ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-180/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Κανοηοτικό πλαίσιο

Από το έτος 1973 περίπου η κοινοτική βιομηχανία ^ σιδήρου και χάλυβα αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες οι οποίες απείλησαν τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων του τομέα. Για την αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως ορισμένα κράτη μέλη προχώρησαν στη χορήγηση ενισχύσεων προς τις βιομηχανίες σιδήρου και χάλυβα. Περί το τέλος του 1977η Επιτροπή ανακοίνωσε σειρά μέτρων που απέβλεπαν στην αναδιάρθρωση του τομέα, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η επεξεργασία, βάσει του άρθρου 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, συστήματος ενισχύσεων για τον συντονισμό σε κοινοτικό επίπεδο των εθνικών επιδοτήσεων. Το σύστημα αυτό θα έπρεπε να διασφαλίζει ότι οι χορηγούμενες ενισχύσεις θα συνέβαλαν στην επίτευξη μιας εκ βάθρων αναδιαρθρώσεως και δεν θα επέφεραν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού αντίθετες προς το κοινό συμφέρον.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 257/80/ΕΚΑΧ, της 1ης Φεβρουαρίου 1980, περί θεσπίσεως κοινοτικών κανόνων για τις ειδικές ενισχύσεις προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα ( πρώτος κώδικας ενισχύσεων, ΕΕ L 29, σ. 5 ). Την απόφαση αυτή αντικατέστησε η απόφαση 2320/81/ΕΚΑΧ, της 7ης Αυγούστου 1981 (δεύτερος κώδικας ενισχύσεων, ΕΕ L 228, σ. 14 ). Με τον κώδικα αυτό επιδιώκονται δύο κυρίως σκοποί: αφενός μεν, η προοδευτική κατάργηση της χορηγήσεως ενισχύσεων, υπό οποιαδήποτε μορφή, αφετέρου δε, η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα με την πραγματοποίηση της αναδιαρθρώσεως, περιλαμβανομένης της μειώσεως της παραγωγικής ικανότητας.

Κατά το άρθρο 1 του κώδικα εναπόκειται στην Επιτροπή να αποφασίσει, στο πλαίσιο μιας ενιαίας διαδικασίας, αν τα σχέδια ενισχύσεων, τα οποία πρέπει να της κοινοποιηθούν το αργότερο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1982, μπορούν να θεωρηθούν ως μη ασυμβίβαστα με την εύρυθμη λειτουργία της κοινής αγοράς. Τα σχέδια ενισχύσεων πρέπει να συμφωνούν προς τους γενικούς όρους που θέτει το άρθρο 2 του κώδικα, καθώς και προς τις ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 3 έως 7 του κώδικα. Κατά το άρθρο 2, η ενισχυόμενη επιχείρηση πρέπει να έχει αναλάβει την εκτέλεση προγράμματος αναδιαρθρώσεως ικανού να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα της επιχειρήσεως και να την καταστήσει οικονομικά βιώσιμη· με το πρόγραμμα πρέπει να επιτυγχάνεται η μείωση της γενικής ικανότητας παραγωγής της επιχειρήσεως· το ύψος και η συχνότητα των χορηγουμένων ενισχύσεων πρέπει να μειώνονται σταδιακά· οι ενισχύσεις δεν πρέπει να συνεπιφέρουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ούτε να αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον τέλος, οι ενισχύσεις πρέπει να εγκριθούν το αργότερο μέχρι την 1η Ιουλίου 1983 και δεν πρέπει να προβλέπουν καταβολές ποσών μετά την 31η Δεκεμβρίου 1985. Στα άρθρα 3 έως 7 γίνεται διάκριση μεταξύ ενισχύσεων για επενδύσεις, ενισχύσεων για το κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, ενισχύσεων για τη λειτουργία, επειγουσών ενισχύσεων και ενισχύσεων για την έρευνα και την ανάπτυξη. Η αυστηρότητα των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα αυτά ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως.

Βάσει του δευτέρου κώδικα, η Επιτροπή εξέδωσε στις 29 Ιουνίου 1983 εννέα χωριστές αποφάσεις απευθυνόμενες σε εννέα κράτη μέλη, με τις οποίες ενέκρινε τη χορήγηση διαφόρων ενισχύσεων. Ειδικότερα με την απόφαση 83/399/ΕΚΑΧ ( ΕΕ L 227, σ. 26 ) ενέκρινε τη χορήγηση ενισχύσεων εκ μέρους της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου προς την επιχείρηση British Steel Corporation (στο εξής: BSC ). Το συνολικό ύψος της ενισχύσεως που εγκρίθηκε ανέρχεται σε 1474 εκατομμύρια αγγλικές λίρες ( UKL ). Η απόφαση ορίζει ορισμένες προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της ενισχύσεως. Η επιχείρηση οφείλει, για παράδειγμα, να προβεί σε ορισμένες μειώσεις της παραγωγικής της ικανότητας (άρθρο 2), οφείλει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που της επιβάλλουν οι κανόνες της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ιδίως στον τομέα των ποσοστώσεων παραγωγής ( άρθρο 4 ), δεν επιτρέπεται δε η καταβολή των ενισχύσεων αν δεν έχει εξασφαλιστεί πριν από το τέλος του 1985η βιωσιμότητα της επιχειρήσεως. Το άρθρο 6 προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ζητήσει πληροφορίες στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί ως προς την κανονικότητα των χορηγουμένων ενισχύσεων σε σχέση με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην απόφαση· έχει επίσης τη δυνατότητα να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους προκειμένου να βεβαιωθεί ότι έχουν πράγματι επιτευχθεί οι μειώσεις της παραγωγικής ικανότητας. Κατά το άρθρο 7, η Επιτροπή έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να ζητήσει αναστολή της καταβολής των ενισχύσεων στην περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν χωρίς να τηρηθούν οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων εγκρίθηκαν, ή όταν από τα στοιχεία που της ανακοινώνονται προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την επίτευξη της οικονομικής βιωσιμότητας της επιχειρήσεως μέχρι το τέλος του 1985, ή στην περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, ειδικότερα εκείνες που αναφέρονται στις ποσοστώσεις παραγωγής.

