ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-86/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλαίσιο

α) Κοινοτικό

1.

Το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΟΚ) 822/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς ( ΕΕ L 84, σ. 1 ) προβλέπει ότι, εφόσον οι κλιματολογικές συνθήκες το απαιτούν, σε ορισμένες αμπελουργικές ζώνες της Κοινότητας τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την αύξηση του φυσικού κατ' όγκον αλκοολικού τίτλου των νωπών σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών; του γλεύκους σταφυλιών που έχουν υποστεί μερική ζύμωση, του νέου οίνου ακόμη σε ζύμωση, του οίνου που είναι κατάλληλος να δώσει επιτραπέζιο οίνο καθώς και του επιτραπέζιου οίνου. Από το άρθρο 19 του κανονισμού προκύπτει ότι η αύξηση του φυσικού κατ' όγκον αλκοολικού τίτλου πραγματοποιείται ιδίως με την προσθήκη σακχαρόζης, συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών ή ανακαθαρισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών.

2.

Κατά το άρθρο 45 του κανονισμού θεσπίζεται καθεστώς ενισχύσεων για τα συμπυκνωμένα γλεύκη σταφυλιών και τα ανακαθαρισμένα συμπυκνωμένα γλεύκη σταφυλιών που παράγονται στην Κοινότητα, εφόσον χρησιμοποιούνται για την αύξηση του αλκοολικού τίτλου που αναφέρεται στο άρθρο 18.

Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 45 το ποσό της ενισχύσεως καθορίζεται σε ECU ανά βαθμό δυναμικού κατ' όγκον αλκοολικού τίτλου και ανά εκατόλιτρο συμπυκνωμένων γλευκών σταφυλιών ή ανακαθαρισμένων συμπυκνωμένων γλευκών σταφυλιών, αφού ληφθεί υπόψη η διαφορά μεταξύ των δαπανών εμπλουτισμού με τα παραπάνω προϊόντα και με σακχαρόζη.

Η παράγραφος 4 του άρθρου 45 ορίζει ότι σύμφωνα με τη διαδικασία της « επιτροπής διαχειρίσεως» καθορίζονται κάθε χρόνο, πριν από τις 31 Αυγούστου, το ποσό και οι όροι χορηγήσεως της ενισχύσεως και οι άλλες λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού.

Τέλος, κατά το άρθρο 76 του κανονισμού, με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων, τα άρθρα 92, 93 και 94 της Συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και την εμπορία των προϊόντων που διέπονται από τον κανονισμό.

3.

Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2287/87, της 30ής Ιουλίου 1987 ( ΕΕ L 209, σ. 26 ), η Επιτροπή καθόρισε την ενίσχυση για τη χρησιμοποίηση συμπυκνωμένων γλευκών σταφυλιών και ανακαθαρισμένων συμπυκνωμένων γλευκών σταφυλιών στην οινοποιία για την περίοδο 1987/1988. Το άρθρο 1 του κανονισμού ορίζει ότι χορηγείται ενίσχυση στους παραγωγούς επιτραπέζιου οίνου ή οίνων ποιότητας που παράγονται σε καθορισμένες περιοχές που χρησιμοποιούν συμπυκνωμένα γλεύκη σταφυλιών και ανακαθαρισμένα συμπυκνωμένα γλεύκη σταφυλιών παραγόμενα στην Κοινότητα για να αυξήσουν τον φυσικό κατ' όγκο αλκοολικό τίτλο των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 18 του κανονισμού 822/87. Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, η ενίσχυση καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς μεταξύ του κόστους εμπλουτισμού με τα συμπυκνωμένα γλεύκη σταφυλιών, με ανακαθαρισμένα συμπυκνωμένα γλεύκη σταφυλιών και με σακχαρόζη. Η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεση της, διαφοροποίησε το ύψος της ενισχύσεως αναλόγως του προϊόντος που χρησιμοποιήθηκε για τον εμπλουτισμό, καθώς και αναλόγως της προελεύσεως των σταφυλιών που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή του γλεύκους.

β) Εθνικό

4.

Το άρθρο 1 του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος 370 της 7ης Σεπτεμβρίου 1987 (GURI 211 της 10.9.1987), έχει ως εξής:

« 1.

