθετήσεων, οι αποφάσεις της πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή με εθνικές διατάξεις. Η αποτελεσματικότητα των αποφάσεων της COCOM εξασφαλίζεται από την αμερικανική απειλή να μη χορηγεί πλέον το οικείο υλικό σε χώρα η οποία δεν τηρεί τους κανόνες της COCOM. Οι επιχειρήσεις οι οποίες διέπραξαν παραβάσεις έχουν τεθεί σε « denial list » ( μαύρο πίνακα ).

21.

Το Μεγάλο Δουκάτο τον Λουξεμβούργου παρατηρεί ότι ot πίνακες στους οποίους περιλαμβάνονται τα εμπορεύματα για τα οποία απαιτείται προηγούμενη και ειδική άδεια διαφέρουν από μια χώρα σε άλλη. Μερικές φορές το περιεχόμενό τους διαφέρει ανάλογα με την ημερομηνία δημοσιεύσεως στην εθνική επίσημη εφημερίδα. Έτσι, οι γαλλικές αρχές ελέγχου έκριναν ότι για τη μηχανή επεξεργασίας Veeco Microetch 10 ιντσών δεν χρειαζόταν η λήψη γαλλικής αδείας εξαγωγής, αλλά απλώς πιστοποιητικό ελεύθερης εξόδου. Για τις αρχές του Λουξεμβούργου, αντιθέτως, πρόκειται για υλικό στρατηγικής φύσεως υποκείμενο σε άδεια. Οι ενδείξεις του αμερικανού κατασκευαστή, της γαλλικής θυγατρικής και των εμπειρογνώμων των οποίων ζητήθηκε η γνώμη δεν άφησαν καμιά αμφιβολία επί του θέματος αυτού. Επομένως, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου η άδεια ήταν αναγκαία για τη διαμετακόμιση. Αν δεν υπήρχε άδεια, η διαμετακόμιση απαγορευόταν.

22.

Εξάλλου, το Μεγάλο Δουκάτο παρατηρεί ότι αν η Γαλλία δεν άσκησε έλεγχο επί του στρατηγικού υλικού, οι εθνικές προνομίες του Λουξεμβούργου επί του εδάφους του Μεγάλου Δουκάτου παραμένουν ακέραιες.

23.

Παρέχοντας διευκρινίσεις επί του συστήματος ελέγχου της COCOM, οι Richardt και LAS παρατηρούν ότι οι όροι που ισχύουν στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου για τη δημόσια ασφάλεια δεν διαφέρουν από εκείνους που εφαρμόζει η Γαλλική Δημοκρατία, διότι ο κατάλογος στρατηγικών υλικών που αποτελούν αντικείμενο ελέγχου ως προς τον προορισμό στο πλαίσιο των οργάνων του NATO, στο οποίο ανήκουν τόσο το Λουξεμβούργο όσο και η Γαλλία, καταρτίζεται από τα διάφορα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συνθήκη αυτή, συνερχόμενα στα πλαίσια της COCOM. Κατά τους Richardt και LAS, όμως, ο πίνακας των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο ελέγχου ως προς τον τελικό προορισμό είναι ακριβώς ο ίδιος στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο, διότι κάθε κράτος μεταφέρει στην εθνική του νομοθεσία τους πίνακες προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο ελέγχου ως προς τον προορισμό.

24.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ειδικότερα ότι άρχισε να εξετάζει το ζήτημα κατά πόσον οι έλεγχοι της COCOM συμβιβάζονται με τις διατάξεις της Συνθήκης. Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα μέτρα της COCOM έχουν σχέση με την ασφάλεια των κρατών μελών, η Επιτροπή θεωρεί ότι, βάσει των προηγούμενων παρατηρήσεων, πρόκειται για εμπορεύματα αναφερόμενα στο άρθρο 223, παράγραφος 1, στοιχείο β, της Συνθήκης ΕΟΚ, δηλαδή για όπλα, πυρομαχικά και πολεμικό υλικό, τέτοια μέτρα συμβιβάζονται με τη Συνθήκη ΕΟΚ βάσει του άρθρου αυτού.

25.

Όσον αφορά εμπορεύματα διαφορετικά από τα αναφερόμενα στο άρθρο 223, παράγραφος 1, στοιχείο β, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον τέτοια μέτρα δικαιολογούνται από το άρθρο 224 της Συνθήκης. Η Επιτροπή απαντά αρνητικά, διότι το άρθρο 224 της Συνθήκης ΕΟΚ εφαρμόζεται στα μέτρα τα οποία κράτος μέλος μπορεί να λάβει, μεταξύ άλλων, προς εκπλήρωση υποχρεώσεων που έχει αναλάβει με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφαλείας. Κατά την Επιτροπή, ως εξαιρετική διάταξη το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικώς (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1968, 13/68, Salgoil, Rec. 1968, σ. 680). Δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις COCOM είναι υποχρεώσεις τις οποίες τα κράτη μέλη τηρούν μόνον ανεπίσημα, δεν υπάρχει σχετικώς καμιά υποχρέωση διεθνούς δικαίου, απορρέουσα από σύμβαση ή από άλλον κανόνα δικαίου που να δεσμεύει τα κράτη μέλη. Κατά την Επιτροπή, επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για υποχρεώσεις « που έχουν αναλάβει » τα κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 224 της Συνθήκης ΕΟΚ. Ως προς τις άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται με το άρθρο αυτό, αυτές αφορούν μόνον εξαιρετικές και πρόσκαιρες καταστάσεις.

26.

Όσον αφορά τα εμπορεύματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή θεωρεί ότι το δικαίωμα εισαγωγής, εξαγωγής ή διαμετακομίσεως σε κράτος μέλος δεν μπορεί επομένως να απορρέει παρά μόνον από τις διατάξεις των άρθρων 30 επ. της εν λόγω Συνθήκης. Ως προς την εφαρμογή των άρθρων αυτών, η Επιτροπή παρατηρεί προκαταρκτικά ότι η ανάλυση της βασίζεται στην υπόθεση ότι η απαίτηση για τη λήψη αδείας διαμετακομίσεως συνιστά εθνικό μέτρο που εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Κοινότητας, ανεξαρτήτως του τελικού προορισμού του εμπορεύματος. Αντίθετα, αν στο στάδιο αυτό ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το εμπόρευμα προορίζεται να εξαχθεί σε τρίτη χώρα, θα πρέπει να εξεταστούν τα εθνικά μέτρα σε σχέση με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2603/69 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1969, περί θεσπίσεως κοινού καθεστώτος εξαγωγών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 101 ). Κατά την Επιτροπή, στην περίπτωση αυτή το εθνικό μέτρο θα χαρακτηριζόταν εμπόδιο στην εξαγωγή. Δεδομένου όμως ότι το άρθρο 1 του προαναφερθέντος κανονισμού 2603/69 δεν αναφέρεται στα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, αλλά μόνο στους ποσοτικούς περιορισμούς, η Επιτροπή φρονεί ότι μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στην προκειμένη κατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή φρονεί ότι οι περιορισμοί της διαμετακομίσεως μεταξύ κρατών μελών πρέπει να εξετάζονται πρωτίστως σε σχέση με τους εφαρμοστέους κανόνες στο εσωτερικό της Κοινότητας.