Η ενίσχυση προς την BSC καταβλήθηκε σε διαδοχικές δόσεις οι οποίες αποδεσμεύτηκαν με σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής. Το σύστημα αυτό έδωσε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να παρακολουθεί την εφαρμογή της αποφάσεως 83/399 και να ελέγχει την τήρηση των προϋποθέσεων που είχαν τεθεί. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή αποδέσμευσε τα ακόλουθα ποσά (σε εκατομμύρια UKL):

10 Φεβρουαρίου 1984

355

20 Δεκεμβρίου 1984

466,6

24 Δεκεμβρίου 1985

535

1 356,6

Με την απόφαση 1018/85/ΕΚΑΧ, της 19ης Απριλίου 1985 (ΕΕ L 110, σ. 5), η Επιτροπή τροποποίησε ορισμένες από τις προβλεπόμενες στον δεύτερο κώδικα προθεσμίες ώστε να καταστήσει δυνατή την έγκριση συμπληρωματικών ενισχύσεων επί ένα ακόμη έτος. Οι συμπληρωματικές ενισχύσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς το άρθρο 2 του δεύτερου κώδικα, πρέπει δε να εγκρίνονται από την Επιτροπή είτε για να καλύψουν το κόστος από τις μειώσεις της παραγωγικής ικανότητας, είτε για να επιτευχθεί η οικονομική αναδιάρθρωση, σκοπός της οποίας είναι να περιοριστούν οι οικονομικές επιβαρύνσεις σε επίπεδο ανταποκρινόμενο στις δυνατότητες των επιχειρήσεων εκείνων που ήταν αποδοτικές το 1984. Η Επιτροπή καθόρισε το ύψος των οικονομικών επιβαρύνσεων στο 4 ο/ο του κύκλου εργασιών του 1984.

2. Ιονορικό της οιαφοράς

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1983, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε, δυνάμει του άρθρου 33, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση των τεσσάρων από τις εννέα προαναφερθείσες αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 1983, μεταξύ των οποίων και της αποφάσεως 83/399 της σχετικής με την BSC ( υπόθεση 214/83 ). Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση το ύψος των ενισχύσεων που εγκρίθηκαν ήταν υπερβολικό σε σχέση με τις επιβληθείσες υποχρεώσεις μειώσεως της παραγωγικής ικανότητας, με αποτέλεσμα να ευνοούνται οι βιομηχανίες παραγωγής σιδήρου και χάλυβα των τεσσάρων συγκεκριμένων κρατών μελών, επιχειρήσεις οι οποίες είχαν ήδη λάβει σημαντικές επιδοτήσεις.

Η Wirtschaftsvereinigung Eisen- und Stahlindustrie (στο εξής: WESI), προσφεύγουσα της παρούσας υπόθεσης, αποτελεί ένωση, κατά την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, μέλη της οποίας είναι σημαντικές επιχειρήσεις της γερμανικής βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα· η ένωση αυτή παρενέβη στην υπόθεση 214/83 υπέρ των αιτημάτων της Γερμανικής Κυβερνήσεως. Η WESI είχε τότε καταγγείλει την άνιση κατανομή του βάρους της αναδιαρθρώσεως στον τομέα της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα. Κατά την άποψη της η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητες που της παρέχει ο δεύτερος κώδικας εγκρίνοντας ενισχύσεις για τη λειτουργία οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση σε λειτουργία μη αποδοτικών εγκαταστάσεων, καθώς και ενισχύσεις προς επιχειρήσεις η ανταγωνιστικότητα των οποίων δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 1985 χωρίς τη χορήγηση νέων ενισχύσεων.

Με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985 (Συλλογή 1985, σ. 3053 ), το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Την άνοιξη του 1987, οι πραγματογνώμονες της WESI προέβησαν σε ανάλυση των ετησίων ισολογισμών των επιχειρήσεων της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα για τα έτη 1980 έως 1985. Διαπίστωσαν ότι οι ενισχύσεις που είχαν πράγματι καταβληθεί στις επιχειρήσεις ήταν πολύ υψηλότερες από εκείνες που είχε εγκρίνει η Επιτροπή. Ειδικότερα για την BSC η διαφορά μεταξύ των ενισχύσεων που είχαν εγκριθεί και εκείνων που πράγματι καταβλήθηκαν ανερχόταν σε 3226 εκατομμύρια ECU. Με έγγραφο της 28ης Απριλίου 1987 η WESI ζήτησε εξηγήσεις από την Επιτροπή.

Η Επιτροπή απάντησε με έγγραφο της 26ης Ιουνίου 1987. Εξήγησε ότι τα στοιχεία του ισολογισμού του έτους 1980 περιελάμβαναν συναλλαγές μη εμπίπτουσες στον κώδικα ενισχύσεων, ότι τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη αφορούσαν επίσης αποτελέσματα δραστηριοτήτων εκτός του τομέα σιδήρου και χάλυβα και ότι ορισμένες από τις οικονομικές συναλλαγές που ενέπιπταν στον κώδικα είχαν πραγματοποιηθεί μετά το 1985.

Με έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1988 η WESI έφερε το θέμα ενώπιον της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Προέβαλε τον ισχυρισμό ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής του δευτέρου κώδικα η BSC έλαβε από τη Βρετανική Κυβέρνηση ενίσχυση μεγαλύτερη από εκείνη που ήταν αναγκαία για την επίτευξη της αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεως. Με τον τρόπο αυτό η BSC αποκόμισε σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών της. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να παρεμβαίνει ώστε η επίτευξη του σκοπού για τον οποίο εχορηγούντο οι ενισχύσεις (αποκατάσταση της βιωσιμότητας μέσω αναδιαρθρώσεως) να πραγματοποιηθεί χωρίς δυνάμενες να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Ζήτησε, κατά συνέπεια, από την Επιτροπή να λάβει όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα ώστε να αποτρέψει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού απορρέουσες από το γεγονός ότι η BSC έλαβε ενισχύσεις υψηλότερες από εκείνες που ήταν αναγκαίες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της. Προς στήριξη του αιτήματος της, η WESI αναφέρθηκε, στο παράρτημα του εγγράφου της, στο ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο των οικονομικών επιβαρύνσεων της BSC το οποίο, κατά την άποψη της, είναι αποτέλεσμα των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατόπιν εγκρίσεως ή ανοχής.

