ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΟ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-342/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλούσιο και πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης

Ο Spits, ολλανδός υπήκοος, γεννήθηκε την 1η Αυγούστου 1914. Απέδειξε ότι, σύμφωνα με τη βελγική ρύθμιση, απασχολήθηκε στο Βέλγιο ως μισθωτός εργαζόμενος από το 1932 έως το 1938. Εξάλλου, μπορεί να επικαλεστεί περιόδους ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στις Κάτω Χώρες μεταξύ 1ης Αυγούστου 1929 και 31ης Ιουλίου 1979. Έχοντας, συνακόλουθα, υπαχθεί στη νομοθεσία δύο κρατών μελών, ο Spits, είχε δικαίωμα συντάξεως, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας [κωδικοποιημένη απόδοση του οποίου επισυνάπτεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, ΕΕ L 230 του 1983, σ. 6 ]. Οι παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω άρθρου ορίζουν τα ακόλουθα:

« 1.

Ο αρμόδιος φορέας καθενός από τα κράτη μέλη στη νομοθεσία των οποίων έχει υπαχθεί ο μισθωτός ή μη μισθωτός και της οποίας πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη γένεση του δικαιώματος παροχών, χωρίς να χρειάζεται να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 45 ή/και του άρθρου 40, παράγραφος 3, προσδιορίζει κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζεται απ' αυτόν το ποσό της παροχής που αντιστοιχεί στη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πρέπει να ληφθούν υπόψη δυνάμει της νομοθεσίας αυτής.

Ο φορέας αυτός προβαίνει, επίσης, στον υπολογισμό του ποσού της παροχής που θα εχορηγείτο, κατ' εφαρμογήν των κανόνων της παραγράφου 2, περιπτώσεις α) και β). Μόνο το μεγαλύτερο από τα δύο αυτά ποσά λαμβάνεται υπόψη.

2.

Ο αρμόδιος φορέας καθενός από τα κράτη μέλη, στη νομοθεσία των οποίων έχει υπαχθεί ο μισθωτός ή μη μισθωτός, εφαρμόζει τους ακόλουθους κανόνες, εφόσον οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη γένεση του δικαιώματος επί των παροχών δεν πληρούνται παρά μόνο αν ληφθεί υπόψη το άρθρο 45 ή/και το άρθρο 40, παράγραφος 3:

α)

Ο φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής, την οποία θα ηδύνατο να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί ο μισθωτός ή μισθωτός είχαν πραγματοποιηθεί στο σχετικό κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον εν λόγω φορέα κατά την ημερομηνία εκκαθαρίσεως της παροχής. Αν, κατά τη νομοθεσία αυτή, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο της διάρκειας των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν, το ποσό αυτό λαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στην παρούσα περίπτωση ·

β)

O φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της παροχής βάσει του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, κατ' αναλογία προς τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν προ της επελεύσεως του κινδύνου, υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει, εν σχέσει προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν προ της επελεύσεως του κινδύνου υπό τις νομοθεσίες όλων των σχετικών κρατών μελών·

γ)

Αν η συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν προ της επελεύσεως του κινδύνου, υπό τις νομοθεσίες όλων των σχετικών κρατών μελών, είναι μεγαλύτερη από τη μέγιστη διάρκεια που απαιτεί η νομοθεσία ενός από αυτά τα κράτη μέλη για τη λήψη πλήρους παροχής, ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού λαμβάνει υπόψη τη μέγιστη αυτή διάρκεια αντί της συνολικής διάρκειας των εν λόγω περιόδων για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου· αυτή η μέθοδος υπολογισμού δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να επιβληθεί στον εν λόγω φορέα το βάρος παροχής ποσού ανώτερο από εκείνο της πλήρους παροχής που προβλέπεται από την υπ' αυτού εφαρμοζόμενη νομοθεσία·

δ)

... »

Όταν ο Spits υπέβαλε στον αρμόδιο ολλανδικό φορέα αίτηση για τη χορήγηση συντάξεως, ο φορέας αυτός ενημέρωσε το βελγικό γραφείο συντάξεων (εφεξής: ΒΓΣ), σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 574/72, περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (κωδικοποιημένη απόδοση του οποίου επισυνάπτεται στον κανονισμό 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, EE L 230, σ. 6).