27.

Εφόσον τα επίμαχα εμπορεύματα σχετίζονται με την ασφάλεια κράτους μέλους, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σύστημα αδειών εισαγωγής, εξαγωγής και διαμετακομίσεως, όπως έχει περιγραφεί, εμπίπτει κατ' αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 36 ως περιορίζον τις εισαγωγές, εξαγωγές ή τη διαμετακόμιση που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ασφαλείας. Ο όρος αυτός καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους, όσο και την εξωτερική του ασφάλεια.

28.

Η Επιτροπή, ενώ υπενθυμίζει ότι το άρθρο 36 της Συνθήκης είναι εξαιρετική διάταξη και, επομένως, αυστηρής ερμηνείας, αναγνωρίζει ότι σε έναν τομέα που εμπίπτει στην εξωτερική και την αμυντική πολιτική η διακριτική εξουσία που απολαύουν τα κράτη μέλη είναι βεβαία.

29.

Την προσέγγιση αυτή συμμερίζονται η Γαλλική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και το Μεγάλο Δουκάνο του Λουξεμβούργου. Το τελευταίο υπενθυμίζει ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο θέτουν προβλήματα θεμελιώδη, συνταγματικά και θεσμικά και ειδικότερα το πρόβλημα της αντίστοιχης αρμοδιότητας των κρατών μελών, αφενός, και της Κοινότητας, αφετέρου, το αντικείμενο και τον σκοπό της μη οικονομικής και μη εμπορικής νομοθεσίας του Λουξεμβούργου σχετικά με τον έλεγχο της διαμετακομίσεως στρατηγικού υλικού με προορισμό τρίτη χώρα, και την ιεραρχία των πηγών και των κανόνων του κοινοτικού δικαίου. Θεωρεί ότι το καθεστώς αδειών ως προς τη διαμετακόμιση στρατηγικού υλικού, που περιλαμβάνει ακόμη και την απαγόρευση ελεύθερης κυκλοφορίας, δεν έχει ως σκοπό να ευνοήσει ή να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα κράτους μέλους, αλλά συνιστά εκδήλωση της κυριαρχίας του, στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του και ενδιαφέρει την εξωτερική ασφάλεια της χώρας, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ που αναγνωρίζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών σ' αυτόν τον τομέα. Κανένα κοινοτικό καθεστώς (εξαγωγών ή διαμετακομίσεως ) δεν μπορεί να επικαλύπτει τις εθνικές αρμοδιότητες και προνομίες ώστε να τις εξουδετερώνει, ακριβώς διότι δεν χορηγήθηκε καμιά αρμοδιότητα στην Κοινότητα στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της εξωτερικής ασφαλείας των κρατών μελών.

30.

Οι Richardt και LAS, αφού υπενθύμισαν ότι η ελευθερία διαμετακομίσεως καθιστά συγκεκριμένη στην πράξη την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, δέχονται ότι υπάρχουν ορισμένες παρεκκλίσεις στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων υπό διαμετακόμιση. Οι παρεκκλίσεις αυτές προβλέπονται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ.

31.

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 36, η Επινροπή θεωρεί ότι, για να συμβιβάζονται με τη Συνθήκη ΕΟΚ, τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται στα πλαίσια της COCOM πρέπει τουλάχιστον να πληρούν δύο προϋποθέσεις: η πρώτη είναι ότι κάθε συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να υπόκειται σε πραγματικό δικαστικό έλεγχο, αιτήσει των ενδιαφερομένων, προκειμένου να αποφεύγονται σφάλματα και καταστρατηγήσεις που προέρχονται από το γεγονός ότι η κατάσταση από άποψη δικαίου είναι ελάχιστα διαφανής για τους επιχειρηματίες οι οποίοι δεν διαθέτουν άλλα μέσα άμυνας στον τομέα αυτόν. Η Επιτροπή φρονεί ότι, στην περίπτωση του Λουξεμβούργου, ο δικαστικός έλεγχος είναι εξασφαλισμένος, όπως μαρτυρεί η παρούσα υπόθεση.

32.

Η δεύτερη προϋπόθεση η οποία, κατά την Επιτροπή, πρέπει να πληρούται, είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Κατά την Επιτροπή, η αρχή αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στους επιχειρηματίες οι οποίοι κάνουν χρήση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται με τη Συνθήκη διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Κατά την Επιτροπή, εφόσον το μέτρο της δημεύσεως ή της κατασχέσεως συνιστά κύρωση, μπορεί να θεωρηθεί ως δυσανάλογο όταν αφορά εμπόρευμα μεγάλης αξίας και, επομένως, ασυμβίβαστο με τις διατάξεις των άρθρων 30, 34 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, υπό την προϋπόθεση ότι η διαπραχθείσα από τον επιχειρηματία παράβαση είναι σχετικά ασήμαντη ή καθαρά τυπική. Κατά την Επιτροπή, εναπόκειται στον δικαστή να προσδιορίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία, αν οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν. Στην αλληλουχία αυτή, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που ελήφθησαν καλοπίστως σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

33.

Την προσέγγιση της Επιτροπής ως προς την αρχή της αναλογικότητας συμμερίζεται επίσης το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό θεωρεί επίσης ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως και να εξετάζει αν η φύση των μεταφερόμενων εμπορευμάτων θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά του.

34.