Με έγγραφο της 26ης Μαΐου 1988 η Επιτροπή απάντησε ότι η βελτίωση των αποτελεσμάτων εκμεταλλεύσεως της BSC δεν οφείλεται στις χορηγηθείσες ενισχύσεις αλλά σε άλλους παράγοντες όπως η έντονη αύξηση της ζητήσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το 1985 και η βελτίωση των επιτοκίων. Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα λήψεως μέτρων κατά των προβαλλομένων ως ιδιαίτερα υψηλών ενισχύσεων.

Στις 20 Μαΐου 1988 η WESI απέστειλε νέο έγγραφο προς την Επιτροπή με το οποίο την ενημέρωσε για τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης που πραγματοποίησε, κατόπιν αιτήσεως της, το Betriebswirtschaftliche Institut der Eisenhüttenindustrie ( Ινστιτούτο Μελέτης Διαχειρίσεως Επιχειρήσεων Σιδήρου και Χάλυβα). Η πραγματογνωμοσύνη αφορούσε το κατά πόσο οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην BSC υπερέβησαν το ποσό που ήταν αναγκαίο για την ανάκτηση της βιωσιμότητας της. Στο ίδιο έγγραφο η WESI ισχυριζόταν ότι υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ του εγκριθέντος ποσού των ενισχύσεων, το οποίο ανερχόταν σε 5574 εκατομμύρια ECU και του ποσού των ενισχύσεων που πράγματι έλαβε η BSC κατά την περίοδο από 1ης Απριλίου 1980 μέχρι 31ης Μαρτίου 1986, το οποίο ανερχόταν σε 8800 εκατομμύρια ECU. Συνεπώς, κατά την άποψη της υπήρξε υπέρβαση του ποσού ενισχύσεων που ενέκρινε η Επιτροπή. Τέλος, η WESI ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει υπόψη της τα στοιχεία αυτά πριν λάβει την απόφαση της επί της αιτήσεως της 30ής Μαρτίου 1988.

Επειδή το έγγραφο της 20ής Μαΐου 1988 της WESI και το έγγραφο της 26ης Μαΐου 1988 της Επιτροπής διασταυρώθηκαν, η Επιτροπή απάντησε τελικώς με νέο έγγραφο της 25ης Ιουλίου 1988. Διευκρίνισε ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος της αποφάσεως 2320/81, δηλαδή μεταξύ Αυγούστου 1981 και τέλους του 1985, ενέκρινε ενίσχυση ύψους 5574 εκατομμυρίων ECU. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Βρετανικής Κυβερνήσεως, η BSC έλαβε πράγματι ποσό 5169 εκατομμυρίων ECU. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η BSC έλαβε συνολικώς ενίσχυση ύψους 8847 εκατομμυρίων ECU κατά τη διάρκεια της περιόδου 1980-1986. Επρόκειτο, ωστόσο, για ενισχύσεις που είχαν εγκριθεί πριν τεθεί σε ισχύ ο δεύτερος κώδικας, για ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο συστήματος περιφερειακών ενισχύσεων, που δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, για ενισχύσεις μη εμπίπτουσες στη Συνθήκη ΕΚΑΧ και για ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν τη θέσπιση του πρώτου κώδικα ενισχύσεων. Συνεπώς, οι ενισχύσεις αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενισχύσεις που χορηγήθηκαν χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής.

Την 1η Ιουλίου 1988 η WESI άσκησε, δυνάμει του άρθρου 33 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προσφυγή μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως της 26ης Μαΐου 1988, κατά το μέρος που η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει μέτρα ως προς τις παράνομες ενισχύσεις που χορήγησε στην BSC η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Επικουρικώς, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προσφυγή ακυρώσεως κατά της σιωπηρής αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει τα αιτηθέντα μέτρα.

3. Αίαοικαοία

Το δικόγραφο της προσφυγής της WESI πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Ιουλίου 1988.

Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Οκτωβρίου 1988, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να του επιτραπεί να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής. Με Διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 1988 το Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα αυτό.

Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Οκτωβρίου 1988 η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου.

Με απόφαση της 26ης Απριλίου 1989 το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία.

Με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1990 το Δικαστήριο ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Η WESI, προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

την ακύρωση, κατά το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, της αποφάσεως της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 1988 [ SG( 88 ) D/6179 ], που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 26 Μαΐου 1988, καθόσον η Επιτροπή αρνείται να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα προκειμένου να αποτρέψει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκύπτουν από το γεγονός ότι στην επιχείρηση British Steel Corporation χορηγήθηκαν κρατικές ενισχύσεις που υπερβαίνουν το ποσό που θα ήταν αναγκαίο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της·

2)

επικουρικώς, την ακύρωση της σιωπηρής επικουρικής αποφάσεως η οποία, δυνάμει του άρθρου 35, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, θεωρείται ότι συνάγεται από τη σιωπή της Επιτροπής επί της αιτήσεως που υπέβαλε προς αυτήν η προσφεύγουσα στις 30 Μαρτίου 1988, με την οποία ζητούσε από την Επιτροπή να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να αποτραπούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκύπτουν από το γεγονός ότι στην επιχείρηση British Steel Corporation χορηγήθηκαν κρατικές ενισχύσεις που υπερβαίνουν το ποσό που θα ήταν αναγκαίο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της'

3)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Η Επατροπή, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει την προσφυγή της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 26ης Μαΐου 1988 (κύριο αίτημα ) ή της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής (επικουρικό αίτημα ), ως απαράδεκτη, και, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

2)

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Το Ηνωμένο Βαοίλειο, παρεμβαίνον, ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει την προσφυγή της προσφεύγουσας·

2)

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων του παρεμβαίνοντος.

III — Λόγοι και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Το αντικείμενο της διαφοράς

Όπως συνάγεται από τη δικογραφία, το αίτημα της προσφεύγουσας αφορά δύο χωριστά προβλήματα.

