ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-5/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Επ' ευκαιρία της εξαγοράς της επιχειρήσεως BUG-Alutechnik GmbH από την Kaiser Aluminium Inc., το Ομόσπονδο Κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης χορήγησε επιδότηση 2 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων ( DM ) στην επιχείρηση BUG-Alutechnik, υπό την προϋπόθεση ότι το Ομόσπονδο Κράτος ελευθερούται κατά τον τρόπο αυτό από την παλαιά υποχρέωση εγγυήσεως ύψους 7 εκατομμυρίων DM και ότι η επιδότηση θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την αύξηση του κεφαλαίου της επιχειρήσεως.

Η ενίσχυση είχε ως σκοπό να καταστήσει την BUG-Alutechnik ενδιαφέρον απόκτημα για την Kaiser Aluminium, που θα μπορούσε έτσι να θέσει σε κίνηση διαδικασία αναδομήσεως της επιχειρήσεως που απέκτησε.

Η Επιτροπή, στηριζόμενη σε άρθρα του τύπου, απηύθυνε, στις 21 Μαΐου 1985, έγγραφο στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ζητώντας πληροφορίες για την ενίσχυση αυτή.

Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση επιβεβαίωσε, με ρηματική διακοίνωση της 24ης Ιουνίου 1985, τη χορήγηση της ενισχύσεως αυτής και, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, συμπλήρωσε τις πληροφορίες αυτές με δύο ακόμη ρηματικές διακοινώσεις της 2ας Οκτωβρίου 1985.

Η Επιτροπή αποφάσισε, στις 29 Ιανουαρίου 1986, να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση υπέβαλε παρατηρήσεις όσον αφορά την εν λόγω ενίσχυση.

Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1987, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την απόφαση της της 17ης Νοεμβρίου 1987 ( ΕΕ L 79 της 24.3.1988 ), το άρθρο 1 της οποίας ορίζει ότι η εν λόγω ενίσχυση:

« είναι παράνομη, δεδομένου ότι έχει χορηγηθεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Επιπλέον είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΟΚ ».

Με ρηματική διακοίνωση της 19ης Απριλίου 1988 η Γερμανική Κυβέρνηση διαβίβασε στην Επιτροπή ανακοίνωση της 13ης Απριλίου, στην οποία διατύπωνε διάφορες επικρίσεις κατά ορισμένων διαπιστώσεων και εκτιμήσεων επί των οποίων είχε στηριχθεί η απόφαση. Επισήμανε συγκεκριμένα ότι, δεδομένου ότι η επιδότηση δεν θα είχε χορηγηθεί αν δεν είχε αποσυρθεί η εγγύηση, για να καθοριστεί η αξία της ενισχύσεως το ποσό της εγγυήσεως αυτής που ισοδυναμεί με επιδότηση πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό της ενισχύσεως το οποίο αντιπροσωπεύει η επιδότηση. Από αυτό προκύπτει ότι συνολικά η αξία του σχεδίου ενισχύσεως που αντιπροσωπεύει η επιδότηση είναι αρνητική και ότι, κατά συνέπεια, η αναζήτηση δεν δικαιολογείται ούτε για λόγους ουσίας ούτε από χρηματοοικονομική άποψη. Η Γερμανική Κυβέρνηση εξέθετε εξάλλου ότι, ακόμη και αν εθεωρείτο μεμονωμένα η χορήγηση της επιδοτήσεως, δεν θα ήταν δυνατό να ανακτηθεί η ενίσχυση για λόγους προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σύμφωνα με τις διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας που διέπουν το βάσιμο και την άσκηση του δικαιώματος ανακτήσεως.

Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι πειστικά, κάλεσε, με έγγραφο της 1ης Ιουλίου 1988, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εκτελέσει την απόφαση.

Με ρηματική διακοίνωση της 9ης Δεκεμβρίου 1988, η Γερμανική Κυβέρνηση διαβίβασε στην Επιτροπή ανακοίνωση της 2ας Δεκεμβρίου, με την οποία της πρότεινε να περιμένει να εκδοθεί η απόφαση επί της υποθέσεως Alean (94/87, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Συλλογή 1989, σ. 175), που ήταν παρόμοια από νομική άποψη.

Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 1988, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Γερμανική Κυβέρνηση ότι έκρινε πως δεν πρέπει να αναμείνει άλλο και άσκησε την παρούσα προσφυγή δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

2.

Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου 1989.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

3.

Η Επιτροπή'ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη συμμορφούμενη προς την απόφαση 88/174/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 1987, σχετικά με ενίσχυση την οποία χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην BUG-Alutechnik GmbH, επιχείρηση που παράγει ημικατεργασμένα και κατεργασμένα προϊόντα αλουμινίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, ιδίως από το άρθρο 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 189, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης·

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

4.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·.

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

5.

Η Επιτροπή επισημαίνει τον υποχρεωτικό και οριστικό χαρακτήρα ( λόγω της μη εμπρόθεσμης προσβολής της) της αποφάσεως που δεν εκτελέστηκε.

Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επικαλείται την απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως αποφάσεως για λόγους στηριζόμενους στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που βρήκε, ιδίως, την έκφραση της στο άρθρο 48 του Verwaltungsverfahrensgesetz ( νόμου περί της διοικητικής διαδικασίας) του Ομόσπονδου Κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση. Η διάταξη αυτή απαγορεύει εξάλλου την ανάκληση διοικητικής πράξεως που γέννησε δικαιώματα μετά την παρόδο έτους από τη στιγμή που η διοικητική αρχή έλαβε γνώση των περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάκληση.

Επίκεντρο των επιχειρημάτων των διαδίκων αποτελούν:

α)

η εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων επί της αναζητήσεως των ενισχύσεων που δεν έχουν κοινοποιηθεί·

β)

η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το εθνικό δίκαιο·

γ)

η εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

Α — Ως προς την εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων επί της αναζητήσεως των ενισχύσεων πον δεν εχονν κοινοποιηθεί

6.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αντιτάξουν στις υποχρεώσεις κοινοτικού δικαίου που υπέχουν διατάξεις, πρακτικές ή εθνικές καταστάσεις που υποτίθεται ότι τα εμποδίζουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις αυτές. Είναι επομένως απαράδεκτη κάθε εφαρμογή εθνικών δικονομικών κανόνων που μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τις κοινοτικές υποχρεώσεις του καθού η προσφυγή κράτους.

Το καθού κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, Deutsche Milchkontor κ. λπ. (205/82 έως 215/82, Συλλογή 1983, σ. 2633), που αφορούσε μία διάταξη κοινοτικού δικαίου περιλαμβάνουσα ρητή παραπομπή στο εθνικό δίκαιο, όσον αφορά την αναζήτηση ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ως κοινοτική ενίσχυση.

Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, που αναγνωρίζει άμεσο αποτέλεσμα στο άρθρο 93, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή συνάγει ότι το κοινοτικό δίκαιο είναι αντίθετο προς οποιαδήποτε εθνική διάταξη που μπορεί να στερήσει το άμεσο αποτέλεσμα από την απαγόρευση χορηγήσεως ενισχύσεων που δεν έχουν κοινοποιηθεί.

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωση της που δημοσιεύτηκε στην ΕΕ C 318 της 24.11.1983, σ. 3, επέστησε ήδη την προσοχή αυτών που έλαβαν ενισχύσεις στον προσωρινό χαρακτήρα της εννόμου καταστάσεως τους σε περίπτωση χορηγήσεως τέτοιων ενισχύσεων. Κατά συνέπεια οι λαβόντες ενίσχυση δεν μπορούν να τύχουν προστασίας κατά το κοινοτικό δίκαιο.

7.

Κατά την άποψη της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας, η Επιτροπή παραγνωρίζει το γεγονός ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ρητά στην απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Alean (94/87, Συλλογή 1989, σ. 175 ), ότι, ακόμα και στο πλαίσιο των άρθρων 92 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, το κοινοτικό δίκαιο παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά την ανάκτηση των ενισχύσεων.

Εξάλλου, η προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής δεν καθιστά γνωστό στον λαβόντα την ενίσχυση ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση δεν κοινοποιήθηκε ή ότι δεν περατώθηκε η διαδικασία ελέγχου. Κατά συνέπεια, η ανακοίνωση αυτή δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν είναι άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του λαβόντος την ενίσχυση.

