ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση C-220/88 ( *1 )
Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία
1. |
Οι εταιρίες γαλλικού δικαίου Sceper και Tracoba, στα δικαιώματα των οποίων έχουν υποκατασταθεί αντιστοίχως οι εταιρίες Dumez Bâtiment ( 1 ) και Oth Infrastructure, υπέγραψαν στις 24 Δεκεμβρίου 1971 σύμβαση με το γερμανό εργολάβο Hoffmann, εταίρο της εταιρίας γερμανικού δικαίου Immosecur, για την ανέγερση κτιρίων σε οικόπεδο που έχει στην κυριότητα της η τελευταία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. |
2. |
Για να διευκολυνθεί η εκτέλεση αυτής της συμβάσεως, οι εταιρίες Sceper και Tracoba συνήψαν, στις 3 Φεβρουαρίου 1972, σύμβαση συμπράξεως και, στη συνέχεια, μεταβίβασαν τα εκ της αγοράς απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους σε δύο θυγατρικές γερμανικού δικαίου, τις εταιρίες Sceper Bau GmbH και Tracoba IB GmbH, που συνέπηξαν μία « Arbeitsgemeinschaft ». |
3. |
Η χρηματοδότηση της επιχείρησης επρόκειτο να εξασφαλισθεί με ενυπόθηκα δάνεια, που θα χορηγούσαν στον εργολάβο Hoffmann γερμανικές τράπεζες και ιδίως η Süddeutsche Bodenkreditbank και η Hessische Landesbank, καθώς και με διαρκή πίστωση από την τράπεζα Gebrüder Röchling Bank ( 2 ). |
4. |
Κατά τη διάρκεια της ανεγέρσεως, επανεξετάσθηκε το σχέδιο χρηματοδότησης, ανεστάλησαν οι πιστώσεις και διακόπηκαν οι εργασίες. |
5. |
Οι εταιρίες Dumez Bâtiment και Tracoba, θεωρώντας ότι υπέστησαν χρηματική ζημία, την ευθύνη για την οποία απέδωσαν στα πιστωτικά ιδρύματα, ενήγαγαν τις γερμανικές τράπεζες ενώπιον του tribunal de commerce του Παρισιού ζητώντας αποζημίωση λόγω ευθύνης εξ οιονεί αδικοπραξίας. |
6. |
Με απόφαση της 14ης Μαΐου 1985, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την ένσταση αναρμοδιότητας που προέβαλαν οι γερμανικές τράπεζες, με την αιτιολογία ότι η αρχική ζημία επήλθε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ότι οι ενάγουσες μητρικές εταιρίες υπέστησαν μόνον εμμέσως οικονομική βλάβη. |
7. |
Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1985, το cour d'appel του Παρισιού απέρριψε την ανακοπή που άσκησαν οι εταιρίες Dumez Bâtiment και Tracoba και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι οι χρηματικές ζημίες, τις συνέπειες των οποίων δηλώνουν ότι υπέστησαν οι μητρικές εταιρίες, εκδηλώθηκαν πρωτίστως στις θυγατρικές. Οι αποτιμητές επιπτώσεις των ζημιών που δηλώνουν ότι υπέστησαν οι μητρικές εταιρίες στην έδρα τους στη Γαλλία δεν μπορούν να μεταθέσουν τον τόπο της ζημίας στην έδρα των εταιριών αυτών και μάλιστα στους διάφορους τόπους όπου ενδεχομένως βρίσκεται αυτή περιστασιακά. |
8. |
Οι εταιρίες Dumez Bâtiment και Oth Infrastructure άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής. Προς στήριξη της αναιρέσεως τους, υποστήριξαν ότι, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, G. J. Bier BV κατά Mines de potasse d'Alsace, 21/76, Rec. 1976, σ. 1735 — στο εξής: απόφαση Mines de potasse d'Alsace ), η έκφραση « του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός » του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: η Σύμβαση) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει συγχρόνως τον τόπο όπου επήλθε η ζημία και τον τόπο του γεγονότος που την προκάλεσε, έτσι ώστε ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί, κατ' εκλογή του ενάγοντος, ενώπιον των δικαστηρίων είτε του ενός είτε του άλλου τόπου. Όταν υφίσταται έμμεση βλάβη, ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός είναι, για τον εμμέσως ζημιωθέντα, ο τόπος προσβολής των συμφερόντων του. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για γαλλικές εταιρίες, επομένως η έμμεση οικονομική βλάβη που υπέστησαν επήλθε στην έδρα τους στη Γαλλία. |
9. |
Το παραπέμπον δικαστήριο διερωτήθηκε εάν το δικαίωμα επιλογής του ενάγοντος, το οποίο αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση Mines de potasse d'Alsace, ισχύει και όταν πρόκειται για έμμεση ζημία. |
10. |
Εκτιμώντας ότι από τη διαφορά ανακύπτει ένα ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το γαλλικό cour de cassation, με απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 περί της ερμηνείας της Συμβάσεως από το Δικαστήριο, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του εξής ερωτήματος: « Ισχύει ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, δυνάμει του οποίου ο ενάγων έχει κατ' εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, δυνατότητα επιλογής μεταξύ του δικαστηρίου του τόπου του γεγονότος που προκάλεσε τη ζημία και του τόπου όπου επήλθε η ζημία, και στις περιπτώσεις όπου η προβαλλόμενη ζημία είναι απλώς συνέπεια της βλάβης την οποία υπέστησαν τα άμεσα θύματα της ζημίας που εκδηλώθηκε σε διαφορετικό τόπο, οπότε, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο εμμέσως ζημιωθείς μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο της κατοικίας του; » |
11. |
Η απόφαση του cour de cassation πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Αυγούστου 1988. |
12. |
Σύμφωνα προς το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 26 Οκτωβρίου 1988 οι εταιρίες Dumez Bâtiment και Tracoba, ενά-γουσες-αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τον Jean-Denys Barbey, δικηγόρο Παρισιού, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Giorgio Cherubini, ιταλό δημόσιο υπάλληλο αποσπασμένο στην Επιτροπή βάσει του συστήματος ανταλλαγών με τους υπαλλήλους των εθνικών δημοσίων διοικήσεων, στις 28 Οκτωβρίου 1988 η εταιρία Salvatorplatz-Grundstücksgesellschaft mbH & Co. oHG Saarland, εναγόμενη-αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Richard Neuer, δικηγόρο Παρισιού, στις 31 Οκτωβρίου 1988 η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση των νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενη από τον Claude Chavance, επιτετραμένο της κεντρικής διοικήσεως στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών και η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Dr Christof Böhmer, σύμβουλο του ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης, στις 3 Νοεμβρίου 1988 η εταιρία Hessische Landesbank, εναγό-μενη-αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Michel Wolfer, δικηγόρο Παρισιού, και στις 15 Νοεμβρίου 1988 η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την J. Α. Gensmantel του Treasury Solicitor's Department, Queen Anne's Chamber, επικουρούμενη από τον C. L. Carpenter του Lord Chancellor's Department. |
