ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-221/89 ( *1 )

Ι — Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

1.

Προσφεύγοντες της κύριας δίκης είναι διάφορες εταιρίες διεπόμενες από το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ των οποίων και η Factoitame Ltd, καθώς και οι διαχειριστές και οι μέτοχοι των εταιριών αυτών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Ισπανοί υπήκοοι. Όλες αυτές οι εταιρίες έχουν την κυριότητα ή την εκμετάλλευση 95 αλιευτικών πλοίων τα οποία, μέχρι τις 31 Μαρτίου 1989, ήταν νηολογημένα ως βρετανικά αλιευτικά πλοία σύμφωνα με τον Merchant Shipping Act 1894 (νόμος περί εμπορικής ναυτιλίας του 1894). Πενήντα τρία από τα πλοία αυτά ήταν αρχικώς νηολογημένα στην Ισπανία και έφεραν ισπανική σημαία. Τα 53 αυτά πλοία ενεγράφησαν στο βρετανικό νηολόγιο υπό το καθεστώς του νόμου του 1894 και σε διάφορες ημερομηνίες, αρχής γενομένης το 1980. Τα λοιπά 42 πλοία ήταν ανέκαθεν βρετανικά-αγοράστηκαν από τους προσφεύγοντες κατά διάφορες ημερομηνίες, κυρίως μετά το 1983.

2.

Το νομικό καθεστώς της νηολογήσεως των βρετανικών αλιευτικών πλοίων τροποποιήθηκε με το μέρος II του Merchant Shipping Act 1988 (νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 1988, στο εξής: νόμος του 1988 ) και με την Merchant Shipping (Registration of Fishing Vessels) Regulations 1988 (κανονιστική απόφαση του 1988 σχετικά με τη νηολόγηση αλιευτικών πλοίων, στο εξής: κανονιστική απόφαση του 1988 S. Ι. 1988, αριθ. 1926). Δεν αμφισβητείται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο προέβη στην τροποποίηση αυτή προκειμένου να θέσει τέρμα στην πρακτική που είναι γνωστή ως «quota hopping», δηλαδή την πρακτική η οποία, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, συνίσταται στη « λεηλασία » των βρετανικών ποσοστώσεων αλιείας από πλοία φέροντα τη βρετανική σημαία τα οποία όμως δεν είναι, στην πραγματικότητα, βρετανικά.

3.

Το άρθρο 13 του νόμου του 1988 προέβλεψε τη θέσπιση νέου νηολογίου, στο οποίο πρέπει να είναι εγγεγραμμένα στο εξής όλα τα βρετανικά αλιευτικά πλοία, περιλαμβανομένων και αυτών που ήταν ήδη εγγεγραμμένα στο παλαιό νηολόγιο βάσει του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 1894. Ωστόσο, μόνο τα αλιευτικά πλοία που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 14 του νόμου του 1988 μπορούν να εγγράφονται στο νέο νηολόγιο.

4.

Οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου 14 έχουν ως εξής:

« 1.

Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4, ένα αλιευτικό σκάφος δεν μπορεί να εγγραφεί στα νηολόγια ως βρετανικό αλιευτικό σκάφος, παρά μόνο:

α)

εάν ο κύριος του σκάφους είναι Βρετανός

β)

εάν η εκμετάλλευση του σκάφους και η χρησιμοποίηση του διευθύνονται και ελέγχονται με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο, και

γ)

εάν ο ναυλωτής, ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής είναι φυσικό πρόσωπο ή εταιρία που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

2.

Ένα αλιευτικό σκάφος ανήκει σε Βρετανό, κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο α, εφόσον:

α)

ανήκει κατά κυριότητα (legal ownership) και εξ ολοκλήρου σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και

β)

τα εκ της επί του σκάφους κυριότητας οφέλη ( beneficial ownership ) αντλούν:

i)

τουλάχιστον κατά το κρίσιμο για την κυριότητα επί του σκάφους ποσοστό ένα ή περισσότερα πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, ή

ii)

κατά εκατό τοις εκατό μία ή περισσότερες εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή

iii)

μία ή περισσότερες εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και, τουλάχιστον κατά το κρίσιμο ποσοστό του υπολοίπου της κυριότητας επί του σκάφους, ένα ή περισσότερα πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. »

5.

Η παράγραφος 7 του άρθρου 14 ορίζει τα εξής:

« 7.

Κατά την έννοια του παρόντος άρθρου

ως “εταιρία που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις” νοείται η εταιρία που συγκεντρώνει τις εξής προϋποθέσεις:

α)

έχει συσταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και έχει το κέντρο των δραστηριοτήτων της ( principal place of buisiness ),

β)

το κρίσιμο τουλάχιστον ποσοστό του συνόλου των μετοχών της και κάθε κατηγορίας των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων της ανήκει, από την άποψη τόσο της legal ownership όσο και της beneficial ownership, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και

γ)

το κρίσιμο τουλάχιστον ποσοστό των διευθυνόντων συμβούλων ή διαχειριστών της είναι πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις'

ως “πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ” νοούνται

α)

τα πρόσωπα που έχουν τη βρετανική ιθαγένεια και διαμένουν και κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή

β)

οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και

ως “ κρίσιμο ποσοστό ” νοείται το 75 °/ο ή το μεγαλύτερο εκείνο ποσοστό (που μπορεί να φθάνει το 100 % ) που ισχύει εκάστοτε. »

6.

Τέλος, η παράγραφος 4 του άρθρου 14 δίνει τη δυνατότητα στον Υπουργό Μεταφορών να προβλέπει ατομικές εξαιρέσεις, σε σχέση με την προϋπόθεση της ιθαγένειας, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια της διαμονής του ενδιαφερομένου στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με την αλιεία στη χώρα αυτή.

7.

Ο νόμος και η κανονιστική απόφαση του 1988 άρχισαν να ισχύουν την 1η Δεκεμβρίου 1988. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο β, και του άρθρου 58 του νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 66 της κανονιστικής αποφάσεως του 1988, η ισχύς των νηολογήσεων που είχαν γίνει υπό το καθεστώς του προγενέστερου συστήματος παρατάθηκε, για μια μεταβατική περίοδο, μέχρι τις 31 Μαρτίου 1989.

8.

Όταν άρχισε να εφαρμόζεται η διαδικασία που αποτέλεσε την αιτία της διαφοράς της κύριας δίκης, τα 95 αλιευτικά πλοία των προσφευγόντων δεν πληρούσαν μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις νηολογήσεως του άρθρου 14 του νόμου του 1988 και, επομένως, δεν μπορούσαν να εγγραφούν στο νέο νηολόγιο. Επειδή τα πλοία αυτά δεν θα μπορούσαν πλέον να αλιεύουν μετά την 1η Απριλίου 1989, οι εν λόγω εταιρίες ισχυρίστηκαν με την αίτηση για δικαστικό έλεγχο που υπέβαλαν στις 16 Δεκεμβρίου 1988 ενώπιον του High Court of Justice, Queen' s Bench Division, ότι το μέρος II του νόμου του 1988 δεν συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως με τα άρθρα 7, 52, 58 και 221 της Συνθήκης ΕΟΚ.

9.

Το High Court of Justice της Αγγλίας και της Ουαλλίας, κρίνοντας ότι προϋπόθεση για την επίλυση της διαφοράς είναι η ερμηνεία των διατάξεων και των αρχών του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα δε της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της αρχής της αναλογικότητας, αποφάσισε, με Διάταξη της 10ης Μαρτίου 1989, να αναστείλει τη διαδικασία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί των εξής ερωτημάτων:

«Ερώτημα Ι

Ασκεί το κοινοτικό δίκαιο επιρροή επί των προϋποθέσεων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για να ορίσουν ποια σκάφη έχουν το δικαίωμα να εγγράφονται στα νηολόγια τους, να πλέουν υπό τη σημαία τους και να έχουν την εθνικότητα τους;

Ερώτημα 2

Ενόψει των διατάξεων και των αρχών του κοινοτικού δικαίου και ιδίως ( αλλ' όχι μόνο ) της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της αρχής της αναλογικότητας, έχει ένα κράτος μέλος την εξουσία να ορίζει ότι, προκειμένου ένα αλιευτικό σκάφος να εγγραφεί στα νηολόγια του και να έχει το δικαίωμα να πλέει υπό τη σημαία του, πρέπει:

α)

η κυριότητα του σκάφους να ανήκει κατά ΙΟΟΟ/ο σε υπηκόους του κράτους μέλους αυτού που διαμένουν και κατοικούν στη χώρα αυτή ή σε εταιρία της οποίας το 75 ο/ο τουλάχιστον των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων ανήκει, ως legal και beneficiai ownership, σε πρόσωπα με τις ανωτέρω ιδιότητες και της οποίας το 75 ο/ο τουλάχιστον των διευθυνόντων συμβούλων ή διαχειριστών είναι πρόσωπα με τις ανωτέρω ιδιότητες ( στο εξής η εταιρία αυτή θα αποκαλείται “εταιρία που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ” ) και

β)

η beneficial ownership του σκάφους να ανήκει κατά το 75 ο/ο τουλάχιστον σε υπηκόους του κράτους μέλους αυτού που διαμένουν και κατοικούν εκεί ή κατά το 100 ο/ο σε μία ή περισσότερες εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή κατά ένα μέρος σε μία ή περισσότερες εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, εφόσον το 75 ο/ο τουλάχιστον του υπολοίπου της κυριότητας του σκάφους ανήκει σε υπηκόους του κράτους μέλους αυτού που διαμένουν και κατοικούν στο κράτος αυτό και

γ)

η εκμετάλλευση και η χρησιμοποίηση του σκάφους να διευθύνονται και να ελέγχονται με βάση το κράτος μέλος αυτό και

δ)

ο εφοπλιστής ή ο ναυλωτής του να είναι υπήκοος του κράτους μέλους αυτού που διαμένει και κατοικεί εκεί ή εταιρία που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις,

εφόσον δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση σε σχέση με τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, εκτός του ότι το κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να απαλλάσσει από την τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με την ιθαγένεια ορισμένα άτομα λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια της διαμονής τους στο κράτος μέλος αυτό και τη διάρκεια της απασχολήσεως τους στον κλάδο της αλιείας του κράτους μέλους αυτού;

Ερώτημα 3

Έχει σημασία για την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα η ύπαρξη εθνικών ποσοστώσεων αλιευμάτων, οι οποίες κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με την κοινή αλιευτική πολιτική;

Ερώτημα 4

Έχει σημασία για τις απαντήσεις στα ερωτήματα 2 και 3 το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε με σκοπό να στερηθούν ορισμένα αλιευτικά σκάφη, τα οποία αμέσως πριν από την έναρξη της ισχύος του μέτρου αυτού είχαν εγγραφεί προσηκόντως στα νηολόγια του εν λόγω κράτους μέλους, είχαν λάβει άδεια αλιείας από το κράτος αυτό και ανήκαν στην πραγματικότητα (beneficial ownership) σε μεγάλο ποσοστό σε υπηκόους άλλου κράτους μέλους, οι οποίοι διαμένουν και κατοικούν στο άλλο αυτό κράτος μέλος, τη δυνατότητα να πλέουν υπό τη σημαία του πρώτου κράτους μέλους, με συνέπεια να μην μπορούν πλέον τα σκάφη αυτά να αλιεύουν ψάρια της ποσοστώσεως αλιευμάτων που έχει παραχωρηθεί στο πρώτο κράτος μέλος βάσει της κοινής αλιευτικής πολιτικής, εκτός αν η κυριότητα και η εκμετάλλευση των σκαφών μεταβιβαστεί σε υπηκόους του πρώτου κράτους μέλους που διαμένουν και κατοικούν εκεί σύμφωνα με τις διατάξεις του επίμαχου μέτρου; »

II — Εξέλιξη της διαδικασίας

10.

Η Διάταξη του High Court of Justice της Αγγλίας και της Ουαλλίας πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Ιουλίου 1989.

11.

Γραπτές παρατηρήσεις κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ κατέθεσαν στις 25 Οκτωβρίου 1989 η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Υπουργό Συγκοινωνιών, παριστάμενο διά του Ir. L. Van de Vel, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών, στις 31 Οκτωβρίου 1989 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Robert C. Fischer, Νομικό Σύμβουλο, και Peter Oliver, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της, στις 6 Νοεμβρίου 1989 η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roder και Gerhard Leibrock, στις 11 Νοεμβρίου 1989 η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Javier Conde de Saro, Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας Κοινοτικού Νομικού και Θεσμικού Συντονισμού, και τη Rosario Silva de Lapuerta, abogado del Estado, μέλος της Υπηρεσίας Κοινοτικών Νομικών Διαφορών, στις 7 Νοεμβρίου 1989 η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την 'Ελλη Μαρκέλλα-Μαμουνά, Νομικό της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, στις 14 Νοεμβρίου 1989 η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jørgen Molde, Νομικό Σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών, στις 14 Νοεμβρίου 1989 η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Louis J. Dockery, chief state solicitor, επικουρούμενο από τον James O'Reilly, senior counsel του Δικηγορικού Συλλόγου Ιρλανδίας, στις 14 Νοεμβρίου 1989 η Factortame Ltd κ. λπ., δηλαδή οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τους David Vaughan, QC, Gerald Barling, barrister, David Anderson, banister, και Stephen Swabey, solicitor, του δικηγορικού γραφείου Thomas Cooper & Stibbard, και στις 15 Νοεμβρίου 1989 η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον Τ. J. G. Pratt, treasury solicitor, επικουρούμενο από τον Sir Nicholas Lyell, QC, solicitor general, τον Christopher Bellamy, QC, τον Christopher Vajda, barrister, και τον Andrew Macnab, barrister.

12.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων, κάλεσε δε την Επιτροπή να απαντήσει εγγράφως σε μία ερώτηση- η Επιτροπή απάντησε εμπροθέσμως.

III — Γραπτές παρατηρήσεις

13.

Οι εκφράσεις «πλοίο νηολογημένο» σε ένα κράτος, « πλοίο που έχει την εθνικότητα » και « πλέει υπό τη σημαία » ενός κράτους θα χρησιμοποιούνται παρακάτω ως συνώνυμες.

Επί τον πρώτον ερωτήματος

14.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένον Βασιλείον, του Βελγίον και της Ελληνικής δημοκρατίας συμφωνούν ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν περιορίζει την εξουσία που έχει κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο κάθε κράτος να καθορίζει κυριαρχικά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί στα πλοία το δικαίωμα να πλέουν υπό τη σημαία του. Την άποψη αυτή υποστηρίζει, με ορισμένες έστω διαφορές, και η Κνβέρνηση της Ιρλανδίας.

15.

Κατά την Κνβέρνηση του Ηνωμένον Βασιλείου, η χορήγηση εθνικότητας σε ένα σκάφος αποτελεί διεθνές ζήτημα, το οποίο βαίνει πέραν των ορίων της Κοινότητας. Η χορήγηση της εθνικότητας έχει πολλές έννομες συνέπειες (καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας, ιδίως σε σχέση με την αστική ή την ποινική ευθύνη, την ασφάλεια, την αλιεία, τις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνική ασφάλιση ) και επιβάλλει μεγάλες υποχρεώσεις στα κράτη (διοικητικούς, τεχνικούς και εργασιακούς ελέγχους ).

16.

Κατά το διεθνές δίκαιο, κάθε κράτος είναι ελεύθερο να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί την εθνικότητα του στα πλοία, υπό τον όρο ότι υπάρχει ουσιαστική σχέση μεταξύ του κράτους της σημαίας και του σκάφους. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρεται συναφώς στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Γενεύης του 1958 για την ανοικτή θάλασσα (στο εξής: Σύμβαση του 1958 ), το οποίο έχει ως εξής:

« Κάθε κράτος καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί την εθνικότητα του στα σκάφη, καθώς και τις προϋποθέσεις νηολογήσεως και παροχής στα πλοία του δικαιώματος να πλέουν υπό τη σημαία του. Τα σκάφη έχουν την εθνικότητα του κράτους που τους έχει επιτρέψει να πλέουν υπό τη σημαία του. Μεταξύ του κράτους και του σκάφους πρέπει να υφίσταται ουσιαστική σχέση: το κράτος πρέπει, μεταξύ άλλων, να ασκεί πράγματι επί των πλοίων που πλέουν υπό τη σημαία του τη δικαιοδοσία του και τον έλεγχο του στον τεχνικό, διοικητικό και εργασιακό τομέα. »

17.

Η διάταξη αυτή αποτελεί, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τμήμα της διεθνούς δημόσιας τάξης και ισχύει για όλα τα πλοία που πλέουν στις θάλασσες. Ανάλογη διάταξη απαντά και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας (στο εξής: Σύμβαση του 1982), το άρθρο 91, παράγραφος 1.

18.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τονίζει ότι, αν το δικαίωμα πλεύσεως υπό ορισμένη σημαία δεν χορηγηθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ορισμένες τρίτες χώρες μπορούν να μη δεχθούν ότι το πλοίο έχει την εθνικότητα του κράτους της σημαίας υπό την οποία θεωρητικά πλέει [ μειοψηφήσασα άποψη του δικαστή Jessup στην υπόθεση Barcelona Traction, Light and Power Co Ltd, ICJ Reports (Νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου) 1970, σ. 3, ειδικότερα σ. 189].

19.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να στερήσει από τα κράτη μέλη την εξουσία καθορισμού των προϋποθέσεων χορηγήσεως στα πλοία του δικαιώματος πλεύσεως υπό τη σημαία τους.

20.

Η αρχή αυτή αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1988, 223/86, Pesca Valentia ( Συλλογή 1988, σ. 83, σκέψη 13 ). Την ίδια άποψη υποστήριξε και ο γενικός εισαγγελέας Mischo με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση 216/87, επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση στις 14 Δεκεμβρίου 1989, Jaderow ( Συλλογή 1989, σ. 4509, σημείο 7 των προτάσεων). Την ίδια αντίληψη αντανακλά και η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 101/76 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 1976, περί θεσπίσεως κοινής διαβρωτικής πολιτικής στον τομέα της αλιείας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 04/001, σ. 61 ), κατά την οποία οι αλιείς της Κοινότητας πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα προσβάσεως στον αλιευτικό πλούτο και την εκμετάλλευση του στα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία των κρατών μελών, «υπό ορισμένους σαφείς όρους σημαίας ή νηολογήσεως του σκάφους τους ».

21.

Για να στηρίξουν την άποψη τους, οι Κυβερνήσεις του Βελγίου και της Ελληνικής Δημοκρατίας αναφέρονται και αυτές στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του 1958 και στη Σύμβαση του 1982.

22.

Η αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών να χορηγούν την εθνικότητα τους αποτελεί εκδήλωση της κυριαρχίας τους. Επί της αρμοδιότητας αυτής δεν ασκεί καμία επιρροή το κοινοτικό δίκαιο, δεδομένου ότι στον τομέα αυτό δεν έχει συμφωνηθεί καμία μεταβίβαση κυριαρχικών εξουσιών.

23.

Η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η ορθότητα της άποψης αυτής επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση της αλιείας αναφέρεται σε σκάφη «που πλέουν υπό τη σημαία ενός των κρατών μελών » ή « είναι νηολογημένα σε ένα κράτος μέλος » χρησιμοποιώντας τις έννοιες αυτές ως στοιχεία που προκύπτουν από τις νομοθεσίες των κρατών μελών. Συναφώς η Ελληνική Κυβέρνηση παραπέμπει στη σκέψη 13 της αποφάσεως της 19ης Ιανουαρίου 1988, Pesca Valentia, όπ.π.

24.

Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, ενόσω δεν υπάρχουν κοινοτικοί κανόνες για την εγγραφή των σκαφών στα νηολόγια, τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια να ορίζουν ποια σκάφη μπορούν νομίμως να εγγράφονται στα νηολόγια τους. Εν προκειμένω πάντως δεν είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί κατά πόσον υπάρχουν περιστάσεις υπό τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο θα μπορούσε να ασκεί επιρροή επί των διατάξεων που θεσπίζουν στον τομέα αυτό τα κράτη μέλη.

25.

Η Κυβέρνηση νης Δανίας κάνει διάκριση μεταξύ της εγγραφής στα νηολόγια αφενός των σκαφών γενικά και αφετέρου των αλιευτικών σκαφών.

26.

Όσον αφορά τη νηολόγηση των σκαφών γενικά, η Δανική Κυβέρνηση αναφέρεται στις διεθνείς Συμβάσεις του 1958 και του 1982, καθώς και στην απόφαση Pesca Valentia του Δικαστηρίου, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρεώσεις σχετικές με τη χορήγηση του δικαιώματος πλεύσεως υπό τη σημαία τους. Η Δανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, ακόμη και αν το κοινοτικό δίκαιο επέβαλλε τέτοιες υποχρεώσεις, αυτές θα έπρεπε να είναι σύμφωνες με τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, κατά τις οποίες επιβάλλεται να υπάρχει « ουσιαστική σχέση » μεταξύ του πλοίου και του κράτους της σημαίας.

27.

Όσον αφορά τη νηολόγηση των αλιευτικών σκαφών, η Δανική Κυβέρνηση δέχεται ότι το κοινοτικό δίκαιο ασκεί επιρροή επί των κριτηρίων που θέτουν τα κράτη, αλλά μόνο εφόσον η εφαρμογή των γενικών αρχών νηολογήσεως εμποδίζει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών να ασκούν μια οικονομική δραστηριότητα την οποία δικαιούνται να ασκούν βάσει άλλων διατάξεων. Η Δανική Κυβέρνηση, προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, αναλύει το κοινοτικό σύστημα των ποσοστώσεων στην αλιεία, οι δε παρατηρήσεις της εκτίθενται κατωτέρω, στο τμήμα που αφορά το τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

28.

Οι Κυβερνήσεις νης Γερμανίας και της Ισπανίας, η Επιτροπή και οι προσφείψοννες νης κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι, μολονότι η θέσπιση των κανόνων για τη χορήγηση του δικαιώματος πλεύσεως υπό ορισμένη σημαία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν εντούτοις να νομοθετούν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

29.

Οι Κυβερνήσεις νης Γερμανίας και της Ισπανίας καταλήγουν στο συμπέρασμα αυτό βασιζόμενες κυρίως αφενός στην απόφαση Pesca Valentia ( σκέψη 13 ), αφετέρου δε στην υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, ιδίως δε από τον κανονισμό 101/76 του Συμβουλίου, να παρέχουν ίσα δικαιώματα προσβάσεως στον αλιευτικό τους πλούτο σε όλα τα πλοία που πλέουν υπό τη σημαία ενός κράτους μέλους. Η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η υποχρέωση αυτή αποτελεί ειδική έκφραση της υποχρεώσεως των κρατών μελών να τηρούν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, κατά την έγνοια του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης, και αναφέρεται συναφώς στην απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, 201 και 202/85, Klensch (Συλλογή 1986, σ. 3477).

30.

Η Κπινροπή και οι προσφεύ/οννες νης κύριας δίκης παρατηρούν ότι η ουσιαστική σχέση που πρέπει να υφίσταται, κατά τις διεθνείς συμβάσεις του 1958 και του 1982, μεταξύ του σκάφους και του κράτους της σημαίας δεν παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να θεσπίζουν νόμους σε σχέση με τη σημαία των σκαφών χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το κοινοτικό δίκαιο. Από το γράμμα των συμβάσεων αυτών συνάγεται ότι σκοπός της σχέσης αυτής είναι να δίνεται στο κράτος της σημαίας η δυνατότητα να ασκεί αποτελεσματικά τη δικαιοδοσία του και τον έλεγχο του στον τεχνικό, διοικητικό και εργασιακό τομέα.

31.

Ανεξαρτήτως αυτού, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ της Συμβάσεως του 1958 και της Συνθήκης ΕΟΚ (πράγμα όμως που δεν συμβαίνει), οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 5 της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1972 και του άρθρου 234 της Συνθήκης επιβάλλουν στο Ηνωμένο Βασίλειο την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξάλειψη οποιουδήποτε ασυμβιβάστου ενδέχεται να υπάρχει.

32.

Επιπλέον, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση του 1958 δεν μπορούν να υπερισχύουν των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα κράτη μέλη η Συνθήκη ΕΟΚ. Η αρχή αυτί] αναγνωρίζεται εξάλλου ρητά στο άρθρο 30 της Συμβάσεως του 1958, κατά το οποίο «οι διατάξεις της παρούσης συμβάσεως δεν θίγουν τις συμβάσεις ή τις άλλες διεθνείς συμφωνίες που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ των κρατών που τις έχουν συνάψει ».

33.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η άποψη ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παραβαίνουν το κοινοτικό δίκαιο, όταν ρυθμίζουν νομοθετικά τη νηολόγηση των σκαφών, έγινε δεκτή κατά τις διαπραγματεύσεις της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις προϋποθέσεις νηολογήσεως των σκαφών του 1986 (στο εξής: Σύμβαση του 1986). Το άρθρο 8 της Συμβάσεως αυτής, σκοπός της οποίας ήταν να τεθεί τέρμα στα προβλήματα που δημιουργούν οι σημαίες ευκαιρίας, επιβάλλει σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος την υποχρέωση να θεσπίζει « τις κατάλληλες διατάξεις σε σχέση με τη συμμετοχή του κράτους αυτού ή των υπηκόων του στην κυριότητα των πλοίων που πλέουν υπό τη σημαία του και σε σχέση με το ύψος της συμμετοχής αυτής ». Τα κράτη μέλη όμως που μετείχαν στη διαπραγμάτευση της Συμβάσεως αυτής δήλωσαν ότι μπορούσαν να την υπογράψουν μόνο εφόσον ήταν σύμφωνη με τη Συνθήκη ΕΟΚ.

34.

Τέλος, κατά τους προσφεύγοντες της κύριας ο'ικης, η σκέψη 13 της αποφάσεως Pesca Valentia αποτελεί ακριβή περιγραφή των αποτελεσμάτων του κανονισμού 101/76, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για να υποστηριχθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τις προϋποθέσεις νηολογήσεως χωρίς να τηρούν βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Ομοίως, το σημείο 7 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Mischo στην υπόθεση 216/87, Jaderow, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο γενικός εισαγγελέας αναφέρθηκε στην έλλειψη ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό και όχι στο γεγονός ότι δεν εφαρμόζονται καθόλου οι γενικές αρχές της Συνθήκης.

Επί τον δευτέρου ερωτήματος

35.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, του Βελγίου και της Ελληνικής Δημοκρατίας θεωρούν ότι οι βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, και ειδικότερα η απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας, δεν έχουν καμία σχέση με τις προϋποθέσεις τις οποίες αφορά η κύρια δίκη. Η Κυβέρνηση της Δανίας έχει την ίδια άποψη όσον αφορά την εγγραφή εν γένει των πλοίων στα νηολόγια (η άποψη της Δανικής Κυβερνήσεως σχετικά με την εγγραφή των αλιευτικών σκαφών στα νηολόγια εκτίθεται κατωτέρω στο τμήμα που αφορά το τρίτο ερώτημα ).

36.

Η Ιοπανική Κνβέρνηοη, η Επιτροπή και οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι προϋποθέσεις σαν τις επίμαχες είναι αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης επισημαίνουν ότι ο Υπουργός ομολόγησε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι οι προϋποθέσεις ιθαγένειας, διαμονής και κατοικίας είναι καταρχήν ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο ως προϋποθέσεις της ασκήσεως εκ μέρους των κοινοτικών υπηκόων επαγγελμάτων ή οικονομικών δραστηριοτήτων και ότι αποπειράθηκε να δικαιολογήσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων αυτών επικαλούμενος τις υποχρεώσεις που υπέχει το Ηνωμένο Βασίλειο από το δημόσιο διεθνές δίκαιο και την ιδιαίτερη φύση της κοινής πολιτικής αλιείας.

37.

Οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο εκτίθενται παρακάτω σε δύο ενότητες: καταρχάς οι παρατηρήσεις που αφορούν την προϋπόθεση περί ιθαγένειας και στη συνέχεια οι παρατηρήσεις που αφορούν τις προϋποθέσεις για τη διαμονή, την κατοικία και τον τόπο εκμεταλλεύσεως, διευθύνσεως και ελέγχου του σκάφους.

— Ως προς την προϋπόθεση περί ιθαγένειας

38.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρεί καταρχάς ότι η ιθαγένεια του κυρίου του πλοίου αναγνωρίζεται γενικά τόσο στο διεθνές δίκαιο όσο και στην πρακτική των κρατών, ως το κυριότερο κριτήριο για την ύπαρξη του αναγκαίου συνδέσμου μεταξύ του κράτους της σημαίας και του πλοίου. Συναφώς η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρεται στο άρθρο 8 της Συμβάσεως του 1986 ( όπ.π. ). Η ιθαγένεια του κυρίου αποτελεί το κριτήριο που εφαρμόζουν όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας.

39.

Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τα άρθρα 7, 52 και 221 της Συνθήκης δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καταργούν αυτοδικαίως το βασικό κριτήριο που εφαρμόζεται στο διεθνές δίκαιο και από όλα τα κράτη μέλη σε σχέση με την παροχή του δικαιώματος πλεύσεως υπό ορισμένη σημαία. Συναφώς δε προβάλλει τα ακόλουθα επιχειρήματα:

α)

η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικότητας ή ιθαγένειας, αλλά το άρθρο 7 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να ορίζουν ποιος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για να έχει την ιθαγένεια τους ή ποια σκάφη έχουν το δικαίωμα να πλέουν υπό τη σημαία τους

β)

λόγω των διαφόρων συνεπειών που έχει σε εθνικό και διεθνές επίπεδο η παροχή του δικαιώματος σημαίας, η περίπτωση αυτί') διαφέρει από τη συνήθη περίπτωση « εγκαταστάσεως » και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράβαση των άρθρων 52 και 221 της Συνθήκης·

γ)

υπάρχει και ένας άλλος λόγος για να θεωρηθεί ότι δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 52: το κριτήριο της ιθαγένειας του κυρίου δεν εμποδίζει τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών να εγκαθίστανται στο Ηνωμένο Βασίλειο προς εκμετάλλευση αλιευτικών σκαφών, αλλά απλώς τους εμποδίζει να εκμεταλλεύονται τέτοια σκάφη υπό βρετανική σημαία·

δ)

η επιβολή στα κράτη μέλη της υποχρεώσεως να μην εφαρμόζουν το γενικώς παραδεδεγμένο κριτήριο της ιθαγένειας του κυρίου θα δημιουργούσε σύγκρουση του κοινοτικού δικαίου προς το διεθνές δίκαιο, πράγμα που πρέπει να αποφεύγεται· αντίθετα, κατ' εφαρμογή μιας γενικής αρχής, η Συνθήκη ΕΟΚ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο·

ε)

όποιο κράτος μέλος έχει θεσπίσει προϋποθέσεις περί ιθαγένειας σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο έχει παραβεί το κοινοτικό δίκαιο, προφανώς από το τέλος των μεταβατικών περιόδων που προβλέπουν η Συνθήκη ΕΟΚ ή η πράξεις προσχωρήσεως· το ενδεχόμενο μιας τέτοιας συγκρούσεως θα πρέπει επίσης να αποφευχθεί

στ)

αν θεωρηθεί παράνομο το κριτήριο της ιθαγένειας του κυρίου, το οποίο είναι σήμερα το γενικώς χρησιμοποιούμενο, θα δημιουργηθεί πλήρης αβεβαιότητα ως προς το κριτήριο με το οποίο θα πρέπει να το αντικαταστήσουν τα κράτη μέλη.

40.

Τέλος, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρεί ότι τα προβλήματα σχετικά με τη σημαία μπορούν να επιλυθούν με την εναρμόνιση των νομοθεσιών και των διεθνών συμφωνιών ή ακόμη με τη δημιουργία μιας κοινοτικής σημαίας και όχι με την αυτόματη και ξηρή εφαρμογή των άρθρων 7, 52 και 221 της Συνθήκης.

41.

Οι Κυβερνήσεις νου Βελγίου, της Ελληνικής Α7ίμοκρανίας και της Αανίας έχουν τη γνώμη ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 7, καθώς και στα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης, δεν ισχύει σε σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα που έχει κατά το διεθνές δίκαιο κάθε κράτος να αποφασίζει ελεύθερα σε ποιον θα χορηγεί την ιθαγένεια του και σε ποιον θα την αρνείται, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για πρόσωπα ή για σκάφη. Η απαγόρευση των διακρίσεων που διακηρύσσεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης καθίσταται ενεργή μόνο εφόσον η νομοθεσία ενός κράτους μέλους αντιμετωπίζει διαφορετικά τους διοικούμενους, λόγω της διαφορετικής ιθαγένειας ή εθνικότητας τους, στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης.

42.

Η Βελγική Κυβέρνηση υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ότι τα όρια των άρθρων 52 και 59 είναι σαφή: αφορούν μόνο την ελευθερία που έχουν όλοι οι υπήκοοι της Κοινότητας να εγκαθίστανται σε άλλο κράτος μέλος και να παρέχουν εκεί τις υπηρεσίες τους, διατηρώντας παράλληλα την ιθαγένεια τους.

