ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

GIUSEPPE TESAURO

της 21ης Φεβρουαρίου 1991 ( *1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαοτές,

1. 

Με τις προσφυγές που εξετάζουμε σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο (υποθ. C-51/89), η Γαλλία ( υποθ. C-90/89 ) και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (υποθ. C-94/89) ζητούν από το Δικαστήριο να ακυρώσει, λόγω ελλείψεως νομικής βάσεως, την απόφαση 89/27/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1988, για την έγκριση της δεύτερης φάσης του κοινοτικού προγράμματος συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων όσον αφορά την κατάρτιση στον τομέα της τεχνολογίας ( Come ΙΙ ) ( 1 ).

2. 

Η απόφαση Comett II εκδόθηκε βάσει του άρθρου 128 της Συνθήκης, καθώς και της αποφάσεως 63/266/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1963, περί θεσπίσεως των γενικών αρχών για την εφαρμογή κοινής πολιτικής επαγγελματικής καταρτίσεως ( 2 ), η οποία επίσης εκδόθηκε βάσει του άρθρου 128 και επομένως, όπως συμφωνούν οι ανωτέρω διάδικοι, δεν μπορεί να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού.

Κατά τις προσφεύγουσες κυβερνήσεις, η απόφαση Comett ΙΙ έπρεπε να βασιστεί και στο άρθρο 235 της Συνθήκης, όπως είχε γίνει και με την έγκριση του πρώτου προγράμματος Comett ( 3 ), τη δεύτερη φάση του οποίου αποτελεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Είναι οφθαλμοφανές ότι η διαφορά αυτή, η οποία αφορά την ορθή νομική βάση, δεν είναι απλώς και μόνο τυπική. Πράγματι, αφού οι κανόνες που περιέχουν τα άρθρα 128 και 235 σχετικά με τη διαμόρφωση της βουλήσεως του Συμβουλίου είναι διαφορετικοί, ο αποκλεισμός του άρθρου 235, και επομένως του κανόνα ότι πρέπει να υπάρχει ομόφωνη απόφαση, μπορούσε να ασκήσει επιρροή στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ( 4 )- η εσφαλμένη επιλογή της νομικής βάσης θα αποτελούσε επομένως παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία θα αναιρούσε τη νομιμότητα της πράξης.

3. 

Οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι η χρησιμοποίηση του άρθρου 128 και μόνον ως νομικής βάσεως δεν είναι ορθή, καθόσον το άρθρο αυτό, το οποίο κάνει λόγο για θέσπιση γενικών αρχών για την εφαρμογή κοινής πολιτικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να συντονίζουν τις σχετικές εθνικές πολιτικές, όχι όμως και να διαχειρίζονται αυτοτελή επαγγελματικά προγράμματα στο πλαίσιο ευρύτερων προγραμμάτων, όπως είναι το Comett ΙΙ. Οι κυβερνήσεις αυτές υποστηρίζουν συγκεκριμένα ότι το πρόγραμμα αυτό έχει λειτουργικό χαρακτήρα και σημαντικές επιπτώσεις επί των δημοσίων οικονομικών και του προϋπολογισμού και προβλέπει ορισμένες μορφές δράσης που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, αλλά στο πεδίο της έρευνας: λόγω των χαρακτηριστικών αυτών δεν θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί το άρθρο 128 ως επαρκής νομική βάση για την έγκριση του.

4. 

Όσον αφορά τα δύο πρώτα σημεία στα οποία αναφέρθηκαν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις, δηλαδή τον λειτουργικό χαρακτήρα του προγράμματος και το μέγεθος των επιπτώσεων επί των δημοσίων οικονομικών και του προϋπολογισμού, θα αρκεστώ στην παρατήρηση ότι τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν βάσει της αποφάσεως Erasmus ( 5 ), η οποία δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση των προσφυγών που αφορά η παρούσα διαδικασία. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο δέχθηκε καταρχάς ότι η ρητή απονομή ορισμένης αρμοδιότητας, εν προκειμένω της αρμοδιότητας εφαρμογής κοινής πολιτικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, σημαίνει ότι στα κοινοτικά όργανα παρέχονται « τα αναγκαία μέσα δράσεως για τη λυσιτελή άσκηση της κοινής αυτής πολιτικής » (σκέψη 9). Στη συνέχεια το Δικαστήριο δέχθηκε, προς τον σκοπό συγκεκριμένα της εξασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 128, ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο έχει την εξουσία « να εκδίδει νομικές πράξεις που να προβλέπουν κοινοτική δράση στον τομέα της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως και να επιβάλλουν στα κράτη μέλη ανάλογες υποχρεώσεις συνεργασίας » ( σκέψη 11 ).