13. |
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. |
14. |
Κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, το Δικαστήριο με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1989 ανέθεσε την υπόθεση στο έκτο τμήμα. |
II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου
1. |
Οι εταιρίες Dumez και Tracoba (στο εξής: Dumez κ.ά.) παρατηρούν ότι το Δικαστήριο ( βλέπε απόφαση Mines de potasse d'Alsace ), εξετάζοντας τη σημασία της εκφράσεως « τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός » του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως στις περιπτώσεις στις οποίες ο τόπος όπου επέρχεται το γεγονός που μπορεί να επισύρει ευθύνη εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, δεν συμπίπτει με τον τόπο όπου το γεγονός αυτό προκάλεσε ζημία, δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ αμέσως και εμμέσως ζημιωθέντος. Από αυτό προκύπτει ότι, όταν ο ζημιωθείς επικαλείται προσωπική ζημία που προκλήθηκε άμεσα στην περιουσία του, κατά τόπο αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου όπου η περιουσία του υπέστη τη ζημία. Συναφώς, ο Droz, σχολιάζοντας την προαναφερθείσα απόφαση, υπογράμμισε ότι, στις περιπτώσεις έμμεσης βλάβης, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι εμμέσως ζημιωθέντες μπορούν να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως όχι μόνο στον τόπο κατοικίας του υπαιτίου της ζημίας ή στον τόπο του ατυχήματος, αλλά επίσης και στη δική τους κατοικία όπου υπέστησαν προσωπικά τη βλάβη. Οι Dumez κ.ά. υποστηρίζουν ακόμη ότι το Δικαστήριο ουδόλως παρέβλεψε το γεγονός ότι η ερμηνεία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε πολλαπλές κατά τόπο αρμοδιότητες, καθώς και ότι δεν αφορά μόνο τις περιπτώσεις εμμέσου βλάβης, αλλά και τους αμέσως ζημιωθέντες, ιδίως στις περιπτώσεις βλάβης του περιβάλλοντος. Τέλος, αντίθετα από ό,τι αφήνει να εννοηθεί το τέλος του ερωτήματος που υποβάλλει το παραπέμπον δικαστήριο, η προτεινόμενη από τις ενάγουσες της κύριας δίκης ερμηνεία δεν έχει ως απαραίτητη συνέπεια ότι ο εμμέσως ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει την αγωγή, σε κάθε περίπτωση, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του, δεδομένου ότι ο τόπος αυτός δεν συμπίπτει πάντοτε με τον τόπο όπου επήλθε η ζημία. Οι Dumez κ.ά. συμπεραίνουν ότι, στο προδικαστικό ερώτημα αρμόζει καταφατική απάντηση. Επομένως προτείνουν στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι: « Ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που προκύπτει από το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, που ορίζει τον τόπο όπου επήλθε η ζημία, πρέπει να εφαρμοσθεί ( και όχι “ επεκταθεί”) στην προσωπική βλάβη που υφίσταται ο εμμέσως ζημιωθείς. » |
2. |
Ναι μεν στη νομολογία του το Δικαστήριο (απόφαση Mines de potasse d'Alsace) έχει δεχθεί τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ των δικαστηρίων του τόπου επελεύσεως της ζημίας και εκείνων του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος, έχει όμως κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (μόλυνση πέραν των συνόρων), ότι αυτά τα κριτήρια καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι ίσης σπουδαιότητας και αποτελούν, και τα δύο, σοβαρό συνδετικό στοιχείο από απόψεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Εντούτοις, σύμφωνα με τον καθηγητή Stoll, η νομολογία αυτή πρέπει να ερμηνευθεί στενά και δεν μπορεί να μεταφερθεί σε καταστάσεις που δεν έχουν τα ίδια προαναφερθέντα χαρακτηριστικά. Από αυτό προκύπτει ότι η έκφραση «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός » αφορά αποκλειστικά τον τόπο της πρώτης άμεσης ζημίας, αποκλειομένου του τόπου όπου επήλθαν άλλες έμμεσες συνέπειες της πράξεως, τούτο δε μάλιστα για το λόγο ότι ο αριθμός και η έκταση αυτών των συνεπειών, καθώς και ο τόπος στον οποίο επέρχονται, είναι σε μεγάλο βαθμό τυχαίοι και δεν έχουν καθόλου σχέση αιτίας και αποτελέσματος προς την ίδια την πράξη. Στη συνέχεια ο καθηγητής Stoli αναφέρει ότι η θεωρία και η νομολογία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στη Γαλλία στον τομέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου προβαίνουν σε σαφή διάκριση μεταξύ του τόπου της άμεσης ζημίας και του τόπου των έμμεσων συνεπειών της, η δε αρμοδιότητα των δικαστηρίων του τόπου όπου εκδηλώθηκαν οι τελευταίες κατά κανόνα αποκλείεται, προτιμάται δε εκείνη του τόπου όπου επήλθε η άμεση ζημία. Αυτή είναι επίσης η λύση που δίδεται τώρα σύμφωνα με το εσωτερικό γαλλικό δίκαιο. Εξάλλου, στη γνωμοδότηση γίνεται αναφορά σε πολλές δικαστικές αποφάσεις άλλων κρατών μελών (Ιταλία, Κάτω Χώρες ), που δέχονται την ίδια λύση. Κατά τον καθηγητή Stoll, πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της θέσεως αυτής συνάγεται από τη γαλλική και τη γερμανική νομολογία αναφορικά με αδικοπραξίες, οι οποίες περιλαμβάνουν παραβίαση συμφερόντων και δικαιωμάτων που δεν συνδέονται τοπικά μεταξύ τους ( για παράδειγμα, η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας ή των δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και οι πράξεις αθεμίτου ανταγωνισμού ). Στις περιπτώσεις αυτές, τα δικαστήρια αναζητούν τον τόπο με τον οποίο η αδικοπραξία συνδέεται κατά κύριο λόγο ( για παράδειγμα, ο τόπος της δημοσιεύσεως ή της κυκλοφορίας ενός εγγράφου που προσβάλλει την τιμή, ο τόπος όπου έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους τα συμφέροντα των ανταγωνιστών, ή ακόμη ο τόπος παρασκευής εντός αντικειμένου το οποίο παραβιάζει ένα δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας). Αντίθετα, καμία σημασία δεν δίδεται, καταρχήν, στον τόπο όπου η ζημιογόνος πράξη δημιουργεί και άλλες συνέπειες, η δε αρμοδιότητα των δικαστηρίων της κατοικίας ή της έδρας του ενδιαφερομένου επίσης αποκλείεται, δεδομένου ότι στον τόπο αυτόν εμφανίζονται κατ' ανάγκη ορισμένες συνέπειες της ζημίας. Η ίδια συλλογιστική πρέπει να ακολουθηθεί για την εκκρεμούσα ενώπιον του παραπέ-μποντος δικαστηρίου διαφορά. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, τόσο η προβαλλόμενη από τις εναγόμενες της κύριας δίκης κατάχρηση δικαιώματος, όσο και η πρώτη ζημία που προξένησε η κατάχρηση αυτή στις θυγατρικές των γαλλικών εταιριών, πραγματοποιήθηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Από αυτό προκύπτει ότι τα δικαστήρια της χώρας αυτής έχουν διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς, ανεξάρτητα από το αν επήλθαν άλλες συνέπειες της ζημίας στη Γαλλία. Ο καθηγητής Stoli καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εξ αντανακλάσεως συνέπειες του ζημιογόνου γεγονότος στους εμμέσως ζημιωθέντες δεν θα έπρεπε να οδηγήσουν σε πολλαπλασιασμό και κατάτμηση της διεθνούς δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου. Εν πάση περιπτώσει, αυτό ισχύει όταν υπάρχει απλή μετακίνηση της ζημίας, όταν η βλάβη του θύματος της αδικοπραξίας το οποίο ζημιώθηκε αρχικά συμπίπτει κατά ένα μέρος με την έμμεση ζημία του τρίτου, ή ακόμη ταυτίζεται προς αυτή πλήρως, όπως συμβαίνει με τις σχέσεις μεταξύ των γαλλικών εταιριών κατασκευών και των γερμανικών θυγατρικών τους. |
3. |
Καταρχάς παρατηρεί ότι, αν και το ερώτημα του παραπέμποντος δικαστηρίου αφορά μόνον την έμμεση ζημία ( δηλαδή τη βλάβη που υφίσταται ένα άτομο και η οποία είναι απλώς η αντανάκλαση εκείνης την οποία υπέστη ένα άλλο άτομο ), η περίπτωση αυτή δεν πρέπει να διαχωρισθεί από εκείνη κατά την οποία η ζημία που πραγματοποιήθηκε αρχικά σε ένα δεδομένο τόπο επεκτείνεται ή έχει συνέπειες σε έναν άλλο τόπο, ενώ εκείνος που την υφίσταται είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο. Αφού, από τη σκοπιά του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, το πρόβλημα είναι το ίδιο, ευκταίο είναι να δώσει το Δικαστήριο μια συνολική απάντηση, που να καλύπτει και τις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις. Στη συνέχεια ο καθηγητής Bourel υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο (προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1980) κλήθηκε ήδη να ερμηνεύσει το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως σε μια περίπτωση όπου ο ενάγων, σε αντίθεση με τη διαφορά της κύριας δίκης στην παρούσα υπόθεση, είχε την ιδιότητα του αμέσως ζημιωθέντος, ισχυριζόταν όμως, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ότι υπέστη χρηματική βλάβη στον τόπο κατοικίας του συνεπεία ενός ζημιογόνου γεγονότος το οποίο συνέβη αλλού. Αν και το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να αποφανθεί τελικά επί του προβλήματος αυτού, διότι αποφάσισε προηγουμένως ότι η υποβληθείσα ενώπιον του υπόθεση δεν υπαγόταν στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, και ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του στην υπόθεση αυτή, τάχθηκαν καθαρά υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 5, σημείο 3, για το λόγο ότι η οικονομία της Συμβάσεως και ο κίνδυνος του πολλαπλασιασμού των διεθνών δικαιοδοσιών μάχονται κατά της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος ή του τόπου της μεταγενέστερης πραγματοποιήσεως της ζημίας. Σε τελική ανάλυση, θα πρέπει να μη λαμβάνεται υπόψη κανένα άλλο συνδετικό στοιχείο αναφορικά με τη διεθνή δικαιοδοσία εκτός από τον τόπο επελεύσεως της αρχικής ζημίας. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει, κατά τον καθηγητή Bourel, καταρχήν από την ίδια την απόφαση Mines de potasse d'Alsace. Αφενός, η απόφαση αυτή αφορούσε περίπτωση γεωγραφικού διαχωρισμού, εξαρχής, μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας, ενώ το ερώτημα που υποβάλλει τώρα το γαλλικό cour de cassation αφορά τη διαφορετική περίπτωση όπου, αφού διαπράχθηκε η αδικοπραξία, συμβαίνουν στη συνέχεια αλυσιδωτές ζημίες, καθεμιά από τις οποίες επέρχεται σε διαφορετικό μέρος. Από αυτό προκύπτει ότι δεν μπορεί να μεταφερθεί η νομολογία αυτή σε περίπτωση η οποία έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αφετέρου, η εξέταση του κειμένου της αποφάσεως αυτής οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα. Πράγματι, αναφέροντας ρητά το δικαστήριο του τόπου όπου « επήλθε » η ζημία, το Δικαστήριο είχε υπόψη του μόνο την περίπτωση ζημίας που επέρχεται την ίδια στιγμή με το ζημιογόνο γεγονός. Στη συνέχεια ο καθηγητής Bourel υποστηρίζει ότι η άποψη των εναγουσών της κύριας δίκης είναι αντίθετη προς την οικονομία και προς τους σκοπούς της Συμβάσεως. Καταρχάς, η ανάγκη της προστασίας του θύματος πρέπει να αποκλεισθεί, όπως την απέκλεισε εξάλλου και το Δικαστήριο στην απόφαση Mines de potasse d'Alsace, διότι μόνη της, δεν έχει την απαραίτητη βαρύτητα για να μπορεί να ληφθεί ως βάση για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας και διότι η δυνατότητα του ζημιωθέντος να προσφύγει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της έμμεσης ζημίας θα κατέληγε στη δημιουργία μιας νέας διεθνούς δικαιοδοσίας, βασιζόμενης στον τόπο κατοικίας του ενάγοντος, η οποία θα ερχόταν σε πρόδηλη αντίθεση προς τη Σύμβαση. Κατόπιν, ο καθηγητής Bourel υποστηρίζει ότι η Σύμβαση αποσκοπεί κυρίως στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Ναι μεν είναι