Β — Ως προς την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το εθνικό δίκαιο

8.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρήματα του καθού κράτους περί νομικής αδυναμίας ανακτήσεως της ενισχύσεως λόγω του ότι οι εθνικές διατάξεις δεν επιτρέπουν την ανάκληση της διοικητικής πράξεως με την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση αυτή δεν είναι καθόλου πειστικά.

Είναι ακριβές ότι το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση Alean, επιβεβαίωσε την αρχή της εφαρμογής του εθνικού δικαίου επί των εννόμων σχέσεων μεταξύ κράτους μέλους και λαβόντος την ενίσχυση, διευκρίνισε όμως επίσης ότι η εφαρμογή αυτή πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μην καθίσταται πρακτικώς αδύνατη η αναζήτηση και να λαμβάνεται πλήρως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας.

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως, κάθε αναζήτηση εθνικής ενισχύσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποκλείεται πρακτικώς οσάκις η ενίσχυση χρησιμοποιήθηκε κατά τρόπο σύμφωνο προς τους όρους χορηγήσεως της λόγω της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των λαβόντων την ενίσχυση.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στις περιπτώσεις κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να αγνοήσει την κοινοτική διάσταση, υπό την έννοια ότι η εμπιστοσύνη του λαβόντος ενίσχυση ως προς τη νομιμότητα ενισχύσεως που χορηγήθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο δεν είναι δικαιολογημένη και δεν μπορεί να προστατευθεί κατά το κοινοτικό δίκαιο, όταν ο λαβών δεν βεβαιώθηκε για την κοινοποίηση της ενισχύσεως και για το αποτέλεσμα του ελέγχου της Επιτροπής. Πρόκειται για συνέπεια του αμέσου αποτελέσματος της απόλυτης απαγορεύσεως χορηγήσεως ενισχύσεων που δεν έχουν κοινοποιηθεί, απαγορεύσεως που επιβάλλει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

Το ζήτημα των υποκειμενικών δυνατοτήτων του λαβόντος την ενίσχυση να εξακριβώσει την ύπαρξη παραβάσεως αφορά τις έννομες σχέσεις μεταξύ του κράτους μέλους και της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει παραδεκτό αμυντικό ισχυρισμό στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνωρίσεως παραβάσεως της Συνθήκης.

Εξάλλου, στην. προαναφερθείσα ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα η Επιτροπή επέστησε την προσοχή όλων όσων ενδέχεται να λάβουν ενίσχυση στην πρόθεση της να απαιτήσει στο μέλλον συστηματικά την ανάκτηση των ενισχύσεων που δεν έχουν κοινοποιηθεί.

Εξάλλου, η γερμανική εθνική νομοθεσία επιτρέπει την ανάκληση της αποφάσεως χορηγήσεως ενισχύσεως, παρόλον ότι ο λαβών την ενίσχυση πιστεύει ότι αυτό δεν θα συμβεί, στην περίπτωση υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Η γερμανική διοίκηση, εκτιμώντας το κοινοτικό συμφέρον για την ανάκτηση της ενισχύσεως κατά τρόπο που αποκλίνει από την απόφαση της Επιτροπής, η οποία τη δεσμεύει, παρέβη την υποχρέωση εντιμότητας έναντι των Κοινοτήτων.

9.

Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίαςθεωρεί ότι η ανάκληση της διοικητικής πράξεως χορηγήσεως ενισχύσεως αποκλείεται εντελώς για λόγους που αναφέρονται στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Δεν ήταν επομένως δυνατό στις γερμανικές αρχές να συνεννοηθούν με την Επιτροπή ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής που αποκλίνουν από την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1987 ή να ανακαλέσουν τη διοικητική πράξη έτσι ώστε τα ερωτήματα κοινοτικού δικαίου που τέθηκαν στη δίκη που επακολούθησε να αποτελέσουν αντικείμενο παραπομπής στο Δικαστήριο των 'Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διότι, βάσει των γερμανικών συνταγματικών αρχών, η οικεία αρχή μπορεί να ανακαλέσει τη διοικητική πράξη μόνον όταν είναι προφανές για την αρχή αυτή ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ανακλήσεως, πράγμα που προϋποθέτει ιδίως την εκτίμηση της βαριάς αμέλειας και τη στάθμιση των διαφόρων εν λόγω συμφερόντων, ώστε να καθοριστεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη είναι άξια προστασίας.

Κατά την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως η απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, Deufil (310/85, Συλλογή 1987, σ. 901 ), αποτελεί εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου που καθιερώθηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις επί των υποθέσεων Deutsche Milchkontor και Alean και αφορά την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που πρέπει να συνδυάζεται με την εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων για να εκτιμηθεί αν πρέπει, υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου, να ανακληθεί μία πλημμελής διοικητική πράξη.

Ειδικότερα, από την προαναφερθείσα απόφαση Alean μπορεί να συναχθεί ότι οι αρχές του οικείου κράτους μέλους, μη δεσμευόμενες από την απόφαση της Επιτροπής, πρέπει να εκτιμούν τα διάφορα εν λόγω συμφέροντα λαμβάνοντας υπόψη το εθνικό δίκαιο.

Η Γερμανική Κυβέρνηση, απορρίπτοντας την ερμηνεία που έγινε με την απόφαση Alean ως επιβάλλουσα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την υποχρέωση να ανακαλέσει τη διοικητική πράξη και, κατά τη διάρκεια της μετέπειτα δίκης, να φροντίσει ώστε τα ερωτήματα κοινοτικού δικαίου να αποτελέσουν αντικείμενο παραπομπής στο Δικαστήριο, υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή έχει την έννοια ότι στην υπόθεση εκείνη δεν ήταν πρακτικώς αδύνατο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να ανακαλέσει την εν λόγω πράξη. Αντίθετα, στην παρούσα περίπτωση, υπάρχει αδυναμία, διότι οι διαστάσεις της επιχειρήσεως δεν επιτρέπουν να της επιβληθούν απαιτήσεις επιμέλειας τόσο βαριές όσο στην επιχείρηση Alean.

Στην παρούσα υπόθεση πρέπει να αποδοθεί μεγαλύτερη σημασία στο συμφέρον προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της επιχειρήσεως στη νομιμότητα των κρατικών πράξεων απ' ό,τι στο γενικό κοινοτικό συμφέρον για αποφυγή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού διά της ανακτήσεως της ενισχύσεως, διότι η ενίσχυση περιοριζόταν στο να αντικαταστήσει εγγύηση πολύ μεγαλυτέρου ύψους που είχε χορηγηθεί στο πλαίσιο του Ομόσπονδου Κράτους και είχε επιτραπεί από την Επιτροπή.

Η Γερμανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει εντούτοις ότι κατά γενικό κανόνα θα δίδεται προτεραιότητα στο κοινοτικό συμφέρον προς αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και επομένως θα είναι δυνατόν στην πλειονότητα των περιπτώσεων να ανακτηθούν οι ενισχύσεις.

Γ — Ως προς την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπει το εθνικό δίκαιο

10.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να εφαρμόσει την προθεσμία ενός έτους που προβλέπει το εθνικό δίκαιο για την ανάκληση της διοικητικής πράξεως χωρίς να παραβιάσει το άρθρο 5 της Συνθήκης.

Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Deutsche Milchkontor, η εφαρμογή του εθνικού δικαίου δεν πρέπει να καθιστά πρακτικώς αδύνατη την αναζήτηση των ποσών που χορηγήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία.

Ακριβώς αυτός όμως ο φόβος θα υπήρχε στην περίπτωση εθνικών ενισχύσεων που δεν έχουν κοινοποιηθεί. Πράγματι, η εφαρμογή της προθεσμίας αυτής θα είχε ως συνέπεια όχι μόνον να υποβάλει τον έλεγχο που ασκεί η Επιτροπή επί των ενισχύσεων σε εθνικές διατάξεις περί προθεσμιών, αλλά, επιπλέον, να παράσχει στο κράτος μέλος ένα μέσο για να αποφύγει οριστικά, διά των αναβολών, τον αποτελεσματικό έλεγχο των ενισχύσεων.

Η Επιτροπή επικρίνει την πρόταση της Γερμανικής Κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί η εκπνοή της προθεσμίας με την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως και τη σύγχρονη υποβολή αιτήσεως για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Στην πραγματικότητα, τα μέτρα αυτά προδικάζουν την απόφαση επί της ουσίας της υποθέσεως· ο μόνος τους σκοπός, που είναι η τήρηση της εθνικής προθεσμίας, δύσκολα συμβιβάζεται με τους σκοπούς της διαδικασίας περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων έπειτα, δεδομένου ότι πρόκειται για ενισχύσεις που κοινοποιούνται με καθυστέρηση, δεν θα είναι δυνατό στην Επιτροπή να προσφύγει εγκαίρως στο Δικαστήριο, διότι πρέπει προηγουμένως να εξαντλήσει τη διαδικασία που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η εφαρμογή της προθεσμίας που προβλέπει η εθνική νομοθεσία, εφόσον έχει δημοσιευθεί η αρνητική απόφαση που αφορά την ενίσχυση, είναι αντίθετη στην αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 21ης Μαΐου 1987, Albako, 249/85, Συλλογή 1987, σ. 2345 ), εφαρμόζεται και επί των αποφάσεων της Επιτροπής και αντιτάσσεται στους τρίτους. Η αρχή αυτή αποκλείει το να μπορεί μία άνευ αιρέσεων υποχρέωση ενεργείας να αναιρείται από την εθνική ρύθμιση, αν αυτό έχει ως συνέπεια να εμποδίζεται η εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής. Η ισχύς και τα αποτελέσματα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων εξαρτώνται μόνον από το κοινοτικό δίκαιο και όχι από το εθνικό.

Η Επιτροπή επισημαίνει τέλος ότι, κατά την άποψη του καθού η προσφυγή κράτους, η πρακτική αποτελεσματικότητα αποφάσεως δεσμευτικής κατά το κοινοτικό δίκαιο εξαρτάται από την ταχεία εκτέλεση της από την. εθνική διοίκηση.

11.

Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν θεωρεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 48, παράγραφος 4, του Verwaltungsverfahrensgesetz του Ομόσπονδου Κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης γεννά σημαντικές δυσχέρειες στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, διότι από την προαναφερθείσα απόφαση Deutsche Milchkontor προκύπτει ότι η προθεσμία που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν απορρέει μόνο από το εθνικό δικονομικό δίκαιο, αλλά και από τη γενική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αυτή η αρχή, που ερείδεται στο ευρωπαϊκό δίκαιο, απαιτεί όπως, μετά την παρόδο ευλόγου προθεσμίας, ο δικαιούχος της ενισχύσεως τυγχάνει πλήρους προστασίας έναντι των αξιώσεων αναζητήσεως της. Κατά την άποψη της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως το εθνικό δίκαιο απλώς συγκεκριμενοποιεί την αρχή αυτή.

Ακόμη και αν η εν λόγω διάταξη δεν επιβάλλει, τουλάχιστον άμεσα, καμία υποχρέωση στην Επιτροπή, στην πράξη και έμμεσα η διάταξη περιορίζει τις πράξεις της Επιτροπής, διότι, μετά την εκπνοή της προθεσμίας ενός έτους, οι εθνικές αρχές μπορούν να επικαλεστούν έναντι της Επιτροπής πλήρη αδυναμία ανακλήσεως της πράξεως με την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση και η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπιστώσει την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως.

Εάν το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν είναι δυνατό, έστω και έμμεσα και στην πράξη, να δεσμευθεί η Επιτροπή, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση προτείνει να συναχθεί από την αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κοινοτικού δικαίου αντίστοιχη προθεσμία εφαρμοζόμενη στο κοινοτικό δίκαιο. Η Γερμανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει σχετικά ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz (120/73, Sig. 1973, σ. 1471), καθόρισε προθεσμία δύο μηνών για την προκαταρκτική φάση ενώπιον της Επιτροπής, ο δε σκοπός της ασφάλειας του δικαίου που επιδιώκεται με την προθεσμία - αυτή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η διαδικασία μεταγενεστέρου ελέγχου δεν εξηρτάτο από ορισμένες προθεσμίες.

Για να αντιμετωπιστεί η ανησυχία της Επιτροπής, δηλαδή να μην επιτραπεί στο οικείο κράτος μέλος να καθορίζει με τη συμπεριφορά του την αφετηρία της προθεσμίας, η Γερμανική Κυβέρνηση προτείνει μία λύση στηριζόμενη στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

κατ' ανάλογη εφαρμογή του συστήματος που προβλέπει το γερμανικό δίκαιο στο κοινοτικό δίκαιο, η προθεσμία θα διακόπτεται με την απόφαση της Επιτροπής που διατάσσει την αναζήτηση της ενισχύσεως, απόφαση που θα εξομοιώνεται με την ανάκληση της πράξεως από την αρμόδια διοίκηση. Στην πραγματικότητα ο δικαιούχος της ενισχύσεως θα πρέπει, από την ημερομηνία αυτή, να υπολογίζει ότι το κράτος μέλος θα απαιτήσει την επιστροφή της ενισχύσεως.

Η λύση αυτή ανταποκρίνεται τόσο στα κοινοτικά συμφέροντα όσο και στα ιδιωτικά συμφέροντα του δικαιούχου της ενισχύσεως. Εξασφαλίζεται έτσι πλήρως η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, χωρίς να θίγεται πλέον η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου·

β)

για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που θέτει η Επιτροπή, ότι δηλαδή δεν ενημερώνεται συχνά παρά μόνο τυχαία και σχετικά αργά για τις ενισχύσεις που δεν έχουν κοινοποιηθεί, ως αφετηρία της προθεσμίας θα μπορούσε να καθοριστεί η στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει γνώση της ενισχύσεως·

γ)

τέλος, αν η Επιτροπή δεν μπορεί να περατώσει την κύρια διαδικασία εντός ενός έτους, μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο και, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνωρίσεως παραβάσεως, να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Η γενική αρχή σύμφωνα με την οποία η απόφαση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δεν πρέπει να προδικάζει την απόφαση επί της ουσίας πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να υποχωρήσει προ της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου.

G. C. Rodríguez Iglesias

Εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 20ής Σεπτεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-5/89,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκρποσωπουμένη από τον Bernhard Jansen, μέλος της νομικής υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον Martin Seidel, σύμβουλο υπουργείου, και τον καθηγητή Albert Bleckmann, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της Πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 20-22, avenue Émile-Reuter,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη συμμορφούμενη προς την απόφαση 88/174/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 1987, σχετικά με ενίσχυση την οποία χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην BUG-Alutechnik GmbH, επιχείρηση που παράγει ημικατεργασμένα και κατεργασμένα προϊόντα αλουμινίου ( ΕΕ 1988, L 79, σ. 29 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους F. Α. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, F. Zuleeg, πρόεδρο τμήματος, και G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και F. Grévisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν των αγορεύσεων της 21ης Μαρτίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου 1989, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη συμμορφούμενη προς την απόφαση 88/174/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 1987, σχετικά με ενίσχυση την οποία χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην BUG-Alutechnik GmbH, επιχείρησση που παράγει ημικατεργασμένα και κατεργασμένα προϊόντα αλουμινίου (ΕΕ 1988, L 79, σ. 29) παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

2

Η εν λόγω ενίσχυση δεν είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Βάσει ορισμένων άρθρων που δημοσιεύθηκαν στον τύπο η Επιτροπή, με έγγραφο της 21ης Μαΐου 1985, ρώτησε την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση αν ήταν αλήθεια ότι για την εξαγορά της επιχειρήσεως BUG-Alutechnik GmbH από την επιχείρηση Kaiser Aluminium Europe Inc. το Ομόσπονδο Κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης χορήγησε στην επιχείρηση αυτή επιδοτήσεις και εγγυημένες πιστώσεις. Με ρηματική διακοίνωση της 24ης Ιουνίου 1985 η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση επιβεβαίωσε τη χορήγηση της ενισχύσεως αυτής στην προαναφερθείσα επιχείρηση και, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, συμπλήρωσε τις πληροφορίες που έδωσε με δύο ρηματικές διακοινώσεις της 8ης Αυγούστου και 2ας Οκτωβρίου 1985.

3

Κατόπιν της διεξαγωγής της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή, με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1987, κοινοποίησε την προαναφερθείσα απόφαση 88/174/ΕΟΚ στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ορίζει ότι η εν λόγω ενίσχυση « είναι παράνομη, δεδομένου ότι έχει χορηγηθεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ » και ότι, « επιπλέον, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά ».

4

Κατά το άρθρο 2 της ιδίας αποφάσεως, « η ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 πρέπει να επιστραφεί και η Γερμανική Κυβέρνηση να ενημερώσει την Επιτροπή, σε προθεσμία δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με αυτή ».

5

Η Γερμανική Κυβέρνηση δεν προσέβαλε την απόφαση αυτή. Με ρηματική διακοίνωση της 19ης Απριλίου 1988 διαβίβασε στην Επιτροπή ανακοίνωση της 13ης Απριλίου, στην οποία διατύπωνε διάφορες επικρίσεις σχετικά με ορισμένες διαπιστώσεις και εκτιμήσεις στις οποίες είχε στηριχθεί η απόφαση. Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν ήταν πειστικά, κάλεσε, με έγγραφο της 11ης Ιουλίου 1988, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εκτελέσει την απόφαση.

6

Με ρηματική διακοίνωση της 9ης Δεκεμβρίου 1988 η Γερμανική Κυβέρνηση διαβίβασε στην Επιτροπή ανακοίνωση της 2ας Δεκεμβρίου, με την οποία της πρότεινε να αναμείνει μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση επί της υποθέσεως Alean (94/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Συλλογή 1989, σ. 175 ), που ήταν από νομικής απόψεως όμοια. Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 1988, η Επιτροπή πληροφόρησε τη Γερμανική Κυβέρνηση ότι δεν θεωρούσε ενδεδειγμένη αυτή την παράταση της διαδικασίας και άσκησε την παρούσα προσφυγή.

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Δεν αμφισβητείται ότι η Ομοσπονδιακή Δημκρατία της Γερμανίας δεν έλαβε κανένα μέτρο για να επιτύχει την ανάκτηση της ενισχύσεως, όπως απαιτεί η απόφαση 88/174/ΕΟΚ.

9

Η καθής Κυβέρνηση επικαλείται, εντούτοις, την απόλυτη αδυναμία εφαρμογής της αποφάσεως αυτής για λόγους που ανάγονται στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που βρήκε την έκφραση της ιδίως στο άρθρο 48 του Verwaltungsverfahrensgesetz ( νόμου περί της διοικητικής διαδικασίας ) του Ομόσπονδου Κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση.

10

Υποστηρίζει ιδίως ότι, δυνάμει του άρθρου αυτού και των γερμανικών συνταγματικών αρχών, μία δημόσια αρχή δεν μπορεί να προβεί στην ανάκληση πλημμελούς διοικητικής πράξεως, που γέννησε δικαιώματα, χωρίς προηγούμενη εκτίμηση των διαφόρων συμφερόντων για τα οποία πρόκειται. Υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται επομένως να δώσει προτεραιότητα στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση έναντι του κοινοτικού δημοσίου συμφέροντος ανακτήσεως της ενισχύσεως.

11

Η καθής η προσφυγή Κυβέρνηση επισημαίνει τέλος ότι η αναζήτηση της ενισχύσεως προσκρούει, εξάλλου, στην προβλεπόμενη από το προαναφερθέν άρθρο 48 απαγόρευση της ανακλήσεως διοικητικής πράξεως που γέννησε δικαιώματα μετά την παρόδο ενός έτους από της στιγμής κατά την οποία η διοικητική αρχή έλαβε γνώση των περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάκληση.

12

Όπως έκρινε το Δικαστήριο ιδίως με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C-142/87, Συλλογή 1990, σ. I-959), η αναζήτηση ενισχύσεως που χορηγήθηκε παράνομα πρέπει, καταρχήν, να γίνει κατά τις κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι οι διατάξεις αυτές θα εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να μην καθίσταται πρακτικώς αδύνατη η αναζήτηση που επιτάσσει το κοινοτικό δίκαιο ( σκέψη 61 ).