Όσον αφορά εξάλλου τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 128 και οι οποίες είναι λιγότερο αυστηρές από τις προβλεπόμενες από άλλες διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής μιας κοινής πολιτικής, το Δικαστήριο απέκλεισε σαφώς τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του επιχειρήματος αυτού για τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. Ομοίως, το Δικαστήριο τόνισε ότι « οι προϋποθέσεις ασκήσεως της κανονιστικής εξουσίας και οι προϋποθέσεις ασκήσεως της δημοσιονομικής εξουσίας δεν είναι ίδιες » και ότι επομένως δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που επιβάλλονται για τη λήψη αποφάσεων επί του προϋπολογισμού είναι αυστηρότερες από τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 128.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση Erasmus ( 6 )« δεν υπερβαίνει τις εξουσίες που παρέχονται στο Συμβούλιο με το άρθρο 128 της Συνθήκης όσον αφορά την επαγγελματική εκπαίδευση », καθόσον απλώς προβλέπει — από άποψη ουσιαστικού περιεχομένου — « κοινοτικές ενέργειες σχετικά με την ενημέρωση και την προώθηση » και επιβάλλει « στα κράτη μέλη υποχρεώσεις συνεργασίας » (σκέψη 19).

Κατόπιν των ανωτέρω, δεν νομίζω ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση απαντούν στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση Erasmus.

Εξάλλου, οι ίδιες οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις δεν ενέμειναν στις αιτιάσεις αυτές, ούτε με τα υπομνήματα απαντήσεως ούτε στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, λόγω ακριβώς της ανωτέρω αποφάσεως, και περιορίστηκαν να ζητήσουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τον λόγο ότι βαίνει πέραν του πεδίου της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως και αφορά, όπως ακριβώς και η απόφαση του Συμβουλίου Erasmus, και την έρευνα.

5. 

Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ότι, κατά τους ισχυρισμούς της Γερμανικής Κυβερνήσεως, το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να θεσπίζει, βάσει του άρθρου 128, μόνο μέτρα « αρχικής » και όχι επομένως μέτρα « διαρκούς » επιμορφώσεως, δηλαδή μέτρα για την τελειοποίηση των επαγγελματικών προσόντων.

Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν στηρίζεται ούτε στο γράμμα του άρθρου 128, το οποίο αναφέρεται, χωρίς καμία άλλη διευκρίνιση, στην « κοινή πολιτική επαγγελματικής εκπαιδεύσεως », ούτε σε καμία πειστική επιχειρηματολογία.

Πράγματι, η έκφραση « επαγγελματική εκπαίδευση » δεν μπορεί να περιοριστεί κατά τρόπον ώστε να καλύπτει μόνο την αρχική εκπαίδευση. Είναι προφανές ότι ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που δεν θα περιελάμβανε τη συνεχή ή διαρκή επιμόρφωση θα έχανε ένα μεγάλο μέρος της αξίας του. Η εκπαίδευση και επιμόρφωση είναι πραγματικά σημαντικές σε όλες τις φάσεις της επαγγελματικής ζωής, ακριβώς επειδή καθιστούν δυνατή τη συνεχή προσαρμογή προς τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και την εξέλιξη των επαγγελμάτων, κυρίως κατόπιν οικονομικών και τεχνολογικών αναδιαρθρώσεων.

Θα ήθελα εξάλλου να τονίσω ότι, κατά την προαναφερθείσα απόφαση 63/266, η συνεχής επιμόρφωση καταλέγεται μεταξύ των σκοπών της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ( βλ. πρώτη αρχή, τρίτο εδάφιο, δεύτερη αρχή, στοιχεία στ και ζ, και ένατη αρχή, δεύτερο εδάφιο ) και ότι η διευκόλυνση της συνεχούς επιμορφώσεως αποτελεί τον σκοπό ορισμένων κοινοτικών προγραμμάτων, όπως του Eurotecnet ( 7 ) και Force ( 8 ), τα οποία βασίστηκαν και τα δύο στο άρθρο 128 και μόνο και δεν προσβλήθηκαν από κανένα κράτος μέλος.

6. 

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά αποκλειστικά και μόνο την επαγγελματική εκπαίδευση ή, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις ( 9 ), αφορά επίσης τον τομέα της έρευνας, οπότε έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, ως διττή νομική βάση της εν λόγω αποφάσεως, τα άρθρα 128 και 235.

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται μια διευκρίνιση.

Οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις υποστηρίζουν, όπως εξέθεσα αμέσως ανωτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να βασιστεί και στο άρθρο 235, καθόσον εξέρχεται του πεδίου της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, αφού αφορά και την έρευνα. Συναφώς θα ήθελα να υπενθυμίσω καταρχάς ότι, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο επανειλημμένα, « από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 235 προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση του άρθρου αυτού ως νομικής βάσεως μιας πράξεως δικαιολογείται μόνον όταν καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν παρέχει στα κοινοτικά όργανα την αναγκαία αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξεως αυτής » ( 10 ).

Είναι γνωστό, καθόσον ενδιαφέρει εν προκειμένω, ότι με την Ενιαία Πράξη προστέθηκε στη Συνθήκη ένας νέος τίτλος, ο οποίος αφορά την έρευνα και ανάπτυξη (άρθρα 130 ΣΤ έως 130 Ο) και ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, με την ίδια απόφαση Erasmus, ότι πριν από την έναρξη της ισχύος της Ενιαίας Πράξης τα μέτρα για την έρευνα μπορούσαν να στηριχθούν μόνο στο άρθρο 235, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί — πράγμα που εξάλλου είναι οφθαλμοφανές — ότι μετά την ημερομηνία αυτή τα μέτρα αυτά μπορούν να στηριχθούν με βεβαιότητα στις σχετικές ειδικές διατάξεις: τις διατάξεις δηλαδή του τίτλου VΙ της Συνθήκης.

Ενόψει των στοιχείων αυτών, είναι πραγματικά δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τους λόγους για τους οποίους οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις υποστηρίζουν, μολονότι υπάρχουν ειδικές διατάξεις σχετικά με την έρευνα, ότι για την προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση, όσον αφορά τα μέτρα έρευνας, και το άρθρο 235.

Εγώ νομίζω αντίθετα ότι, αν συναγόταν το συμπέρασμα ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση απαντούν στοιχεία ή μέτρα που εμπίπτουν στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης, η απόφαση αυτή θα έπρεπε να έχει βασιστεί ( πέρα από το άρθρο 128 ) στη σχετική διάταξη του τίτλου VΙ.

Θα ήθελα να προσθέσω ότι το ανωτέρω συμπέρασμα δεν μεταβάλλει τους όρους του προβλήματος που μας απασχολεί, υπό την έννοια ότι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η προκειμένη διαφορά δεν είναι καθαρά τυπική. Το άρθρο 130 Ο, το οποίο θα ήταν υποθετικά η κατάλληλη νομική βάση, προβλέπει διαφορετικούς κανόνες — τόσο σε σχέση με τη διαδικασία της ψηφοφορίας, όσο και σε σχέση με τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου — απ' ό,τι το άρθρο 128. Επομένως, αν συναγόταν το συμπέρασμα ότι η ορθή νομική βάση για την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν τα άρθρα 128 και 130 Ο, η απόφαση αυτή θα ήταν πλημμελής λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου.

7. 

Και τώρα ας έλθουμε στον νομικό χαρακτηρισμό της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού εξετάσουμε καταρχάς τους σκοπούς καθώς και το περιεχόμενο της εν λόγω πράξης ( 11 ).

Οι σκοποί της προκύπτουν σαφώς από το άρθρο 1, το οποίο ορίζει το Comett ΙΙ ως ένα πρόγραμμα « ενδοκοινοτικής συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων όσον αφορά την αρχική και διαρκή επιμόρφωση στον τομέα της ιδιαίτερα προηγμένης τεχνολογίας » συνεπώς, πρόκειται για πρόγραμμα δράσης που αποβλέπει, χωρίς διφορούμενα, στην προώθηση της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως.

Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες κυβερνήσεις, οι οποίες παραθέτουν ορισμένες διατάξεις της αποφάσεως, από τις οποίες ισχυρίζονται ότι προκύπτει ότι η απόφαση αποβλέπει επίσης στην προώθηση της έρευνας.

Οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις παραθέτουν συγκεκριμένα το άρθρο 30, κατά το οποίο το επίμαχο πρόγραμμα « συμβάλλει, με την υποστήριξη οράσεων επιμόρφωσης, στη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων, μεθόδων και εργαλείων της τεχνολογίας που αναπτύσσονται από την κοινοτική πολιτική έρευνας και ανάπτυξης » και « ευνοεί τις καινοτομίες και τη μεταφορά τεχνολογίας καθώς και την ισόρροπη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Κοινότητας » ( βλ. επιπλέον τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη ).

Δεν νομίζω όμως ότι μπορεί να υποστηριχθεί, όπως ισχυρίζεται η Βρετανική Κυβέρνηση, ότι ένα πρόγραμμα που έχει τα αποτελέσματα αυτά περιλαμβάνει κατ' ανάγκη και ερευνητική δράση. Κατά τη γνώμη μου, από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως προκύπτει σαφώς ότι προβλέπει απλώς τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας (που έχει ήδη πραγματοποιηθεί) η έρευνα αυτή συνεπώς αποτελεί την προϋπόθεση και όχι τον σκοπό της εκπαιδευτικής δράσης την οποία προβλέπει το πρόγραμμα Comett II.

Με άλλα λόγια, ένα πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στον τομέα των προηγμένων τεχνολογιών περιλαμβάνει κατ' ανάγκη την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, την ενδυνάμωση των επιστημονικών θεμελίων της βιομηχανίας και κίνητρα για καινοτομίες. Τούτο επιτυγχάνεται από το γεγονός ακριβώς ότι στη διάθεση της βιομηχανίας τίθεται ένα εργατικό δυναμικό με υψηλά προσόντα, που είναι δηλαδή σε θέση να εφαρμόζει και να εμβαθύνει τις προόδους που έχουν επιτευχθεί στον τομέα της τεχνολογίας. Πρόκειται δηλαδή για λογικές και φυσικές συνέπειες, οι οποίες αποδεικνύουν βέβαια την ύπαρξη σχέσης μεταξύ ενός προγράμματος σαν το επίμαχο και της πολιτικής έρευνας και ανάπτυξης, αλλά αποδεικνύουν με την ίδια βεβαιότητα ότι το ίδιο το πρόγραμμα αποκλείεται να έχει ως στόχο την προώθηση της έρευνας και τον καθ' οιονδήποτε τρόπο επηρεασμό της επιτεύξεως του σκοπού αυτού, τουλάχιστον περισσότερο από οποιοδήποτε πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στον τομέα των τεχνολογιών.

Εξάλλου, δεν νομίζω ότι έχει αποφασιστική σημασία το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 10, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να μεριμνά «ώστε το Comett Η να εναρμονίζεται με τις άλλες κοινοτικές δράσης έρευνας και ανάπτυξης που έχουν ήδη προγραμματιστεί ». Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι χαρακτηρίζει το ίδιο το πρόγραμμα Comett II ως πρόγραμμα έρευνας πρέπει αντίθετα να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρέπει να εξασφαλίζεται η συνοχή με τα προγράμματα έρευνας, και μάλιστα όχι μόνο με την αποφυγή των επαναλήψεων των τμημάτων των προγραμμάτων αυτών που αφορούν κατά κάποιο τρόπο την εκπαίδευση, αλλά και με σκοπό την επίτευξη του καλύτερου δυνατού συντονισμού μεταξύ δύο μορφών πολιτικής οι οποίες, μολονότι είναι διαφορετικές, έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους.

Η ορθότητα της ερμηνείας αυτής επιβεβαιώνεται εξάλλου από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της ίδιας της αποφάσεως, στην οποία καταρχάς παρατίθενται οι αποφάσεις του Συμβουλίου για την έγκριση προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης και στη συνέχεια αναφέρεται ότι η τεχνολογική και βιομηχανική συνεργασία που προβλέπουν τα προγράμματα αυτά « πρέπει να υποστηριχθεί από παράλληλες προσπάθειες στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης ».

8. 

Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων σε σχέση με τους σκοπούς της επίμαχης πράξης, πρέπει επίσης να εξεταστεί το περιεχόμενο της, δηλαδή το είδος της δράσης που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση και που περιγράφεται στο παράρτημα της αποφάσεως.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι η δράση που προβλέπεται στο σημείο 4 Β α, και συγκεκριμένα στη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του σημείου αυτού, είναι πιθανότατο να αφορά την επιστημονική έρευνα, καθόσον προβλέπει τη χορήγηση υποτροφιών.

Στην πραγματικότητα η Βρετανική Κυβέρνηση φαίνεται να θεωρεί ότι οι εν λόγω υποτροφίες, οι οποίες κατά την άποψη του Συμβουλίου έχουν καθαρά εκπαιδευτικό χαρακτήρα, δεν επιτελούν τόσο τη λειτουργία κινήτρου για ερευνητικές εργασίες, όσο ενέχουν τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως τους προς τον σκοπό αυτό, δηλαδή θεωρεί ότι μπορεί να υπάρξει υπέρβαση των ρητώς προβλεπομένων και υπέρβαση των ορίων του πεδίου της έρευνας.

Αυτό είναι δε το στοιχείο που κυρίως προκύπτει, κατόπιν προσεκτικότερης αναλύσεως, από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κυβερνήσεων: το πρόγραμμα Comett II δηλαδή δεν αφορά καθαυτό την πολιτική έρευνας και ανάπτυξης, αλλά θα μπορούσε άυνηνικά να την αφορά, ενόψει των φυσικών και αναπόφευκτων επιδράσεων που μπορεί να έχει ένα πρόγραμμα του είδους αυτού επί της έρευνας και της αναπτύξεως.

Νομίζω ότι η ανωτέρω ανάλυση επιβεβαιώθηκε πλήρως κατά την προφορική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις, και ειδικότερα ο εκπρόσωπος της Βρετανικής και ο εκπρόσωπος της Γαλλικής Κυβερνήσεως, ενέμειναν ακριβώς στο γεγονός ότι το Comett II δεν αποτελεί μικτό πρόγραμμα ( επαγγελματική εκπαίδευση συν έρευνα), αλλά εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να έχει ορισμένες επιπτώσεις επί της έρευνας.

9. 

Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων νομίζω ότι καταρχάς πρέπει να εξεταστεί αν ένα κοινοτικό πρόγραμμα δράσης, του οποίου ο σκοπός είναι αναμφισβήτητα, όπως εν προκειμένω, η προώθηση της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, επιτρέπεται να στηρίζεται μόνο στο άρθρο 128, ακόμη και αν μπορεί, δυνητικά τουλάχιστον, να έχει επιπτώσεις — λόγω των αποτελεσμάτων του — επί της πολιτικής της έρευνας και της τεχνολογικής αναπτύξεως.

Η απάντηση μου είναι καταφατική· φρονώ δηλαδή ότι το ενδεχόμενο και μόνον ότι η δράση που προβλέπεται στο πλαίσιο του προγράμματος Comett II μπορεί να έχει επιπτώσεις στον τομέα της έρευνας δεν δικαιολογεί τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι το επίμαχο πρόγραμμα εξέρχεται του πλαισίου της πολιτικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως και ότι συνεπώς το Συμβούλιο δεν επιτρεπόταν να το θεσπίσει δυνάμει του άρθρου 128 και μόνο.

Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού δεν μπορεί, κατά την άποψη μου, να αμφισβητηθεί καθόλου από το γεγονός ότι το Δικαστήριο επέλεξε διαφορετική λύση σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου Erasmus ο λόγος είναι απλός: αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις, δεν είναι δυνατή η αυτόματη μεταφορά στο πρόγραμμα Comett II του συλλογισμού του Δικαστηρίου σε σχέση με το πρόγραμμα Erasmus, ενόψει των διαφορετικών σκοπών και του διαφορετικού περιεχομένου των δύο αυτών προγραμμάτων.

Συναφώς θα ήθελα καταρχάς να παρατηρήσω ότι το πρόγραμμα Erasmus αφορά το πανεπιστημιακό κύκλωμα και μόνο: προορίζεται δηλαδή μόνο για τους καθηγητές και τους φοιτητές και ορίζει ότι σκοπός του είναι, εκτός από την κινητικότητα των φοιτητών, και η προώθηση της « στενότερης συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων ».

Λόγω ακριβώς των χαρακτηριστικών αυτών το Δικαστήριο, με την απόφαση Erasmus, αφού υπενθύμισε ότι η έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως καλύπτει και τις πανεπιστημιακές σπουδές, εκτός μόνον από τους κύκλους σπουδών που « απευθύνονται σε πρόσωπα τα οποία επιθυμούν μάλλον να εμβαθύνουν τις γενικές τους γνώσεις παρά να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα » ( 12 ), δέχθηκε εντούτοις ότι η επιστημονική έρευνα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του έργου που επιτελούν τα πανεπιστήμια: αφενός δηλαδή ένα μέρος του πανεπιστημιακού προσωπικού ασχολείται αποκλειστικά με αυτή, αλλ' επιπλέον η έρευνα αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της δραστηριότητας των περισσοτερων πανεπιστημιακών διδασκάλων, καθώς και μέρος των φοιτητών.

Βάσει των ανωτέρω στοιχείων και διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε καμία ρητή επιφύλαξη ως προς την επιστημονική έρευνα, το Δικαστήριο κατέληξε, σε σχέση με το πρόγραμμα Erasmus, στο συμπέρασμα ότι « τουλάχιστον ένα μέρος της σχεδιαζόμενης δράσης αφορά τόσο τον τομέα της έρευνας όσο και τον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης » ( 13 ) και ότι επομένως η θέσπιση του ήταν απαραίτητο να βασιστεί και στο άρθρο 235 της Συνθήκης.

10. 

Το συμπέρασμα αυτό δεν ισχύει για το πρόγραμμα Comett II. Αντίθετα από το πρόγραμμα Erasmus, το πρόγραμμα Comett II, όπως εξέθεσα ήδη, αφορά πράγματι την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων στον τομέα της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως και επιμορφώσεως. Κατά συνέπεια, οι διδάσκοντες και οι ερευνητές που κάνουν χρήση του προγράμματος αυτού ενεργούν υπό την ιδιότητα τους ως εκπαιδευτών και όχι ως « ερευνητών ». Εξάλλου, οι διακρατικές ανταλλαγές μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, οι οποίες προβλέπονται στο σημείο 4 Β του παραρτήματος, αποτελούν ενδείξεις του ότι το πρόγραμμα περιορίζεται, ως προς τα αποτελέσματα του, στην αξιοποίηση και τη διάδοση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας, αλλ' ότι το ίδιο δεν καλύπτει την ερευνητική δράση.

Μολονότι το άρθρο 130 Ζ, στοιχείο γ, της Συνθήκης προβλέπει τη « διάθεση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης », εντούτοις είναι εξίσου προφανές, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής, ότι η διάταξη αφορά τα κοινοτικά προγράμματα έρευνας και ότι ο βασικός σκοπός της είναι να εξασφαλίσει για όλες τις επιχειρήσεις και για όλους τους ενδιαφερόμενους πρόσβαση στα αποτελέσματα της έρευνας που χρηματοδοτεί η Κοινότητα.

Αντίστροφα, ένα πρόγραμμα σαν το Comett II αφορά μάλλον την οργάνωση της καθαυτό επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή επιμορφώσεως και συνεπώς δεν περιλαμβάνει καθαυτό καμία ειδική δράση έρευνας ή ανάπτυξης που να εμπίπτει στις αρμοδιότητες που διέπει ο τίτλος VI της Συνθήκης.

Όπως εξέθεσα ανωτέρω, η διάδοση και η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας που θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της εφαρμογής του Comett II αποτελούν απλώς και μόνο τη φυσική συνέπεια, αν όχι το αναγκαίο συμπλήρωμα, οποιουδήποτε προγράμματος επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στον τομέα των προηγμένων τεχνολογιών.

11. 

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει με σαφήνεια ότι καλώς το Συμβούλιο στηρίχθηκε μόνο στο άρθρο 128 για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

Συνεπώς προτείνω τελικά στο Δικαστήριο να απορρίψει τις προσφυγές και να καταδικάσει τις προσφεύγουσες κυβερνήσεις στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι παρεμβαίνοντες.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 1 ) ΕΕ 1989, L 13, σ. 28.

( 2 ) ΕΕ εώ. έκδ. 05/001, σ. 12.

( 3 ) Απόφαση 86/365/EOK του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την έγκριση του προγράμματος συνεργασίας μεταξύ των πανεπιστημίων και των επιχειρήσεων όσον αφορά την κατάρτιση στον τομέα της τεχνολογίας ( ΕΕ 1986, L 222, σ. 17 ).

( 4 ) Βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου ( Συλλογή 1987, σ. 1493, σκέψη 12 ).

( 5 ) Απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1989, σ. 1427) βλ. επίσης απόφαση της 30ής Μαίου 1989, 56/88, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου ( Συλλογή 1989, σ. 1615 ).

( 6 ) Απόφαση 87/327/EOK του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 1987, για τη θέσπιση του κοινοτικού προγράμματος δράσης σχετικά με την κινητικότητα των φοιτητών ( ΕΕ 1987, L 166, σ. 20 ).

( 7 ) Απόφοοη 89/657/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989, για τη θέσπιση προγράμματος δράσης για την προώθηση της καινοτομίας στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης η οποία προκύπτει από τις τεχνολογικές μεταβολές στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ 1989, L393, σ. 29).

( 8 ) Απόφαση 90/267/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1990, περί θεσπίσεως του κοινοτικού προγράμματος δράσης για την ανάπτυξη της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ( ΕΕ 1990, L 156, σ. 1 ).

( 9 ) Στο σημείο αυτό νομίζω ότι δεν στερείται ενδιαφέροντος το γεγονός — από το οποίο πάντως δεν προτίθεμαι να συναγάγω κανένα συμπέρασμα — ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία προέβαλαν τον ισχυρισμό αυτό για πρώτη φορά με την υποβολή του υπομνήματος απαντήσεως, δηλαδή κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως Erasmus, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη στην υπόθεση εκείνη απόφαση του Συμβουλίου δεν αφορούσε μόνο την επαγγελματική εκπαίδευση, αλλά και την επιστημονική έρευνα, και ότι επομένως το Συμβούλιο δεν ήταν αρμόδιο να την εκδώσει βάσει του άρθρου 128 και μόνο, αλλ' ήταν υποχρεωμένο να στηριχθεί, πριν από την έναρξη της ισχύος της Ενιαίας Πράξης, και στο άρθρο 235.

( 10 ) Βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987 ( όπ.π. υποσημ. 4 ), σκέψη 13.

( 11 ) Βλ. απόφαση της 29ης Μαρτίου 1990, C-62/88, Ελληνική Δημοκρατία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1990, σ. Ι-1527).

( 12 ) Απόφααη της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 24/86, Blaizot ( Συλλογή 1988, σ. 379, σκέψη 20 ).

( 13 ) Απόφαση Erasmus, όπ.π., σκέψη 36.