Το ΒΓΣ προέβη στον υπολογισμό της καταβλητέας στον Spits συντάξεως. Προς το σκοπό αυτόν εφάρμοσε τη συναφή εθνική διάταξη, ήτοι το άρθρο 10 του βασιλικού διατάγματος 50, της 24ης Οκτωβρίου 1967, σχετικά με τη σύνταξη γήρατος και σύνταξη επιζώντος των μισθωτών εργαζομένων ( Moniteur belge [ Επίσημη Εφημερίδα του Βελγίου ] της 27.10.1967) (εφεξής: ΒΔ 50). Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, το δικαίωμα για τη λήψη συντάξεως γήρατος κτάται ανά ημερολογιακό έτος απασχολήσεως, βάσει ενός κλάσματος των αποδοχών (πραγματικών, πλασματικών ή κατ' αποκοπήν του έτους, λαμβάνοντας υπόψη το 75 ή το 60 % των αποδοχών αυτών ανάλογα με την περίπτωση ). Το αντιστοιχούν σε κάθε ημερολογιακό έτος κλάσμα έχει ως αριθμητή το 1 και παρονομαστή τον αριθμό των ημερολογιακών ετών που περιλαμβάνει η περίοδος από 1ης Ιανουαρίου του έτους συμπληρώσεως του εικοστού έτους της ηλικίας του ενδιαφερομένου, και το ενωρίτερον από 1ης Ιανουαρίου 1926, μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της πρώτης ημέρας του μήνα που ακολουθεί το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, ανάλογα με το αν πρόκειται για άνδρα ή γυναίκα' ο παρονομαστής, πάντως, δεν μπορεί να είναι ανώτερος του 45 για τον άνδρα ή του 40 για τη γυναίκα.

Όταν ο αριθμός των ημερολογιακών ετών απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί υπερβαίνει το 45, λαμβάνονται υπόψη τα έτη που θεμελιώνουν δικαίωμα για τη λήψη της πλέον ευνοϊκής συντάξεως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από διοικητική πρακτική, τα ημερολογιακά έτη απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν πριν από το εικοστό έτος της ηλικίας του ενδιαφερομένου λαμβάνονται υπόψη, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί πλήρη σταδιοδρομία.

Για να υπολογίσει την οφειλόμενη δυνάμει του άρθρου 10 του ΒΔ 50 παροχή, το ΒΓΣ έλαβε υπόψη τόσο τις περιόδους που διανύθηκαν στο Βέλγιο όσο και εκείνες που διανύθηκαν στην αλλοδαπή. Το σύνολο των ετών στο Βέλγιο ( 1932 έως 1938 ) και των ετών στις Κάτω Χώρες (Αύγουστος 1929 έως Ιούλιος 1979) υπερέβαινε προφανώς τον παρονομαστή του κλάσματος ( στην προκειμένη περίπτωση 45 ), με αποτέλεσμα το ΒΓΣ να μη λάβει υπόψη τα δύο ημερολογιακά έτη απασχολήσεως, ήτοι το 1932 και 1933, που συμπλήρωσε ο Spits πριν από το εικοστό έτος της ηλικίας του, επειδή δεν ετίθετο ζήτημα συμπληρώσεως μη πλήρους σταδιοδρομίας. Με βάση τον υπολογισμό αυτό χορηγήθηκε στον Spits βελγική σύνταξη 5/45, για τα έτη 1934 έως 1938.