13

Το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης ότι, εφόσον η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει σ' αυτή την έννομη τάξη το γεγονός ότι μία εθνική νομοθεσία εξασφαλίζει την τήρηση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας του δικαίου σ' έναν τομέα, όπως της αναζήτησης κοινοτικών ενισχύσεων που έχουν καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία ( απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, Deutsche Milchkontor, σκέψη 30,205/82 έως 215/82, Συλλογή 1983, σ. 2633 ).

14

Η ίδια λύση επιβάλλεται όσον αφορά την αναζήτηση εθνικών ενισχύσεων αντιθέτων προς το κοινοτικό δίκαιο. Πρέπει εντούτοις να επισημανθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που πραγματοποιεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 93 της Συνθήκης, δεν δικαιολογείται, καταρχήν, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων που έλαβαν ενίσχυση ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως, παρά μόνο αν η ενίσχυση χορηγήθηκε με τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο. Πράγματι, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή.

15

Πρέπει σχετικά να υπενθυμιστεί ότι η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίοημη Εφημερίοα των Ευρωπαϊκών Κοινονήνων, ενημέρωσε τους δυνάμει δικαιούχους των κρατικών ενισχύσεων για τον προσωρινό χαρακτήρα των ενισχύσεων που τους χορηγήθηκαν παράνομα, με την έννοια ότι είναι δυνατό να υποχρεωθούν να επιστρέψουν τις ενισχύσεις ( ΕΕ 1983, C 318, σ. 3 ).

16

Δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί η δυνατότητα του δικαιούχου της παράνομης ενίσχυσης να επικαλεστεί τις εξαιρετικές περιστάσεις που στήριξαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής και, κατά συνέπεια, να αντιταχθεί στην αναζήτηση της. Στην περίπτωση αυτή εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, στο οποίο έχει ίσως αχθεί η υπόθεση, να εκτιμήσει τις εν λόγω περιστάσεις, αφού υποβάλει, ενδεχομένως, στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία.

17

Αντίθετα, ένα κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 93, δεν μπορεί να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων για να αποφύγει την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής που το διατάσσει να αναζητήσει την ενίσχυση. Αν γινόταν δεκτή η δυνατότητα αυτή, αυτό θα στερούσε, στην πραγματικότητα, κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα από τις διατάξεις των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης, στο μέτρο που οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν έτσι να στηριχθούν στη δική τους παράνομη συμπεριφορά για να εμποδίσουν την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή βάσει αυτών των διατάξεων της Συνθήκης.

18

Τέλος, η καθής Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί, ως λόγο απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, τις υποχρεώσεις που απορρέουν για την αρμόδια διοικητική αρχή από τις ειδικές λεπτομέρειες προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που προβλέπονται στο άρθρο 48 του νόμου περί διοικητικής διαδικασίας ( Verwaltungsverfahrensgesetz ) όσον αφορά την εκτίμηση των οικείων συμφερόντων και την προθεσμία που προβλέπεται για την ανάκληση διοικητικής πράξεως που γέννησε δικαιώματα. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξης τους για να αποφύγουν την εκτέλεση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο.

19

Συγκεκριμένα μία διάταξη που προβλέπει προθεσμία για την ανάκληση διοικητικής πράξεως που γέννησε δικαιώματα πρέπει, όπως όλες οι κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου, να εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να μην καθίσταται πρακτικώς αδύνατη η αναζήτηση που απαιτεί το κοινοτικό δίκαιο και να λαμβάνεται πλήρως υπόψη το κοινοτικό συμφέρον.

20

Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί η παράβαση, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Επί των δικαστικών εξόδων

21

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη συμμορφούμενη προς την απόφαση 88/174/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 1987, σχετικά με ενίσχυση την οποία χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην BUG-Alutechnik GmbH, επιχείρηση που παράγει ημικατεργασμένα και κατεργασμένα προϊόντα αλουμινίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

 

2)

Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

 

Schockweiler

Zuleeg

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Grévisse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 20 Σεπτεμβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο προεδρεύων

F. Α. Schockweiler

πρόεδρος τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.