ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-61/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Α — Εθνικό νομοθετικό πλαίσιο

Το άρθρο L 372 του Κώδικα Δημοσίας Υγείας ορίζει ότι ασκεί παράνομα την ιατρική

«1)

Κάθε πρόσωπο που συμμετέχει συστηματικώς ή με συνεχείς οδηγίες προς τους ασθενείς, έστω παρουσία ιατρού, στη διάγνωση ή στη θεραπεία ασθενειών ή χειρουργικά αντιμετωπιζόμενων περιπτώσεων... με ατομικές πράξεις, προφορικές ή γραπτές γνωματεύσεις... ή ασκεί μία από τις επαγγελματικές πράξεις που προβλέπονται σε κατάλογο που καθορίστηκε με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Υγείας... χωρίς να είναι κάτοχος διπλώματος, πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου αναφερομένου στο άρθρο L 356-2 και απαιτουμένου για την άσκηση του επαγγέλματος του ιατρού, ή χωρίς να εμπίπτει στις ειδικές διατάξεις των άρθρων L 356, L 357, L 357-1, L 359 και L 360».

Δεν αμφισβητείται ότι ο Bouchoucha δεν εμπίπτει σε καμία από τις ειδικές διατάξεις που αναφέρονται στα προαναφερθέντα άρθρα του κώδικα.

Οι «επαγγελματικές πράξεις που προβλέπονται σε κατάλογο » καθορίστηκαν με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Υγείας της 6ης Ιανουαρίου 1962(Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίαςτης 1.2.1962, σ. 1111), που αναφέρει, συγκεκριμένα, στο άρθρο 2:

« Μόνο διπλωματούχοι ιατρικής κατά το άρθρο L 372( 1χ ) του Κώδικα Δημοσίας Υγείας μπορούν να ασκούν τις ακόλουθες ιατρικές πράξεις:

1)

κάθε βίαιη μετακίνηση των αρθρώσεων και κάθε επαναφορά μετακινηθέντων οστών, καθώς και κάθε μάλαξη των σπονδύλων και, γενικά, όλες τις καλούμενες “ οστεοπαθητικές ” θεραπείες... »

Β — Κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο

Στις 16 Ιουνίου 1975 το Συμβούλιο εξέδωσε δύο οδηγίες βάσει του άρθρου 57 της Συνθήκης: την οδηγία 75/362/ΕΟΚ, περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων ιατρικής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 196 ), και την οδηγία 75/363/ΕΟΚ, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 209). Δεν αμφισβητείται ότι καμία από τις οδηγίες αυτές δεν αφορά ρητώς την περίπτωση των οστεοπαθητικών.

Γ — Η διαφορά της κύριας δίκης

Κατόπιν ασκήσεως ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα, ο Marc Bouchoucha κλητεύθηκε, στις 24 Νοεμβρίου 1987, ενώπιον του Tribunal correctionnel της Νίκαιας, κατηγορούμενος ότι άσκησε στην πόλη αυτή παράνομα το ιατρικό επάγγελμα από τον Απρίλιο του 1981, ασκώντας την οστεοπαθητική χωρίς να είναι ιατρός, κατά παράβαση του άρθρου L 372 του Κώδικα Δημοσίας Υγείας και του άρθρου 2 της προαναφερθείσας απόφασης της 6ης Ιανουαρίου 1962.

Με απόφαση της 29ης Απριλίου 1988 το Tribunal correctionnel της Νίκαιας έκρινε τον Bouchoucha ένοχο του αδικήματος αυτού, τον καταδίκασε με αναστολή σε πρόστιμο 5000 γαλλικών φράγκων και απέκλεισε ρητά την καταχώριση της καταδίκης αυτής στο ποινικό του μητρώο. Δεχόμενο τα αιτήματα του εθνικού συλλόγου των γάλλων ιατρών οστεοπαθητικών (Syndicat national des médecins ostéothérapeutes français, στο εξής: SNMOF), του εθνικού συλλόγου ιατρών ειδικευμένων στη μετατραυματική κινησιοθεραπεία και φυσιοθεραπεία (Syndicat national des médecins spécialisés en rééducation et réadaptation fonctionnelle, στο εξής: SNMSRRF) και του συμβουλίου του ιατρικού συλλόγου του διαμερίσματος των Alpes-Maritimes (στο εξής: Συμβούλιο του Συλλόγου), που παρέστησαν ως πολιτική αγωγή, το Δικαστήριο υποχρέωσε επίσης τον κατηγορούμενο να καταβάλει στον καθένα απ' αυτούς ένα γαλλικό φράγκο συμβολικώς ως αποζημίωση.