Πρώτον, η BSC έλαβε, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, 713 εκατομμύρια UKL ως ενισχύσεις εγκεκριμένες από την Επιτροπή, αλλά υπερβαίνουσες το όριο, κατά την περίοδο από 29ης Ιουνίου 1983 (ημερομηνία της αποφάσεως 83/399) μέχρι το τέλος του έτους 1985. Πράγματι, οι ενισχύσεις αυτές υπερέβαιναν το ποσό που ήταν αναγκαίο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχειρήσεως.

Δεύτερον, κατά τη διάρκεια της ιδίας περιόδου, η Βρετανική Κυβέρνηση, χορήγησε στην BSC ποσό 217 εκατομμυρίων UKL ως ενισχύσεις μη εγκεκριμένες από την Επιτροπή.

2. Επί τον παραδεκτού

α) Εγκεκριμένες ενισχύσεις

Η Επιτροπή τονίζει, καταρχάς, ότι η χορήγηση ενισχύσεων στην BSC απετέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως 83/399. Το Δικαστήριο με την απόφαση του στην προαναφερθείσα υπόθεση 214/83 απέρριψε την προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής. Με την παρούσα προσφυγή η προσφεύγουσα επιχειρεί να υποβάλει για δεύτερη φορά σε δικαστικό έλεγχο την ίδια απόφαση.

Εξάλλου, κατά την άποψη της Επιτροπής και της Βρετανικής Κυβερνήσεως, κατά της αποφάσεως 83/399 και των τριών αποφάσεων περί αποδεσμεύσεως των αντιστοίχων ποσών δεν χωρεί πλέον προσφυγή δεδομένου ότι έχουν από μακρού παρέλθει οι προθεσμίες προσφυγής.

Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι στην πραγματικότητα σκοπός της προσφεύγουσας είναι να επιτύχει την εκ των υστέρων διόρθωση μιας αποφάσεως που εγκρίνει τη χορήγηση ενισχύσεως' ωστόσο, είναι από νομικής απόψεως αδύνατη μια τέτοια διόρθωση. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν έχει καμία εξουσία να προβεί σε μια τέτοια διόρθωση.

Η προσφεύγουσα αντιτάσσει, πρώτον, ότι δεν προσβάλλει την απόφαση 83/399, η οποία αποτελεί απλώς μία απόφαση-πλαίσιο που καθορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των ενισχύσεων. Ωστόσο, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξετάζει, πριν από κάθε συγκεκριμένη έγκριση ενισχύσεως, εάν εξακολουθούν να συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση η Επιτροπή δεν προέβη σε μια τέτοια εξέταση πριν εγκρίνει τη χορήγηση ενισχύσεων στην BSC.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσφυγή δεν αφορά, επίσης, τις ατομικές αποφάσεις περί αποδεσμεύσεως των αντιστοίχων ποσών. Ζητείται μόνο η άρση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκύπτουν από το γεγονός ότι με τις αποφάσεις παραβιάστηκαν διατάξεις ιεραρχικώς υπερκειμένων κανόνων. Μόνον επικουρικώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν έχει ακόμη λήξει η προθεσμία προσφυγής, επειδή έλαβε γνώση του περιεχομένου της τελευταίας αποφάσεως περί αποδεσμεύσεως, της αποφάσεως της 24ης Δεκεμβρίου 1985, μόνο από τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Βρετανική Κυβέρνηση στην παρούσα υπόθεση.

Τέλος, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι ο λόγος που αναφέρεται στη νομική αδυναμία αφορά το βάσιμο της προσφυγής. Συνεπώς, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τον χαρακτηρισμό της προσφυγής ως απαράδεκτης.

Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή εμμένει στην άποψη ότι οι προθεσμίες προσφυγής είχαν λήξει. Τονίζει ότι η ύπαρξη των αποδεσμευμένων ενισχύσεων συνάγεται από αριθμό εγγράφων τα οποία από μακρού εγνώ-ριζε η προσφεύγουσα, ιδίως: από τους ισολογισμούς της BSC τους οποίους, σύμφωνα με όσα η ίδια έχει δεχθεί, τους είχε εξετάσει η προσφεύγουσα την άνοιξη του 1987' από έγγραφο της Επιτροπής προς το Συμβούλιο περί της εφαρμογής των κανόνων περί ενισχύσεων προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα κατά τα έτη 1984-1985 · από τη δέκατη τέταρτη και δέκατη πέμπτη έκθεση της Επιτροπής για την πολιτική του ανταγωνισμού.

β) Οι μη εγκεκριμένες ενισχύσεις

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι στο έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1988 η προσφεύγουσα θέτει μόνο το πρόβλημα εκείνων των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην BSC χωρίς να είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχειρήσεως. Η προσφεύγουσα δεν έκανε λόγο για μη εγκεκριμένες ενισχύσεις. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε στο πρόβλημα αυτό στην απάντηση της της 26ης Μαΐου 1988. Μόνο στο δεύτερο έγγραφο της, της 25ης Ιουλίου 1988, η Επιτροπή αντέκρουσε την άποψη της προσφεύγουσας κατά την οποία η BSC έλαβε μη εγκεκριμένες ενισχύσεις. Συνεπώς, όσον αφορά τις μη εγκεκριμένες ενισχύσεις, η προσφεύγουσα όφειλε να στρέψει την προσφυγή της κατά της αποφάσεως της 25ης Ιουλίου 1988 και όχι κατά της αποφάσεως της 26ης Μαΐου.

Κατά την προσφεύγουσα, το έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1988 αναφερόταν επίσης στο πρόβλημα των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στην BSC χωρίς να έχουν εγκριθεί. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, ιδίως, ότι είχε ζητήσει από την Επιτροπή να ενεργήσει κατά των ενισχύσεων εκείνων που χορηγήθηκαν « κατόπιν εγκρίσεως ή ανοχής ». Από τους όρους αυτούς συνάγεται ότι το αίτημα αναφερόταν τόσο στις εγκεκριμένες ενισχύσεις όσο και στις ενισχύσεις που δεν είχαν εγκριθεί. Εξάλλου, το έγγραφο της προσφεύγουσας αναφερόταν στο σύνολο των ενισχύσεων, εγκεκριμένων ή μη. Στο πλαίσιο αυτής της υποθέσεως η Επιτροπή όφειλε να κατανοήσει ότι το αίτημα αναφερόταν επίσης και στις μη εγκεκριμένες ενισχύσεις.

