61988J0167

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 8ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1989. - ASSOCIATION GENERALE DES PRODUCTEURS DE BLE ET AUTRES CEREALES (AGPB) ΚΑΤΑ OFFICE NATIONAL INTERPROFESSIONNEL DES CEREALES (ONIC). - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: CONSEIL D'ETAT - ΓΑΛΛΙΑ. - ΓΕΩΡΓΙΑ - ΠΟΣΟΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ - ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 167/88.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 01653
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00055
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00067


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Σιτηρά - Ειδικά μέτρα παρεμβάσεως - Διαφοροποίηση ανάλογα με το κράτος μέλος - Διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών ή διάκριση λόγω ιθαγενείας - Δεν συντρέχει - Απονομή αρμοδιότητας στην Επιτροπή

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 7 και 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2 κανονισμός 2727/75 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1143/76 κανονισμοί 1629/77 και 400/86 της Επιτροπής)

2. Πράξεις των οργάνων - Αιτιολογία - Υποχρέωση - Περιεχόμενο - Κανονισμοί

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 190)

Περίληψη


1. Ο κανονισμός 2727/75, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1143/76, παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να θεσπίζει ειδικά μέτρα παρεμβάσεως, ποικίλλοντα ανάλογα με το κράτος μέλος, με γνώμονα την ενδεχομένως αποκλίνουσα εξέλιξη των τιμών αγοράς των σιτηρών στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας.

Ούτε το Συμβούλιο, παρέχοντας τη σχετική εξουσία, ούτε η Επιτροπή, η οποία ακολούθως έκανε χρήση της εξουσίας αυτής προβλέποντας με τον κανονισμό 1629/77 τη δυνατότητα διαφοροποιήσεως για τον αρτοποιήσιμο μαλακό σίτο και θεσπίζοντας το σχετικό μέτρο με τον κανονισμό 400/86, εισήγαγαν διάκριση μεταξύ παραγωγών της Κοινότητας κατά το άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης ή λόγω ιθαγενείας κατά το άρθρο 7 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο στηρίχθηκε σε αντικειμενικό κριτήριο για να επιτρέψει τη διαφορετική μεταχείριση και η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε προφανή πλάνη περί την εκτίμηση κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σ' αυτήν εξουσιών.

2. Η απαιτούμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως. Πρέπει να αφήνει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής - εκδότη της αμφισβητούμενης πράξεως - ώστε να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερόμενους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Δεν μπορεί, πάντως, να απαιτείται να εξειδικεύονται με την αιτιολογία ενός κανονισμού τα διάφορα πραγματικά και νομικά στοιχεία, ενίοτε πολυάριθμα και περίπλοκα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενό του, εφόσον ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνεται στο συστηματικό πλαίσιο του συνόλου του οποίου αποτελεί μέρος.

Διάδικοι


Στην υπόθεση 167/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Conseil d' Etat της Γαλλικής Δημοκρατίας προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Association generale des producteurs de ble et autres cereales (AGPB), Παρίσι,

και

Office national interprofessionnel des cereales (ONIC),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος κοινοτικών κανονισμών περί γεωργίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους O. Due, πρόεδρο, T. F. O' Higgins και F. Grevisse, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida και M. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η ΑGΡΒ, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, από τη δικηγόρο Nicole Coutrelis,

- η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, από τον Regis de Gouttes, κατά την έγγραφη διαδικασία,

- το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από τον J. Delmoly,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από τον P. Hetsch,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 21ης Φεβρουαρίου 1989,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 22ας Απριλίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουνίου 1988, το Conseil d' Etat της Γαλλικής Δημοκρατίας υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος κοινοτικών κανονισμών περί γεωργίας.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε όταν η Association generale des producteurs de ble et autres cereales (εφεξής: ΑGΡΒ), με έδρα το Παρίσι, υπέβαλε στο Conseil d' Etat αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως του Office national interprofessionnel des cereales (εφεξής: ΟΝΙC), με την οποία είχε οριστεί, δυνάμει κοινοτικών κανονισμών περί γεωργίας, ποσοστό μειώσεως 88,23 % στις ποσότητες μαλακού σίτου που προσέφεραν στην παρέμβαση οι γάλλοι παραγωγοί.