Ο Spits προσέβαλε την απόφαση, ισχυριζόμενος ότι πουθενά στο ΒΔ 50 δεν γίνεται μνεία του ότι, προκειμένου να καθορισθεί το περιεχόμενο της εννοίας « πλήρης σταδιοδρομία », πρέπει να προστίθενται τα έτη απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν στο Βέλγιο στα έτη που συμπληρώθηκαν στην αλλοδαπή. Πρωτοδίκως το επιχείρημα αυτό έγινε δεκτό: το δικαστήριο έκρινε ότι τα έτη 1932 και 1933 έπρεπε να ληφθούν υπόψη και αναγνωρίστηκε στον Spits σύνταξη γήρατος αντιστοιχούσα σε 7/45. Το ΒΓΣ άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Arbeidshof te Gent. To δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« Μπορεί ή όχι ο ενδιαφερόμενος που βρίσκεται στην ανωτέρω περιγραφείσα κατάσταση να αξιώσει και την αναγνώριση των δύο ετών 1932 και 1933 ως προς τα οποία οι διάδικοι δεν κατέστη δυνατό να συμφωνήσουν, έτη για τα οποία φαίνεται ότι καταβλήθηκαν πράγματι επαρκείς εισφορές στο Βέλγιο και τα οποία προηγούνται της συμπληρώσεως του εικοστού έτους της ηλικίας του ενδιαφερομένου, ο οποίος αποδεικνύει ότι συμπλήρωσε στις Κάτω Χώρες, λόγω της απασχολήσεως του στο κράτος αυτό, χρόνο επαγγελματικής σταδιοδρομίας που θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως AOW ( Algemene Ouderdomswet), αντιστοιχούν σε περίοδο πλήρους ασφαλίσεως 50 ετών; »

2. Η ενώπιον τον Δικαστηρίου διαόικασία

Η παραπεμπτική απόφαση πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Νοεμβρίου 1988.

Κατά το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 10 Φεβρουαρίου 1989 το βελγικό γραφείο συντάξεων, εφεσείον στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενο από τον R. Masyn, διοικητικό υπάλληλο γενικών καθηκόντων, και στις 17 Φεβρουαρίου 1989 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους B.-J. Drijber και Sean van Raepenbusch, μέλη της νομικής της υπηρεσίας.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων, ανέθεσε δε την υπόθεση στο πρώτο τμήμα.

II — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Με τις παρατηρήσεις του, το ΒΓΣ διευκρινίζει ότι η σύνταξη που χορηγήθηκε στον Spits υπολογίστηκε με βάση το άρθρο 46, παράγραφος 2, περίπτωση β ), του κανονισμού. Με άλλους λόγους, το κλάσμα των 5/45 αφορά σύνταξη κατ' αναλογικό επιμερισμό κατά την έννοια της παραγράφου αυτής και όχι αυτοτελή σύνταξη κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 1.

Εξάλλου, το ΒΓΣ θεωρεί ότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου άπτεται της μεθόδου υπολογισμού της θεωρητικής συντάξεως και της κατ' αναλογικό επιμερισμό συντάξεως, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 2.

Το ΒΓΣ διευκρινίζει ότι, προκειμένου να υπολογιστεί το θεωρητικό ποσό κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 2, περίπτωση α ), συνυπολογίζονται τα αποδεδειγμένα επτά έτη ( 1932 έως 1938) εργασίας στο Βέλγιο και το χρονικό διάστημα των 49 ετών, 11 μηνών και 30ημερών που συμπλήρωσε ο ενδιαφερόμενος υπό το ολλανδικό καθεστώς από την 1η Αυγούστου 1929 μέχρι τις 31 Ιουλίου 1979. Πάντως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 2, περίπτωση γ ), το ΒΓΣ έλαβε υπόψη του μόνο τη μεγίστη διάρκεια από την οποία η βελγική νομοθεσία εξαρτά την πλήρη παροχή. Το χρονικό αυτό διάστημα, όπως προκύπτει από το άρθρο 10 του ΒΔ 50, είναι 45 έτη, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση του Spits κάλυπτε τα έτη 1934 έως 1978. Στη συνέχεια, το ΒΓΣ προέβη στον υπολογισμό της κατ' αναλογικό επιμερισμό συντάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, περίπτωση β). Ελήφθησαν υπόψη μόνο τα έτη εργασίας υπό το βελγικό καθεστώς κατά το χρονικό διάστημα από το 1934 έως το 1978, γεγονός που απέδωσε ως αποτέλεσμα το κλάσμα των 5/45, με βάση τα έτη 1934 έως 1938. Κατά το ΒΓΣ, εξυπακούεται ότι, για τον υπολογισμό της κατ' αναλογικό επιμερισμό συντάξεως, δεν μπορεί να λαμβάνονται υπόψη τα έτη τα οποία αποκλείστηκαν από τον υπολογισμό της θεωρητικής συντάξεως.