γ) EjīI του παραδεκτού νου επικουρικού αιτήματος

Ως προς το επικουρικό αίτημα, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 35, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή θεωρεί ότι το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο για τους ίδιους λόγους που είναι απαράδεκτο το κύριο αίτημα.

Κατά την προσφεύγουσα, τα επιχειρήματα που προέβαλε κατά της ενστάσεως απαραδέκτου του κυρίου αιτήματος ισχύουν mutatis mutandis.

Η Βρετανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ των πραγματικών περιστατικών στα οποία αναφέρονται οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας και του εγγράφου της 30ής Μαρτίου 1988 είναι υπερβολικά μεγάλο. Η προσφεύγουσα δεν απηύθυνε αίτηση στην Επιτροπή εντός ευλόγου προθεσμίας. Εξάλλου, το έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1988 δεν είναι επαρκώς ακριβές και σαφές ώστε να επιτρέπει στην Επιτροπή να κατανοήσει τι είδους απόφαση της ζητά να λάβει η προσφεύγουσα. Ένα τόσο αόριστο έγγραφο δεν μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκινήσεως μιας διαδικασίας προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

3. Επί της ουσίας

α) Ως προς το υπέρμετρο της εγκεκριμένης ενισχύσεως

Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ενέκρινε τη χορήγηση ενισχύσεων πολύ μεγαλυτέρων από εκείνες που ήταν αναγκαίες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της BSC. Η διαφορά μεταξύ του αναγκαίου ποσού και του ποσού που εγκρίθηκε ανέρχεται σε 713 εκατομμύρια UKL.

Προς στήριξη της απόψεως αυτής η προσφεύγουσα επικαλείται την προαναφερθείσα έκθεση του Betriebswirtschaftliches Institut der Eisenhüttenindustrie και την έκθεση που κατάρτισαν κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής οι Colombo, Friderichs και Mayoux περί « της πολιτικής της Κοινότητας στον τομέα σιδήρου και χάλυβα », της 15ης Νοεμβρίου 1987 ( ΕΕ 1988, C 9, σ. 6 ), που είναι γνωστή ως έκθεση των «Τριών Σοφών». Το ινστιτούτο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τα μέσα του 1983η BSC έλαβε από τη Βρετανική Κυβέρνηση ποσό μεγαλύτερο κατά 930 εκατομμύρια UKL περίπου από το ποσό που ήταν αναγκαίο βάσει των κριτηρίων που διατύπωσε η ίδια η Επιτροπή σχετικά με τον υπολογισμό των ενισχύσεων για την οικονομική αναδιάρθρωση άλλων επιχειρήσεων της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα. Στην έκθεση των τριών σοφών αναφέρεται ότι « ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις έχουν τώρα πολύ χαμηλό κόστος χρηματοδότησης, ή ίσως και μηδενικό, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι η χορηγούμενη ενίσχυση έχει ξεπεράσει κατά πολύ τους στόχους της». Το υπερβολικό της ενισχύσεως προς την BSC συνάγεται και από το γεγονός ότι η ενίσχυση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μειώσει τις οικονομικές επιβαρύνσεις της επιχειρήσεως σε ποσοστό μικρότερο του 4 o/ο του κύκλου εργασιών, όριο που είχε καθορίσει η Επιτροπή και είχε εφαρμόσει έναντι άλλων επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό, η BSC αποκόμισε σημαντικό ανταγωνιστικό όφελος.

Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση, όχι μόνο δυνάμει της αποφάσεως 83/399, αλλά και δυνάμει των άρθρων 4, στοιχείο γ, και 5, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, να εξακριβώνει πριν από κάθε ατομική απόφαση αποδεσμεύσεως αν εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταβολής των ενισχύσεων, ιδίως αν το τμήμα της ενισχύσεως που πρόκειται να χορηγηθεί είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχειρήσεως. Κατά την προσφεύγουσα η Επιτροπή καταφανώς παρέλειψε να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή εξακριβώσεως. Μολονότι έλαβε γνώση της βελτιώσεως που παρουσίασαν τα αποτελέσματα εκμεταλλεύσεως της BSC και, επομένως, εγνώριζε ότι η BSC δεν είχε πλέον ανάγκη ενισχύσεως για να ανακτήσει τη βιωσιμότητα της, ωστόσο προχώρησε στην αποδέσμευση του τελευταίου τμήματος της ενισχύσεως.

Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παραβίασε τις διατάξεις της αποφάσεως 83/399, κατά την οποία η ενισχυόμενη επιχείρηση πρέπει να έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την κανονιστική ρύθμιση περί ποσοστώσεων. Πράγματι, κατά τα έτη 1985 και 1986 είχε επιβάλει σημαντικά πρόστιμα στην BSC λόγω παραβάσεων του συστήματος των ποσοστώσεων.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι υπολογισμοί της προσφεύγουσας δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί. Πράγματι, πρόκειται για εκ των υστέρων εκτιμήσεις. 'Οταν η Επιτροπή πρόκειται να εκτιμήσει το ύψος της ενισχύσεως που κατά προσέγγιση απαιτείται για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας μιας επιχειρήσεως δεν μπορεί παρά να στηριχθεί σε προβλέψεις. Στην αρχή της δεκαετίας του '80η Επιτροπή χρειάστηκε να εκτιμήσει τις μελλοντικές ανάγκες των επιχειρήσεων, σε μια στιγμή κατά την οποία το σύνολο της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα, περιλαμβανομένης της επιχειρήσεως BSC, παρουσίαζε σημαντικές ζημίες και δεν είχαν ακόμα αναληφθεί οι προσπάθειες για την αναδιάρθρωση. 'Ετσι εξηγείται γιατί, εκ των υστέρων, οι χορηγηθείσες ενισχύσεις φαίνονται υπερβολικές σε ορισμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, μία εκ των υστέρων διόρθωση της αρχικής εκτιμήσεως της Επιτροπής, βάσει της εν τω μεταξύ κτηθείσας εμπειρίας, ιδίως ως προς τις καταβληθείσες εκ μέρους των επιχειρήσεων προσπάθειες αναδιαρθρώσεως, θα ήταν απαράδεκτη. Κατά την αποδέσμευση των ενισχύσεων η παρέμβαση της Επιτροπής χωρεί μόνο εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην απόφαση 83/399. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών δεν περιλαμβάνεται έλεγχος της αναγκαιότητας της ενισχύσεως για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχειρήσεως.