3 Το άρθρο 8 του κανονισμού 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1143/76, της 17ης Μαΐου 1976 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 95), προβλέπει, αφενός μεν, με την πρώτη παράγραφο, τη δυνατότητα θεσπίσεως ιδιαιτέρων μέτρων παρεμβάσεως που αφορούν σιτηρά ορισμένων περιοχών της Κοινότητας, για τα οποία υφίσταται κίνδυνος μαζικής προσφοράς στην παρέμβαση, αφετέρου δε, με την παράγραφο 2, τη δυνατότητα λήψεως ειδικών μέτρων παρεμβάσεως για το μαλακό αρτοποιήσιμο σίτο προς στήριξη της αναπτύξεως της αγοράς του προϊόντος αυτού σε σχέση με το επίπεδο της κοινοτικής τιμής αναγωγής.

4 Ο κανονισμός 1146/76 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1976, περί των ειδικών και ιδιαιτέρων μέτρων παρεμβάσεως στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 102), ο οποίος θεσπίστηκε κατ' εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 2727/75, ορίζει στο άρθρο 1 ότι τα ιδιαίτερα μέτρα παρεμβάσεως μπορούν να ληφθούν όταν η εξέλιξη των τιμών της αγοράς σε μία ή περισσότερες περιοχές της Κοινότητας σημειώνει κάμψη ή εμφανίζει βραδύτητα, λόγω των οποίων, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο της συγκομιδής ή των περιφερειακών αποθεμάτων και της γεωγραφικής τους καταστάσεως, υπάρχει κίνδυνος οι αρμόδιοι οργανισμοί παρεμβάσεως να αναγκαστούν να προβούν σε σημαντικές αγορές στην παρέμβαση.

5 Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του προαναφερθέντος κανονισμού 2727/75, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 1629/77, της 20ής Ιουλίου 1977, περί λεπτομερειών εφαρμογής των ειδικών μέτρων παρεμβάσεως που προορίζονται για τη συγκράτηση ((στήριξη)) της αναπτύξεως της αγοράς του προς αρτοποίηση μαλακού σίτου (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/018, σ. 223).

6 Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού ορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορούν να ληφθούν τα εν λόγω μέτρα και συγκεκριμένα:

- την κατάσταση και τις προοπτικές εξελίξεως των διαθεσίμων στην αγορά της Κοινότητας σιτηρών,

- τις προοπτικές εισαγωγής σιτηρών και εξαγωγής μαλακού σίτου,

- την εξέλιξη των τιμών του προς αρτοποίηση μαλακού σίτου στις πλέον αντιπροσωπευτικές τοποθεσίες ((αγορές)) της Κοινότητας.

7 Τα ειδικά μέτρα πρέπει, βάσει του άρθρου 3 του ιδίου κανονισμού, να προσδιορίζουν ιδίως την ποιότητα και ποσότητα των εν λόγω δημητριακών, το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής και ενδεχομένως τη διάρκεια ισχύος τους.

8 Στηριζόμενη στις εν λόγω διατάξεις, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 400/86, της 21ης Φεβρουαρίου 1986, περί εφαρμογής ειδικού μέτρου παρεμβάσεως για το μαλακό σίτο αρτοποιήσιμης ποιότητας (ΕΕ L 45, σ. 22). Οι εθνικοί οργανισμοί παρεμβάσεως αγοράζουν, δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού αυτού, τις ποσότητες μαλακού σίτου που τους προσφέρονται στην τιμή παρεμβάσεως που ίσχυε για την περίοδο εμπορίας 1985/86, αυξημένη κατά 5 %, μέχρι τις προβλεπόμενες για κάθε κράτος μέλος ποσότητες, και συγκεκριμένα για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέχρι 1 000 000 τόνους και για τη Γαλλική Δημοκρατία μέχρι 200 000 τόνους. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού, σε περίπτωση κατά την οποία η συνολικά προσφερόμενη ποσότητα υπερβαίνει την προβλεπόμενη, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη καθορίζουν αμελλητί το ποσοστό μειώσεως που πρέπει να ισχύσει για τις παραληφθείσες προσφορές.

9 Επειδή το σύνολο των ποσοτήτων που προσέφεραν οι γάλλοι παραγωγοί, δυνάμει του προβλεπόμενου στον προαναφερθέντα κανονισμό 400/86 ειδικού μέτρου παρεμβάσεως, ανήλθε συνολικά σε 1 699 740 τόνους, ο ΟΝΙC αναγκάστηκε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του ιδίου κανονισμού, να καθορίσει ποσοστό μειώσεως 88,23 % για όλες τις προσφορές. Αντίθετα, ο οργανισμός παρεμβάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όρισε, με βάση τις προσφερθείσες ποσότητες, ποσοστό μειώσεως 2,55 %.