Το ΒΓΣ υποστηρίζει ότι ο τρόπος υπολογισμού του συνάδει απολύτως προς το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού. Ο συνυπολογισμός των ετών απασχολήσεως που συμπλήρωσε ο ενδιαφερόμενος πριν από το εικοστό ή μετά το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του είναι εφικτό σε δύο μόνο περιπτώσεις: πρώτον, όταν ο συνυπολογισμός των συμπληρωθεισών περιόδων ασφαλίσεως υπό τη νομοθεσία διαφόρων κρατών μελών δεν συνεπάγεται πλήρη σταδιοδρομία και, δεύτερον, στην περίπτωση πλήρους σταδιοδρομίας για την αντικατάσταση των ολιγότερο ευνοϊκών ετών.

Κατόπιν αυτού, το ΒΓΣ προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

« Όταν ο δικαιούχος συντάξεως αποδεικνύει ότι συμπλήρωσε σταδιοδρομία σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπό την έννοια ότι καλύπτει με δικαιολογητικά όλα τα έτη της συνήθους περιόδου αναφοράς, ήτοι, όσον αφορά το Βέλγιο, το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο συμπλήρωσε το εικοστό έτος της ηλικίας του και 31ης Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του, τα έτη πριν από το εικοστό έτος και μετά το εξηκοστό πέμπτο δεν λαμβάνονται υπόψη παρά μόνον εφόσον θεμελιώνουν δικαίωμα για τη λήψη συντάξεως περισσότερο ευνοϊκής από εκείνη με βάση ορισμένα έτη που τοποθετούνται εντός της εν λόγω αναφοράς. »

Κατά την Επινροπή, το ερώτημα του Arbeidshof άπτεται του υπολογισμού, ο οποίος έλαβε χώρα σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 46, παράγραφος 1, του κανονισμού. Μολονότι δεν αποκλίνει από την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 2, στην οποία στηρίζεται το ΒΓΣ, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα έτη 1932 και 1933 θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς του κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, υπολογισμού της συντάξεως.

Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει το επιβαλλόμενο με το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού όριο όσον αφορά τις καταβλητέες παροχές, κατ' εφαρμογήν των παραγράφων 1 και 2 του αυτού άρθρου και διαπιστώνει ότι το ίδιο αυτό όριο κρίθηκε εν μέρει ως ασυμβίβαστο προς το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ από το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1975 στην υπόθεση Petroni (24/75, Rec. 1975, σ. 1149). Σύμφωνα με την « αρχή Petroni », η οποία έκτοτε παγιώθηκε με σταθερή νομολογία, το σύστημα καθορισμού ανώτατου ορίου με το άρθρο 46, παράγραφος 3, είναι ανεπίτρεπτο στο μέτρο που επιβάλλει μείωση της παροχής η οποία κτάται κατ' αποκλειστικήν εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της ρήτρας απαγορεύσεως της σωρεύσεως παροχών. Κατά την άποψη της Επιτροπής, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το ΒΓΣ όφειλε να προβεί σε συμπληρωματικη σύγκριση μεταξύ, αφενός, του ύψους της οφειλομένης παροχής, κατ' αποκλειστικών εφαρμογή της βελγικής νομοθεσίας (λαμβάνοντας υπόψη τις ρήτρες απαγορεύσεως της σωρεύσεως παροχών ) και, αφετέρου, του ύψους της οφειλομένης κατ' εφαρμογήν ολοκλήρου του άρθρου 46 του κανονισμού παροχής.

Το τελευταίο αυτό ποσό καθορίζεται ως εξής. Πρώτον, πρέπει να υπολογίζεται η παροχή που δικαιούται ο ενδιαφερόμενος, λαμβανομένων υπόψη των περιόδων που συμπλήρωσε μόνο υπό το βελγικό καθεστώς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού, οποιαδήποτε εθνική διάταξη απαγορεύουσα τη σώρευση παροχών ( « αυτοτελής παροχή » ). Κατά την Επιτροπή, ο Spits δικαιούται αυτοτελή παροχή ίση προς 7/45, συνυπολογιζομένων των ετών 1932 έως 1938, σύμφωνα με τη βελγική διοικητική πρακτική, η οποία επιτρέπει το συνυπολογισμό των προγενεστέρων του εικοστού έτους της ηλικίας του ενδιαφερομένου περιόδων. Δεύτερον, υπολογίζεται το θεωρητικό ύψος και η κατ' αναλογικό επιμερισμό παροχή, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, γεγονός που οδηγεί στο κλάσμα των 5/45· στο σημείο αυτό, η Επιτροπή τάσσεται με την άποψη του ΒΓΣ, όσον αφορά την ενδεδειγμένη εφαρμογή του άρθρου 46, παράγραφος 2, περίπτωση γ ). Επειδή το ύψος της αυτοτελούς παροχής αποδεικνύεται υψηλότερο, κρατείται προσωρινά. Στη συνέχεια, πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 46, παράγραφος 3, το οποίο προβλέπει μείωση του καταβαλλομένου ποσού, όταν το σύνολο των αυτοτελών και κατ' αναλογικό επιμερισμό παροχών υπερβαίνει το υψηλότερο θεωρητικό ποσό. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στην υπό κρίση περίπτωση το θεωρητικό ποσό, το οποίο υπολογίστηκε με βάση τη βελγική νομοθεσία, είναι προφανώς υψηλότερο. Σε περίπτωση κατά την οποία οι βελγικές και ολλανδικές παροχές, αμφότερες αυτοτελείς, υπερβαίνουν το εν λόγω θεωρητικό ποσό, καθεμία από τις παροχές αυτές μειώνεται μέχρι το ήμισυ της διαφοράς. Τέλος, λαμβάνει χώρα η συμπληρωματική σύγκριση που καθιερώθηκε με τη νομολογία Petroni.

Συνεπώς, ύστερα από ενδελεχή εξέταση της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων στην περίπτωση του Spits, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

« Η εφαρμογή του άρθρου 46 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 δεν αποτελεί εμπόδιο στον συνυπολογισμό εκ μέρους του αρμόδιου φορέα, κατά το άλφα ή βήτα στάδιο υπολογισμού της προβλεπομένης από το εν λόγω άρθρο παροχής γήρατος, συμπληρωματικών περιόδων, αναγνωριζομένων από τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας για να εκτιμήσει το ύψος της εν λόγω παροχής. »

Gordon Slynn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Ιουνίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-342/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeidshof te Gent ( Βέλγιο ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Rijksdienst voor Pensioenen

και

E. Spits,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας [ κωδικοποιημένη απόδοση του εν λόγω κανονισμού αποτελεί ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, ΕΕ L 230 του 1983, σ. 6 ],

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, R. Joliét και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

ο Rijksdienst voor pensioenen, εκπροσωπούμενος από τον R. Masyn, διοικητικό υπάλληλο γενικών καθηκόντων,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους B.-J. Drijber και Sean van Raepenbusch, μέλη της νομικής της υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 12ης Δεκεμβρίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Νοεμβρίου 1988, το Arbeidshof te Gent, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας t κωδικοποιημένη απόδοση του εν λόγω κανονισμού αποτελεί ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 2001/83 του Συμβουλίου, ΕΕ L 230 του 1983, σ. 6 ].

2

Το ερώτημα ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ε. Spits, ολλανδού υπηκόου, και του Rijksdienst voor pensioenen, βελγικού οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως (εφεξής: Rijksdienst) με αντικείμενο τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος του πρώτου.

3

Ο Ε. Spits, γεννηθείς τον Αύγουστο του 1914, εργάστηκε στο Βέλγιο από το 1932 μέχρι το 1938, στη συνέχεια δε στις Κάτω Χώρες μέχρι και τη συνταξιοδότηση του το 1979. Σύμφωνα με την ολλανδική νομοθεσία, ο Spits μπορούσε να επικαλεστεί συνταξιοδοτικά δικαιώματα αντιστοιχούντα σε πενήντα έτη περιόδων ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στις Κάτω Χώρες από τον Αύγουστο του 1929 μέχρι τον Ιούλιο του 1979, δεδομένου ότι τα έτη μεταξύ 1929 και 1938 αναγνωρίζονται, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, ως « τεκμαιρόμενες » περίοδοι ασφαλίσεως.

