ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-291/89 ( *1 )

Ι — Νομικό πλαίσιο της διαφοράς

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 83/516/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983 ( 1 ), που καθορίζει την αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, ορίζει μεταξύ άλλων ότι το Ταμείο μετέχει στη χρηματοδότηση ενεργειών [ προγραμμάτων ] επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, η συνδρομή του Ταμείου μπορεί να παρέχεται για προγράμματα τα οποία πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της πολιτικής που ασκούν τα κράτη αυτά στην αγορά εργασίας, ιδίως για τα προγράμματα που προορίζονται να βελτιώσουν τις δυνατότητες των νέων για απασχόληση.

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, η συνδρομή του Ταμείου μπορεί να παρασχεθεί για να διευκολυνθεί η απασχόληση των νέων ηλικίας κάτω των 25 ετών και ιδιαίτερα εκείνων για τους οποίους οι δυνατότητες εξευρέσεως απασχολήσεως είναι ιδιαίτερα μειωμένες λόγω ελλείψεως επαγγελματικής καταρτίσεως ή λόγω ανεπαρκούς καταρτίσεως, καθώς και όσων είναι ήδη επί μακρό χρονικό διάστημα άνεργοι.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2950/83 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983 ( 2 ), καθορίζει τα είδη των δαπανών για τις οποίες μπορεί να χορηγείται οικονομική συνδρομή εκ μέρους του Ταμείου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα έξοδα προετοιμασίας, λειτουργίας και διευθύνσεως των προγραμμάτων επαγγελματικής καταρτίσεως.

Ο εν λόγω κανονισμός ορίζει στο άρθρο 5, παράγραφος 1:

« Η έγκριση αίτησης που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της απόφασης 83/516/ΕΟΚ συνεπάγεται την προκαταβολή του 50% της χορηγούμενης συνδρομής κατά την ημερομηνία που έχει προβλεφθεί για την έναρξη των ενεργειών. Όταν η ημερομηνία αυτή προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης της εγκριτικής απόφασης, η καταβολή πραγματοποιείται αμέσως μετά την απόφαση. »

Μετά την κανονική περάτωση του εκπαιδευτικού προγράμματος ο διοργανωτής του συντάσσει και απευθύνει στις εθνικές αρχές την τελική έκθεση σχετικά με την πραγματοποίηση του, συνοδευόμενη ενδεχομένως από την αίτηση περί καταβολής του υπολοίπου. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 5:

« Οι αιτήσεις για την προκαταβολή του υπολοίπου περιέχουν λεπτομερή έκθεση για το περιεχόμενο, τα αποτελέσματα και τις χρηματοδοτικές πλευρές της σχετικής ενέργειας. Το κράτος μέλος βεβαιώνει την πραγματική και το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται στις αιτήσεις πληρωμής. »

Τέλος, κατά το άρθρο 6 του ιδίου κανονισμού:

«1.

Όταν η συνδρομή του Ταμείου δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την εγκριτική απόφαση, η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει, να μειώσει ή να καταργήσει τη συνδρομή αυτή, αφού δώσει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

2.

Τα καταβληθέντα ποσά που δεν χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την απόφαση έγκρισης αναζητούνται. »

Το άρθρο 5 της αποφάσεως 83/673/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1983, για τη διαχείριση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου ( 3 ), προβλέπει ότι:

«Όταν ενέργεια [εκπαιδευτικό πρόγραμμα] για την οποία έχει υποβληθεί αίτηση για συνδρομή ή έχει χορηγηθεί συνδρομή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εν μέρει, το κράτος μέλος ειδοποιεί αμελλητί την Επιτροπή. »

II — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (στο εξής: ΓΕΚΤ) στη Λισσαβώνα υπέβαλε εξ ονόματος της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και υπέρ της προσφεύγουσας εταιρίας αίτηση συνδρομής εκ μέρους του Ταμείου για το οικονομικό έτος 1987. Από το σχετικό έντυπο που χρησιμοποιήθηκε προκύπτει ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το οποίο ζητήθηκε η συνδρομή στηριζόταν στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 83/516 και αφορούσε νέους κάτω των 25 ετών.