Κατόπιν, η Επιτροπή τονίζει ότι το ανώτατο ποσοστό 4o/ο του κύκλου εργασιών για την εξυπηρέτηση των δανείων των ενισχυομένων επιχειρήσεων καθορίστηκε μόλις το έτος 1985, δηλαδή μετά την έγκριση της ενισχύσεως προς την BSC. Εξάλλου, η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο αυτό στις περιπτώσεις κατά τις οποίες της κοινοποιήθηκαν συμπληρωματικές ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση, κατά την απόφαση 1018/85. Το κριτήριο αυτό δεν αφορούσε καθόλου τις ενισχύσεις που είχαν ήδη εγκριθεί το 1983.

Τέλος, η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ενισχύσεων και των αποτελεσμάτων της επιχειρήσεως, συνδέσμου επί του οποίου, κατά την άποψη της, στηρίζεται ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η BSC αποκόμισε ανταγωνιστικό όφελος εις βάρος άλλων επιχειρήσεων της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα. Υποθέτοντας την ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου η προσφεύγουσα αγνόησε την ύπαρξη άλλων παραγόντων, εξωτερικών και εσωτερικών, που συνέβαλαν στα θετικά αποτελέσματα εκμεταλλεύσεως της BSC, όπως η μείωση του πληθωρισμού, η μεταβολή των επιτοκίων και η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Η Βρετανική Κυβέρνηση υποστηρίζει πλήρως την άποψη της Επιτροπής επί του θέματος αυτού, προβάλλοντας παρόμοια επιχειρήματα.

β) Η καταβολή μη εγκεκριμένων ενισχύσεων

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η BSC έλαβε στην πράξη ενισχύσεις ύψους 1691 εκατομμυρίων UKL, ενώ η Επιτροπή είχε εγκρίνει ποσό μόνο 1474 εκατομμυρίων UKL με την απόφαση 83/399. Συνεπώς, η Βρετανική Κυβέρνηση κατέβαλε στην επιχείρηση 217 εκατομμύρια UKL ως μη εγκεκριμένες ενισχύσεις.

Η Επιτροπή τονίζει, καταρχάς, ότι στο έγγραφο της της 26ης Μαΐου 1988 κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή, δεν αναφέρεται στο πρόβλημα των μη εγκεκριμένων ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πέφτουν στο κενό. Επικουρικώς, η Επιτροπή τονίζει ότι το ύψος των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην BSC « χωρίς έγκριση », όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, αντιστοιχεί, κατά προσέγγιση σε ενισχύσεις που δεν εμπίπτουν στον δεύτερο κώδικα ούτε καν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ.

Η Βρετανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα στηρίχθηκε σε πεπλανημένα αριθμητικά στοιχεία, δεδομένου ότι στην πράξη μεγαλύτερο ήταν το ποσό των ενισχύσεων που εγκρίθηκαν και όχι το ποσό των ενισχύσεων που πράγματι καταβλήθηκαν.

Ρ. J. G. Kapteyn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα )

της 6ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-180/88,

Wirtschaftsvereinigung Eisen- und Stahlindustrie, με έδρα το Düsseldorf ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Κολωνίας J. Sedemund, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Α. May, 31, Grand-rue,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο Ν. Koch, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον J. Ε. Collins, του Treasury Solicitor's Department, και τον R. Plender, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 1988, περί απορρίψεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας σχετικής με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στην επιχείρηση British Steel Corporation,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, και Μ. Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων στη συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου 1988, η Wirtschaftsvereinigung Eisen- und Stahlindustrie (στο εξής: WESI) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προσφυγή με την οποία ζητεί:

την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 1988 [ SG( 88 ) D/61791, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 26 Μαΐου 1988, καθόσον η Επιτροπή αρνείται να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα προκειμένου να αποτρέψει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκύπτουν από το γεγονός ότι στην επιχείρηση British Steel Corporation χορηγήθηκαν κρατικές ενισχύσεις που υπερβαίνουν το ποσό που θα ήταν αναγκαίο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της.

επικουρικώς, την ακύρωση της σιωπηρής επικουρικής αποφάσεως η οποία, δυνάμει του άρθρου 35, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, θεωρείται ότι συνάγεται από τη σιωπή της Επιτροπής επί της αιτήσεως που υπέβαλε προς αυτήν η προσφεύγουσα στις 30 Μαρτίου 1988, με την οποία ζητούσε από την Επιτροπή να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να αποτραπούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκύπτουν από το γεγονός ότι στην επιχείρηση British Steel Corporation χορηγήθηκαν κρατικές ενισχύσεις που υπερβαίνουν το ποσό που θα ήταν αναγκαίο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της.

2

Δυνάμει της αποφάσεως 2320/81/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 7ης Αυγούστου 1981, περί θεσπίσεως κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα ( ΕΕ L 228, σ. 14), και ειδικότερα του άρθρου 8, παράγραφος 3, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 83/399/ΕΚΑΧ, της 29ης Ιουνίου 1983, σχετικά με τις ενισχύσεις που η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου σχεδιάζει να χορηγήσει στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα ( ΕΕ L 227, σ. 36 ). Με την απόφαση αυτή ενέκρινε τη χορήγηση ενισχύσεων στην επιχείρηση British Steel Corporation (στο εξής: BSC), ύψους 1474 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών ( UKL ).

3

Κατά την προαναφερθείσα απόφαση 83/399 της 29ης Ιουνίου 1983, η καταβολή της ενισχύσεως εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις. Η ενισχυόμενη επιχείρηση οφείλει να προβεί σε ορισμένες μειώσεις της παραγωγικής της ικανότητας ( άρθρο 2 ) και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ιδίως στον τομέα των ποσοστώσεων παραγωγής ( άρθρο 4 ). Οι ενισχύσεις δεν καταβάλλονται αν δεν είναι δυνατή η αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχειρήσεως πριν από το τέλος του 1985. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να εξετάσει, μετά από αίτηση της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου στην οποία θα αναφέρεται το ύψος, η μορφή και ο σκοπός των ενισχύσεων προς τη συγκεκριμένη επιχείρηση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 ή ικανός αριθμός των προϋποθέσεων αυτών, καθώς και αν η επιχείρηση έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

4

Η ενίσχυση προς την BSC καταβλήθηκε σε τμήματα τα οποία αποδεσμεύθηκαν διαδοχικά με τρεις αποφάσεις της Επιτροπής (στο εξής: αποφάσεις περί αποδεσμεύσεως), στις 10 Φεβρουαρίου 1984 (355 εκατομμύρια UKL), στις 20 Δεκεμβρίου 1984 (466,6 εκατομμύρια UKL) και στις 24 Δεκεμβρίου 1985 (535 εκατομμύρια UKL), αντιστοίχως. Οι αποφάσεις αυτές απευθύνθηκαν στην Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα.

5

Με έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1988 η προσφεύγουσα απευθύνθηκε στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, και της ζήτησε να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την αποτροπή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού οφειλομένων στο γεγονός ότι η BSC έλαβε ενισχύσεις μεγαλύτερες από εκείνες που ήταν αναγκαίες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της. Με έγγραφο της 26ης Μαΐου 1988 η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση αυτή.

6

Στις 20 Μαΐου 1988 η προσφεύγουσα απηύθυνε νέο έγγραφο στην Επιτροπή με το οποίο την ενημέρωσε για τα πορίσματα πραγματογνωμοσύνης που διεξήχθη κατόπιν αιτήσεως της και της επέστησε την προσοχή επί της υπάρξεως σημαντικής διαφοράς μεταξύ του ποσού των ενισχύσεων που εγκρίθηκαν και του ποσού των ενισχύσεων που πράγματι καταβλήθηκαν στην BSC κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Απριλίου 1980 και 31ης Μαρτίου 1986. Επειδή το από 20 Μαΐου 1988 έγγραφο της προσφεύγουσας διασταυρώθηκε καθ' οδόν με το από 26 Μαΐου 1988 έγγραφο της Επιτροπής, η Επιτροπή απάντησε με νέο έγγραφο της, της 25ης Ιουλίου 1988.

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσεται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι λόγοι και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Επιβάλλεται, καταρχάς, να τονιστεί, ως προς το αντικείμενο της διαφοράς, ότι το κύριο αίτημα της προσφυγής είναι η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της περιλαμβανομένης στο έγγραφο της 26ης Μαΐου 1988, να μη λάβει κανένα μέτρο κατά των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στην BSC οι οποίες, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, είναι παράνομες είτε διότι δεν ήταν αναγκαίες στην επιχείρηση είτε διότι ουδέποτε είχαν εγκριθεί.

Επί του παραδεκτού

9

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, προβάλλει σειρά ενστάσεων απαραδέκτου τόσο ως προς τον λόγο που αναφέρεται στη χορήγηση εγκεκριμένων μεν αλλά μη αναγκαίων ενισχύσεων, όσο και ως προς τον λόγο που αναφέρεται στη χορήγηση μη εγκεκριμένων ενισχύσεων.

10

Επιβάλλεται να εξεταστεί πρώτα το αντικείμενο της αιτήσεως που υποβλήθηκε στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, με το έγγραφο οχλήσεως που της απηύθυνε η προσφεύγουσα στις 30 Μαρτίου 1988.

11

Μεταξύ των αιτημάτων που διατύπωσε η προσφεύγουσα προς την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, και τα οποία συνόψισε στο προαναφερθέν έγγραφο της της 30ής Μαρτίου 1988, περιλαμβάνεται το αίτημα λήψεως όλων των αναγκαίων μέτρων ώστε να αποτραπούν στρεβλώσεις οφειλόμενες στο γεγονός ότι η επιχείρηση BSC έλαβε ενίσχυση μεγαλύτερη από εκείνη που ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της.

12

Προς θεμελίωση της απόψεως της ότι το αίτημα αυτό αναφέρεται τόσο στις μη εγκεκριμένες ενισχύσεις όσο και στις εγκεκριμένες, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι σε παράρτημα του από 30ής Μαρτίου 1988 εγγράφου της αναφέρεται « σε ενισχύσεις που χορηγούνται κατόπιν εγκρίσεως ή ανοχής ».

13

Πρέπει, καταρχάς, να τονιστεί ότι η μνεία αυτή για ενισχύσεις που χορηγούνται κατόπιν εγκρίσεως ή ανοχής γίνεται σε παράγραφο του εν λόγω παραρτήματος που αναφέρεται στο ζήτημα της χορηγήσεως προς την BSC εγκεκριμένων ενισχύσεων.

14

Επιβάλλεται, επίσης, να τονιστεί ότι με το από 30 Μαρτίου 1988 έγγραφο της, περιλαμβανομένου του παραρτήματος, η προσφεύγουσα επιχείρησε να αποδείξει το παράνομο της χορηγήσεως ενισχύσεων εγκεκριμένων από την Επιτροπή. Η απλή μνεία στο εν λόγω παράρτημα για ενισχύσεις που χορηγούνται κατόπιν ανοχής δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η απόφαση που ζητούσε από την Επιτροπή η προσφεύγουσα έπρεπε να αναφέρεται όχι μόνο στις εγκεκριμένες ενισχύσεις αλλά και στις μη εγκεκριμένες.

15

Πράγματι, η προσφεύγουσα έθιξε επί της ουσίας το ζήτημα των μη εγκεκριμένων ενισχύσεων μόνο με το δεύτερο έγγραφο της, της 20ής Μαΐου 1988. Η Επιτροπή απάντησε σχετικώς με το από 25 Ιουλίου 1988 έγγραφο της. Εφόσον το έγγραφο αυτό δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως δεν χωρεί πλέον προσφυγή.

16

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή έλαβε ρητή ή σιωπηρή απορριπτική απόφαση ως προς τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά μη εγκεκριμένων ενισχύσεων.

