ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-347/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλούοιο

Ο νόμος 1571/85, της 21ης Οκτωβρίου 1985, περί ρυθμίσεως θεμάτων πετρελαϊκής πολιτικής και εμπορίας πετρελαιοειδών {Εφημερίδα νης Κυβερνήσεως νης Ελληνικής Δημοκρατίας ( στο εξής: ΦΕΚ ) της 14.11.1985, αριθ. 192, τεύχος Α] και οι εκτελεστικές διατάξεις του νόμου αυτού περιέχουν σειρά διατάξεων σχετικά με τις εισαγωγές, τις εξαγωγές, την εμπορία και το καθεστώς τιμών των πετρελαιοειδών.

α) Κρατικό μονοπώλιο όσον αφορά την εισαγωγή και την εμπορία

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85 ορίζει τα εξής:

« με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 οι (... ) εισαγωγές ( αργού πετρελαίου, των υποπροϊόντων του καθώς και των ετοίμων προϊόντων) γίνονται μόνο από το Δημόσιο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 ».

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85 προέβλεπε αρχικά ότι « το κράτος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα διύλισης και επομένως εισαγωγής αργού πετρελαίου ». Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου 1769/88, της 7ης Απριλίου 1988, με τον οποίο κυρώθηκε η σύμβαση που συνάφθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1987 περί τροποποιήσεως της συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και ορισμένων εταιριών πετρελαίου, καθώς και των παραρτημάτων 1, 2, 3 και 4 της συμβάσεως αυτής, και περί ρυθμίσεως ορισμένων θεμάτων όσον αφορά τους υδρογονάνθρακες ( ΦΕΚ της 7.4.1988, αριθ. 66, τεύχος Α). Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85 προβλέπει έκτοτε ότι «το κράτος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα διύλισης αργού πετρελαίου ».

Το άρθρο 4 του νόμου 1571/85 αφορά τη διαρρύθμιση του κρατικού μονοπωλίου εμπορίας πετρελαιοειδών στην Ελλάδα. Κατά τη διάταξη αυτή, οι εταιρίες εμπορίας πετρελαίου έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν ελεύθερα τον προμηθευτή τους μέχρις ορισμένου ποσοστού των αναγκών της ελληνικής αγοράς. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 25 σε 35 ο/ο από 1ης Ιουλίου 1987 [ πράξη 163 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1986 ( ΦΕΚ της 2.12.1986, αριθ. 193, τεύχος Α)]. Στη συνέχεια, αυξήθηκε διαδοχικά στο 75ο/ο [πράξη 132 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1988 (ΦΕΚ της 12.12.1988, αριθ. 275, τεύχος Α)] και στο 100ο/ο από 1 Ιανουαρίου 1990 [πράξη 57 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1989 (ΦΕΚ της 22.5.1989, αριθ. 128, τεύχος Α)].

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του νόμου 1571/85 επιτρέπει, ωστόσο, στο Υπουργικό Συμβούλιο να καθιερώσει εκ νέου, ολικώς ή μερικώς, το δικαίωμα του κράτους στην εμπορία πετρελαιοειδών « για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που μπορεί να προκληθούν στη δημόσια ασφάλεια και εθνική άμυνα από ενδεχόμενες διεθνείς ή εθνικές κρίσεις ».

β) Διαδικασία εισαγωγής και εξαγωγής

Υπουργική απόφαση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 5 του νόμου 1571/85 υποχρεώνει τις εταιρίες που επιθυμούν να εισαγάγουν έτοιμα πετρελαιοειδή προϊόντα να υποβάλλουν στο Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, πριν από την εισαγωγή, δήλωση για κάθε φορτίο, στην οποία να αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η χώρα προελεύσεως και η τιμή εισαγωγής, που βεβαιώνεται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου [ άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως 3663, της 17ης Φεβρουαρίου 1987 (ΦΕΚ της 16.3.1987, αριθ. 121, τεύχος Β)]. Υπουργική εγκύκλιος της 20ής Ιανουαρίου 1989 αναφέρει ότι η απόφαση 3663 καθιερώνει «την υποβολή (...) απλής δηλώσεως εισαγωγής ετοίμων πετρελαιοειδών προϊόντων » και καταργεί τη διαδικασία χορηγήσεως αδειών εισαγωγής η οποία ίσχυε προηγουμένως.

Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 12 του νόμου 1571/85, οι Υπουργοί Οικονομικών, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εμπορίου εξέδωσαν απόφαση, σύμφωνα με την οποία « οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών μπορούν να εξάγουν έτοιμα πετρελαιοειδή προϊόντα (...) υποβάλλοντας δήλωση στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας » [ υπουργική απόφαση 5414, της 12ης Μαρτίου 1987 (ΦΕΚ της 16.3.1987, αριθ. 115, τεύχος Β)]. Η δήλωση πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, βεβαίωση ότι δεν επηρεάζεται η υποχρέωση της εταιρίας να καλύπτει τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς σύμφωνα με καθορισμένο πρόγραμμα εφοδιασμού (βλ. κατωτέρω στοιχείο γ ). Η αρμόδια υπηρεσία πιστοποιεί στη συνέχεια προς την Τράπεζα της Ελλάδος την υποβολή της δηλώσεως για να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία των εξαγωγών.

γ) Εμπορία

Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85, για την άσκηση εμπορίας πετρελαιοειδών απαιτείται η εκ των προτέρων λήψη ειδικής άδειας, η οποία εκδίδεται από τον Υπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. Για τη λήψη της εν λόγω άδειας, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει, μεταξύ άλλων, να αποδείξει ότι διαθέτει για τη μεταφορά των πετρελαιοειδών προϊόντων βυτιοφόρα οχήματα, των οποίων ο ελάχιστος και μέγιστος αριθμός καθορίζεται με υπουργική απόφαση (άρθρο 15, παράγραφος 3 δ, του νόμου 1571/85, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 5, παράγραφος 3 δ, του νόμου 1769/88 ).

Εξάλλου, οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών υποχρεούνται να υποβάλλουν κατ' έτος στο Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας ενδεικτικό πρόγραμμα των πωλήσεων που προβλέπουν να πραγματοποιήσουν κατά το επόμενο έτος εντός της ελληνικής αγοράς, καθώς και των αντιστοίχων προμηθειών [άρθρο 9, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85 και υπουργική απόφαση 3662, της 17ης Φεβρουαρίου 1987, όσον αφορά την παρουσίαση των προγραμμάτων εκ μέρους των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων (ΦΕΚ της 16.3.1987, αριθ. 121, τεύχος Β)]. Προς τεκμηρίωση των προγραμμάτων αυτών, οι εταιρίες εμπορίας οφείλουν να προσκομίζουν αντίγραφα συμβάσεων, από τις οποίες να συνάγεται ότι προμηθεύονται ποσότητα αντίστοιχη προς το μη διαρρυθμιζόμενο ποσοστό του κρατικού μονοπωλίου εμπορίας από διυλιστήρια του δημοσίου τομέα. Υποχρεούνται, επίσης, να αποδεικνύουν ότι προμηθεύονται από διυλιστήρια εγκατεστημένα εντός της Κοινότητας ποσότητα ίση προς το 70 % του διαρρυθμιζόμενου ποσοστού του μονοπωλίου ( άρθρο 9, παράγραφος 4, του νόμου 1571/85 ). Η υπουργική απόφαση 3662 προβλέπει ότι οι εταιρίες μπορούν να ζητούν κατά τη διάρκεια του έτους την αναθεώρηση των προγραμμάτων προμηθειών τους (άρθρο 7). Εξάλλου, έχουν το δικαίωμα να αποκλίνουν από τα εν λόγω προγράμματα για ποσότητα μη υπερβαίνουσα το 5 ο/ο των πωλήσεων που προβλέπονται στα προγράμματα ( άρθρο 6 ).

Προκειμένου να κατανεμηθεί το διαρρυθμιζόμενο ποσοστό του μονοπωλίου εμπορίας μεταξύ των εταιριών διανομής πετρελαιοειδών και να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των προγραμμάτων προμηθειών, εκδόθηκε υπουργική απόφαση, με την οποία θεσπίζονται οι κανόνες υπολογισμού των ετησίων ποσοστώσεων εμπορίας που ισχύουν για τις εταιρίες διανομής [ υπουργική απόφαση 3663, της 17ης Φεβρουαρίου 1987 (ΦΕΚ της 16.3.1987, αριθ. 121, τεύχος Β ) ]. Δυνάμει του άρθρου 4 της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως, επιτρέπεται στις εταιρίες να μεταβιβάζουν σε άλλη εταιρία μέρος των ποσοστώσεων τους. Όταν οι άλλοι συντελεστές που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό των ποσοστώσεων παραμένουν αμετάβλητοι, η μεταβίβαση της ποσοστώσεως μιας εταιρίας σε άλλη συνεπάγεται μείωση της ποσοστώσεως της πρώτης εταιρίας για το επόμενο έτος.

δ) Καθεστώς τιμών

Το άρθρο 11 του νόμου 1571/85 προβλέπει τον καθορισμό ανωτάτων τιμών πωλήσεως στον καταναλωτή για τα διυλιζόμενα στην Ελλάδα ή τα εισαγόμενα προϊόντα πετρελαίου. Οι τιμές αυτές καθορίζονται λαμβανομένης υπόψη μιας τιμής βάσεως, στη διαμόρφωση της οποίας υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες. Σ' αυτήν την τιμή βάσεως προστίθενται ορισμένα στοιχεία προκειμένου να καθοριστεί η τιμή διαθέσεως των προϊόντων στην ελληνική αγορά. Η τιμή καταναλωτή διαμορφώνεται με προσαύξηση της τιμής διαθέσεως κατά τις επιβαλλόμενες από το κράτος φορολογικές επιβαρύνσεις.

Το άρθρο 11 προέβλεπε αρχικά ότι οι παράγοντες διαμορφώσεως της τιμής βάσεως καθορίζονται μεν με διοικητική πράξη, πρέπει όμως να αναφέρονται σε διεθνή ή εθνικά οικονομικά στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη και τις τάσεις της αγοράς, όπως π. χ. οι τιμές fob Ιταλίας των ετοίμων προϊόντων πετρελαίου και η σχέση μεταξύ του κόστους των ετοίμων προϊόντων πετρελαίου ελληνικών διυλιστηρίων και του μέσου κόστους παραγωγής των ιδίων προϊόντων διυλιστηρίων άλλων κρατών μελών (άρθρο 11, παράγραφος 1 ). Οι τιμές, καθοριζόμενες αρχικά σε δολάρια ΗΠΑ και μετατρεπόμενες στη συνέχεια σε δραχμές, καθορίζονταν ανά τρίμηνο (άρθρο 11, παράγραφος 2 ). Ωστόσο, το άρθρο 60 του νόμου 1642/86, της 18ης Μαρτίου 1986, επέτρεπε τη μεταβολή των τιμών πριν από τη λήξη του τριμήνου σε περίπτωση που μια « διακύμανση των διεθνών τιμών θα μπορούσε να έχει έκτακτες και απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες ».

Το άρθρο 11 του νόμου 1571/85 τροποποιήθηκε με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 1769/88. Τόσο ο καθορισμός των παραγόντων που υπεισέρχονται στη διαμόρφωση της εν λόγω τιμής όσο και η στάθμιση τους εξακολουθεί να εναπόκειται στη διοίκηση. Ωστόσο, το τροποποιημένο άρθρο 11 του νόμου 1571/85 ορίζει ότι οι παράγοντες αυτοί « αναφέρονται σε διεθνή ή και εθνικά οικονομικά στοιχεία, κατάλληλα τεκμηριωμένα, όπως τελείως ενδεικτικά, οι τιμές cif έτοιμων προϊόντων σε ελληνικά λιμάνια, με φόρτωση σε λιμάνια χωρών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη Μεσόγειο ή και στη Βόρεια Ευρώπη και στις τάσεις της αγοράς προϊόντων πετρελαίου ».

Κατ' εφαρμογή της διατάξεως αυτής, εκδόθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1989 προεδρικό διάταγμα [ Προεδρικό Διάταγμα αριθ. 27 ( ΦΕΚ της17.1.1989, αριθ. 15, τεύχος Α ) ], το οποίο καθορίζει τους παράγοντες που υπεισέρχονται στη διαμόρφωση της τιμής βάσεως των πετρελαιοειδών. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι εξής:

1)

διεθνείς τιμές προϊόντων ( ΔΤ ),

2)

κόστος μεταφοράς προϊόντων από λιμάνια Ιταλίας σε ελληνικά λιμάνια ( KM ),

3)

απώλειες μεταφοράς προϊόντων από λιμάνια Ιταλίας σε ελληνικά λιμάνια ( ΑΠ ),

4)

ασφάλιστρα μεταφοράς προϊόντων ( AM ),

5)

τάση της αγοράς ( Γι ),

6)

κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων από τις εταιρίες εμπορίας ( ΚΔΑ ).