Το σχετικό σχέδιο του οποίου ο φάκελος έλαβε τον αριθμό ΕΚΤ 870840/Ρ1 έγινε δεκτό με την απόφαση της Επιτροπής C(87) 0860 της 30ής Απριλίου 1987, με δύο τροποποιήσεις σχετικά με το ύψος της συνδρομής, που καθορίστηκε σε 121647958 εσκούδα ( ESC ) και με τον αριθμό των εκπαιδευομένων. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα από το ΓΕΚΤ στις 4 Ιουνίου 1987.

Σε εγκύκλιο του ΓΕΚΤ, με ημερομηνία 8 Ιουνίου 1987, την οποία έλαβε η προσφεύγουσα στις 29 Ιουνίου 1987, αναφέρεται ότι:

« Στην εγκύκλιο 5/ΓΕΚΤ/87 σημειώσαμε ότι, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεώρησε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η διάρκεια της εκπαιδεύσεως είναι υπερβολική σε σχέση με τα προγράμματα των μαθημάτων, ζητήσαμε από τις Βρυξέλλες να μας δώσουν ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με τη διάρκεια που θα έπρεπε να έχουν τα προγράμματα αυτά.

Μόλις ελάβαμε την απάντηση της διευθύνσεως του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου της Επιτροπής. Η απάντηση αυτή, στην οποία πρέπει να συμμορφωθούν οι δικαιούχοι της συνδρομής οργανισμοί, είναι η εξής:

“ κατά την εξέταση για το αν είναι επιλέξιμες [αν μπορούν να εγκριθούν] οι πορτογαλικές αιτήσεις συνδρομής για το έτος 1987 (... ) το πρόβλημα για τη διοίκηση του ΕΚΤ ήταν η αποφυγή της χρηματοδοτήσεως, ως εάν επρόκειτο για κατάρτιση, περιόδων επαγγελματικής μαθητείας υπερβολικά μακρών σε σχέση με τα οικεία είδη επαγγελμάτων. Η λύση που προτιμήθηκε είναι η μείωση των περιόδων αυτών σε χρονικό διάστημα ίσο προς τη διάρκεια της θεωρητικής διδασκαλίας, θεωρώντας ως δευτερεύον το μέρος της πρακτικής διδασκαλίας το οποίο υπερβαίνει το σύνολο των ωρών θεωρητικής διδασκαλίας ”.

Εφιστάται η προσοχή σας ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η ανωτέρω αναφερόμενη γενική μεθοδολογία αφορά μόνο τους φακέλους υπέρ των νέων. Επομένως, δεν προβλέπεται μείωση των ωρών διδασκαλίας που προτείνονται στους φακέλους σχετικά με τα προγράμματα υπέρ των ενηλίκων άνω των 25 ετών. »

Η προσφεύγουσα δέχθηκε να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις αυτές, μειώνοντας κατά 36,13 % τον αριθμό των ωρών που είχε αρχικά εγκριθεί.

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα άρχισε στις 3 Αυγούστου 1987. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 2950/83, η προσφεύγουσα υπέβαλε στις 12 Αυγούστου 1987 αίτηση ζητώντας να της δοθεί προκαταβολή ύψους 50 ο/ο της εγκριθείσας συνδρομής, στην οποία είχε ήδη υπολογιστεί η μείωση των ωρών διδασκαλίας στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και εγκρίθηκε η καταβολή του σχετικού ποσού.

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το πραγματικό κόστος του εκπαιδευτικού προγράμματος ήταν μικρότερο από το ποσό των 156960232 ESC, αφού ανήλθε σε 148538669 ESC. Στην τελική αίτηση προς καταβολή του υπολοίπου ελήφθη υπόψη το πραγματικό κόστος του προγράμματος, ήτοι 12672962 ESC βαρύνοντα το Ταμείο, καθώς και 10368788 ESC βαρύνοντα το Ίδρυμα Οικονομικής Διαχειρίσεως της Κοινωνικής Ασφαλίσεως (στο εξής: ΙΟΔΚΑ) · η έκθεση αυτή υποβλήθηκε στο ΓΕΚΤ, συγχρόνως δε υποβλήθηκε έκθεση περί ποσοτικής και ποιοτικής εκτιμήσεως.