43.

Η Ιοπανική Κυβέρνηοηφρονεί ότι η προϋπόθεση περί ιθαγένειας και οι άλλες προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος του 1988 αντιβαίνουν κατάφωρα προς τις βασικές αρχές της Συνθήκης που διακηρύσσονται στα άρθρα 7, 52, 59, 67 και 221.

44.

Κατ' εφαρμογή των αρχών αυτών, επιβάλλεται η κατάργηση όχι μόνο των υφισταμένων περιορισμών και διακρίσεων που πλήττουν την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, αλλά και κάθε κωλύματος που θα μπορούσε να εμποδίσει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις την αποτελεσματική άσκηση των ελευθεριών αυτών. Όσον αφορά τα άρθρα 52 και 59, η διαπίστωση αυτή απορρέει από τα γενικά προγράμματα που ενέκρινε το Συμβούλιο στις 18 Δεκεμβρίου 1961.

45.

Η Ισπανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η προϋπόθεση περί ιθαγένειας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των άρθρων 55 και 56 της Συνθήκης. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

46.

Δεδομένου ότι οι επενδύσεις των υπηκόων ενός κράτους μέλους σε εταιρίες που έχουν την πλοιοκτησία αλιευτικών σκαφών με σημαία άλλου κράτους μέλους αποτελούν άμεσες επενδύσεις, για τις οποίες υπάρχει πλήρης ελευθερία, η προϋπόθεση να ανήκει το κεφάλαιο των εν λόγω εταιριών κατά 75 ο/ο σε ημεδαπούς αντιβαίνει προς το άρθρο 67 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με την πρώτη οδηγία του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 1960 (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 86/566/ΕΟΚ ( ΕΕ L 332, σ. 22).

47.

Τέλος, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, η δυνατότητα εξαιρέσεως ορισμένων προσώπων από την προϋπόθεση περί ιθαγένειας, η οποία προβλέπεται από τον νόμο του 1988 και αναφέρεται στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, δεν επηρεάζει καθόλου τα ανωτέρω συμπεράσματα.

48.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι προϋποθέσεις περί ιθαγένειας που προβλέπει ο νόμος του 1988 είναι ασυμβίβαστες με τη γενική απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης, καθώς και με τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 52 και 221.

49.

Όσον αφορά το άρθρο 52, η άρνηση εγγραφής στα βρετανικά νηολόγια των αλιευτικών σκαφών των οποίων πλοιοκτήτες, κύριοι, εφοπλιστές ή ναυλωτές είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα, στερεί τους υπηκόους αυτούς από το δικαίωμα τους να εγκαθίστανται στο Ηνωμένο Βασίλειο και να επιδίδονται εκεί στην αλιεία υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, οι προϋποθέσεις περί ιθαγένειας που ισχύουν για τους μετόχους και διευθύνοντες συμβούλους των εταιριών στερούν τους υπηκόους αυτούς από το δικαίωμα τους να ιδρύουν και να διευθύνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο εταιρίες που να δρουν στον τομέα της αλιείας. Τέλος, οι ίδιες αυτές προϋποθέσεις περιορίζουν τη δυνατότητα των εταιριών άλλων κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 58, να επιδίδονται, μέσω πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών τους, σε θαλάσσια αλιεία με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο.

50.

Όσον αφορά το άρθρο 221 της Συνθήκης, οι βρετανικές διατάξεις σχετικά με τον έλεγχο των εταιριών που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις δημιουργούν διακρίσεις εις βάρος των υπηκόων των άλλων κρατών μελών που επιθυμούν να αποκτήσουν μετοχές ή εταιρικά μερίδια εταιριών που έχουν την ιδιοκτησία ή την κυριότητα ή την εκμετάλλευση βρετανικών αλιευτικών σκαφών.

51.

Τα μέτρα που λαμβάνει ένα κράτος για να εξασφαλίσει ότι υπάρχει ουσιαστική σχέση μεταξύ αυτού και των σκαφών που πλέουν υπό τη σημαία του δεν είναι καθόλου αναγκαίο να προβλέπουν προϋποθέσεις σχετικά με την ιθαγένεια, όπως αυτές που προβλέπει το άρθρο 14 του νόμου του 1958. Κατά την Επιτροπή, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει δικαίωμα να υποστηρίξει το αντίθετο, αφού μέχρι το 1988 το δικαίωμα σημαίας των αλιευτικών σκαφών διεπόταν από τις πολύ λιγότερο αυστηρές διατάξεις του νόμου του 1894, οι οποίες άλλωστε εξακολουθούν να ισχύουν για τα εμπορικά πλοία.

52.

Το γεγονός ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του 1958 χρησιμοποιεί τον όρο « εθνικότητα » δεν αναιρεί το προηγούμενο συμπέρασμα, αφού η σημαία των πλοίων και η ιθαγένεια των φυσικών προσώπων δεν αποτελούν αμοιβαίως και πλήρως υποκατάστατες έννοιες. Στο σημείο αυτό η Επιτροπή αναφέρεται στην άποψη που υποστηρίζει ο καθηγητής O'Connell στο έργο του Ήιε International Law of the Sea (τόμος II, 1983-1984, σ. 752).

53.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ορθότητα της επιχειρηματολογίας της σχετικά με τις προϋποθέσεις περί ιθαγένειας επιβεβαιώνεται εκ πρώτης όψεως από τη Διάταξη που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 10 Οκτωβρίου 1989, 246/89 R, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1989, σ. 3125).

54.

Όσον αφορά τη δυνατότητα εξαιρέσεως ορισμένων προσώπων από την υποχρέωση συνδρομής των προϋποθέσεων περί ιθαγένειας, η οποία αναφέρεται στο δεύτερο τμήμα του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, η Επιτροπή παραπέμπει στις αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Van Tiggele (ECR 1978, σ. 25), και της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 27/80, Fietje ( ECR 1980, σ. 3839 ), από τις οποίες προκύπτει ότι η ύπαρξη τέτοιας δυνατότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα εθνικό μέτρο που είναι ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο.

55.

Οι προσφεύγοντες νης κύριας οίκης φρονούν ότι το γεγονός ότι η προϋπόθεση περί ιθαγένειας ισχύει και για τους κατόχους του δικαιώματος της beneficial ownership καθιστά ακόμη περιοριστικότερες τις επιβαλλόμενες προϋποθέσεις.

56.

Οι προσφεύγοντες είναι της γνώμης ότι η προϋπόθεση περί ιθαγένειας είναι προφανώς αντίθετη προς τα άρθρα 7, 40, παράγραφος 3, 52, 53, 58 και 221 της Συνθήκης. Η προϋπόθεση αυτή είναι ειδικότερα αντίθετη προς τα άρθρα 7, 52 και 221, καθόσον δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια στην ελευθερία εγκαταστάσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο ορισμένων φυσικών προσώπων, όπως των πλοιοκτητών, κυρίων και εφοπλιστών αλιευτικών σκαφών ή των διαχειριστών ή διευθυνόντων συμβούλων και εταίρων εταιριών που έχουν την πλοιοκτησία, κυριότητα ή εκμετάλλευση αλιευτικών σκαφών. Η προϋπόθεση αυτή είναι αντίθετη προς το άρθρο 58, επειδή αποκλείει ή περιο-οίζει τη δυνατότητα των εταιριών άλλων κρατών μελών να επιδίδονται στη θαλάσσια χλιεία στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσω πρακτόρων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών. Τέλος, η προϋπόθεση αυτή είναι αντίθετη προς τη ρήτρα του άρθρου 53 της Συνθήκης για τη διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος, καθόσον θεσπίστηκε το 1988.

57.

Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται επίσης ότι συντρέχει κατάφωρη προσβολή των δικαιωμάτων που έχουν τα πλοία των «κοινών επιχειρήσεων» κατά το άρθρο 168, παράγραφος 4, σε συνδυασμό το παράρτημα XII της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1985 ( βλ. σημείο 120 κατωτέρω ).

58.

Κατά τους προσφεύγοντες, η πρόσβαση στα κοινοτικά ύδατα και στις κοινοτικές ποσοστώσεις με βάση λιμένες του Ηνωμένου Βασιλείου είναι σχεδόν αδύνατη για τα πλοία που πλέουν υπό τη σημαία άλλου κράτους μέλους και, εν πάση περιπτώσει, το Ηνωμένο Βασίλειο δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος των υπηκόων των άλλων κρατών μελών, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα ασκήσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους Βρετανούς υπηκόους. Συναφώς οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης παραπέμπουν στις αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1974, 2/74, Revners (ECR 1974, σ. 631 ), και της 10ης Ιουλίου 1986, 79/85, Segers (Συλλογή 1986, σ. 2375).

59.

Η προϋπόθεση περί ιθαγένειας, σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις περί διαμονής και κατοικίας, είναι τόσο περιοριστική, ώστε αποκλείεται να θεωρηθούν ως « εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις » πολλές εταιρίες και τράπεζες, των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί στο Διεθνές Χρηματιστήριο του Λονδίνου.

— Ως. προς ης προϋποθέσεις που αφορούν tí/διαμονή, την κατοικία και vov τόπο της εκμεταλλεύσεως, n/ς διευθύνσεως και τον ελέγχου τον σκάφους

60.

Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι προϋποθέσεις διαμονής και κατοικίας, καθώς και η προϋπόθεση που αφορά την εκμετάλλευση, τη διεύθυνση και την εποπτεία του σκάφους με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν αναγκαία συμπληρώματα της προϋποθέσεως περί ιθαγένειας. « Κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου» σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος διαβιώνει σε ένα τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου και έχει την πρόθεση να προσδώσει στη διαβίωση του αυτή διάρκεια και μονιμότητα. Η προϋπόθεση σχετικά με την εκμετάλλευση, τη διεύθυνση και τον έλεγχο του πλοίου σημαίνει ότι οι διαταγές σχετικά με τα ζητήματα αυτά δίδονται πράγματι από πρόσωπα ευρισκόμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όλες αυτές οι συμπληρωματικές προϋποθέσεις συνάδουν πλήρως προς τα άρθρα 7, 52 και 221 της Συνθήκης.

61.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στηρίζει τα επιχειρήματα της στο διεθνές δίκαιο και στην ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι το κράτος της σημαίας θα έχει τη δυνατότητα να ασκεί αποτελεσματικά τη δικαιοδοσία του επί των κυρίων, των ναυλωτών και των εφοπλιστών των πλοίων που πλέουν υπό τη σημαία του.

62.

Επιπλέον, οι προϋποθέσεις διαμονής και κατοικίας δεν δημιουργούν διακρίσεις, αφού ισχύουν αδιακρίτως τόσο για τους ημεδαπούς όσο και για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών. Με την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1984182/83, Fearon ( Συλλογή 1984, σ. 3677 ), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι συμβιβαζόταν με το άρθρο 52 της Συνθήκης μία προϋπόθεση περί διαμονής που ίσχυε αδιακρίτως τόσο για τους ημεδαπούς όσο και για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών.

63.

Εν πάση περιπτώσει, η υπό ορισμένη μορφή ύπαρξη διαμονής αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα^, της εγκαταστάσεως, καθόσον η εγκατάσταση συνεπάγεται οικονομική ενσωμάτωση στο κράτος μέλος υποδοχής σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι στην περίπτωση παροχής υπηρεσίας πέραν των συνόρων ορισμένου κράτους.

64.

Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι η εθνική διάταξη ισχύει αδιακρίτως τόσο για τους ημεδαπούς όσο και για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν οδηγεί σε διακρίσεις (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1987, 221/85, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1987, σ. 719). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση διαρκούς διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής αντιβαίνει προς το άρθρο 59 της Συνθήκης (αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1974, 33/74, Van Binsbergen, ECR 1974, σ. 1299, και της 26ης Νοεμβρίου 1975, 39/75, Coenen, ECR 1975, σ. 1547).

65.

Οι προϋποθέσεις σχετικά με τη διαμονή, την κατοικία και τον τόπο εκμεταλλεύσεως, διευθύνσεως και εποπτείας του πλοίου δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στα άρθρα 55 και 56 της Συνθήκης.

66.

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις οιαμονής, η Επιτροπή εκθέτει καταρχάς ότι, όπως έχει επισημάνει η ίδια με την ανακοίνωση της 19ης Ιουλίου 1989, σχετικά με κοινοτικό πλαίσιο για την πρόσβαση στις ποσοστώσεις αλιείας ( ΕΕ C 224, σ. 3 ), τα κράτη μέλη μπορούν απολύτως νόμιμα να επιβάλλουν στον πλοιοκτήτη του αλιευτικού σκάφους, είτε είναι εταιρία είτε είναι φυσικό πρόσωπο, να έχει πραγματική και συνεχή παρουσία στην ξηρά, εφόσον το σκάφος είναι εγγεγραμμένο στα νηολόγια του, καθόσον η παρουσία αυτή είναι αναγκαία για να μπορεί το κράτος μέλος να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το διεθνές δίκαιο και την κοινή πολιτική αλιείας. Η παρουσία αυτή πρέπει να λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή με την εγκατάσταση στην ξηρά μιας διοικητικής υπηρεσίας που να είναι αρμόδια για τη διαχείριση του αλιευτικού σκάφους. Το οικείο κράτος μέλος μπορεί επίσης να απαιτήσει από τον πλοιοκτήτη, κύριο ή εφοπλιστή του πλοίου να ορίσει ένα πρόσωπο που να διαμένει στο έδαφος του και να έχει τη νομική ευθύνη των ενεργειών της διοικητικής αυτής υπηρεσίας.

67.

Βάσει της συλλογιστικής αυτής η Επιτροπή φρονεί ότι οι προϋποθέσεις διαμονής που θέτει το άρθρο 14 του νόμου του 1988 είναι ασυμβίβαστες με το άρθρο 52 της Συνθήκης, καθόσον ισχύουν για κάθε πλοιοκτήτη, κύριο, εφοπλιστή ή ναυλωτή βρετανικού αλιευτικού σκάφους, καθώς και για το 75 ο/ο των μετόχων και διευθυντών των εταιριών που έχουν την πλοιοκτησία, κυριότητα ή εκμετάλλευση των πλοίων αυτών ή ναυλώνουν τέτοια πλοία. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν και οι εν λόγω προϋποθέσεις τυπικά ισχύουν εξίσου και για τους ημεδαπούς, στην πραγματικότητα οδηγούν σε διακρίσεις από την άποψη τόσο των σκοπών τους όσο και των αποτελεσμάτων τους, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Βρετανών υπηκόων που ασχολούνται με την αλιεία πληρούν αυτόματα την προϋπόθεση διαμονής. Η Επιτροπή αναφέρεται συναφώς στις αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 107/83, Klopp (Συλλογή 1984, σ. 2971 ), και της 12ης Φεβρουαρίου 1987, 221/85 (όπ.π.).

68.

Κατά την Επιτροπή, η υποχρέωση διαμονής που επιβάλλεται στους μετόχους είναι επίσης ασυμβίβαστη με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 1960 (όπ. π.). Η απόκτηση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων μιας βρετανικής εταιρίας από υπηκόους άλλων κρατών μελών αποτελεί είτε « άμεση επένδυση που πραγματοποιείται εντός της εθνικής επικράτειας από μη κάτοικο » είτε « πράξη επί τίτλων ». Και στις δύο περιπτώσεις οι σχετικές κινήσεις κεφαλαίων εμπίπτουν στον κατάλογο Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να χορηγούν « κάθε έγκριση συναλλάγματος που απαιτείται για τη σύναψη ή την εκτέλεση των συναλλαγών και για τις μεταφορές συναλλάγματος μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών» που αφορούν τέτοιες κινήσεις κεφαλαίων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη αυτή καλύπτει, αν ερμηνευθεί ευρέως, και το επίμαχο εν προκειμένω είδος περιορισμών. Παραπέμπει δε συναφώς στην απόφαση της 24ης Ιουνίου 1986, 157/85, Brugnoni (Συλλογή 1986, σ. 2013), η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο, κατά την Επιτροπή, δεν διαφέρει κατ' ουσία από το άρθρο 1.

69.

Καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις προϋποθέσεις διαμονής που προβλέπει ο νόμος του 1988.

70.

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις σχετικά με την κατοικία, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο όρος « κατοικία » έχει στο αγγγλικό δίκαιο τουλάχιστον δύο διαφορετικές έννοιες.

71.