Κατά τη διάρκεια των αμπελοοινικών περιόδων για τις οποίες επιτρέπεται, λόγω των δυσμενών κλιματικών συνθηκών, κατ' εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΟΚ) 822/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, η αύξηση του αλκοολικού τίτλου των νωπών σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση και του νέου οίνου που βρίσκεται ακόμη σε ζύμωση, οι παραγωγοί ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους, όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι του προαναφερθέντος κανονισμού ( ΕΟΚ ) 822/87, που λαμβάνεται από σταφύλια παραχθέντα στην Ιταλία, μπορούν να τύχουν ενισχύσεως καθοριζόμενης με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και Δασικού Πλούτου κατά την έναρξη κάθε περιόδου ανά βαθμό δυναμικού κατ' όγκον αλκοολικού τίτλου και ανά εκατόλιτρο συμπυκνωμένου ανακαθορισμένου γλεύκους που παράγουν. Για την περίοδο 1987/1988η προαναφερθείσα υπουργική απόφαση δημοσιεύεται εντός δεκαπέντε ημερών από της δημοσιεύσεως στη Gazzetta ufficiale του κυρωτικού του παρόντος διατάγματος νόμου.

2.

Η ανωτάτη τιμή πωλήσεως του ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους του οποίου η παραγωγή τυγχάνει της χορηγήσεως ενισχύσεως καθορίζεται με την απόφαση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, κατόπιν γνώμης των εθνικών οργανισμών του οικείου τομέα.

3.

(παραλειπόμενα)

4.

Η ενίσχυση, το ύψος της οποίας περιλαμβάνει το ποσό που αντιστοιχεί προς την ενίσχυση που καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την οποία η Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (δημόσιος οργανισμός παρεμβάσεως στη γεωργική αγορά) (ΑΙΜΑ) υποχρεούται να προκαταβάλει, καταβάλλεται στους διαφόρους παραγωγούς ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους από την ΑΙΜΑ, βάσει προγράμματος παρεμβάσεως εγκρινόμενου από το CIPE ( Comitato interministeriale per la programmazione economica — διυπουργική επιτροπή οικονομικού προγραμματισμού ) κατ' εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 3, του νόμου 610 της 14ης Αυγούστου 1982.

5.

Για την αμπελοοινική περίοδο 1987/1988η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 ενίσχυση χορηγείται απευθείας στους παραγωγούς επιτραπέζιου οίνου, οίνου ελεγχόμενης ενδείξεως προελεύσεως ( DOC ) και οίνου ελεγχόμενης και εγγυημένης ενδείξεως προελεύσεως ( DOCG ), όταν αποδεικνύεται η χρησιμοποίηση του ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους για την αύξηση του αλκοολικού τίτλου που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η υπουργική απόφαση της παραγράφου 1 ορίζει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εν λόγω απόδειξη. »

Το νομοθετικό διάταγμα κυρώθηκε, με ορισμένες τροποποιήσεις, με τον νόμο 460, της 4ης Νοεμβρίου 1987, περί νέων κανόνων στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας αμπελοοινικών προϊόντων, καθώς και κυρώσεων για τη μη τήρηση των κοινοτικών κανονισμών στον τομέα της γεωργίας ( GURI 262 της 9.11.1987 ).

Με την απόφαση 480 του Υπουργού Γεωργίας, της 21ης Νοεμβρίου 1987, η ενίσχυση για τους παραγωγούς γλεύκους ορίστηκε, για την περίοδο 1987/1988, σε 3300 λίρες Ιταλίας (LIT) ανά βαθμό οινοπνεύματος και ανά λίτρο ανακαθαρισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους.

2. Το ιοΐορικό της όιαφοράς

5.

Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 1987 η Ιταλική Κυβέρνηση κοινοποίησε στην Επιτροπή το νομοθετικό διάταγμα 370. Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 1987 η Επιτροπή ανακοίνωσε στην Ιταλική Κυβέρνηση ότι είχε αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Κατά τη γνώμη της, η προβλεπόμενη στο νομοθετικό διάταγμα ενίσχυση έπρεπε να θεωρηθεί ως ενίσχυση για τη λειτουργία των επιχειρήσεων ασυμβίβαστη προς την Κοινή Αγορά. Δεν μπορεί να τύχει καμιάς από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92 της Συνθήκης. Εξάλλου, η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι η ενίσχυση για τους παραγωγούς γλεύκους, καθώς και ο καθορισμός ανωτάτης τιμής πωλήσεως γλεύκους, συνιστούν μέτρα αντίθετα προς τον κανονισμό 822/87. Ο κανονισμός αυτός, που συνιστά ένα σύστημα πλήρους και εξαντλητικής ρυθμίσεως, αποκλείει κάθε εξουσία των κρατών μελών να θεσπίζουν συμπληρωματικά μέτρα. Στη συνέχεια, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλική Κυβέρνηση να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της.