Ο παράγων «τάση της αγοράς» εκφράζει « την ανοδική ή καθοδική τάση της αγοράς για την τιμή κάθε προϊόντος, που αναμένεται για το χρονικό διάστημα για το οποίο πρόκειται να προσδιοριστούν οι τιμές » ( άρθρο 2, παράγραφος 5, του Προεδρικού Διατάγματος αριθ. 27 ). Κατά την ίδια αυτή διάταξη, για τον υπολογισμό του παράγοντος αυτού λαμβάνονται υπόψη στατιστικά στοιχεία που εκφράζουν την εποχικότητα των προϊόντων, τη διαχρονική μεταβολή της τιμής τους, καθώς και ορισμένα στοιχεία ικανά να επηρεάσουν τις διεθνείς τιμές και τις συνθήκες εφοδιασμού της ελληνικής αγοράς. Η τιμή του παράγοντος αυτού μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ του συν 20 0/0 και του πλην 20 ο/ο της διεθνούς τιμής του αντιστοίχου προϊόντος.

Εξάλλου, ο παράγων « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων » αναφέρεται στο κόστος διατηρήσεως του μέσου πραγματικού αποθέματος από τις εταιρίες εμπορίας κατά τον προηγούμενο ημερολογιακό μήνα από την εφαρμογή των νέων τιμών. Υπολογίζεται βάσει της διεθνούς τιμής cif των εν λόγω προϊόντων και του επιτοκίου της διατραπεζικής αγοράς Λονδίνου ( LIBOR ) για καταθέσεις δολλαρίων τρίμηνης διάρκειας ( άρθρο 2, παράγραφος 6, του Προεδρικού Διατάγματος αριθ. 27 ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος αριθ. 27, ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι παράγοντες διαμορφώσεως της τιμής βάσεως είναι ο ακόλουθος:

Η τιμή βάσεως (ΤΒ) ισούται με: (ΔΤ) + (KM) + (AM) + (ΑΠ) + Γι + (ΚΔΑ). Δεν μπορεί να είναι κατώτερη της τιμής που αντιστοιχεί σε: (ΔΤΙ) + (KM) + (AM) + ( ΑΠ ), όπου ΔΤΙ υποδηλώνει τις « τρέχουσες διεθνείς τιμές προϊόντων σε βάση fob med basis italy » ( άρθρο 3 του Προεδρικού Διατάγματος αριθ. 27 ).

Η τιμή βάσεως καθορίζεται ανά δεκαπενθήμερο (άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 1769/88 ).

Μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της τιμής εμπορίας περιλαμβάνονται, ιδίως, εκτός από την τιμή βάσεως, το κόστος ανεφοδιασμού των παραμεθορίων και των τουριστικών περιοχών, το περιθώριο κέρδους χονδρικής και λιανικής διαθέσεως και το κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων (άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 1769/88 ).

2. Η προ της ασκήσεως της προσφυγής όιαόι-κασία

Στις 2 Ιουνίου 1986, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή υποστήριζε ότι οι ανωτέρω αναφερθείσες διατάξεις του νόμου 1571/85 και οι διατάξεις εφαρμογής του νόμου αυτού, οι οποίες ίσχυαν την εποχή εκείνη, καθώς και διάφορες άλλες διατάξεις του νόμου 1571/85 αντέβαιναν στα άρθρα 30, 34 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε την 1η Οκτωβρίου 1986.

Η Επιτροπή, κρίνοντας ανεπαρκείς τις εξηγήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, εξέδωσε, στις 26 Μαΐου 1987, την αιτιολογημένη γνώμη που προβλέπεται από το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ. Με την αιτιολογημένη αυτή γνώμη, η Επιτροπή δεν εξετάζει πλέον τις διατάξεις του νόμου 1571/85, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων, εκτός από μία διάταξη, ως προς την οποία δηλώνει ότι εγκαταλείπει τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως. Εξάλλου, όσον αφορά τις εξηγήσεις που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τη δυνατότητα ανα-διαρρυθμίσεως του μονοπωλίου εμπορίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του νόμου 1571/85, η Επιτροπή αναφέρει ότι δεν υπάρχει λόγος να δοθεί συνέχεια στη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως, επιφυλάσσεται όμως για τη θέση που θα λάβει σε περίπτωση που η Ελληνική Δημοκρατία εφαρμόσει μεταγενέστερα τη διάταξη αυτή. Η Επιτροπή, με την αιτιολογημένη γνώμη της, εμμένει στην άποψη της ότι όλες οι άλλες εθνικές διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω, όπως ίσχυαν την εποχή εκείνη, αντιβαίνουν στα άρθρα 30, 34 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ. Ειδικότερα, όσον αφορά το μονοπώλιο εισαγωγής αργού πετρελαίου προς διύλιση, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διατήρηση του μονοπωλίου διυλίσεως — τη νομιμότητα του οποίου δεν αμφισβητεί — δεν δικαιολογούσε την παράλληλη διατήρηση του αποκλειστικού δικαιώματος εισαγωγής. Κατά τη γνώμη της, τα ελληνικά διυλιστήρια θα μπορούσαν να εφοδιάζονται από ιδιώτες εισαγωγείς. Όσον αφορά το καθεστώς ανωτάτων ορίων τιμών στην κατανάλωση, το οποίο θεσπίζει το άρθρο 11 του νόμου 1571/85, η Επιτροπή αναφέρει ότι θεωρεί το καθεστώς αυτό ως αντίθετο προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την αιτιολογία ότι δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη του τις ιδιαίτερες δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνονται τα εισαγόμενα προϊόντα (έξοδα προσπελάσεως ) και ότι η διάρκεια των περιόδων για τις οποίες καθορίζονταν τόσο οι τιμές όσο και ο συντελεστής μετατροπής του δολαρίου ΗΠΑ σε δραχμές μπορούσε να καταστήσει αδύνατη τη διάθεση των εισαγομένων προϊόντων στην Ελλάδα. Η Επιτροπή έταξε στην Ελληνική Δημοκρατία προθεσμία δύο μηνών για να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη.

Η Ελληνική Δημοκρατία, με την από 11 Σεπτεμβρίου 1987 απάντηση της, υποστηρίζει, ιδίως, ότι η σχετική με τη διαρρύθμιση του μονοπωλίου πετρελαίου πολιτική υπαγορεύεται από λόγους απτόμενους της δημόσιας ασφάλειας, από τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας και από την ιδιαίτερη διάρθρωση της ελληνικής αγοράς πετρελαίου. Όσον αφορά το καθεστώς των ανωτάτων ορίων τιμών στην κατανάλωση, αναφέρει ότι το καθεστώς αυτό θα υποστεί ουσιώδη μεταβολή στο αμέσως προσεχές μέλλον.

3. Διαοικαοία ενώπιον τον Αικαστηρίου

Το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Νοεμβρίου 1988.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων, κάλεσε δε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε ορισμένες ερωτήσεις.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Η Επιτροπή, προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να αποφανθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, εκδίδοντας τον νόμο 1571/85 και τις εκτελεστικές διατάξεις του, που προβλέπουν τη μερική διατήρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας των πετρελαιοειδών στην Ελλάδα καθώς και ορισμένα μέτρα σχετικά με τη διαδικασία εισαγωγής, εξαγωγής και εμπορίας και ένα καθεστώς ανωτάτων ορίων τιμών στην κατανάλωση, που έχουν περιοριστικό αποτέλεσμα στην εισαγωγή και εξαγωγή των προϊόντων αυτών με προέλευση ή προορισμό άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30, 34 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ·

2)

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Η Ελληνική Δημοκρατία, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει την προσφυγή της Επιτροπής·

2)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Επί του παραδεκτού

Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά τις ακόλουθες αιτιάσεις:

α) Αιτίαση σχετική με τη δυνατότητα της Ελληνικής Κυβερνήσεως να αναδιαρρυθμίσει το κρατικό μονοπώλιο εμπορίας (άρθρο 4, παράγραφος 3, του νόμου 1571/85).

Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή, με την αιτιολογημένη γνώμη της, δήλωσε ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως ως προς το σημείο αυτό.

Η Επιτροπή υποστηρίζει μεν ότι η διάταξη αυτή αντίκειται στα άρθρα 30 και 37 της Συνθήκης ΕΟΚ, δηλώνει όμως ότι δεν ζητεί την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας ως προς το σημείο αυτό.

β) Αιτίαση σχετική με την υποχρέωση των επιχειρήσεων να λαμβάνουν άδεια για την εμπορία πετρελαιοειδών (άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85).

Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι η αιτίαση αυτή δεν περιέχεται ούτε στο έγγραφο οχλήσεως ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη, ενώ μια άλλη διάταξη του ίδιου άρθρου (άρθρο 15, παράγραφος 3, δ) αποτελούσε αντικείμενο αιτιάσεως η οποία περιελήφθη ρητώς στην αιτιολογημένη γνώμη. Η καθής, επικαλούμενη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1982, Επιτροπή κατά Δανίας (211/81, Συλλογή 1982, σ. 4547) και της 8ης Φεβρουαρίου 1983, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου ( 124/81, Συλλογή 1983, σ. 203), υποστηρίζει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση είναι απαράδεκτη.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η αιτίαση αυτή δεν αναφέρεται ρητώς ούτε στο έγγραφο οχλήσεως ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι στην αιτιολογημένη γνώμη μνημονεύεται το άρθρο 15 του νόμου 1571/85, ενώ στο έγγραφο οχλήσεως γίνεται αναφορά στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να ασκήσουν εμπορία πετρελαιοειδών στην Ελλάδα. Συνεπώς, η υποχρέωση της εκ των προτέρων λήψεως αδείας, η οποία αποτελεί μία από τις εν λόγω προϋποθέσεις, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτέλεσε αντικείμενο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

γ) Αιτίαση σχετική με την παροχή στην ελληνική διοίκηση εξουσιοδοτήσεως να καθορίζει τους παράγοντες διαμορφώσεως των τιμών βάσεως, καθώς και τον βαθμό συμμετοχής τους στη διαμόρφωση αυτή ( άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85, όπως έχει τροποποιηθεί), και αιτιάσεις σχετικές με τους παράγοντες « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων » και « τάση της αγοράς » ( άρθρο 2, παράγραφοι 5 και 6, του Προεδρικού Διατάγματος αριθ. 27 ).

Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν περιέχονται ούτε στο έγγραφο οχλήσεως ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη, καίτοι, κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας, τα δύο αυτά έγγραφα πρέπει να αναφέρουν τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η επίμαχη εθνική διάταξη αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι οι παράγοντες « κόστος διατηρήσεως των αποθεμάτων » και « τάση της αγοράς » είχαν ήδη ληφθεί υπόψη υπό το κράτος των ισχυουσών διατάξεων κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αναφορά στο άρθρο 11 του νόμου 1571/85, η οποία περιέχεται στο έγγραφο οχλήσεως και στην αιτιολογημένη γνώμη, καταδεικνύει ότι η Επιτροπή βάλλει γενικώς κατά του συστήματος διαμορφώσεως ανωτάτων ορίων τιμών πωλήσεως των εισαγομένων πετρελαιοειδών. Επομένως, οι επίμαχες αιτιάσεις αποτελούν ανάπτυξη ισχυρισμού ήδη προταθέντος κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

δ) Αιτιάσεις μη περιεχόμενες στο δικόγραφο της προσφυγής

Η Ελλιρική Δημοκρατία θεωρεί ότι οι αιτιάσεις που περιέχονται στο έγγραφο οχλήσεως και/ή στην αιτιολογημένη γνώμη, στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή με το δικόγραφο της προσφυγής, ζητώντας από το Δικαστήριο να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία, μεταξύ άλλων, « [ για ] όσους [ λόγους ] αναφέρονται [στο έγγραφο οχλήσεως] και την αιτιολογημένη γνώμη που αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της (... ) προσφυγής », είναι απαράδεκτες καθόσον δεν διατυπώνονται ρητώς στο δικόγραφο της προσφυγής. Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 1983, από την οποία, κατά τη γνώμη της, προκύπτει ότι οι αιτιάσεις, για να είναι παραδεκτές, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, τουλάχιστον κατά το ουσιώδες περιεχόμενο τους. Η καθής θεωρεί ότι η απλή παραπομπή στα έγγραφα της προ της ασκήσεως της προσφυγής φάσεως καταργεί κάθε χρησιμότητα του δικογράφου της προσφυγής και προκαλεί σύγχυση. Η Ελληνική Δημοκρατία τονίζει ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, ο κίνδυνος συγχύσεως εντείνεται λόγω της ελλείψεως συμφωνίας μεταξύ του εγγράφου οχλήσεως και της αιτιολογημένης γνώμης.

Η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν παραιτείται από τις αιτιάσεις και τους ισχυρισμούς που περιέχονται μόνο στο έγγραφο οχλήσεως και στην αιτιολογημένη γνώμη.

2. Επί νης ουσίας

α) Κρατικό μονοπώλιο εισαγωγής και εμπο ρίας

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε υποχρέωση να διαρρυθμίσει, απί 1ης Ιανουαρίου 1981, το μονοπώλιο των πετρελαιοειδών [ άρθρο 40, παράγραφος 1, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών (JΟ 1979, L 291, σ. 17)].

Υπογραμμίζει ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85, το Ελληνικό Δημόσιο επιφύλαξε στον εαυτό του το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών. Το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα αντίκειται, κατά τη γνώμη της, στα άρθρα 30 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον αποκλείει κάθε δυνατότητα εισαγωγής των προϊόντων αυτών από οποιονδήποτε τρίτο πλην του Ελληνικού Δημοσίου.

Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85, που αφορά την προοδευτική διαρρύθμιση του κρατικού μονοπωλίου εμπορίας των πετρελαιοειδών, αντίκειται στα άρθρα 30 και 37 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον καθιερώνει το αποκλειστικό δικαίωμα εμπορίας των πετρελαιοειδών υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και στερεί από τις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών το δικαίωμα να εφοδιάζονται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη για ποσότητα κατά προϊόν αντιστοιχούσα στο μη διαρρυθμιζόμενο ποσοστό του μονοπωλίου ( 25 ο/ο έως την 1η Ιανουαρίου 1990).

Η Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν δικαιολογούνται από λόγους δημόσιας ασφάλειας ή από τη γεωπολιτική θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι το δικαίωμα προσφυγής στις διατάξεις των άρθρων 224 και 225 της Συνθήκης ΕΟΚ αρκεί για να αντιμετωπιστούν οι καταστάσεις κρίσεως, οι οποίες, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, δικαιολογούν τη διατήρηση των επιδίκων περιορισμών. Η Επιτροπή αναφέρει, στη συνέχεια, ότι ο βαθμός εξαρτήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας από τις εισαγωγές αργού πετρελαίου δεν διαφέρει από τον βαθμό εξαρτήσεως άλλων κρατών μελών τόσο ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση του μονοπωλίου. Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία έχει το πλεονέκτημα ότι είναι γεωγραφικά κοντά στις χώρες από τις οποίες προμηθεύεται πετρέλαιο. Όσον αφορά τα πετρελαιοειδή, η Επιτροπή αναφέρει ότι η ικανότητα διυλίσεως που διαθέτουν οι ελληνικές επιχειρήσεις υπερβαίνει τις ανάγκες της εθνικής αγοράς, της οποίας ο ανεφοδιασμός είναι, ως εκ τούτου, εξασφαλισμένος. Τέλος, αναφερόμενη ως προς το θέμα αυτό στην αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι διάφορες οδηγίες και αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση διατηρήσεως ορισμένων αποθεμάτων ασφαλείας ( 1 ) , ενισχύοντας, έτσι, την ασφάλεια εφοδιασμού εντός της Κοινότητας.

Όσον αφορά τις εισαγωγές αργού πετρελαίου, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85 αναφέρεται στο άρθρο 1 του εν λόγω νόμου. Η αναφορά αυτή υποδηλώνει ότι το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής συνδέεται με το αποκλειστικό δικαίωμα διυλίσεως που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2. Κατά την καθής, το άρθρο 7, παράγραφος 2, δεν απαγορεύει την εισαγωγή αργού πετρελαίου από τρίτους με σκοπό την εμπορία. Η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85 τροποποιήθηκε προς άρση κάθε αμφιβολίας ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 7, παράγραφος 2. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η κατάργηση της τελευταίας αυτής διατάξεως.

Όσον αφορά τις εισαγωγές πετρελαιοειδών, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85, το αποκλειστικό δικαίωμα του Δημοσίου ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του εν λόγω νόμου, το οποίο αφορά τη διαρρύθμιση του κρατικού μονοπωλίου εμπορίας πετρελαιοειδών. Η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι το δικαίωμα του Δημοσίου όσον αφορά την εισαγωγή και την εμπορία πετρελαιοειδών δεν είναι μονοπωλιακό υπό την έννοια του άρθρου 37 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον περιορίζεται μόνο στο 25 % των αναγκών της εθνικής αγοράς. Επιπλέον, η καθής τονίζει ότι το δικαίωμα αυτό καταργείται από 1ης Ιανουαρίου 1990.

Η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί, εξάλλου, ότι το δικαίωμα του Δημοσίου όσον αφορά την εμπορία των πετρελαιοειδών δεν συνιστά ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών υπό την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, διότι τα διατιθέμενα από το Δημόσιο προϊόντα μπορεί να είναι εισαγόμενα. Εν πάση περιπτώσει, η προοδευτική διαρρύθμιση του αποκλειστικού δικαιώματος του Δημοσίου και η προσωρινή διατήρηση του στο ποσοστό 25 % των αναγκών της ελληνικής αγοράς δικαιολογούνται από τη γεωπολιτική θέση της χώρας και από λόγους δημόσιας ασφάλειας.

Η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί σχετικά ότι, παρά την υποχρέωση διατηρήσεως ορισμένων αποθεμάτων ασφαλείας που έχει επιβληθεί στα κράτη μέλη, η έκταση της εξαρτήσεως της από τις εισαγωγές αργού πετρελαίου και οι συγκεκριμένοι γεωγραφικοί όροι εφοδιασμού της (απουσία κοινών συνόρων με άλλα κράτη μέλη, μεγάλος αριθμός νησιών στα οποία υπάρχει κατανάλωση πετρελαιοειδών) καθιστούν την ομαλή τροφοδοσία της χώρας από τα άλλα κράτη μέλη εξαιρετικά αβέβαιη σε περίπτωση κρίσεως.

Εξάλλου, αναφερόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1984, Campus Oil Limited ( 72/83, Συλλογή 1984, σ. 2727 ), η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η υφιστάμενη ένταση των σχέσεων της με την Τουρκία αποτελεί συγκεκριμένη απειλή της δημόσιας ασφάλειας και καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση του ομαλού εφοδιασμού της χώρας σε αργό πετρέλαιο και πετρελαιοειδή. Ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη διατήρηση των διυλιστηρίων του δημοσίου τομέα σε λειτουργία και την επιβολή στις εταιρίες εμπορίας της υποχρεώσεως να προμηθεύονται τα προϊόντα τους εν μέρει από τα διυλιστήρια αυτά.

Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, με τον τρόπο αυτό μειώνεται ο κίνδυνος διακοπής του εφοδιασμού σε αργό πετρέλαιο, δεδομένου ότι παρέχεται στα διυλιστήρια του δημοσίου τομέα η δυνατότητα να συνάπτουν μακροπρόθεσμες συμβάσεις παραδόσεως. Ομοίως, περιορίζεται ο κίνδυνος διακοπής του εφοδιασμού της χώρας σε πετρελαιοειδή. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει σχετικά ότι μόνο τα διυλιστήρια του δημοσίου τομέα μπορούν να εξασφαλίσουν την κάλυψη των αναγκών της χώρας σε πετρελαιοειδή σε περίοδο κρίσεως, δεδομένου ότι προσφέρουν εγγυήσεις καταστατικές (δυνατότητα προτάξεως του δημοσίου συμφέροντος έναντι του εμπορικού συμφέροντος), διαρθρωτικές (τα δημόσια διυλιστήρια είναι τα μόνα που συνδέονται με τον μοναδικό αγωγό που διασχίζει τη χώρα και τροφοδοτεί τις ένοπλες δυνάμεις ) και τεχνικές ( η παραγωγή των διυλιστηρίων του ιδιωτικού τομέα δεν εξασφαλίζει, σε περίοδο κρίσεως, την κάλυψη των αναγκών, οι οποίες ανέρχονται τουλάχιστον σε 3,554 εκατομμύρια τόν-νους). Η υποχρέωση που έχει επιβληθεί στις εταιρίες διανομής να εφοδιάζονται από τα εν λόγω διυλιστήρια για ποσότητα αντιστοιχούσα στο 25 ο/ο των αναγκών της εθνικής αγοράς, ήτοι ποσότητα 2,385 εκατομμυρίων τόννων, δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο προκειμένου να διατηρηθούν τα δημόσια διυλιστήρια σε λειτουργία έως ότου καταστεί δυνατόν να διαθέτουν την παραγωγή τους ελεύθερα σε ανταγωνιστικές τιμές. Πράγματι, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, για να εξασφαλιστεί η τεχνική επιβίωση των διυλιστηρίων του δημόσιου τομέα, είναι απαραίτητο τα διυλιστήρια αυτά να παράγουν ετησίως 5,692 εκατομμύρια τόννους.

β) Διαδικασία εισαγωγής και'εξαγωγής

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα άρθρα 5 και 12 του νόμου 1571/85, το άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως 3663 και η υπουργική απόφαση 5414 δεν επιβάλλουν απλώς υποχρέωση δηλώσεως, αλλά τη λήψη αδείας, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η εισαγωγή ή η εξαγωγή πετρελαιοειδών. Η υποχρέωση αυτή αντίκειται, κατά την προσφεύγουσα, στα άρθρα 30, 34 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι ακόμα και αν : οι επίδικες εθνικές διατάξεις δεν επέβαλλαν |παρά υποχρέωση δηλώσεως, η υποχρέωση αυτή θα ήταν αντίθετη προς τα άρθρα 30 και ι37 της Συνθήκης ΕΟΚ εφ' όσο χρονικό διάστημα το καθεστώς των ποσοστώσεων στις εισαγωγές παραμένει σε ισχύ, στο μέτρο που η υποχρέωση δηλώσεως συνιστά πρακτική που τείνει στη διατήρηση του εν λόγω καθεστώτος.

Η ΕΑλψική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι επίδικες εθνικές διατάξεις επιβάλλουν υποχρέωση απλής δηλώσεως των πράξεων εισαγωγής και εξαγωγής. Το μέτρο αυτό δεν αντίκειται, κατά την καθής, στα άρθρα 30, 34 και 37 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεδομένου ότι δεν έχει καμία επίπτωση επί της ασκήσεως του δικαιώματος εισαγωγής ή εξαγωγής. Εξάλλου, το μέτρο αυτό επιδιώκει θεμιτούς σκοπούς, ήτοι την παρακολούθηση, για στατιστικούς λόγους, των εμπορικών ρευμάτων όσον αφορά τα πετρελαιοειδή και την εποπτεία της εφαρμογής του προγραμματισμού της πετρελαϊκής πολιτικής της χώρας και των προγραμμάτων προμηθειών που υποβάλλουν οι εταιρίες διανομής.

γ) Εμπορία

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τόσο η υποχρέωση που επιβάλλεται στις εταιρίες διανομής από το άρθρο 9 του νόμου 1571/85 να υποβάλλουν ετήσια προγράμματα προμηθειών σε πετρελαιοειδή όσο και το καθεστώς ποσοστώσεων εμπορίας πετρελαιοειδών που ισχύει για τις εταιρίες αυτές, το οποίο θεσπίστηκε με την υπουργική απόφαση 3662, αντιβαίνουν στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον περιορίζουν τη διάθεση των εισαγομένων προϊόντων και στερούν στους εισαγωγείς τη δυνατότητα να επωφεληθούν του μεριδίου της αγοράς που θα μπορούσαν να κατέχουν υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα προγράμματα αυτά έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και ότι η δυνατότητα που παρέχεται στις ενδιαφερόμενες εταιρίες να μεταβιβάζουν μέρος της ποσοστώσεως τους σε άλλες εταιρίες δεν αναιρεί τον εν λόγω χαρακτήρα, δεδομένου ότι η μεταβίβαση αυτή συνεπάγεται μείωση της ποσοστώσεως που τους χορηγείται για το επόμενο έτος. Εξάλλου, το γεγονός ότι τα προγράμματα προμηθειών και το καθεστώς των ποσοστώσεων εμπορίας είναι απαραίτητα για την άσκηση, εκ μέρους του Δημοσίου, του δικαιώματος όσον αφορά την εμπορία των πετρελαιοειδών δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα μέτρα αυτά, δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, η διατήρηση του δικαιώματος αυτού συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.