4

Όταν ο Spits υπέβαλε στον αρμόδιο ολλανδικό οργανισμό αίτηση συνταξιοδοτήσεως, ο εν λόγω οργανισμός ενημέρωσε τον Rijksdienst, αντίστοιχο βελγικό οργανισμό, που προέβη και στον υπολογισμό της καταβλητέας συντάξεως. Προς τον σκοπό αυτό, ο Rijksdienst εφάρμοσε το άρθρο 10 του βασιλικού διατάγματος 50, της 24ης Οκτωβρίου 1967, σχετικά με τη σύνταξη γήρατος και σύνταξη επιζώντος των μισθωτών εργαζομένων ( Moniteur belge [ Επίσημη Εφημερίδα του Βελγίου ] της 27ης Οκτωβρίου 1967 ).

5

Δυνάμει της παραγράφου 1 της εν λόγω διατάξεως, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κτάται κατά το 1/45 των ετήσιων αποδοχών ( πραγματικών, πλασματικών ή κατ' απο-κοπήν ) ανά ημερολογιακό έτος για παρασχεθείσες υπηρεσίες μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου του έτους συμπληρώσεως του εικοστού έτους της ηλικίας του ενδιαφερομένου και της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της συμπληρώσεως του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του. Πάντως, όπως προκύπτει από διοικητική πρακτική, προκειμένου να βελτιωθούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του ενδιαφερομένου, όταν αυτός δεν μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη πλήρους σταδιοδρομίας, δηλαδή σαράντα πέντε έτη εργασίας, λαμβάνονται υπόψη τα έτη που αντιστοιχούν σε παρασχεθείσα εργασία για τον πριν από τη συμπλήρωση του εικοστού έτους της ηλικίας του χρόνο.

6

Κατά τον υπολογισμό των οφειλομένων δυνάμει του άρθρου 10 του βασιλικού διατάγματος 50 παροχών, ο Rijksdienst δεν έλαβε υπόψη την περίοδο μεταξύ των ετών 1934 και 1938, ενώ απέκλεισε το δύο έτη κατά τα οποία ο ενδιαφερόμενος είχε εργαστεί πριν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας του, και συγκεκριμένα τα έτη 1932 και 1933, με το αιτιολογικό ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα έτη ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στις Κάτω Χώρες, ο Spits συγκέντρωνε πενήντα έτη εργασίας. Συνεπώς, ο Spits έλαβε τα 5/45 βάσει των αποδοχών που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τα έτη 1934 έως 1938 συμπεριλαμβανομένου.

7

Ο Spits προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι καμία διάταξη του βασιλικού διατάγματος 50 δεν προέβλεπε ότι, προκειμένου να υπολογιστεί η σταδιοδρομία που διάνυσε ο ενδιαφερόμενος, έπρεπε στα έτη εργασίας που συμπλήρωσε στο Βέλγιο να προστεθούν και εκείνα που συμπλήρωσε στην αλλοδαπή. Επομένως, ο Spits έκρινε ότι δικαιούται συντάξεως 7/45, αν συνυπολογίζονταν οι αποδοχές του των ετών 1932 έως 1938 συμπεριλαμβανομένου.

8

Το αίτημα του Spits αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως, εφόσον το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα έτη 1932 και 1933. Ο Rijksdienst άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Arbeidshof te Gent, το οποίο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα

« μπορεί ή όχι ο ενδιαφερόμενος που βρίσκεται στην ανωτέρω περιγραφείσα κατάσταση να αξιώσει και την αναγνώριση των δύο ετών 1932 και 1933 ως προς τα οποία οι διάδικοι δεν κατέστη δυνατό να συμφωνήσουν, έτη για τα οποία φαίνεται ότι καταβλήθηκαν πράγματι επαρκείς εισφορές στο Βέλγιο και τα οποία προηγούνται της συμπληρώσεως του εικοστού έτους της ηλικίας του ενδιαφερομένου, ο οποίος αποδεικνύει ότι συμπλήρωσε στις Κάτω Χώρες, λόγω της απασχολήσεως του στο κράτος αυτό, χρόνο επαγγελματικής σταδιοδρομίας που θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως AOW (Algemene Ouderdomswet), αντιστοιχούν σε περίοδο πλήρους ασφαλίσεως πενήντα ετών»;