6.

Η Ιταλική Κυβέρνηση απάντησε με έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 1988, στο οποίο ανακοίνωσε την κύρωση με νόμο του διατάγματος 370. Όσον αφορά τα θεσπισθέντα μέτρα, η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι αυτά έχουν σκοπό να διορθώσουν στην Κοινότητα τις στρεβλώσεις που προκύπτουν από τη συνύπαρξη δύο μεθόδων εμπλουτισμού του αλκοολικού τίτλου των οίνων με τη χρήση είτε σακχαρόζης, είτε συμπυκνωμένου γλεύκους, είτε ανακαθαρισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους. Ο εμπλουτισμός με τα δύο τελευταία αυτά προϊόντα είναι, πράγματι, δαπανηρότερος από τον εμπλουτισμό με σακχαρόζη. Κατά τη γνώμη της, η θεσπισθείσα από την Επιτροπή ενίσχυση για τους παραγωγούς που χρησιμοποιούν συμπυκνωμένο γλεύκος και ανακαθαρισμένο συμπυκνωμένο γλεύκος είναι ανεπαρκής. Η Ιταλική Κυβέρνηση ζήτησε, με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 1987, τη χορήγηση κοινοτικής ενισχύσεως που θα συμπλήρωνε την ήδη χορηγούμενη δυνάμει του κανονισμού 2287/87. Εξάλλου, στο εν λόγω έγγραφο, ο Υπουργός Γεωργίας ισχυρίζεται ότι αν ενίσχυση αυτής της φύσεως σημαίνει υπερβολική επιβάρυνση του κοινοτικού προϋπολογισμού, το πρόβλημα θα μπορούσε να επιλυθεί με τη χρησιμοποίηση εθνικών πόρων. Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν υιοθετήθηκε από την Επιτροπή. Οι ιταλικές αρχές, αντιμέτωπες, όπως ισχυρίζονται, με μια κατάσταση που απαιτούσε επείγουσες λύσεις, υποχρεώθηκαν πράγματι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο. Κατά την Κυβέρνηση, το υπό κρίση μέτρο ενισχύσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ασυμβίβαστο προς το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Δεδομένου ότι πρόκειται για ενίσχυση επιβαλλόμενη από λόγους κατά βάση τεχνικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Ούτε ευνοεί την παραγωγή ιταλικού οίνου σε σχέση με τον οίνο των λοιπών παραγωγών χωρών της Κοινότητας. Εξάλλου, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την αγορά οίνου, αφού έχει ως σκοπό να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη του αμπελοοινικού τομέα ορισμένων περιοχών χάρη στην ευρύτερη χρησιμοποίηση του γλεύκους για την παρασκευή ανακαθαρισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου των πλεονασμάτων οίνου, χωρίς να αλλοιώνονται οι συνθήκες του εμπορίου σε βαθμό αντίθετο προς το γενικό συμφέρον.

7.

Απαντώντας στα επιχειρήματα της Ιταλικής Κυβερνήσεως η Επιτροπή θεωρεί, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, ότι το ύψος της προβλεπόμενης στον κανονισμό 2287/87 ενισχύσεως ήταν επαρκές. Το αίτημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως περί αυξήσεως της κοινοτικής ενισχύσεως θεωρήθηκε αδικαιολόγητο. Κατά την Επιτροπή, δεν απόκειται στις ιταλικές αρχές να θεσπίζουν σε εθνικό επίπεδο αυτόνομα μέτρα εκτός της εφαρμογής της κοινής οργανώσεως των αγορών.

3. Η απόφαση νης Επιτροπής

8.