Η Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι η υποχρέωση των εταιριών διανομής να λαμβάνουν προηγουμένως άδεια για την εμπορία πετρελαιοειδών και η υποχρέωση να διαθέτουν, προκειμένου να τους χορηγηθεί η εν λόγω άδεια, ορισμένο αριθμό βυτιοφόρων, οι οποίες τους επιβάλλονται από το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 3 δ, του νόμου 1571/85, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 5, παράγραφος 3 δ, του νόμου 1769/88, μπορούν επίσης να περιορίσουν τις εισαγωγές πετρελαιοειδών και, κατά συνέπεια, αντιβαίνουν στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η υποχρέωση της κατ' έτος υποβολής προγραμμάτων προμηθειών και το καθεστώς των ποσοστώσεων εμπορίας δεν έχουν επιπτώσεις στις εισαγωγές και δεν επηρεάζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Η καθής υποστηρίζει ότι προγράμματα προμηθειών αποτελούν απλώς καταγραφή των αντικειμενικών αναγκών της κάθε εταιρίας, η οποία γίνεται από την ίδια την εταιρία, και ότι τόσο τα προγράμματα αυτά όσο και οι ποσοστώσεις εμπορίας δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρει επίσης ότι ναι μεν η μεταβίβαση μέρους της ποσοστώσεως λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό των ποσοστώσεων του επομένου έτους, η μεταβίβαση όμως αυτή αποφασίζεται ελεύθερα από την ενδιαφερόμενη εταιρία, οι δε επιπτώσεις της στον υπολογισμό της ποσοστώσεως

που χορηγείται το επόμενο έτος μπορούν να εξουδετερωθούν πλήρως με την αύξηση άλλων συντελεστών, όπως π.χ. της ποσότητας πετρελαιοειδών που η ενδιαφερόμενη εταιρία προβλέπει ότι θα πωλήσει.

Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η υποχρέωση υποβολής προγραμμάτων εμπορίας και οι ποσοστώσεις εμπορίας είναι απαραίτητες για την κατανομή, μεταξύ των εταιριών εμπορίας, της ποσότητας πετρελαιοειδών που αντιστοιχεί στο μη διαρρυθμισμένο τμήμα του κρατικού μονοπωλίου εμπορίας. Επιπλέον, το σύστημα των προγραμμάτων προμηθειών αποτελεί, κατά την καθής, το μόνο μέσο πληροφορήσεως του κράτους περί του μεγέθους του συνόλου των αναγκών της χώρας σε προϊόντα πετρελαίου και εξασφαλίσεως ότι οι ανάγκες αυτές θα καλυφθούν. Αποτελεί, ως εκ τούτου, απαραίτητο μέσο για τη χάραξη και την εφαρμογή της πετρελαϊκής πολιτικής της χώρας, δεδομένου ότι, στην Ελλάδα, η σχετική ευθύνη ανήκει στο κράτος. Εξάλλου, κατά την καθής, παρεμφερές σύστημα εφαρμόζεται στη Γαλλική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαρρυθμίσεως του γαλλικού μονοπωλίου πετρελαιοειδών.Όσον αφορά την υποχρέωση που επιβάλλεται στις εταιρίες εμπορίας να διαθέτουν βυτιοφόρα, των οποίων ο ανώτατος και ελάχιστος αριθμός καθορίζεται με υπουργική απόφαση, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να περιορίσει τις εισαγωγές, δεδομένου ότι δεν αφορά παρά μόνο την εμπορία των πετρελαιοειδών και ισχύει εξίσου τόσο για τα εισαγόμενα όσο και για τα εγχώρια προϊόντα. Η καθής υποστηρίζει, επίσης, ότι σκοπός της υποχρεώσεως αυτής είναι η διασφάλιση του εφοδιασμού της χώρας σε πετρελαιοειδή. Τονίζει σχετικά ότι επανειλημμένως το 1985, το 1988 και το 1989 οι ιδιοκτήτες βυτιοφόρων αρνήθηκαν να εκμισθώσουν τα οχήματα τους στις εταιρίες εμπορίας, πράγμα που προκάλεσε διακοπή του εφοδιασμού της χώρας με πετρελαιοειδή. Το γεγονός ότι η επίδικη ρύθμιση καθορίζει ανώτατο αριθμό βυτιοφόρων καταδεικνύει ότι η υποχρέωση των εταιριών να διαθέτουν τα εν λόγω οχήματα δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της ρυθμίσεως και αποβλέπει στην αποτροπή της ασκήσεως, εκ μέρους των εταιριών εμπορίας, μεταφορικών δραστηριοτήτων εις βάρος της κύριας δραστηριότητας τους.

δ) Καθεστώς των τιμών

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το καθεστώς των ανωτάτων ορίων τιμών πωλήσεως των πετρελαιοειδών, το οποίο θεσπίζεται από το άρθρο 11 του νόμου 1571/85, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 1769/88, καθώς και από το Προεδρικό Διάταγμα αριθ. 27, έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εισαγωγών για τρεις λόγους. Πρώτον, το καθεστώς αυτό δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις ιδιαίτερες δαπάνες που αφορούν τα εισαγόμενα προϊόντα. Δεύτερον, αποδίδει δυσανάλογη σημασία σε εθνικά κριτήρια. Τρίτον, παρέχει στη διοίκηση την εξουσία να καθορίζει τους παράγοντες διαμορφώσεως των τιμών. Κατά την Επιτροπή, η χορήγηση της εν λόγω εξουσίας στη διοίκηση συνιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περιορισμό των εισαγωγών, λόγω της φύσεως των παραγόντων που λαμβάνει υπόψη η διοίκηση, ιδίως δε των παραγόντων « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων » και « τάση της αγοράς ».

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η λήψη υπόψη του παράγοντος « τάση της αγοράς » κατά τη διαμόρφωση των τιμών προσδίδει αβεβαιότητα στον καθορισμό των τιμών και έχει ως αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των εισαγωγών. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, πρόκειται για παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το επίπεδο των τιμών και του οποίου ο υπολογισμός βασίζεται σε υποκειμενική εκτίμηση της αγοράς, καθώς και, εν μέρει, σε κριτήρια εθνικά. Εξάλλου, κατά την άποψη της

Επιτροπής, είναι δυνατόν,- με τη χρησιμοποίηση του παράγοντος αυτού, η τιμή βάσεως να καθοριστεί σε επίπεδο κατώτερο της τιμής caf των εισαγομένων προϊόντων, πράγμα το οποίο θα καθιστούσε αδύνατη κάθε εισαγωγή. Επιπλέον, η λήψη υπόψη του παράγοντος αυτού καθιστά κενό περιεχομένου τον μηχανισμό του καθορισμού ελάχιστης τιμής, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 3 του Προεδρικού Διατάγματος αριθ. 27.

Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο παράγων « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων » δεν καλύπτει τα πραγματικά έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι εταιρίες που εισάγουν πετρελαιοειδή. Συγκεκριμένα, το κόστος αυτό υπολογίζεται βάσει του μέσου αποθέματος που διατηρούν οι εταιρίες εμπορίας και όχι βάσει των πραγματικών δαπανών κάθε εταιρίας. Επιπλέον, το κόστος χρηματοδοτήσεως των ακι-νητοποιουμένων κεφαλαίων λόγω της υποχρεώσεως διατηρήσεως αποθεμάτων υπολογίζεται βάσει του LIBOR και όχι βάσει του σαφώς υψηλότερου επιτοκίου που εφαρμόζουν οι ελληνικές τράπεζες. Όμως, οι εταιρίες εμπορίας δεν έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν από τη διεθνή αγορά σε δολάρια. Εξάλλου, το κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων δεν περιλαμβάνει ορισμένα έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι εταιρίες εμπορίας που υποχρεούνται να διατηρούν αποθέματα ασφαλείας. Κατά την Επιτροπή, ο τρόπος υπολογισμού του « κόστους διατηρήσεως αποθεμάτων » ευνοεί τις εταιρίες που συνάπτουν συμβάσεις αγοράς διετούς διάρκειας με τα ελληνικά διυλιστήρια και οι οποίες, για τον λόγο αυτό, απαλλάσσονται, τουλάχιστον μερικώς, από την υποχρέωση διατηρήσεως αποθεμάτων ασφαλείας (άρθρο 10, παράγραφος 3, του νόμου 1571/85, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 1769/88). Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η τιμή των πετρελαιοειδών στην Ελλάδα (αφαιρουμένων των φόρων) είναι η χαμηλότερη εντός της Κοινότητας. Κατά την προσφεύγουσα, αυτό

οφείλεται στον τρόπο προσδιορισμού της τιμής βάσεως, ο οποίος οδηγεί συστηματικά σε επίπεδα τιμών κατώτερα από εκείνα στα οποία μπορούν να εισαχθούν τα πετρελαιοειδή στην Ελλάδα.

Όσον αφορά την αιτίαση ότι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη τα έξοδα που αφορούν τα εισαγόμενα προϊόντα, η ΕΑΑψική Αημοκρανία υπογραμμίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει το κριτήριο βάσει του οποίου καθορίζεται αν το βάρος που δίνεται στα έξοδα αυτά είναι επαρκές ή όχι. Η καθής υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι, από τους έξι παράγοντες διαμορφώσεως των τιμών βάσεως, τρεις αφορούν αποκλειστικά τα εισαγόμενα προϊόντα (κόστος μεταφοράς, ασφάλιστρα μεταφοράς και απώλειες μεταφοράς ), δύο αφορούν τόσο τα εισαγόμενα όσο και τα εγχώρια προϊόντα ( τάση της αγοράς, κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων ), ο δε τελευταίος συνίσταται στις διεθνείς τιμές των προϊόντων. Συνεπώς, τα έξοδα που αφορούν τα εισαγόμενα προϊόντα λαμβάνονται, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, υπόψη σε όλη τους την έκταση κατά τη διαμόρφωση της τιμής βάσεως. Επιπλέον, τα πρόσθετα οικονομικά μεγέθη που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό των τιμών εμπορίας αφορούν εξίσου τόσο τα εισαγόμενα όσο και τα εγχώρια προϊόντα.

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, σχετικά με τη σημασία που αποδίδεται στα εθνικά κριτήρια κατά τη διαμόρφωση των τιμών, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός αυτός, όπως διατυπώνεται από την Επιτροπή, είναι αόριστος. Επιπλέον, η καθής θεωρεί ότι, κατόπιν της τροποποιήσεως του άρθρου 11 του νόμου 1571/85 από το άρθρο 4 του νόμου 1769/88 και της εκδόσεως του Προεδρικού Διατάγματος αριθ. 27, ο ισχυρισμός αυτός στερείται αντικειμένου και είναι αβάσιμος. Η ελληνική ρύθμιση, μετά την τροποποίηση της, αποδίδει στην πραγματικότητα πρωταρχική σημασία στα κριτήρια που αφορούν τα εισαγόμενα προϊόντα κατά τη διαμόρφωση των τιμών βάσεως. Η λήψη υπόψη ορισμένων στοιχείων κόστους που αφορούν τα εγχώρια προϊόντα αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια του ότι η τιμή που καθορίζεται κατά τον τρόπο αυτό προορίζεται να εφαρμοστεί στην ελληνική αγορά.

Όσον αφορά την αιτίαση που αφορά την εξουσιοδότηση προς τη διοίκηση να ορίζει τους παράγοντες διαμορφώσεως της τιμής βάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εξουσιοδότηση αυτή αποτελεί απόρροια της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας: η πρώτη μπορεί να καθορίσει μόνο το γενικό πλαίσιο και να χαράξει τις κατευθυντήριες γραμμές του συστήματος καθορισμού των τιμών, πράγμα το οποίο έπραξε ο έλληνας νομοθέτης θεσπίζοντας το άρθρο 11 του νόμου 1571/85. Η κατανομή αυτή των αρμοδιοτήτων ουδόλως αντίκειται στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ.

Όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με τον παράγοντα « τάση της αγοράς », η Ελληνική Δημοκρατία τονίζει ότι τόσο η υιοθέτηση του παράγοντα αυτού όσο και η χορήγηση στη διοίκηση ορισμένης διακριτικής ευχέρειας ως προς την εφαρμογή του δικαιολογούνται από την ανάγκη εξασφαλίσεως αντιστοιχίας μεταξύ των τιμών βάσεως και των διεθνών τιμών. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι μόνο η εκ μέρους της διοικήσεως εφαρμογή του εν λόγω παράγοντος σε συγκεκριμένες περιστάσεις μπορεί ενδεχομένως να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εισαγωγών πετρελαιοειδών. Προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή του παράγοντος αυτού δεν δημιουργεί αβεβαιότητα και ότι η εφαρμογή του δεν μπορεί να προκαλέσει περιορισμό των εισαγωγών, δεδομένου ότι το άρθρο 3 του Προεδρικού Διατάγματος αριθ. 27 ορίζει ότι η τιμή βάσεως δεν μπορεί να είναι κατώτερη από ένα ορισμένο ελάχιστο όριο, κατά τον υπολογισμό του οποίου δεν παρεμβαίνει ο παράγων « τάση της αγοράς ».

Όσον αφορά τον παράγοντα « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων », η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί τη σχετική αιτίαση της Επιτροπής αβάσιμη.

Η καθής τονίζει ότι αν ο υπολογισμός του εν λόγω κόστους βάσει του μέσου αποθέματος που διατηρούν οι εταιρίες εμπορίας δεν εξασφαλίζει την πλήρη κάλυψη των πραγματικών εξόδων στα οποία υποβάλλονται οι εταιρίες αυτές, έχει, αντιστρόφως, ως αποτέλεσμα τη δημιουργία περιθωρίου κέρδους για τις εταιρίες των οποίων τα πραγματικά έξοδα είναι κατώτερα του μέσου κόστους. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι η διαφορά μεταξύ του μέσου κόστους και των υψηλότερων πραγματικών εξόδων λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της τιμής εμπορίας, στη διαμόρφωση της οποίας συνυπολογίζεται το « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων ». Επιπλέον, το κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων μετά την εισαγωγή, με το οποίο επιβαρύνονται οι εταιρίες που πραγματοποιούν την εισαγωγή, μπορεί να εξουδετερωθεί αν τα προϊόντα πετρελαίου αγοραστούν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές Ιταλίας.

Εξάλλου, η προσφυγή στο LIBOR κατά τον υπολογισμό του « κόστους διατηρήσεως αποθεμάτων » δεν επηρεάζει καθόλου τις εταιρίες που πραγματοποιούν εισαγωγές και δεν έχει καμία επίπτωση στο επίπεδο της τιμής βάσεως. Συγκεκριμένα, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι εταιρίες εμπορίας έχουν τη δυνατότητα δανεισμού από το εξωτερικό. Επιπλέον, η τιμή βάσεως υπολογίζεται σε δολάρια και στη συνέχεια μετατρέπεται σε δραχμές με την ισοτιμία δολαρίου-δραχμής, η οποία θεωρητικά λαμβάνει υπόψη τη διαφορά των επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά Λονδίνου και Ελλάδος.. Εξάλλου, ο τρόπος εφαρμογής του « κόστους διατηρήσεως αποθεμάτων» δεν ευνοεί, κατά την καθής, τις εταιρίες που εφοδιάζονται από ελληνικά διυλιστήρια και απαλλάσσονται της υποχρεώσεως διατηρήσεως αποθεμάτων ασφαλείας. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει σχετικά ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι υφίσταται πλεονέκτημα, το πλεονέκτημα αυτό θα υπήρχε έστω και αν το κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων υπολογιζόταν βάσει του υψηλότερου ή το χαμηλότερου πραγματικού κόστους το οποίο βαρύνει τις εταιρίες εμπορίας. Εξάλλου, το πλεονέκτημα αυτό μειώνεται όσο αυξάνουν οι εισαγωγές και μειώνονται ο αριθμός και το σχετικό βάρος των εταιριών που εφοδιάζονται από τα ελληνικά διυλιστήρια. Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι τα πρόσθετα έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι εισάγουσες εταιρίες λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της τιμής εμπορίας συνυπολογιζόμενα στο « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων ». Επιπλέον, η τιμή που εφαρμόζουν τα ελληνικά διυλιστήρια έναντι των εταιριών που εφοδιάζονται από αυτά λαμβάνει υπόψη το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται τα εν λόγω διυλιστήρια προκειμένου να διατηρούν, τα ίδια, αποθέματα ασφαλείας. Κατά συνέπεια, οι εταιρίες εμπορίας που προμηθεύονται από τα ελληνικά διυλιστήρια επιβαρύνονται, κατά την ίδια έκταση με τις εταιρίες που εισάγουν πετρελαιοειδή, με το κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων.

IV — Απαντήσεις στα ερωτήματα του Δικαστηρίου

Α — Το Δικαστήριο ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία να του αναφέρει πώς πραγματοποιούνται οι εισαγωγές αργού πετρελαίου που προορίζεται να διυλιστεί σε ιδιωτικά διυλιστήρια.

Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Φεβρουαρίου 1990 η ΕΑΑψική Δημοκρατία ανέφερε ότι τα ιδιωτικά διυλιστήρια είναι ελεύθερα να προμηθεύονται αργό πετρέλαιο από τον προμηθευτή της επιλογής τους. Οι εισαγωγές πραγματοποιούνται απευθείας από τα διυλιστήρια, χωρίς παρέμβαση κανενός οργανισμού του δημόσιου τομέα, ακολουθείται δε η ακόλουθη διαδικασία. Το διυλιστήριο απευθύνει στο Υπουργείο Ενέργειας μία δήλωση της προθέσεως του να πραγματοποιήσει την εισαγωγή ορισμένης ποσότητας αργού πετρελαίου, στην οποία αναφέρει και τη χώρα προελεύσεως. Με βάση τη δήλωση αυτή, το Υπουργείο Ενέργειας πληροφορεί αφενός την Τράπεζα της Ελλάδος και αφετέρου τα τελωνεία από τα οποία θα πραγματοποιηθεί η εισαγωγή. Η καταβολή του τιμήματος πραγματοποιείται μέσω των εμπορικών τραπεζών, που ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του εισαγωγέα και κατά τη συνήθη εμπορική πρακτική, και βάσει των προτιμολογίων που εκδίδει ο προμηθευτής. Μετά την πραγματοποίηση της εισαγωγής το Υπουργείο Ενέργειας απευθύνει στην Τράπεζα της Ελλάδος και στα τελωνεία ένα έγγραφο στο οποίο αναφέρεται η τιμή μονάδος των εισαχθεισών ποσοτήτων. Το έγγραφο αυτό συντάσσεται βάσει δηλώσεως που απευθύνει στο Υπουργείο Ενέργειας το διυλιστήριο που πραγματοποίησε την εισαγωγή και η οποία συνοδεύεται από το τιμολόγιο που εξέδωσε ο προμηθευτής του και από δελτίο των διεθνών τιμών αργού πετρελαίου.

Β — Το Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να αναφέρει αν, μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 57 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου της Ελληνικής Δημοκρατίας, εμμένει στην προσφυγή της, κατά το μέτρο που ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή διατηρεί σε ισχύ τα δικαιώματα του κράτους στην εμπορία των πετρελαιοειδών ( άρθρο 7, παράγραφος 2, και άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85 ).

Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Φεβρουαρίου 1990, η Επιτροπή ανέφερε ότι εμμένει στο σύνολο του αιτητικού της προσφυγής της. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η ενδεχόμενη κατάργηση από την 1η Ιανουαρίου 1990 των αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, δυνάμει της πράξεως υπ' αριθ. 57, είναι καθαρά τυπική και δεν αναμένεται ότι θα υπάρξει πράγματι ελευθερία στην αγορά των πετρελαιοειδών. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, παρά την έκδοση της πράξεως υπ' αριθ. 57, η ελληνική ρύθμιση εξακολουθεί να αντιβαίνει προς τα άρθρα 30, 34 και 37 της Συνθήκης ΕΟΚ, λόγω των υποχρεώσεων που επιβάλλει στις εταιρίες διανομής που προτίθενται να εμπορεύονται πετρελαιοειδή προϊόντα στην Ελλάδα, λόγω της διατηρήσεως σε ισχύ των διοικητικών διαδικασιών κατά την εισαγωγή και την εξαγωγή πετρελαιοειδών και λόγω των χαρακτηριστικών του συστήματος των ανωτάτων τιμών καταναλώσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ελληνική ρύθμιση αντιβαίνει επίσης προς τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή υποχρεώνει τις εταιρίες διανομής να διατηρούν αποθέματα ασφαλείας, αλλά παράλληλα τους επιτρέπει να μεταβιβάζουν αυτή την υποχρέωση στα ελληνικά διυλιστήρια, εφόσον τα αποθεματοποιούμενα προϊόντα παράγονται από τα διυλιστήρια αυτά και καλύπτονται από συμβάσεις προμήθειας διάρκειας δύο ετών.

Τ. F. O'Higgins

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

( 1 ) Απόφαση 68/416/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1968, περί συνάψεως και εκτελέσεως των ειδικών συμφωνιών των σχετικών με την υποχρέωση διατηρήσεως ενός ελαχίστου επιπέδου απο8εμάτων αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου εκ μέρους των κρατών μελών (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 37) οδηγία 68/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1968, περί υποχρεώσεως διατηρήσεως ενός ελαχίστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου και/ή προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 12/001, σ. 39)· οδηγία 73/238/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί μέτρων προορισμένων να αμβλύνουν τις επιπτώσεις των δυσχερειών εφοδιασμού με πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 53)· απόφαση 77/706/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Νοεμβρίου 1977, περί καθορισμού κοινοτικού στόχου μειώσεως της καταναλώσεως πρωτογενούς ενεργείας σε περίπτωση δυσχερειών εφοδιασμού σε αργό πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 126)· απόφαση 77/186/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί των εξαγωγών αργού πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου από ένα κράτος μέλος σε άλλο σε περίπτωση δυσχερειών εφοδιασμού (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 114)· απόφαση 78/890/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 1978, περί εφαρμογής της αποφάσεως 77/186/ΕΟΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 167).


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 13ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-347/88,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη αρχικά από τον Δ. Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και εν συνεχεία από τον Θ. Χριστόφορου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον G. Berardis, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Α. Καλογερόπουλο, δικηγόρο Αθηνών, ειδικό σύμβουλο του Υπουργείου Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας, επικουρούμενο από την Ε. Μαρίνου, μέλος της ειδικής νομικής υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ελλάδας, 117, Val Sainte-Croix,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, εκδίδοντας τον νόμο 1571/85 και τις διατάξεις προς εκτέλεση του νόμου αυτού, που προβλέπουν τη μερική διατήρηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας των πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, καθώς και ορισμένα μέτρα σχετικά με τη διαδικασία εισαγωγής, εξαγωγής και εμπορίας και ένα καθεστώς ανωτάτων τιμών στην κατανάλωση, τα οποία έχουν περιοριστικό αποτέλεσμα στις εισαγωγές και εξαγωγές των προϊόντων αυτών με προέλευση ή προορισμό άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30, 34 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Α. Schockweiler και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 4ης Απριλίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Νοεμβρίου 1988, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε προσφυγή, βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, εκδίδοντας τον νόμο 1571/85 και τις διατάξεις προς εκτέλεση του νόμου αυτού, που προβλέπουν τη μερική διατήρηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας των πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, καθώς και ορισμένα μέτρα σχετικά με τη διαδικασία εισαγωγής, εξαγωγής και εμπορίας και ένα καθεστώς ανωτάτων τιμών στην κατανάλωση, τα οποία έχουν περιοριστικό αποτέλεσμα στις εισαγωγές και εξαγωγές των προϊόντων αυτών με προέλευση ή προορισμό άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30, 34 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ.

2

Ο νόμος 1571/85, της 21ης Οκτωβρίου 1985, περί ρυθμίσεως θεμάτων πετρελαϊκής πολιτικής και εμπορίας πετρελαιοειδών [ Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (στο εξής: ΦΕΚ) της 14.11.1985, αριθ. 192, τεύχος Α)], ορίζει, στο άρθρο 7, παράγραφος 2, ότι οι εισαγωγές αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών γίνονται μόνον από το Δημόσιο σύμφωνα, ιδίως, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου και υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 4.

3

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, « το κράτος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα διύλισης και επομένως εισαγωγής αργού πετρελαίου ».

4

Το άρθρο 4 του νόμου αφορά τη διαρρύθμιση του κρατικού μονοπωλίου εμπορίας πετρελαιοειδών. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1985, οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών υποχρεούνταν να προμηθεύονται αποκλειστικά από το Δημόσιο. Βάσει του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, οι εταιρίες αυτές, από 1ης Ιανουαρίου 1986, έχουν το δικαίωμα να προμηθεύονται από προμηθευτή της επιλογής τους μέχρις ορισμένου ποσοστού των αναγκών της ελληνικής αγοράς. Από τότε, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε προοδευτικά για να φθάσει στο 100 ο/ο από 1ης Ιανουαρίου 1990. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του νόμου 1571/85 ορίζει, ωστόσο, ότι το διαρρυθμιζόμενο ποσοστό του κρατικού μονοπωλίου εμπορίας μπορεί να τροποποιηθεί « για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που μπορεί να προκληθούν στη δημόσια ασφάλεια και εθνική άμυνα από ενδεχόμενες διεθνείς ή εθνικές κρίσεις ».

5

Βάσει του άρθρου 9 του νόμου 1571/85 και της υπουργικής αποφάσεως 3662, της 17ης Φεβρουαρίου 1987 (ΦΕΚ της 16.3.1987, αριθ. 121, τεύχος Β), κάθε εταιρία εμπορίας υποχρεούται να υποβάλλει κατ' έτος στις ελληνικές αρχές πρόγραμμα, αποκαλούμενο «πρόγραμμα προμηθειών», στο οποίο εμφαίνονται οι πωλήσεις προϊόντων πετρελαίου που η εταιρία προβλέπει να πραγματοποιήσει το επόμενο έτος ανά γεωγραφικό διαμέρισμα και οι αντίστοιχες προμήθειες προϊόντων. Το άρθρο 9, παράγραφος 4, του νόμου ορίζει ότι οι εταιρίες εμπορίας οφείλουν να υποβάλλουν, προς τεκμηρίωση του προγράμματος τους, αντίγραφα συμβάσεων από τις οποίες να αποδεικνύεται ότι οι εταιρίες προμηθεύονται από τα ελληνικά διυλιστήρια του δημόσιου τομέα ορισμένο ποσοστό των αναγκών της εσωτερικής αγοράς που αντιστοιχεί στο μη διαρρυθμιζόμενο τμήμα του εθνικού μονοπωλίου εμπορίας και από τα ίδια αυτά διυλιστήρια ή από διυλιστήρια εγκατεστημένα σε κράτη μέλη το 70 ο/ο του ποσοστού που αντιστοιχεί στο διαρρυθμιζόμενο τμήμα του μονοπωλίου αυτού. Τα προγράμματα προμηθειών μπορούν να αναθεωρούνται κατά τη διάρκεια του έτους. Τόσο τα προγράμματα όσο και οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις υπόκεινται στην έγκριση των ελληνικών αρχών οι οποίες, όταν θεωρούν ότι το πρόγραμμα δεν είναι τεκμηριωμένο, μπορούν να απαιτήσουν την τροποποίηση του ή πρόσθετες εγγυήσεις που να εξασφαλίζουν την τήρηση του.

6

Εξάλλου, η ποσότητα πετρελαιοειδών που κάθε εταιρία εμπορίας δικαιούται να προμηθεύεται από τον προμηθευτή της επιλογής της καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της υπουργικής αποφάσεως 3663, της 17ης Φεβρουαρίου 1987 (ΦΕΚ της 16.3.1987, αριθ. 121, τεύχος Β). Η ποσότητα αυτή (αποκαλούμενη «ποσόστωση εμπορίας») εξαρτάται από διαφόρους παράγοντες, στους οποίους περιλαμβάνεται και το ποσοστό των αναγκών της ελληνικής αγοράς που αντιστοιχεί στο μη διαρρυθμιζόμενο τμήμα του εθνικού μονοπωλίου εμπορίας και η ποσότητα πετρελαιοειδών που πώλησε η ενδιαφερόμενη εταιρία κατά τη διάρκεια του λήξαντος έτους. Βάσει του άρθρου 4 της υπουργικής αποφάσεως, κάθε εταιρία μπορεί να μεταβιβάζει σε άλλη εταιρία μέρος ή το σύνολο των ποσοστώσεων της, αλλά η μεταβίβαση αυτή συνεπάγεται μείωση της ποσοστώσεως που χορηγείται το επόμενο έτος στη μεταβιβάζουσα εταιρία όταν οι άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της ποσοστώσεως παραμένουν αμετάβλητοι.

7

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως 3663, οι εταιρίες εμπορίας υποχρεούνται να υποβάλλουν στις ελληνικές αρχές, πριν από κάθε εισαγωγή πετρελαιοειδών και για κάθε φορτίο, δήλωση εμφαίνουσα, μεταξύ άλλων, τη χώρα προελεύσεως και την τιμή εισαγωγής.

8

Επίσης, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 5414, της 12ης Μαρτίου 1987 ( ΦΕΚ της 16.3.1987, αριθ. 115, τεύχος Β), που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 12 του νόμου 1571/85, οι εταιρίες εμπορίας υποχρεούνται να υποβάλλουν στις ελληνικές αρχές δήλωση πριν από κάθε εξαγωγή πετρελαιοειδών. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει βεβαίωση αναφέρουσα ότι η εξαγωγή δεν επηρεάζει την υποχρέωση της οικείας εταιρίας να καλύψει τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς σύμφωνα με το πρόγραμμα της προμηθειών.

9

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85 ορίζει ότι για την άσκηση εμπορίας πετρελαιοειδών απαιτείται η εκ των προτέρων λήψη ειδικής άδειας από τις ελληνικές αρχές. Η άδεια αυτή χορηγείται μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η υποχρέωση της επιχειρήσεως να έχει ιδιόκτητα βυτιοφόρα οχήματα, των οποίων ο ελάχιστος και μέγιστος αριθμός καθορίζεται με υπουργική απόφαση.

10

Το άρθρο 11 του προαναφερθέντος νόμου προβλέπει τον καθορισμό ανωτάτων τιμών πωλήσεως στους καταναλωτές για τα διυλιζόμενα στην Ελλάδα ή τα εισαγόμενα προϊόντα πετρελαίου. Οι τιμές αυτές καθορίζονται με αφετηρία μια τιμή βάσεως, στη διαμόρφωση της οποίας υπεισέρχονται διάφοροι παράγοντες. Δυνάμει του άρθρου αυτού, οι παράγοντες διαμορφώσεως της τιμής βάσεως καθορίζονται από τη Διοίκηση, πρέπει όμως να αναφέρονται σε διεθνή ή εθνικά οικονομικά στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη και τις τάσεις της αγοράς, όπως είναι οι τιμές fob Ιταλίας των τελικών προϊόντων πετρελαίου και τη σχέση μεταξύ του κόστους των τελικών προϊόντων πετρελαίου ελληνικών διυλιστηρίων και του μέσου κόστους παραγωγής των ιδίων προϊόντων διυλιστηρίων των άλλων κρατών μελών. Η τιμή βάσεως, προσδιοριζόμενη πρώτα σε δολλάρια ΗΠΑ και μετατρεπόμενη στη συνέχεια σε δραχμές, καθορίζεται κατ' αρχήν για περίοδο τριών μηνών. Στην κατ' αυτό τον τρόπο προσδιοριζόμενη τιμή βάσεως προστίθενται διάφορα στοιχεία, μεταξύ των οποίων το κόστος διατηρήσεως των αποθεμάτων, προκειμένου να προσδιοριστεί η τιμή διαθέσεως των προϊόντων στην αγορά. Η ανώτατη τιμή καταναλωτή προσδιορίζεται με επαύξηση της τιμής διαθέσεως κατά τις επιβαλλόμενες από το κράτος φορολογικές επιβαρύνσεις.

11

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται λεπτομερώς η εθνική νομοθεσία, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

12

Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η δυνατότητα που επιφύλαξε στον εαυτό της η Ελληνική Κυβέρνηση να αναδιαρρυθμίζει το κρατικό μονοπώλιο εμπορίας πετρελαιοειδών, που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του νόμου 1571/85, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 30 και 37 της Συνθήκης. Ωστόσο, με το υπόμνημα απαντήσεως η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν ζητεί την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας ως προς το σημείο αυτό. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτή η διάταξη του νόμου 1571/85 δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της προσφυγής.

Επί του παραδεκτού

α) Επί της εκ των προτέρων λήψεως αδείας για την άσκηση εμπορίας πετρελαιοειδών

13

Με το δικόγραφο της προσφυγής της η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85 αντιβαίνει προς το άρθρο 30 καθόσον εξαρτά την άσκηση εμπορίας πετρελαιοειδών στην Ελλάδα από προηγούμενη άδεια των ελληνικών αρχών.

14

Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η αιτίαση αυτή δεν περιλαμβάνεται ούτε στο έγγραφο οχλήσεως ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη και, κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη.

15

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το άρθρο 15 του νόμου 1571/85 μνημονεύεται στην αιτιολογημένη γνώμη, στο δε έγγραφο οχλήσεως γίνεται αναφορά στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να ασκούν εμπορία πετρελαιοειδών.

16

Σχετικώς, πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως την απόφαση της 10ης Ιουλίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 10, C-217/88, Συλλογή σ. Ι- 2879), η προσφυγή που ασκείται βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο στις αιτιάσεις και στους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται ήδη στην αιτιολογημένη γνώμη.

17

Πρέπει εν συνεχεία να παρατηρηθεί ότι, μολονότι με την αιτιολογημένη γνώμη η Επιτροπή επέκρινε μια από τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση αδείας για την άσκηση της εμπορίας πετρελαιοειδών, εντούτοις δεν ισχυρίστηκε ότι το να απαιτείται μια τέτοια άδεια είναι καθαυτό αντίθετο προς τις διατάξεις της Συνθήκης.

18

Κατά συνέπεια, η αιτίαση σχετικά με την υποχρέωση των επιχειρήσεων που επιθυμούν να ασκούν εμπορία πετρελαιοειδών στην Ελλάδα να λαμβάνουν προηγουμένως άδεια από τις ελληνικές αρχές πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

β) Επί ορισμένων αιτιάσεων πον αφορούν το καθεστώς ανωτάτων τιμών καταναλωτή

19

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το καθεστώς ανωτάτων τιμών καταναλωτή για τα πετρελαιοειδή αντίκειται στο άρθρο 30 της Συνθήκης διότι, μεταξύ άλλων, η λήψη υπόψη του παράγοντα « τάση της αγοράς » καθιστά τον προσδιορισμό των τιμών αβέβαιο, ο τρόπος υπολογισμού του « κόστους διατηρήσεως αποθεμάτων » παρακινεί τις εταιρίες εμπορίας να προμηθεύονται από τα ελληνικά διυλιστήρια και διότι εναπόκειται στην ελληνική διοίκηση να προσδιορίζει τους παράγοντες που υπεισέρχονται στη διαμόρφωση της τιμής βάσεως.

20

Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι οι τρεις αυτές αιτιάσεις δεν περιλαμβάνονται στην αιτιολογημένη γνώμη και, κατά συνέπεια, θεωρεί ότι είναι απαράδεκτες.

21

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι με την αιτιολογημένη γνώμη έβαλε γενικά κατά του συστήματος καθορισμού ανωτάτων τιμών καταναλωτή για τα εισαγόμενα πετρελαιοειδή και ότι, κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις αυτές συνιστούν απλώς και μόνον ανάπτυξη λόγου που προτάθηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

22

Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από το ότι παρέχεται στην Ελληνική Διοίκηση η εξουσία να ορίζει τους παράγοντες διαμορφώσεως της τιμής βάσεως, από το υπόμνημα απαντήσεως της Επιτροπής προκύπτει ότι η αιτίαση αυτή στην πραγματικότητα αφορά το περιεχόμενο της κανονιστικής ρυθμίσεως που θέσπισε η Ελληνική Διοίκηση και, ειδικότερα, τους παράγοντες « τάση της αγοράς » και « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων ». Επομένως, δεν πρόκειται για αιτίαση χωριστή από τις αιτιάσεις ως προς τους δύο αυτούς παράγοντες. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να κριθεί χωριστά η αιτίαση αυτή.

23

Επιβάλλεται εν συνεχεία να παρατηρηθεί ότι η αιτιολογημένη γνώμη δεν περιλαμβάνει καμιά αναφορά στους παράγοντες « τάση της αγοράς » και « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων ». Μολονότι η νομοθεσία που ίσχυε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία προέβλεπε ότι οι παράγοντες « τάση της αγοράς » και « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων » λαμβάνονταν υπόψη στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών, οι αιτιάσεις ως προς τους παράγοντες αυτούς διατυπώθηκαν από την Επιτροπή για πρώτη φορά στο υπόμνημα απαντήσεως.

24

Εξάλλου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι αιτιάσεις ως προς τους παράγοντες « τάση της αγοράς » και « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων » αποτελούν ανάπτυξη λόγου που προτάθηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, όπως επανειλημμένως έκρινε το Δικαστήριο (βλ. ιδίως την απόφαση της 28ης Απριλίου 1985, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 21, 274/83, Συλλογή 1985, σ. 1077 ), η αιτιολογημένη γνώμη πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που ώθησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο κράτος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν πρόθεση της Επιτροπής ήταν να βάλει γενικά κατά του καθεστώτος ανωτάτων τιμών καταναλωτή, εναπέκειτο σ' αυτή να αναφέρει, στην αιτιολογημένη γνώμη, τους ακριβείς λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι το καθεστώς αυτό ήταν αντίθετο προς τις διατάξεις της Συνθήκης.

25

Από τα προεκτεθέντα έπεται ότι οι αιτιάσεις ως προς τους παράγοντες « τάση της αγοράς » και « κόστος διατηρήσεως αποθεμάτων » πρέπει να κριθούν απαράδεκτες.

γ) Επί των αιτιάσεων που δεν διατυπώθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής

26

Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή αναφέρει ότι ζητεί την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας, μεταξύ άλλων, « για όλους τους λόγους που αναφέρονται στην προειδοποιητική επιστολή [ έγγραφο οχλήσεως ] και την αιτιολογημένη γνώμη ».

27

Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι οι αιτιάσεις οι οποίες δεν περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής, τουλάχιστον κατά το ουσιώδες περιεχόμενο τους, είναι απαράδεκτες.

28

Η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να γίνει δεκτή. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 19 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ και του άρθρου 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στην Επιτροπή, σε κάθε προσφυγή που ασκεί δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης, να αναφέρει τις ακριβείς αιτιάσεις επί των οποίων το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί, καθώς και -— τουλάχιστον κατά τρόπο συνοπτικό — τα νομικά και πραγματικά στοιχεία επί των οποίων βασίζονται οι αιτιάσεις αυτές.

29

Επιβάλλεται επιπλέον να υπογραμμιστεί ότι πριν από κάθε προσφυγή που ασκείται δυνάμει του άρθρου 169 προηγείται μια διοικητική διαδικασία η οποία μπορεί να οδηγήσει την Επιτροπή να παραιτηθεί, όπως εν προκειμένω, από ορισμένες αιτιάσεις που διατύπωσε στο έγγραφο οχλήσεως ή στην αιτιολογημένη γνώμη. Κατά συνέπεια, για τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου της προσφυγής είναι απαραίτητο να αναφέρονται στο δικόγραφο της προσφυγής οι αιτιάσεις επί των οποίων το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί.

30

Από τα παραπάνω έπεται ότι οι αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στο έγγραφο οχλήσεως και στην αιτιολογημένη γνώμη, αλλά δεν διατυπώνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να κριθούν απαράδεκτες.

Επί της ουσίας

α) Επί του δικαιώματος του Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή αργού πετρελαίου

31

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου 1571/85 παρέχει στο Δημόσιο το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής αργού πετρελαίου. Ισχυρίζεται ότι η διάταξη αυτή αντιβαίνει στα άρθρα 30 και 37, παράγραφος 1, διότι αποκλείει από άλλους επιχειρηματίες πλην του κράτους κάθε δυνατότητα εισαγωγής.

32

Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη διαρρυθμίζουν προοδευτικώς τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών.

33

Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 30, οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ., κυρίως, την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, Dassonville, σκέψη 5, 8/74, Rec. 1974, σ. 837 ), η διάταξη αυτή αφορά κάθε εμπορική κανονιστική ρύθμιση των κρατών μελών ικανή να παρεμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

34

Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος νόμου, οι εισαγωγές αργού πετρελαίου γίνονται αποκλειστικά από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου. Το άρθρο αυτό ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι « το κράτος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα διύλισης και επομένως εισαγωγής αργού πετρελαίου ». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το κράτος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής αργού πετρελαίου προς διύλιση.

35

Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη παρέχουσα στο κράτος αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής, το μονοπώλιο διυλίσεως που έχει το κράτος του επιτρέπει να ελέγχει τόσο τον όγκο των εισαγωγών αργού πετρελαίου προς διύλιση όσο και τους όρους υπό τους οποίους γίνονται οι εισαγωγές. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι οι εισαγωγές αυτές γίνονται αποκλειστικά από το κράτος ή υπό τον έλεγχο του, είναι συμφυές με την ύπαρξη του κρατικού μονοπωλίου διυλίσεως. Κατά συνέπεια, οι νομοθετικές διατάξεις που παρέχουν στο κράτος το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής αργού πετρελαίου προς διύλιση επιβεβαιώνουν απλώς και μόνον την ύπαρξη ενός προνομίου συνυφασμένου με το εθνικό μονοπώλιο διυλίσεως.

36

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η νομιμότητα, από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, του αποκλειστικού δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις εισαγωγές αργού πετρελαίου μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον αν αμφισβητηθεί και η νομιμότητα του κρατικού μονοπωλίου διυλίσεως από πλευράς κοινοτικού δικαίου. Η Επιτροπή, όμως, ανέφερε ρητά ότι δεν βάλλει κατά του κρατικού μονοπωλίου διυλίσεως.

37

Από τα παραπάνω έπεται ότι οι αιτιάσεις σχετικά με το δικαίωμα του κράτους ως προς τις εισαγωγές αργού πετρελαίου πρέπει να απορριφθούν.

β) Επί των οικαιωμάνων νου κράνους σχετικά με τψ εισαγωγή και εμπορία πενρεΑαιοειοών

38

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ακόμη ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85 αντιβαίνουν προς τα άρθρα 30 και 37, παράγραφος 1, διότι παρέχουν στο κράτος το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής και εμπορίας τελικών προϊόντων πετρελαίου και στερούν από τις εταιρίες εμπορίας τη δυνατότητα να εφοδιάζονται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη για ποσότητα προϊόντων αντιστοιχούσα στο μη διαρρυθμιζόμενο ποσοστό του κρατικού μονοπωλίου εμπορίας.

39

Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, κατά πρώτον, ότι τα άρθρα 7, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 1, του νόμου 1571/85 δεν παρέχουν μονοπώλιο στο Δημόσιο υπό την έννοια του άρθρου 37, παράγραφος 1, διότι τα δικαιώματα του Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή και την εμπορία τελικών προϊόντων πετρελαίου αφορούσαν, κατά τον χρόνο υποβολής του υπομνήματος αντικρούσεως, ποσότητα προϊόντων περιοριζόμενη στο 25 o/ο των αναγκών της εσωτερικής αγοράς.

40

Σχετικώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι αντικείμενο της προσφυγής που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 169 είναι να αναγνωριστεί ότι το οικείο κράτος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη και ότι δεν έθεσε τέρμα στην παράβαση αυτή εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής. Από αυτό προκύπτει ότι, για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων του Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή και την εμπορία πετρελαιοειδών πρέπει να προσδιοριστεί σύμφωνα με την υφιστάμενη κατάσταση κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία για να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη.

41

Δυνάμει των άρθρων 7, παράγραφος 2, και 4, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 1571/85, καθώς και των μέτρων εκτελέσεως των διατάξεων αυτών, το Ελληνικό Δημόσιο είχε τότε το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής και εμπορίας ποσότητας πετρελαιοειδών αντιστοιχούσας στο 65 o/ο των αναγκών της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια, κατά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας για να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, το Ελληνικό Δημόσιο είχε την εξουσία να επηρεάζει αισθητά τις εισαγωγές πετρελαιοειδών προελεύσεως άλλων κρατών μελών, αυτό δε δυνάμει τόσο του δικαιώματος του εισαγωγής όσο και του δικαιώματος του εμπορίας πετρελαιοειδών. Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής, τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή και την εμπορία πετρελαιοειδών πρέπει να θεωρηθούν ότι συνιστούν κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 37.

42

Εξάλλου, όπως έκρινε το Δικαστήριο, ιδίως με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 11 (78/82, Συλλογή 1983, σ. 1955), τόσο από το κείμενο του άρθρου 37 όσο και από τη θέση του στο σύστημα της Συνθήκης προκύπτει ότι το άρθρο αυτό αποβλέπει στην εξασφάλιση της τηρήσεως του θεμελιώδη κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο σύνολο της κοινής αγοράς, ιδίως με την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και στην κατ' αυτό τον τρόπο διατήρηση κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών, στην περίπτωση που, σε κάποιο από τα κράτη αυτά, ένα συγκεκριμένο προϊόν υπόκειται σε κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα.

43

Σχετικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 4, του νόμου 1571/85, οι εταιρίες εμπορίας υποχρεούνται να προμηθεύονται από τα ελληνικά διυλιστήρια του δημόσιου τομέα ορισμένο ποσοστό των αναγκών της εσωτερικής αγοράς που αντιστοιχεί στο μη διαρρυθμιζόμενο τμήμα του μονοπωλίου εμπορίας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι, διατηρώντας σε ισχύ τα δικαιώματα του Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή και την εμπορία πετρελαιοειδών, η Ελληνική Δημοκρατία αποβλέπει, όπως αναγνώρισε και η ίδια, στην εξασφάλιση αγοράς για την παραγωγή των ελληνικών διυλιστηρίων του δημόσιου τομέα.

44

Από τα παραπάνω έπεται ότι η διατήρηση σε ισχύ των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή και την εμπορία πετρελαιοειδών συνεπάγεται διάκριση — έναντι των εξαγωγέων οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη — εμπίπτουσα στο άρθρο 37, παράγραφος 1.

45

Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι η διατήρηση σε ισχύ των δικαιωμάτων αυτών δεν αντίκειται προς το άρθρο 30, διότι τα προϊόντα που εμπορεύεται το Δημόσιο μπορεί να είναι εισαγόμενα προϊόντα ή προϊόντα τα οποία προκύπτουν από τη μεταποίηση πρώτων υλών ή ημικατεργασμένων εισαγόμενων προϊόντων.

46

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω ( σκέψη 43 ), η διατήρηση σε ισχύ των εν λόγω δικαιωμάτων αποβλέπει στο να εξασφαλίζει αγορά για την παραγωγή των ελληνικών διυλιστηρίων του δημόσιου τομέα. Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο μέτρο συνιστά εμπόδιο στις εισαγωγές πετρελαιοειδών προελεύσεως άλλων κρατών μελών, αυτό δε ανεξάρτητα από το ζήτημα αν η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούν τα ελληνικά διυλιστήρια του δημόσιου τομέα εισάγεται ή όχι.

47

Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, τρίτον, ότι η διατήρηση σε ισχύ των δικαιωμάτων αυτών δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ασφάλειας. Η ιδιάζουσα γεωπολιτική θέση της Ελλάδας καθιστά απαραίτητη τη θέσπιση μέτρων που να διασφαλίζουν τον κανονικό εφοδιασμό της χώρας σε αργό πετρέλαιο και σε προϊόντα πετρελαίου. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη διατήρηση σε λειτουργία των διυλιστηρίων του δημόσιου τομέα. Προς τούτο, είναι αναγκαίο να επιβληθεί στις εταιρίες εμπορίας η υποχρέωση να εφοδιάζονται εν μέρει από τα διυλιστήρια αυτά μέχρις ότου καταστεί δυνατό να διαθέτουν την παραγωγή τους σε ανταγωνιστικές τιμές.

48

Είναι αληθές ότι με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, Campus Oil Limited, σκέψη 51 (72/83, Συλλογή 1984, σ. 2727) το Δικαστήριο έκρινε ότι κράτος μέλος, του οποίου ο εφοδιασμός σε προϊόντα πετρελαίου εξαρτάται εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου από εισαγωγές, μπορεί να στηριχθεί σε λόγους δημόσιας ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης για να επιβάλει στους εισαγωγείς την υποχρέωση να καλύπτουν ορισμένο ποσοστό των αναγκών τους με αγορές από διυλιστήριο που βρίσκεται στο έδαφος του και σε τιμές καθοριζόμενες από τον αρμόδιο υπουργό βάσει των δαπανών στις οποίες το κράτος υποβάλλεται σε σχέση με την εκμετάλλευση του εν λόγω διυλιστηρίου, εφόσον η παραγωγή του διυλιστηρίου δεν μπορεί να διατεθεί ελευθέρως σε ανταγωνιστικές τιμές στην οικεία αγορά.

49

Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι, στην περίπτωση κατά την οποία τα δικαιώματα του Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή και την εμπορία πετρελαιοειδών δεν θα διατηρούνταν σε ισχύ, τα διυλιστήρια του δημόσιου τομέα δεν θα μπορούσαν να διαθέσουν την παραγωγή τους στην αγορά σε ανταγωνιστικές τιμές και έτσι να εξασφαλίσουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που επικαλείται σχετικώς η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να απορριφθεί.

50

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ τα δικαιώματα του Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή και την εμπορία πετρελαιοειδών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30 και 37, παράγραφος 1.

γ) Επί του συστήματος ποσοστώσεων εμπορίας και των ετήσιων προγραμμάτων εφοδιασμού

51

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η επιβαλλόμενη με το άρθρο 9 του νόμου 1571/85 υποχρέωση στις εταιρίες εμπορίας να υποβάλλουν ετήσια προγράμματα εφοδιασμού σε πετρελαιοειδή και το σύστημα ποσοστώσεων εμπορίας που εφαρμόζεται στις εταιρίες αυτές, όπως προβλέπεται στην υπουργική απόφαση 3663, αντίκεινται προς το άρθρο 30, διότι περιορίζουν την εμπορία των εισαγόμενων προϊόντων και στερούν από τις εταιρίες εμπορίας τη δυνατότητα να εκμεταλλευθούν το μερίδιο της αγοράς που θα μπορούσαν να κατακτήσουν υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού.

52

Η Ελληνική Δημοκρατία αντιτάσσει, πρώτον, ότι η υποχρέωση υποβολής ετήσιων προγραμμάτων προμηθειών και το σύστημα ποσοστώσεων εμπορίας δεν έχουν καμιά επίπτωση επί των εισαγωγών ή επί του ελεύθερου ανταγωνισμού διότι τα προγράμματα προμηθειών συνιστούν αντικειμενική καταγραφή των αναγκών κάθε εταιρίας και ότι τόσο τα προγράμματα αυτά όσο και οι ποσοστώσεις εμπορίας δεν έχουν άκαμπτο χαρακτήρα.

53

Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι τα προγράμματα, όπως και οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις που επιφέρονται σ' αυτά, υπόκεινται στην έγκριση των ελληνικών αρχών σημαίνει ότι οι εταιρίες εμπορίας δεν μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα τον όγκο και τις προϋποθέσεις ασκήσεως της δραστηριότητας τους, ούτε να προσαρμόζονται ελεύθερα στις διακυμάνσεις της αγοράς. Κατά συνέπεια, το εν λόγω καθεστώς εγκρίσεως συνιστά μέτρο ικανό να παρεμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, κατά το άρθρο 30.

54

Όσον αφορά τις ποσοστώσεις εμπορίας, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το σύστημα που θεσπίζεται με την υπουργική απόφαση 3663 μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ ακόμη και μετά την κατάργηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου σχετικά με την εμπορία πετρελαιοειδών. Εξάλλου, το σύστημα αυτό συνίσταται στον καθορισμό — σε συνάρτηση με διαφόρους παράγοντες — της ποσότητας πετρελαιοειδών που οι εταιρίες εμπορίας μπορούν να αγοράσουν από τον προμηθευτή της επιλογής τους κατά το επόμενο έτος. Κατά συνέπεια, στερεί από τις εταιρίες εμπορίας τη δυνατότητα να καθορίζουν ελεύθερα την ποσότητα προϊόντων που αγοράζουν από τους κοινοτικούς εξαγωγείς. Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι ποσοστώσεις εμπορίας μπορούν να μεταβιβάζονται είναι αλυσιτελές, καθόσον η δυνατότητα μιας εταιρίας να εισαγάγει ποσότητα πετρελαιοειδών μεγαλύτερη από την ποσόστωση της εξαρτάται από τη βούληση άλλης εταιρίας να της εκχωρήσει τμήμα της δικής της ποσοστώσεως. Ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από το ποσοστό εμπορίας που ρυθμίζεται από το κρατικό μονοπώλιο εμπορίας, το σύστημα ποσοστώσεων εμπορίας συνιστά μέτρο ικανό να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, κατά το άρθρο 30.

55

Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι η υποχρέωση υποβολής ετήσιων προγραμμάτων προμηθειών και το σύστημα ποσοστώσεων εμπορίας είναι απαραίτητα για την άσκηση του δικαιώματος του Δημοσίου ως προς την εμπορία των πετρελαιοειδών.

56

Αρκεί σχετικώς να παρατηρηθεί ότι η διατήρηση σε ισχύ των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου σχετικά με την εμπορία των πετρελαιοειδών συνιστά μέτρο απαγορευόμενο από τα άρθρα 30 και 37, παράγραφος 1. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ότι τα επίδικα μέτρα εκφεύγουν από την απαγόρευση του άρθρου 30.

57

Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, τρίτον, ότι η υποβολή των προγραμμάτων προμηθειών είναι απαραίτητη ώστε οι ελληνικές αρχές να είναι σε θέση να καθορίζουν την ακολουθητέα πετρελαϊκή πολιτική και έτσι να εξασφαλίζουν ανά πάσα στιγμή την κάλυψη των αναγκών της χώρας σε πετρελαιοειδή.

58

Επ' αυτού, θα πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, Campus Oil Limited, σκέψη 35, o σκοπός διασφαλίσεως, ανά πάσα στιγμή, ενός κατώτατου ορίου εφοδιασμού σε προϊόντα πετρελαίου μπορεί να αποτελεί στόχο που εμπίπτει στην έννοια της δημόσιας ασφάλειας, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ. Πάντως, μέτρα λαμβανόμενα βάσει του άρθρου 36 δεν μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένα παρά μόνον αν είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου που αναφέρει το άρθρο αυτό και αν ο εν λόγω στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα λιγότερο περιοριστικά των ενδοκοινοτικών συναλλαγών ( βλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1990, Nespoli, σκέψη 15, C-196/89, Συλλογή 1990, σ. I-3647).

59

Είναι ακριβές ότι η υποβολή προγραμμάτων προμηθειών συμβάλλει στο να διασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή ο εφοδιασμός της χώρας σε πετρελαιοειδή. Οι πληροφορίες που περιέχουν τα προγράμματα αυτά, σχετικά με τις προβλέψεις πωλήσεων των εταιριών εμπορίας ανά γεωγραφικό διαμέρισμα, καθώς και με τις πηγές εφοδιασμού τους, παρέχουν πράγματι στις ελληνικές αρχές τη δυνατότητα να διαπιστώνουν κατά πόσον το κατώτατο όριο των αναγκών της χώρας σε πετρελαιοειδή μπορεί να καλύπτεται από τη δραστηριότητα των εταιριών εμπορίας σε περίπτωση κρίσεως και να καθορίζει την ακολουθητέα πολιτική στον τομέα αγοράς και διυλίσεως αργού πετρελαίου προκειμένου να εξασφαλίζει ανά πάσα στιγμή ένα κατώτατο όριο εφοδιασμού σε πετρελαιοειδή.

60

Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προς απόδειξη ότι η εξουσία που παρέχεται στις αρχές να εγκρίνουν τα προγράμματα προμηθειών και τις τροποποιήσεις που επιφέρονται σ' αυτά, και, επομένως, να παρεμβαίνουν στις προϋποθέσεις ασκήσεως της δραστηριότητας των εταιριών εμπορίας — με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση των ενδοκοινοτικών συναλλαγών — είναι απαραίτητη για να διασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή ένα κατώτατο όριο εφοδιασμού της χώρας σε πετρελαιοειδή. Σχετικώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι στην Ελλάδα υπάρχουν δύο διυλιστήρια τα οποία ανήκουν στον δημόσιο τομέα, η δε παραγωγική τους ικανότητα υπερβαίνει τα κατώτατα όρια των αναγκών της χώρας σε περίοδο κρίσεως. Κατά συνέπεια, ο εφοδιασμός της χώρας σε πετρελαιοειδή μπορεί να διασφαλιστεί αν επιβληθεί στις εταιρίες εμπορίας η υποχρέωση να ανακοινώνουν εγκαίρως στις ελληνικές αρχές τα προγράμματα προμηθειών και τις σημαντικές τροποποιήσεις που τυχόν επιφέρονται σ' αυτά κατά τον χρόνο της εκτελέσεως τους.

61

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η παρεμπόδιση των ενδοκοινοτικών συναλλαγών η οποία απορρέει από την εξουσία που παρέχεται στις ελληνικές αρχές να εγκρίνουν τα προγράμματα προμηθειών και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις των προγραμμάτων αυτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 36.

62

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Ελληνική Δημοκρατία, εκδίδοντας την υπουργική απόφαση 3662, η οποία προβλέπει ότι τα ετήσια προγράμματα προμηθειών των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών και οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις των προγραμμάτων αυτών υπόκεινται στην έγκριση των ελληνικών αρχών, καθώς και την υπουργική απόφαση 3663, με την οποία καθιερώνεται σύστημα ποσοστώσεων εμπορίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30.

δ) Επί των διαοικααιών εισαγωγής και εξαγωγής

63

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως 3663 αντίκειται προς το άρθρο 30 καθόσον θεσπίζει σύστημα προηγουμένης αδείας για τις εισαγωγές πετρελαιοειδών. Υποστηρίζει επίσης ότι το άρθρο 12 του νόμου 1571/85 και η υπουργική απόφαση 5414 αντίκεινται προς τα άρθρα 34 και 37, παράγραφος 1, καθόσον καθιερώνουν σύστημα αδείας για τις εξαγωγές πετρελαιοειδών. Προσθέτει ότι, ακόμη και αν οι προαναφερθείσες εθνικές διατάξεις επέβαλλαν μόνον την υποχρέωση δηλώσεως, θα ήταν αντίθετες προς τα άρθρα 30, 34 και 37 κατά το μέτρο που θα αποσκοπούσαν στο να εξασφαλίσουν την τήρηση των ποσοστώσεων εμπορίας.

64

Η Ελληνική Δημοκρατία εμμένει στο ότι οι εν λόγω εθνικές διατάξεις επιβάλλουν στους εισαγωγείς και στους εξαγωγείς μια απλή υποχρέωση δηλώσεως των πράξεων εισαγωγής και εξαγωγής χωρίς επίπτωση επί της ασκήσεως του αντιστοίχου δικαιώματος εισαγωγής ή εξαγωγής. Θεωρεί ότι η πληροφόρηση αυτή είναι αναγκαία για την παρακολούθηση της εφαρμογής των ετήσιων προγραμμάτων προμηθειών. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω διατάξεις δεν αντίκεινται προς τα άρθρα 30, 34 και 37.

65

Θα πρέπει κατ' αρχάς να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις επιβάλλουν την υποχρέωση δηλώσεως των εισαγωγών και εξαγωγών.

66

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ωστόσο ότι, ακόμη και υπό τις περιστάσεις αυτές, οι επίμαχες διατάξεις αντίκεινται προς τα άρθρα 30, 34 και 37 διότι αποσκοπούν στην παρακολούθηση του συστήματος ποσοστώσεων και, συνεπώς, στη διατήρηση του συστήματος αυτού.

67

Όμως, από την εξέταση του φακέλου δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να συναχθεί ότι υπάρχει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ, αφενός, του συστήματος υποχρεωτικών δηλώσεων που προβλέπονται στις προαναφερθείσες υπουργικές αποφάσεις και, αφετέρου, της διατηρήσεως του συστήματος ποσοστώσεων.

68

Κατά συνέπεια, η αιτίαση η σχετική με το άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως 3663, καθώς και με την υπουργική απόφαση 5414, που καθιερώνουν διαδικασίες δηλώσεως των εισαγωγών και εξαγωγών, πρέπει να απορριφθεί.

ε) Επί της υποχρεώσεως των εταιριών να διαθέτουν ικανότητα μεταφοράς

69

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στις εταιρίες εμπορίας, με το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο δ, του νόμου 1571/85, να διαθέτουν ορισμένο αριθμό βυτιοφόρων οχημάτων, προκειμένου να τους δοθεί η άδεια να ασκούν εμπορία πετρελαιοειδών, είναι ικανή να περιορίσει τις εισαγωγές πετρελαιοειδών και, κατά συνέπεια, αντίκειται προς το άρθρο 30.

70

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα νομικό ή πραγματικό στοιχείο προς απόδειξη του ότι η εν λόγω υποχρέωση, η οποία συνιστά εμπορική κανονιστική ρύθμιση αδιακρίτως εφαρμοζόμενη στα εγχώρια και στα εισαγόμενα προϊόντα, είναι ικανή να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

71

Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να κριθεί ως αβάσιμη.

στ) Επί του καθεστώτος ανωτάτων τιμών καταναλωτή

72

'Οπως αναφέρθηκε ήδη ( πιο πάνω, σκέψεις 19 έως 25 ), ορισμένες αιτιάσεις που διατυπώθηκαν κατά του καθεστώτος ανωτάτων τιμών καταναλωτή πρέπει να κριθούν απαράδεκτες. Πέραν των αιτιάσεων αυτών, η Επιτροπή ισχυρίζεται ακόμη ότι το καθεστώς ανωτάτων τιμών καταναλωτή δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τα σχετικά με τα εισαγόμενα προϊόντα έξοδα, όπως είναι τα έξοδα μεταφοράς, και ότι αποδίδει δυσανάλογη σημασία στα εθνικά κριτήρια. Κατά συνέπεια, το καθεστώς αυτό αντίκειται προς το άρθρο 30.

73

Σχετικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ελληνική κανονιστική ρύθμιση περί του καθεστώτος ανωτάτων τιμών καταναλωτή για τα πετρελαιοειδή προβλέπει ότι, στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών, λαμβάνονται υπόψη πολλοί παράγοντες αναφερόμενοι τόσο στα εισαγόμενα όσο και στα εγχώρια προϊόντα.

74

Εξάλλου, όπως παρατήρησε η Ελληνική Δημοκρατία, οι αιτιάσεις της Επιτροπής διατυπώνονται αόριστα και γενικά. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα για να τις στηρίξει.

75

Υπ' αυτές τις συνθήκες, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν.

Επί των δικαστικών εξόδων

76

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα εν όλω ή εν μέρει σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε εν μέρει, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Η Ελληνική Δημοκρατία, εκδίδοντας τον νόμο 1571/85 και τις διατάξεις προς εκτέλεση του νόμου αυτού, που προβλέπουν τη διατήρηση (c)ε ισχύ των δικαιωμάτων του Δημοσίου σχετικά με την εισαγωγή και την εμπορία πετρελαιοειδών, εξαρτούν τα ετήσια προγράμματα προμηθειών των εταιριών εμπορίας και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις των προγραμμάτων αυτών από την έγκριση των ελληνικών αρχών και θεσπίζουν καθεστώς ποσοστώσεων εμπορίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30, 34 και 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ.

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

 

3)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Due

Mancini

O'Higgins

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Κακούρης

Joliét

Schockweiler

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 1990.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.