Οι προαναφερθέντες πολιτικώς ενάγοντες, εξαιρέσει του Συμβουλίου του Συλλόγου, καθώς και ο εισαγγελέας, άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour d' appel του Aix-en-Provence, θεωρώντας ότι η τύχη της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου συνδεόταν στενά με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης, ανέστειλε τη διαδικασία στις 23 Ιανουαρίου 1989 και ζήτησε από το Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα

« αν η απαγόρευση, σε γάλλο υπήκοο κάτοχο κρατικού διπλώματος μασέρ-κινησιοθεραπευτή, και κάτοχο διπλώματος οστεοπαθητικής χορηγηθέντος, την 1η Οκτωβρίου 1979, από την Ευρωπαϊκή Σχολή Οστεοπαθητικής του Maidstone ( Μεγάλη Βρετανία ), να ασκεί την οστεοπαθητική στη Γαλλία, λόγω του ότι δεν είναι κάτοχος διπλώματος ιατρικής, απαιτούμενου γι' αυτή τη δραστηριότητα με υπουργική απόφαση της 6ης Ιανουαρίου 1962, συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης και ιδίως με τα άρθρα 52 επ. περί της ελευθερίας της εγκαταστάσεως ».

Η Διάταξη του Cour d' appel του Aix-en-Provence πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 1989.

Με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο Marc Bouchoucha, εκπροσωπούμενος από τους Bureau και Deniniolle, δικηγόρους Παρισιού, ο SNMOF και ο SNMSRRF (πολιτικώς ενάγοντες), εκπροσωπούμενοι από την Marie-Monique Picard, δικηγόρο Λυών, η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, υποδιευθυντή οικονομικού δικαίου του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενη από την Sylvie Grassi, η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Ε. Lasnet, μέλος της νομικής υπηρεσίας.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε, στις 15 Νοεμβρίου 1989, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρώτο τμήμα.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Καταρχάς ο Marc Bouchoucha εξηγεί ότι εκτός από το κρατικό δίπλωμα μασέρ-κινησιοθεραπευτή, είναι κάτοχος του διπλώματος οστεοπαθητικής που του χορήγησε η « Ευρωπαϊκή Σχολή Οστεοπαθητικής » του Maidstone και του διπλώματος και τίτλου « Doctor of Naturopathy » του London College of Applied Science και ότι παραδίδει μαθήματα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Paris-Nord-Bobigny, μαθήματα τα οποία παρακολουθούν μόνο κάτοχοι διπλώματος ιατρικής.

Στη συνέχεια εξηγεί ότι στη Γαλλία δεν υπάρχει ειδική εκπαίδευση ούτε ειδικό πιστοποιητικό οστεοπαθητικής στο πλαίσιο των σπουδών για την προετοιμασία του διπλώματος ιατρικής, ενώ, παραδόξως, η προαναφερθείσα υπουργική απόφαση της 6ης Ιανουαρίου 1962 δίνει μόνο στους ιατρούς το δικαίωμα να ασκούν τις καλούμενες θεραπείες « οστεοπαθητικής ». Κατά τον άποψη του Bouchoucha, η ίδια η φύση της δραστηριότητας του οστεοπαθητικού αποτελεί αντικείμενο « ουσιαστικής διαμάχης», διότι δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι η δραστηριότητα αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως κλασική ιατρική δραστηριότητα. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να σημειωθεί σχετικά ότι, από φορολογικής απόψεως, η δραστηριότητα των οστεοπαθητικών δεν θεωρείται ιατρική. Πράγματι, δυνάμει εγκυκλίου της 27ης Μαρτίου 1986, που δημοσιεύθηκε στο Bulletin officiel de la direction générale des impôts της 3ης Δεκεμβρίου 1986, « οι οστεοθεραπευτές οφείλουν φόρο προστιθεμένης αξίας, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των ιατρών και βοηθών ιατρικών επαγγελμάτων που απαριθμούνται στο βιβλίο 4 του κώδικα υγείας », ενώ κανονικά τα ιατρικά και παραϊατρικά επαγγέλματα απαλλάσσονται του ΦΠΑ, για να μην επαυξάνονται ιατρικά έξοδα των πολιτών.