Κατά τους Richardt και LAS, σε καμιά περίπτωση τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι διαθέτουν διακριτική ευχέρεια (αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1974, 41/74, Van Duyn, Rec. 1974, σ. 1337· της 23ης Νοεμβρίου 1978, 7/78, Thompson, Rec. 1978, σ. 2247 ). Ένα κράτος δεν μπορεί να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των νόμιμων συμφερόντων του, ακόμη και στον τομέα της εξωτερικής ασφαλείας, παρά μόνο στο πλαίσιο που έθεσε η Συνθήκη ΕΟΚ, το οποίο επιβάλλει όρια στην άσκηση των κρατικών προνομιών. Οι Richardt και LAS θεωρούν ότι το άρθρο 36 της Συνθήκης δεν έχει ως αντικείμενο να επιφυλάσσει ορισμένους τομείς στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών, αλλά τους αναγνωρίζει μόνον το δικαίωμα να παρεκκλίνουν από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων κατά το μέτρο που οι παρεκκλίσεις αυτές είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων που θέτει το άρθρο αυτό ( απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976, 35/76, Simmenthal, Rec. σ. 1871 ).

35.

Όσον αφορά το περιεχόμενο του ελέγχου ως προς την παρέκκλιση δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας, οι Richardt και LAS παρατηρούν ότι, κατά τις αρχές που καθιερώθηκαν με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το μέτρο απαγορεύσεως ή περιορισμού της διαμετακομίσεως δεν πρέπει να είναι υπερβολικό ενόψει του γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται μ' αυτό. Εφόσον το μέτρο της δημεύσεως είναι δυσανάλογο, μόνον το μέτρο επανεξαγωγής φαίνεται ως δυνατό και πρόσφορο. Εν προκειμένω, το μέτρο αυτό θα επέτρεπε στις γαλλικές αρχές να προβούν στις αναγκαίες επαληθεύσεις στην περίπτωση κατά την οποία οι εκδοθείσες άδειες θα είχαν αμφισβητηθεί. Οι Richardt και LAS, οι οποίοι παραθέτουν δημοσίευμα της Επιτροπής ( βλ. Échanges intérieurs, κείμενα 1987, αριθ. 1, σ. 73 και 74), παρατηρούν επίσης ότι το κράτος μέλος που επικαλείται επιταγή προβλεπόμενη από το άρθρο 36, οφείλει να δικαιολογήσει το ότι οι ειδικές προϋποθέσεις στη χώρα του είναι διαφορετικές από τις υφιστάμενες στο κράτος το οποίο επέτρεψε την κυκλοφορία του προϊόντος· αλλά, στην ειδική εν προκειμένω περίπτωση, το επιδιωκόμενο συμφέρον και η μέριμνα δημοσίας ασφλείας φαίνεται να είναι οι ίδιες στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο.

Γ — Επί της ερμηνείας του κανονισμού 222/77

36.

Μετά τα εκτεθέντα ως προς τις εναπομένουσες αρμοδιότητες των κρατών μελών, με τις παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου εξετάζεται το ζήτημα της ερμηνείας του κανονισμού 222/77.

37.

Κατά το Μεγάλο Δουκάτο του Αονξεμβονργου, το παραστατικό Τ1 που εξέδωσαν οι γαλλικές αρχές δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να επιλύσει το ζήτημα της ενδεχόμενης εφαρμογής μιας απαγορεύσεως ή περιορισμού της διαμετακομίσεως, που θεσπίζει κράτος μέλος, εν προκειμένω το Μεγάλο Δουκάτο. Επικαλείται το άρθρο 10 του κανονισμού 222/77, το οποίο ορίζει ότι « οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί εισαγωγής, εξαγωγής ή διαμετακομίσεως, που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη, εφαρμόζονται εφόσον συμβιβάζονται με τις τρεις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων », και το οποίο, κατά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, επιφυλάσσει ρητώς την εφαρμογή των εθνικών καθεστώτων των κρατών μελών.

38.

Κατά την Επιτροπή, την άποψη της οποίας συμμερίζονται το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Richardt και LAS, ο κανονισμός 222/77 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας μειώνοντας τις τελωνειακές διατυπώσεις και αποφεύγοντας τον πολλαπλασιασμό τους όταν το εμπόρευμα μεταφέρεται μέσω του εδάφους περισσοτέρων κρατών μελών (βλ. άρθρο 1, καθώς και την 3η, 4η, 5η και 6η αιτιολογική σκέψη ). Το καθεστώς αυτό, κατ' αρχήν, εξυπηρετεί μόνον τελωνειακούς σκοπούς. Δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, εσωτερικές απαγορεύσεις ή περιορισμούς που πλήττουν τα εμπορεύματα υπό διαμετακόμιση στην Κοινότητα ή τα εμπορεύματα που εξέρχονται της Κοινότητας.

39.

Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι το καθεστώς κοινοτικής διαμετακομίσεως μπορεί, ακόμη και εκτός των αυστηρώς τελωνειακών σκοπών, να εξυπηρετεί την επιτήρηση μεταφοράς ορισμένων προϊόντων στο εσωτερικό της Κοινότητας και να εμποδίζει την παράνομη εξαγωγή [βλ. άρθρα 10 επ. του κανονισμού (ΕΟΚ) 223/77 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1976, και άρθρα 20 επ. του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1062/87 της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 1987, περί των διατάξεων εφαρμογής, ως και των μέτρων απλουστεύσεως του καθεστώτος κοινοτικής διαμετακομίσεως, ΕΕ ειδ. έκδ. 02/012, σ. 27, και ΕΕ L 107, σ. 1 ].

40.

Συμφωνώντας με το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Ηνωμένο ΒαοίΑειο, του οποίου την άποψη συμμερίζεται και η Επιτροπή, θεωρεί ότι η ερμηνεία αυτή απορρέει επίσης από το άρθρο 10 του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77. Από το άρθρο αυτό προκύπτει σαφώς ότι η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση δεν παρέχει στους επιχειρηματίες συγκεκριμένο δικαίωμα διαμετακομίσεως μέσω των κρατών μελών διότι επιφυλάσσει ρητώς τη δυνατότητα απαγορεύσεων ή περιορισμών στις εισαγωγές ή εξαγωγές ή στη διαμετακόμιση.

41.

Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί επίσης ότι, βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 222/77, ένα κράτος μέλος διατηρεί τη δυνατότητα να αρνηθεί να αναγνωρίσει το παραστατικό ΤΙ ως έγκυρη άδεια διαμετακομίσεως όταν, κατά τη νομοθεσία του, το μεταφερόμενο εμπόρευμα θεωρείται ως στρατηγικό υλικό και, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, εξαρτά τη διαμετακόμιση στο έδαφός του από την έκδοση ειδικής αδείας.

42.

Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, το άρθρο 10 του κανονισμού 222/77, το οποίο παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, σημαίνει ότι, για το Συμβούλιο, η προσφυγή από τα κράτη μέλη στη διάταξη αυτή της Συνθήκης εξακολουθεί να δικαιολογείται παρά την έκδοση του κανονισμού 222/77. Το Δικαστήριο δέχθηκε εξάλλου, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, ότι τα εθνικά μέτρα που είναι ικανά να παρεμποδίσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο δικαιολογούνται εφόσον η προστασία των αναφερόμενων στο άρθρο 36 συμφερόντων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δεν εξασφαλίζεται επαρκώς από τα μέτρα τα οποία έλαβαν προς τούτο τα κοινοτικά όργανα (απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, 72/83, Campus Oil, Συλλογή 1984, σ. 2727 ).

43.

Προκειμένου να στηρίξει τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή επικαλείται επίσης το άρθρο 13, στοιχείο β, του κανονισμού 222/77, το οποίο ορίζει ότι ο κύριος ενδιαφερόμενος υποχρεούται « να τηρήσει τις διατάξεις ως προς το κοινοτικό καθεστώς διαμετακομίσεως και το καθεστώς διαμετακομίσεως σε κάθε κράτος μέλος από το έδαφος του οποίου διέρχεται κατά τη μεταφορά ». Η Επιτροπή παρατηρεί ότι από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι εμπόρευμα κυκλοφορεί υπό την κάλυψη του παραστατικού ΤΙ ή Τ2 δεν του παρέχει το δικαίωμα προσβάσεως σε κράτος μέλος ή διελεύσεως απ' αυτό.

44.

Το Βασίλειο του Βελγίου στηρίζεται επίσης στο άρθρο 13 του κανονισμού 222/77 παρατηρώντας ότι ο κανονισμός αυτός δεν επιβάλλει μόνον τους υποχρεωτικούς κανόνες οι οποίοι πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο εφαρμογής της κανονιστικής ρυθμίσεως ως προς την κοινοτική διαμετακόμιση αλλά, επιπλέον, δεν θίγει τις ( συμπληρωματικές ) διατάξεις οι οποίες (ενδεχομένως) υπάρχουν στα κράτη μέλη ( χώρες διαμετακομίσεως ) σχετικά με τη διαμετακόμιση.

45.

Επικαλούμενοι το άρθρο 37 του κανονισμού 222/77, οι Richardt και LAS θεωρούν ότι το παραστατικό ΤΙ συνιστά άδεια διαμετακομίσεως η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να παράγει στο Λουξεμβούργο και σε κάθε άλλο κράτος μέλος της ΕΟΚ τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα που συνδέονται με πιστοποιητικό διαμετακομίσεως το οποίο εκδόθηκε σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπεται είτε από την κανονιστική ρύθμιση του Λουξεμβούργου είτε από την κανονιστική ρύθμιση όλων των άλλων κρατών μελών, αυτό δε ανεξαρτήτως του αν το εμπόρευμα είναι ή όχι στρατηγικής φύσεως.

46.

Κατά τους Richardt και LAS η απαίτηση ειδικής αδείας ή ειδικής εγκρίσεως διαφορετικής από το παραστατικό διαμετακομίσεως ΤΙ δεν δικαιολογείται και είναι καθόλα αντίθετη προς τη Συνθήκη της Ρώμης και τον κανονισμό 222/77 περί διαμετακομίσεως και ιδίως προς το άρθρο 37 του εν λόγω κανονισμού. Αν υποτεθεί ότι η διαμετακόμιση δεν είχε γίνει κατά καταστρατήγηση του νόμου και ότι το υλικό είναι στρατηγικής φύσεως, οι Richardt και LAS παρατηρούν ότι το κράτος μέλος που διενεργεί τον έλεγχο μπορεί να επικαλεστεί περιορισμό της διαμετακομίσεως στο έδαφός του, που δικαιολογείται από λόγους εξωτερικής ασφαλείας, αλλά δεν μπορεί να απαιτήσει ( άλλωστε δεν έχει κανένα λόγο να τη χορηγήσει) ειδική άδεια που προστίθεται στο παραστατικό διαμετακομίσεως που εξέδωσε η χώρα προελεύσεως.

47.

Το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί ότι το άρθρο 37 του κανονισμού 222/77 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τα παραστατικά Τ1 με τον ίδιο τρόπο που θα τα αντιμετώπιζαν αν τα είχαν εκδώσει αυτά τα ίδια και δεν σημαίνει, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι αν τα εμπορεύματα συνοδεύονται από το παραστατικό Τ1, είναι άσκοπο να συνοδεύονται και από άδεια την οποία ένα κράτος μέλος μπορεί νομίμως να απαιτήσει, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

III — Προτεινόμενες απαντήσεις στο προδικαστικό ερώτημα

48.

Ως συμπέρασμα, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν διατυπώνει πρόταση απαντήσεως αλλά παρατηρεί ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά κυρίως την ερμηνεία μιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπει η πρώτη φράση του άρθρου 36 της Συνθήκης της Ρώμης, την εξαίρεση ως προς τη δημόσια ασφάλεια, και παρέχει την ευκαιρία στο Δικαστήριο να χαράξει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των συνταγματικών αρμοδιοτήτων ενός κράτους μέλους, κυρίαρχου στη χάραξη της εξωτερικής του πολιτικής και ασφαλείας, κυρίου των μέσων με τα οποία επιθυμεί να την πραγματοποιήσει, και της κατ' απονομή αρμοδιότητας, επομένως περιορισμένης, όπως είναι εκείνη του κοινοτικού νομικού συστήματος.

49.

Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα:

«1)

0 κανονισμός (ΕΟΚ) 222/77 του Συμβουλίου θέσπισε τελωνειακό καθεστώς κοινοτικής διαμετακομίσεως το οποίο προσφέρει ιδίως διευκολύνσεις κατά την εκπλήρωση των τελωνειακών διατυπώσεων, καθώς και προσωρινή απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς ή επιβαρύνσεις που επιβάλλονται κανονικά, αλλά δεν παρέχει καθαυτό δικαίωμα εισαγωγής, εξαγωγής ή διαμετακομίσεως για ένα εμπόρευμα. Τα δικαιώματα αυτά γεννώνται μόνον από άλλες διατάξεις της Συνθήκης και ιδίως από τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης. »

50.