Κατά την παραδοσιακή έννοια του όρου, το φυσικό πρόσωπο κατοικεί στη χώρα στην οποία έχει τις ρίζες του. Κατά συνέπεια, κάθε φυσικό πρόσωπο αποκτά, με τη γέννηση του, μια « κατοικία λόγω καταγωγής », μπορεί δε να αποκτήσει « κατοικία κατόπιν επιλογής » σε άλλη χώρα, μόνο εφόσον διαμένει στη χώρα αυτή με την πρόθεση να παραμείνει εκεί μονίμως ή επ' αόριστο χρονικό διάστημα.

72.

Επειδή αποδείχθηκε ότι για την εφαρμογή της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968 δεν μπορούσε να γίνει χρήση της παραδοσιακής αυτής έννοιας της κατοικίας, ο Civil Jurisdiction and Enforcement of Foreign Judgments Act ( νόμος για τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και την εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων) του 1982, ο οποίος μετέφερε την ανωτέρω σύμβαση στο αγγλικό δίκαιο, έδωσε ένα νέο ορισμό στην κατοικία, κατά τον οποίο είναι αναγκαίο να υπάρχει πραγματική διαμονή σε χώρα με την οποία ο ενδιαφερόμενος να έχει ουσιώδη σύνδεσμο.

73.

Δεδομένου ότι ο νόμος του 1988 δεν ορίζει την κατοικία, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο όρος αυτός, αν του προσδοθεί η παραδοσιακή του έννοια, πρέπει να εξομοιωθεί προς την ιθαγένεια ή εθνικότητα. Για τον λόγο αυτό παραπέμπει στις παρατηρήσεις που διατύπωσε σχετικά με τις προϋποθέσεις που αφορούν την ιθαγένεια.

74.

Αντίθετα, αν ο όρος « κατοικία » έχει την έννοια που του προσδόθηκε προς τον σκοπό της εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να εξομοιωθεί προς τη διαμονή. 'Ετσι, παραπέμπει στις παρατηρήσεις που διατύπωσε σε σχέση με τις προϋποθέσεις περί διαμονής, διευκρινίζοντας ότι, για να υπάρχει μια μόνιμη παρουσία υπό τη μορφή μιας διοικητικής υπηρεσίας στην ξηρά, θα αρκούσε να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο ο υπεύθυνος που έχει οριστεί από τον πλοιοκτήτη, κύριο ή εφοπλιστή του πλοίου.

75.

Όσον αφορά, τέλος, τις προϋποθέσεις σχετικά με την εκμετάλλευση και τη διεύθυνση του πλοίου και τον έλεγχο των δραστηριοτήτων του με βάση το έδαφος νου Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο β, του νόμου του 1988 είναι ασαφής. Κατά την Επιτροπή, αν σκοπός της διατάξεως αυτής ήταν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να λαμβάνει η μόνιμη υπηρεσία η εγκατεστημένη στην ξηρά στο Ηνωμένο Βασίλειο εντολές από πρόσωπα που έχουν σχέση με το πλοίο, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος, η διάταξη αυτή θα αποτελούσε αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ο οποίος θα ήταν ασυμβίβαστος με το άρθρο 52 της Συνθήκης.

76.

Κατά τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η επιβολή μιας προϋποθέσεως διαμονής δεν συνιστά αυτόματα παράβαση του άρθρου 52. Όπως όμως δέχθηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1987, 221/85, ένας τέτοιος περιορισμός, έστω και αν τυπικά ισχύει ασχέτως ιθαγένειας, είναι αντίθετος προς το άρθρο 52, _ αν αντιβαίνει προς την αρχή της ισότητας ή αν δημιουργεί διακρίσεις λόγω του σκοπού του ή του αποτελέσματος του.

77.

Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Όσον αφορά τον σκοπό της προϋποθέσεως αυτής, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν απέκρυψε ποτέ το γεγονός ότι ο σκοπός των περιορισμών που θεσπίστηκαν με τον νόμο του 1988 ήταν να αποκλειστούν τα ισπανικά συμφέροντα από την αλιεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όσον αφορά τα αποτελέσματα της προϋποθέσεως διαμονής, παρά το γεγονός ότι η προϋπόθεση αυτή ισχύει εξίσου για τους Βρετανούς υπηκόους, εντούτοις συνιστά συγκαλυμμένη διάκριση λόγω ιθαγένειας, καθόσον οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών έχουν εξ ορισμού λιγότερες πιθανότητες να « διαμένουν » στο Ηνωμένο Βασίλειο απ' ό,τι οι Βρετανοί υπήκοοι. Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα της προϋποθέσεως αυτής είναι ότι αποκλείεται από την αλιεία στο Ηνωμένο Βασίλειο η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της Κοινότητας που δεν διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

78.

Η επιβολή της προϋποθέσεως διαμονής στους επενδυτές ή στους διαχειριστές ή διευθυντές των εταιριών που δρουν στον τομέα της αλιείας είναι αδύνατον να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν σχετικά ότι υπάρχουν ορισμένες « παραδοσιακές κοινότητες » αλιέων που διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, για τις οποίες θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι πρέπει να προστατευθούν με την επιβολή μιας προϋποθέσεως σχετικά με τη διαμονή των μελών του πληρώματος ή των « πλοιοκτητών » ή των « εφοπλιστών » των αλιευτικών σκαφών. Αντίθετα, ο όρος « παραδοσιακή κοινότητα » δεν έχει κανένα νόημα για τους εταίρους, τους διευθύνοντες συμβούλους ή διαχειριστές εταιριών και τους χρηματοδότες.

79.

Τέλος, η λύση που δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1984, 182/83 (όπ. π), δηλαδή ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν ορισμένη υποχρέωση διαμονής του κυρίου του ακινήτου ως προϋπόθεση για την εξαίρεση από τα μέτρα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτων, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση για τους εξής τρεις λόγους: α) στην υπόθεση Fearon η προϋπόθεση διαμονής των ιδιοκτητών επιβαλλόταν ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους και το Δικαστήριο διευκρίνισε με τη σκέψη 10 της αποφάσεως ότι η λύση θα ήταν διαφορετική, αν υπήρχε εξάρτηση από την ιθαγένεια, β) στην υπόθεση Fearon η προϋπόθεση διαμονής περιοριζόταν στους κατόχους του δικαιώματος κυριότητας επί του ακινήτου και δεν ίσχυε για τα πρόσωπα που είχαν έμμεση μόνο σχέση, όπως αυτοί που είχαν δανείσει στους κυρίους χρήματα για την αγορά του ακινήτου, γ ) από την άποψη του εδαφικού πεδίου εφαρμογής, η προϋπόθεση διαμονής στην υπόθεση Fearon είχε τοπικό και όχι εθνικό χαρακτήρα.

80.

Όσον αφορά την προϋπόθεση κατοικίας, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι το στοιχείο της προθέσεως που ενυπάρχει στην έννοια της κατοικίας, τουλάχιστον όπως χρησιμοποιείται παραδοσιακά στο αγγλικό δίκαιο, καθιστά την προϋπόθεση αυτή πιο περιοριστική απ' όλες τις άλλες προϋποθέσεις και συνεπώς περισσότερο απορριπτέα από την άποψη του κοινοτικού δικαίου.

81.

Ο περιοριστικός χαρακτήρας της προϋποθέσεως αυτής ενισχύεται από το γεγονός ότι, δυνάμει του νόμου του 1988, το βάρος αποδείξεως φέρει ο αιτών τη νηολόγηση: η απόδειξη όμως μιας υποκειμενικής προθέσεως δεν είναι εύκολη, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις στις οποίες την αίτηση υποβάλλει εταιρία, οπότε πρέπει να αποδειχθεί και το τι σκέπτονται εκατοντάδες ή χιλιάδες μέτοχοι.

82.

Ακόμη και αν στο πλαίσιο του νόμου του 1988 προσδιδόταν από τα βρετανικά δικαστήρια στην έννοια της κατοικίας περιεχόμενο παρόμοιο με το περιεχόμενο που έχει η έννοια αυτή στα άλλα κράτη μέλη, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης έχουν τη γνώμη ότι η προϋπόθεση κατοικίας θα εξακολουθούσε να αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο. Επ' αυτού παραπέμπουν στις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν σε σχέση με την προϋπόθεση διαμονής.

83.

Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι « στις απαιτούμενες προϋποθέσεις » προστέθηκε μια έννοια με τόσο αβέβαιο περιεχόμενο όσο η « κατοικία » αποτελεί καθαυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 4ης Απριλίου 1974, 167/73, Επιτροπή κατά Γαλλίας ( ECR 1974, σ. 359).

84.

Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τον τόπο εκμεταλλεύσεως, διευθύνσεως και ελέγχου του πλοίου, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης επισημαίνουν καταρχάς ότι το κράτος της σημαίας νομίμως μπορεί να απαιτήσει από την ενδιαφερόμενη εταιρία να εκπροσωπείται κατά κάποιο τρόπο στην ξηρά, ώστε οι αρχές του κράτους αυτού να έχουν τα μέσα να καθιστούν υπεύθυνο τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Αν όμως σκοπός της εν λόγω προϋποθέσεως ήταν να υποχρεωθούν όλοι οι πλοιοκτήτες ή εφοπλιστές αλιευτικών σκαφών να έχουν τη βάση τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, η προϋπόθεση αυτή θα παρακώλυε τα πλοία με βρετανική σημαία να εξάγουν ψάρια προςτα άλλα κράτη μέλη και συνεπώς θα αποτελούσε παράβαση του άρθρου 34 της Συνθήκης. Αν η προϋπόθεση αυτή ισοδυναμούσε με προϋπόθεση εγκαταστάσεως, θα περιόριζε αδικαιολόγητα την ελευθερία των προσώπων που συμμετέχουν στην εκμετάλλευση και χρήση των πλοίων ως προς την παροχή των υπηρεσιών αυτών.

85.

Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης έχουν τη γνώμη ότι, για να αποφεύγονται αμφιβολίες ή απάτες, πρέπει να περιγράφονται σαφώς τα επιτρεπόμενα όρια του σκοπού και της εκτάσεως μιας τέτοιας προϋποθέσεως.

Επί του τρίτου ερωτήματος

86.

Οι Κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, του Βελγίου, της Δανίας και της Ιρλανδίας υποστηρίζουν ότι το κοινοτικό σύστημα ποσοστώσεων αλιείας δικαιολογεί τη θέσπιση εθνικών μέτρων όπως αυτά που εκτίθενται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Ομοίως, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν νομίμως να καθορίζουν τα κατάλληλα κριτήρια για τη χορήγηση της σημαίας τους, με σκοπό την επίτευξη των στόχων του κοινοτικού συστήματος ποσοστώσεων αλιείας. Τα κριτήρια αυτά μπορούν, στην ανάγκη, να αντιβαίνουν προς τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία.

87.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προβαίνει καταρχάς σε ιστορική αναδρομή της κοινής πολιτικής αλιείας και εκθέτει τα μέτρα που έχει θεσπίσει το Ηνωμένο Βασίλειο από το 1983 για να αντιμετωπίσει τις εγγραφές ισπανικών αλιευτικών σκαφών στα βρετανικά νηολόγια. Η κυβέρνηση αυτή επισημαίνει ότι ο British Fishing Boats Act (νόμος περί βρετανικών αλιευτικών σκαφών) του 1983 και το British Fishing Boats Order (διάταγμα περί βρετανικών αλιευτικών σκαφών) του 1983, κατά τα οποία τουλάχιστον το 75 °/ο του πληρώματος ενός βρετανικού αλιευτικού σκάφους έπρεπε να έχουν τη βρετανική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια άλλης χώρας της Κοινότητας, αφορούσαν μόνο τα σκάφη που αλίευαν στη βρετανική ζώνη αλιείας, καθόσον η εφαρμογή τους εκτός της ζώνης δικαιοδοσίας του Ηνωμένου Βασιλείου προσέκρουε σε πλείστες δυσχέρειες. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τονίζει ότι πληροφόρησε, με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 1983, την Επιτροπή για το πρόβλημα που δημιουργούσαν οι νηολογήσεις αυτές και για τις δικές της προθέσεις και την κάλεσε να προτείνει μέτρα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη λύση του προβλήματος αυτού. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επανέλαβε το αίτημα της αυτό την 1η Μαρτίου 1984, αλλά η Επιτροπή παρέμεινε αδρανής. Το Ηνωμένο Βασίλειο πληροφόρησε την Επιτροπή για τα μέτρα που επρόκειτο να αρχίσει να εφαρμόζει την 1η Ιανουαρίου 1986 σε σχέση με τη χορήγηση αδειών αλιείας (τα μέτρα αυτά ήσαν το αντικείμενο των υποθέσεων 3/87, Agegate, και 216/87, Jaderow). Τέλος, ενόψει της συνεχιζόμενης αδράνειας της Επιτροπής και της ζημίας που είχε υποστεί το 1986, το 1987 και το 1988η βρετανική αλιεία λόγω των σκαφών που ανήκαν σε ισπανικά συμφέροντα, το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε τον νόμο του 1988.

88.

Στη συνέχεια η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι, αν παρ' ελπίδα τα άρθρα 7, 52 και 221 της Συνθήκης εφαρμόζονται για τη χορήγηση της σημαίας, τότε οι διατάξεις της κοινής πολιτικής αλιείας, και ιδιαίτερα το σύστημα των ποσοστώσεων, αποτελούν παρέκκλιση από τα άρθρα αυτά, ο νόμος δε του 1988 καλύπτεται από την παρέκκλιση αυτή. Για να στηρίξει το επιχείρημα της αυτό, η Βρετανική Κυβέρνηση διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

89.

Το σύστημα των εθνικών ποσοστώσεων αλιείας συνεπάγεται εξ ορισμού την παρέκκλιση, σε κάποιο βαθμό, από τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ισότητας στην πρόσβαση στα ιχθυαποθέματα. Κατά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2057/82 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως ορισμένων μέτρων ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων [ ΕΕ L 220, σ. 1 ο κανονισμός αυτός κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2241/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου για τις αλιευτικές δραστηριότητες ( ΕΕ L 207, σ. 1 ), ο οποίος τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3483/88 του Συμβουλίου], τα αλιεύματα που υπόκεινται σε ποσοστώσεις καταλογίζονται στην ποσόστωση του κράτους του οποίου τη σημαία φέρει το σκάφος που τα αλίευσε. Αν όμως τα πλοία που είναι νηολογημένα σε ένα κράτος μέλος ήσαν ελεύθερα να λαμβάνουν τη σημαία άλλου κράτους μέλους και συνεπώς να αποκτούν πρόσβαση στις ποσοστώσεις του τελευταίου αυτού κράτους, θα διακυβευόταν ο σκοπός του συστήματος των ποσοστώσεων, δηλαδή η δίκαιη κατανομή των διαθέσιμων αλιευτικών πόρων μεταξύ των κρατών μελών υπέρ των περιοχών που εξαρτώνται από την αλιεία και τις συναφείς βιομηχανίες. Αντίθετα από πολλές άλλες οικονομικές δραστηριότητες, η αλιεία πραγματοποιείται στη θάλασσα, εκτός του εδάφους των κρατών μελών, και το αλιευτικό σκάφος είναι ελεύθερο να μετακινείται από τη μία επικράτεια στην άλλη. Η νηολόγηση ενός σκάφους σε ένα κράτος μέλος δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το σκάφος αυτό έχει όντως πραγματικό οικονομικό σύνδεσμο με την κοινότητα των αλιέων του κράτους μέλους αυτού.

90.

Όταν εκδόθηκαν ο κανονισμός 2057/82 και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 170/83 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1983, περί θεσπίσεως κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων ( ΕΕ L 24, σ. 1 ), όλα τα κράτη μέλη προέβλεπαν για τη νηολόγηση προϋποθέσεις ιθαγένειας παρόμοιες με τις προβλεπόμενες από τον νόμο του 1988. Δεν είναι δυνατόν να συμφώνησαν τα κράτη μέλη, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, να εφαρμόσουν κοινή πολιτική αλιείας βασιζόμενη σε κανόνες νηολογήσεως αντίθετους προς το κοινοτικό δίκαιο. Δύσκολα θα πραγματοποιούνταν η συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών, αν τα κράτη αυτά γνώριζαν ότι οι βασικοί κανόνες στους οποίους στηριζόταν το σύστημα των ποσοστώσεων θα μπορούσαν να καταστρατηγηθούν. Επιπλέον, με την προαναφερθείσα απόφαση Pesca Valentia το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα κράτη μέλη έχουν αρμοδιότητα να νομοθετούν σε σχέση με τη χορήγηση της σημαίας.

91.

Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, η άποψη ότι το σύστημα των ποσοστώσεων αποτελεί καθαυτό παρέκκλιση από ορισμένους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα από την αρχή της ελεύθερης προσβάσεως, υποστηρίχθηκε από τον γενικό εισαγγελέα Mischo με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση 3/87, Agegate, σημεία 73 έως 83 των προτάσεων.

92.

Η αντίθετη άποψη, την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή, είναι αβάσιμη. Πρώτον, δεν είναι ορθό να θεωρηθεί το σύστημα των ποσοστώσεων ως παράγωγη νομοθεσία, η οποία συνεπώς δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τη Συνθήκη. Ο κανονισμός 170/83, ο οποίος καθιέρωσε το σύστημα αυτό, αποτελεί τροποποίηση του άρθρου 100 της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1972 και αποτελεί σημαντικό τμήμα της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1985.

93.

Δεύτερον, από την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Pigs Marketing Board ( ECR 1978, σ. 2347 ), προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για την πραγματοποίηση των σκοπών της κοινής γεωργικής πολιτικής, οι διατάξεις της Συνθήκης περί γεωργίας υπερισχύουν των άλλων διατάξεων.

94.

Εν πάση περιπτώσει, με την απόφαση της 20ής Απριλίου 1978, 80/77 και 81/77, Ramel ( ECR 1978, σ. 927 ), το Δικαστήριο αναγνώρισε ρητά τη δυνατότητα παρεκκλίσεων ή εξαιρέσεων από τις διατάξεις της Συνθήκης, εφόσον προβλέπονται ή συνάγονται από το παράγωγο δίκαιο. Τέτοιες παρεκκλίσεις έχουν γίνει δεκτές από τη νομολογία (π. χ.: απόφαση της 14ης Ιουλίου 1976, 3/76, 4/76 και 6/76, Kramer, ECR 1976, σ. 1279, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, 205/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, « ασφαλίσεις », Συλλογή 1986, σ. 3755, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 61/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 431, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 51/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5459 ).

95.

Η προαναφερθείσα πρόσφατη ανακοίνωση σχετικά με ένα κοινοτικό πλαίσιο για την πρόσβαση στις ποσοστώσεις αλιείας αποτελεί, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλαγή της τακτικής που ακολουθούσε προηγουμένως η Επιτροπή. 'Ετσι, στο σημείο 2.6 της ανακοινώσεως αυτής η Επιτροπή εκτιμά ότι « η σημερινή και η προβλεπόμενη κατάσταση των αλιευτικών πόρων στην Κοινότητα και το επίπεδο αναδιάρθρωσης των αλιευτικών στόλων που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα δεν επιτρέπουν, προς το παρόν, να πραγματοποιηθεί μια πλήρης απελευθέρωση της δράσης των επιχειρήσεων ».

96.

Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που φέρει τον τίτλο « Η γαλάζια Ευρώπη » (αριθ. εγγράφου Α 2-0319/88) έχει το ίδιο περιεχόμενο, εφόσον διαπιστώνεται με την έκθεση αυτή ότι, « αν εφαρμοστεί πλήρως η ελευθερία εγκαταστάσεως στον τομέα της αλιείας, θα προκληθεί σοβαρή οικονομική, κοινωνική και πολιτική αναταραχή στις παράκτιες περιοχές της Κοινότητας ».

97.

Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, ο σκοπός ακριβώς του νόμου του 1988 είναι να εξασφαλιστεί ότι οι ποσοστώσεις αλιείας που έχουν χορηγηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο αποβαίνουν όντως προς όφελος των προσώπων για τα οποία προορίζονται. Στον τομέα της αλιείας υπάρχει σαφής σύνδεσμος μεταξύ ιδιοκτησίας και αλιευτικών δραστηριοτήτων. Επομένως δεν χρειάζεται να γίνεται διάκριση μεταξύ των « κυρίων » ή « πλοιοκτητών » αφενός και των « αλιέων » αφετέρου. Εξάλλου, είναι θεμιτό να θεωρούνται οι κύριοι των αλιευτικών σκαφών ως μέλη της κοινότητας αλιέων, στην ενίσχυση της οποίας αποβλέπει η κοινή πολιτική αλιείας.

98.

Με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987, 46/86, Romkes (Συλλογή 1987, σ. 2671), το Δικαστήριο έκρινε ότι το σύστημα εθνικών ποσοστώσεων δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 7 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, δεν οδηγούν σε διακρίσεις ούτε οι προϋποθέσεις που καθιέρωσε ο νόμος του 1988, του οποίου ο μόνος σκοπός και το μόνο αποτέλεσμα είναι η υποβοήθηση της κοινής πολιτικής αλιείας.

99.

Τέλος, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι, αν οποιοσδήποτε υπήκοος κράτους μέλους μπορούσε να εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος και να έχει αυτόματα το ίδιο δικαίωμα αλιείας με τους υπηκόους του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, δεν θα διακυβευόταν μόνο το σύστημα των ποσοστώσεων, αλλά και το σύστημα που ισχύει για ορισμένες περιοχές που εξαρτώνται ιδιαίτερα από την αλιεία και από τις συναφείς βιομηχανίες, στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα VII του ψηφίσματος της Χάγης του 1976 ( « προτιμήσεις της Χάγης » ), ο αποκλειστικός χαρακτήρας της παράκτιας ζώνης, οι προσεκτικά εξισορροπημένοι μηχανισμοί που προβλέπονται στα άρθρα 156 έως 166 και 346 έως 353 της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1985, καθώς και η προσπάθεια που καταβάλλουν τα κράτη μέλη για την αναδιάρθρωση των αλιευτικών στόλων τους στο πλαίσιο των πολυετών προγραμμάτων της Κοινότητας.

100.

Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν υπάρχει καμία δυσαναλογία μεταξύ των προϋποθέσεων που προβλέπει ο νόμος του 1988 και της πραγματοποιήσεως του επιδιωκομένου στόχου, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της βρετανικής ποσοστώσεως κατά των αποπειρών καταστρατηγήσεων.

101.

Η Κυβέρνηση νου Βελγίου θεωρεί ότι το πρόβλημα που θέτει η παρούσα υπόθεση οφείλεται στο γεγονός και μόνο ότι τα κοινοτικά όργανα έχουν καθορίσει τις ποσοστώσεις αλιείας για κάθε κράτος μέλος. Η κυβέρνηση αυτή φρονεί ότι οι ποσοστώσεις πρέπει να θεωρούνται ως περιορισμοί που έχουν επιβάλει τα ίδια τα κοινοτικά όργανα στο δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 52 της Συνθήκης.

102.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν πρέπει να καταλογίζεται στα κράτη μέλη το γεγονός ότι αμύνονται κατά των αποπειρών καταστρατηγήσεων του συστήματος των ποσοστώσεων καθορίζοντας, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τα κριτήρια για τη χορήγηση στα σκάφη του δικαιώματος να πλέουν υπό τη σημαία τους. Οι απόπειρες αυτές είναι επίσης ασυμβίβαστες με την πολιτική που ακολουθεί η Κοινότητα σε σχέση με την αναδιάρθρωση των αλιευτικών στόλων των κρατών μελών.

103.

Η Κυβέρνηση της Δανίας δίνει έμφαση στο γεγονός ότι πρέπει να υφίσταται αμοιβαία σχέση μεταξύ των ποσοστώσεων των κρατών μελών και των περιοχών που ασχολούνται με την αλιεία, υπέρ των οποίων προορίζονται οι ποσοστώσεις αυτές. Η κυβέρνηση αυτή τονίζει επίσης ότι οι ποσοστώσεις έχουν τον χαρακτήρα παρεκκλίσεως από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ( και παραπέμπει συναφώς στη Διάταξη του Δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 1989, 246/89 R, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπ.π. ). Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να θεσπίζει κανόνες που να προβλέπουν ότι οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών δεν έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τις ποσοστώσεις του, παρά μόνο εφόσον έχουν στενή σχέση ή στενό σύνδεσμο με το κράτος αυτό.

104.

Η ιθαγένεια και η διαμονή καταλέγονται μεταξύ των κριτηρίων που είναι θεμιτό να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη προς τον σκοπό αυτό. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να επιτρέψει τη νηολόγηση σκάφους που ανήκει σε υπηκόους άλλου κράτους μέλους, μόνο εφόσον οι υπήκοοι αυτοί έχουν, βάσει των ανωτέρω κριτηρίων, το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τις ποσοστώσεις του πρώτου κράτους μέλους.

105.

Η Κυβέρνηση νης Ιρλανδίας τονίζει ότι σκοπός του νόμου του 1988 είναι να εξασφαλιστεί ότι μόνο η βρετανική κοινότητα αλιέων θα αντλεί οικονομικά οφέλη από τις ποσοστώσεις που έχουν παραχωρηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο σκοπός αυτός είναι σύμφωνος προς τους σκοπούς του συστήματος των ποσοστώσεων. Με την προαναφερθείσα απόφαση Romkes το Δικαστήριο έκρινε ότι το σύστημα αυτό δεν δημιουργεί διακρίσεις. Το ίδιο επομένως πρέπει να ισχύει και για τον νόμο του 1988.

106.

Δεν υπάρχει καμία δυσαναλογία μεταξύ του νόμου αυτού και του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει.

107.

Η Ιρλανδία ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι τα παρεμφερή προς τα θεσπισθέντα με τον νόμο του 1988 μέτρα είναι αντίθετα προς το άρθρο 52 ή το άρθρο 58 της Συνθήκης, τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, δεδομένου ότι η προστασία των συμφερόντων των τοπικών κοινοτήτων αλιέων εμπίπτουν στην έννοια της «δημόσιας τάξης». Στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται ζήτημα παραβάσεως των άρθρων 7 και 221, καθόσον από το γράμμα των άρθρων αυτών προκύπτει ότι η εφαρμογή τους δεν θίγει την εφαρμογή των άλλων διατάξεων της Συνθήκης.

108.

Η Κνβέρνηοη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας παρατηρεί ότι τα συμβάντα στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και οι πιο πρόσφατες εξελίξεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δηλαδή η αύξηση των εξαγορών επιχειρήσεων από αλιευτικές επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών καθώς και οι απόπειρες αλλαγής σημαίας των αλιευτικών σκαφών άλλων κρατών μελών, δείχνουν σαφώς ότι διακυβεύεται ενδεχομένως η σταθερότητα που επιδιώκεται με την κοινή πολιτική αλιείας.

109.

Το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει καθιερώσει σαφείς κανόνες για την επίλυση ενδεχομένων συγκρούσεων, π. χ. μεταξύ της ελεύθερης πρόσβασης στα αλιευτικά αποθέματα των άλλων κρατών μελών ( την οποία έχει περιορίσει το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο) και της σταθερότητας των εθνικών αγορών αλιείας.

110.

Η προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1989, δεν μπορεί να άρει τη σύγκρουση αυτή, καθόσον δεν πραγματεύεται το πρόβλημα της πραγματικής χρησιμοποιήσεως των ποσοστώσεων.

111.

Κατά συνέπεια, η υποχρέωση λήψεως των κατάλληλων μέτρων βαρύνει τα κράτη μέλη. Ως κριτήριο για τη χορήγηση της σημαίας πρέπει να καθιερωθεί η ύπαρξη στενού οικονομικού συνδέσμου μεταξύ αφενός των περιοχών, ο πληθυσμός των οποίων είναι ιδιαίτερα εξαρτημένος από την αλιεία και τις συναφείς βιομηχανίες, και αφετέρου της χρησιμοποιήσεως της εθνικής ποσοστώσεως. Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αναφέρει ως παράδειγμα τη δυνατότητα επιβολής στο σκάφος της υποχρεώσεως να ασκεί τις δραστηριότητες του με βάση το κράτος μέλος της νηολογήσεως ή της υποχρεώσεως υπαγωγής του πληρώματος του στο καθεστώς κοινωνικών ασφαλίσεων του κράτους αυτού ή της υποχρεώσεως συνάψεως με τοπικές μόνο επιχειρήσεις των συμβάσεων προμήθειας σχετικά με τις πωλήσεις των αλιευμάτων. Αν τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν άλλα κατάλληλα κριτήρια, καθόσον από την άποψη αυτή οι σκοποί της κοινής πολιτικής αλιείας μπορούν να υπερισχύουν των κανόνων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας.

112.

Η Κνβέρνηοη της Ισπανίας, η Επιτροπή και οι προσφεύγοντες της κύριας όίκης έχουν την άποψη ότι η ύπαρξη του συστήματος των ποσοστώσεων δεν ασκεί καμία επιρροή επί των απαντήσεων που προτείνουν να δοθούν στο δεύτερο ερώτημα.

113.

Η Κνβέρνηοη της Ισπανίας παρατηρεί ότι το σύστημα των ποσοστώσεων αλιείας που καθιέρωσε ο κανονισμός 170/83 αποτελεί μέτρο διατηρήσεως των αλιευτικών αποθεμάτων και όχι μέσο στεγανοποιήσεως των αγορών και παρεμβολής προσκομμάτων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, τα μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου.

114.

Εν πάση περιπτώσει, οι επίμαχες προϋποθέσεις αντιβαίνουν, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, προς την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων.

115.

Η Επινροπή επισημαίνει καταρχάς ότι το 1983, όταν η Ισπανία δεν ήταν ακόμα μέλος της Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για να αποκλείσει από τον αλιευτικό του στόλο τα « αγγλο-ισπα-νικά» σκάφη, προφανώς επειδή τα σκάφη αυτά αλίευαν κυρίως στις θαλάσσιες ζώνες δυτικά από την Ιρλανδία και αλίευαν κυρίως είδη ψαριών για τα οποία το ενδιαφέρον στην ισπανική αγορά ήταν πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι στη βρετανική, όπως είναι π. χ. οι μερλού-κιοι. Φαίνεται επίσης ότι ο παραδοσιακός βρετανικός στόλος δεν αλίευε τα είδη αυτά και την εποχή εκείνη ήταν ακόμη ανίκανος να τα εκμεταλλεύεται πλήρως.

116.

Ο νόμος του 1988 δεν ρυθμίζει τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως των ποσοστώσεων, αλλά την εγγραφή των αλιευτικών σκαφών στα νηολόγια και συνεπώς ρυθμίζει τις δυνατότητες ασκήσεως όλων εν γένει των δραστηριοτήτων θαλάσσιας αλιείας, περιλαμβανομένης και της αλιείας ειδών που δεν υπόκεινται σε ποσοστώσεις.

117.

Η Επιτροπή κάνει την εξής διάκριση. Αν το σύστημα των ποσοστώσεων, όπως ισχύει σήμερα, επέτρεπε στα κράτη μέλη να προβλέπουν ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες θα συμβιβάζονταν με το κοινοτικό δίκαιο λόγω της ανάγκης και μόνο επιτεύξεως των σκοπών του συστήματος αυτού, οι προϋποθέσεις αυτές θα έπρεπε να ενσωματωθούν στις άδειες ή τα άλλα μέτρα διαχειρίσεως που πρέπει να θεσπίζει το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 170/83, και όχι να επιβληθούν ως προϋποθέσεις της νηολογήσεως rav σκαφών. Επιπλέον, ακόμη και αν ορισμένες προϋποθέσεις με τις οποίες περιορίζεται η παροχή αδειών είναι δικαιολογημένες, θα μπορούσαν να παύσουν να είναι δικαιολογημένες, αν το σύστημα εξελισσόταν προς ένα περισσότερο ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για τους περιορισμούς που επιβάλλονται στη νηολόγηση των πλοίων.

118.

Το τελικό συμπέρασμα της Επιτροπής είναι ότι η ύπαρξη του συστήματος των ποσοστώσεων είναι ανεξάρτητη του ζητήματος αν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο οι προϋποθέσεις νηολογήσεως των σκαφών οι οποίες εκτίθενται στο δεύτερο ερώτημα.

119.

Όσον αφορά την αντίληψη ότι οι διατάξεις της κοινής πολιτικής αλιείας, και συγκεκριμένα οι διατάξεις του συστήματος των ποσοστώσεων, αποτελούν παρεκκλίσεις από τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης, μεταξύ των οποίων η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, η Επιτροπή φρονεί ότι, παρά τις διαπιστώσεις που εκτίθενται στη σκέψη 26 της Διατάξεως της 10ης Οκτωβρίου 1989, 246/89 R (όπ.π. ), το σημερινό σύστημα ποσοστώσεων, μολονότι περιορίζει την πρόσβαση σε ορισμένους αλιευτικούς πόρους, εντούτοις δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των αλιέων όλων των κρατών μελών σε σχέση με την πρόσβαση στους περιορισμένους αυτούς πόρους. Προς στήριξη της απόψεως της αυτής, η Επιτροπή παραπέμπει στην προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση Romkes.

120.

Οι προσφεύγοντες της κύριας ώ'κηςπαρα-τηρούν καταρχάς ότι: α) 36 από τα 95 αλιευτικά σκάφη τους ανήκαν ήδη στον στόλο του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την περίοδο 1973-1978 (που αποτελούσε την περίοδο αναφοράς για την κατανομή των ποσοστώσεων που καθιερώθηκαν τον Ιανουάριο 1983 ), β ) 85 από τα 95 σκάφη ήταν ήδη νηολογημένα και χρησιμοποιούνταν ως βρετανικά αλιευτικά σκάφη τον Ιανουάριο 1983, γ ) από τα 85 αυτά σκάφη τα 42 έπλεαν πάντοτε υπό βρετανική σημαία και τα 43 έπλεαν προηγουμένως υπό ισπανική σημαία, αλλά είχαν εγγραφεί στα βρετανικά νηολόγια πριν από το 1983. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Κοινότητας είχαν αναγνωρίσει ότι τα 43 αυτά πλοία ήσαν πλοία « κοινών επιχειρήσεων » κατά την έννοια του άρθρου 168, παράγραφος 4, και του παραρτήματος XII της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1985.

121.

Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι δεν έχει κανένα νόημα να γίνεται λόγος για « λεηλασία ποσοστώσεων », την οποία καταλογίζουν οι βρετανικές αρχές στα σκάφη των προσφευγόντων, και ότι πρόκειται για κατάφωρη προσβολή των δικαιωμάτων που αντλούν οι προσφεύγοντες από τις διατάξεις αυτές της Πράξεως Προσχωρήσεως.

122.

Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι από την κοινή πολιτική αλιείας δεν προκύπτει κανείς δικαιολογητικός λόγος για τις διατάξεις του νόμου του 1988, διατυπώνουν δε συναφώς τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

123.

Η κοινή πολιτική αλιείας αποτελεί μέρος της κοινής γεωργικής πολιτικής. Όλοι οι βασικοί κανονισμοί για την αλιεία έχουν εκδοθεί βάσει των άρθρων 42 και/ή 43 της Συνθήκης.

124.

Από το άρθρο 38, παράγραφος 2, της Συνθήκης και την απόφαση της 20ής Απριλίου 1978, Ramel ( όπ.π. ), προκύπτει ότι οι βασικές διατάξεις της Συνθήκης υπερισχύουν των ειδικών κανόνων της κοινής γεωργικής πολιτικής, εκτός αν προβλέπεται άλλως.

125.

Στα άρθρα 39 έως 46 της Συνθήκης δεν απαντά καμία ρητή διάταξη που θα μπορούσε ευλόγως να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρεκκλίνουν τόσο πολύ από τις βασικές αρχές της Συνθήκης όσο αποπειράθηκε να πράξει το Ηνωμένο Βασίλειο. Αντίθετα, από το άρθρο 40, παράγραφος 3, και την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, Klensch (όπ.π), προκύπτει ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ισχύει και για τα μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη στον τομέα της γεωργίας. Ειδικότερα, το ότι η αρχή αυτή εφαρμόζεται στα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται στον τομέα της αλιείας έχει επιβεβαιωθεί με την απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, 207/86, Apesco ( Συλλογή 1988, σ. 2151 ).

126.

Η κοινή πολιτική αλιείας, και ειδικότερα το σύστημα των ποσοστώσεων, δεν έχει, αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζεται το Ηνωμένο Βασίλειο, τυπική ισχύ διατάξεως της Συνθήκης λόγω του ότι έχει « ενσωματωθεί » στην Πράξη Προσχωρήσεως του 1985. Η Πράξη Προσχωρήσεως δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η κοινή πολιτική αλιείας πρέπει να ερμηνεύεται ανεξάρτητα από τις βασικές αρχές της Συνθήκης. Εξάλλου, αν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε δίκαιο, η συγκατάθεση του σε σχέση με τα 43 σκάφη των « κοινών επιχειρήσεων », στα οποία αναφέρεται ρητά η Πράξη Προσχωρήσεως του 1985, θα είχε και αυτή «τυπική ισχύ διατάξεως της Συνθήκης »

127.

Το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να επιτρέπει καθαυτό παρεκκλίσεις από τη Συνθήκη. Αντίθετα, από πολλές διατάξεις της κοινής πολιτικής αλιείας προκύπτει ότι η πολιτική αυτί] όχι μόνο δεν εξαιρείται από την εφαρμογή των βασικών αρχών του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων, με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, αλλά υπόκειται ρητά σε όλες τις αρχές αυτές.

128.

Για να στηρίξουν την άποψη τους αυτή, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης παραπέμπουν, μεταξύ άλλων: α) στο άρθρο 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 101/76 του Συμβουλίου, που καθιερώνει την αρχή της ίσης προσβάσεως στους αλιευτικούς πόρους, β ) στην τριακοστή αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3796/81 του Συμβουλίου, της 29ης Δεκεμβρίου 1981, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των προϊόντων αλιείας ( ΕΕ L 379, σ. 1 ), κατά την οποία στο εσωτερικό εμπόριο της Κοινότητας απαγορεύονται αυτοδικαίως η είσπραξη κάθε δασμού ή φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος και η εφαρμογή κάθε ποσοτικού περιορισμού ή μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος, γ ) στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το οποίο ορίζει, όσον αφορά την καταβολή αποζημιώσεως στους παραγωγούς που δεν είναι μέλη οργανώσεως παραγωγών, ότι η αποζημίωση αυτή χορηγείται χωρίς διάκριση λόγω ιθαγένειας ή λόγω τόπου εγκαταστάσεως των δικαιούχων, δ) στο άρθρο 27, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το οποίο καθιερώνει, για όλα τα αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία ενός των κρατών μελών, την αρχή της ισότητας των όρων εισόδου στους λιμένες και στις εγκαταστάσεις του πρώτου σταδίου εμπορίας των άλλων κρατών μελών, ε ) στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 170/83 του Συμβουλίου (όπ.π.), το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τους τρόπους εκμεταλλεύσεως των ποσοστώσεων που τους έχουν παραχωρηθεί, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις, στ) στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3094/86 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1986, για τη θέσπιση ορισμένων τεχνικών μέτρων διατήρησης των αλιευτικών πόρων ( ΕΕ L 288, σ. 1 ), από το οποίο προκύπτει, σε συνδυασμό με τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου αυτού κανονισμού, ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων αποτελεί μία από τις «ελάχιστες προϋποθέσεις» που προβλέπει σχετικά το κοινοτικό δίκαιο.

129.

Όσον αφορά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 2057/82 του Συμβουλίου, κατά το οποίο όλα τα αλιεύματα ιχθύων για τα οποία έχει καθοριστεί ποσόστωση και τα οποία αλιεύονται από σκάφη « που φέρουν σημαία » κράτους μέλους ή που είναι « νηολογημένα » σε κράτος μέλος καταλογίζονται στην ποσόστωση αυτού του κράτους, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν, σε σχέση με τη χορήγηση της σημαίας, από τις βασικές υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η Συνθήκη.

130.

Με τη σκέψη 13 της αποφάσεως της 19ης Ιανουαρίου 1988, Pesca Valentia (όπ.π.), το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τον κανονισμό 101/76 του Συμβουλίου, έκρινε ότι ο ορισμός των εννοιών « υπό σημαία » και « νηολογημένα » επαφίεται στους νομοθέτες των κρατών μελών. Το Δικαστήριο πάντως έκρινε, με την ίδια σκέψη, ότι ο κανονισμός 101/76 επιβάλλει την τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων εις βάρος των υπηκόων των άλλων κρατών μελών.

131.

Κατά τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, δεν είναι βάσιμο το επιχείρημα που αντλεί η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo στις υποθέσεις Agegate και Jaderow για να αποδείξει ότι το σύστημα των ποσοστώσεων επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τη Συνθήκη.

132.

Σκοπός του νόμου του 1988 δεν είναι να εξασφαλιστεί ότι από τις βρετανικές ποσοστώσεις αλιείας ωφελούνται πράγματι τα πρόσωπα για τα οποία προορίζονται οι ποσοστώσεις αυτές. Οι ποσοστώσεις που παραχωρούνται σε ένα κράτος μέλος πρέπει να αποβαίνουν προς όφελος των κοινοτήτων αλιέων του κράτους αυτού. Οι δραστηριότητες όμως, των οποίων η άσκηση επιφυλάσσεται μόνο στα πρόσωπα που προστατεύονται από τον νόμο του 1988, δεν είναι ούτε αποκλειστικά ούτε καν κυρίως αλιευτικές δραστηριότητες. Επιπλέον, για τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών των αλιευτικών κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου, ο νόμος αυτός είτε δεν έχει καμία επίπτωση είτε είναι πολύ επιζήμιος. Τέλος, τα σκάφη των « κοινών επιχειρήσεων », τα οποία κυρίως πλήττονται από τον νόμο του 1988, έχουν συμβάλει σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Milford Haven.

133.

Ακόμη και αν ο νόμος του 1988 προστάτευε αποτελεσματικά τις παραδοσιακές αλιευτικές κοινότητες του Ηνωμένου Βασιλείου, θα έπρεπε οπωσδήποτε να τηρεί και την αρχή της αναλογικότητας. Οι προϋποθέσεις σχετικά με την ιθαγένεια, την κατοικία και τη διαμονή, με όλες τις αδικίες και ανωμαλίες που συνεπάγονται, δεν αποτελούν το κατά το δυνατόν λιγότερο επαχθές μέσο για την εξασφάλιση της επιβιώσεως του συστήματος των ποσοστώσεων αλιείας ή των αλιευτικών κοινοτήτων.

134.

Τέλος, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης παρατηρούν ότι οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται με τον νόμο του 1988 αφορούν την εγγραφή των αλιευτικών σκαφών στα νηολόγια και όχι τη χορήγηση αδειών αλιείας εντός των ορίων των ποσοστώσεων. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή των προϋποθέσεων αυτών σε πλοία που αλιεύουν αποκλειστικά και μόνο είδη που δεν υπόκεινται σε ποσοστώσεις, όπως το σκάφος Brisca της εταιρίας Rawlings ( Trawling ) Ltd, είναι τελείως αδικαιολόγητη.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

135.

Κατά την Κυβέρνηση νου Ηνωμένου ΒαοιΜου, ούτε ο τρόπος με τον οποίο θεσπίστηκε ο νόμος του 1988 ούτε το γεγονός ότι πλήττει τα αγγλο-ισπανικά σκάφη τον καθιστούν ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο.

136.

Ειδικότερα, ο νόμος του 1988 προέβλεψε μια μεταβατική περίοδο τεσσάρων μηνών. Ο νόμος ισχύει μόνο για το μέλλον και δεν καθιστά αναδρομικά παράνομη μια συμπεριφορά που ήταν προηγουμένως νόμιμη.

137.

Το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης καταστρατήγησαν επί ορισμένη περίοδο τους σκοπούς της κοινής πολιτικής αλιείας δεν σημαίνει ότι αποκτούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα τους επιτραπεί να εξακολουθήσουν την καταστρατήγηση αυτή και στο μέλλον. Από το 1983 το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε μια σειρά μέτρων για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της λεηλασίας των ποσοστώσεων. Αντίθετα, η δραστηριότητα ακριβώς των προσφευγόντων της κύριας δίκης στέρησε από τη βρετανική βιομηχανία αλιείας τις θεμιτές προσδοκίες της στο πλαίσιο του συστήματος των ποσοστώσεων.

138.

Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, από την απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, 154/78, Valsabbia κατά Επιτροπής (ECR 1980, σ. 970), προκύπτει ότι ηεγγύηση της ιδιοκτησίας των αγαθών δεν καλύπτει την προστασία των εμπορικής φύσεως συμφερόντων, ο αβέβαιος χαρακτήρας των οποίων είναι συμφυής προς την ίδια την έννοια της εμπορικής δραστηριότητας.

139.

Η Κνβέρνηοη της ΙρΑαναίας φρονεί ότι η συμμετοχή των πλοίων των προσφευγόντων της κύριας δίκης στη «λεηλασία των ποσοστώσεων » αφενός και τα μέτρα που έχει λάβει από το 1983 το Ηνωμένο Βασίλειο αφετέρου συνεπάγονταν ότι οι κύριοι των πλοίων αυτών δεν μπορούσαν να προσδοκούν δικαιολογημένα ότι θα εξακολουθούσαν τις δραστηριότητες τους.

140.

Οι Κυβερνήσεις του Βελγίου και της Ομο-σπονόιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προτείνουν να δοθεί απλώς αρνητική απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.

141.

Κατά την Κυβέρνηση της Ιοπανίας, όπως και αν ερμηνευθεί το γράμμα του τετάρτου ερωτήματος του βρετανικού δικαστηρίου, παραμένει το γεγονός ότι ο νόμος του 1988 είναι ασυμβίβαστος προς τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας.

142.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε σκόπιμο να δοθεί χωριστή απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.

143.

Οι προσφεύγοντες της κύριας όίκης φρονούν ότι ο νόμος του 1988 είναι αντίθετος προς τις γενικές αρχές της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συναφώς αναφέρονται στην παράβαση των δικαιωμάτων που παρέχει στα πλοία των « κοινών επιχειρήσεων » το άρθρο 168, παράγραφος 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1985, σε συνδυασμό με το παράρτημα XII της Πράξεως αυτής.

IV — Απάντηση στην ερώτηση του Δικαστηρίου

144.

Το Δικαστήριο έθεσε στην Επιτροπή το ακόλουθο ερώτημα:

« Με τις γραπτές παρατηρήσεις της ( σ. 24, σημείο 12.2, τελευταία παράγραφος), η Επιτροπή αναφέρεται, όσον αφορά το κοινοτικό σύστημα διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων, στη δυνατότητα μιας εξελίξεως “ προς ένα πιο ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων”. Η Επιτροπή παρακαλείται να διασαφηνίσει τη δυνατότητα αυτή και να αναφέρει τα μέτρα που έχει λάβει ή πρόκειται να λάβει για την καθιέρωση αυτού του ολοκληρωμένου συστήματος. »

145.

Με την απάντηση της η Επιτροπή παρατηρεί ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 8 του κανονισμού 170/83, έχει την υποχρέωση να υποβάλει στο Συμβούλιο, πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1991, έκθεση σχετικά με την κατάσταση της αλιείας στην Κοινότητα, την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών, την κατάσταση των αποθεμάτων, καθώς και την πιθανή εξέλιξη τους· βάσει της εκθέσεως αυτής το Συμβούλιο θα θεσπίσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43 της Συνθήκης, « τις προσαρμογές που μπορεί να είναι αναγκαίες yia την κατανομή των πόρων μεταξύ των κρατών μελών (... ) ».

146.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι επί του παρόντος δεν είναι σε θέση να αναφέρει Επακριβώς τις προτάσεις που θα υποβάλει ϊνδεχομένως στο Συμβούλιο με την έκθεση αυτή.

K. N. Κακούρης

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 25ης Ιουλίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-221/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του High Court of Justice of England and Wales, Queen's Bench Division, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

The Queen

και

Secretary of State for Transport, ex parte: Factortame Ltd και λοιπών,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αφορούν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα εγκαταστάσεως και τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, προκειμένου να κριθεί αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η εθνική νομοθεσία σχετικά με τις προϋποθέσεις νηολογήσεως των αλιευτικών σκαφών,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moutinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: J.-G. Giraud

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

οι Factortame Ltd κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους David Vaughan, QC, Gerald Barling, barrister, David Anderson, barrister, και Stephen Swabey, solicitor, του δικηγορικού γραφείου Thomas Cooper & Stibbard,

η Βρετανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Timothy J. G. Pratt, principal assistant treasury solicitor, επικουρούμενο από τον Sir Nicholas Lyell, QC, solicitor general, Christopher Bellamy, QC, Christopher Vajda, barrister, και Andrew Macnab, barrister,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ir. L. Van de Vel, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jørgen Molde, νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roder, Regierungsdirektor του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών, και τον Gerhard Leibrock, Regierungsrat του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Ε. Μ. Μαμουνά, δικηγόρο και μέλος της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Javier Conde de Saro, Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας Κοινοτικού Νομικού και Θεσμικού Συντονισμού, και την Rosario Silva de Lapuerta, abogado del Estado, μέλος της Υπηρεσίας Κοινοτικών Νομικών Διαφορών,

η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Louis J. Dockery, chief state solicitor,

η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Robert C. Fischer, νομικό σύμβουλο και τον Peter Oliver, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν προφορικά κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιανουαρίου 1991 οι Factortame Ltd κλπ., εκπροσωπούμενοι από τον D. Vaughan, QC, η Rawlings (Trawling) Ltd, εκπροσωπούμενη από τον Ν. Forwood, QC, η Βρετανική Κυβέρνηση, η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J Van de Velde, σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών, η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Karl, η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Ι. Γαλάνη-Μαραγκουδάκη, η Ισπανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. O'Reilly, SC, και η Επιτροπή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 10ης Μαρτίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουλίου 1989 το High Court of Justice of England and Wales, Queen's Bench Division, υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αφορούν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα εγκαταστάσεως και τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, προκειμένου να κρίνει αν συμβιβάζεται με το δίκαιο αυτό η εθνική νομοθεσία σχετικά με τις προϋποθέσεις νηολογήσεως των αλιευτικών σκαφών.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Secretary of State for Transport (στο εξής: Υπουργού Μεταφορών) και της εταιρίας Factortame Ltd και άλλων εταιριών διεπομένων από το βρετανικό δίκαιο, καθώς και των διευθυνόντων συμβούλων ή διαχειριστών και των μετόχων των εταιριών αυτών, η πλειονότητα των οποίων είναι Ισπανοί υπήκοοι ( στο εξής: προσφεύγοντες της κύριας δίκης ).

3

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης έχουν την κυριότητα ή την εκμετάλλευση 95 αλιευτικών πλοίων που νηολογήθηκαν ως βρετανικά πλοία βάσει του Merchant Shipping Act 1894 (νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 1894). Πενήντα τρία από τα πλοία αυτά, καίτοι είχαν αρχικά νηολογηθεί στην Ισπανία και έφεραν την ισπανική σημαία, ενεγράφησαν στη συνέχεια στο βρετανικό νηολόγιο κατά διάφορες ημερομηνίες, αρχής γενομένης από το 1980. Τα υπόλοιπα 42 πλοία είχαν εξ υπαρχής νηολογηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά αγοράστηκαν από τις εταιρίες σε διάφορες ημερομηνίες, κυρίως μετά το 1983.

4

Το νομικό καθεστώς της νηολογήσεως των βρετανικών αλιευτικών πλοίων τροποποιήθηκε ριζικώς με το μέρος ΙΙ του Merchant Shipping Act 1988 (νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 1988, στο εξής: νόμος του 1988 ) και από τη Merchant Shipping ( Registration of Fishing Vessels ) Regulations 1988 ( κανονιστική απόφαση του 1988 σχετικά με τη νηολόγηση αλιευτικών πλοίων, στο εξής: κανονιστική απόφαση του 1988, S. Ι 1988, αριθ. 1926 ). Δεν αμφισβητείται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο προέβη στην τροποποίηση αυτή για να θέσει τέρμα στην πρακτική που είναι γνωστή ως « quota hopping », δηλαδή στην πρακτική η οποία, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, συνίσταται στη « λεηλασία » των χορηγουμένων στο Ηνωμένο Βασίλειο ποσοστώσεων αλιείας από πλοία τα οποία, καίτοι φέρουν τη βρετανική σημαία, δεν είναι στην πραγματικότητα βρετανικά.

5

Με τον νόμο του 1988 προβλέφθηκε η θέσπιση νέου νηολογίου, στο οποίο πρέπει να είναι στο εξής εγγεγραμμένα όλα τα βρετανικά αλιευτικά πλοία, περιλαμβανομένων και αυτών που ήσαν ήδη εγγεγραμμένα στο παλαιό γενικό νηολόγιο βάσει του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 1894. Ωστόσο, μόνο τα αλιευτικά πλοία που πληρούν τους όρους του άρθρου 14 του νόμου του 1988 μπορούν να εγγράφονται στο νέο νηολόγιο.

6

Το άρθρο αυτό ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι ένα αλιευτικό σκάφος δεν μπορεί να εγγραφεί στο νέο νηολόγιο, εκτός εάν υπάρξει ρητή άδεια του Υπουργού Μεταφορών, παρά μόνο:

« α)

εάν ο κύριος του σκάφους είναι Βρετανός,

β)

εάν η εκμετάλλευση του σκάφους και η χρησιμοποίηση του διευθύνονται και ελέγχονται με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο, και

γ)

εάν ο ναυλωτής, ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής είναι φυσικό πρόσωπο ή εταιρία που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. »

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ένα αλιευτικό σκάφος θεωρείται ότι ανήκει σε Βρετανό, εφόσον ανήκει κατά κυριότητα (legal ownership) και εξ ολοκλήρου σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και εφόσον μία ή περισσότερες από τις εταιρίες που συγκεντρώνουν τις εν λόγω προϋποθέσεις αντλούν όντως τα εκ της επί του σκάφους κυριότητας οφέλη ( beneficial ownership ) ή εφόσον ένα ή περισσότερα πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις αντλούν εξ αυτού οφέλη τουλάχιστον κατά 75 ο/ο. Η παράγραφος 7 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι ως « πρόσωπο που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις » νοείται το φυσικό πρόσωπο που έχει τη βρετανική ιθαγένεια και κατοικεί και διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι ως « εταιρία που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις » νοείται η εταιρία που έχει συσταθεί και έχει την έδρα της ( principal place of business ) στο Ηνωμένο Βασίλειο και της οποίας τουλάχιστον το 75 ο/ο του εταιρικού κεφαλαίου ανήκει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και τουλάχιστον το 75 ο/ο των διευθυνόντων συμβούλων ή διαχειριστών είναι άτομα που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

7

Τέλος, η παράγραφος 4 του άρθρου 14 δίνει τη δυνατότητα στον Υπουργό Μεταφορών να προβλέπει ατομικές εξαιρέσεις, σε σχέση με την προϋπόθεση της ιθαγένειας, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια της διαμονής του ενδιαφερομένου στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με την αλιεία στη χώρα αυτή.

8

Ο νόμος και η κανονιστική απόφαση του 1988 άρχισαν να ισχύουν την 1η Δεκεμβρίου 1988. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 13 του νόμου, η ισχύς των νηολογήσεων που είχαν γίνει υπό το καθεστώς του προγενέστερου συστήματος παρατάθηκε, για μια μεταβατική περίοδο, μέχρι τις 31 Μαρτίου 1989.

9

Όταν άρχισε να εφαρμόζεται η διαδικασία που αποτέλεσε την αιτία της διαφοράς της κύριας δίκης, τα 95 αλιευτικά πλοία των προσφευγόντων δεν πληρούσαν μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις νηολογήσεως του άρθρου 14 του νόμου του 1988 και, επομένως, δεν μπορούσαν να εγγραφούν στο νέο νηολόγιο.

10

Δεδομένου ότι τα πλοία αυτά δεν θα μπορούσαν πλέον να αλιεύουν μετά την 1η Απριλίου 1989, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίστηκαν, με την αίτηση για δικαστικό έλεγχο που υπέβαλαν στις 16 Δεκεμβρίου 1988 ενώπιον του High Court of Justice, Queen's Bench Division, ότι το μέρος II του νόμου του 1988 δεν συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο.

11

Προς τον σκοπό επιλύσεως της διαφοράς αυτής, το High Court of Justice υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Ερώτημα 1

Ασκεί το κοινοτικό δίκαιο επιρροή επί των προϋποθέσεων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για να ορίσουν ποια σκάφη έχουν το δικαίωμα να εγγράφονται στα νηολόγια τους, να πλέουν υπό τη σημαία τους και να έχουν την εθνικότητα τους;

Ερώνημα 2

Ενόψει των διατάξεων και των αρχών του κοινοτικού δικαίου και ιδίως ( αλλ' όχι μόνο) της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της αρχής της αναλογικότητας, έχει ένα κράτος μέλος την εξουσία να ορίζει ότι, προκειμένου ένα αλιευτικό σκάφος να εγγραφεί στα νηολόγια του και να έχει το δικαίωμα να πλέει υπό τη σημαία του, πρέπει:

α)

η κυριότητα του σκάφους να ανήκει κατά 100 ο/ο σε υπηκόους του κράτους μέλους αυτού που διαμένουν και κατοικούν στη χώρα αυτή ή σε εταιρία της οποίας το 15 % τουλάχιστον των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων ανήκει, ως legal και beneficial ownership, σε πρόσωπα με τις ανωτέρω ιδιότητες και της οποίας το 75 ο/ο τουλάχιστον των διευθυνόντων συμβούλων ή διαχειριστών είναι πρόσωπα με τις ανωτέρω ιδιότητες ( στο εξής η εταιρία αυτή θα αποκαλείται “εταιρία που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ” ) και

β)

η beneficial ownership του σκάφους να ανήκει κατά το 75 ο/ο τουλάχιστον σε υπηκόους του κράτους μέλους αυτού που διαμένουν και κατοικούν εκεί ή κατά το 100% σε μία ή περισσότερες εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή κατά ένα μέρος σε μία ή περισσότερες εταιρίες που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, εφόσον το 75 ο/ο τουλάχιστον του υπολοίπου της κυριότητας του σκάφους ανήκει σε υπηκόους του κράτους μέλους αυτού που διαμένουν και κατοικούν στο κράτος αυτό και

γ)

η εκμετάλλευση και η χρησιμοποίηση του σκάφους να διευθύνονται και να ελέγχονται με βάση το κράτος μέλος αυτό και

δ)

ο εφοπλιστής ή ο ναυλωτής του να είναι υπήκοος του κράτους μέλους αυτού που διαμένει και κατοικεί εκεί ή εταιρία που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, εφόσον δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση σε σχέση με τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, εκτός του ότι το κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να απαλλάσσει από την τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με την ιθαγένεια ορισμένα άτομα λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια της διαμονής τους στο κράτος μέλος αυτό καιτη διάρκεια της απασχολήσεως τους στον κλάδο της αλιείας του κράτους μέλους αυτού;

Ερώτημα 3

Έχει σημασία για την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα η ύπαρξη εθνικών ποσοστώσεων αλιευμάτων, οι οποίες κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με την κοινή αλιευτική πολιτική;

Ερώτημα 4

Έχει σημασία για τις απαντήσεις στα ερωτήματα 2 και 3 το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε με σκοπό να στερηθούν ορισμένα αλιευτικά σκάφη, τα οποία αμέσως πριν από την έναρξη της ισχύος του μέτρου αυτού είχαν εγγραφεί προσηκόντως στα νηολόγια του εν λόγω κράτους μέλους, είχαν λάβει άδεια αλιείας από το κράτος αυτό και ανήκαν στην πραγματικότητα (beneficial ownership) σε μεγάλο ποσοστό σε υπηκόους άλλου κράτους μέλους, οι οποίοι διαμένουν και κατοικούν στο άλλο αυτό κράτος μέλος, τη δυνατότητα να πλέουν υπό τη σημαία του πρώτου κράτους μέλους, με συνέπεια να μην μπορούν πλέον τα σκάφη αυτά να αλιεύουν ψάρια της ποσοστώσεως αλιευμάτων που έχει παραχωρηθεί στο πρώτο κράτος μέλος βάσει της κοινής αλιευτικής πολιτικής, εκτός αν η κυριότητα και η εκμετάλλευση των σκαφών μεταβιβαστεί σε υπηκόους του πρώτου κράτους μέλους που διαμένουν και κατοικούν εκεί σύμφωνα με τις διατάξεις του επίμαχου μέτρου; »

12

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου ερωτήματος

β Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, η αρμοδιότητα καθορισμού των προϋποθέσεων νηολογήσεως των πλοίων ανήκει στα κράτη μέλη. Όσον αφορά ειδικότερα τα αλιευτικά σκάφη, το Δικαστήριο δέχθηκε, με την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1988, 223/86, Pesca Valentia ( Συλλογή 1988, σ. 83, σκέψη 13 ), ότι οι διατάξεις του κανονισμού 101/76 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 1976, περί θεσπίσεως κοινής διαρθρωτικής πολιτικής στον τομέα της αλιείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 04/001, σ. 61), αναφέρονται στα αλιευτικά σκάφη «υπό σημαία » ενός των κρατών μελών ή τα « νηολογημένα » σε ένα από τα κράτη αυτά, ενώ ο ορισμός των εννοιών αυτών επαφίεται στους νομοθέτες των κρατών μελών.

14

Εντούτοις, πρέπει να υπομνηστεί ότι τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που εξακολουθούν να έχουν ( βλ. τελευταία τις αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1988, 57/86, Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2855, σκέψη 9, και της 21ης Ιουνίου 1988, 127/87, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1988, σ. 3333, σκέψη 7 ).

15

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και οι Κυβερνήσεις του Βελγίου και της Ελληνικής Δημοκρατίας ισχυρίζονται εντούτοις ότι τα ανωτέρω δεν ισχύουν σε σχέση με την αρμοδιότητα που έχει κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο κάθε κράτος να καθορίζει κυριαρχικά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί στα σκάφη το δικαίωμα να πλέουν υπό τη σημαία του. Συναφώς, οι κυβερνήσεις αυτές επικαλούνται το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Γενεύης, της 29ης Απριλίου 1958, περί της ανοικτής θάλασσας ( United Nations Treaty Series 450, No. 6465 ), το οποίο έχει ως εξής:

« Κάθε κράτος καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί την εθνικότητα του στα σκάφη, καθώς και τις προϋποθέσεις νηολογήσεως και παροχής στα πλοία του δικαιώματος να πλέουν υπό τη σημαία του. Τα σκάφη έχουν την εθνικότητα του κράτους που τους έχει επιτρέψει να πλέουν υπό τη σημαία του. Μεταξύ του κράτους και του σκάφους πρέπει να υφίσταται ουσιαστική σχέση: το κράτος πρέπει, μεταξύ άλλων, να ασκεί πράγματι επί των πλοίων που πλέουν υπό τη σημαία του τη δικαιοδοσία του και τον έλεγχο του στον τεχνικό, διοικητικό και εργασιακό τομέα. »

16

Η επιχειρηματολογία αυτή θα είχε αξία μόνο εάν οι επιταγές του κοινοτικού δικαίου, σε σχέση με την εκ μέρους των κρατών μελών άσκηση της αρμοδιότητας που εξακολουθούν να έχουν σχετικά με τη νηολόγηση των πλοίων, αντέβαιναν προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.

17

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίζουν, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, τις αναγκαίες προϋποθέσεις εγγραφής των σκαφών στα νηολόγια τους και παροχής στα σκάφη αυτά του δικαιώματος να πλέουν υπό τη σημαία τους, αλλ' ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας τους αυτής, να τηρούν τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

18

Με το ερώτημα αυτό το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν οι τρεις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος του 1988 για την εγγραφή των αλιευτικών σκαφών στα νηολόγια του Ηνωμένου Βασιλείου συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο. Το ερώτημα αυτό αναλύεται συνεπώς ως εξής:

« 1)

Έχει το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα έχουν οι αρχές της ελεύθερης εγκαταστάσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και της αναλογικότητας, την έννοια ότι απαγορεύεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν ως προϋποθέσεις νηολογήσεως των αλιευτικών σκαφών ότι πρέπει:

α)

οι πλοιοκτήτες, οι κύριοι ( legal owners και beneficial owners ), οι εφοπλιστές και οι ναυλωτές του σκάφους να έχουν την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους ή να είναι εταιρίες που έχουν συσταθεί στο κράτος αυτό, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση το 75 °/ο τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρίας να ανήκει σε υπηκόους του οικείου κράτους μέλους ή σε εταιρίες που συγκεντρώνουν τις ίδιες προϋποθέσεις και το 75 °/ο των διευθυνόντων συμβούλων ή διαχειριστών της εταιρίας να είναι υπήκοοι του οικείου κράτους μέλους,

β)

οι πλοιοκτήτες, κύριοι ( legal owners και beneficial owners ), εφοπλιστές, ναυλωτές, μέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοι ή διαχειριστές ( ανάλογα με την περίπτωση ) να διαμένουν και να κατοικούν στο κράτος μέλος αυτό,

γ)

η εκμετάλλευση και η χρησιμοποίηση του σκάφους να διευθύνονται και να ελέγχονται με βάση το κράτος μέλος αυτό ;

2)

Ασκεί καμία επιρροή επί της απαντήσεως στο ανωτέρω ερώτημα Ι το γεγονός ότι προβλέπεται η δυνατότητα απαλλαγής ορισμένων ατόμων από την υποχρέωση τηρήσεως των προϋποθέσεων περί ιθαγένειας, ενόψει της διάρκειας της διαμονής τους στο κράτος μέλος αυτό και της διάρκειας της απασχολήσεως τους στον κλάδο της αλιείας του κράτους αυτού;

Ως προς τις προϋποθέσεις σχετικά με την ιθαγένεια, τη διαμονή και την κατοικία (σημείο Ι, στοιχεία α και β, τον δευτέρου ερωτήματος, όπως αναδιατνπώθηκε ανωτέρω)

19

Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η εγγραφή σκάφους στα νηολόγια αποτελεί καθαυτή πράξη εγκαταστάσεως, κατά την έννοια των άρθρων 52 επ. της Συνθήκης, και ότι συνεπώς έχουν εφαρμογή οι κανόνες περί ελεύθερης εγκαταστάσεως.

