ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-308/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πΑούοιο

1.

Το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 ορίζει τα εξής:

« Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν ( *2 ) στην επικράτεια του. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες που επιτρέπουν στα τέκνα αυτά να παρακολουθήσουν τα ανωτέρω μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις. »

2.

Το άρθρο 5 του Bundesausbildungsförderungsgesetz ( ομοσπονδιακού νόμου περί προωθήσεως της εκπαιδεύσεως' στο εξής: Bafög) διέπει την εκπαίδευση που παρέχεται εκτός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του νόμου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, όπως ίσχυε μέχρι τις 30 Ιουνίου 1988, μπορούν να λάβουν σπουδαστική ενίσχυση για να φοιτήσουν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ευρισκόμενο εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υποψήφιοι σπουδαστές που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όταν:

η εκπαίδευση στο εξωτερικό φαίνεται χρήσιμη στο παρόν στάδιο εκπαιδεύσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ένα τμήμα τουλάχιστον της εκπαιδεύσεως αυτής μπορεί να καταλογιστεί στην προβλεπόμενη ή συνήθη διάρκεια της εκπαιδεύσεως· ή

ο υποψήφιος δεν μπορεί να παρακολουθήσει την εκπαίδευση αυτή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και έχει επαρκείς γλωσσικές γνώσεις.

Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, η ενίσχυση αυτή χορηγείται μόνο στους Γερμανούς κατά την έννοια του θεμελιώδους νόμου, στους απάτριδες, στους αλλοδαπούς που δικαιούνται ασύλου και στους πρόσφυγες.

Το 1988, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής επεκτάθηκε υπό την έννοια ότι η διάταξη εφαρμόζεται και στους υποψηφίους σπουδαστές που, ως τέκνα, απολαμβάνουν της ελεύθερης κυκλοφορίας ή του δικαιώματος παραμονής δυνάμει του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, όταν η εκπαίδευση γίνεται σε κράτος του οποίου τα τέκνα αυτά είναι υπήκοοι, η διάταξη δεν εφαρμόζεται.

Τέλος, στην περίπτωση που ο αιτών λαμβάνει σπουδαστική ενίσχυση από αλλοδαπό κράτος, ο Bafög προβλέπει ένα είδος κανόνα κατά της σωρεύσεως: για να χορηγηθεί σπουδαστική ενίσχυση πρέπει το εισόδημα του αιτούντος ή των γονέων που τον συντηρούν να μην υπερβαίνει συγκεκριμένο όριο. Θεωρούνται ως εισόδημα οι σπουδαστικές ενισχύσεις και ανάλογες παροχές, πλην των παροχών που χορηγούνται δυνάμει του Bafög. Αν και ορισμένα ποσά μπορούν να αφαιρούνται από τα εισοδήματα που λαμβάνονται υπόψη, η δυνατότητα αυτή δεν αφορά τις ενισχύσεις που καταβάλλουν τα αλλοδαπά κράτη.

2. Το ιονορικό της οιαφοράς της κυρίας δίκης

3.

Η di Leo, ιταλίδα υπήκοος, έχει την κυρία διαμονή της στη Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου ο πατέρας της, επίσης Ιταλός υπήκοος, εργάζεται επί 25 έτη ως μισθωτός. Λόγω του κλειστού αριθμού (numerus clausus) που ισχύει στις ιατρικές σχολές των γερμανικών πανεπιστημίων, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει δεκτή σε γερμανική σχολή. Κατά συνέπεια, η di Leo ενεγράφη στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Σιέννα στην Ιταλία, για το ακαδημαϊκό έτος 1986/1987.

4.

Στις 15 Μαΐου 1987 η di Leo ζήτησε τη χορήγηση σπουδαστικής ενισχύσεως δυνάμει του Bafög. Στις 22 Μαΐου 1987, η αίτηση της απορρίφθηκε λόγω του ότι η σπουδαστική ενίσχυση για φοίτηση σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ευρισκόμενο στο εξωτερικό χορηγείται μόνο σε Γερμανούς κατά την έννοια του Θεμελιώδους Νόμου (Συντάγματος), τους απάτριδες και τους αλλοδαπούς που δικαιούνται ασύλου. Ως ιταλίδα υπήκοος, η di Leo δεν ανήκει σ' αυτές τις κατηγορίες προσώπων. Η ένσταση της di Leo κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε στις 20 Αυγούστου 1987, για τους ίδιους λόγους που επικαλέστηκε η πρώτη απορριπτική απόφαση.