17

Ελλείψει αντικειμένου, τόσο τα κύρια όσο και τα επικουρικά αιτήματα της προσφυγής, που αφορούν τη χορήγηση μη εγκεκριμένων από την Επιτροπή ενισχύσεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

18

Όσον αφορά τις εγκεκριμένες ενισχύσεις, η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου, ισχυριζόμενη ότι οι τρεις αποφάσεις περί αποδεσμεύσεως δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν καθόσον έχουν ήδη από μακρού παρέλθει οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής.

19

Η προσφεύγουσα αντιτάσσει ότι η προσφυγή αφορά μόνο την άρση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, ζήτημα για το οποίο η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει μέτρα δυνάμει του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, καθόσον οι αποφάσεις περί αποδεσμεύσεως παραβίαζαν τις διατάξεις των προαναφερθεισών αποφάσεων 2320/81 και 83/399.

20

Επιβάλλεται, ωστόσο, να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν προσδιόρισε με ποιο είδος αποφάσεως, εκτός του της ανακλήσεως, ενδεχομένως μερικής, των αποφάσεων περί αποδεσμεύσεως, θα μπορούσε η Επιτροπή να διορθώσει τις συνέπειες της χορηγήσεως ενισχύσεων οι οποίες, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, είναι παράνομες.

21

Συνεπώς, εκείνο που επιδιώκεται στην πράξη με την προσφυγή είναι η αμφισβήτηση των αποφάσεων περί αποδεσμεύσεως, τις οποίες η Επιτροπή εξέδωσε στις 10 Φεβρουαρίου 1984, στις 20 Δεκεμβρίου 1984 και στις 24 Δεκεμβρίου 1985, αντιστοίχως.

22

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως, εναπόκειται στο πρόσωπο που πληροφορήθηκε την ύπαρξη πράξεως που το αφορά να ζητήσει το πλήρες κείμενο εντός εύλογης προθεσμίας, η δε προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει από τη στιγμή που ο τρίτος ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση του περιεχομένου και της αιτιολογίας της συγκεκριμένης πράξεως ώστε να μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος του για άσκηση προσφυγής ( απόφαση της 6ης Ιουλίου 1988, Diliinger Hüttenwerke, σκέψη 14, 236/86, Συλλογή 1988, σ. 3761 ). Κατά την ίδια νομολογία, απόφαση της Επιτροπής, με την οποία χορηγούνται πλεονεκτήματα σε μία ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται, αφορά άμεσα την επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (σκέψη 8).

23

Δεν αμφισβητείται ότι οι αποφάσεις που εγκρίνουν την καταβολή κρατικών ενισχύσεων σε ανταγωνίστριες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλη περιοχή της Κοινότητας αφορούν την προσφεύγουσα, η οποία αποτελεί ένωση, κατά την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, μέλη της οποίας είναι γερμανικές επιχειρήσεις της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα και της οποίας σκοπός είναι να εκπροσωπεί τα κοινά συμφέροντα των μελών της.

24

Επειδή οι αποφάσεις δεν δημοσιεύθηκαν ούτε κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα, επιβάλλεται να εξεταστεί πότε πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτή έλαβε γνώση της υπάρξεως τους και από πότε είχε, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα να ζητήσει το πλήρες κείμενο τους.

25

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η προσφεύγουσα πρέπει οπωσδήποτε να έλαβε γνώση, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του έτους 1986, της υπάρξεως των αποφάσεων περί αποδεσμεύσεως.

26

Πράγματι, οι ισολογισμοί της BSC, ιδίως αυτός που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουλίου 1986, καθώς και η δέκατη τέταρτη και δέκατη πέμπτη έκθεση της Επιτροπής για την πολιτική του ανταγωνισμού, των ετών 1984 και 1985 αντιστοίχως, αποκάλυψαν την ύπαρξη των αποφάσεων περί αποδεσμεύσεως. Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα είχε υπόψη της τους εν λόγω ισολογισμούς. Εξάλλου, οι εκθέσεις για την πολιτική του ανταγωνισμού δημοσιεύονται από την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να έχει πρόσβαση σ' αυτές.

27

Εξάλλου, η Επιτροπή ζήτησε στις 6 Αυγούστου 1985 τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ΕΚΑΧ, στην οποία εκπροσωπείται η προσφεύγουσα, σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα κατά τα έτη 1984-1985 [ έγγραφο COM( 86 ) 235 τελικό ].

28

Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ουδέποτε κατά την ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής πριν από την άσκηση της προσφυγής, την 1η Ιουλίου 1988, ζητήθηκε από την Επιτροπή να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα το κείμενο των αποφάσεων περί αποδεσμεύσεως.

29

Συνεπώς, η εύλογη προθεσμία εντός της οποίας η προσφεύγουσα όφειλε να ζητήσει το πλήρες κείμενο των αποφάσεων περί αποδεσμεύσεως είχε ήδη από μακρού παρέλθει όταν άσκησε την παρούσα προσφυγή.

30

Συνεπώς, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, επιβάλλεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφυγή κατά της αποφάσεως της 26ης Μαΐου 1988, η οποία αναφέρεται στις αποφάσεις περί αποδεσμεύσεως, είναι απαράδεκτη διότι η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 33 της Συνθήκης ΕΚΑΧ για την άσκηση προσφυγών κατά των αποφάσεων περί αποδεσμεύσεως είχε παρέλθει κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρούσας προσφυγής.

31

Δεδομένου ότι η Επιτροπή έλαβε ρητή απορριπτική απόφαση ως προς την αίτηση που υποβλήθηκε στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ με το από 30 Μαρτίου 1988 έγγραφο οχλήσεως της προσφεύγουσας, παρέλκει να εξεταστεί το επικουρικό αίτημα της προσφυγής περί, ενδεχομένης, ακυρώσεως σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.

32

Από τις σκέψεις που προηγήθηκαν προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

33

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα )

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

2)

Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων του παρεμβαίνοντος.

 

Mancini

O'Higgins

Diez de Velasco

Κακούρης

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Δεκεμβρίου 1990.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

G.F. Mancini


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.