10 Η ΑGΡΒ προσέβαλε ενώπιον του Conseil d' Etat την απόφαση του ΟΝΙC, ισχυριζόμενη ότι το ειδικό μέτρο παρεμβάσεως που καθιέρωσε ο κανονισμός 400/86 παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων των άρθρων 7 και 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ και ότι, αν κρινόταν σύμφωνο προς τις διατάξεις περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών, τότε οι σχετικές διατάξεις θα έπρεπε επίσης να ακυρωθούν βάσει της ιδίας αρχής. Εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 400/86 στηρίζεται σε εσφαλμένη αιτιολογία.

11 Εκτιμώντας ότι η εν λόγω αμφισβήτηση είναι σοβαρή, το Conseil d' Etat αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί του ακολούθου ερωτήματος:

"Αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 7, 40, παράγραφος 3, και 190 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ο κανονισμός 400/86, της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 1986, καθώς και οι κανονισμοί 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, 1146/76 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1976, και 1629/77 της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1977;"

12 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως στην κύρια δίκη, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

13 'Οπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους του κανονισμού 400/86 που προαναφέρθηκε και, στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίλυση του ζητήματος αυτού, επί του κύρους του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2727/75, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 1146/76 και το άρθρο 3 του κανονισμού 1629/77, στον οποίο, κατά την άποψη της ΑGΡΒ, στηρίζεται ο κανονισμός 400/86.

14 Για να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου, πρέπει προηγουμένως να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η Επιτροπή ήταν τουλάχιστον αρμόδια, βάσει του κανονισμού 2727/75, να θεσπίσει τα ειδικά μέτρα παρεμβάσεως που ποικίλλουν ανάλογα με το κράτος μέλος.

Επί της αρμοδιότητας της Επιτροπής

15 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε, ιδίως, απόφαση της 11ης Μαρτίου 1987 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 279, 280, 285 και 286/84, Rau και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1069), η εκτελεστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής επιδέχεται ευρεία ερμηνεία. Επειδή η Επιτροπή είναι η μόνη που παρακολουθεί διαρκώς και με προσοχή την εξέλιξη των γεωργικών αγορών και ενεργεί με την ταχύτητα που απαιτεί η κατάσταση, το Συμβούλιο μπορεί να οδηγηθεί να της αναθέσει στον τομέα αυτό ευρείες εξουσίες εκτιμήσεως και δράσεως. Στην περίπτωση αυτή, τα όρια της εν λόγω αρμοδιότητας πρέπει να κριθούν ιδίως υπό το πρίσμα των ουσιωδών γενικών στόχων της κοινής οργανώσεως της αγοράς.

16 Προφανώς, η διαφοροποίηση των ειδικών μέτρων παρεμβάσεως με γνώμονα την ενδεχομένως αποκλίνουσα εξέλιξη των τιμών αγοράς του αρτοποιήσιμου μαλακού σίτου στα διάφορα κράτη μέλη δεν αντιστρατεύεται τον επιδιωκόμενο με τα εν λόγω μέτρα στόχο και συγκεκριμένα τη στήριξη των τιμών αυτών σε σχέση με την ενιαία κοινοτική τιμή αναγωγής.

17 Πράγματι, καίτοι ο τροποποιηθείς κανονισμός 2727/75 κατάργησε, όπως αναφέρεται στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1143/76, τον περιφερειακό χαρακτήρα των τιμών του μαλακού σίτου, αντικαθιστώντας τον με καθεστώς παρεμβάσεως σε επίπεδο ενιαίας τιμής για την Κοινότητα, από την οικονομία των διατάξεών του δεν προκύπτει ότι με τον τρόπο αυτό απέκλεισε από την Επιτροπή τη δυνατότητα θεσπίσεως των ειδικών μέτρων παρεμβάσεως που ποικίλλουν ανάλογα με το κράτος μέλος.

18 Αντίθετα, όπως προκύπτει από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος κανονισμού 1143/76, το Συμβούλιο προέβλεψε τη λήψη ιδιαιτέρων και ειδικών μέτρων παρεμβάσεως, υπογραμμίζοντας ότι είναι δυνατόν να προκαλέσουν σε ορισμένες περιοχές της Κοινότητας και προσωρινά εξέλιξη των τιμών αγοράς διαφορετική από εκείνη που παρατηρείται στην υπόλοιπη Κοινότητα.