5.

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1987 η di Leo άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Darmstadt. Υποστήριξε ότι οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, του Bafög, καθώς και οι απορριπτικές αποφάσεις που ελήφθησαν κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ.

3. Προοικαοτικό ερώτί/μα

6.

Το Verwaltungsgericht Darmstadt, με Διάταξη της 11ης Σεπτεμβρίου 1989, κρίνοντας ότι η διαφορά γεννά ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ:

«Έχει το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, την έννοια ότι τα τέκνα που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή εξομοιώνονται, όσον αφορά τις σπουδαστικές ενισχύσεις, με ημεδαπούς όχι μόνον όταν η εκπαίδευση πραγματοποιείται στο κράτος υποδοχής, αλλά και στην περίπτωση που τους παρέχεται εκπαίδευση εντός κράτους του οποίου έχουν την ιθαγένεια; »

7.

Στη Διάταξη περί παραπομπής, το Verwaltungsgericht εξηγεί ότι, κατά την άποψη του, το καθεστώς του Bafög δεν αποτελεί παράβαση του άρθρου 7 της Συνθήκης. Το Verwaltungsgericht αναφέρεται σχετικά στην απόφαση του Δικαστηρίου, της 21ης Ιουνίου 1988, Lair (39/86, Συλλογή 1988, σ. 3161). Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ εφαρμόζεται στις υποτροφίες που καλύπτουν τα έξοδα διατροφής και εκπαιδεύσεως μόνον εφόσον σκοπός των υποτροφιών αυτών είναι η κάλυψη των τελών εγγραφής ή άλλων τελών, ιδίως των διδάκτρων, τα οποία απαιτούνται για την πρόσβαση στην εκπαίδευση.

Εντούτοις, το Verwaltungsgericht διερωτάται αν το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 επιβάλλει τη χορήγηση σπουδαστικής ενισχύσεως για τις σπουδές που πραγματοποιεί η di Leo στην Ιταλία. Πράγματι, η di Leo πληροί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2. Η εκπαίδευση της δεν μπορεί να λάβει χώρα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι γνώσεις της της ιταλικής είναι αρκετές για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Σιέννα. Είναι μόνον η ιταλική της ιθαγένεια που δεν της επιτρέπει να λάβει την ενίσχυση, ούτε δυνάμει του Bafög, όπως ίσχυε μέχρι τις 30 Ιουνίου 1988, ούτε δυνάμει του BAföG όπως ίσχυε μεταγενέστερα.

4. Αιαοικασία

8.

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 1989.

Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roder και Gerhard Leibrock, η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Luigi Ferrari Bravo, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Jörn Pipkom και Herculano Lima, μέλη της νομικής της υπηρεσίας.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Ζήτησε εντούτοις ορισμένες πληροφορίες από την Ιταλική Κυβέρνηση. Με απόφαση της 10ης Μαΐου 1990, το Δικαστήριο ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

II — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

9.

Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δεν είναι κρίσιμο. Αφορά μόνον τα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων που διαμένουν στην επικράτεια της χώρας υποδοχής. Όταν ένα τέκνο θέλει να σπουδάσει στο εξωτερικό δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή. Η Κυβέρνηση προσθέτει σχετικά ότι ο σκοπός του άρθρου 12 είναι να ευνοήσει την ενσωμάτωση του εργαζομένου και της οικογενείας του στη χώρα υποδοχής. Δεν είναι όμως προφανές με ποιον τρόπο οι σπουδές στο εξωτερικό του τέκνου του διακινουμένου εργαζομένου μπορούν να συμβάλλουν στην ενσωμάτωση αυτή.

Εξάλλου, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι σπουδές στη χώρα της οποίας την ιθαγένεια έχει το εν λόγω τέκνο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματικές σπουδές στο εξωτερικό.

Στη συνέχεια, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εθνική ρύθμιση προλαμβάνει τις καταχρήσεις εμποδίζοντας τη σώρευση των ενισχύσεων που παρέχουν η χώρα στην οποία εργάζονται οι γονείς και η χώρα καταγωγής.