Κατά τον Bouchoucha, το κοινοτικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση του, διότι είναι κάτοχος αγγλικού διπλώματος και, ενώ επιθυμεί να εγκατασταθεί στο κράτος καταγωγής του και να ασκήσει εκεί τη δραστηριότητά του, εμποδίζεται και του απαγορεύεται η άσκηση, ενώ η δραστηριότητα αυτή θα ήταν ελεύθερη και θεμιτή στα άλλα κράτη μελη και συγκεκριμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δυστυχώς η Επιτροπή δεν έχει κάνει προτάσεις στον τομέα των οδηγιών που ρυθμίζουν τα επαγγέλματα « μη παραδοσιακής ιατρικής ». Μολονότι αναγνωρίζει ότι, ελλείψει τέτοιου είδους διατάξεων, τα κράτη μέλη διατηρούν ένα περιθώριο εκτιμήσεως για να ελέγχουν, να απαγορεύουν ή να επιτρέπουν την άσκηση συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και ότι ο κανόνας της εθνικής μεταχειρίσεως, όπως καθιερώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Ιουνίου 1974, Revners (2/74, Rec. 1974, σ. 631 ), δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ο Bouchoucha θεωρεί ότι, λόγω της παραλείψεως του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ο κανόνας αυτός είναι ανεπαρκής για να εξασφαλίσει μόνος του την πληρότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος εγκαταστάσεως. Ο κοινοτικός έλεγχος δεν περιορίζεται μόνο στην αναζήτηση των διακρίσεων, αλλά αφορά και την τήρηση της αρχής της αναλογίας [ βλέπε τα επιχειρήματα της Επιτροπής στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1987, 221/85, Συλλογή 1987, σ. 719]. Κατά την άποψη του Bouchoucha, η προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Ιανουαρίου 1962 δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο αυτό.

Τέλος ο Bouchoucha θεωρεί ότι η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, Knoors (115/78, Rec. 1979, σ. 399 ), αρκεί για την αντίκρουση της ενστάσεως ότι η παρούσα υπόθεση εντάσσεται σε καθαρά εσωτερικό πλαίσιο του οικείου κράτους μέλους και παραπέμπει στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner επί της υποθέσεως Auer (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 136/78, Rec. 1979, σ. 437, ιδίως σ. 452 επ. ) όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 57, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης.

Κατά συνέπεια ο Bouchoucha προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

« Το άρθρο 52 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι η απαγόρευση σε γάλλο υπήκοο, κάτοχο διπλώματος οστεοπαθητικής που αποκτήθηκε νόμιμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, να ασκεί την οστεοπαθητική στη Γαλλία, λόγω του ότι δεν είναι κάτοχος διπλώματος ιατρικής αποτελεί αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως εφόσον αποδεικνύεται ότι οι ιατροί δεν λαμβάνουν εκπαίδευση οστεοπαθητικής για την απόκτηση του διπλώματος ιατρικής.

Η έλλειψη οδηγιών εκδοθεισών κατ' εφαρμογή του άρθρου 57, παράγραφος 3, για τον συντονισμό της ασκήσεως του επαγγέλματος του οστεοπαθητικού στην Κοινότητα δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την άσκηση του επαγγέλματος αυτού στο έδαφός τους σε οστεοπαθητικούς που έχουν κανονικά λάβει δίπλωμα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία άλλου κράτους μέλους. »

Ο SΝMOF και ο SNMSRRF εκθέτουν, προκαταρκτικώς, την κρίσιμη εθνική νομοθεσία που αφορά τους ιατρούς, αφενός, και τους μασέρ-κινησιοθεραπευτές, αφετέρου, τις συνέπειες που συνάγουν από αυτήν, τη γαλλική νομολογία και την άποψη του Υπουργού Δημοσίας Υγείας. Στη συνέχεια υπενθυμίζουν ότι, βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το Συμβούλιο έλαβε στις 16 Ιουνίου 1975 δύο μέτρα συγκεκριμένα εξέδωσε την οδηγία 75/362 (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 196), περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων ιατρικής, και την οδηγία 75/363 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 209 ), περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την δραστηριότητα των ιατρών. Κατόπιν αυτού η Γαλλική Δημοκρατία, με υπουργική απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1977 [JORF {Επίοημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας) της 13.3.1977, σ. 1409], δέχθηκε την ισοτιμία των διπλωμάτων μεταξύ των γαλλικών διπλωμάτων ιατρικής και των αλλοδαπών διπλωμάτων που χορηγούνται από ευρωπαϊκές σχολές ή πανεπιστήμια. Όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρα στην οποία ο Bouchoucha έλαβε το δίπλωμα οστεοπαθητικής, μόνο το « certificate of completion of specialist training » ( πιστοποιητικό ειδικής εκπαιδεύσεως, χορηγούμενο από την αρμόδια αρχή που έχει εξουσιοδοτηθεί σχετικά) έχει αναγνωριστεί με τον τρόπο αυτό. Η Ευρωπαϊκή Σχολή Οστεοπαθητικής του Maidstone δεν αναφέρεται στην προαναφερθείσα απόφαση και τα διπλώματα που χορηγεί δεν αναγνωρίζονται ως ισότιμα διπλώματα κατά την οδηγία.