9

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

10

Παρόλον ότι το Arbeidshof δεν μνημονεύει στο προδικαστικό ερώτημα του καμιά διάταξη κοινοτικού δικαίου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, στην πραγματικότητα πρόκειται για την ερμηνεία του άρθρου 46 του κανονισμού 1408/71 και ειδικότερα της παραγράφου 1 της εν λόγω διατάξεως. Εξάλλου, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, τόσο ο Rijksdienst όσο και η Επιτροπή συμφώνησαν ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 1, οδηγεί τελικά στον υπολογισμό της συντάξεως με βάση τα 7/45 και όχι τα 5/45 των συγκεκριμένων αποδοχών.

11

Το άρθρο 46 αφορά την εκκαθάριση των παροχών γήρατος ή θανάτου του εργαζομένου, ο οποίος υπαγόταν στη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Στην παράγραφο 1 διευκρινίζεται η εφαρμοστέα μέθοδος υπολογισμού, όταν το εθνικό σύστημα επιτρέπει την αναγνώριση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, χωρίς να παρίσταται ανάγκη αναγωγής σε άλλες περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας. Η παροχή αυτή, αποκαλούμενη « αυτοτελής παροχή », αποτελεί στη συνέχεια το αντικείμενο συγκρίσεως με την καταβλητέα, δυνάμει του συστήματος συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού, παροχή συστήματος που καθιέρωσε η παράγραφος 2 του άρθρου 46, βάσει της οποίας ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να λάβει το υψηλότερο από τα δύο ποσά, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 46, παράγραφος 3.

12

Το άρθρο 46, παράγραφος 1, προβλέπει ότι ο αρμόδιος οργανισμός προβαίνει στον υπολογισμό της οφειλομένης παροχής με βάση αποκλειστικά την εθνική νομοθεσία και με γνώμονα τις περιόδους που συμπληρώθηκαν αποκλειστικά και μόνο υπό τη νομοθεσία αυτή. Υπολογίζοντας το ύψος της εν λόγω αυτοτελούς παροχής, ο αρμόδιος οργανισμός οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, να μην εφαρμόζει οποιαδήποτε εθνική διάταξη απαγορεύουσα τη σώρευση.

13

Πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω ότι, κατά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ημεδαπών και διακινουμένων εργαζομένων, οι τελευταίοι πρέπει να απολαμβάνουν, όπως ακριβώς και οι ημεδαποί, τα πλεονεκτήματα κάθε διοικητικής πρακτικής η οποία επιτρέπει παρέκκλιση από την αυστηρή εφαρμογή της εθνικής ρυθμίσεως, όπως αυτή της κύριας δίκης, και η οποία νομιμοποιεί τον συνυπολογισμό των ετών εργασίας που διάνυσε ο ενδιαφερόμενος στο εν λόγω κράτος μέλος πριν από τη συμπλήρωση του εικοστού έτους της ηλικίας του.

14

Από τα προηγηθέντα προκύπτει ότι η προσήκουσα απάντηση στο υποβληθέν από το Arbeidshof te Gent ερώτημα είναι ότι, κατά τον καθορισμό του ποσού της αυτοτελούς παροχής του άρθρου 46, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ο αρμόδιος οργανισμός κράτους μέλους οφείλει, αφενός, να μη λαμβάνει υπόψη καμία περίοδο ασφαλίσεως συμπληρωθείσα σε άλλο κράτος μέλος και, αφετέρου, να λαμβάνει υπόψη κάθε διοικητική πρακτική που καθιστά δυνατή την παρέκκλιση από την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

15

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα ),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Arbeidshof te Gent, με Διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 1988, αποφαίνεται:

 

Κατά τον καθορισμό του ποσού της αυτοτελούς παροχής του άρθρου 46, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ο αρμόδιος οργανισμός κράτους μέλους οφείλει, αφενός, να μη λαμβάνει υπόψη καμία περίοδο ασφαλίσεως συμπληρωθείσα σε άλλο κράτος μέλος και, αφετέρου, να λαμβάνει υπόψη κάθε διοικητική πρακτική που καθιστά δυνατή την παρέκκλιση από την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας.

 

Slynn

Joliét

Rodríguez Iglesias

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Ιουνίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

Gordon Slynn


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.