Κατά την Επιτροπή, στην περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρεί ότι τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης έχουν εφαρμογή στα εμπορεύματα τρίτων χωρών που τελούν υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως, η απάντηση θα πρέπει να συμπληρωθεί ως εξής:

«2)

Για να συμβιβάζονται με τις αρχές που καθιέρωσε η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων τα μέτρα τα οποία λαμβάνουν τα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλίσουν τον έλεγχο επί του εμπορίου στρατηγικών προϊόντων, που δεν αναφέρονται στο άρθρο 223 της Συνθήκης, πρέπει να υπόκεινται, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο που να διασφαλίζει ιδίως την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων λόγω παραβάσεως των εν λόγω μέτρων. »

51.

Οι Richardt και LAS προτείνουν στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα:

« Ο κανονισμός 222/77 έχει την έννοια ότι το παραστατικό ΤΙ που προβλέπεται σ' αυτόν πρέπει να αναγνωρίζεται υποχρεωτικά ότι συνιστά έγκυρη άδεια διαμετακομίσεως στο έδαφος κάθε κράτους μέλους της Κοινότητας, αυτό δε δυνάμει της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπό διαμετακόμιση εμπορευμάτων. Πάντως, ένα κράτος μέλος μπορεί, υπό τον ενδεχόμενο έλεγχο του Δικαστηρίου, να επαληθεύει ότι το εμπόρευμα είναι ή όχι επικίνδυνο, βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης, και να επικαλείται περιορισμό της προβλεπόμενης διαμετακομίσεως λόγω ειδικού προβλήματος εξωτερικής ασφαλείας το οποίο και δικαιολογεί, ή να επικαλείται κάθε άλλον λόγον που αναφέρεται στο άρθρο αυτό. Αν ο έλεγχος αυτός αφήνει να διαφανεί πλημμέλεια του εν λόγω κράτους μέλους σε συνάρτηση με τα κριτήρια εξωτερικής ασφαλείας που είναι ειδικά για το κράτος αυτό, ωστόσο δεν μπορεί να απαιτήσει ειδική άδεια που προστίθεται στην άδεια διαμετακομίσεως που εξέδωσε η χώρα προελεύσεως, και οφείλει, χωρίς να προβεί σε κατάσχεση και δήμευση του προϊόντος, να επιβάλει την επανεξαγωγή του προς το κράτος μέλος το οποίο εξέδωσε την άδεια διαμετακομίσεως, αυτό δε σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 36 του κανονισμού 222/77. »

52.

Η Γαλλική Δημμοκρατία προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Cour de cassation du Luxembourg ως εξής:

« Ο κανονισμός 222/77, και ειδικότερα το άρθρο 10, έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει κράτος μέλος να αρνηθεί να αναγνωρίσει το παραστατικό ΤΙ ως έγκυρη και επαρκή άδεια διαμετακομίσεως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομοθεσία του κράτους αυτού θεωρεί το μεταφερόμενο εμπόρευμα ως στρατηγικό υλικό και, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, επιβάλλει την έκδοση ειδικής αδείας για τη διαμετακόμιση μέσω του εδάφους του. »

53.

Το Ηνωμένο Βασίλειο προτείνει στο υποβληθέν ερώτημα να δοθεί η εξής απάντηση:

«Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 222/77 του Συμβουλίου δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι θεσπίζει επιτακτική υποχρέωση κατά την οποία το παραστατικό ΤΙ που προβλέπεται σ' αυτόν τον κανονισμό θεωρείται έγκυρη άδεια διαμετακομίσεως στο έδαφος κάθε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ανεξάρτητα από τη φύση του μεταφερόμενου εμπορεύματος, έστω και αν αυτό είναι επικίνδυνο για την ασφάλεια του οικείου κράτους. Οι απαγορεύσεις και περιορισμοί στη διαμετακόμιση εμπορευμάτων μέσω του εδάφους των κρατών μελών έχουν εφαρμογή κατά το μέτρο που συμβιβάζονται με τις συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ».

IV — Απαντήσεις στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Δικαστήριο

54.

Το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να αναπτύξει την άποψη της ως προς το ζήτημα αν τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης εφαρμόζονται στα εμπορεύματα προελεύσεως τρίτων χωρών τα οποία δεν τελούν σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα, αλλά υπό διαμετακόμιση, και να διευκρινίσει και διασαφηνίσει τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στο σημείο II, 2, Γ των παρατηρήσεών της. Εξάλλου, το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να αναπτύξει τις παρατηρήσεις της ως προς την εφαρμογή εν προκειμένω του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2603/69 και ειδικότερα να σχολιάσει τη διάκριση μεταξύ των ποσοτικών περιορισμών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος.

55.

Εις απάντηση των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, ως προς την εφαρμογή των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης στην προκειμένη περίπτωση, το τελωνειακό καθεστώς υπό το οποίο μεταφέρονται τα προϊόντα με προορισμό ή καταγωγής των κρατών μελών ποικίλλει αναλόγως των περιστάσεων για καθαρά πρακτικούς λόγους. Κατά την γνώμη της Επιτροπής υπάρχει κίνδυνος, επομένως, να δημιουργηθούν αυθαίρετες διακρίσεις, ανάλογα με την περίπτωση. Γι' αυτόν τον λόγο η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να εφαρμόζονται σε όλα τα προϊόντα που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της Κοινότητας, χωρίς να γίνεται διάκριση ανάλογα με το αντίστοιχο τελωνειακό τους καθεστώς, τα άρθρα της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αφού ληφθεί υπόψη ο ειδικός σκοπός κάθε καθεστώτος κυκλοφορίας.

56.

Η Επιτροπή δέχεται ότι το συμπέρασμα αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αντιφάσκει προς το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συνθήκης, αλλά φρονεί ότι θα ήταν αναγκαίο να καθοριστεί ένα αυτοτελές δικαίωμα ελεύθερης διαμετακομίσεως για τα προϊόντα που κυκλοφορούν υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως και να ξεκαθαριστεί επίσης αν το δικαίωμα αυτό απορρέει ωστόσο από τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης ( αρχές της τελωνειακής ενώσεως ) ως ειδικό δικαίωμα ή αν απορρέει μόνον από το παράγωγο δίκαιο ( κυρίως από τον κανονισμό « περί διαμετακομίσεως » ).

57.

Όσον αφορά την εφαρμογή του προαναφερθέντος κανονισμού 2603/69, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικαίωμα διαμετακομίσεως στηρίζεται στο παράγωγο δίκαιο, το ζήτημα εφαρμογής του κανονισμού 2603/69 μπορούσε να τεθεί. Η Επιτροπή δεν δέχεται την άποψη αυτή διότι θα οδηγούσε επίσης σε αυθαίρετες λύσεις. Πράγματι, πολύ συχνά όταν το εμπόρευμα διέρχεται εσωτερικά σύνορα της Κοινότητας υπό καθεστώς διαμετακομίσεως (εσωτερικής ή εξωτερικής ) ο τελικός προορισμός του είναι ακόμη άγνωστος. Όμως, στο στάδιο αυτό δεν φαίνεται πρόσφορο να εφαρμοστούν στα εμπορεύματα διαφορετικοί κανόνες αναλόγως του αν ο τελικός προορισμός είναι ή όχι γνωστός ήδη, ή ακόμη προβλεπόμενος ή οριστικός. Κατά την Επιτροπή, στο στάδιο της εξαγωγής εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, το κράτος μέλος μπορεί ωστόσο να εφαρμόσει τα ίδια μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εμπορευμάτων υπό διαμετακόμιση και εκείνων που εξάγονται απ' ευθείας από το εθνικό έδαφος σύμφωνα με τον κανονισμό 2603/69.

58.

Το Δικαστήριο κάλεσε επίσης την εταιρία LAS και τις Κυβερνήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου να του παράσχουν όλες τις πληροφορίες που είχαν στη διάθεση τους όσον αφορά το ζήτημα αν το επίμαχο εμπόρευμα τελούσε σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα.

59.

Από τις απαντήσεις της εταιρίας LAS και των Κυβερνήσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου προκύπτει ότι το επίμαχο εμπόρευμα τελούσε σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας. Κ. Ν. Κακούρης

εισηγητής

δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 4ης Οκτωβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-367/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation du Luxembourg προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Aimé Richardt,

« Les Accessoirs Scientifiques » SNC,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την κοινοτική διαμετακόμιση,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Τ. F. O'Higgins, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

το Υπουργείο Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και ο Διευθυντής Τελωνείων, εκπροσωπούμενοι από τον Alphonse Berns, διεθυντή διεθνών οικονομικών υποθέσεων και συνεργασίας, επικουρούμενο από τον Pierre Bermes, δικηγόρο Λουξεμβούργου,

ο Α. Richardt, SNC Les Accessoirs Scientifiques, εκπροσωπούμενος από τον Ernest Arendt, δικηγόρο Λουξεμβούργου, και τη Mireille Abensour-Gibert, δικηγόρο Παρισιού,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, αναπληρωτή διευθυντή στη διεύθυνση Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Géraud de Bergues, αναπληρωτή γραμματέα στη διεύθυνση Νομικών Υποθέσεων του ίδιου αυτού Υπουργείου,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. E. Collins, του Treasury Solicitor's,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Speltincx, διευθυντή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις αναπτυσσόμενες χώρες,

η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Jörn Sack, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Hervé Lehman, γάλλο υπάλληλο που τέθηκε στη διάθεση της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής βάσει του καθεστώτος ανταλλαγών με υπαλλήλους των εθνικών διοικήσεων,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Υπουργού Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Διευθυντή Τελωνείων, του Α. Richardt, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από τον Derrick Wyatt, barrister, και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Δεκεμβρίου 1989, το Cour de cassation du Luxembourg υπέβαλε, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού ( ΕΟΚ) 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/003, σ. 3 ), προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει το συμβιβαστό προς το κοινοτικό δίκαιο των περιορισμών που η κανονιστική λουξεμβουργιανή ρύθμιση επιβάλλει ως προς τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων στρατηγικής φύσεως.

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του Aimé Richardt και τεσσάρων άλλων προσώπων, κατόπιν μηνύσεως του Υπουργού Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Διευθυντή Τελωνείων, για απόπειρα παράνομης διαμετακομίσεως εμπορευμάτων κατά παράβαση του από 17 Αυγούστου 1963 κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου, ο οποίος εξαρτά τη διαμετακόμιση ορισμένων εμπορευμάτων από τη λήψη αδείας ( Memorial Α, αριθ. 47, της 17ης Αυγούστου 1963, σ. 764). Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού αυτού επιβάλλουν την προσκόμιση αδείας για τη διαμετακόμιση των εμπορευμάτων του πίνακα Ι που επισυνάπτεται σ' αυτόν, τα οποία προέρχονται, μεταξύ άλλων χωρών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ή από τη Γαλλική Δημοκρατία και δηλώνονται ως εμπορεύματα υπό διαμετακόμιση με προορισμό ιδίως τη Σοβιετική Ένωση.

3

Ο Richardt, πρόεδρος-γενικός διευθυντής της εταιρίας « Les Accessoires Scientifiques » ( στο εξής: LAS ), με έδρα τη Γαλλία, ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στον σοβιετικό εμπορικό οργανισμό, αποκαλούμενο Technoprominport με έδρα τη Μόσχα, μια μονάδα παραγωγής κυκλωμάτων μνήμης φυσαλίδων περιλαμβάνουσα, μεταξύ άλλων, μια μηχανή επεξεργασίας Veeco Microetch δέκα ιντσών η οποία, εισαχθείσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Γαλλία, τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας.

4

Ο Richardt συμπλήρωσε στη Γαλλία τις αναγκαίες διατυπώσεις για την εξαγωγή των εν λόγω εμπορευμάτων αεροπορικώς με προορισμό τη Μόσχα. Επειδή δεν κατέστη δυνατό να φορτωθούν τα εμπορεύματα αυτά στο αεροπλάνο που προβλεπόταν προς στον σκοπό αυτό στο Roissy, λόγω ματαιώσεως μιας πτήσεως της αεροπορικής εταιρίας Aeroflot, με πρωτοβουλία της εταιρίας Air France μεταφέρθηκαν με φορτηγό αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο του Λουξεμβούργου και προσκομίστηκαν, υπό καθεστώς διαμετακομίσεως, στο Τελωνείο του Λουξεμβούργου εν όψει της εξόδου τους από το έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου με προορισμό τη Μόσχα. Τα εμπορεύματα συνοδεύονταν, εκ λάθους όπως φαίνεται, αλλά χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί ούτε από τις γαλλικές αρχές ούτε από τις αρχές του Λουξεμβούργου, από το παραστατικό Τ1 που προβλέπεται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 222/77 για τα εμπορεύματα τα οποία δεν τελούν σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας.