Ο SNMOF και ο SNMSRRF θεωρούν ότι οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως δεν εμποδίζουν την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου ενός κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη ενδεχομένης εναρμονίσεως των νομοθεσιών και αναγνωρίσεως της ισοτιμίας. Δεδομένου ότι ο Bouchoucha είναι γάλλος υπήκοος, υπόκειται, εντός του γαλλικού εδάφους, στο εσωτερικό γαλλικό δίκαιο. Το άρθρο 52 της Συνθήκης δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση στους υπηκόους κράτους μέλους να ασκούν ένα επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να τηρούν τους κανόνες δημοσίας τάξεως του κράτους αυτού. Κατά μείζονα λόγο δεν επιτρέπει στον υπήκοο κράτους μέλους να παραβαίνει, στη χώρα του και κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, την ποινική νομοθεσία της χώρας αυτής. Λόγω του ότι το δίπλωμα του Bouchoucha δεν αναφέρεται στην οδηγία 75/362 ως ισότιμο του γαλλικού διπλώματος ιατρικής, οι σύλλογοι αυτοί θεωρούν ότι στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το εσωτερικό δίκαιο. Τέλος, οι σύλλογοι αυτοί θεωρούν ότι το επιχείρημα σχετικά με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, που προβλήθηκε στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας δεν είναι κρίσιμο, δεδομένου ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, της πράξεως αυτής αντικαθιστά το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης με διατάξεις που απαιτούν ομοφωνία στο Συμβούλιο «για οδηγίες, η εκτέλεση των οποίων σ' ένα τουλάχιστον κράτος μέλος συνεπάγεται τροποποίηση των σημερινών νομοθετικών αρχών του επαγγελματικού καθεστώτος, όσον αφορά την κατάρτιση και τους όρους πρόσβασης των φυσικών προσώπων», πράγμα που συμβαίνει στη Γαλλία στην προκειμένη περίπτωση.

Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι στον τομέα της ιατρικής η κοινοτική έννομη τάξη στηρίζεται σήμερα στην αρχή της ελεύθερης εγκαταστάσεως, που εφαρμόζεται όχι με τη γενική εναρμόνιση των ιατρικών σπουδών, αλλά με την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτωνκατά περίπτωση στο πλαίσιο οδηγιών. Η Γαλλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η οδηγία 75/362 ισχύει, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, «για τις δραστηριότητες των ιατρών» και ότι το άρθρο 1 της οδηγίας 75/363 εξαρτά την ανάληψη και την άσκηση των ιατρικών δραστηριοτήτων από την κατοχή διπλώματος, πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου ιατρικής, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 75/362, που να παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει προσήκουσες γνώσεις. Αν και τα κράτη μέλη έθεσαν έτσι το πλαίσιο του περιεχομένου της ιατρικής εκπαιδεύσεως, δεν προέβησαν, αντίθετα, σε ακριβή κοινοτικό ορισμό «των δραστηριοτήτων των ιατρών ».

Ο ορισμός των δραστηριοτήτων αυτών περιλαμβάνεται, στη Γαλλία, στο άρθρο L 372 του Κώδικα Δημοσίας Υγείας, ενώ το άρθρο 2 της υπουργικής αποφάσεως της 6ης Ιανουαρίου 1962 χαρακτηρίζει την οστεοπαθητική και τις μαλάξεις των σπονδύλων ως δραστηριότητες ασκούμενες αποκλειστικώς από ιατρούς. Πρόσωπο που δεν είναι κάτοχος γαλλικού διπλώματος ιατρικής, αλλά μόνο διπλώματος που χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, διπλώματος που δεν περιλαμβάνεται στους καταλόγους ισοτιμίας της οδηγίας 75/362, δεν μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που θεωρούνται ως ιατρικές κατά το εσωτερικό γαλλικό δίκαιο. Κατά την άποψη της Γαλλικής Δημοκρατίας, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 1979, Knoors (115/78, Rec. 1979, σ. 399), από την οποία προκύπτει ότι οι υπήκοοι κράτους μέλους μπορούν να επικαλούνται τις διατάξεις του άρθρου 52 της Συνθήκης μόνον όταν η επαγγελματική εκπαίδευση που έλαβαν σε άλλο κράτος μέλος « αναγνωρίζεται από το κοινοτικό δίκαιο ».