19 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το άρθρο 8 του τροποποιηθέντος κανονισμού 2727/75 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκλείει το ενδεχόμενο θεσπίσεως εκ μέρους της Επιτροπής ειδικών μέτρων που ποικίλλουν ανάλογα με το κράτος μέλος, έστω και αν το ενδεχόμενο αυτό προβλέφθηκε ρητά μόνον όσον αφορά τη λήψη ιδιαιτέρων μέτρων.

20 Εξάλλου, παρόμοια ερμηνεία θα υποχρέωνε την Επιτροπή να θεσπίσει ειδικά μέτρα, εφαρμοζόμενα στο σύνολο της Κοινότητας, εμποδίζοντάς την με τον τρόπο αυτό να προσαρμόζει τα μέτρα στηρίξεως των τιμών στις πραγματικές ειδικές ανάγκες αποκλειστικά των οικείων εθνικών αγορών, τη στιγμή κατά την οποία η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του ενδεδειγμένου και του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

21 Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια τόσο για να προσδιορίσει με το άρθρο 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 1629/77 τη δυνατότητα γεωγραφικής διαφοροποιήσεως των ειδικών μέτρων όσο και για να θεσπίσει συγκεκριμένως με τον προαναφερθέντα κανονισμό 400/86 το διαφοροποιημένο ειδικό μέτρο που αμφισβητείται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

Επί της μη τηρήσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

22 Εκείνο που πρέπει να εξεταστεί είναι αν ο τροποποιηθείς κανονισμός 2727/75 αντίκειται προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην Επιτροπή να θεσπίζει διαφοροποιημένα ειδικά μέτρα.

23 'Οπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο (βλέπε, ιδίως, απόφαση της 17ης Ιουνίου 1987 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 424 και 425/85, Frico, Συλλογή 1987, σ. 2755), η εξαγγελλόμενη με το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ απαγόρευση των διακρίσεων, ως συγκεκριμένη έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας, δεν αποκλείει παρεμφερείς καταστάσεις να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως, όταν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

24 Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε (βλέπε απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974 στην υπόθεση 11/74, Union des minotiers de la champagne κατά Γαλλικής Κυβερνήσεως, Rec. 1974, σ. 877) ότι το σύστημα που ίσχυε πριν από την καθιέρωση της ενιαίας κοινοτικής τιμής και συνίστατο σε περιφερειακές τιμές παρεμβάσεως ανά ζώνη παραγωγής δεν εισήγαγε δυσμενή διάκριση υπό την έννοια ότι είχε θεσπιστεί με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια που προσιδίαζαν στην κοινή ρύθμιση της αγοράς.

25 Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο δεν εφάρμοσε αντικειμενικό κριτήριο, παρέχοντας με τον τροποποιηθέντα κανονισμό 2727/75 στην Επιτροπή την εξουσία θεσπίσεως διαφοροποιημένων ειδικών μέτρων παρεμβάσεως, εφόσον για τις εθνικές τιμές αγοράς του αρτοποιήσιμου μαλακού σίτου υφίσταται κίνδυνος να μην εξελίσσονται πλέον κανονικά σε σχέση με το επίπεδο της κοινοτικής τιμής αναγωγής.

26 Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο τροποποιηθείς κανονισμός 2727/75 αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ των παραγωγών της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ή λόγω ιθαγενείας κατά την έννοια του άρθρου 7 της Συνθήκης.

27 Εξάλλου, επειδή το άρθρο 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 1146/76 δεν αφορά το ενδεχόμενο διαφοροποιήσεως των ειδικών μέτρων παρεμβάσεως ανάλογα με το κράτος μέλος, το κύρος του δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

28 Πρέπει περαιτέρω να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθορίζοντας με τον προαναφερθέντα κανονισμό 400/86, όσον αφορά την ανάληψη σε παρέμβαση του αρτοποιήσιμου μαλακού σίτου, ποσοστώσεις για τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους.

29 Πρέπει να τονιστεί ότι, όταν πρόκειται για την εκτίμηση μιας περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως, η Επιτροπή διαθέτει συναφώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ότι, όταν ελέγχει τη νομιμότητα κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, το Δικαστήριο οφείλει να περιορίζεται στην εξέταση του αν η πράξη της οποίας αμφισβητείται το κύρος πάσχει ιδίως προφανή πλάνη περί την εκτίμηση (βλέπε απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1979 στην υπόθεση 98/78, Racke, Rec. 1979, σ. 69).