επιθυμητή η γειτνίαση μεταξύ του δικαστηρίου και του τόπου με τον οποίο συνδέεται η ουσία της διαφοράς, αλλά η ορθολογική λειτουργία της δικαιοσύνης θα διακυβευόταν με κάθε λύση που θα κατέληγε σε υπερβολικό πολλαπλασιασμό των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας. Η επέκταση του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 5, σημείο 3, στην έμμεση ζημία οδηγεί αναπόφευκτα σε παράλογα συμπεράσματα, διότι επιτρέπει στο δικαστήριο του τόπου όπου επήλθε αυτή η ζημία να αποφανθεί περί της αποκαταστάσεώς της, ανεξάρτητα από την άμεση βλάβη, αν και η έμμεση ζημία είναι η απαραίτητη συνέχεια της άμεσης βλάβης. Από αυτό προκύπτει ότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης επιβάλλει να θεωρηθεί το δικαστήριο του τόπου της αρχικής ζημίας ως το μόνο αρμόδιο για την εκδίκαση τόσο της ζημίας αυτής, όσο και των συνεπειών που ενδεχομένως προκλήθηκαν μεταγενέστερα. Εξάλλου, η συγκέντρωση των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας αποτελεί μία άλλη πλευρά της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Όμως, εάν αναγνωρισθεί η αρμοδιότητα του δικαστηρίου του τόπου της έμμεσης ζημίας, τούτο θα κατέληγε σε πολλαπλασιασμό των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας και θα δημιουργούσε τον κίνδυνο συγκρούσεως μεταξύ αντιφατικών αποφάσεων, που θα προέρχονται από δικαστήρια, κάθε ένα των οποίων έχει επιληφθεί αποσπασματικά ενός μέρους ενός και μόνον ζημιογόνου συνόλου. Αφού οι διαδικαστικές διατάξεις της Συμβάσεως δεν παρέχουν τη δυνατότητα αποφυγής αυτού του είδους· συγκρούσεων, το συμπέρασμα είναι ότι μία λύση η οποία προκαλεί αυτή τη σύγκρουση δεν έχει θέση στο σύστημα της Συμβάσεως. Κατά τα λοιπά, η προτεινόμενη από τις εναγόμενες της κύριας δίκης στενή ερμηνεία είναι σύμφωνη προς τις λύσεις που γίνονται δεκτές στα περισσότερα εθνικά νομικά συστήματα. Έτσι, η γαλλική νομοθεσία, καθώς και η νομολογία, δεν δέχονται, στις σχέσεις εσωτερικού δικαίου, την αναγωγή του τόπου των συνεπειών ενός ζημιογόνου γεγονότος σε αυτόνομη βάση καθορισμού της κατά τόπον αρμοδιότητας, διαφορετική από εκείνη του ίδιου του ζημιογόνου γεγονότος. Όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, η γαλλική νομολογία δεν είχε ακόμα την ευκαιρία να αποφανθεί άμεσα επί του επιδίκου ερωτήματος, από τις εκδοθείσες όμως αποφάσεις σε παραπλήσιες υποθέσεις προκύπτει ότι αντιμετωπίζεται δυσμενώς το « forum actoris ». Εν πάση περιπτώσει, τα γαλλικά δικαστήρια έχουν την τάση να μεταφέρουν στο διεθνές δίκαιο τους εσωτερικούς κανόνες της κατά τόπον αρμοδιότητας. Εξάλλου, σε πολλά άλλα κράτη μέλη τα δικαστήρια έχουν ρητά απορρίψει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κατοικίας ή της έδρας του ενάγοντος (που ταυτίζεται προς τον τόπο όπου επήλθαν οι οικονομικές συνέπειες οι οποίες προέρχονται από ζημία που είχε προκληθεί προηγουμένως σε άλλο τόπο). Αυτό ισχύει στις Κάτω Χώρες, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στην Ιταλία, στη δε Βρετανία αυτή είναι η άποψη που υποστηρίζεται στην επιστήμη. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο καθηγητής Bourel με βάση το σύνολο αυτής της αναπτύξεως είναι κατά λέξη ταυτόσημο προς το προαναφερθέν συμπέρασμα της Helaba. |
4. |
Η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας υποστηρίζει ότι η κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση Mines de potasse ď Alsace δικαιολογείται από το γεγονός ότι επρόκειτο για μια μοναδική ζημιογόνο πράξη, η οποία μπορούσε να προκαλέσει διαφορετικές ζημίες σε διαφορετικούς τόπους, ότι τα δύο σχετικά κριτήρια για τη διεθνή δικαιοδοσία ( τόπος όπου επήλθε η ζημία και τόπος του ζημιογόνου γεγονότος ) μπορούσαν να παράσχουν χρήσιμες ενδείξεις όσον αφορά την απόδειξη και την οργάνωση της δίκης, έτσι ώστε δεν ήταν σκόπιμο να προτιμηθεί ένα μόνον από αυτά τα δύο και, τέλος, ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών δικαστικών· αποφάσεων, διότι κάθε ένα από τα επιληφθέντα δικαστήρια εκα-λείτο να αποφανθεί επί ανεξάρτητων μεταξύ τους πραγματικών περιστατικών. Αντίθετα, στην παρούσα υπόθεση οι περιστάσεις είναι διαφορετικές: δεδομένου ότι πρόκειται για διαδοχικές ευθύνες, που συνδέονται προς το ίδιο ζημιογόνο γεγονός, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας που υπέστη ο εξ αντανακλάσεως ζημιωθείς και του ζημιογόνου γεγονότος δεν μπορεί παρά να είναι έμμεσος. Έτσι, η έμμεση ευθύνη εξαρτάται από την απόδειξη της πρωταρχικής ευθύνης. Αυτός ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο ζημιών προϋποθέτει ότι η διεθνής αρμοδιότητα του δικαστηρίου που καλείται να αποφανθεί επί της έμμεσης ζημίας πρέπει να ταυτίζεται προς εκείνη του δικαστηρίου το οποίο θα κληθεί να αποφανθεί επί της αρχικής ζημίας. Η δικαιολογία γι' αυτή την αλληλοδιείσδυση βρίσκεται στις σκέψεις 21 έως 23 της αποφάσεως Mines de potasses d'Alsace. H κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας παρατηρεί ακόμη ότι το εσωτερικό της δίκαιο και η νομολογία της θεωρούν επίσης ότι η ζημία των εμμέσως ζημιωθέντων επέρχεται στον τόπο του ζημιογόνου γεγονότος και όχι στην κατοικία του ζημιωθέντος. Εξάλλου αντίθετη λύση θα μπορούσε να οδηγήσει σε έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και θα ενεθάρρυνε το « forum shopping ». Καταλήγοντας, η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το παρα-πέμπον δικαστήριο: « Ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας ο οποίος παρέχει στον ενάγοντα, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, δυνατότητα επιλογής μεταξύ του δικαστηρίου του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνου του τόπου όπου επήλθε η ζημία δεν μπορεί να καλύψει την περίπτωση κατά την οποία η προβαλλόμενη ζημία δεν είναι παρά μόνο συνέπεια της ζημίας που υπέστησαν οι αμέσως ζημιωθέντες και η οποία εκδηλώνεται σε διαφορετικό τόπο. Στην περίπτωση αυτή, η παρεχόμενη στον εμμέσως ζημιωθέντα δυνατότητα επιλογής αναφορικά με τη διεθνή δικαιοδοσία ταυτίζεται προς εκείνη την οποία έχει το θύμα της αρχικής ζημίας. Το δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί ή το οποίο αποφάνθηκε επί της αρχικής ζημίας μπορεί να είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της έμμεσης βλάβης, όμως ο εμμέσως ζημιωθείς έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον ενός των δικαστηρίων που είναι αρμόδια για τον αρχικώς ζημιωθέντα, διαφορετικού από εκείνο ενώπιον του οποίου προσέφυγε το τελευταίο. » |
5. |
Η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προτείνει επίσης να δοθεί αρνητική απάντηση στο υποβαλλόμενο ερώτημα. Θεωρεί ότι μόνο η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, το οποίο αποτελεί εξαίρεση από τη γενική αρχή του άρθρου 2 της Συμβάσεως, είναι σύμφωνη προς το σύστημα και τους σκοπούς της Συμβάσεως. Δεν πρέπει να διακυβευθεί η προστασία που παρέχεται στον εναγόμενο, τούτο δε κατά μείζονα λόγο στην υπό κρίση περίπτωση, όπου η προβαλλόμενη ζημία είναι απλώς η προέκταση στις μητρικές εταιρίες μιας βλάβης την οποία υπέστησαν οι θυγατρικές τους. Κατά την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η απόφαση Mines de potasse ď Alsace αφορούσε μόνο την άμεση ζημία, αποκλειόμενης της έμμεσης ή εξ αντανακλάσεως βλάβης. Στοιχείο κατά της ευρύτερης ερμηνείας είναι κυρίως το γεγονός ότι ο τόπος της έμμεσης ζημίας θα είναι συνήθως τυχαίος, οπότε ελλείπει ο ουσιώδης και ιδιαίτερα στενός σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικάζοντος δικαστηρίου τον οποίο απαιτεί το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση. Στην προκειμένη υπόθεση, η συσταλτική ερμηνεία δικαιολογείται για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, εάν γινόταν δεκτή η άποψη των εναγουσών της κύριας δίκης, μία πολυεθνική θα μπορούσε, μέσω λογιστικών εγγραφών, να δημιουργήσει τη διεθνή δικαιοδοσία της επιλογής της, πράγμα το οποίο θα κατέληγε στην αναγνώριση του « forum actoris ». Η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας καταλήγει προτείνοντας να δοθεί η εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα: « Ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που παρέχει στον ενάγοντα, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, δυνατότητα επιλογής μεταξύ του δικαστηρίου του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος και του τόπου όπου επήλθε η ζημία, δεν πρέπει να καλύψει την περίπτωση κατά την οποία η προβαλλόμενη ζημία δεν είναι παρά μόνο συνέπεια της ζημίας που υπέστησαν οι αμέσως ζημιωθέντες και η οποία υλοποιείται σε διαφορετικό τόπο ». |
6. |
Η κυβέρνηση τον Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει καταρχάς ότι η απόφαση Mines de potasse d'Alsace δεν μπορεί να προβληθεί προς στήριξη της απόψεως των εναγουσών εταιριών της κύριας δίκης. Πράγματι, στην απόφαση αυτή, η οποία αφορούσε μία περίπτωση όπου τα στοιχεία που συνιστούν το ζημιογόνο γεγονός είχαν πραγματοποιηθεί στα εδάφη διαφόρων κρατών μελών, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα επιλογής που αποτελεί τη βάση του άρθρου 5 της Συμβάσεως δικαιολογείται από την ύπαρξη, σε ορισμένες σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις, ενός ιδιαίτερα στενού συνδετικού στοιχείου μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που μπορεί να κληθεί να τη δικάσει και από το γεγονός ότι, σε περιπτώσεις αδικοπραξιών ή οιονεί αδικοπραξιών, τόσο ο τόπος του ζημιογόνου γεγονότος, όσο και εκείνος της εκδηλώσεως της ζημίας, μπορούν να αποτελούν ουσιώδες συνδετικό στοιχείο όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Πάντως κατά την άποψη της κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις όπου ο ενάγων υφίσταται ζημία όσο απομακρυσμένη και αν είναι η ζημιογόνος πράξη, διότι διαφορετικά θα υπήρχε κίνδυνος γενικεύσεως του « forum actoris », δεδομένου ότι ένα μέρος της ζημίας θα επέρχεται πάντοτε στον τόπο κατοικίας του ενάγοντος. Επιπλέον, είναι απαράδεκτο η αλλαγή της κατοικίας να επιφέρει αυτομάτως αλλαγές στη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων, ακόμη και όταν ελλείπει ειδικό συνδετικό στοιχείο με τη διαφορά. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρεται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην υπόθεση Rüffer (προαναφερθείσα ), βάσει των οποίων καθόλου δεν προκύπτει από την απόφαση Mines de potasse d'Alsace ότι ο τόπος όπου πραγματοποιήθηκε το ζημιογόνο γεγονός μπορεί να είναι ο τόπος της έδρας της ενάγουσας εταιρίας, για να υπογραμμίσει ότι, στις σπάνιες περιπτώσεις όπου η Σύμβαση δέχεται το « forum actoris », τούτο γίνεται πάντοτε για να προστατευθεί το ασθενέστερο μέρος (ο δικαιούχος διατροφής, ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο καταναλωτής). Αυτός ο λόγος όμως δεν μπορεί να προβληθεί στα πλαίσια του άρθρου 5, σημείο 3. Εξάλλου, η διασταλτική ερμηνεία την οποία προτείνουν οι ενάγουσες της κύριας δίκης, είναι ικανή να παρεμποδίσει τη λειτουργία της Συμβάσεως και να επιφέρει δυσάρεστες συνέπειες για τους εναγόμενους, διότι μπορεί να γίνει επίκληση, σε ορισμένες περιπτώσεις, των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της Συμβάσεως, κατά προσώπων που κατοικούν στο έδαφος ενός συμβαλλομένου κράτους μέλους. Κατά τα λοιπά, στην προκειμένη περίπτωση η αναφορά στον τόπο με τον οποίο συνδέονται τα συμφέροντα των εναγουσών μητρικών εταιριών έχει ως αποτέλεσμα το ότι η διεθνής δικαιοδοσία εξαρτάται από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ενάγοντος, αντί για αντικειμενικούς παράγοντες συνδεόμενους προς τη φύση της διαφοράς. Τέλος, η άποψη των εναγουσών της κύριας δίκης βασίζεται στην ανακριβή αντίληψη ότι η απόφαση Mines de potasse d'Alsace λαμβάνει ως βάση περισσότερο τον τόπο όπου γίνεται αισθητή η ζημία παρά εκείνον στον οποίο επήλθε. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσθέτει ότι τα δικαστήρια της διακρίνουν πάντοτε μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και των ζημιογόνων συνεπειών που μπορούν να προκύψουν από αυτό, θεωρούν δε ότι τα δικαστήρια του τόπου στον οποίο γίνεται αισθητή η οικονομική απώλεια δεν είναι αρμόδια όσον αφορά το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, εκτός εάν ταυτίζονται προς εκείνα του τόπου όπου επήλθε η ζημία. Συνοψίζοντας, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα η εξής απάντηση: « Ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που διατυπώνεται στην απόφαση Mines de potasse d'Alsace, ο οποίος παρέχει στον ενάγοντα, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, δικαίωμα επιλογής μεταξύ του δικαστηρίου του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνου του τόπου όπου επήλθε η ζημία, δεν έχει τέτοια έκταση ώστε να παρέχει αρμοδιότητα στα δικαστήρια του τόπου όπου γίνεται αισθητή η ζημία και δεν παρέχει τη δυνατότητα στους εμμέσως ζημιωθέντες να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους στο οποίο κατοικούν. » |
7. |
Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η έμμεση ζημία, όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το παραπέμπον δικαστήριο, δεν καλύπτεται από το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως. Πράγματι, στις περιπτώσεις εμμέσου ζημίας δεν υφίσταται ιδιαίτερα στενός σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που καλείται να την εκδικάσει, προϋπόθεση η οποία εντούτοις τίθεται από την απόφαση Mines de potasse d'Alsace. Στη συνέχεια, εάν οι εμμέσως ζημιωθέντες είχαν τη δυνατότητα επιλογής που τους παρέχει η προαναφερθείσα απόφαση, τούτο θα είχε ως συνέπεια τον πολλαπλασιασμό των δικών, σε αντίθεση με το στόχο της Συμβάσεως, ο οποίος είναι να συγκεντρωθούν στο ίδιο δικαστήριο οι δίκες που αναφέρονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων και να αποκλεισθεί το « forum shopping ». Εξάλλου η προαναφερθείσα απόφαση αποτελεί ήδη εξαίρεση, η οποία, αυτή καθαυτή, θα πρέπει να ερμηνευθεί περιοριστικά. Η Επιτροπή υποστηρίζει στη συνέχεια ότι, κατά τη γνώμη της, η έμμεση ζημία την οποία διατείνεται ότι υπέστη η μητρική εταιρία, λόγω των οικονομικών απωλειών της θυγατρικής της, δεν αποτελεί ζημία για την οποία μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση βάσει του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως. Εντούτοις, εάν υποτεθεί ότι πρόκειται για ζημία η οποία καλύπτεται από τη διάταξη αυτή, πρέπει ακόμα να εξετασθεί σε ποιο τόπο πραγματοποιήθηκε αυτή η ζημία. Επ' αυτού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τόπος όπου επήλθε η ζημία είναι κυρίως ο τόπος όπου έλαβε υλική υπόσταση και δεν θα μπορούσε να επέλθει στην έδρα της εταιρίας παρά μόνον εάν δεν υπήρχε η προϋπόθεση αυτή. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, στην προκειμένη υπόθεση, η ζημία επήλθε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα: « Ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που παρέχει στον ενάγοντα, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, δικαίωμα επιλογής μεταξύ του δικαστηρίου του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος και του τόπου όπου επήλθε η ζημία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία η προβαλλόμενη ζημία δεν είναι παρά μόνον η συνέπεια της ζημίας που υπέστησαν άλλα πρόσωπα, τα οποία ήταν άμεσα θύματα της ζημίας, η οποία υλοποιήθηκε σε διαφορετικό τόπο, πράγμα το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση μιας μητρικής εταιρίας που ισχυρίζεται ότι υφίσταται η ίδια τη ζημία την οποία υπέστη άμεσα μια θυγατρική της κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της σε ένα συμβαλλόμενο κράτος διαφορετικό από εκείνο της μητρικής εταιρίας. » |
F. Α. Schockweiler
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.
( 1 ) Ήδη « Dumez France ».
( 2 ) Ήδη « Salvatorplatz-Grundstücksgesellschaft mbH & Co. oHG Saarland ».
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)
της 11ης Ιανουαρίου 1990 ( *1 )
Στην υπόθεση C-220/88,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του γαλλικού cour de cassation προς το Δικαστήριο, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
1) Dumez France, πρώην Dumez Bâtiment, ανώνυμης εταιρίας με έδρα τη Nanterre ( Γαλλία ),
2) Tracoba, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με έδρα το Παρίσι ( Γαλλία ), στα δικαιώματα της οποίας έχει υποκατασταθεί η εταιρία Oth Infrastructure, με την ίδια διεύθυνση, αφενός,
και
1) Hessische Landesbank ( Helaba), εταιρίας με έδρα τη Φραγκφούρτη επί του Μάιν ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),
2) Salvatorplatz-Grundstücksgesellschaft mbH & Co. oHG Saarland, εταιρίας με έδρα το Μόναχο ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), που είχε προηγουμένως την επωνυμία Gebrüder Röchling Bank,
3) Lübecker Hypothekenbank, εταιρίας με έδρα το Lübeck (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), αφετέρου,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968,
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),
συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη και F. Α. Schockweiler, προέδρους τμήματος, Τ. Koopmans, G. F. Mancini και M. Diez de Velasco, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Darmon
γραμματέας: H. A. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
— |
οι εταιρίες Dumez France και Tracoba, αναιρεσείουσες-ενάγουσες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τον Jean-Denys Barbey, δικηγόρο Παρισιού, |
— |
η εταιρία Hessische Landesbank, αναιρεσίβλητη-εναγομένη της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Michel Wolfer, δικηγόρο Παρισιού, |
— |
η εταιρία Salvatorplatz-Grundstücksgesellschaft mbH & Co. oHG Saarland, αναιρεσίβλητη-εναγομένη της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Richard Neuer, δικηγόρο Παρισιού, |
— |
η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Dr Christof Böhmer, σύμβουλο του ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης, μόνο στην έγγραφη διαδικασία, |
— |
η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, υποδιευθύντρια της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενη από τον Claude Chavance, επιτετραμένο της κεντρικής διοικήσεως στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του ίδιου Υπουργείου, μόνο στην έγγραφη διαδικασία, |
— |
η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την J. Α. Gensmantel του Treasury Solicitor's Department, Queen Anne's Chamber, επικουρούμενη από τον C. L. Carpenter του Lord Chancellor's Department, μόνο στην έγγραφη διαδικασία, |
— |
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Giorgio Cherubini, υπάλληλο της ιταλικής δημόσιας διοικήσεως αποσπασμένο στην υπηρεσία της Επιτροπής βάσει του συστήματος ανταλλαγών με υπαλλήλους των εθνικών διοικήσεων, |
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 14ης Ιουνίου 1989,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 1989,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 4η Αυγούστου 1988, το γαλλικό cour de cassation υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( στο εξής: η Σύμβαση ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως. |
2 |
Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς που είχε ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως λόγω οιονεί αδικοπραξίας, την οποία άσκησαν ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων οι γαλλικές εταιρίες Sceper και Tracoba, στα δικαιώματα των οποίων έχουν υποκατασταθεί οι εταιρίες Dumez France και Oth Infrastructure ( στο εξής: οι εταιρίες Dumez κ.ά. ), κατά των εταιριών Hessische Landesbank ( Helaba ), Salvator-platz-Grundstücksgesellschaft mbH & Co. oHG Saarland και Lübecker Hypothekenbank, που εδρεύουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (στο εξής: οι γερμανικές τράπεζες ). |
3 |
Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι οι εταιρίες Dumez κ.ά. ζητούν αποζημίωση για τη ζημία την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της πτωχεύσεως των θυγατρικών τους, που είναι εγκατεστημένες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία προκλήθηκε λόγω της διακοπής ενός προγράμματος ανεγέρσεως κτιρίων που επρόκειτο να εκτελέσει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ένας γερμανός εργολάβος, η οποία ήταν αποτέλεσμα της καταγγελίας από τις γερμανικές τράπεζες της συμφωνίας περί χορηγήσεως δανείου στον τελευταίο. |
4 |
Με απόφαση της 14ης Μαΐου 1985, το tribunal de commerce του Παρισιού έκανε δεκτή την ένσταση αναρμοδιότητας την οποία προέβαλαν οι γερμανικές τράπεζες, με το σκεπτικό ότι την αρχική ζημία υπέστησαν οι θυγατρικές των εταιριών Dumez κ.ά. στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ότι οι γαλλικές μητρικές εταιρίες υπέστησαν στη συνέχεια μόνο έμμεση οικονομική ζημία. |
5 |
Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1985, το cour ď appel του Παρισιού επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, δεχόμενο ότι οι οικονομικές συνέπειες τις οποίες οι εταιρίες Dumez κ.ά. ισχυρίζονται ότι υπέστησαν στην έδρα τους στη Γαλλία δεν είναι ικανές να μεταθέσουν τον τόπο επελεύσεως της ζημίας την οποία υπέστησαν αρχικά οι θυγατρικές τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. |
6 |
Οι εταιρίες Dumez κ.ά. ισχυρίσθηκαν, προς στήριξη της αναιρέσεως την οποία άσκησαν κατά της αποφάσεως αυτής, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου ( απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, G. J. Bier BV κατά Mines de potasse d'Alsace SA, 21/76, Rec. 1976, σ. 1735 ), σύμφωνα με την οποία η έκφραση « τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός » από το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, έχει την έννοια ότι αναφέρεται ταυτόχρονα και στον τόπο όπου επήλθε η ζημία, και στον τόπο του ζημιογόνου γεγονότος, έτσι ώστε ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί, κατ' επιλογή του ενάγοντος, ενώπιον του δικαστηρίου ενός των τόπων αυτών, εφαρμόζεται επίσης στην περίπτωση εμμέσου ζημίας. Στην περίπτωση αυτή ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός είναι, για τον ζημιωθέντα ο οποίος υπέστη ζημία που αποτελεί συνέπεια της ζημίας του αρχικώς ζημιωθέντος, ο τόπος όπου θίγονται τα συμφέροντα του. Δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για γαλλικές εταιρίες, η οικονομική βλάβη την οποία υπέστησαν λόγω της πτωχεύσεως των θυγατρικών τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επέρχεται στη Γαλλία στην έδρα των εταιριών Dumez κ.ά. |
7 |
Θεωρώντας ότι από τη διαφορά ανακύπτει πρόβλημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το γαλλικό cour de cassation ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: « Ισχύει ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, δυνάμει του οποίου ο ενάγων έχει κατ' εφαρμογή του άρθρου 5, στοιχείο 3, της Συμβάσεως, δυνατότητα επιλογής μεταξύ του δικαστηρίου του τόπου του γεγονότος που προκάλεσε τη ζημία και του τόπου όπου επήλθε η ζημία, και στις περιπτώσεις όπου η προβαλλόμενη ζημία είναι απλώς συνέπεια της βλάβης την οποία υπέστησαν τα άμεσα θύματα της ζημίας που εκδηλώθηκε σε διαφορετικό τόπο, οπότε, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο εμμέσως ζημιωθείς μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο της κατοικίας του; » |
8 |
Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. |
9 |
Προς απάντηση του υποβληθέντος ερωτήματος, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι, βάσει του άρθρου 5 της Συμβάσεως, « πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:...
|
10 |
Πρέπει στη συνέχεια να υπογραμμισθεί ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, όταν ο τόπος όπου επήλθε το γεγονός που μπορεί να επισύρει ευθύνη εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας δεν συμπίπτει με τον τόπο όπου επήλθε η ζημία λόγω του γεγονότος αυτού, ο όρος « τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός », στο άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως, έχει την έννοια ότι αναφέρεται ταυτόχρονα και στον τόπο όπου επήλθε η ζημία, και στον τόπο του ζημιογόνου αυτού γεγονότος, έτσι ώστε ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί, κατ' επιλογή του ενάγοντος, ενώπιον του δικαστηρίου είτε του τόπου όπου επήλθε η ζημία, είτε του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος το οποίο αποτελεί την αιτία αυτής της ζημίας. |
11 |
Οι εταιρίες Dumez κ.ά. παρατηρούν ότι, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως χωρίς να διακρίνει μεταξύ αμέσως και εμμέσως ζημιωθέντος. Από αυτό προκύπτει ότι, στην περίπτωση που ο εμμέσως ζημιωθείς επικαλείται προσωπική ζημία, αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο του τόπου όπου υπέστη αυτή τη ζημία. |
12 |
Επ' αυτού, διαπιστώνεται καταρχάς ότι η προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976 εκδόθηκε μεν αναφορικά με μία περίπτωση όπου η ζημία, συγκεκριμένα οι ζημίες που υπέστησαν οι καλλιέργειες στις Κάτω Χώρες, πραγματοποιήθηκε σε τόπο που απείχε από τον τόπο του ζημιογόνου γεγονότος — συγκεκριμένα έκχυση αλατούχων αποβλήτων στο Ρήνο από επιχείρηση εγκατεστημένη, στη Γαλλία —, η ζημία αυτή όμως αποτελούσε άμεσο αποτέλεσμα του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή επήλθε λόγω της φυσικής μετακινήσεως των αλατούχων αποβλήτων. |
13 |
Αντίθετα, στην υπό κρίση υπόθεση τόσο το αίτιο, όσο και οι άμεσες συνέπειες της ζημίας, την οποία οι εταιρίες Dumez κ.ά. ισχυρίζονται ότι τους προκάλεσε η καταγγελία, εκ μέρους των γερμανικών τραπεζών, των συμφωνιών περί χορηγήσεως δανείου στον εργολάβο προς χρηματοδότηση των εργασιών, πραγματοποιήθηκαν στο ίδιο κράτος μέλος, δηλαδή σε εκείνο στο οποίο ήταν εγκατεστημένες τόσο οι τράπεζες που θα χορηγούσαν τις πιστώσεις, όσο και ο εργολάβος του έργου και οι θυγατρικές των εταιριών Dumez κ.ά., στις οποίες είχε ανατεθεί η εκτέλεση των εργασιών. Η ζημία στην οποία αναφέρονται οι θυγατρικές εταιρίες Dumez κ.ά. είναι απλώς η έμμεση συνέπεια των οικονομικών απωλειών που υπέστησαν αρχικά οι θυγατρικές τους λόγω της καταγγελίας των συμφωνιών περί χορηγήσεως δανείου και της διακοπής των εργασιών που ακολούθησε. |
14 |
Από αυτό προκύπτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η προβαλλόμενη ζημία είναι απλώς η έμμεση συνέπεια της ζημίας την οποία υπέστησαν αρχικά άλλα νομικά πρόσωπα, που ήταν άμεσα θύματα της ζημίας, η οποία επήλθε σε τόπο διαφορετικό από εκείνο όπου ο εμμέσως ζημιωθείς υπέστη στη συνέχεια βλάβη. |
15 |
Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί εάν ο όρος « τόπος όπου επήλθε η ζημία », κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως της 30ής Νοεμβρίου 1976, αναφέρεται στον τόπο όπου οι εμμέσως ζημιωθέντες διαπιστώνουν τις δυσμενείς συνέπειες της ζημίας σε βάρος της δικής τους περουσίας. |
16 |
Επ' αυτού, η Σύμβαση, θεσπίζοντας στον τίτλο II το σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας, έθεσε στο άρθρο 2 ως γενικό κανόνα την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου. Εξάλλου, η Σύμβαση αντιμετωπίζει δυσμενώς τη διεθνή αρμοδιότητα των δικαστηρίων της κατοικίας του ενάγοντος, ορίζοντας μάλιστα στο άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, ότι δεν εφαρμόζονται εθνικές διατάξεις που προβλέπουν τη δικαιοδοσία αυτή έναντι των εναγομένων που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους. |
17 |
Μόνο κατ' εξαίρεση από το γενικό κανόνα της αρμοδιότητας των δικαστηρίων του κράτους όπου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος θεσπίζονται, βάσει του τμήματος 2 του τίτλου II, ορισμένες ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως. Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο (προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, σκέψεις 10 και 11 ), αυτές οι περιπτώσεις ειδικής δωσιδικίας, μεταξύ των οποίων μπορεί να επιλέξει ο ενάγων, στηρίζονται στην ύπαρξη ιδιαίτερα στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και δικαστηρίων άλλων από εκείνα του κράτους της κατοικίας του εναγομένου, ο οποίος σύνδεσμος δικαιολογεί τη δικαιοδοσία αυτών των δικαστηρίων για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής εκδικάσεως της διαφοράς. |
18 |
Προς επίτευξη του στόχου αυτού, ο οποίος έχει θεμελιώδη σημασία σε μία σύμβαση η οποία επιδιώκει κυρίως να διευκολύνει την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων εκτός του κράτους στο οποίο εκδόθηκαν, είναι αναγκαίο να αποφεύγεται ο πολλαπλασιασμός των αρμοδίων δικαστηρίων, πράγμα το οποίο οξύνει τους κινδύνους εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων που αποτελεί λόγο μη αναγνωρίσεως ή μη εκτελέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως. |
19 |
Επιπλέον, ο στόχος αυτός δεν επιτρέπει να γίνεται ερμηνεία της Συμβάσεως έτσι ώστε να αναγνωρίζεται, πέραν των ρητώς προβλεπομένων περιπτώσεων, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων της κατοικίας του ενάγοντος, πράγμα το οποίο θα παρείχε τη δυνατότητα στον τελευταίο να καθορίζει το αρμόδιο δικαστήριο επιλέγοντας τον τόπο κατοικίας του. |
20 |
Από τις προηγούμενες παρατηρήσεις προκύπτει ότι ναι μεν ο όρος « τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός » του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως αναφέρεται, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976), στον τόπο όπου επήλθε η ζημία, πλην όμως δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι αναφέρεται μόνο στον τόπο όπου το ζημιογόνο γεγονός, ο υπαίτιος του οποίου υπέχει ευθύνη εξ αδικοπραξίας ή εξ οιονεί αδικοπραξίας, παρήγαγε απευθείας τα ζημιογόνα αποτελέσματα του σε βάρος του αμέσως ζημιωθέντος. |
21 |
Εξάλλου, ο τόπος όπου εκδηλώθηκε η αρχική ζημία έχει συνήθως στενό σύνδεσμο με τα άλλα στοιχεία που στοιχειοθετούν την ευθύνη, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, στις περισσότερες περιπτώσεις, με τον τόπο της κατοικίας του εμμέσως ζημιωθέντος. |
22 |
Επομένως, στο ερώτημα το οποίο υπέβαλε το παραπέμπον δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στον ενάγοντα που επικαλείται ζημία, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αποτελεί συνέπεια της ζημίας που υπέστησαν άλλα πρόσωπα που ζημιώθηκαν άμεσα από το ζημιογόνο γεγονός, να εναγάγει τον υπαίτιο του γεγονότος αυτού ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο διαπίστωσε ο ίδιος την περιουσιακή του ζημία. |
Επί των δικαστικών εξόδων
23 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η^ Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988 το γαλλικό cour de cassation, αποφαίνεται: |
Ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στον ενάγοντα που επικαλείται ζημία, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αποτελεί συνέπεια της ζημίας που υπέστησαν άλλα πρόσωπα που ζημιώθηκαν άμεσα από το ζημιογόνο γεγονός, να εναγάγει τον υπαίτιο του γεγονότος αυτού ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο διαπίστωσε ο ίδιος την περιουσιακή του ζημία. |
Κακούρης Schockweiler Koopmans Mancini Diez de Velasco Δημοσιεύ9ηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 11 Ιανουαρίου 1990. Ο γραμματέας J.-G. Giraud Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος Κ. Ν. Κακούρης |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.