Στην απόφαση της η Επιτροπή αναφέρει καταρχάς στοιχεία για την παραγωγή, την εξαγωγή και την εισαγωγή οίνου και γλεύκους σταφυλιών στην Ιταλία. Κατά την περίοδο 1986/1987, η παραγωγή οίνου στην Ιταλία ( 76 εκατομμύρια εκατόλιτρα) αντιπροσώπευε το 36 °/ο περίπου της κοινοτικής παραγωγής. Οι ιταλικές εξαγωγές οίνου ανέρχονταν σε 10,8 εκατομμύρια εκατόλιτρα (14,2 ο/ο της παραγωγής), από τα οποία περίπου 2,8 εκατομμύρια εξήχθησαν προς τρίτες χώρες και 8 εκατομμύρια στα λοιπά κράτη μέλη. Οι ιταλικές εισαγωγές οίνου ανέρχονταν σε 448000 εκατόλιτρα, από τα οποία 443000 προέρχονταν από τα λοιπά κράτη μέλη. Οι ιταλικές εξαγωγές γλεύκους σταφυλιών έφθασαν το 1987 τα 664000 εκατόλιτρα, από τα οποία περίπου 580000 εκατόλιτρα εξήχθησαν στα λοιπά κράτη μέλη. Η Ιταλία είναι η δεύτερη χώρα της Κοινότητας σε εξαγωγές γλεύκους με μερίδιο αγοράς 24 ο/ο επί του συνόλου των κοινοτικών εξαγωγών. Οι εισαγωγές στην Ιταλία προελεύσεως των λοιπών κρατών μελών ανέρχονται σε 190000 εκατόλιτρα γλεύκους.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, δυνάμει του άρθρου 76 του κανονισμού 822/87, τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και την εμπορία των αμπελοοινικων προϊόντων. Κατά την Επιτροπή, η υπό κρίση ενίσχυση παρέχει ιδιαίτερο πλεονέκτημα στους παραγωγούς γλεύκους, διευκολύνοντας κατά τεχνητό τρόπο την ευρύτερη χρησιμοποίηση γλεύκους για την παρασκευή ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους.

Εξάλλου, για την περίοδο 1987/1988, η ενίσχυση που χορηγήθηκε απευθείας στους χρήστες ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους παρέχει χρηματικό όφελος στους παραγωγούς οίνου, μειώνοντας το κόστος παραγωγής τους. Το όφελος αυτό περιέρχεται έμμεσα στους παραγωγούς συμπυκνωμένου γλεύκους, λόγω του ότι ευνοεί τεχνητά τη χρησιμοποίηση του προϊόντος αυτού. Το μέτρο νοθεύει, επομένως, τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ιταλών παραγωγών δικαιούχων της ενισχύσεως και των παραγωγών των ίδιων προϊόντων εντός της Κοινότητας. Κατά το μέτρο που μόνο τα γλεύκη που παράγονται από σταφύλια ιταλικής καταγωγής μπορούν να χρησιμοποιούνται, η ενίσχυση ωφελεί ομοίως αποκλειστικά τους Ιταλούς παραγωγούς σταφυλιών. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση μπορεί επίσης να επηρεάσει το εμπόριο του συμπυκνωμένου γλεύκους και του οίνου μεταξύ κρατών μελών. Βάσει των σκέψεων αυτών η Επιτροπή θεωρεί ότι το υπό κρίση μέτρο πληροί τα κριτήρια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Κατά την Επιτροπή οι εξαιρέσεις από το ασυμβίβαστο προς την Κοινή Αγορά που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφος 2, σαφώς δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση ενίσχυση.

Ως προς το άρθρο 92, παράγραφος 3, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ενίσχυση πρέπει να θεωρείται ως ενίσχυση για τη λειτουργία των οικείων επιχειρήσεων, της οποίας η χορήγηση δεν συνδέεται προς τις ειδικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο. Στη συνέχεια, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, προκειμένου για προϊόντα υπαγόμενα σε κοινή οργάνωση αγοράς, υφίστανται όρια στην εξουσία των κρατών μελών να παρεμβαίνουν στη λειτουργία των οργανώσεων αυτών που περιλαμβάνουν σύστημα κοινής τιμής και υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Η χορήγηση της εν λόγω ενισχύσεως αντιβαίνει στην αρχή ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν πλέον εξουσία να αποφασίζουν μονομερώς για τα εισοδήματα των γεωργών.

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, επειδή η ενίσχυση καταβλήθηκε πριν από τη λήξη της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 1 της αποφάσεως ορίζει ότι η ενίσχυση που θέσπισε η Ιταλική Κυβέρνηση είναι παράνομη λόγω παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Επιπλέον, είναι ασυμβίβαστη προς την Κοινή Αγορά και πρέπει να καταργηθεί.

4. Διαδικασία

9.

Η προσφυγή της Ιταλικής Κυβερνήσεως πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 1989.

Η έγγραφη διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

10.

Η Ιταλική Κυβέρνηση, προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 30ής Νοεμβρίου 1988, σχετικά με το νομοθετικό διάταγμα 370/87 της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της 7ης Σεπτεμβρίου 1987, που κυρώθηκε με τον νόμο 460 της 4ης Νοεμβρίου 1987

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη

να απορρίψει τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας κατά της Επιτροπής'

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III — Αόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

11.

Με την προσφυγή της, η Ιταλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει καταρχάς το ιστορικό της διαφοράς.

Στη συνέχεια, υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα του επίδικου μέτρου. Με την κοινοτική ενίσχυση διατηρείται στην πράξη σημαντική διαφορά κόστους προς όφελος όσων χρησιμοποίησαν σακχαρόζη, με σοβαρές συνέπειες για την αγορά των γλευκών και των οίνων που προορίζονται για ανάμιξη, ενώ το άρθρο 45 του κανονισμού 822/87 έχει ως σκοπό να διασφαλίσει τα εμπορικά ρεύματα αυτών των προϊόντων. Κατά τη γνώμη της, η ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί ότι διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, κατά το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Εξάλλου, η πρόσθετη ιταλική ενίσχυση είναι ελάχιστη, δηλαδή 591 (LIT) ανά δυναμικό βαθμό οινοπνεύματος και ανά εκατόλιτρο ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους.

Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι ο ανεπαρκής χαρακτήρας της κοινοτικής ενισχύσεως για την περίοδο 1987/1988 προκύπτει και από το γεγονός ότι για την περίοδο 1988/1989η Επιτροπή αύξησε το ποσό της ενισχύσεως για τη χρησιμοποίηση ανακαθαρισμένων συμπυκνωμένων γλευκών.

Κατά την Κυβέρνηση, ορθά θέσπισαν, επομένως, οι ιταλικές αρχές την πρόσθετη εθνική ενίσχυση, που έχει ως μοναδικό σκοπό να επανισορροπήσει την καθαρά τοπική, άλλωστε, κατάσταση, που προκλήθηκε από την κοινοτική άδεια αυξήσεως του αλκοολικού τίτλου και την αδυναμία χρησιμοποιήσεως σακχαρόζης στην Ιταλία.

12.

Στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή παρατηρεί, καταρχάς, ότι η υπό κρίση ενίσχυση θεωρήθηκε παράνομη, ιδίως επειδή η Ιταλική Κυβέρνηση παρέβη το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εφαρμόζοντας μέτρα ενισχύσεως πριν καταλήξει η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, σε τελική απόφαση.

Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν επηρεάζουν καθόλου την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με το επίδικο μέτρο. Από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η υπό κρίση ενίσχυση παρέχει πλεονέκτημα τόσο στους παραγωγούς γλεύκους, όσο και στους παραγωγούς ιταλικών οίνων, ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, ως ενίσχυση για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, το μέτρο δεν μπορεί να τύχει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

Όσον αφορά την προβαλλόμενη ανεπάρκεια του ύψους της κοινοτικής ενισχύσεως, η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι και οι Γάλλοι και οι 'Ελληνες παραγωγοί βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια προς εκείνη των Ιταλών παραγωγών. Ωστόσο, οι παραγωγοί στις δύο αυτές χώρες δεν έτυχαν καμιάς εθνικής ενισχύσεως.

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι, αν η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρούσε ανεπαρκή την κοινοτική ενίσχυση, θα έπρεπε να προσβάλει τον ίδιο τον κανονισμό 2287/87.

13.

Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Ιταλική Κυβέρνηοη ισχυρίζεται, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, ότι από την αιτιολογία της αποφάσεως ουδόλως συνάγεται η πρόωρη εκτέλεση του μέτρου ενισχύσεως.

Στη συνέχεια, παρατηρεί ότι το κείμενο του νομοθετικού διατάγματος κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 1987 η οποία και αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, μόλις με το έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 1987. Εν τω μεταξύ, το νομοθετικό διάταγμα είχε κυρωθεί με τον νόμο 460 της 4ης Νοεμβρίου 1987, δηλαδή, στην πράξη, κατά τη λήξη της προθεσμίας των 60ημερών που απαιτείται από το ιταλικό Σύνταγμα, μόνο δε στις 21 Νοεμβρίου 1987, ήτοι την τελευταία ημέρα της προβλεπόμενης δεκαπενθήμερης προθεσμίας από της δημοσιεύσεως του κυρωτικού νόμου, εκδόθηκε η υπουργική απόφαση που είναι αναγκαία για τη συγκεκριμένη εφαρμογή της νομοθετικής διατάξεως περί της ενισχύσεως. Ωστόσο, η οριστική απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε μόλις στις 30 Νοεμβρίου 1988. Οι πράξεις εμπλουτισμού μπορούν όμως να πραγματοποιούνται από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου. Είναι σαφές ότι η χορήγηση της εθνικής ενισχύσεως, για να είναι αποτελεσματική, έπρεπε να αποφασιστεί προ της 31ης Δεκεμβρίου.

Όσον αφορά τους Γάλλους και Έλληνες παραγωγούς, η Κυβέρνηση παρατηρεί ότι στους έξι μήνες που προηγήθηκαν, καθώς και στους έξι μήνες που ακολούθησαν την έκδοση της υπουργικής αποφάσεως, δεν μεσολάβησε καμιά σημαντική μεταβολή στην Ιταλία ως προς τις τιμές των οίνων στην αγορά. Επομένως, η χορήγηση ενισχύσεων δεν είχε καμία αρνητική επίπτωση για τους Γάλλους και Έλληνες παραγωγούς.

14.

Η Επιτροπή απαντά ότι η παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, προκύπτει ρητά από τις σκέψεις που περιέχονται στην αρχή της αποφάσεως. Επιπλέον, στο έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 1987, με το οποίο κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, η Επιτροπή έλαβε ρητώς θέση επί της παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3. Η Επιτροπή διαπιστώνει, εξάλλου, ότι δεν της κοινοποιήθηκε από την Ιταλική Κυβέρνηση ένα πρόγραμμα ενισχύσεων, αλλά ένα νομοθετικό διάταγμα. Αυτό συνιστά προσωρινώς εκτελεστό νομοθετικό μέτρο, το οποίο, κυρούμενο με νόμο, παράγει τα αποτελέσματα του εξ υπαρχής.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ούτε και προσπάθησε να αποδείξει ότι, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, στήριξε, για παράδειγμα, την εκτίμηση της σε εσφαλμένα στοιχεία, ότι συντρέχει υπέρβαση των άκρων ορίων ή κατάχρηση εξουσίας ή ότι δεν προέβη σε κατάλληλη αιτιολογία. Πρόκειται για λόγους που θα μπορούσαν φυσιολογικά να οδηγήσουν σε ακύρωση της αποφάσεως.

P. J. G. Kapteyn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟ

της 6ης Νοεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-86/89,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adélaïde,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Thomas F. Cusack, νομικό σύμβουλο, και Sergio Fabro, μέλος της νομικής υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 1988, σχετικής με το νομοθετικό διάταγμα 370/87 της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της 7ης Σεπτεμβρίου 1987, που έχει κυρωθεί με τον νόμο 460, της 4ης Νοεμβρίου 1987, περί παραγωγής και εμπορίας, όσον αφορά ιδίως τις νέες προδιαγραφές για την παραγωγή και εμπορία αμπελοοινικών προϊόντων ( ΕΕ 1989, L 94, σ. 38 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida και Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη του την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των εκπροσώπων των διαδίκων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Ιουλίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουλίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 1989, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 89/228/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 1988, σχετικής με το νομοθετικό διάταγμα 370/87 της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της 7ης Σεπτεμβρίου 1987, που έχει κυρωθεί με τον νόμο 460, της 4ης Νοεμβρίου 1987, περί παραγωγής και εμπορίας, ιδίως όσον αφορά τις νέες προδιαγραφές για την παραγωγή και εμπορία αμπελοοινικών προϊόντων. Η απόφαση αυτή, που κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Κυβέρνηση με έγγραφο της 6ης Ιανουαρίου 1989, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 7 Απριλίου 1989 ( ΕΕ L 94, σ. 38 ).

2

Με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΟΚ) 822/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς ( ΕΕ L 84, σ. 1 ), θεσπίστηκε σύστημα ενισχύσεων για τα συμπυκνωμένα γλεύκη σταφυλιών και τα ανακαθαρι-σμένα συμπυκνωμένα γλεύκη σταφυλιών, που παράγονται στην Κοινότητα, εφόσον χρησιμοποιούνται για την αύξηση του φυσικού κατ' όγκον αλκοολικού τίτλου των νωπών σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών και ορισμένων ειδών οίνου, κατά το άρθρο 18 του κανονισμού. Το άρθρο 18 του κανονισμού διευκρινίζει τις συνθήκες και τον τρόπο πραγματοποιήσεως αυτής της αυξήσεως. Η παράγραφος 3 του άρθρου 45 προβλέπει ότι το ποσό της ενισχύσεως καθορίζεται σε συνάρτηση προς τη διαφορά μεταξύ του κόστους αυξήσεως του αλκοολικού τίτλου με την προσθήκη σακχαρόζης και του κόστους αυξήσεως με την προσθήκη συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών ή ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών.

3

Με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2287/87, της 30ής Ιουλίου 1987 ( ΕΕ L 209, σ. 26 ), η Επιτροπή καθόρισε το ύψος της ενισχύσεως για τη χρησιμοποίηση συμπυκνωμένων γλευκών σταφυλιών και ανακαθορισμένων συμπυκνωμένων γλευκών σταφυλιών προς οινοποίηση για την περίοδο 1987/1988.

4

Θεωρώντας ότι η κοινοτική ενίσχυση ήταν ανεπαρκής, η Ιταλική Κυβέρνηση, αφού επιχείρησε, χωρίς αποτέλεσμα, να επιτύχει πρόσθετη ενίσχυση από την Επιτροπή, θέσπισε εθνικό σύστημα πρόσθετης ενισχύσεως.

5

Το ιταλικό νομοθετικό διάταγμα 370/87, της 7ης Σεπτεμβρίου 1987 (GURI 211 της 10.9.1987), που κυρώθηκε με τον νόμο 460 της 4ης Νοεμβρίου 1987 (GURI 262 της 9.11.1987 ), προβλέπει προς τούτο ότι κατά τις αμπελοοινικές περιόδους για τις οποίες επιτρέπεται αύξηση του αλκοολικού τίτλου, δυνάμει του άρθρου 18 του προαναφερθέντος κανονισμού 822/87, οι παραγωγοί ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους μπορούν να τύχουν ενισχύσεως καθοριζομένης με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και Δασών. Ωστόσο, για την αμπελοοινική περίοδο 1987/1988 το διάταγμα προβλέπει ότι η ενίσχυση χορηγείται απευθείας στους παραγωγούς οίνου, όταν αποδεικνύεται η χρησιμοποίηση ανακαθαρισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους για την αύξηση του αλκοολικού τίτλου. Το ύψος της ενισχύσεως για την περίοδο αυτή καθορίστηκε με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας της 21ης Νοεμβρίου 1987.

6

Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 1987 η Ιταλική Κυβέρνηση κοινοποίησε στην Επιτροπή το νομοθετικό διάταγμα 370/87. Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 1987 η Επιτροπή ανακοίνωσε στην Ιταλική Κυβέρνηση ότι είχε αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Η διαδικασία αυτή κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

7

Από τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι η πρόσθετη ιταλική ενίσχυση παρέχει ιδιαίτερο πλεονέκτημα στους παραγωγούς γλεύκους σταφυλιών, διευκολύνοντας κατά τεχνητό τρόπο τη χρησιμοποίηση του για την παρασκευή ανακαθαρισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους, καθώς και τους παραγωγούς οίνων που χρησιμοποιούν το γλεύκος για την αύξηση του αλκοολικού τίτλου. Η ενίσχυση ευνοεί έτσι, άμεσα και έμμεσα, την ιταλική παραγωγή γλευκών σταφυλιών και οίνου και νοθεύει τον ανταγωνισμό μεταξύ Ιταλών παραγωγών και των λοιπών παραγωγών των ιδίων προϊόντων εντός της Κοινότητας. Όπως προκύπτει από τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές γλευκών σταφυλιών και οίνου στην Ιταλία, η υπό κρίση ενίσχυση επηρεάζει επίσης το κοινοτικό εμπόριο των διαφόρων αυτών προϊόντων.

8

Κατά την ίδια απόφαση δεν έχουν εφαρμογή οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφοι 2 και 3. Ειδικότερα, η υπό κρίση ενίσχυση, ως ενίσχυση για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, δεν μπορεί να τύχει καμιάς από' τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 και εξαρτούν τη χορήγηση των ενισχύσεων από ειδικές προϋποθέσεις.

9

Τέλος, από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ιταλική ενίσχυση εφαρμόστηκε πριν από τη λήξη της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

10

Βάσει των σκέψεων αυτών, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ιταλική ενίσχυση θεσπίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ότι είναι ασυμβίβαστη προς την Κοινή Αγορά και ότι πρέπει να καταργηθεί.

11

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά και το ιστορικό της διαφοράς, καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω, παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

12

Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει δύο λόγους, με τους οποίους αμφισβητεί την αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 92 και, αφετέρου, ότι η προβαλλόμενη από την Επιτροπή παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, ούτε αποδείχθηκε ούτε αιτιολογείται επαρκώς.

13

Προς στήριξη του πρώτου λόγου η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή κακώς θεώρησε ότι το άρθρο 92, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή. Υποστηρίζει ότι η υπό κρίση ενίσχυση δεν ευνοεί τους Ιταλούς παραγωγούς και δεν επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Η ενίσχυση αυτή έχει ως σκοπό την αποκατάσταση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, τις οποίες συνεπάγεται το ανεπαρκές ύψος της κοινοτικής ενισχύσεως, μεταξύ των περιοχών στις οποίες η αύξηση του αλκοολικού τίτλου πραγματοποιείται με την προσθήκη σακχαρόζης και εκείνων στις οποίες η αύξηση αυτή πραγματοποιείται με τη χρήση ανακαθαρισμένων συμπυκνωμένων γλευκών. Εξάλλου, το όψος της πρόσθετης αυτής ενισχύσεως είναι ελάχιστο και δεν προκάλεσε καμιά σημαντική μεταβολή στις τιμές του οίνου στην ιταλική αγορά.

14

Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, η υπό κρίση ενίσχυση παρέχει ιδιαίτερο πλεονέκτημα ιδίως στους Ιταλούς παραγωγούς γλευκών σταφυλιών. Κατά το μέτρο που χορηγείται απευθείας στους χρήστες ανακαθορισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους, η ενίσχυση παρέχει άμεσο χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα στους οινοπαραγωγούς. Εξάλλου, ενθαρρύνει τεχνητά την παραγωγή γλεύκους σταφυλιών στην Ιταλία. Το μέτρο αυτό είναι, επομένως, ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ Ιταλών παραγωγών και παραγωγών άλλων κρατών μελών, ιδίως της Γαλλίας και της Ελλάδας, όπου ορισμένοι αμπελουργοί αυξάνουν τον αλκοολικό τίτλο των υπό κρίση προϊόντων χρησιμοποιώντας επίσης συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών.

15

Πρέπει να παρατηρηθεί στη συνέχεια ότι, σύμφωνα με τα αριθμητικά δεδομένα που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την παραγωγή οίνου στην Ιταλία, τις εξαγωγές ιταλικού οίνου προς τα λοιπά κράτη μέλη, τις εισαγωγές στην Ιταλία οίνου από τα λοιπά κράτη μέλη, καθώς και τις εξαγωγές γλευκών σταφυλιών από την Ιταλία και τις εισαγωγές στην Ιταλία γλευκών σταφυλιών προελεύσεως άλλων κρατών μελών, η επίδικη ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο των γλευκών σταφυλιών και των οίνων μεταξύ των κρατών μελών. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή.

16

Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε την πρόσθετη ιταλική ενίσχυση ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

17

Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ, θα μπορούσε να έχει εφαρμογή, επειδή η επίδικη ενίσχυση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέτρο που διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων η οικονομικών περιοχών, ιδίως την οικονομική ανάπτυξη του αμπελοοινικού τομέα των περιοχών με μεγάλα πλεονάσματα οίνου.

18

Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Πρέπει, πράγματι, να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι η υπό κρίση ενίσχυση, που χορηγείται χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και μόνο βάσει των χρησιμοποιουμένων ποσοτήτων, θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ενίσχυση λειτουργίας των οικείων επιχειρήσεων και ότι αλλοιώνει, αυτή καθεαυτή, τους όρους του εμπορίου σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα κρίσιμο στοιχείο για να αντικρούσει αυτή την άποψη.

19

Πρέπει να υπομνηστεί, επίσης, ότι, κατά παγία νομολογία ( βλ., ιδίως, την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, Zoni, 90/86, Συλλογή 1988, σ. 4285), από τη στιγμή κατά την οποία η Κοινότητα έχει θεσπίσει κοινή οργάνωση αγοράς σε συγκεκριμένο τομέα, στην Κοινότητα εναπόκειται να επιδιώξει, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, την επίλυση προβλημάτων όπως τα ανακύπτοντα από τα πλεονάσματα οίνου. Επομένως, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μονομερούς μέτρου, έστω και αν το μέτρο αυτό είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εξυπηρετεί την κοινή πολιτική της Κοινότητας.

20

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης σχετικά με το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως προς τις διατάξεις του άρθρου 92 της Συνθήκης είναι βάσιμη. Η ουσιώδης αυτή αιτιολογία αρκεί, από μόνη της, για να δικαιολογήσει από νομικής απόψεως την απόφαση της Επιτροπής. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα ελαττώματα που θα μπορούσε να πάσχει η άλλη αιτιολογία της αποφάσεως σχετικά με την παράβαση, εκ μέρους της Ιταλικής Κυβερνήσεως, των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή επί της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο η Ιταλική Κυβέρνηση βάλλει κατά της αιτιολογίας αυτής είναι, επομένως, αλυσιτελής και άρα πρέπει να απορριφθεί.

21

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.

Επί των δικαστικών εξόδων

22

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Diez de Velasco

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Νοεμβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.