Η Γαλλική Δημοκρατία υπογραμμίζει, εξάλλου, την ιατρική φύση των οστεοπαθητικών θεραπειών και τους ενδεχομένους κινδύνους που συνδέονται με αυτές. Τέλος, εκφράζει αμφιβολίες ως προς την αξία του διπλώματος που έλαβε ο Bouchoucha από την Ευρωπαϊκή Σχολή Οστεοπαθητικής του Maidstone, διότι, στη Μεγάλη Βρετανία, η εκπαίδευση και οι δυνατότητες εγκαταστάσεως « θεραπευτών » είναι ελεύθερες και δεν έχουν κωδικοποιηθεί, έτσι ώστε καθένας μπορεί νόμιμα να ιδρύσει σχολή, να διδάξει σ' αυτή και να χορηγήσει διπλώματα που δεν έχουν καμία πανεπιστημιακή αξία, οι κάτοχοι των οποίων είναι όμως, μεταξύ άλλων, « διδάκτορες » οστεοπαθητικής. Σε επίπεδο γνώσεων, αυτοί οι οστεοπαθητικοί δεν έχουν όμως καμία σχέση με τους ιατρούς οστεοπαθητικούς.

Η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι το υποβληθέν ερώτημα είναι, κατ' ουσίαν, αντίστοιχο προς αυτά που υπέβαλαν τα ιταλικά δικαστήρια στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-54/88 ( Nino ), C-91/88 ( Prandini και Goti ) και C-14/89 ( Pierini ) σχετικά με τις δραστηριότητες των πρανοθεραπευτών και των βιοθεραπευτών που ασκούνται στην Ιταλία από ιταλούς υπηκόους που δεν είναι κάτοχοι τίτλου επιτρέποντος την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Υπενθυμίζοντας την απόφαση της 20ής Απριλίου 1988, Bekaert ( 204/87, Συλλογή 1988, σ. 2029), η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν τίθεται προς επίλυση ζήτημα κοινοτικού δικαίου, διότι ελλείπει κάθε στοιχείο που να εκφεύγει από το καθαρά εθνικό πλαίσιο.

Συμπληρωματικά, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 57, δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ρυθμίσουν την άσκηση κάθε δραστηριότητας επαγγελματικού χαρακτήρα. Κατ' εφαρμογή της γενικής διατάξεως του άρθρου 7 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καταργήσουν κάθε διάταξη που δημιουργεί διακρίσεις, για να εξασφαλίσουν την ίση μεταχείριση (πλην των εξαιρέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 55 και 56 ) και να θέσουν σε εφαρμογή τις οδηγίες που εκδόθηκαν στο κοινοτικό πλαίσιο. Εντούτοις, ελλείψει τέτοιων οδηγιών, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να ρυθμίσουν συγκεκριμένη δραστηριότητα (ακόμη και αν υφίσταται ειδική ρύθμιση σε άλλα κράτη μέλη). Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να προβλέπουν κυρώσεις κατά των ασκούντων τη δραστηριότητα αυτή, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει διάκριση λόγω ιθαγενείας, όπως συνέβη στη Γαλλία σχετικά με τους οστεοπαθητικούς.

Η Επιτροπή επισημαίνει, προκαταρκτικώς, ότι με το υποβληθέν ερώτημα φαίνεται να αμφισβητείται άμεσα το κατά πόσο μια εθνική ρύθμιση συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. Η αρμοδιότητα όμως του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης δεν συνίσταται στο να κρίνει αν διατάξεις εθνικού νόμου συμβιβάζονται με τη Συνθήκη, αλλά στο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα κοινοτικού δικαίου στοιχεία ερμηνείας που μπορούν να του επιτρέψουν την κρίση αυτή ( απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1983, Van Bennekom, 227/82, Συλλογή 1983, σ. 3883 ). Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, το ερώτημα αφορά το αν η αρχή του δικαιώματος εγκαταστάσεως απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιφυλάσσουν την άσκηση μιας επαγγελματικής δραστηριότητας όπως η οστεοπαθητική αποκλειστικά στους κατόχους διπλώματος ιατρικής και να προβλέπουν σχετικά ποινικές κυρώσεις, ακόμη και στην περίπτωση κατόχων διπλωμάτων οστεοπαθητικής που χορηγήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή, διαπιστώνοντας την έλλειψη σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως (όπως εξάλλου και στους τομείς του βελονισμού, της ομοιοπαθητικής και της χειροθεραπευτικής ), θεωρεί ότι ο εν λόγω τομέας υπάγεται στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη είναι επομένως ελεύθερα να επιφυλάσσουν την εν λόγω δραστηριότητα στους ιατρούς, ακόμη δε και να την υποβάλλουν σε απαγόρευση επ' απειλή κυρώσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, η απαγόρευση αυτή δεν γεννά διακρίσεις, στο μέτρο που εφαρμόζεται τόσο στους ημεδαπούς υπηκόους όσο και στους αλλοδαπούς. Επιπλέον, παρόλο που είναι κάτοχος διπλώματος οστεοπαθητικής που χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, ο Bouchoucha είναι γάλλος υπήκοος.

Gordon Slynn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πρώτο τμήμα )

της 3ης Οκτωβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-61/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d' appel του Aix-en-Provence προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Marc Gaston Bouchoucha

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 επ. της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, R. Joliét και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

ο Marc Bouchoucha, εκπροσωπούμενος από τους Bureau και Deniniolle, δικηγόρους Παρισιού,

ο SNMOF και o SNMSRRF ( πολιτικώς ενάγοντες ), εκπροσωπούμενοι από τη Marie-Monique Picard, δικηγόρο Λυών,

η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliart, υποδιευθύντρια οικονομικού δικαίου του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενη από τη Sylvie Grassi, γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,

η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Ε. Lasnet, μέλος της νομικής υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Bouchoucha, του SNMOF και του SNMSRRF, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον G. de Bergues, της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1989, που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 1989, το Cour d' appel του Aix-en-Provence υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, ζητώντας να κριθεί αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο ένας γαλλικός νόμος που απαγορεύει την παράνομη άσκηση του επαγγέλματος του ιατρού.

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής διώξεως που ασκήθηκε κατά του Marc Gaston Bouchoucha, ο οποίος, γάλλος υπήκοος, είναι κάτοχος κρατικού γαλλικού διπλώματος μασέρ-κινησιοθεραπευτή και διπλώματος οστεοπαθητικής που του χορηγήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1979 από την Ευρωπαϊκή Σχολή Οστεοπαθητικής του Maidstone στη Μεγάλη Βρετανία (στο εξής: ΕΣΟ). Κατέχει επίσης το δίπλωμα και τον τίτλο « Doctor of Naturopathy » του London College of Applied Science. Δεν κατέχει όμως κανένα δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλο τίτλο που να του επιτρέπει, δυνάμει του άρθρου L 356-2 του γαλλικού Κώδικα Δημοσίας Υγείας, να ασκεί το επάγγελμα του ιατρού.

3

Κατόπιν της ασκήσεως ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα, με κλήση της 24ης Νοεμβρίου 1987, ο Bouchoucha κλητεύθηκε ενώπιον του Tribunal correctionnel της Νίκαιας, με την κατηγορία ότι ασκούσε παράνομα την ιατρική στη Νίκαια, από τον Απρίλιο του 1981, ασκώντας οστεοπαθητική χωρίς να είναι κάτοχος διπλώματος ιατρού. Δυνάμει αποφάσεως του Υπουργού Υγείας της 6ης Ιανουαρίου 1962 [JORF ( Επίαημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας ) της1.2.1962, σ. 1111], ως επαγγελματικές πράξεις για την άσκηση των οποίων απαιτείται άδεια ασκήσεως της ιατρικής θεωρούνται « κάθε βίαιη μετακίνηση των αρθρώσεων και κάθε επαναφορά μετακινηθέντων οστών, καθώς και κάθε μάλαξη των σπονδύλων και, γενικά, όλες οι καλούμενες “ οστεοπαθητικές ” θεραπείες ».

4

Με απόφαση της 29ης Απριλίου 1988, το Tribunal correctionnel έκρινε τον Bouchoucha ένοχο του ποινικού αδικήματος της παράνομης άσκησης της ιατρικής, του επέβαλε ποινή προστίμου με αναστολή και τον υποχρέωσε να καταβάλει συμβολικώς ένα γαλλικό φράγκο ως αποζημίωση σε καθένα από τους τρεις πολιτικώς ενάγοντες, στον εθνικό σύλλογο γάλλων ιατρών οστεοθεραπευτών (στο εξής: SNMOF), στον εθνικό σύλλογο των ειδικευμένων στη μετατραυματική κινησιοθεραπεία και φυσιοθεραπεία ιατρών ( στο εξής: SNMSRRF ) και στο Συμβούλιο του ιατρικού συλλόγου του διαμερίσματος των Alpes-Maritimes (στο εξής: Συμβούλιο του Συλλόγου »). Δύο από τους πολιτικώς ενάγοντες, δηλαδή ο SNOMF και ο SNMSRRF, καθώς και ο εισαγγελέας, άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Cour d' appel του Aix-en-Provence.

5

Οι δύο πολιτικώς ενάγοντες-εφεσείοντες και ο εισαγγελέας ζήτησαν να επιβεβαιωθεί η ενοχή του κατηγορουμένου. Οι πολιτικώς ενάγοντες-εφεσείοντες ζήτησαν, επιπλέον, την αποκατάσταση της ζημίας τους καθώς και τη δημοσίευση της αποφάσεως σε δύο τοπικές εφημερίδες. Ο Bouchoucha, αντίθετα, υποστήριξε ότι το δίπλωμα οστεοπαθη-τικής που του χορηγήθηκε από την ΕΣΟ του επέτρεπε να ασκεί τη δραστηριότητα αυτή στη Μεγάλη Βρετανία και ότι η απαγόρευση της ασκήσεως στη Γαλλία λόγω του ότι δεν ήταν ιατρός ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 52 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως.

6

Κατόπιν αυτών, το Cour d' appel του Aix-en-Provence ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το προδικαστικό ερώτημα

« αν η απαγόρευση, σε γάλλο υπήκοο κάτοχο κρατικού διπλώματος μασέρ-κινησιοθεραπευτή, και κάτοχο διπλώματος οστεοπαθητικής χορηγηθέντος, την 1η Οκτωβρίου 1979, από την Ευρωπαϊκή Σχολή Οστεοπαθητικής του Maidstone ( Μεγάλη Βρετανία), να ασκεί την οστεοπαθητική στη Γαλλία, λόγω του ότι δεν είναι κάτοχος διπλώματος ιατρικής, απαιτούμενου γι' αυτή τη δραστηριότητα με υπουργική απόφαση της 6ης Ιανουαρίου 1962, συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης και ιδίως με τα άρθρα 52 επ. περί της ελευθερίας της εγκαταστάσεως ».

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κυρίας δίκης, οι κρίσιμες κοινοτικές και εθνικές διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Πρέπει, προκαταρκτικώς, να παρατηρηθεί ότι τόσο η οδηγία 75/362/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων ιατρικής και περί των μέτρων προς διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 196), όσο και η οδηγία 75/363/ΕΟΚ του Συμβουλίου, επίσης της 16ης Ιουνίου 1975, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 209 ), περιλαμβάνουν μόνον διατάξεις σχετικά με το επάγγελμα του « ιατρού ». Δεν υπάρχει, εξάλλου, καμία κοινοτική διάταξη που να ρυθμίζει την άσκηση των παραϊατρικών επαγγελμάτων όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της οστεοπαθητικής. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι οι προαναφερθείσες οδηγίες δεν περιέχουν ούτε κοινοτικό ορισμό των δραστηριοτήτων που πρέπει να θεωρούνται ως ιατρικές δραστηριότητες.

9

Ο Bouchoucha υποστηρίζει ότι το κοινοτικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο διότι, παρά το δίπλωμα που του χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, εμποδίζεται να ασκήσει τη δραστηριότητα την οποία αφορά το δίπλωμα αυτό στο κράτος καταγωγής του. Υποστηρίζει, αφενός, ότι η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, Knoors (115/78, Rec. 1979, σ. 399 ) είναι αρκετή προς αντίκρουση της ενστάσεως ότι η παρούσα υπόθεση εντάσσεται σε καθαρά εσωτερικό πλαίσιο του οικείου κράτους μέλους και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις της γαλλικής αποφάσεως της 6ης Ιανουαρίου 1962 που κατατάσσουν τις καλούμενες « οστεοπαθητικές » θεραπείες στις επαγγελματικές πράξεις για τις οποίες απαιτείται άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του ιατρού προσβάλλουν την κοινοτική αρχή της αναλογικότητας.

10

Αντίθετα, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στον ιατρικό τομέα η εφαρμογή της αρχής της ελευθερίας της εγκαταστάσεως στηρίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, κατά περίπτωση, στο πλαίσιο των σχετικών οδηγιών. Θεωρεί εντούτοις ότι, ελλείψει ακριβούς κοινοτικού ορισμού των «ιατρικών δραστηριοτήτων», τα κράτη μέλη διατηρούν την ελευθερία να επιφυλάσσουν την οστεοπαθητική και τις μαλάξεις των σπονδύλων στους ιατρούς. Η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979 ( 115/78, που προαναφέρθηκε ) λαμβάνεται υπόψη μόνον όταν η επαγγελματική εκπαίδευση των ενδιαφερομένων σε άλλο κράτος μέλος έχει « αναγνωριστεί από το κοινοτικό δίκαιο ».

11

Πρώτον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε στις περιπτώσεις των ποινικών δικών κατά της Eleonora Nino και λοιπών (απόφαση της ίδιας ημέρας, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-54/88, C-91/88 και C-14/89, Συλλογή 1990, σ. I-3537, I-3543 ), ο Bouchoucha, γάλλος υπήκοος που ασκεί το επάγγελμά του στη Γαλλία, είναι κάτοχος επαγγελματικού διπλώματος, το οποίο έλαβε σε άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, η περίπτωση της υποθέσεως της κυρίας δίκης δεν περιορίζεται σε καθαρά εθνικό πλαίσιο και πρέπει να εξεταστεί αν εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως.

12

Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο μέτρο που δεν υπάρχει κοινοτικός ορισμός των ιατρικών δραστηριοτήτων, ο ορισμός των πράξεων των οποίων η άσκηση επιφυλάσσεται στο ιατρικό επάγγελμα ανήκει, καταρχήν, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Επομένως, ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως της επαγγελματικής ασκήσεως της οστεοπαθητικής, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ρυθμίζουν την άσκηση της δραστηριότητας αυτής στο έδαφός τους, χωρίς διάκριση μεταξύ των υπηκόων τους και των υπηκόων των υπολοίπων κρατών μελών.

13

Από την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979 ( 115/78, που προαναφέρθηκε) προκύπτει ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να αποκλείονται από τις ευεργετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου οι υπήκοοι συγκεκριμένου κράτους μέλους, όταν αυτοί, επειδή είχαν συνήθη διαμονή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και απέκτησαν εκεί επαγγελματικά προσόντα που αναγνωρίζονται από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, βρίσκονται, έναντι του κράτους καταγωγής τους, σε κατάσταση παρόμοια με αυτή όλων όσων απολαύουν των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εξασφαλίζει η Συνθήκη ( σκέψη 24 ).

14

Πρέπει εντούτοις να παρατηρηθεί ότι, αφενός, όπως ορθώς επισήμαναν η Γαλλική Κυβέρνηση, ο SNMOF και ο SNMSRRF, το δίπλωμα της ΕΣΟ που κατέχει ο Bouchoucha δεν τυγχάνει αυτή τη στιγμή αμοιβαίας αναγνωρίσεως σε κοινοτικό επίπεδο. Επομένως, το δίπλωμα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαγγελματικό προσόν που αναγνωρίζεται από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου- αφετέρου, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, δεν μπορεί να αγνοηθεί το έννομο συμφέρον κράτους μέλους να εμποδίσει την προσπάθεια ορισμένων από τους υπηκόους του να διαφύγουν την υπαγωγή τους στην εθνική τους νομοθεσία περί επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, καταχρώμενοι ευκολιών που δημιουργούνται δυνάμει της Συνθήκης ( σκέψη 25 ).

15

Αυτό ακριβώς θα συνέβαινε αν το γεγονός ότι ο υπήκοος κράτους μέλους έλαβε σε άλλο κράτος μέλος δίπλωμα η ισχύς και η αξία του οποίου δεν αναγνωρίζονται από καμία κανονιστική κοινοτική διάταξη μπορούσε να υποχρεώσει το κράτος μέλος καταγωγής του υπηκόου αυτού να του επιτρέψει να ασκεί τις δραστηριότητες τις οποίες αφορά το δίπλωμα αυτό στο έδαφός του, ενώ η πρόσβαση στις δραστηριότητες αυτές επιφυλάσσεται στους κατόχους ανωτέρου διπλώματος που τυγχάνει αμοιβαίας αναγνωρίσεως στο κοινοτικό επίπεδο, χωρίς η επιφύλαξη αυτή να φαίνεται αυθαίρετη.

16

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour d' appel του Aix-en-Provence πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο ως προς τις δραστηριότητες που εμπίπτουν αποκλειστικά στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιφυλάσσει μία παραϊατρική δραστηριότητα, όπως, ιδίως, την οστεοπαθητική, στους διπλωματούχους ιατρούς.

Επί των δικαστικών εξόδων

17

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κυρίας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα ),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1989, το Cour d' appel του Aix-en-Provence, αποφαίνεται:

 

Ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο ως προς τις δραστηριότητες που εμπίπτουν αποκλειστικά στην άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος, το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιφυλάσσει μία παραϊατρική δραστηριότητα, όπως, ιδίως, την οστεοπαθητική, στους διπλωματούχους ιατρούς.

 

Slynn

Joliet

Rodríguez Iglesias

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Οκτωβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

Gordon Slynn


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.