5

Μετά τον τελωνειακό έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στο αεροδρόμιο του Λουξεμβούργου κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων εμπορευμάτων, η μηχανή επεξεργασίας η οποία, κατά τις αρχές του Λουξεμβούργου, συνοδευόταν από ανακριβείς διασαφήσεις προκειμένου να αποκρυβεί η στρατηγική φύση της και να επιτραπεί η διαμετακόμιση της προς την ΕΣΣΔ κατά παράβαση της κανονιστικής ρυθμίσεως του Λουξεμβούργου η οποία, σ' αυτές τις περιπτώσεις, επιβάλλει ειδική άδεια διαμετακομίσεως. Επίσης, ο Richardt και τέσσερα άλλα πρόσωπα κατηγορήθηκαν για απόπειρα παράνομης διαμετακομίσεως εμπορευμάτων για τα οποία απαιτείται άδεια.

6

Το tribunal correctionnel, κρίνοντας σε πρώτο βαθμό, απάλλαξε τον Richardt και τους συγκατηγορουμένους του, αλλά διέταξε την κατάσχεση της μηχανής επεξεργασίας.

7

Κατόπιν εφέσεως της LAS και του Richardt κατά του τμήματος του διατακτικού με το οποίο διατάχθηκε η κατάσχεση της μηχανής επεξεργασίας, το Cour ď appel του Λουξεμβούργου έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος κατασχέσεως της μηχανής αυτής, διότι το αντίτυπο του παραστατικού ΤΙ που τη συνόδευε έπρεπε να θεωρηθεί ως έγκυρο πιστοποιητικό αδείας διαμετακομίσεως που εκδόθηκε από τη Γαλλία και απάλλασσε τον ενδιαφερόμενο από την προσκόμιση αδείας εκδοθείσας από τις αρχές του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου. Κατά το Cour d' appel, υπό τις συνθήκες αυτές, η διαμετακόμιση ήταν σύννομη.

8

Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν, ο Υπουργός Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και ο Διευθυντής Τελωνείων προέβαλαν ότι με την απόφαση του το Cour ď appel απέδωσε στο παραστατικό ΤΙ πολύ γενικό περιεχόμενο και υποστήριξαν, κατ' ουσίαν, ότι το άρθρο 10 του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77 αφορούσε μόνον τα εμπορεύματα που χαρακτηρίζονται ως συνήθη, ενώ η διαμετακόμιση των εμπορευμάτων στρατηγικής φύσεως μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο, μεταξύ άλλων μέτρων, αδείας που να δικαιολογείται από επιταγές εξωτερικής ασφαλείας.

9

Θεωρώντας ότι για την επίλυση της διαφοράς επιβαλλόταν η ερμηνεία του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77, το Cour de cassation du Luxembourg, με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1989, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« Έχει ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 222/77 την έννοια ότι το παραστατικό ΤΙ που προβλέπει πρέπει υποχρεωτικώς και χωρίς περιορισμό να αναγνωρίζεται ως άδεια διαμετακομίσεως έγκυρη στο έδαφος κάθε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής ΚοινοΙ τητας, ανεξαρτήτως της (ρύσεως του μεταφερομένου εμπορεύματος, ακόμα και αν είναι επικίνδυνο για την εξωτερική ασφάλεια του κράτους ή, αντίθετα, ότι παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να αρνηθεί να θεωρήσει ότι το παραστατικό Τ1 επέχει θέση αδείας διαμετακομίσεως, όταν η εθνική νομοθεσία του κράτους αυτού θεωρεί το μεταφερόμενο εμπόρευμα ως υλικό στρατηγικής φύσεως και, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, προβλέπει τη χορήγηση ειδικής αδείας για τη διαμετακόμιση του από το έδαφός του; »

10

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι εμπλεκόμενες κοινοτικές και εθνικές διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

11

Πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι, κατά τον χρόνο της κατασχέσεως, το επίμαχο εμπόρευμα δεν είχε εισαχθεί στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, αλλά βρισκόταν σ' αυτό αποκλειστικά με σκοπό τη μεταφορά του προς τρίτη χώρα, δηλαδή υπό διαμετακόμιση. Στην παρούσα υπόθεση, ο ρόλος του τελωνείου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου αντιστοιχούσε, επομένως, με ρόλο ενός « τελωνείου διευλεύσεως », κατά την έννοια του άρθρου 11, στοιχείο δ, δεύτερη περίπτωση, του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77. Από αυτό προκύπτει ότι η σχεδιαζόμενη εξαγωγή πρέπει να θεωρηθεί ως πραγματοποιηθείσα όχι από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου αλλά από το κράτος μέλος της αρχικής αναχωρήσεως, δηλαδή τη Γαλλική Δημοκρατία όπου, εξάλλου, οι διατυπώσεις εξαγωγής φαίνεται ότι είχαν συμπληρωθεί, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2102/77 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1977, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού εντύπου διασαφήσεως για τις εξαγωγές ( ΕΕ L 246, σ. 1 ). Κατά συνέπεια, ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 2603/69 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1969, περί θεσπίσεως κοινού καθεστώτος εξαγωγών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 101 ), όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1934/82 ( ΕΕ L 211, σ. 1 ), δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης και οι μόνες σχετικές διατάξεις περιλαμβάνονται στον προαναφερθέντα κανονισμό 222/77 ο οποίος, εξάλλου, αποτελεί αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος.

12

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο του Βελγίου και η Επιτροπή θεωρούν ότι ο κανονισμός 222/77 δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να απαιτεί, εκτός από το έγγραφο διαμετακομίσεως που συνοδεύει το εμπόρευμα, ειδική άδεια όταν η άδεια αυτή, δικαιολογούμενη από λόγους εξωτερικής ασφαλείας, αφορά τα εμπορεύματα που χαρακτηρίζονται ως υλικό στρατηγικής φύσεως.

13

Αντιθέτως, ο Richardt και η LAS θεωρούν ότι η απαίτηση αδείας, όπως προβλέπει η κανονιστική ρύθμιση του Λουξεμβούργου, προστιθέμενη στο παραστατικό διαμετακομίσεως ΤΙ που συνοδεύει τα οικεία προϊόντα, είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη ΕΟΚ και τον προαναφερθέντα κανονισμό 222/77, διότι, βάσει του άρθρου 37 του κανονισμού αυτού, το παραστατικό Τ1 συνιστά άδεια διαμετακομίσεως η οποία πρέπει να αναπτύσσει σε όλα τα κράτη μέλη τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα που συνδέονται με το πιστοποιητικό διαμετακομίσεως, αυτό δε ανεξαρτήτως του αν το εμπόρευμα είναι ή όχι στρατηγικής φύσεως.

14

Εν όψει των αντιτιθεμένων αυτών απόψεων, υπενθυμίζεται πρώτον ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 16ης Μαρτίου 1983, 266/81, SIOT (Συλλογή 1983, σ. 731, σκέψη 16), επιβάλλεται να αναγνωριστεί, ως συνέπεια της τελωνειακής ενώσεως και χάριν του αμοιβαίου συμφέροντος των κρατών μελών, η ύπαρξη μιας γενικής αρχής περί ελεύθερης διαμετακομίσεως των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας. Η αρχή αυτή άλλωστε επιβεβαιώνεται με τη μνεία της λέξεως « διαμετακόμιση » στο άρθρο 36 της Συνθήκης.

15

Πρέπει, εν συνεχεία, να υπομνηστεί ότι ο κανονισμός 222/77 έχει ως σκοπό, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 1990, C-117/88, Trend-Moden Textilhandel (Συλλογή 1990, σ. Ι-631, σκέψη 16), τη διευκόλυνση της μεταφοράς των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας δια της απλουστεύσεως και ενοποιήσεως των διαδικασιών που απαιτούνται κατά τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων.

16

Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 222/77, το καθεστώς της κοινοτικής διαμετακομίσεως εφαρμόζεται, κατ' αρχήν, σε κάθε διακίνηση εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Επομένως, το καθεστώς αυτό καλύπτει όλα τα εμπορεύματα, ανεξαρτήτως της ενδεχομένης στρατηγικής τους φύσεως.

17

Πάντως, διευκρινίζεται ότι το γεγονός αυτό δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να ελέγχουν τα υπό διαμετακόμιση εμπορεύματα, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης. Το άρθρο 10 του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77 ορίζει ότι οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί εισαγωγής, εξαγωγής ή διαμετακομίσεως, που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη, εφαρμόζονται εφόσον συμβιβάζονται με τις τρεις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

18

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν οι διατάξεις της Συνθήκης, ειδικότερα δε το άρθρο 36, αντιτίθενται στην απαίτηση ειδικής αδείας και στις συνέπειες, όπως τα μέτρα κατασχέσεως, που συνδέονται με τη μη συμμόρφωση προς την απαίτηση αυτή.

19

Σχετικώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 36 της Συνθήκης δεν επιφυλάσσει ορισμένα θέματα στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, αλλά δέχεται μόνον ότι οι εθνικές νομοθεσίες μπορούν να παρεκκλίνουν από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο μέτρο που αυτό είναι και παραμένει δικαιολογημένο για την επίτευξη των στόχων του εν λόγω άρθρου ( βλ. ιδίως απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, 72/83, Campus Oil, Συλλογή 1984, σ. 2727, σκέψη 32 ).

20

'Ετσι, όπως επανειλημμένως έκρινε το Δικαστήριο (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Campus Oil, σκέψη 37, ως προς τους περιορισμούς επί των εισαγωγών ), το άρθρο 36, ως εξαίρεση από θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να μην επεκτείνει τα αποτελέσματα του πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την προστασία των συμφερόντων τα οποία σκοπεί να εγγυηθεί. Επομένως, μέτρα που θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 36 δικαιολογούνται μόνον αν εξυπηρετούν το προστατευόμενο από το εν λόγω άρθρο συμφέρον και εφόσον δεν θίγουν πέραν του απολύτως αναγκαίου μέτρου το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

21

Ενόψει της νομολογίας αυτής, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να προσφύγει στο άρθρο 36 για να δικαιολογήσει ένα μέτρο περιορισμού της διαμετακομίσεως παρά μόνον αν κανένα άλλο μέτρο, λιγότερο περιοριστικό από την άποψη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, δεν επιτρέπει την επίτευξη του ίδιου στόχου.

22

Σχετικώς, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως δέχονται η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, ότι η έννοια της δημοσίας ασφαλείας, κατά το άρθρο 36 της Συνθήκης, καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια ενός κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του. Δεν αμφισβητείται ότι οι εισαγωγές ή εξαγωγές και η διαμετακόμιση των εμπορευμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατηγικούς σκοπούς μπορούν να βλάψουν τη δημόσια ασφάλεια ενός κράτους μέλους την οποία αυτό, επομένως, δικαιούται να προστατεύσει βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης.

23

Από αυτό έπεται ότι τα κράτη μέλη, προκειμένου να ελέγχουν τα εμπορεύματα που χαρακτηρίζουν ως υλικό στρατηγικής φύσεως, έχουν τη δυνατότητα, βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης, να εξαρτούν τη διαμετακόμιση τους από ειδική άδεια.

24

Όσον αφορά τις κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση που δεν τηρείται η υποχρέωση λήψεως τέτοιας άδειας, επιβάλλεται να παρατηρηθεί, όπως τόνισαν η Επιτροπή, η LAS και ο Richardt, ότι ένα μέτρο κατασχέσεως ή δημεύσεως μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, επομένως, ασυμβίβαστο προς το άρθρο 36 της Συνθήκης, καθόσον η επιστροφή του εμπορεύματος στο κράτος μέλος προελεύσεως του θα ήταν επαρκές μέτρο.

25

Πάντως, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά αν με το θεσπισθέν καθεστώς τηρείται η αρχή της αναλογικότητας λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία κάθε υποθέσεως, όπως τη φύση του εμπορεύματος που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του κράτους, τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση και την καλή ή κακή πίστη του επιχειρηματία που θα προέβαινε στη διαμετακόμιση και διέθετε προς τούτο έγγραφα τα οποία εξέδωσε άλλο κράτος μέλος.

26

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 222/77 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, εξαρτά τη διαμετακόμιση από το έδαφός του εμπορευμάτων που χαρακτηρίζονται ως υλικό στρατηγικής φύσεως από τη λήψη ειδικής αδείας, ασχέτως του εγγράφου κοινοτικής διαμετακομίσεως που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος. Πάντως, τα μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος ως συνέπεια της μη τηρήσεως της απαιτήσεως αυτής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Επί των δικαστικών εξόδων

27

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις του Βελγίου, της Γαλλίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Cour de cassation du Luxembourg με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1989, αποφαίνεται:

 

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, εξαρτά τη διαμετακόμιση από το έδαφός του εμπορευμάτων που χαρακτηρίζονται ως υλικό στρατηγικής φύσεως από τη λήψη ειδικής αδείας, ασχέτως του εγγράφου κοινοτικής διαμετακομίσεως που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος. Πάντως, τα μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος ως συνέπεια της μη τηρήσεως της απαιτήσεως αυτής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Díez de Velasco

Κακούρης

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο προεδρεύων

Τ. F. O'Higgins

Πρόεδρος τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.