Με την εγκύκλιο 2/88, της 13ης Δεκεμβρίου 1988, η οποία περιήλθε στην προσφεύγουσα στις 20 Δεκεμβρίου 1988, το ΓΕΚΤ την πληροφόρησε ότι ο σχετικός φάκελος είχε υποβληθεί στις υπηρεσίες της Επιτροπής και ότι τα σχετικά έξοδα εγκρίθηκαν όπως είχαν υποβληθεί στον σχετικό φάκελο.

Στις 24 Ιουλίου 1989 περιήλθε στην προσφεύγουσα μια ανακοίνωση, με ημερομηνία 19 Ιουλίου 1989, με την οποία της ανακοινωνόταν η επίδικη απόφαση των υπηρεσιών του Ταμείου της Επιτροπής, στην οποία γινόταν λόγος για μη δυνάμενες να εγκριθούν δαπάνες ύψους 62479600 ESC, αντιστοιχούσες στα σημεία 14.1, 14.2, 14.3, 14.6 και 14.8 του σχετικού εντύπου. Οι λόγοι για τη μη έγκριση των δαπανών αυτών ήταν οι ακόλουθοι: « (... ) δεδομένου ότι δεν έγινε ανάλογη μείωση των δαπανών παράλληλα με τη μείωση των ωρών διδασκαλίας και δεν τηρήθηκαν ορισμένα στοιχεία της αρχικής προτάσεως ( 14.1 ) ». Γι' αυτό, κατέληγε η απόφαση, η προσφεύγουσα δεν είχε δικαίωμα να εισπράξει κανένα ποσό ως υπόλοιπο, ένα δε μέρος της συνδρομής που είχε προκαταβληθεί καταργήθηκε. Τέλος η απόφαση επέβαλε την επιστροφή εντός δέκα πέντε ημερών στο μεν Ταμείο 18254440 ESC, στο δε ΙΟΔΚΑ 14935430 ESC.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 1989, η προσφεύγουσα, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή ακυρώσεως κατ' αυτής της απορριπτικής αποφάσεως.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως, με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1990, στο δεύτερο τμήμα, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Κανονισμού Διαδικασίας και προχώρησε στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

III — Αιτήματα των διαδίκων

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να ακυρώσει την απόφαση που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 24 Ιουλίου 1989, με την οποία η προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να επιστρέψει 18254440 ESC και στερήθηκε τη δυνατότητα να εισπράξει το οφειλόμενο υπόλοιπο (12672962 ESC) στο πλαίσιο της εκτελέσεως του σχεδίου υπ' αριθ. 8708407Ρ1 του Ταμείου·

2)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

2)

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Έλλειψη αιτιολογίας

Κατά την προσφεύγουσα η προσβαλλομένη απόφαση είναι αντίθετη προς το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον η αιτιολογία της δεν είναι σαφής και προσήκουσα ( 4 ). Πράγματι, η αιτιολογία της αποφάσεως δεν αναφέρεται σε κάποια σαφώς καθορισμένη δαπάνη η οποία κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να εγκριθεί. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι το κόστος δεν μειώθηκε ανάλογα με τη μείωση του αριθμού των ωρών διδασκαλίας είναι απολύτως αβάσιμος.

Η Επιτροπή εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι από την επίδικη απόφαση προκύπτει η ύπαρξη μιας σαφώς καθορισμένης δαπάνης που δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί, καθώς και η προέλευση του σχετικού ποσού. Πράγματι, η μνεία της εντός των σημείων του εντύπου που χρησιμοποιήθηκε για την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση συνδρομής δείχνει σαφώς ότι πρόκειται για δαπάνες που αφορούν τα εν λόγω σημεία. Εξάλλου, η επίδικη απόφαση αναφέρει ρητά τους λόγους για τους οποίους έγιναν οι σχετικές μειώσεις: έλλειψη μειώσεως των δαπανών ανάλογα με τη μείωση των ωρών διδασκαλίας και μη τήρηση των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην αρχική πρόταση. Η αιτιολογία της αποφάσεως περί μειώσεως συνάγεται από τη σύγκριση μεταξύ των δαπανών που εγκρίθηκαν και εκείνων που είχαν αρχικά υποβληθεί. Συνεπώς, με βάση αυτά τα δύο έγγραφα ( αίτηση χορηγήσεως της συνδρομής και αίτηση προς καταβολή του υπολοίπου ) το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας σχετικά με την εν λόγω απόφαση.

Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση είναι απλή πράξη διαχειρίσεως, που έχει ως άμεσο αποδέκτη τις εθνικές αρχές, οι οποίες μπορούσαν να υποβάλουν στο Ταμείο κάθε παρατήρηση που έκριναν απαραίτητη και να του ζητήσουν κάθε αναγκαία διευκρίνιση ( 5 ).

2. Παράβαση της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τη λειτουργία του Ταμείου

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση είναι αντίθετη προς τον προαναφερθέντα κανονισμό 2950/83, καθόσον με αυτήν καταργήθηκε μέρος της συνδρομής, ενώ το χορηγηθέν ποσό της χρηματοδοτήσεως χρησιμοποιήθηκε ορθά, η δε Επιτροπή δεν προέβαλε καμία αντίρρηση όταν δέχθηκε την προκαταβολή του 50 ο/ο της συνδρομής, σε χρόνο κατά τον οποίον η καθής εγνώριζε πλήρως, από το υπόμνημα περί « εκθέσεως της καταστάσεως », ότι οι δαπάνες είχαν μειωθεί κατ' αναλογία προς τη μείωση του αριθμού των ωρών διδασκαλίας. Αφού λοιπόν πληρώθηκαν και τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις χρησιμοποιήσεως της συνδρομής, δεν υπάρχει λόγος για την έστω και μερική κατάργηση της ανωτέρω συνδρομής. Οι τροποποιήσεις του αρχικού σχεδίου επιβλήθηκαν από την Επιτροπή. Ο αριθμός των ωρών του εκπαιδευτικού προγράμματος μειώθηκε κατά 33,13 ο/ο, σχετική δε μείωση έγινε στις αντίστοιχες δαπάνες.

Συνεπώς, διαπράχθηκε παράβαση του εν λόγω κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή έθιξε τα κεκτημένα και νομίμως ασκηθέντα δικαιώματα της προσφεύγουσας.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προβάλει τον ισχυρισμό ότι αγνοούσε τον τρόπο με τον οποίο έγιναν οι σχετικές τροποποιήσεις, καθόσον το υπόμνημα περί « εκθέσεως της καταστάσεως » είχε επισυναφθεί στην αίτηση προς χορήγηση προκαταβολής 50% της εγκριθείσας συνδρομής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση της Επιτροπής να μειώσει τη συνδρομή έθιξε τα κεκτημένα και νομίμως ασκηθέντα δικαιώματα της προσφεύγουσας.

Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι υπήρξε αντιστοιχία των ποσών που αναφέρονταν στην αίτηση προς χορήγηση της συνδρομής όσον αφορά τις θέσεις « διαμονή και διατροφή », « στέγαση και διατροφή » και « διδακτικό προσωπικό », ισχυρίζεται ωστόσο ότι η σχε- τική διαφορά σε σχέση με τα ποσά που αναφέρονταν στην εγκριτική απόφαση οφειλόταν σε λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως της.

Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, όταν δικαιούχος συνδρομής του Ταμείου υποβάλει στην Επιτροπή ψευδή ή ατελή στοιχεία κατά την υποβολή της αιτήσεως, ο εν λόγω δικαιούχος φέρει την πλήρη ευθύνη για το σχετικό σφάλμα και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι βασίστηκε σε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της αποφάσεως.

Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί είτε να ανακαλέσει την απόφαση περί χορηγήσεως της συνδρομής και να την αντικαταστήσει με δεύτερη απόφαση, προβλέπουσα μειωμένη συνδρομή εκ μέρους του Ταμείου, είτε να περιοριστεί απλώς στην ανάκληση της πρώτης αποφάσεως και στην πλήρη κατάργηση της συνδρομής δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 2950/83.

Για την καταβολή της συνδρομής που έχει κάνει δεκτή το Ταμείο απαιτείται προηγουμένως να συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στην απόφαση περί εγκρίσεως της εν λόγω συνδρομής· στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις αυτές. Πράγματι, η προσφεύγουσα δήλωσε δαπάνες σαφώς μεγαλύτερες από τα ποσά τα οποία είχαν εγκρίνει οι υπηρεσίες του Ταμείου, ιδίως δε όσον αφορά τις αποδοχές των μαθητευομένων και τη λειτουργία και τη διεύθυνση των μαθημάτων.

Επίσης, η προσφεύγουσα δήλωσε δαπάνες που δεν δικαιολογούνται ( είτε διότι τα δηλωθέντα ποσά δεν συνοδεύονται από δικαιολογητικά είτε διότι ορισμένα ποσά ζητούνται δύο φορές), ιδίως δε όσον αφορά την προετοιμασία των μαθημάτων, το ειδικευμένο διδακτικό προσωπικό, τη διαμονή, τη διατροφή και τις μετακινήσεις, τη διαχείριση και τον λογιστικό έλεγχο, τις εξειδικευμένες εργασίες, τα έξοδα ενοικιάσεως και τις συνήθεις αποσβέσεις.

Τέλος, η προσφεύγουσα δήλωσε δαπάνες που δεν είχαν γίνει δεκτές, ιδίως όσον αφορά την αναπαραγωγή των εγγράφων, τη χρησιμοποίηση ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τις εξειδικευμένες εργασίες, τα λοιπά υλικά και τις υπηρεσίες τρίτων, τις συνήθεις αποσβέσεις και τη διαμονή των εκπαιδευομένων.

Υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή, μειώνοντας την οικονομική συμμετοχή της κατ' εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 2950/83, ενήργησε εντός των αυστηρών ορίων της νομιμότητας και τήρησε απαρέγκλιτα την αρχή της χρηστής διαχειρίσεως των κοινοτικών ταμείων. Εξάλλου, η μείωση αυτή έγινε αποδεκτή χωρίς επιφύλαξη από τις πορτογαλικές αρχές, στις οποίες είχε δοθεί η δυνατότητα να την αμφισβητήσουν.

Η προσφεύγουσα είναι εκείνη η οποία φέρει το βάρος να αποδείξει την ακρίβεια των δηλωθεισών δαπανών. Δεδομένου ότι πολύ συχνά περιορίστηκε στην παράθεση των σχετικών ποσών χωρίς να προσκομίσει το παραμικρό στοιχείο από το οποίο να μπορεί να εκτιμηθεί η ακρίβειά τους, η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην υποχρέωση της αυτή. Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας των κοινοτικών δημοσίων ταμείων, δεν μπορούσε να δεχθεί τα ποσά αυτά.

Εξάλλου, η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση της συμφωνίας του διοργανωθέντος εκπαιδευτικού προγράμματος προς το υποβληθέν σχέδιο, έλαβε δεόντως υπόψη τη διόρθωση που επήλθε στο σχέδιο αυτό όσον αφορά τη διάρκεια της πρακτικής καταρτίσεως. Συναφώς, υπογραμμίζει το γεγονός ότι η διόρθωση αυτή γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα πριν από την έναρξη του εκπαιδευτικού προγράμματος, η δε προσφεύγουσα την αποδέχθηκε.

Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει το γεγονός ότι η χορήγηση προκαταβολής 50 /ο της ζητηθείσας συνδρομής προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 2950/83, ανεξάρτητα από κάθε εκτίμηση σχετικά με τις συνθήκες χρησιμοποιήσεως των χορηγουμένων πιστώσεων. Κατά την Επιτροπή, από αυτήν την καταβολή δεν είναι δυνατό να συναχθεί το παραμικρό συμπέρασμα αναφορικά με την τήρηση των προϋποθέσεων που καθορίστηκαν στην απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση χορηγήσεως της συνδρομής. Ναι μεν από την απόφαση περί εγκρίσεως της αιτήσεως χορηγήσεως της συνδρομής γεννάται το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να ζητήσει την καταβολή της εγκριθείσας συνδρομής, πλην όμως η συγκεκριμενοποίηση του δικαιώματος αυτού εξαρτάται από την τήρηση των προϋποθέσεων που καθορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε πλήρως προς τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν η απόφαση αυτή, δεν δικαιούται να ζητήσει την καταβολή του αρχικώς εγκριθέντος ποσού.

Τ. F. O'Higgins

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.

( 1 ) ΕΕ L 289, σ. 38.

( 2 ) ΕΕ L 289, σ. 1.

( 3 ) EE L 377,σ.1.

( 4 ) Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1959, 18/57, Nold KG κατά Ανωτάτης Αρχής της ΕΚΑΧ ( Συλλογή 1959 ( μόνο σε ξενόγλωσσες εκδόσεις ), σ. 41 ].

( 5 ) Απόφαση της 15ης Μαρτίου 1984, 310/81, EISS (Συλλογή 1984, σ. 1341, 1353).


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( δεύτερο τμήμα)

της 7ης Μαΐου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-291/89,

Interhotel, Sociedade Internacional de Hotéis, SARL, εταιρία πορτογαλικού δικαίου, εκπροσωπούμενη από τον José Miguel Júdice, δικηγόρο Λισσαβόνας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Victor Gillen, 16 A, boulevard de la Foire,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Herculano Lima, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 1989, με την οποία απορρίφθηκαν δαπάνες συνολικού ύψους 62479600 εσκούδων ( ESC ) που αφορούσαν την αίτηση παροχής συνδρομής υπ' αριθ. 870840/Ρ1η οποία υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. F. O'Higgins, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, και F. Α. Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, όπως τροποποιήθηκε ύστερα από την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιανουαρίου 1991, αφού άκουσε τους διαδίκους που ανέπτυξαν τις προτάσεις τους κατά την εν λόγω επ' ακροατηρίου συζήτηση, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 1989, η εταιρία Interhotel ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1989, αφο-ρώσας μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο ( στο εξής: Ταμείο ) είχε αρχικά δεχθεί να χορηγήσει για ένα σχέδιο εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο είχε υποβληθεί για λογαριασμό της προσφεύγουσας.

2

Κατά το άρθρο 1; παράγραφος 2, στοιχείο α, της από 17 Οκτωβρίου 1983 αποφάσεως 83/516/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για την αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου ( ΕΕ L 289, σ. 38 ), το Ταμείο συμμετέχει στη χρηματοδότηση προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού.

3

Εφόσον το Ταμείο εγκρίνει αίτηση χορηγήσεως συνδρομής καταβάλλει, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2950/83 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983, για την εφαρμογή της απόφασης 83/516/ΕΟΚ ( ΕΕ L 289, σ. 1, στο εξής: ο κανονισμός), προκαταβολή ύψους 50% της σχετικής συνδρομής κατά την ημερομηνία που έχει προβλεφθεί για την έναρξη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Δυνάμει της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, οι αιτήσεις για την καταβολή του υπολοίπου περιέχουν λεπτομερή έκθεση για το περιεχόμενο, τα αποτελέσματα και τις οικονομικές πλευρές του σχετικού προγράμματος.

4

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει ότι, όταν η συνδρομή του Ταμείου δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την εγκριτική απόφαση, η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει, να μειώσει ή να καταργήσει τη συνδρομή αυτή, αφού δώσει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, τα καταβληθέντα ποσά που δεν χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την εγκριτική απόφαση αναζητούνται και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι επικουρικά υπεύθυνο προς επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως όταν πρόκειται για προγράμματα για τα οποία έχει παράσχει σχετική εγγύηση δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, της προαναφερθείσας αποφάσεως 83/516.

5

Το γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου ( στο εξής: ΓΕΚΤ) στη Λισσαβώνα υπέβαλε εξ ονόματος της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και υπέρ της προσφεύγουσας εταιρίας αίτηση στις υπηρεσίες του Ταμείου περί χορηγήσεως χρηματοδοτικής συνδρομής.

6

Το σχέδιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων για το οποίο ζητήθηκε η συνδρομή εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής, υπό την επιφύλαξη ορισμένων τροποποιήσεων όσον αφορά το ύψος της συνδρομής και τον αριθμό των ατόμων που θα ελάμβαναν μέρος σ' αυτό το πρόγραμμα. Η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στο ΓΕΚΤ, κατόπιν δε το εν λόγω γραφείο τις κοινοποίησε στην προσφεύγουσα.

7

Όταν ολοκληρώθηκε η εκτέλεση του εκπαιδευτικού προγραμμάτος, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο ΓΕΚΤ τα έγγραφα τα οποία αποδείκνυαν ότι το πρόγραμμα όντως πραγματοποιήθηκε, τις τελικές αιτήσεις για την καταβολή του υπολοίπου ποσού και την έκθεση περί ποσοτικής και ποιοτικής εκτιμήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού.

8

Κατ' εφαρμογή του άρθρου αυτού η Πορτογαλική Δημοκρατία βεβαίωσε το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια των στοιχείων που περιελάμβαναν οι αιτήσεις πληρωμής και τις απέστειλε στην Επιτροπή.

9

Κατόπιν εξετάσεως της αιτήσεως περί καταβολής του υπολοίπου, η Επιτροπή εντόπισε ορισμένες δαπάνες μη δυνάμενες να τύχουν της τελικής εγκρίσεως. Κατά συνέπεια, με την προσβαλλόμενη απόφαση, που γνωστοποιήθηκε στο ΓΕΚΤ και κοινοποιήθηκε από το γραφείο αυτό στην προσφεύγουσα, η Επιτροπή κατέληξε στο ότι η προσφεύγουσα δεν εδικαιούτο να λάβει οποιοδήποτε ποσό ως υπόλοιπο και κατάργησε μέρος της καταβληθείσας συνδρομής, επέβαλε δε την επιστροφή ορισμένου ποσού.

10

Η προσφεύγουσα προέβαλε προς στήριξη της στρεφόμενης κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγής ακυρώσεως δύο λόγους, βασιζόμενους στην έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και στην παράβαση της σχετικής με τη λειτουργία του Ταμείου κανονιστικής ρυθμίσεως.

11

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς η εξέλιξη της διαδικασίας και οι λόγοι και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

12

Προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε από την Επιτροπή στις αρμόδιες πορτογαλικές αρχές υπό τη μορφή αιτιολογημένης πράξεως, με την οποία τους ανακοινώθηκε στην ουσία ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού, η συνδρομή του Ταμείου μειώθηκε σε σχέση με το αρχικά εγκριθέν ποσό.

13

Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίδικη απόφαση περί μειώσεως της σχετικής συνδρομής, αν και απευθύνθηκε στην Πορτογαλική Δημοκρατία, αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα υπό την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, καθόσον τη στερεί από ένα μέρος της συνδρομής που είχε αρχικά εγκριθεί, χωρίς να έχει το κράτος μέλος ίδια εξουσία εκτιμήσεως επ' αυτού.

14

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη παραβάσεως ουσιώδους τύπου (βλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 1954, 1/54, Γαλλία κατά Ανωτάτης Αρχής, Rec. 1954, σ. 7·2/54, Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, Rec. 1954, σ. 73 και της 20ής Μαρτίου 1959, 18/57, Noid κατά Ανωτάτης Αρχής, Rec. 1959, σ. 89 ).

15

Δεν αμφισβητείται ότι, πριν από τη λήψη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν παρέσχε στην Πορτογαλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, παραβιάζοντας έτσι την υποχρέωση που της επιβάλλεται σαφώς από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού.

16

Διαπιστώνεται εξάλλου ότι το Ταμείο έρχεται σε άμεση επαφή μόνο με το κράτος μέλος ( βλ. αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1984, 310/81, EISS κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1341, σκέψη 15 ), το οποίο καθίσταται συνυπεύθυνο όσον αφορά τις υποβαλλόμενες αιτήσεις, καθόσον βεβαιώνει το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια των στοιχείων που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις καταβολής του υπολοίπου, το δε κράτος μέλος μπορεί να κληθεί να βεβαιώσει το αίσιο πέρας των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

17

Λαμβανομένης υπόψη της αποφασιστικής αναμείξεως του και της σημασίας των ευθυνών που αναλαμβάνει για την υποβολή και τον έλεγχο της χρηματοδοτήσεως των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η δυνατότητα του ενδιαφερομένου κράτους μέλους να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του πριν από τη λήψη οριστικής αποφάσεως περί μειώσεως της συνδρομής αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

18

Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση περί μειώσεως πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως που επικαλείται η προσφεύγουσα.

Επί των δικαστικών εξόδων

19

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση της 19ης Ιουλίου 1989 με την οποία απορρίφθηκαν δαπάνες συνολικού ύψους 62479600 ESC που αφορούσαν την αίτηση παροχής συνδρομής υπ' αριθ. 870840/Ρ1, η οποία υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο.

 

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

O'Higgins

Mancini

Schockweiler

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαΐου 1991.

Ο Γραμματέας

J.- G. Giraud

Ο Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

Τ. F. O'Higgins


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.