20

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η έννοια της εγκαταστάσεως, όπως χρησιμοποιείται στα άρθρα 52 επ. της Συνθήκης, ενέχει την πραγματική άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας με τη δημιουργία μιας μόνιμης εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος για αόριστο χρονικό διάστημα.

21

Κατά συνέπεια, η εγγραφή σκάφους στα νηολόγια δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε εγκατάσταση κατά την έννοια της Συνθήκης, ιδίως δε όταν το σκάφος δεν χρησιμοποιείται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας ή όταν η αίτηση νηολογήσεως υποβάλλεται από πρόσωπο ή για λογαριασμό προσώπου που δεν είναι εγκατεστημένο και δεν προτίθεται να εγκατασταθεί στο οικείο κράτος.

22

Όταν όμως το σκάφος αποτελεί μέσο ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας που συνεπάγεται την ύπαρξη μόνιμης εγκαταστάσεως στο οικείο κράτος, η νηολόγηση του δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

23

Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις νηολογήσεως των πλοίων δεν πρέπει να αποτελούν πρόσκομμα στην ελευθερία εγκαταστάσεως, κατά την έννοια των άρθρων 52 επ. της Συνθήκης.

24

Οι Κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βελγίου ισχυρίζονται εντούτοις ότι η εγγραφή ενός σκάφους στα νηολόγια κράτους μέλους δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση στο κράτος αυτό, καθόσον δεν δημιουργείται κανένα κώλυμα για τα φυσικά πρόσωπα ή τις εταιρίες που προτίθενται να εκμεταλλεύονται, π.χ. με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο, τα πλοία τους, ακόμη και αν πρόκειται για αλιευτικά σκάφη, όταν η εκμετάλλευση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με το βρετανικό έδαφος· τη δυνατότητα τέτοιας εγκαταστάσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν όλα τα σκάφη τα νηολογημένα στα άλλα κράτη μέλη.

25

Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Κατά το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει, για τους υπηκόους των κρατών μελών, « την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων (... ) σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους (... ) ».

26

Οι Κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, του Βελγίου, της Δανίας και της Ελλάδας υποστηρίζουν ότι η Συνθήκη δεν απαγορεύει την επιβολή προϋποθέσεων περί ιθαγένειας σαν την επίμαχη στην κύρια δίκη, επειδή διάκριση λόγω ιθαγένειας συντρέχει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία κράτους μέλους αντιμετωπίζει διαφορετικά ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα λόγω της διαφορετικής ιθαγένειας τους. Στην παρούσα όμως υπόθεση δεν πρόκειται για μεταχείριση που δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά για προϋπόθεση χορηγήσεως της ιθαγένειας ή εθνικότητας, στον τομέα δε αυτό τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίζουν σε ποιον θα χορηγήσουν την ιθαγένεια τους και σε ποιον όχι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα ή σκάφη.

27

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η « εθνικότητα » των σκαφών, τα οποία δεν έχουν ικανότητα δικαίου, αποτελεί διαφορετική έννοια από την « ιθαγένεια » των φυσικών προσώπων.

28

Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία διακηρύσσεται ειδικότερα, όσον αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, στο άρθρο 52 της Συνθήκης, αφορά τις διαφορές στη μεταχείριση των φυσικών προσώπων που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, καθώς και των εταιριών που εξομοιώνονται, δυνάμει του άρθρου 58, προς τα φυσικά αυτά πρόσωπα.

29

Κατά συνέπεια, κάθε κράτος μέλος πρέπει, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του ως προς τον καθορισμό των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της « εθνικότητας » του σε ένα σκάφος, να συμμορφώνεται προς την απαγόρευση των διακρίσεων εις βάρος των υπηκόων των κρατών μελών λόγω της ιθαγένειας τους.

30

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι αντιβαίνει προς το άρθρο 52 της Συνθήκης μια προϋπόθεση σαν την επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία τα φυσικά πρόσωπα που είναι κύριοι, πλοιοκτήτες, εφοπλιστές ή ναυλωτές ενός σκάφους και, στην περίπτωση κατά την οποία η πλοιοκτησία ή κυριότητα ανήκει σε εταιρία, οι μέτοχοι και οι διευθύνοντες σύμβουλοι ή διαχειριστές της εταιρίας αυτής πρέπει να έχουν ορισμένη ιθαγένεια.

31

Η προϋπόθεση αυτή αντιβαίνει επίσης στο άρθρο 221 της Συνθήκης, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρέχουν στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών την ίδια μεταχείριση όπως και στους υπηκόους τους, σχετικά με τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58.

32

Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι οι πλοιοκτήτες, κύριοι, εφοπλιστές και ναυλωτές του πλοίου και, όταν η πλοιοκτησία ή κυριότητα ανήκει σε εταιρία, οι μέτοχοι και οι διευθύνοντες σύμβουλοι ή διαχειριστές της εταιρίας αυτής πρέπει να διαμένουν και να κατοικούν στο κράτος νηολογήσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προϋπόθεση αυτή, η οποία δεν δικαιολογείται ενόψει των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιουργεί η χορήγηση της εθνικής σημαίας σε ένα πλοίο, καταλήγει στη δημιουργία διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. Οι υπήκοοι δηλαδή του συγκεκριμένου κράτους κατοικούν και διαμένουν, στη μεγάλη πλειονότητα τους, εντός του κράτους αυτού και επομένως πληρούν αυτομάτως την προϋπόθεση αυτή, ενώ οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών θα έπρεπε, στις περισσότερες περιπτώσεις, να μεταφέρουν τη διαμονή και την κατοικία τους στο κράτος αυτό,προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η νομοθεσία του. Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση αυτή αντιβαίνει προς το άρθρο 52.

33

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ, απαγορεύουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν ως προϋποθέσεις νηλογήσεως των αλιευτικών σκαφών ότι πρέπει: α) οι πλοιοκτήτες, οι κύριοι ( legal owners και beneficial owners ), οι εφοπλιστές και οι ναυλωτές του σκάφους να έχουν την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους ή να είναι εταιρίες που έχουν συσταθεί στο κράτος αυτό, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση το 75 ο/ο τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρίας να ανήκει σε υπηκόους του οικείου κράτους μέλους ή σε εταιρίες που συγκεντρώνουν τις ίδιες προϋποθέσεις και το 75 ο/ο των διευθυνόντων συμβούλων ή διαχειριστών της εταιρίας να είναι υπήκοοι του οικείου κράτους μέλους, β ) οι πλοιοκτήτες, κύριοι ( legal owners και beneficial owners ), εφοπλιστές, ναυλωτές, μέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοι ή διαχειριστές ( ανάλογα με την περίπτωση ) να διαμένουν και να κατοικούν στο κράτος μέλος αυτό.

ttQoç την προϋπόθεση σχετικά με τον τρόπο εκμεταλλεύσεως, διευθύνσεως και ελέγχου νου σκάφους (σημείο 1, στοιχείο γ, του δεύτερου ερωτήματος, όπως αναδιατν-πώθηκε ανωτέρω)

34

Συναφώς αρκεί η παρατήρηση ότι η προϋπόθεση νηολογήσεως του σκάφους, κατά την οποία η εκμετάλλευση του σκάφους και η διεύθυνση και ο έλεγχος των δραστηριοτήτων του πρέπει να πραγματοποιούνται με βάση το κράτος μέλος νηολογήσεως, συμπίπτει ουσιαστικά με την ίδια την έννοια της εγκαταστάσεως, όπως χρησιμοποιείται στα άρθρα 52 επ. της Συνθήκης, για την οποία είναι αναγκαία μια μόνιμη εγκατάστάση. Κατά συνέπεια, τα άρθρα αυτά, στα οποία ακριβώς αποτυπώνεται η ελευθερία εγκαταστάσεως, δεν επιτρέπεται να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν την επιβολή της προϋποθέσεως αυτής.

35

Η προϋπόθεση αυτή όμως δεν θα συμβιβαζόταν με τις εν λόγω διατάξεις, αν είχε την έννοια ότι αποκλείεται η δυνατότητα νηολογήσεως στις περιπτώσεις στις οποίες η δευτερεύουσα εγκατάσταση ή το κέντρο από το οποίο διευθύνονται οι δραστηριότητες του σκάφους στο κράτος νηολογήσεως ενεργεί βάσει των οδηγιών που λαμβάνει από το κέντρο λήψεως των αποφάσεων, το οποίο βρίσκεται στο κράτος μέλος της κυρίας εγκαταστάσεως.

36

Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ως προϋπόθεση εγγραφής των αλιευτικών σκαφών στα εθνικά νηολόγια τους ότι η εκμετάλλευση και η χρησιμοποίηση του σκάφους πρέπει να διευθύνονται και να ελέγχονται με βάση το κράτος μέλος αυτό.

Ως προς τη δυνατότητα εξαιρέσεως από την προϋπόθεση περί ιθαγένειας (σημείο 2 του δεύτερου ερωτήματος, όπως αναδιατυπώθηκε ανωτέρω)

37

Με το υποερώτημα αυτό τίθεται κατ' ουσία το πρόβλημα αν η δυνατότητα του αρμόδιου υπουργού ενός κράτους μέλους να εξαιρεί ορισμένα άτομα από την τήρηση της προϋποθέσεως περί ιθαγένειας, ενόψει της διάρκειας του χρόνου διαμονής τους στο κράτος μέλος αυτό και του χρόνου απασχολήσεως τους στον κλάδο της αλιείας του κράτους αυτού, μπορεί να δικαιολογήσει, από άποψη κοινοτικού δικαίου, τον κανόνα που προβλέπει ότι η νηολόγηση αλιευτικού σκάφους εξαρτάται από τη συνδρομή μιας προϋποθέσεως ως προς την ιθαγένεια και μιας προϋποθέσεως σχετικά με τη διαμονή και την κατοικία.

38

Συναφώς πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός και μόνο ότι η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να προβλέπει εξαιρέσεις ή απαλλαγές δεν μπορεί να δικαιολογήσει αντίθετα προς τη Συνθήκη εθνικά μέτρα,, ακόμη και αν στην πράξη η εξουσία αυτή χρησιμοποιείται αφειδώς (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Van Tiggde, ECR 1978, σ. 25, και της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 27/80, Fietje, ECR 1980, σ. 3839 ).

39

Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η δυνατότητα του αρμόδιου υπουργού κράτους μέλους να εξαιρεί ορισμένα άτομα από την τήρηση της προϋποθέσεως περί ιθαγένειας, ενόψει της διάρκειας του χρόνου διαμονής τους στο κράτος μέλος αυτό και του χρόνου απασχολήσεως τους στον κλάδο της αλιείας του κράτους αυτού, δεν μπορεί να δικαιολογήσει, από άποψη κοινοτικού δικαίου, τον κανόνα που προβλέπει ότι η νηολόγηση αλιευτικού σκάφους εξαρτάται από τη συνδρομή μιας προϋποθέσεως σχετικά με την ιθαγένεια και μιας προϋποθέσεως σχετικά με τη διαμονή και την κατοικία.

Επί του τρίτου ερωτήματος

40

Πρέπει καταρχάς να υπομνηστεί ότι, με τις αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1989 στην υπόθεση C-3/87, Agegate (Συλλογή 1989, σ. 4459), και στην υπόθεση C-216/87, Jaderow ( Συλλογή 1989, σ. 4509 ), το Δικαστήριο τόνισε ότι τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που τους έχει παρασχεθεί προς καθορισμό των λεπτομερειών για τη χρησιμοποίηση των ποσοστώσεων τους, μπορούν να καθορίζουν σε ποια από τα σκάφη του αλιευτικού τους στόλου θα επιτρέπεται να αλιεύουν στο πλαίσιο των εθνικών ποσοστώσεων, υπό τον όρο ότι τα εφαρμοζόμενα κριτήρια συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο. Με την τελευταία από τις ανωτέρω δύο αποφάσεις το Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν προϋποθέσεις που έχουν ως σκοπό να εξασφαλίζουν την ύπαρξη πραγματικού οικονομικού συνδέσμου μεταξύ του σκάφους και του κράτους αυτού, εφόσον ο σύνδεσμος αυτός αφορά μόνο τις σχέσεις μεταξύ των αλιευτικών δραστηριοτήτων του σκάφους αυτού και των πληθυσμών που εξαρτώνται από την αλιεία και τις συναφείς βιομηχανίες.

41

Στη συνέχεια επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η εθνική νομοθεσία που αφορά τη νηολόγηση των πλοίων, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν αποσκοπεί στον προσδιορισμό των τρόπων χρησιμοποιήσεως των ποσοστώσεων. Κατά συνέπεια, όποιοι και αν είναι οι σκοποί που επιδιώκει ο εθνικός νομοθέτης, η νομοθεσία αυτή δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη ενός κοινοτικού συστήματος εθνικών ποσοστώσεων.

42

Στο τρίτο ερώτημα πρέπει συνεπώς να δοθεί η απάντηση ότι η ύπαρξη του σημερινού συστήματος εθνικών ποσοστώσεων δεν ασκεί καμία επιρροή επί του περιεχομένου των απαντήσεων που δόθηκαν στο δεύτερο ερώτημα.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

43

Το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την επιβολή προϋποθέσεων σχετικά με την ιθαγένεια, τη διαμονή και την κατοικία σαν τις επίμαχες στην κύρια δίκη. Εφόσον όμως εν προκειμένω τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

44

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και οι Κυβερνήσεις του Βελγίου, της Δανίας, της Γερμανίας, της Ελλάδος, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 10ης Μαρτίου 1989 το High Court of Justice of England and Wales, αποφαίνεται:

 

1)

Κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίζουν, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, τις αναγκαίες προϋποθέσεις εγγραφής των σκαφών στα νηολόγια τους και παροχής στα σκάφη αυτά του δικαιώματος να πλέουν υπό τη σημαία τους, αλλά τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας τους αυτής, να τηρούν τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου.

 

2)

Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ, απαγορεύουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν ως προϋποθέσεις νηλογήσεως των αλιευτικών σκαφών ότι πρέπει: α) οι πλοιοκτήτες, οι κύριοι (legal owners και beneficial owners ), οι εφοπλιστές και οι ναυλωτές του σκάφους να έχουν την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους ή να είναι εταιρίες που έχουν συσταθεί στο κράτος αυτό, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση το 75 °/ο τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρίας να ανήκει σε υπηκόους του οικείου κράτους μέλους ή σε εταιρίες που συγκεντρώνουν τις ίδιες προϋποθέσεις και το 75°/ο των διευθυνόντων συμβούλων ή διαχειριστών της εταιρίας να είναι υπήκοοι του οικείου κράτους μέλους, β ) οι πλοιοκτήτες, κύριοι ( legal owners και beneficial owners ), εφοπλιστές, ναυλωτές, μέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοι ή διαχειριστές ( ανάλογα με την περίπτωση ) να διαμένουν και να κατοικούν στο κράτος μέλος αυτό.

 

3)

Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ως προϋπόθεση εγγραφής των αλιευτικών σκαφών στα εθνικά νηολόγια τους ότι η εκμετάλλευση και η χρησιμοποίηση του σκάφους πρέπει να διευθύνονται και να ελέγχονται με βάση το κράτος μέλος αυτό.

 

4)

Η δυνατότητα του αρμόδιου υπουργού κράτους μέλους να εξαιρεί ορισμένα άτομα από την τήρηση της προϋποθέσεως περί ιθαγένειας, ενόψει της διάρκειας του χρόνου διαμονής τους στο κράτος μέλος αυτό και του χρόνου απασχολήσεως τους στον κλάδο της αλιείας του κράτους αυτού, δεν μπορεί να δικαιολογήσει, από άποψη κοινοτικού δικαίου, τον κανόνα που προβλέπει ότι η νηολόγηση αλιευτικού σκάφους εξαρτάται από τη συνδρομή μιας προϋποθέσεως σχετικά με την ιθαγένεια και μιας προϋποθέσεως σχετικά με τη διαμονή και την κατοικία.

 

5)

Η ύπαρξη του σημερινού συστήματος εθνικών ποσοστώσεων δεν ασκεί καμία επιρροή επί του περιεχομένου των απαντήσεων που δόθηκαν στο δεύτερο ερώτημα.

 

Due

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Slynn

Κακούρης

Joliét

Grévisse

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Ιουλίου 1991.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.