10.

Η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρούν ότι το άρθρο 12 εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση και ότι η εφαρμογή του επιβάλλει τη χορήγηση της ενισχύσεως που ζήτησε η di Leo.

Η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση αναφέρονται καταρχάς στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (για παράδειγμα απόφαση της 3ης Ιουλίου 1974, Casagrande, 9/74, Sig. 1974, σ. 773 ), σύμφωνα με την οποία το άρθρο 12 αφορά όχι μόνο τους κανόνες για την πρόσβαση στην εκπαίδευση αλλά και τα γενικά μέτρα για τη διευκόλυνση της φοιτήσεως. Η χρηματική ενίσχυση που χορηγεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στους σπουδαστές που σπουδάζουν σε πανεπιστήμιο εντάσσεται στο πλαίσιο αυτών των γενικών μέτρων. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1989, Echternach και Moritz (389/87 και 390/87, Συλλογή 1989, σ. 723).

Στη συνέχεια, η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι για την εφαρμογή του άρθρου 12 δεν είναι καθοριστικό σε ποια χώρα πραγματοποιούνται όντως οι σπουδές. Σημασία έχει ο τόπος διαμονής του ενδιαφερομένου προσώπου. Για να υποστηρίξουν την άποψη αυτή, η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Matteucci (235/87, Συλλογή 1988, σ. 5589). Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος προσφέρει στους ημεδαπούς εργαζομένους τη δυνατότητα να σπουδάσουν σε άλλο κράτος μέλος, η δυνατότητα αυτή πρέπει να παρέχεται και στους κοινοτικούς εργαζομένους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια του. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται και στην περίπτωση του άρθρου 12 το οποίο, εξάλλου, σύμφωνα με τη διατύπωση του, δεν περιορίζεται με κανέναν τρόπο στις παρεχόμενες στο εσωτερικό της χώρας υποδοχής δυνατότητες εκπαιδεύσεως.

11.

Η Επινροπή προσθέτει ακόμη ότι η ερμηνεία αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με τους σκοπούς του κανονισμού 1612/68, ιδίως με τον σκοπό της ενσωματώσεως του κοινοτικού εργαζομένου και της οικογενείας του στη χώρα υποδοχής. Κατά την άποψη της, η προτεινόμενη ερμηνεία δεν θίγεται από το γεγονός ότι ο υποψήφιος σπουδαστής μπορεί ενδεχομένως να λάβει ενίσχυση στη χώρα καταγωγής. Το επιχείρημα αυτό δεν λαμβάνει υπόψη ούτε την ενσωμάτωση του κοινοτικού εργαζομένου και των τέκνων του στη χώρα υποδοχής, ούτε το γεγονός ότι η χορήγηση σπουδαστικής ενισχύσεως στηρίζεται στην εισοδηματική κατάσταση του πληθυσμού του εν λόγω κράτους μέλους. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση καταβάλλεται πράγματι η σπουδαστική ενίσχυση στη χώρα καταγωγής, αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της ενισχύσεως που πρέπει να καταβληθεί στη χώρα υποδοχής.

Κατά συνέπεια η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το Verwaltungsgericht:

«Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, έχει την έννοια ότι τα τέκνα που εμπίπτουν στη διάταξη, αυτή πρέπει να εξομοιώνονται προς τους ημεδαπούς σε θέματα ενισχύσεως για την εκπαίδευση, όχι μόνον όταν η εκπαίδευση παρέχεται στη χώρα υποδοχής, αλλά και όταν παρέχεται σε χώρα, την ιθαγένεια της οποίας φέρουν. »

12.

Η Ιταλική Κυβέρνηση παρατηρεί ακόμη ότι η ρήτρα που αποκλείει από την ενίσχυση τις σπουδές που γίνονται στο κράτος του οποίου την ιθαγένεια έχει ο υποψήφιος καταλήγει σε αδικαιολόγητο περιορισμό. Πράγματι, ο περιορισμός επιβάλλεται σχεδόν αποκλειστικά στους σπουδαστές που δεν έχουν τη γερμανική ιθαγένεια. Οι δυνατότητες επιλογής τους όσον αφορά τις σπουδές στο εξωτερικό είναι περισσότερο περιορισμένες από αυτές των σπουδαστών που είναι Γερμανοί υπήκοοι.

13.

Τέλος, η Επιτροπή και η ΙταΑική Κυβέρνηση εφιστούν την προσοχή του Δικαστηρίου στη νομολογία του ( προαναφερθείσα απόφαση της 15ης Μαρτίου 1989), σύμφωνα με την οποία οι χρηματικές ενισχύσεις για την κάλυψη των εξόδων διατροφής και εκπαιδεύσεως των τέκνων των διακινουμένων εργαζομένων εμπίπτουν, ως κοινωνικά πλεονεκτήματα, στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

P.J.G. Kapteyn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

( *2 ) Σημείωση tou μεταφραστή: ορ8ότερο το ρήμα «κατοικούν», όπως στον κανονισμό 1408/71.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Νοεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-308/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgericht Darmstadt προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Carmina di Leo

και

Land Berlin,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins και Μ. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους E. Roder και G. Leibrock, του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας,

η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferraro Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ρ. G. Ferri, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Υ. Pipkom και Η. Lima, νομικούς συμβούλους,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Carmina di Leo, εκπροσωπούμενης από τον V. Raschendorfer, δικηγόρο του δικηγορικού συλλόγου Gedern, και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως εκπροσωπούμενης από τον Τ. Heukels, του Υπουργείου Εξωτερικών, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουλίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 11ης Σεπτεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Οκτωβρίου 1989, το Verwaltungsgericht Darmstadt υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησε η Carmina di Leo, ιταλίδα υπήκοος, κατά της αρνήσεως των αρμοδίων γερμανικών αρχών να της χορηγήσουν τη σπουδαστική ενίσχυση που προβλέπει ο Bundesausbildungsförderungsgesetz (ομοσπονδιακός νόμος περί προωθήσεως της εκπαιδεύσεως, στο εξής: Bafög), με την αιτιολογία ότι η σπουδαστική ενίσχυση που ζήτησε η di Leo χορηγείται μόνο σε Γερμανούς κατά την έννοια του Θεμελιώδους Νόμου ( Συντάγματος ), τους απάτριδες και τους αλλοδαπούς που δικαιούνται ασύλου.

3

Σύμφωνα με το κείμενο του Bafög, όπως αυτός ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κυρίας δίκης, η σπουδαστική ενίσχυση για σπουδές πραγματοποιούμενες εκτός της επικρατείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν μπορούσε να χορηγηθεί παρά μόνο σε Γερμανούς κατά την έννοια του Θεμελιώδους Νόμου, τους απάτριδες, τους αλλοδαπούς που δικαιούνται ασύλου και τους πρόσφυγες. Κατόπιν τροποποιήσεως που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1988, η ενίσχυση χορηγείται επίσης στους υποψήφιους σπουδαστές οι οποίοι, ως τέκνα υπηκόων κράτους μέλους, απολαμβάνουν της ελεύθερης κυκλοφορίας ή του δικαιώματος διαμονής που θεσπίζει το κοινοτικό δίκαιο. Εντούτοις, οι υπήκοοι κράτους μέλους της ΕΟΚ αποκλείονται του πλεονεκτήματος της ενισχύσεως όταν η εκπαίδευση παρέχεται εντός του κράτους του οποίου την ιθαγένεια φέρουν.

4

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η di Leo είναι θυγατέρα ιταλού διακινουμένου εργαζομένου που απασχολείται επί είκοσι πέντε έτη σε θέση εργασίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η di Leo τελείωσε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Gedern ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), όπου έχει και την κύρια διαμονή ( *2 ) της. Λόγω του κλειστού αριθμού των θέσεων που ισχύει στις ιατρικές σχολές των γερμανικών πανεπιστημίων, η di Leo ενεγράφη στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Σιέννα στην Ιταλία. Για τις σπουδές αυτές, οι αρμόδιες αρχές της αρνήθηκαν τη σπουδαστική ενίσχυση που προβλέπει ο Bafög.

5

Το δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η διαφορά έκρινε ότι η νομιμότητα της αποφάσεως των γερμανικών αρχών εξαρτάται από το αν το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, που προαναφέρθηκε, επιβάλλει ή όχι στο κράτος μέλος, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ενίσχυση για σπουδές στο εξωτερικό, να χορηγεί την ενίσχυση αυτή σε πρόσωπα που βρίσκονται στην κατάσταση της προσφεύγουσας της κυρίας δίκης.

6

Υπό τις συνθήκες αυτές το Verwaltungsgericht Darmstadt ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« 'Εχει το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, την έννοια ότι τα τέκνα που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή εξομοιώνονται, όσον αφορά τις σπουδαστικές ενισχύσεις, με ημεδαπούς όχι μόνον όταν η εκπαίδευση πραγματοποιείται στο κράτος υποδοχής, αλλά και στην περίπτωση που τους παρέχεται εκπαίδευση εντός κράτους του οποίου έχουν την ιθαγένεια; »

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς της κυρίας δίκης, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 ορίζει ότι τα τέκνα του κοινοτικού εργαζομένου γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους της χώρας υποδοχής, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτεια του κράτους υποδοχής.

9

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. την απόφαση της 15ης Μαρτίου 1989, Echternach και Moritz, 389/87 και 390/87, Συλλογή 1989, σ. 723 ) το προαναφερθέν άρθρο 12 αφορά όχι μόνον τους κανόνες για την κατά κυριολεξία πρόσβαση στην εκπαίδευση, αλλά και τα γενικά μέτρα για τη διευκόλυνση της φοιτήσεως. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά ότι η ιδιότητα του τέκνου κοινοτικού εργαζομένου έχει ειδικά ως συνέπεια την αναγνώριση, από το κοινοτικό δίκαιο, της ανάγκης χορηγήσεως κρατικών σπουδαστικών ενισχύσεων με σκοπό την ενσωμάτωση των τέκνων αυτών στην κοινωνική ζωή της χώρας υποδοχής. Αυτό, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, σημαίνει ότι τα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων δικαιούνται ενισχύσεις χορηγούμενες για την κάλυψη των εξόδων εκπαιδεύσεως και διατροφής υπό τους ίδιους όρους υπό τους οποίους τα ίδια πλεονεκτήματα χορηγούνται στους ημεδαπούς υπηκόους.

10

Το προδικαστικό ερώτημα θέτει, εντούτοις, το πρόβλημα του αν τα τέκνα κοινοτικών εργαζομένων μπορούν αν επικαλεστούν αυτό το δικαίωμα της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα της εκπαιδεύσεως και όταν η εκπαίδευση παρέχεται εντός κράτους διαφορετικού του κράτους υποδοχής και, ειδικότερα, στο κράτος του οποίου την ιθαγένεια φέρουν.

11

Η Γερμανική Κυβέρνηση και, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστήριξαν ότι η ίση μεταχείριση που προβλέπεται στο άρθρο 12 δεν επιβάλλεται στα κράτη μέλη αν τα τέκνα του διακινουμένου εργαζομένου αναχωρούν για να παρακολουθήσουν σπουδές στο εξωτερικό, συγκεκριμένα διότι το άρθρο 12, κατά τη διατύπωση του, εφαρμόζεται μόνο στα τέκνα που διαμένουν στο έδαφος της χώρας υποδοχής. Εξάλλου, κατά την άποψη των δύο κυβερνήσεων, ο σκοπός του άρθρου 12 είναι να ευνοήσει την ενσωμάτωση του εργαζομένου και της οικογενείας του στη χώρα υποδοχής. Οι σπουδές όμως που παρακολουθεί το τέκνο κοινοτικού εργαζομένου σε άλλο κράτος δεν ευνοούν την ενσωμάτωση του στη χώρα υποδοχής.

12

Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Σύμφωνα με τη διατύπωση του, το άρθρο 12 δεν περιορίζεται στην εκπαίδευση που παρέχεται στο εσωτερικό της χώρας υποδοχής. Πράγματι, η προϋπόθεση της διαμονής, που θέτει το άρθρο 12 του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68, αποσκοπεί στο να περιορίσει την ίση μεταχείριση, όσον αφορά τα πλεονεκτήματα που προβλέπει το άρθρο αυτό, μόνο στα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων που διαμένουν στη χώρα υποδοχής των γονέων τους. Αντίθετα, δεν εξαρτά το δικαίωμα της ίσης μεταχειρίσεως από τον τόπον όπου το εν λόγω τέκνο φοιτά.

13

Στη συνέχεια, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο σκοπός του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68, δηλαδή η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, απαιτεί, για να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία υπό συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρεπείας, άριστες συνθήκες ενσωματώσεως της οικογενείας του κοινοτικού εργαζομένου στη χώρα υποδοχής. Για να επιτύχει η ενσωμάτωση αυτή είναι απαραίτητο να έχει το τέκνο του κοινοτικού εργαζομένου, που διαμένει με την οικογένεια του στο κράτος μέλος υποδοχής, τη δυνατότητα να επιλέξει τις σπουδές του υπό τους ίδιους όρους με το τέκνο υπηκόου του κράτους αυτού.

14

Εξάλλου το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, που προβλέπει ότι ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους, υποχρεώνει τα κράτη μέλη, εφόσον προσφέρουν στους ημεδαπούς εργαζομένους τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν εκπαίδευση που παρέχεται σε άλλο κράτος μέλος, να επεκτείνουν τη δυνατότητα αυτή στους κοινοτικούς εργαζομένους που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος τους ( βλ. την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Matteucci, 235/87, Συλλογή 1988, σ. 5589).

15

Η ίδια αρχή πρέπει να εφαρμόζεται στα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων που εμπίπτουν στο άρθρο 12. Πράγματι, το άρθρο αυτό θεσπίζει, όπως και το άρθρο 7, παράγραφος 2, γενικό κανόνα ο οποίος, στον τομέα της εκπαιδεύσεως, υποχρεώνει κάθε κράτος μέλος να εξασφαλίζει ίση μεταχείριση μεταξύ των υπηκόων του και των τέκνων εργαζομένων που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους και έχουν εγκατασταθεί στο έδαφος του. Επομένως, όταν ένα κράτος μέλος προσφέρει στους υπηκόους του τη δυνατότητα να λάβουν ενίσχυση για εκπαίδευση στο εξωτερικό, τα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων πρέπει να απολαύουν του ιδίου πλεονεκτήματος αν αποφασίσουν να παρακολουθήσουν σπουδές εκτός του κράτους υποδοχής.

16

Η ερμηνεία αυτή δεν θίγεται από το γεγονός ότι ο υποψήφιος σπουδαστής αποφασίζει να παρακολουθήσει μαθήματα στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος. Ούτε η προϋπόθεση διαμονής που θέτει το άρθρο 12 ούτε ο σκοπός που επιδιώκει ο κανονισμός 1612/68 δικαιολογούν έναν τέτοιο περιορισμό, ο οποίος, εξάλλου, θα κατέληγε σε άλλη μορφή διακρίσεως εις βάρος των τέκνων των κοινοτικών εργαζομένων σε σχέση με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής.

17

Για τους λόγους αυτούς, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 έχει την έννοια ότι τα τέκνα που αφορά η εν λόγω διάταξη πρέπει να εξομοιώνονται προς τους ημεδαπούς σε θέματα σπουδαστικών ενισχύσεων, όχι μόνον όταν η φοίτηση γίνεται στο κράτος υποδοχής, αλλά και όταν γίνεται σε κράτος του οποίου την ιθαγένεια φέρουν.

Επί των δικαστικών εξόδων

18

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με Διάταξη της 11ης Σεπτεμβρίου 1989, το Verwaltungsgericht Darmstadt, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας, έχει την έννοια ότι τα τέκνα που αφορά η εν λόγω διάταξη πρέπει να εξομοιώνονται προς τους ημεδαπούς σε θέματα σπουδαστικών ενισχύσεων, όχι μόνον όταν η φοίτηση γίνεται στο κράτος υποδοχής, αλλά και όταν γίνεται σε κράτος του οποίου την ιθαγένεια φέρουν.

 

Mancini

O'Higgins

Diez de Velasco

Κακούρης

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος

G. F. Mancini


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

( *2 ) Σημείωση του μεταφραστή: ορ8ό Sa ήταν το ρήμα «κατοικούν» αντί «διαμένουν», πιο κάτα δε ο όρος «κατοικίας» αντί « διαμονή », όπως άλλωστε υπάρχει και στον κανονισμό 1408/71.