30 Δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή θέσπισε το επίδικο μέτρο στηριζόμενη κατ' ουσίαν στις διαφορές μεταξύ των εγχωρίων τιμών αγοράς και διαθέσεως του αρτοποιήσιμου μαλακού σίτου, που διαπιστώθηκαν ιδίως μεταξύ της γαλλικής και της γερμανικής αγοράς κατά τη διάρκεια των μηνών που προηγήθηκαν της λήψεως του εν λόγω μέτρου. Κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, δεν αμφισβητήθηκε ότι οι δυνατότητες διαθέσεως του αρτοποιήσιμου μαλακού σίτου στη γαλλική αγορά ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που παρατηρήθηκαν στη γερμανική αγορά.

31 Εξάλλου, παρά την ελάχιστη απόκλιση μεταξύ των τιμών της γερμανικής και της γαλλικής αγοράς, δεν φαίνεται ότι η Επιτροπή υπερεκτίμησε προδήλως την τελευταία για την κατανομή των ποσοτήτων που γίνονται δεκτές στην παρέμβαση. Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι η Επιτροπή ισχυρίστηκε, χωρίς να διαψευστεί, ότι τον Ιανουάριο του 1986 οι γαλλικές αρχές είχαν εκδηλώσει την πρόθεση να μειώσουν τις κατεχόμενες από τον οργανισμό παρεμβάσεως ποσότητες αρτοποιήσιμου μαλακού σίτου, διαθέτοντας ένα μέρος τους προς πώληση, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να θεωρήσει, χωρίς να έχει υποπέσει σε προφανή πλάνη, ότι η ανάγκη στηρίξεως των τιμών κατέστη επιτακτικότερη για τη γερμανική απ' ό,τι για τη γαλλική αγορά.

32 Τέλος, η πτώση της γαλλικής τιμής αγοράς και η άνοδος της γερμανικής τιμής που επισυνέβησαν μετά τη λήψη του επίδικου μέτρου, καθώς και η σημαντική απόκλιση μεταξύ των ποσοστών αρτοποιήσιμου μαλακού σίτου που γίνονται δεκτά στην παρέμβαση και έχουν διαπιστωθεί αντίστοιχα στη γαλλική και γερμανική αγορά δεν επαρκούν αφεαυτών για να οδηγήσουν στην ακυρότητα του επίδικου μέτρου, αν ληφθεί υπόψη ο περίπλοκος χαρακτήρας των συμφυών με το μέτρο οικονομικών προβλέψεων.

33 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι επίδικοι κανονισμοί δεν συνιστά διάκριση μεταξύ των παραγωγών της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ή διάκριση λόγω ιθαγενείας κατά την έννοια του άρθρου 7 της Συνθήκης.

Επί της αιτιολογίας του κανονισμού 400/86

34 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, που επιβεβαιώνει, ιδίως, η απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986 (υπόθεση 250/84, Eridania, Συλλογή 1986, σ. 117), η απαιτούμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως. Πρέπει να αφήνει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής - εκδότης της αμφισβητούμενης πράξεως - ώστε να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Δεν μπορεί, πάντως, να απαιτείται να εξειδικεύονται με την αιτιολογία ενός κανονισμού τα διάφορα πραγματικά και νομικά στοιχεία, ενίοτε πολυάριθμα και περίπλοκα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενό του, εφόσον ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνεται στο συστηματικό πλαίσιο του συνόλου του οποίου αποτελεί μέρος.

35 Ο προαναφερθείς κανονισμός 400/86, ο οποίος δεν εντάσσεται στο νομοθετικό πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αγοράς σιτηρών, ανταποκρίνεται στην απαιτούμενη από το Δικαστήριο αιτιολογία, εφόσον αναφέρεται στην εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την κατάσταση της αγοράς και τα ουσιώδη κριτήρια εκτιμήσεως - επίπεδο των τιμών αγοράς και δυνατότητες διαθέσεως - που συνυπολογίστηκαν για τον καθορισμό των διαφοροποιημένων ποσοτικών ορίων αγοράς.

36 Για όλους τους παραπάνω λόγους, η απάντηση που προσήκει είναι ότι από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος των κανονισμών στους οποίους αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

37 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η γαλλική κυβέρνηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 22ας Απριλίου 1988 το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλικής Δημοκρατίας, αποφαίνεται:

Από την εξέταση του ερωτήματος που υπέβαλε το Conseil d' Etat της Γαλλικής Δημοκρατίας δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος των κανονισμών στους οποίους αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο.