ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C- 143/88 ( *1 )

Περιεχόμενα

 

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

 

Α — Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

 

1. Ο βασικός κανονισμός

 

2. 0 κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης

 

3. Ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης

 

4. Οι μεταγενέστεροι κανονισμοί

 

Β — Τα πραγματικά περιστατικά και η εξέλιξη της κύριας δίκης

 

1. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

 

2. Τα προδικαστικά ερωτήματα

 

α) Ως προς την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, όταν αποφαίνονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να αναστέλλουν την εκτέλεση εθνικής διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε βάσει κοινοτικού κανονισμού

 

β) Ως προς ης προϋποθέσεις χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε βάσει κοινοτικού κανονισμού

 

γ) Ως προς το κύρος του κανονισμού που επιβάλλει την ειδική εισφορά απορρόφησης...

 

— Επί του λόγου που αναφέρεται στην παραβίαση της διαδικασίας που θεσπίζει το άρθρο 201 της Συνθήκης ΕΟΚ

 

— Επί του λόγου που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομική ισχύος

 

Γ — Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

 

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

 

Α — Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος ( αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, όταν αποφαίνονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να αναστέλλουν την εκτέλεση εθνικής διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε βάσει κοινοτικού κανονισμού )

 

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

 

2. Η άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως

 

3. Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

 

4. Η άποψη του Συμβουλίου

 

5. Η άποψη της Επιτροπής

 

Β — Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος ( προϋποθέσεις χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε βάσει κοινοτικού κανονισμού )

 

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

 

2. Η άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως

 

3. Η άποψη της Επιτροπής

 

Γ — Επί του δευτέρου ερωτήματος ( κύρος του κανονισμού που επιβάλλει την ειδική εισφορά απορρόφησης)

 

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

 

α) Λόγος που αναφέρεται στην παραβίαση της διαδικασίας του άρθρου 201 της Συνθήκης ΕΟΚ

 

β) Λόγος που αναφέρεται στο ασυμβίβαστο του κανονισμού 1914/87 με τον βασικό κανονισμό

 

γ) Λόγος που αναφέρεται στην απαγόρευση επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους άσχετους προς τη συγκεκριμένη οργάνωση αγοράς ή της επιβαρύνσεως του με μη εύλογα οικονομικά βάρη

 

δ) Λόγος που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος

 

ε) Λόγος που αναφέρεται σε δυσμενή διάκριση

 

στ) Λόγος που αναφέρεται σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων

 

ζ) Λόγος που αναφέρεται σε κατάχρηση εξουσίας

 

η) Λόγος που αναφέρεται στις θεμελιώδεις αρχές του γερμανικού δημοσίου δικαίου περί εισπράξεως φόρων

 

2. Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

 

α) Ως προς τον λόγο που αναφέρεται στην παραβίαση της διαδικασίας του άρθρου 201 της Συνθήκης ΕΟΚ

 

β) Ως προς τον λόγο που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος

 

3. Η άποψη του Συμβουλίου

 

4. Η άποψη της Επιτροπής

 

III — Απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το Δικαστήριο

 

Α — Ερωτήματα που υποβλήθηκαν στη Zuckerfabrik Süderdithmarschen

 

Β — Ερώτημα που υποβλήθηκε στην Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου

 

Γ — Ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο

 

Δ — Ερώτημα που υποβλήθηκε στην Επιτροπή

I — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

A — Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

1. Ο βασικός κανονισμός

Η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα της ζάχαρης διέπεται από τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1785/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981 ( ΕΕ L 177, σ. 4, στο εξής: βασικός κανονισμός ).

Η κατάσταση της Κοινότητας στον τομέα της ζάχαρης χαρακτηρίζεται από διαρθρωτικά πλεονάσματα. Για να περιοριστεί η παραγωγή ζάχαρης, ο βασικός κανονισμός προβλέπει την επιβολή ποσοστώσεων παραγωγής στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης.

Προς τούτο, το άρθρο 24 του βασικού κανονισμού καθορίζει, για κάθε περιφέρεια παραγωγής ( που συμπίπτει κατά βάση με την επικράτεια των κρατών μελών), βασική ποσότητα Α και βασική ποσότητα Β.

Οι βασικές αυτές ποσότητες αφορούν κάθε φορά μία ετήσια περίοδο εμπορίας. Οι περίοδοι εμπορίας αρχίζουν την 1η Ιουλίου ενός έτους και λήγουν στις 30 Ιουνίου του επομένου έτους.

Οι βασικές ποσότητες Α και οι βασικές ποσότητες Β που χορηγούνται σε κάθε περιοχή παραγωγής καθορίζονται μετά από πολιτική διαπραγμάτευση.

Τα κράτη μέλη κατανέμουν στις επιχειρήσεις τη βασική ποσότητα Α που τους έχει χορηγηθεί, υπό μορφή ποσοστώσεων Α, και τη βασική ποσότητα Β, υπό μορφή ποσοστώσεων Β.

Το σύνολο των ποσοστώσεων Α που χορηγούνται ανά περίοδο εμπορίας αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στη ζάχαρη που καταναλίσκεται για ανθρώπινη διατροφή στην Κοινότητα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εμπορίας. Προκειμένου να καθοριστεί η ποσότητα Α μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως, λαμβάνεται ιδίως υπόψη η μέση ετήσια παραγωγή της σε ορισμένες προγενέστερες περιόδους εμπορίας. Η ποσόστωση Β των επιχειρήσεων υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου της υψηλότερης παραγωγής που πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων εμπορίας 1975/1976 έως 1979/1980 και δεν μπορεί να είναι κατώτερη του 10 ο/ο της ποσοστώσεως Α ( άρθρο 24 του βασικού κανονισμού ).

Η ζάχαρη που παράγεται βάσει των ποσοστώσεων Α ( ζάχαρη Α ) και εκείνη που παράγεται βάσει των ποσοστώσεων Β ( ζάχαρη Β ) αποτελούν το ίδιο προϊόν. Ωστόσο, το εφαρμοζόμενο νομικό καθεστώς διαφέρει σε ορισμένα σημεία ανάλογα με το αν η παραγωγή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Α ή στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Β.

Η ζάχαρη Α και η ζάχαρη Β μπορούν να διατεθούν ελεύθερα στο εμπόριο εντός της Κοινότητας. Στο πλαίσιο αυτό διασφαλίζεται η τιμή και η διάθεση τους βάσει ενός συστήματος παρεμβάσεως. Μπορούν επίσης να εξαχθούν. Εάν η τιμή παρεμβάσεως είναι ανώτερη από την τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά, η διαφορά καλύπτεται με μια επιστροφή κατά την εξαγωγή. Για κάθε χιλιόγραμμο ζάχαρης που εξάγουν, οι επιχειρήσεις παραγωγής εισπράττουν ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ των δύο τιμών. Εάν η τιμή παρεμβάσεως είναι κατώτερη από την τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά, καταβάλλεται εισφορά. Για κάθε χιλιόγραμμο ζάχαρης που εξάγουν, οι επιχειρήσεις παραγωγής οφείλουν να καταβάλουν ποσό Ισο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής παρεμβάσεως και της τιμής στη διεθνή αγορά, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι ανώτερη.

Για τη ζάχαρη που παράγεται πέραν των ποσοστώσεων Α και Β μιας επιχειρήσεως ( καλούμενη « ζάχαρη Γ » ) δεν προβλέπεται σύστημα παρεμβάσεως. Πρέπει να εξαχθεί εκτός Κοινότητας χωρίς να χορηγείται γι' αυτήν επιστροφή κατά την εξαγωγή.

Στην πράξη, η τιμή παρεμβάσεως είναι πάντοτε ανώτερη από την τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά. Δεδομένου ότι είναι δυνατή η παραγωγή, εντός των ορίων των ποσοστώσεων Β, ποσοτήτων ζάχαρης που υπερβαίνουν την εντός της Κοινότητας κατανάλωση, για τις οποίες χορηγούνται επιστροφές κατά την εξαγωγή, η Κοινότητα επιβαρύνεται σημαντικά λόγω της καταβολής επιστροφών κατά την εξαγωγή.

Οι επιστροφές αυτές χρηματοδοτούνται, καταρχάς, από τα κονδύλια του κοινοτικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, ο βασικός κανονισμός προβλέπει σύστημα εισφορών κατά την παραγωγή, βάσει του οποίου μπορούν να μετακυλιστούν πλήρως στον συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας οι επιβαρύνσεις που συνεπάγεται για την Κοινότητα η εξαγωγή ζάχαρης. Σχετικώς με το σύστημα αυτό στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού τονίζεται ότι σκοπός του είναι « να διασφαλιστεί με δίκαιο αλλά αποτελεσματικό τρόπο η συνολική χρηματοδότηση από τους ίδιους τους παραγωγούς των εξόδων για τη διάθεση των πλεονασμάτων που προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ της παραγωγής της Κοινότητας και της καταναλώσεως της ».

Το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού καθορίζει το σύστημα εισφορών με τις οποίες επιδιώκεται η επίτευξη αυτού του σκοπού. Οι εισφορές αυτές πλήττουν κατά τρόπο διαφορετικό την παραγωγή της ζάχαρης Α και την παραγωγή της ζάχαρης Β.

Πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου εμπορίας εκτιμάται η προβλεπόμενη συνολική ζημία. Η ζημία αυτή είναι ίση με την προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των επιστροφών που πρόκειται να καταβληθούν και του ποσού των εισφορών που πρόκειται να εισπραχθούν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας.

Οι παραγωγοί ζάχαρης οφείλουν να καταβάλουν δύο εισφορές για την κάλυψη της προβλεπόμενης συνολικής ζημίας, δηλαδή μία εισφορά επί της βασικής παραγωγής και μία εισφορά Β.

Η εισφορά επί της βασικής παραγωγής εισπράττεται επί της παραγωγής ζάχαρης Α και επί της παραγωγής ζάχαρης Β. Περιορίζεται στο 2 0/0 της τιμής παρεμβάσεως της λευκής ζάχαρης.

Όταν η εισφορά επί της βασικής παραγωγής δεν επαρκεί για την κάλυψη της προβλεπόμενης συνολικής ζημίας, εισπράττεται η εισφορά Β, η οποία επιβάλλεται αποκλειστικώς επί της παραγωγής ζάχαρης Β. Η εισφορά αυτή περιορίζεται, καταρχήν, στο 30 ο/ο της τιμής παρεμβάσεως της λευκής ζάχαρης. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 37,5 ο/ο όταν η εισφορά επί της βασικής παραγωγής και η εισφορά Β, η οποία περιορίζεται στο 30 ο/ο, δεν αρκούν για την πλήρη κάλυψη της προβλεπόμενης συνολικής ζημίας.

Ο βασικός κανονισμός προβλέπει μία ορισμένη μετακύλιση των δύο εισφορών επί των παραγωγών τεύτλων. Η μετακύλιση αυτή επιτυγχάνεται μέσω του καθορισμού βασικών τιμών για τα τεύτλα, καθώς και μέσω μειώσεως της ελαχίστης τιμής για τα τεύτλα που οφείλουν να καταβάλουν οι παραγωγοί ζάχαρης στους παραγωγούς τεύτλων (άρθρα 4 και 5 του βασικού κανονισμού ).

2. Ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης

Δυνάμει του άρθρου 23 του βασικού κανονισμού το ανωτέρω σύστημα ποσοστώσεων εφαρμόστηκε στις περιόδους εμπορίας 1981/1982 έως 1985/1986.

Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής διαπιστώθηκε ότι οι εισφορές που επέβαλε ο βασικός κανονισμός ήταν εντελώς ανεπαρκείς για τη διασφάλιση της πλήρους αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα. Πράγματι, μολονότι οι εισφορές αυτές επιβλήθηκαν με τον μεγαλύτερο συντελεστή που επέτρεπε ο βασικός κανονισμός, διά της αυξήσεως, ιδίως, του ανωτάτου ορίου της εισφοράς Β από 30 σε 37,5 ο/ο, διαπιστώθηκε έλλειμμα 400 εκατομμυρίων ECU κατά τη λήξη της περιόδου 1981/1982 έως 1985/1986.

Στις 24 Μαρτίου 1986, το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 934/86, για την τροποποίηση του κανονισμού 1785/81 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης ( ΕΕ L 87, σ. 1, στο εξής: κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης ).

Με τον κανονισμό αυτό παρατάθηκε η ισχύς του συστήματος ποσοστώσεων και εισφορών που είχε θεσπίσει ο βασικός κανονισμός για τις περιόδους εμπορίας 1986/1987 έως 1990/1991. Κατά συνέπεια, οι παραγωγοί ζάχαρης όφειλαν να καταβάλουν την εισφορά επί της βασικής παραγωγής και την εισφορά Β κατά τις πέντε αυτές συμπληρωματικές περιόδους εμπορίας.

Εξάλλου, με τον νέο κανονισμό προστέθηκε στον βασικό κανονισμό το άρθρο 32α το οποίο προβλέπει, παράλληλα με τις δύο ήδη υφιστάμενες εισφορές, συμπληρωματική εισφορά με την ονομασία « εισφορά απορρόφησης ». Σκοπός της είναι η απορρόφηση, κατά 80 εκατομμύρια ECU ανά περίοδο εμπορίας, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 1986/1987 έως 1990/1991, του ελλείμματος των 400 εκατομμυρίων ECU που διαπιστώθηκε κατά τη λήξη της περιόδου 1981/1982 έως 1985/1986.

Όπως συνάγεται από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, διαπιστώθηκε ότι ήταν πρακτικώς αδύνατον να διαφοροποιηθεί το ποσό της νέας εισφοράς ανάλογα με τη συμμετοχή των γεωργικών παραγωγών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων στη δημιουργία του ελλείμματος, λόγω των διαρθρωτικών εξελίξεων της παραγωγικής διαδικασίας στον τομέα αυτό κατά τα τελευταία πέντε έτη ( υπονοείται σχετικώς η εξαφάνιση ορισμένων παραγωγικών επιχειρήσεων λόγω πτωχεύσεων, θανάτων κ.λπ. ). Κρίθηκε ότι η μόνη δυνατή λύση ήταν η διαφοροποίηση της εισφοράς ανάλογα με τις περιφέρειες παραγωγής.

Κατά συνέπεια, με το άρθρο 32α καθορίστηκαν, για κάθε περιοχή παραγωγής, τα ποσά που οφείλουν να καταβάλουν οι παραγωγοί ζάχαρης, ως εισφορά απορρόφησης, για την παραγωγή εκατό χιλιόγραμμων λευκής ζάχαρης. Δεν έγινε καμία διάκριση ανάλογα με το αν η παραγωγή προερχόταν από την ποσόστωση Α ή από την ποσόστωση Β της επιχειρήσεως.

Κατά το άρθρο 32α οι παραγωγοί ζάχαρης μπορούν να ζητήσουν από τους πωλητές τεύτλων την απόδοση του 60 ο/ο της εισφοράς απορρόφησης.

3. Ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης

Η περίοδος εμπορίας 1986/1987 έληξε στις 30 Ιουνίου 1987. Διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής και μόνο δημιουργήθηκε πρόσθετο έλλειμμα της τάξεως των 227 εκατομμυρίων ECU. Δηλαδή το έλλειμμα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής υπερέβαινε το ήμισυ του ελλείμματος που είχε δημιουργηθεί κατά τις πέντε προηγούμενες περιόδους.

Για τον λόγο αυτό το Συμβούλιο θέσπισε, στις 2 Ιουλίου 1987, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1914/87, για την καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 (ΕΕ L 183, σ. 5, στο εξής: κανονισμός περί επιβολής ειδικής εισφοράς απορρόφησης ). Το κύρος αυτού του κανονισμού αμφισβητείται στο πλαίσιο των δύο προκειμένων προδικαστικών υποθέσεων.

Όπως ο βασικός κανονισμός και ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης. Κατά την εν λόγω διάταξη το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Αντιθέτως προς τον κανονισμό 934/86, περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ο νέος κανονισμός δεν τροποποιεί τον βασικό κανονισμό. Σε πολλά σημεία του, ωστόσο, αναφέρεται στον τελευταίο αυτό κανονισμό, τόσο στις αιτιολογικές του σκέψεις όσο και στις διατάξεις που θεσπίζει.

Σκοπός της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι η πλήρης απορρόφηση του τμήματος εκείνου της συνολικής ζημίας που προέκυψε από την περίοδο εμπορίας 1986/1987, το οποίο δεν έχει καλυφθεί από το προϊόν των εισφορών που επιβλήθηκαν με τον βασικό κανονισμό (εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β ).

Η εισφορά υπολογίζεται, για κάθε παραγωγό ζάχαρης, διά της επιβολής, επί του ποσού των εισφορών που οφείλει να καταβάλει βάσει του βασικού κανονισμού, ενός ορισμένου συντελεστή για την περίοδο εμπορίας 1986/1987. Ο συντελεστής αυτός είναι ίδιος για όλη την Κοινότητα. Υπολογίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτεται πλήρως το μέρος της ζημίας που απομένει να απορροφηθεί για την εν λόγω περίοδο εμπορίας. Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3061/87 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1987, για τον καθορισμό του συντελεστή υπολογισμού της ειδικής εισφοράς απορρόφησης για την περίοδο εμπορίας 1986/87 στον τομέα της ζάχαρης ( ΕΕ L 290, σ. 10 ), ο συντελεστής καθορίστηκε σε 0,38873.

Όπως και ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης ορίζει ότι οι παραγωγοί ζάχαρης μπορούν να ζητήσουν από τους πωλητές τεύτλων την απόδοση του 60 ο/ο της εισφοράς που επιβάλλει. Η απόδοση αυτή μπορεί να γίνει με αντίστοιχη μείωση της τιμής που καταβάλλεται για τα παραδιδόμενα τεύτλα, είτε στο πλαίσιο της περιόδου εμπορίας 1986/1987 είτε στο πλαίσιο της επόμενης περιόδου εμπορίας.

Όπως συνάγεται από τα ανωτέρω, οι παραγωγοί ζάχαρης εβαρύνοντο με εισφορές τριών τύπων κατά την περίοδο εμπορίας 1986/1987: με τις εισφορές που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός (εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β ), με την εισφορά απορρόφησης που σκοπός της ήταν να καλύψει, μέχρι του ύψους των 80 εκατομμυρίων ECU, τη ζημία που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια των περιόδων 1981/1982 έως 1985/1986, και, τέλος, με την ειδική εισφορά απορρόφησης που αποσκοπούσε στην κάλυψη ζημίας 227 εκατομμυρίων ECU που προέκυψε από την περίοδο εμπορίας 1986/1987, ζημία η οποία δεν είχε απορροφηθεί με τις εισφορές που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός.

4. Οι μεταγενέστεροι κανονισμοί

Μετά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα των σημερινών υποθέσεων, το Συμβούλιο θέσπισε, επίσης βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης, δύο ακόμη κανονισμούς σχετικούς με το σύστημα εισφορών στον τομέα της ζάχαρης.

Με τον ένα από τους κανονισμούς αυτούς [τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1108/88, της 25ης Απριλίου 1988, για την καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1987/1988 ( ΕΕ L 110, σ. 25 ) ], το Συμβούλιο επέβαλε, για την περίοδο εμπορίας 1987/1988, ειδική εισφορά απορρόφησης όμοια με εκείνη που είχε επιβάλει με τον επίδικο κανονισμό για την περίοδο 1986/1987.

Με τον δεύτερο κανονισμό [τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1107/88, της 25ης Απριλίου 1988, για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1785/81 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 110, σ. 20)], το Συμβούλιο προσέθεσε στον βασικό κανονισμό το άρθρο 28α με το οποίο επέβαλε, για τις περιόδους 1988/1989, 1989/1990 και 1990/1991, εισφορά η οποία ονομάστηκε « συμπληρωματική εισφορά ». Η εισφορά αυτή είναι όμοια, ως προς τον σκοπό που επιδιώκει και τον μηχανισμό βάσει του οποίου επιβάλλεται, με την ειδική εισφορά απορρόφησης. Σκοπός της, συνεπώς, είναι να απορροφήσει πλήρως, για κάθε μία από τις τρεις περιόδους που αφορά, τα ελλείμματα που δεν είχαν καλυφθεί με τις άλλες εισφορές που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός ( εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β ).

Β — Τα πραγματικά περιστατικά και η εξέλιξη της κύριας όίκης

1. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

Με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1987 το Hauptzollamt Itzehoe ( Κεντρικό Τελωνείο του Itzehoe ), καθού της κύριας δίκης, ζήτησε από την Zuckerfabrik Süderdithmarschen, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, την καταβολή ποσού 1982942,66 γερμανικών μάρκων ( DM ) ως ειδική εισφορά απορρόφησης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987.

Η Zuckerfabrik Süderdithmarschen υπέβαλε κατά της αποφάσεως αυτής διοικητική ένσταση η οποία απορρίφθηκε.

Η Zuckerfabrik ζήτησε, κατόπιν αυτού, με αίτηση που υπέβαλε στο Finanzgericht Hamburg, την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως του Hauptzollamt. Παράλληλα, άσκησε ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής και της αιτήσεως της η Zuckerfabrik προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, επί του οποίου στηρίχθηκε η απόφαση του Hauptzollamt, είναι ανίσχυρος.

Με Διάταξη της 31ης Μαρτίου 1988 το Finanzgericht Hamburg έκανε δεκτή την αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως του Hauptzollamt και υπέβαλε στο Δικαστήριο σειρά προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία παρατίθενται κατωτέρω. Με άλλη Διάταξη του το Finanzgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των προδικαστικών αυτών ερωτημάτων.

2. Τα προδικαστικά ερωτήματα

Τα ερωτήματα επί των οποίων το Finanzgericht Hamburg ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί προδικαστικώς, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναστολής εκτελέσεως, είναι τα ακόλουθα:

« 1)

α)

Έχει το άρθρο 189, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ την έννοια ότι η γενική ισχύς των κανονισμών στα κράτη μέλη δεν αποκλείει τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να αναστέλλουν την εκτέλεση των διοικητικών πράξεων που στηρίζονται σε κανονισμούς, όταν παρέχουν προσωρινή έννομη προστασία κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και μέχρι να εκδώσουν απόφαση επί της κυρίας υποθέσεως;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, στοιχείο α: υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν τα εθνικά δικαστήρια να παρέχουν προσωρινή έννομη προστασία; Υπάρχει σχετικά κανένα κριτήριο κοινοτικού δικαίου; Αν ναι, ποιο; Ή η παροχή προσωρινής έννομης προστασίας εξαρτάται από την εθνική νομοθεσία;

2)

Είναι έγκυρος ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1914/87 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1987, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987; Συγκεκριμένα, μήπως ο εν λόγω κανονισμός είναι άκυρος για τον λόγο ότι αντιβαίνει στην αρχή της μη αναδρομικότητας των κανονισμών οι οποίοι επιβάλλουν επιβαρύνσεις; »

Διευκρινίζοντας τα ερωτήματα αυτά το Finanzgericht διατυπώνει στη Διάταξη περί παραπομπής τις ακόλουθες σκέψεις.

α)

Ως προς την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, όταν αποφαίνονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να αναστέλλουν την εκτέλεση εθνικής διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε βάσει κοινοτικού κανονισμού

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος το Finanzgericht τονίζει ότι είναι υποχρεωμένο, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως μιας εθνικής αποφάσεως όταν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα της. Διερωτάται, ωστόσο, εάν μπορεί να ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο όταν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το κύρος ενός κοινοτικού κανονισμού, βάσει του οποίου εκδόθηκε η εθνική απόφαση.

Υπέρ της υπάρξεως μιας τέτοιας αρμοδιότητας, το Finanzgericht διατυπώνει το επιχείρημα ότι η αναστολή εκτελέσεως δεν θίγει την υπόσταση της εθνικής αποφάσεως αλλά απλώς αναβάλλει την ενδεχόμενη εφαρμογή της. Εξάλλου, η λήψη προσωρινών μέτρων δεν θέτει υπό αμφισβήτηση, επί της ουσίας, το κύρος του κοινοτικού κανονισμού.

Κατά της υπάρξεως αρμοδιότητας αναστολής εθνικής πράξεως στηριζόμενης σε κοινοτικό κανονισμό, το Finanzgericht διατυπώνει, ωστόσο, το επιχείρημα ότι ένα παρόμοιο μέτρο αναστολής θα μπορούσε να αποδειχθεί ασυμβίβαστο με την απευθείας εφαρμογή των κανονισμών σε όλα τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 189, εδάφιο 2, της Συνθήκης. Το Finanzgericht τονίζει, επίσης, ότι η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 185 της Συνθήκης, ή η λήψη προσωρινών μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 186, διέπεται από κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία.

β)

Ως προς τις προϋποθέσεις χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε βάσει κοινοτικού κανονισμού

Ως προς το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το Finanzgericht διατυπώνει την άποψη ότι η παραπομπή στις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες θα μπορούσε να δημιουργήσει δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων των διαφόρων κρατών μελών. Αντιθέτως, η κατ' αναλογία εφαρμογή του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου θα μπορούσε να αποτελέσει λύση διασφαλίζουσα την ισότητα μεταχειρίσεως.

γ)

Ως προς το κύρος του κανονισμού που επιβάλλει την ειδική εισφορά απορρόφησης

Προς διευκρίνιση του δευτέρου ερωτήματος το Finanzgericht αναλύει δύο από τους λόγους ακυρότητας που επικαλέστηκε ενώπιον του η Zuckerfabrik.

— Επί του λόγου που αναφέρεται στην παραβίαση της διαδικασίας που θεσπίζει το άρθρο 201 της Συνθήκης ΕΟΚ

Η Zuckerfabrik υποστηρίζει, καταρχάς, ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης έπρεπε να έχει ως βάση το άρθρο 201 της Συνθήκης και όχι το άρθρο 43. Η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί, στην πράξη, φόρο χρηματοδοτήσεως και, κατά συνέπεια, έναν από τους ιδίους πόρους κατά την έννοια του άρθρου 201 της Συνθήκης. Κατά τη διάταξη αυτή, όμως, η θέσπιση ιδίων πόρων προϋποθέτει απόφαση του Συμβουλίου που να έχει ληφθεί ομοφώνως προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και σχετική πράξη των κρατών μελών εκδιδόμενη κατά τους κανόνες του συνταγματικού τους δικαίου.

Κατά το Finanzgericht, το πρώτο αυτό επιχείρημα είναι αβάσιμο. Κατά την άποψη του, η ειδική εισφορά απορρόφησης εντάσσεται στην κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα της ζάχαρης και έχει, κατά συνέπεια, θεσπιστεί εγκύρως βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης. Η διαδικασία του άρθρου 201 της Συνθήκης πρέπει να ακολουθείται μόνο όταν πρόκειται να εγγραφεί στον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μια οικονομική εισφορά ως ίδιος πόρος. Αντιθέτως, η επιβολή εισφοράς που σκοπός της είναι η ομαλοποίηση μιας γεωργικής αγοράς δεν απαιτεί προσφυγή στο άρθρο 201 της Συνθήκης.

— Επί του λόγου που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος

Η Zuckerfabrik προέβαλε, επίσης, ενώπιον του Finanzgericht, το επιχείρημα ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος. Το Finanzgericht συμμερίζεται την άποψη αυτή και, εκ του λόγου αυτού, διατυπώνει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος του συγκεκριμένου κανονισμού.

Υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης θεσπίστηκε μετά τη λήξη της περιόδου εμπορίας της οποίας επιδιώκει την κάλυψη των ζημιών. Εξάλλου, κατά τον κανονισμό αυτό, η καταβολή της εισφοράς εξαρτάται από παρελθόντα περιστατικά και συγκεκριμένα από την παραγωγή ζάχαρης που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, διαφοροποιείται από τον κανονισμό 934/86, της 24ης Μαρτίου 1986, περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης. Κατά τον τελευταίο αυτό κανονισμό η καταβολή της εισφοράς απορρόφησης εξαρτάται από μέλλοντα περιστατικά, συγκεκριμένα από την παραγωγή ζάχαρης που θα πραγματοποιηθεί κατά τις περιόδους 1986/1987 έως 1190/1991. Δηλαδή ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης έχει πράγματι αναδρομικό αποτέλεσμα.

Το Finanzgericht τονίζει κατόπιν ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι κοινοτικές πράξεις μπορούν να αναπτύσσουν έννομες συνέπειες αναγόμενες σε ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεως τους μόνο κατ' εξαίρεση, όταν το επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός και εφόσον διασφαλίζεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (βλ. ιδίως απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum, Συλλογή 1982, σ. 3107, σκέψη 4).

Το Finanzgericht δεν κρίνει αναγκαίο να εξετάσει αν συντρέχει η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, αν δηλαδή η πλήρης χρηματοδότηση του τομέα της ζάχαρης απαιτούσε την αναδρομική επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης. Κρίνει, πράγματι, ότι εν πάση περιπτώσει δεν συντρέχει στην παρούσα υπόθεση η δεύτερη προϋπόθεση, η σχετική με την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων. Η τελευταία αυτή εκτίμηση βασίζεται σε δύο σκέψεις.

Καταρχάς, ο βασικός κανονισμός έθεσε ανώτατο όριο, υπό μορφή ανωτάτων ποσοστών επί της τιμής παρεμβάσεως της ζάχαρης, για την οικονομική συνεισφορά των παραγωγών ζάχαρης στην απορρόφηση των ζημιών. Ευλόγως οι ενδιαφερόμενοι είχαν την προσδοκία ότι οι εισφορές δεν θα υπερβούν τα ανώτατα αυτά ποσοστά.

Εξάλλου, ο βασικός κανονισμός επέβαλε εισφορές οι οποίες, μολονότι πρέπει να καταβληθούν από τους παραγωγούς ζάχαρης, μπορούν να μετακυλιστούν πλήρως επί των παραγωγών τεύτλων, μέσω ανάλογης μείωσης της ελάχιστης τιμής των τεύτλων (άρθρο 5, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού). Αντιθέτως, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης επιτρέπει μετακύλιση της νέας εισφοράς στους παραγωγούς τεύτλων μέχρι ποσοστού 60ο/ο (άρθρο 1, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού). Έχοντας υπόψη τον βασικό κανονισμό οι παραγωγοί ζάχαρης μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν ότι θα όφειλαν να καταβάλουν εισφορές δυνάμενες να μετακυλιστούν πλήρως επί των παραγωγών τεύτλων.

Γ — Η ενώπιον rov δικαστηρίου όιαόικασία

Η Διάταξη του Finanzgericht Hamburg πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Μαΐου 1988.

Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, στις 2 Σεπτεμβρίου 1988, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Α. Bräutigam, μέλος της Νομικής του Υπηρεσίας· στις 6 Σεπτεμβρίου 1988 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο D. Booß' στις 7 Σεπτεμβρίου 1988 η Zuckerfabrik Süderdith-marschen, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Κολωνίας Ehle, Schiller και συνεργάτες' στις 15 Σεπτεμβρίου 1988 η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή L. Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Servizi di contenzioso diplomatico του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων, επικουρούμενο από τον Ι. Μ. Braguglia, avvocato dello Stato - και στις 15 Σεπτεμβρίου 1988 η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την J. Α. Gensmantel, Treasury Solicitor.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά την ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Αποφάσισε, ωστόσο, να υποβάλει ερωτήματα στην Zuckerfabrik Sūderdithmarschen, στην Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στο Συμβούλιο και την Επιτροπή. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δόθηκαν εντός της προθεσμίας που είχε ταχθεί.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Α — Επί του πρώτον σκέλους τον πρώτον ερωτήματος (αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, όταν αποφαίνονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να αναστέλλουν την εκτέλεση εθνικής διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε βάσει κοινοτικού κανονισμού)

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

Η Zuckerfabrik Sūderdithmarschen υποστηρίζει ότι οι εθνικές αρχές μπορούν να διατάξουν την αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως που στηρίζεται σε κοινοτικό κανονισμό.

Καταρχάς, η αναστολή εθνικής διοικητικής πράξεως, η οποία έχει ως βάση κοινοτικό κανονισμό, έχει περιορισμένες μόνο έννομες συνέπειες. Ένα τέτοιο μέτρο δεν θίγει ούτε το κύρος του κοινοτικού κανονισμού ούτε το κύρος της εθνικής διοικητικής πράξεως. Απλώς αναστέλλει τη δυνατότητα αξιώσεως του ποσού που πρόκειται να εισπραχθεί δυνάμει της εθνικής διοικητικής πράξεως.

Εξάλλου, η αρμοδιότητα των γερμανικών δικαστηρίων να διατάσσουν αναστολή εκτελέσεως μιας εθνικής διοικητικής πράξεως εντάσσεται στις εγγυήσεις τις σχετικές με την παροχή εννόμου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 4, του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου. Η διασφάλιση της γενικής ισχύος και της απευθείας εφαρμογής ενός κοινοτικού κανονισμού επί του οποίου στηρίζεται εθνική διοικητική πράξη δεν δικαιολογεί οποιονδήποτε περιορισμό αυτής της προστασίας.

Εξάλλου, η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να διατάσσουν την αναστολή εκτελέσεως μιας εθνικής διοικητικής πράξεως η οποία στηρίζεται σε κοινοτικό κανονισμό απορρέει από το σύστημα παροχής εννόμου προστασίας που έχει θεσπίσει η Ιδια η κοινοτική έννομη τάξη. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού η παροχή εννόμου προστασίας διασφαλίζεται άλλοτε από το Δικαστήριο και άλλοτε από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, ανάλογα με το αν η συγκεκριμένη πράξη εκδόθηκε από κοινοτικό όργανο ή από εθνική αρχή. Είναι σύμφωνο προς αυτήν την κατανομή αρμοδιοτήτων να μπορούν τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα να διατάσσουν την αναστολή εκτελέσεως μιας εθνικής πράξεως που στηρίζεται σε κοινοτική πράξη για το κύρος της οποίας υπάρχουν αμφιβολίες.

Τέλος, όπως συνάγεται από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto-Frost ( Συλλογή 1987, σ. 4199, σκέψη 19 ), τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα που κρίνουν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων έχουν την αρμοδιότητα να διαπιστώνουν μόνα τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ακυρότητα κοινοτικών πράξεων. Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να αναστέλλουν την εκτέλεση εθνικής πράξεως στηριζομένης σε κοινοτική πράξη την οποία κρίνουν παράνομη.

2. Η άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως

Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, επίσης, τη θέση ότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να αναστέλλουν, ως προσωρινό μέτρο, την εκτέλεση διοικητικής πράξεως που έχει εκδοθεί κατ' εφαρμογή κοινοτικού κανονισμού, ακόμα και στην περίπτωση που ο κανονισμός αυτός δεν έχει ακόμα κηρυχθεί άκυρος από το Δικαστήριο.

Στηρίζει την άποψη της επί της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων των τελευταίων περιλαμβάνεται, βεβαίως, και η αρμοδιότητα να διατάσσουν, ως προσωρινό μέτρο, την αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως ώστε να μην υποστούν οι πολίτες βαρεία και ανεπανόρθωτη ζημία. Συνεπώς, η αναστολή εθνικής πράξεως πρέπει να θεωρείται δυνατή ακόμα και όταν στηρίζεται σε κοινοτικό κανονισμό: η αναστολή αυτή δεν θίγει το κύρος του κανονισμού, αλλά απλώς αναβάλλει την εφαρμογή του μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας.

Η Ιταλική Κυβέρνηση υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι, αν γίνει δεκτό ότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα δεν μπορούν να διατάσσουν την αναστολή εκτελέσεως εθνικής πράξεως στηριζόμενης σε κοινοτικό κανονισμό, δεν θα παρέχεται στους πολίτες έννομη προστασία, υπό μορφή λήψεως προσωρινών μέτρων. Καταρχήν, οι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα να προσβάλλουν τον κοινοτικό κανονισμό ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε, κατά συνέπεια, να ζητήσουν από το Δικαστήριο την αναστολή εκτελέσεως του εν λόγω κανονισμού ή τη λήψη προσωρινών μέτρων.

3. Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

Η Κυβέρνηση τον Ηνωμένου Βασιλείου τάσσεται κατά της αρμοδιότητας των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων να αναστέλλουν, ως προσωρινό μέτρο, την εκτέλεση εθνικής πράξεως που έχει εκδοθεί βάσει κοινοτικού κανονισμού.

Τονίζει ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost ( σκέψη 15), το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει την ακυρότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, με το σκεπτικό ότι διαφορετικές εκτιμήσεις μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών ως προς το κύρος κοινοτικών πράξεων θα μπορούσαν να είναι επιζήμιες για την ενότητα της κοινοτικής εννόμου τάξεως και για τη θεμελιώδη επιταγή της ασφαλείας δικαίου.

Οι ίδιες αυτές σκέψεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα δεν έχουν αρμοδιότητα να διαπιστώνουν την ακυρότητα πράξεων των κοινοτικών οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Πράγματι, οι κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, στον τομέα λήψεως προσωρινών μέτρων, ποικίλλουν από κράτος σε κράτος. Θα μπορούσαν, συνεπώς, να υπάρξουν διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς το κύρος της ίδιας κοινοτικής πράξεως εάν τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα είχαν αρμοδιότητα να αποφαίνονται επί του κύρους κοινοτικών πράξεων, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

4. Η άποψη του Συμβουλίου

Το Συμβούλιο περιορίζεται να τονίσει ότι, κατά την άποψη του, το ζήτημα πρέπει να επιλυθεί βάσει της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, την οποία έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει το Δικαστήριο στη νομολογία του, ιδίως στην απόφαση της 21ης Μαΐου 1987, 249/85, Albako ( Συλλογή 1987, σ. 2345 ). Δεν επεκτείνεται, ωστόσο, περισσότερο στο θέμα της απαντήσεως που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα.

5. Η άποψη της Επιτροπής

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα έχουν την αρμοδιότητα να αναστέλλουν την εκτέλεση εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζόμενης σε κοινοτικό κανονισμό, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας ως προς το κύρος της συγκεκριμένης εθνικής πράξεως.

Πράγματι, διατάσσοντας την αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζόμενης σε κοινοτικό κανονισμό, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα δεν αποφαίνονται ως προς το κύρος του εν λόγω κανονισμού. Εξετάζουν μόνο εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ύπαρξη άξιων προστασίας ατομικών συμφερόντων δικαιολογεί την αναστολή εκτελέσεως της εθνικής διοικητικής πράξεως μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας.

Εξάλλου, θα έπρεπε να αναγνωριστεί στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα το δικαίωμα να αναστέλλουν την εκτέλεση εθνικής πράξεως στηριζόμενης σε κοινοτικό κανονισμό, ώστε να παρέχεται επείγουσα και αποτελεσματική έννομη προστασία στους πολίτες.

Β — Επί τον αεντέρον σκέλους τον πρώτον ερωτήματος (προϋποθέσεις χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως πον εκδόθηκε βάσει κοινοτικού κανονισμού)

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

Η Zuckerfabrik Süderdithmarschen τονίζει ότι δεν υπάρχει εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο των εθνικών δικονομικών κανόνων. Εξάλλου, η διάκριση των συστημάτων παροχής εννόμου προστασίας σε εθνικό, αφενός, και σε κοινοτικό, αφετέρου, εμποδίζει το Δικαστήριο να καταστήσει με δική του πρωτοβουλία ομοιόμορφους τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες. Κατά συνέπεια, η αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως, ακόμη και όταν αυτή στηρίζεται σε κοινοτικό κανονισμό, διέπεται αποκλειστικά από την εθνική νομοθεσία.

2. Η άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως

Η Ιταλική Κνβέρνηση υποστηρίζει επίσης την άποψη ότι η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να διατάσσουν την αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζόμενης σε κοινοτικό κανονισμό διέπεται από την εθνική νομοθεσία. Υπογραμμίζει ότι, βάσει της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, αρμοδιότητα να διατάσσουν αναστολή εκτελέσεως εθνικών διοικητικών πράξεων έχουν τα τελευταία. Ελλείψει εναρμονίσεως των εθνικών δικονομικών κανόνων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής εκ μέρους των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων διέπεται από την εθνική νομοθεσία. Πάντως, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθιστούν την προστασία εννόμων καταστάσεων που διαμορφώνονται βάσει αυτού δυσχερέστερη από την προστασία εννόμων καταστάσεων που διαμορφώνονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

3. Η άποψη της Επιτροπής

Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι η αρμοδιότητα των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων να διατάσσουν την αναστολή εκτελέσεως διοικητικής πράξεως στηριζόμενης σε κοινοτικό κανονισμό διέπεται από την εθνική νομοθεσία.

Τονίζει, σχετικώς, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το σύστημα εννόμου προστασίας που δημιούργησε η Συνθήκη, όπως το εκφράζει ιδίως το άρθρο 177, συνεπάγεται ότι πρέπει να χρησιμοποιείται κάθε τύπος αγωγής προβλεπόμενος από την εθνική νομοθεσία για τη διασφάλιση της τηρήσεως των κοινοτικών κανόνων που παράγουν άμεσα αποτελέσματα, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις παραδεκτού και διαδικασίας σαν να επρόκειτο για τη διασφάλιση της τηρήσεως του εθνικού δικαίου (βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 1981, 155/80, Rewę, Συλλογή 1981, σ. 1805, σκέψη 44).

Όπως συνάγεται από τη νομολογία αυτή, η προσπάθεια διασφαλίσεως της τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου δεν δικαιολογεί την απαίτηση οποιασδήποτε τροποποιήσεως των εθνικών δικονομικών κανόνων. Δεν είναι κατά συνέπεια δυνατόν να επιβληθεί στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα η υποχρέωση να εφαρμόζουν, κατ' αναλογία, τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ως προς τη χορήγηση αναστολής εκτελέσεως ή τη λήψη προσωρινών μέτρων εκ μέρους του Δικαστηρίου.

Ωστόσο, η Επιτροπή προτείνει να τεθούν ορισμένες προϋποθέσεις στη δράση των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες, κατά την άποψη της, χωρίς να τροποποιούν τους κανόνες της εθνικής δικονομίας, θα μπορούσαν να περιορίσουν κατά το δυνατό την προσβολή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να διαπιστώνει την ακυρότητα των κοινοτικών πράξεων. Οι προϋποθέσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι τρεις.

Πρώτον, το εθνικό δικαιοδοτικό όργανο πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη του το κοινοτικό συμφέρον όταν εξετάζει αν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της κοινοτικής πράξεως επί της οποίας στηρίζεται η εθνική διοικητική πράξη.

Δεύτερον, όταν εθνικό δικαιοδοτικό όργανο διατάσσει την αναστολή της εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζόμενης σε κοινοτική πράξη, θα μπορούσε παράλληλα να απευθύνει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος της εν λόγω κοινοτικής πράξεως. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να διασφαλιστεί πλήρως η αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να διαπιστώνει την ακυρότητα των κοινοτικών πράξεων. Εξάλλου, η υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο από το στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων θα μπορούσε να περιορίσει τη διάρκεια της περιόδου αβεβαιότητας ως προς το κύρος της κοινοτικής πράξεως. Τέλος, η υποχρέωση αυτή θα καθιστούσε δυνατή την επίσπευση της επί της ουσίας διαδικασίας, εφόσον δεν θα ήταν πλέον αναγκαία, στο πλαίσιο αυτής, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος.

Τρίτον, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αναστέλλουν την επί της ουσίας διαδικασία, τη σχετική με τον έλεγχο του κύρους της εθνικής διοικητικής πράξεως, μέχρις ότου αποφανθεί προδικαστικώς το Δικαστήριο ως προς το κύρος της κοινοτικής πράξεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Η προϋπόθεση αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η προδικαστική παραπομπή που πραγματοποιήθηκε κατά το στάδιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων θα έχει πρακτική αποτελεσματικότητα.

Οι ανωτέρω προϋποθέσεις θα μπορούσαν να επιβληθούν χωρίς να θιγούν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες. Πράγματι, οι προϋποθέσεις αυτές απλώς « συγκεκριμενοποιούν για μια δεδομένη περίπτωση » τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής, η οποία ήδη προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί ως απάντηση ότι « τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα έχουν την εξουσία να αναστέλλουν, διατάσσοντας προσωρινά μέτρα προβλεπόμενα από τους δικονομικούς κανόνες της εσωτερικής νομοθεσίας, την εφαρμογή διοικητικής πράξεως της εσωτερικής νομοθεσίας η οποία έχει εκδοθεί βάσει πράξεως του κοινοτικού δικαίου, εφόσον έχει ληφθεί πλήρως υπόψη το κοινοτικό συμφέρον, τα επιληφθέντα δικαιοδοτικά όργανα έχουν υποβάλει παράλληλα στο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης, ερώτημα ως προς το κύρος της κοινοτικής πράξεως, και εφόσον, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, δεν αποφαίνονται επί του κύρους της διοικητικής πράξεως πριν αποφανθεί το Δικαστήριο επί του προδικαστικού ερωτήματος ».

Γ — Επί τον όεντέρον ερωτήματος (κύρος τον κανονισμού που επιβάλλει την ειδική εισφορά απορρόφησης)

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

Θεωρώντας ότι με το δεύτερο ερώτημα το Finanzgericht θέτει γενικώς το ζήτημα του κύρους του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, η Zuckerfabrik Süderdithmarschen προβάλλει οκτώ λόγους για τους οποίους ο εν λόγω κανονισμός είναι άκυρος.

α) Λόγος που αναφέρεται στην παραβίαση της διαδικασίας του άρθρου 201 της Συνθήκης ΕΟΚ

Πρώτον, η Zuckerfabrik υποστηρίζει ότι η ορθή νομική βάση επί της οποίας έπρεπε να στηριχθεί ο επίδικος κανονισμός δεν ήταν το άρθρο 43 της Συνθήκης αλλά το άρθρο 201 αυτής. Πράγματι, η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί στην πραγματικότητα φόρο χρηματοδοτήσεως και όχι μέτρο για τη ρύθμιση της αγοράς ζάχαρης.

Η Zuckerfabrik υποστηρίζει, καταρχάς, ότι μέτρο ομαλοποιήσεως μιας γεωργικής αγοράς δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στο παρόν ή στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Υπογραμμίζει, κατόπιν, ότι ο επίδικος κανονισμός αναφέρει ρητώς, στην τρίτη αιτιολογική του σκέψη, « τους σοβαρούς περιορισμούς του προϋπολογισμού της Κοινότητας ». Υποστηρίζει, τέλος, ότι υποχρέωση καταβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης υπέχουν μόνο οι παραγωγοί ζάχαρης, ενώ η κοινή οργάνωση της αγοράς ζάχαρης πραγματοποιήθηκε προς αποκλειστικό συμφέρον των παραγωγών τεύτλων. Σχετικώς με το θέμα αυτό επικαλείται την τρίτη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού όπου τονίζεται ότι, « για να διασφαλίζεται στους παραγωγούς τεύτλων (...) της Κοινότητας η διατήρηση των αναγκαίων εγγυήσεων, όσον αφορά την απασχόληση τους και το βιοτικό τους επίπεδο, πρέπει να προβλέπονται μέτρα κατάλληλα για τη σταθεροποίηση της αγοράς ζάχαρης ».

Επειδή η ειδική εισφορά απορρόφησης επιβλήθηκε εκτός του πλαισίου της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης δεν περιελήφθη στους ιδίους πόρους, κατά το άρθρο 2, εδάφιο 1, στοιχείο α, της αποφάσεως 85/257/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1985, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων ( ΕΕ L 128, σ. 15, στο εξής: απόφαση περί των ιδίων πόρων ). Δυνάμει της εν λόγω διατάξεως συνιστούν ιδίους πόρους « οι εισφορές και άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης ».

Εφόσον δεν αποτελεί μέτρο για την ομαλοποίηση μιας γεωργικής αγοράς και εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους ιδίους πόρους, κατά την απόφαση περί των ιδίων πόρων, η ειδική εισφορά απορρόφησης μπορούσε εγκύρως να στηριχθεί μόνο στο άρθρο 201 της Συνθήκης. Εφόσον δεν εφαρμόστηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή διαδικασία, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι άκυρος.

β) Λόγος που αναφέρεται στο ασυμβίβαστο του κανονισμού 1914/87 με τον βασικό κανονισμό

Δεύτερον, η Zuckerfabrik Süderdithmarschen ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι ασυμβίβαστος με τον βασικό κανονισμό. Υποστηρίζει ότι λόγω αυτού του ασυμβιβάστου, ο εν λόγω κανονισμός αντιβαίνει προς το νομικό καθεστώς της αυτοχρηματοδότησης και παραβιάζει την αρχή της ασφαλείας δικαίου.

Η Zuckerfabrik υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού περιορίζει την επί της βασικής παραγωγής εισφορά στο 2 ο/ο της τιμής παρεμβάσεως της ζάχαρης και την εισφορά Β στο 30 ο/ο ή, ενδεχομένως, στο 37,5 ο/ο της ανωτέρω τιμής. Τα ανώτατα αυτά όρια επιβεβαιώθηκαν, για τη συγκεκριμένη περίοδο, με τον κανονισμό περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης.

Εφόσον ρύθμισε κατά τρόπο πλήρη, με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού, το σύστημα αυτοχρηματοδότησης του τομέα ζάχαρης, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επιβάλει εκ των υστέρων, εκτός του πλαισίου της συγκεκριμένης οργανώσεως αγοράς, την ειδική εισφορά απορρόφησης, η είσπραξη της οποίας έχει ως συνέπεια την υπέρβαση των ανωτάτων ορίων που είχε καθορίσει ο βασικός κανονισμός.

Πράγματι, το σύστημα των κανόνων του κοινοτικού δικαίου δεν επιτρέπει την εκ μέρους του Συμβουλίου θέσπιση, βάσει της γενικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 43 της Συνθήκης, κανονισμού που προβλέπει ειδικά μέτρα ασυμβίβαστα με τον γενικό κανονισμό που ρυθμίζει τον συγκεκριμένο τομέα. Η Zuckerfabrik επικαλείται σχετικώς την απόφαση της 29ης Μαρτίου 1979, 113/77, ΝΤΝ Toyo Bearing Company (Sig. 1979, σ. 1185, σκέψη 21 ), στην οποία το Δικαστήριο τόνισε ότι το Συμβούλιο, μετά τη θέσπιση γενικού κανονισμού για την εφαρμογή ενός από τους σκοπούς του άρθρου 113 της Συνθήκης, δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους θεσπιθέντες κανόνες, στο πλαίσιο της εφαρμογής τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, διότι άλλως θα δημιουργούσε δυσχέρειες στη λειτουργία του νομοθετικού συστήματος της Κοινότητας και θα προσέβαλε την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου.

Συνεπώς, η αυτοχρηματοδότηση του τομέα της ζάχαρης μπορεί να διασφαλιστεί μόνο στο μέτρο που το επιτρέπει το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού. Πράγματι, η αρχή της αυτοχρηματοδότησης του τομέα αυτού έχει ως αποκλειστικό νομικό έρεισμα τον βασικό κανονισμό, η δε εφαρμογή της θα έπρεπε να περιορίζεται στα όρια που ο κανονισμός αυτός θέτει.

Η Zuckerfabrik υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η θέσπιση ειδικού κανόνα ασυμβίβαστου με τον εφαρμοστέο γενικό κανόνα προσβάλλει την αρχή της ασφαλείας δικαίου καθώς και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων.

Συνεπώς, ο κανονισμός rapi ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι άκυρος, καθόσον είναι ασυμβίβαστος με το σύστημα κανόνων του κοινοτικού δικαίου και προσβάλλει την αρχή της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων.

γ) Λόγος που αναφέρεται στην απαγόρευση επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους άσχετους προς τη συγκεκριμένη οργάνωση αγοράς ή της επιβαρύνσεως του με μη εύλογα οικονομικά βάρη.

Τρίτον, η Zuckerfabrik Süderdithmarschen υποστηρίζει ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους άσχετους προς τον συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας, καθώς και με μη εύλογα οικονομικά βάρη.

Τα αίτια του ελλείμματος το οποίο σκοπούσε να καλύψει η επίδικη εισφορά δεν είχαν σχέση με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ζάχαρης. Τα αίτια ήταν κυρίως η χαμηλή τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά και η πτώση της τιμής του δολαρίου. Οι δύο αυτοί παράγοντες ανάγκασαν την Κοινότητα να καταβάλει, κατά την περίοδο 1986/1987, ιδιαιτέρως σημαντικά ποσά υπό μορφή επιστροφών λόγω εξαγωγής.

Η Zuckerfabrik υποστηρίζει ότι η εμφάνιση ελλείμματος οφειλόμενου στους δύο αυτούς εξωτερικούς παράγοντες αποτελεί κίνδυνο που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με το ίδιο το σύστημα της οργανώσεως των αγορών. Συνεπώς, το έλλειμμα αυτό έπρεπε να βαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό, τουλάχιστον κατά το μέτρο που υπερβαίνει το σύνηθες επίπεδο. Εξάλλου, σε άλλους τομείς της οργανώσεως των αγορών οι κίνδυνοι αυτοί χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από το ΕΓΤΠΕ.

Εξάλλου, η προσπάθεια διασφαλίσεως της αυτοχρηματοδοτήσεως ενός γεωργικού τομέα δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή επί των επιχειρήσεων που αναπτύσσουν τη δράση τους στον εν λόγο τομέα μη εύλογων οικονομικών βαρών. Η ειδική εισφορά απορρόφησης συνεπάγεται για τους παραγωγούς ζάχαρης μη εύλογα οικονομικά βάρη, λόγω του ύψους της και λόγω του γεγονότος ότι προστίθεται στις προϋφιστάμενες εισφορές.

δ) Λόγος που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος

Τέταρτον, η Zuckerfabrik υποστηρίζει ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης αντιβαίνει προς την αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος. Τονίζει ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου οι κοινοτικές πράξεις δεν μπορούν να αναπτύσσουν έννομες συνέπειες αναγόμενες σε ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεως τους παρά μόνο αν αυτό επιβάλλεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό και αν διασφαλίζεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει ούτε η μία ούτε η άλλη από τις δύο αυτές προϋποθέσεις.

Ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, η Zuckerfabrik υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο σιωπηρώς αποδέχθηκε ότι κανένα υπέρτερο γενικό συμφέρον δεν δικαιολογεί την επιβολή πρόσθετης εισφοράς για την απορρόφηση των ζημιών της περιόδου εμπορίας 1986/1987. Πράγματι, όταν θέσπισε, στις 24 Μαρτίου 1986, τον κανονισμό περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης δεν προέβλεψε παρόμοια μέτρα, μολονότι το έλλειμμα που είχε συσσωρευθεί κατά τις προηγούμενες περιόδους δικαιολογούσε τότε την πρόβλεψη νέων ζημιών για την περίοδο 1986/1987.

Όσον αφορά τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των παραγωγών ζάχαρης, η προσβολή της έγινε με την αναδρομική επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης. Ο βασικός κανονισμός είχε προβλέψει ανώτατα όρια για την εισφορά επί της βασικής παραγωγής και για την εισφορά Β. Ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης επιβεβαίωσε τα ανώτατα αυτά όρια για την περίοδο 1986/1987. Κανένα στοιχείο δεν επέτρεπε την πρόβλεψη ότι εισφορά υπερβαίνουσα τα ανώτατα αυτά όρια θα επιβαλλόταν επί της παραγωγής αυτής της περιόδου. Βεβαίως, η πρόταση της Επιτροπής για επιβολή μιας τέτοιας εισφοράς είχε ήδη υποβληθεί τον Φεβρουάριο του 1987 (ΕΕ C 89 της 3.4.1987, σ. 18) τότε όμως ήταν ήδη πολύ αργά για τους παραγωγούς ζάχαρης να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο αυτό. Σύμφωνα με τις διατάξεις-πλαίσιο που διέπουν τις συμβάσεις αγοράς τεύτλων, οι συμβάσεις αγοράς μεταξύ παραγωγών ζάχαρης και παραγωγών τεύτλων για την περίοδο 1986/1987 έπρεπε να έχουν συναφθεί πριν την 1η Μαΐου 1986 [κανονισμός (ΕΟΚ) 206/68 του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των διατάξεων-πλαίσιο για τα συμφωνητικά και τις διεπαγγελματικές συμφωνίες που αφορούν την αγορά τεύτλων, ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/033, σ. 3 ) ].

ε) Λόγος που αναφέρεται σε δυσμενή διάκριση

Πέμπτον, η Zuckerfabrik Süderdithmarschen ισχυρίστηκε ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Τονίζει ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης πλήττει πολύ βαρύτερα την παραγωγή της ζάχαρης Β απ' ό,τι την παραγωγή της ζάχαρης Α. Τούτο διότι η εισφορά αυτή υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου συντελεστή επί των εισφορών που όφειλαν να καταβάλουν οι παραγωγοί ζάχαρης δυνάμει του βασικού κανονισμού (εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β), οι εισφορές δε αυτές πλήττουν πολύ βαρύτερα την παραγωγή της ζάχαρης Β απ' ό,τι την παραγωγή της ζάχαρης Α.

Για να διαπιστωθεί αν ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης εισάγει απαγορευόμενες διακρίσεις εις βάρος των παραγωγών της ζάχαρης Β, πρέπει να εξεταστεί αν οι παραγωγοί ζάχαρης που παράγουν ζάχαρη Α και εκείνοι που παράγουν ζάχαρη Β βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως πρέπει να εξεταστεί αν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση.

Κατά την Zuckerfabrik, οι παραγωγοί που παράγουν ζάχαρη Α και εκείνοι που παράγουν ζάχαρη Β βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Πράγματι, η ζάχαρη που παράγεται στο πλαίσιο της ποσοστώσεως Α αποτελεί το ίδιο προϊόν με εκείνη που παράγεται στο πλαίσιο της ποσοστώσεως Β. Εξάλλου, τόσο η ζάχαρη Α όσο και η ζάχαρη Β μπορούν να διατεθούν στο εσωτερικό της Κοινότητας ή να εξαχθούν σε τρίτες χώρες.

Εξάλλου, δεν συντρέχει αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί το γεγονός ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης πλήττει βαρύτερα την παραγωγή της ζάχαρης Β απ' ό,τι την παραγωγή της ζάχαρης Α.

Καταρχάς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα πλεονάσματα της συγκεκριμένης αγοράς τα δημιουργεί περισσότερο η ζάχαρη Β απ' ό,τι η ζάχαρη Α, δεδομένου ότι πρόκειται για το ίδιο προϊόν. Συνεπώς, η επιβάρυνση που συνεπάγεται για την Κοινότητα η καταβολή επιστροφών λόγω εξαγωγής προκαλείται αδιακρίτως τόσο από την παραγωγή ζάχαρης Α όσο και από την παραγωγή ζάχαρης Β.

Εξάλλου, η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί φόρο χρηματοδοτήσεως ο οποίος επεβλήθη εκτός του πλαισίου της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης. Συνεπώς, δεν είναι ορθό η διαφοροποίηση μεταξύ ζάχαρης Α και ζάχαρης Β, όσον αφορά τις προβλεπόμενες από τον βασικό κανονισμό εισφορές, να μετα-κυλιστεί στην ειδική εισφορά απορρόφησης. Για να είναι δίκαιη η εισφορά αυτή πρέπει να πλήττει με τον ίδιο τρόπο την παραγωγή ζάχαρης Α και την παραγωγή ζάχαρης Β.

Η Zuckerfabrik υπογραμμίζει, επίσης, ότι, αν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν διαφορετική μεταχείριση της παραγωγής ζάχαρης Α και της παραγωγής ζάχαρης Β, οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις έπρεπε να αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης. Ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός αναφέρει απλώς στην πέμπτη του αιτιολογική σκέψη ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης που οφείλει να καταβάλει μια επιχείρηση υπολογίζεται βάσει της εισφοράς επί της βασικής παραγωγής και της εισφοράς Β που όφειλε να καταβάλει η εν λόγω επιχείρηση, χωρίς να διευκρινίζει γιατί επελέγη αυτός ο τρόπος υπολογισμού.

Η Zuckerfabrik τονίζει, επίσης, ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης οφείλουν, κατά μέσο όρο, να καταβάλουν ειδική εισφορά απορρόφησης ίση προς το 4,2 ο/ο της τιμής παρεμβάσεως της ζάχαρης, ενώ οι επιχειρήσεις παραγωγής των υπολοίπων κρατών μελών οφείλουν να καταβάλουν, κατά μέσο όρο, εισφορά ίση προς το 3,3 % της τιμής παρεμβάσεως της ζάχαρης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν ποσοστώσεις Β υψηλότερες από τις ποσοστώσεις των ανταγωνιστριών τους επιχειρήσεων στα άλλα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, ο καθορισμός των βασικών ποσοτήτων Α και Β που κατανέμονται στα κράτη μέλη (τις οποίες τα τελευταία κατανέμουν με τη σειρά τους στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης υπό μορφή ποσοστώσεων Α και Β) δεν γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, αλλά βάσει κριτηρίων πολιτικής φύσεως. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς η διαφορετική φορολόγηση των γερμανικών επιχειρήσεων παραγωγής ζάχαρης σε σχέση με τις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών.

Συμπερασματικώς, η Zuckerfabrik υποστηρίζει οτι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης αντιβαίνει προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων για δύο λόγους, πρώτον, γιατί η παραγωγή ζάχαρης Β πλήττεται πολύ βαρύτερα από την παραγωγή ζάχαρης Α και, δεύτερον, γιατί στις γερμανικές επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης επιβάλλεται, κατά μέσο όρο, εισφορά σαφώς υψηλότερη από εκείνη που επιβάλλεται στις ανταγωνίστριες τους επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών.

στ) Λόγος που αναφέρεται σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων

Έκτον, η Zuckerfabrik Süderdithmarschen υποστηρίζει ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα και, ειδικώς, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων.

Υπογραμμίζει ότι, στις αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1974, 4/73, Noid (Sig. 1974, σ. 491), και της 13ης Δεκεμβρίου 1979, 44/79, Hauer ( Sig. 1979, σ. 3727 ), το Δικαστήριο τόνισε ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνονται στα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων την τήρηση υποχρεούται να διασφαλίζει. Η Zuckerfabrik ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι εισφορά όπως η συγκεκριμένη, η οποία προστίθεται αναδρομικώς σε άλλες εισφορές, και η οποία επιπλέον είναι ιδιαιτέρως υψηλή, δεν μπορεί δε να καταβληθεί από τα κέρδη της συγκεκριμένης περιόδου, συνιστά προσβολή των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων. Υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι εισφορά την οποία οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης δεν μπορούν να καταβάλουν από τα κέρδη τους τις υποχρεώνει να μειώσουν την παραγωγή τους, ιδίως την παραγωγή ζάχαρης Β, της οποίας η φορολόγηση είναι πολύ βαρύτερη. Εξάλλου, επιβάλλοντας στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης να αντλήσουν από τα αποθέματα τους, η εισφορά αυτή συνιστά απειλή για την ίδια την ύπαρξη των επιχειρήσεων.

Η Zuckerfabrik παρατηρεί, επίσης, ότι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν την ειδική εισφορά απορρόφησης στους παραγωγούς τεύτλων μέχρι ποσοστού 60 o/ο δεν μπορεί να προβληθεί ως επιχείρημα υπέρ του συμβιβαστού του επιδίκου κανονισμού με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα. Πράγματι, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης υπέχουν εκ του νόμου την υποχρέωση να καταβάλουν το πλήρες ποσό της εισφοράς. Η μετακύλιση τμήματος της εισφοράς αυτής στους παραγωγούς τεύτλων μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω διαδικασιών του ιδιωτικού δικαίου, το αποτέλεσμα των οποίων παραμένει πάντα αβέβαιο.

ζ) Λόγος που αναφέρεται σε κατάχρηση εξουσίας

Έβδομον, η Zuckerfabrik Süderdithmarschen υποστηρίζει ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης βαρύνεται με κατάχρηση εξουσίας. Πραγματικός σκοπός του κανονισμού αυτού δεν είναι η κάλυψη των ζημιών της περιόδου 1986/1987, αλλά ο εξαναγκασμός των επιχειρήσεων παραγωγής ζάχαρης να διακόψουν την παραγωγή τους στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Β. Γι' αυτόν τον λόγο ο επίδικος κανονισμός επιβάλλει επί της παραγωγής ζάχαρης Β εισφορά η οποία έχει συνέπειες εξοντωτικές.

η) Λόγος που αναφέρεται στις θεμελιώδεις αρχές του γερμανικού δημοσίου δικαίου περί εισπράξεως φόρων

Όγδοον, η Zuckerfabrik Süderdithmarschen ισχυρίζεται ότι ο μηχανισμός εισπράξεως της ειδικής εισφοράς απορρόφησης συνιστά προσβολή των θεμελιωδών αρχών του γερμανικού δημοσίου δικαίου περί εισπράξεως των φόρων.

Βάσει αυτών των αρχών απαγορεύεται, συγκεκριμένα, να επιβάλλεται σε ορισμένα πρόσωπα (στη συγκεκριμένη υπόθεση στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης ) η υποχρέωση καταβολής ολοκλήρου του ποσού ενός φόρου, στην περίπτωση που ένα τμήμα του φόρου αυτού (το 60 ο/ο ) πρόκειται τελικά να βαρύνει άλλα πρόσωπα (τους παραγωγούς τεύτλων). Όπως συνάγεται από μελέτη του καθηγητή Arndt, την οποία η Zuckerfabrik επισυνάπτει ως παράρτημα στις γραπτές της παρατηρήσεις, αυτός ο τρόπος εισπράξεως φόρου αντιβαίνει προς τις αρχές του γερμανικού συνταγματικού δικαίου.

Κατά τις θεμελιώδεις αρχές του γερμανικού δημοσίου δικαίου οι φορολογούμενοι πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων, επακριβώς, το ποσό του φόρου που οφείλουν τελικώς να καταβάλουν. Ο φόρος αυτός πρέπει να εισπράττεται κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των φορολογουμένων. Οι δύο αυτές επιταγές παραβιάστηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση καθόσον η μετακύλιση της ειδικής εισφοράς απορρόφησης στους παραγωγούς τεύτλων, εντός του επιτρεπομένου ορίου του 60 0/0, μπορεί να αποδειχθεί στην πράξη, μερικώς ή πλήρως, αδύνατη.

Δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει την προστασία των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τις εθνικές έννομες τάξεις, οι παραβιάσεις του γερμανικού δημοσίου δικαίου που επισημάνθηκαν ανωτέρω επηρεάζουν το κύρος του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης.

2. Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

Η Κυβέρνηση τον Ηνωμένου Βασιλείου εξετάζει τους δύο λόγους ακυρότητας που προβάλλονται στη Διάταξη περί παραπομπής και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι έγκυρος.

α) Ως προς τον λόγο που αναφέρεται στην παραβίαση της διαδικασίας του άρθρου 201 της Συνθήκης ΕΟΚ

Καταρχάς, ως προς το θέμα της ορθής νομικής βάσεως επί της οποίας έπρεπε να στηριχθεί ο κανονισμός, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επικαλείται τα κριτήρια που επέλεξε το Δικαστήριο για να κρίνει αν μια συγκεκριμένη εισφορά μπορεί εγκύρως να θεσπιστεί βάσει των διατάξεων που διέπουν την κοινή γεωργική πολιτική. Στην απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1979, 138/78, Stölting ( Sig. 1979, σ. 713, σκέψη 7 ), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι σκοπός της εισφοράς συνυπευθυνότητας στον γαλακτοκομικό τομέα είναι ο περιορισμός της παραγωγής λόγω των πλεονασμάτων που έχουν παρατηρηθεί. Έκρινε, ότι, εκ του λόγου αυτού, η συγκεκριμένη αυτή εισφορά συμβιβάζεται με τον σκοπό σταθεροποιήσεως των αγορών, που τάσσει το άρθρο 39 της Συνθήκης. Στην απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, Amylum, προαναφερθείσα (σκέψη 30), το Δικαστήριο έκρινε ότι εγκύρως είχε επιβληθεί η εισφορά επί της παραγωγής ισο-γλυκόζης, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, διότι υποχρέωνε τους παραγωγούς ισογλυκόζης να συμμετάσχουν στις ζημίες που συνεπαγόταν για την Κοινότητα η διάθεση της ποσότητας που είχε παραχθεί κατά υπέρβαση της ποσότητας που ήταν αναγκαία για την ανθρώπινη κατανάλωση.

Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου η ειδική εισφορά απορρόφησης ανταποκρίνεται στα δύο ανωτέρω κριτήρια καθόσον σκοπός της είναι να υποχρεώσει τις επιχειρήσεις που δρουν στον τομέα της ζάχαρης να αναλάβουν πλήρως το κόστος διαθέσεως των πλεονασμάτων. Συνεπώς, ο κανονισμός περί επιβολής της επίδικης εισφοράς θεσπίστηκε εγκύρως βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης.

Εφόσον η ειδική εισφορά απορρόφησης μπορούσε εγκύρως να θεσπιστεί βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης, δεν συνέτρεχε λόγος προσφυγής στο άρθρο 201 της Συνθήκης. Εν πάση περιπτώσει, η εισφορά αυτή περιλαμβάνεται στους ιδίους πόρους δυνάμει του άρθρου 2, εδάφιο 1, στοιχείο α, της αποφάσεως περί των ιδίων πόρων, η οποία ρητώς μνημονεύει τις εισφορές που επιβάλλονται στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.

β) Ως προς τον λόγο που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος.

Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, το ζήτημα της αναδρομικής ισχύος, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός επέβαλε την αναδρομική ισχύ του επιδίκου κανονισμού, καθώς και ότι δεν εθίγη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων.

Ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η σταθεροποίηση της αγοράς ζάχαρης βάσει της αρχής ότι οι οικείες επιχειρήσεις έπρεπε να φέρουν πλήρως το βάρος των ζημιών της περιόδου 1986/1987, οι οποίες δεν είχαν ακόμα καλυφθεί με άλλες εισφορές. Ο σκοπός αυτός ήταν αρκετά σοβαρός ώστε να δικαιολογεί παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος. Δεν μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο με αναδρομικώς επιβαλλόμενη εισφορά, καθόσον μόνο κατά τη λήξη μιας περιόδου εμπορίας μπορεί να διαπιστωθεί το συνολικό ύψος των ζημιών που προέκυψαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Εξάλλου, επεδείχθη ο επιβαλλόμενος σεβασμός της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων.

Καταρχάς, οι επιχειρήσεις του τομέα θα έπρεπε να αναμένουν, ενόψει των διαφόρων στοιχείων, την επιβολή εισφοράς πέραν του ανωτάτου ορίου που είχε καθορίσει ο βασικός κανονισμός. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1986 η Επιτροπή είχε δημοσιεύσει ισολογισμό στον οποίο εμφανιζόταν κατά τρόπο σαφή το πιθανό έλλειμμα της περιόδου 1986/1987. Δεδομένου ότι για τον τομέα της ζάχαρης ίσχυε, από της θεσπίσεως του βασικού κανονισμού, η αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως οι επιχειρήσεις του τομέα όφειλαν να γνωρίζουν ότι το έλλειμμα αυτό θα επιβαρύνει τις ίδιες. Τον Φεβρουάριο του 1987 κατατέθηκε η πρόταση της Επιτροπής η σχετική με την επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης. Στα ειδικευμένα έντυπα περιελήφθησαν αμέσως ανταποκρίσεις σχετικές με την πρόταση αυτή.

Συνεπώς, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης τις κατέλαβε εξ απρόοπτου.

Εξάλλου, η ειδική εισφορά απορρόφησης επιβλήθηκε κατά τρόπο που περιορίζει κατά το δυνατό την ενδεχόμενη προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζει σχετικώς ότι ο κανονισμός περί επιβολής της επίδικης εισφοράς τέθηκε σε ισχύ τρεις μόνο ημέρες μετά τη λήξη της περιόδου στην οποία αναφερόταν η εν λόγω εισφορά. Εξάλλου, η ειδική εισφορά απορρόφησης έπληττε εκείνες μόνο τις επιχειρήσεις που ήταν υπεύθυνες του ελλείμματος, δεδομένου ότι υπολογίζεται διά της εφαρμογής ενός δεδομένου συντελεστή επί της εισφοράς για τη βασική παραγωγή και επί της εισφοράς Β που όφειλαν να καταβάλουν οι εν λόγω επιχειρήσεις για την αντίστοιχη περίοδο.

Τέλος, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανασκευάζει τις επικρίσεις του Finanzgericht τις αναφερόμενες στο γεγονός ότι η ειδική εισφορά μπορεί να μετακυλιστεί στους παραγωγούς τεύτλων μόνο μέχρι ποσοστού 60 ο/ο. Κατά το Finanzgericht ο περιορισμός αυτός συνιστά προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων παραγωγής ζάχαρης, δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός προέβλεπε μόνο επιβαρύνσεις δυνάμενες να μετακυλιστούν πλήρως στους παραγωγούς τεύτλων. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης δεν ανέμεναν την επιβολή εισφοράς μέρος της οποίας θα εβάρυνε τις ίδιες.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι το Finanzgericht στηρίζει τον συλλογισμό του σε πεπλανημένη βάση θεωρώντας ότι ο βασικός κανονισμός προβλέπει αποκλειστικώς επιβαρύνσεις δυνάμενες πλήρως να μετακυλιστοόν στους παραγωγούς τεύτλων. Βεβαίως, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, και του άρθρου 28, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η ελάχιστη τιμή που οφείλουν να καταβάλουν οι παραγωγοί ζάχαρης στους παραγωγούς τεύτλων ανέρχεται στο 98 0/0 της βασικής τιμής των τεύτλων Α (τεύτλων από τα οποία παράγεται η ζάχαρη Α ) και στο 68 ή το 60,5 % της βασικής τιμής των τεύτλων Β ( τεύτλων από τα οποία παράγεται η ζάχαρη Β), ανάλογα με το αν η εισφορά Β έχει καθοριστεί στο 30 ή στο 37,5θ/ο της τιμής παρεμβάσεως της ζάχαρης. Για να καταβάλουν την εισφορά επί της βασικής παραγωγής και την εισφορά Β, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης παρακρατούν από την τιμή που καταβάλλουν στους παραγωγούς τεύτλων ποσοστό ίσο με το ποσοστό των εισφορών που επιβάλλονται στη ζάχαρη Α ( 2 % ) και στη ζάχαρη Β ( 2 % + 30 % ή, ενδεχομένως, 2 ο/ο + 37,5 ο/ο ).

Ωστόσο, η βασική τιμή των τεύτλων αντιπροσωπεύει το 60 ο/ο περίπου της τιμής παρεμβάσεως της ζάχαρης. Το ποσοστό αυτό δεν συνάγεται από ρητή διάταξη του βασικού κανονισμού, αλλά διαπιστώνεται κατά τον ετήσιο καθορισμό της βασικής τιμής των τεύτλων. Για την περίοδο εμπορίας 1986/1987, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1452/86 του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 1986, για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 1986/1987, ορισμένων τιμών στον τομέα της ζάχαρης και του αντιπροσωπευτικού ποιοτικού τύπου τεύτλων (ΕΕ L 133, σ. 4), καθόρισε τη βασική τιμή των τεύτλων ( κατ' αναφορά προς αντίστοιχη ποσότητα ζάχαρης ) στο 58 ο/ο της τιμής παρεμβάσεως της ζάχαρης.

Το εναπομένον 40 ο/ο περίπου της τιμής της παρεμβάσεως της ζάχαρης προορίζεται να καλύψει τα έξοδα μεταποιήσεως, μεταφοράς κ.λπ., τα οποία βαρύνουν τις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης. Από το τμήμα αυτό της τιμής παρεμβάσεως που εισπράττουν οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης οφείλουν να παρακρατήσουν 2 0/0 για την παραγωγή της ζάχαρης Α και 32 ο/ο ( 2 ο/o + 30 ο/ο ) ή 39,5 ο/ο (2 0/0 + 37,5θ/ο) για την παραγωγή της ζάχαρης Β.

Συνεπώς, κατά τον βασικό κανονισμό, η επιβάρυνση που επιβάλλεται στους παραγωγούς τεύτλων και ζάχαρης, υπό μορφή εισφορών, ποικίλλει μεταξύ 60 και 40 % περίπου. Ο επίδικος κανονισμός προβλέπει ανάλογη κατανομή της επιβαρύνσεως η οποία επιβλήθηκε υπό μορφή ειδικής εισφοράς απορρόφησης. Συνεπώς, οι επικρίσεις που διατύπωσε σχετικώς το Finanzgericht είναι αβάσιμες.

3. Η άποψη του Συμβουλίου

Το Συμβούλιο εξετάζει εκείνον μόνο τον λόγο ακυρότητας που το Finanzgericht έκρινε ως βάσιμο, δηλαδή τον λόγο που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος. Αντιθέτως προς το Finanzgericht, το Συμβούλιο θεωρεί ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αντιβαίνει προς την αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος, υποστηρίζει δε ότι είναι έγκυρος.

Καταρχάς, τονίζει ότι μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης έχει πράγματι αναδρομική ισχύ. Ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε λίγες μόνο μέρες μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου εμπορίας. Η εισφορά που επιβάλλει πλήττει αποκλειστικώς τις επιχειρήσεις που είναι υπεύθυνες για το έλλειμμα της περιόδου αυτής, τις πλήττει δε ανάλογα με το μερίδιο της συμμετοχής τους στη δημιουργία αυτού του ελλείμματος. Προσομοιάζει, κατά συνέπεια, με τον συνήθη μηχανισμό επιβολής εισφορών στον τομέα της ζάχαρης, καθόσον οι επιβαλλόμενες με τον βασικό κανονισμό εισφορές υπολογίζονται και εισπράττονται, επίσης, μετά τη λήξη της περιόδου την οποία αφορούν.

Εν πάση περιπτώσει, μολονότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης συνδέει την εισφορά με παρελθούσα περίοδο παραγωγής, είναι ωστόσο δικαιότερος από τον κανονισμό περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, επί του οποίου στηρίζεται το Finanzgericht Hamburg προκειμένου να επικρίνει τον κανονισμό περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης. Το Συμβούλιο τονίζει ότι, κατά την άποψη του Finanzgericht, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης όφειλε, όπως και ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, να συνδέσει την καταβολή της εισφοράς με την παραγωγή μελλοντικών περιόδων. Το Συμβούλιο ανασκευάζει την αιτίαση αυτή ισχυριζόμενο ότι ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης συνέδεσε την απορρόφηση του ελλείμματος των 400 εκατομμυρίων ECU με την παραγωγή των πέντε μελλοντικών περιόδων, επειδή ήταν πρακτικώς αδύνατον να προσδιοριστούν οι επιχειρήσεις που ήταν υπεύθυνες για τη δημιουργία του εν λόγω ελλείμματος. Αντιθέτως, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είχε τη δυνατότητα να μετακυλίσει την επιβάρυνση αυτή στις επιχειρήσεις κατ' αναλογία της συμμετοχής τους στη δημιουργία του ελλείμματος, επειδή θεσπίστηκε δύο μόνο ημέρες μετά τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου εμπορίας. Συνεπώς, δεν ευσταθούν οι επικρίσεις κατά του γεγονότος ότι ο επίδικος κανονισμός συνέδεσε την καταβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης με την παραγωγή μιας περιόδου η οποία είχε μόλις λήξει: αντιθέτως, με τον τρόπο αυτό κατέστη δυνατή η δίκαιη κατανομή της επιβαρύνσεως που επέβαλε ο επίδικος κανονισμός.

Το Συμβούλιο τονίζει, επίσης, ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι κοινοτικές πράξεις μπορούν να αναπτύσσουν αναδρομικώς τις έννομες συνέπειες τους εφόσον αυτό επιβάλλεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό και εφόσον διασφαλίζεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις συντρέχουν στην παρούσα υπόθεση.

Ο σκοπός που επιδιώκεται με την επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι διττός.

Πρώτον, κρίθηκε ότι η Κοινότητα δεν θα έπρεπε να προκαταβάλει για μία μακρά περίοδο, ίσως μάλιστα να καταβάλει οριστικώς, σημαντικά ποσά υπό μορφή επιστροφών λόγω εξαγωγής.

Δεύτερον, η επιβολή της επίδικης εισφοράς απέτρεψε τη λήψη περισσότερο ριζοσπαστικών μέτρων για την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας στην αγορά ζάχαρης, όπως π.χ. η μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής. Η λύση αυτή θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που αναπτύσσουν τη δράση τους στην αγορά ζάχαρης, δεδομένου ότι θα είχε ως συνέπεια τη μείωση των μεριδίων τους στη διεθνή αγορά. Θα ήταν επίσης αντίθετη προς τα συμφέροντα της Κοινότητας, καθόσον θα είχε ως συνέπεια μείωση των εκτάσεων στις οποίες καλλιεργούνται τεύτλα με αντίστοιχη αύξηση των εκτάσεων στις οποίες καλλιεργούνται άλλα γεωργικά προϊόντα, η χρηματοδότηση των οποίων θα εβάρυνε ιδιαιτέρως τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Η σημασία του διττού αυτού σκοπού που επιδιώκει ο κανονισμός περί επιβολής ειδικής εισφοράς απορρόφησης, δηλαδή της διασφαλίσεως της αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα της ζάχαρης, με παράλληλη διατήρηση του επιπέδου των ποσοστώσεων, δικαιολογεί την αναδρομική επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης.

Εξάλλου, όσον αφορά την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων, το Συμβούλιο υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι τελευταίοι έπρεπε να αναμένουν υπέρβαση του ανωτάτου ορίου που είχε καθορίσει ο βασικός κανονισμός, δεύτερον δε, ότι το Finanzgericht πλανάται όταν υποστηρίζει ότι ο βασικός κανονισμός προέβλεπε μόνο εισφορές δυνάμενες να μετακυλιστοόν πλήρως στους παραγωγούς τεύτλων. Τα επιχειρήματα που προβάλλει ως προς τα δύο αυτά ζητήματα το Συμβούλιο συνάδουν με τα όσα υποστήριξε σχετικά το Ηνωμένο Βασίλειο.

4. Η άποψη της Επιτροπής

Η Επιτροπή περιορίζεται και αυτή στην εξέταση εκείνου μόνο του λόγου που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος. Υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι έγκυρος.

Ο επιδιωκόμενος με την επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης σκοπός είναι η διασφάλιση της αυτοχρηματοδότησης του τομέα της ζάχαρης. Ο προϋπολογισμός της Κοινότητας δεν μπορούσε να καλύψει το πλέον των 200 εκατομμυρίων ECU έλλειμμα που είχε δημιουργηθεί κατά την περίοδο 1986/1987. Ενόψει του μεγέθους του ελλείμματος, το οποίο κατά τη διάρκεια μιας μόνο περιόδου υπερέβη το ήμισυ του ελλείμματος που είχε σωρευθεί κατά τις πέντε προηγούμενες περιόδους, ήταν αναγκαία η λήψη επειγόντων μέτρων.

Όπως συνάγεται από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του επιδίκου κανονισμού, οι εναλλακτικές λύσεις που υπήρχαν ήταν είτε η επιβολή ειδικής εισφοράς απορρόφησης είτε η μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής. Η τελευταία αυτή λύση δεν κρίθηκε ενδεδειγμένη. Καταρχάς, θα προκαλούσε μείωση των μεριδίων της αγοράς που κατέχουν οι κοινοτικές επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης στη διεθνή αγορά. Εξάλλου, η λύση αυτή θα έπληττε τις επιχειρήσεις του τομέα περισσότερο απ' ό,τι μια οικονομική εισφορά. Τέλος, δεν υπήρχαν περιθώρια εξετάσεως του ενδεχομένου μειώσεως των ποσοστώσεων για την κάλυψη του ελλείμματος της περιόδου 1986/1987, καθόσον το έλλειμμα παρουσιάστηκε όταν οι ποσοστώσεις που είχαν κατανεμηθεί για την περίοδο αυτή είχαν ήδη εξαντληθεί. Κατά την Επιτροπή, η ενδεδειγμένη λύση δεν ήταν η μείωση των ποσοστώσεων αλλά η επιβολή της επίδικης εισφοράς.

Δεν εθίγη, εξάλλου, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων του τομέα.

Η Επιτροπή παρατηρεί, σχετικώς ότι, πρώτον, οι κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν την αγορά ζάχαρης υπόκεινται σε συνεχείς τροποποιήσεις ανάλογα με τους όρους παραγωγής και πωλήσεως που διαμορφώνονται στην αγορά. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν, γενικώς, να επικαλούνται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί σε μία δεδομένη στιγμή.

Όσον αφορά ειδικότερα την επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, οι επιχειρήσεις του τομέα είχαν ήδη υπόψη τους σειρά ενδείξεων από την οποία προέκυπτε ότι επρόκειτο να επιβληθεί μία τέτοια εισφορά: ο βασικός κανονισμός προέβλεπε ήδη από το 1981 την αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα της ζάχαρης· η επιβολή της εισφοράς απορρόφησης με τον κανονισμό 934/86 έδειξε ότι ήταν δυνατή η υπέρβαση των ανωτάτων ορίων που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός· η πρόταση της Επιτροπής για την επιβολή ειδικής εισφοράς απορρόφησης ανακοινώθηκε δημοσίως ήδη από τον Φεβρουάριο του 1987 με ενημερωτικό σημείωμα του εκπροσώπου της Επιτροπής' τα ειδικευμένα έντυπα δημοσίευσαν αμέσως εκτενείς ανταποκρίσεις σχετικά με την πρόταση αυτή· στις 7 Μαρτίου 1987 ο εκπρόσωπος της Επιτροπής ανέπτυξε την πρόταση κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως της συμβουλευτικής επιτροπής· ζάχαρης τέλος, στις 3 Απριλίου 1987 η πρόταση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα.

Οι πληροφορίες αυτές έδιναν τη δυνατότητα τόσο στους παραγωγούς τεύτλων όσο και στους παραγωγούς ζάχαρης να λάβουν εγκαίρως τα μέτρα τους, προσδιορίζοντας ιδίως τις ποσότητες που επρόκειτο να παράγουν και τις τιμές που επρόκειτο να εφαρμόσουν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας.

Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το Finanzgericht πλανάται όταν θεωρεί ότι ο βασικός κανονισμός επέβαλε στους παραγωγούς ζάχαρης μόνο εισφορές δυνάμενες να μετακυλιστούν πλήρως στους παραγωγούς τεύτλων. Διατυπώνει, σχετικώς το ίδιο επιχείρημα με την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και το Συμβούλιο.

III — Απαντήσεις στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Δικαστήριο

Α — Ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην Zuckerfabrik Sūderdithmarschen

Ερώτημα 1 — 'Εχει μήπως παρεισφρήσει κάποιο ουσιαστικό λάθος στο σημείο 13 των παρατηρήσεων της Zuckerfabrik Sūderdithmarschen, υπό την έννοια ότι η απάντηση που προτείνει να δοθεί στο ερώτημα 1, στοιχείο α, είναι καταφατική και όχι αρνητική όπως αναφέρεται στο σημείο 13;

Απάντηση — Πράγματι στο σημείο 13 των παρατηρήσεων της Zuckerfabrik Sūderdithmarschen AG παρεισέφρησε ένα λάθος. Η απάντηση που προτείνεται να δοθεί στο ερώτημα 1, στοιχείο α, είναι καταφατική.

Ερώτημα 2 — Σε ποια ακριβώς κανονιστική διάταξη στηρίζει η Zuckerfabrik Sūderdithmarschen τον ισχυρισμό της ότι οι συμβάσεις καλλιέργειας τεύτλων για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 έπρεπε να είχαν συναφθεί πριν από την 1η Μαΐου 1986 (σημείο 92 των παρατηρήσεων της);

Απάντηση — Στις συμβάσεις για την παράδοση ζαχαρότευτλων, γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν οι ποσότητες ζάχαρης που παράγονται από τα τεύτλα αυτά ανήκουν στην κατηγορία ζάχαρης Α ή ζάχαρης Β ή σε λοιπές κατηγορίες ζάχαρης ( άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 1785/81 ). Όσοι παραγωγοί ζάχαρης δεν έχουν συνάψει, πριν από τη σπορά, συμβάσεις παραδόσεως για ποσότητα τεύτλων αντίστοιχη προς την ποσόστωση Α βάσει της ελαχίστης τιμής τεύτλων Α είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν, για τις ποσότητες τεύτλων που μεταποιούνται σε ζάχαρη στη συγκεκριμένη επιχείρηση, τουλάχιστον την ανωτέρω ελαχίστη τιμή ( για τα τεύτλα Α ) (άρθρο 30, παράγραφος 2, του κανονισμού 1785/81 ).

Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 246/88 (ΕΕ L 53 της 1.3.1988, σ. 37), ως συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από τη σπορά θεωρούνται, στη Γερμανία, μόνο εκείνες που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Μαΐου. Δεν έχει προβλεφθεί, στο εν λόγω κράτος, καμία παρέκκλιση με διεπαγγελματική συμφωνία (άρθρο 30, παράγραφος 3, του κανονισμού 1785/81).

Ερώτημα 3 — Η Zuckerfabrik Süderdithmarschen καλείται να σχολιάσει τον περιεχόμενο στη σελίδα 19 των παρατηρήσεων του Συμβουλίου ισχυρισμό κατά τον οποίο η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης αποτελούσε το μοναδικό μέσο για τη διασφάλιση της αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα της ζάχαρης χωρίς μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής.

Απάντηση — Αν ληφθεί ως βάση η αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως όπως την αντιλαμβάνεται το Συμβούλιο (όχι όμως και η προσφεύγουσα), η επιβολή εισφοράς συνιστά — εκτός από τη μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής — τη μόνη δυνατότητα διασφαλίσεως της αυτοχρηματοδοτήσεως, υπό την επιφύλαξη ζητημάτων σχετικών με τη νομική βάση, τη φύση, τη μέθοδο υπολογισμού και την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω εισφορά θα καταστεί απαιτητή, όπως τα ζητήματα αυτά αναπτύσσονται στις γραπτές μας παρατηρήσεις.

Β — Ερώτημα που υποβλήθηκε στην Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου

Ερώτημα — Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καλείται να δώσει τα στοιχεία του ισολογισμού που δημοσίευσε η Επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου 1986, τον οποίο επικαλείται στο σημείο 22 των παρατηρήσεων της.

Απάντηση — Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου απάντησε ότι τα στοιχεία είναι τα ακόλουθα: VI PC2-408.

Γ — Ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο

Ερώτημα 1 — Γιατί ο τομέας της ζάχαρης είναι ο μόνος για τον οποίο ισχύει η αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως ;

Απάντηση — Η πλήρης χρηματοδότηση — εκ μέρους των παραγωγών (καλλιεργητών τεύτλων) και της μεταποιητικής βιομηχανίας (παραγωγών ζάχαρης) — των δαπανών που προκύπτουν από την εξαγωγή προς τρίτες χώρες των πλεονασμάτων ζάχαρης οφείλεται κυρίως στους ακόλουθους λόγους.

Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης προβλέπει, από το 1968 [ εφαρμογή του πρώτου κανονισμού 1009/67/ΕΟΚ περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ABl. 308, της 18.12.1967, σ. 1)], τη συμμετοχή των παραγωγών και της μεταποιητικής βιομηχανίας στη χρηματοδότηση των δαπανών της κοινής οργανώσεως της αγοράς ( βλ. άρθρο 27 του ανωτέρω κανονισμού ). Τα μέτρα αυτά είχαν, και εξακολουθούν να έχουν και σήμερα, στενό σύνδεσμο με την κανονιστική ρύθμιση περί ποσοστώσεων, με το σχετικά υψηλό επίπεδο τιμών που διασφαλίζει η Κοινότητα στους παραγωγούς και στη μεταποιητική βιομηχανία, για την παραγωγή που δεν υπερβαίνει τις συνολικές ποσοστώσεις ( ποσοστώσεις Α συν ποσοστώσεις Β ), καθώς και με το γεγονός ότι από πολλών ήδη ετών η παραγωγή στο πλαίσιο των συνολικών ποσοστώσεων υπερβαίνει την εντός της Κοινότητας κατανάλωση. Θα μπορούσε βασίμως να υποστηριχθεί, σχετικώς, ότι το επίπεδο τιμών στην Κοινότητα θα ήταν κατά 15 έως 20 ο/ο χαμηλότερο εάν δεν υπήρχε κανονιστική ρύθμιση που να επιβάλει ποσοστώσεις. Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά του τομέα της ζάχαρης είναι, αφενός μεν, το σχετικά υψηλό επίπεδο τιμών, αφετέρου δε, η διαρθρωτική υπερπαραγωγή. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η μακροπρόθεσμη διασφάλιση των εγγυημένων τιμών και των χορηγουμένων ποσοστώσεων θα μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο με έναν μηχανισμό πλήρους αυτοχρηματοδοτήσεως ώστε τα πλεονάσματα να μην συνιστούν υπερβολική επιβάρυνση για την κοινοτική αγορά και να μην βαρύνουν υπέρμετρα τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Η αυτοχρηματοδότηση αυτή επιτεύχθηκε, όπως είναι γνωστό, βάσει της αρχής ότι οι παραγωγοί και η μεταποιητική βιομηχανία θα μετέχουν, εντός των ποσοστώσεων Α, στην αυτοχρηματοδότηση αυτή με ένα ελάχιστο ποσοστό ( 2 ο/ο της τιμής παρεμβάσεως ) και ότι η συμμετοχή τους θα αντιπροσωπεύει, στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Β, σαφώς υψηλότερο ποσοστό ( κατ' ανώτατο όριο 39,5 Ψο της τιμής παρεμβάσεως ).

Βεβαίως, ένα τέτοιο σύστημα αυτοχρηματοδοτήσεως δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε άλλους τομείς της γεωργίας στους οποίους τα εισοδήματα των παραγωγών, λόγω των χαμηλότερων εγγυημένων τιμών, δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους επιβαρύνσεις. Πρέπει σχετικώς να υπογραμμιστεί ότι η καλλιέργεια τεύτλων είναι πολύ πιο αποδοτική από πλευράς τιμών, για τους παραγωγούς, απ' ό,τι η καλλιέργεια άλλων φυτικών προϊόντων όπως π.χ. των σιτηρών.

Ερώτημα 2 — Υπάρχει συγκεκριμένη κανονιστική διάταξη από την οποία να συνάγεται ότι το σύνολο των ποσοστώσεων Α που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στην κατανάλωση ζάχαρης εντός της Κοινότητας κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου και, εάν ναι, ποια είναι η διάταξη αυτή;

Απάντηση — Όχι.

Καίτοι είναι ακριβές ότι το σύνολο των ποσοστώσεων Α πλησιάζει στο επίπεδο καταναλώσεως ζάχαρης εντός της Κοινότητας, ωστόσο δεν υφίσταται μαθηματική σχέση μεταξύ των ποσοστώσεων Α και της καταναλώσεως ζάχαρης. Δεν υπάρχει, συνεπώς, ειδική σχετική διάταξη.

Πρέπει, επίσης να τονιστεί ότι, κατά την έναρξη της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης ( βάσει του προαναφερθέντος κανονισμού 1009/67), οι ποσοστώσεις Α καθορίστηκαν, για τους παραγωγούς ζάχαρης, βάσει της μέσης παραγωγής τους κατά την περίοδο 1961-1965 ( βλ. άρθρο 23 του προαναφερθέντος κανονισμού 1009/67 ). Έτσι εξηγείται γιατί για ορισμένα κράτη μέλη, όπως π.χ. για την Ιταλία, το σύνολο των ποσοστώσεων Α των παραγωγών ζάχαρης και, για τον λόγο αυτό, επίσης η εθνική ποσόστωση Α δεν αντιστοιχούν στην εθνική κατανάλωση: οι ποσοστώσεις Α για την Ιταλία ήταν μικρότερες από την κατανάλωση ζάχαρης στην εν λόγω χώρα.

Δ — Ερώτημα πον υποβλήθηκε στην Επιτροπή

Ερώτημα— Η Επιτροπή καλείται να εξηγήσει αναλυτικότερα τι εννοεί όταν τονίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το κοινοτικό συμφέρον όταν διατάσσουν την αναστολή της εφαρμογής εθνικής διοικητικής πράξεως η οποία εκδόθηκε βάσει κοινοτικής πράξεως ( σημεία 8 και 9 των παρατηρήσεων της ).

Απάντηση — α )

Το Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να διευκρινίσει πώς αντιλαμβάνεται την υποχρέωση των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους το συμφέρον της Κοινότητας σε περίπτωση που διατάσσουν αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε βάσει κοινοτικής πράξεως.

β)

Στο σημείο 8 του μέρους II του υπομνήματος της, στοιχείο II, η Επιτροπή τονίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας όταν πρόκειται να εκτιμήσουν το βάσιμο των αμφιβολιών τους ( ως προς το κύρος μιας πράξεως της Κοινότητας ) και όταν πρόκειται να αποφανθούν ως προς το αν, κατ' εξαίρεση, ενόψει αυτών των αμφιβολιών, πρέπει να διαταχθεί αναστολή εκτελέσεως της εθνικής διοικητικής πράξεως της στηριζομένης στη συγκεκριμένη κοινοτική πράξη.

Κατά τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στο σημείο 7 του μέρους II του υπομνήματος της, στο πλαίσιο αυτής της εκτιμήσεως και ασκήσεως της διακριτικής τους εξουσίας τα εθνικά δικαστήρια δεν πρέπει να αποδίδουν μικρότερη σημασία στα συμφέροντα της Κοινότητας απ' ό,τι στα συμφέροντα του αντιστοίχου κράτους μέλους, και ότι πρέπει να αποφαίνονται βάσει των πραγματικών περιστατικών της κάθε υποθέσεως.

γ)

Η Επιτροπή επιθυμεί να παραθέσει κατωτέρω, απλώς ως παραδείγματα, ορισμένα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται αντιληπτό το μέτρο κατά το οποίο τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους το συμφέρον της Κοινότητας.

Ως προς τη σοβαρότητα των αμφιβολιών τους για το κύρος μιας πράξεως της Κοινότητας, τα δικαστήρια δεν πρέπει να περιορίζονται στα όσα διατυπώνουν οι διάδικοι, αλλά πρέπει να εξετάζουν τα ίδια, βάσει της νομολογίας και της επιστήμης, εάν οι αμφιβολίες αυτές είναι βάσιμες.

Στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής τους εξουσίας τα δικαστήρια πρέπει να διασφαλίζουν στο μέτρο του δυνατού την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου ( βλ. σχετικώς τις εξηγήσεις — τις σχετικές με μία εντελώς διαφορετική υπόθεση — που παρέσχε η Επιτροπή στο υπόμνημα που κατέθεσε στις 25 Οκτωβρίου 1989 στην υπόθεση C-213/89, Factortame, μέρος III, σημείο 1, απόφαση της 19ης Ιουνίου 1990, Συλλογή 1990, σ. I-2433 ), την « πρακτική του αποτελεσματικότητα ». Π.χ., σε περίπτωση χρηματικών απαιτήσεων του δημοσίου, αναστολή εκτελέσεως δεν πρέπει γενικώς να διατάσσεται παρά μόνο εφόσον η φερεγγυότητα του οφειλέτη κρίνεται ότι εξακολουθεί να είναι διασφαλισμένη ακόμα και μετά από την κύρια δίκη, ή εφόσον ο οφειλέτης έχει συστήσει ασφάλεια.

Αντιθέτως, η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου μπορεί να επιβάλει την άμεση εκτέλεση διοικητικών πράξεων που δεν προβλέπουν χρηματικές παροχές. Τυπικό παράδειγμα σχετικώς συνιστά η υποχρεωτική απόσταξη επιτραπεζίου οίνου που προβλέπει το άρθρο 39 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 822/87 ( αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο πλαίσιο της υποθέσεως C-217/88, απόφαση της 10ης Ιουλίου 1990, Συλλογή 1990, σ. I-2879), διάταξη της οποίας η εκτέλεση είναι αδύνατο να ανασταλεί χωρίς να καταστεί μάταιη η επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, δηλαδή η άμεση ανακούφιση της αγοράς οίνου διά της απορροφήσεως των πλεονασμάτων. Μπορούν, επίσης να αναφερθούν ως παραδείγματα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση καταστάσεων που συνιστούν απειλή για τη δημόσια υγεία, όπως η σφαγή μολυσμένων ζώων ή η απαγόρευση εμπορίας προϊόντων επιβλαβών για την υγεία.

R. Joliét

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-92/89 ( *1 )

Περιεχόμενο

 

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

 

Α — Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

 

1. Ο βασικός κανονισμός

 

2. Ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης

 

3. Ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης

 

4. Οι μεταγενέστεροι κανονισμοί

 

Β — Τα πραγματικά περιστατικά και η εξέλιξη της κύριας δίκης

 

Γ — Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

 

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

 

Α — Επί του πρώτου ερωτήματος ( ορθή νομική βάση για την επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης)

 

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

 

2. Η άποψη του Συμβουλίου

 

3. Η άποψη της Επιτροπής

 

Β — Επί του δευτέρου ερωτήματος ( επί του ασυμβιβάστου του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης με τον βασικό κανονισμό )

 

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

 

2. Η άποψη του Συμβουλίου

 

3. Η άποψη της Επιτροπής

 

Γ — Επί του τρίτου ερωτήματος ( επί της προσβολής της αρχής της απαγορεύσεως επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους άσχετους προς αυτόν ή της επιβαρύνσεως του με μη εύλογα οικονομικά βάρη )

 

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

 

2. Η άποψη του Συμβουλίου

 

3. Η άποψη της Επιτροπής

 

Δ — Επί του τετάρτου ερωτήματος ( παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων )

 

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

 

2. Η άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως

 

3. Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

 

4. Η άποψη του Συμβουλίου

 

5. Η άποψη της Επιτροπής

 

Ε — Επί του πέμπτου ερωτήματος ( επί της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας

 

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

 

2. Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

 

3. Η άποψη του Συμβουλίου

 

4. Η άποψη της Επιτροπής

 

III — Απαντήσεις στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Δικαστήριο

 

Α — Ερώτημα που υποβλήθηκε στην Zuckerfabrik Soest

 

Β — Ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην Ιταλική Κυβέρνηση

 

Γ — Ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Α — Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

1. Ο βασικός κανονισμός

Η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα της ζάχαρης διέπεται από τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1785/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981 ( ΕΕ L 177, σ. 4, στο εξής: βασικός κανονισμός ).

Η κατάσταση της Κοινότητας στον τομέα της ζάχαρης χαρακτηρίζεται από διαρθρωτικά πλεονάσματα. Για να περιοριστεί η παραγωγή ζάχαρης ο βασικός κανονισμός προβλέπει την επιβολή ποσοστώσεων παραγωγής στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης.

Προς τούτο, το άρθρο 24 του βασικού κανονισμού καθορίζει, για κάθε περιφέρεια παραγωγής ( που συμπίπτει κατά βάση με την επικράτεια των κρατών μελών), βασική ποσότητα Α και βασική ποσότητα Β.

Οι βασικές αυτές ποσότητες αφορούν κάθε φορά μία ετήσια περίοδο εμπορίας. Οι περίοδοι εμπορίας αρχίζουν την 1η Ιουλίου ενός έτους και λήγουν στις 30 Ιουνίου του επομένου έτους.

Οι βασικές ποσότητες Α και οι βασικές ποσότητες Β που χορηγούνται σε κάθε περιοχή παραγωγής καθορίζονται μετά από πολιτική διαπραγμάτευση.

Τα κράτη μέλη κατανέμουν στις επιχειρήσεις τη βασική ποσότητα Α που τους έχει χορηγηθεί, υπό μορφή ποσοστώσεων Α, και τη βασική ποσότητα Β, υπό μορφή ποσοστώσεων Β.

Το σύνολο των ποσοστώσεων Α που χορηγούνται ανά περίοδο εμπορίας αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στη ζάχαρη που καταναλίσκεται για ανθρώπινη διατροφή στην Κοινότητα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εμπορίας. Προκειμένου να καθοριστεί η ποσότητα Α μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως, λαμβάνεται ιδίως υπόψη η μέση ετήσια παραγωγή της σε ορισμένες προγενέστερες περιόδους εμπορίας. Η ποσόστωση Β των επιχειρήσεων υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου της υψηλότερης παραγωγής που πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων εμπορίας 1975/1976 έως 1979/1980 και δεν μπορεί να είναι κατώτερη του 10 % της ποσοστώσεως Α ( άρθρο 24 του βασικού κανονισμού ).

Η ζάχαρη που παράγεται βάσει των ποσοστώσεων Α ( ζάχαρη Α ) και εκείνη που παράγεται βάσει των ποσοστώσεων Β ( ζάχαρη Β ) αποτελούν το ίδιο προϊόν. Ωστόσο, το εφαρμοζόμενο νομικό καθεστώς διαφέρει σε ορισμένα σημεία ανάλογα με το αν η παραγωγή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Α ή στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Β.

Η ζάχαρη Α και η ζάχαρη Β μπορούν να διατεθούν ελεύθερα στο εμπόριο εντός της Κοινότητας. Στο πλαίσιο αυτό διασφαλίζεται η τιμή και η διάθεση τους βάσει ενός συστήματος παρεμβάσεως. Μπορούν επίσης να εξαχθούν. Εάν η τιμή παρεμβάσεως είναι ανώτερη από την τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά, η διαφορά καλύπτεται με μια επιστροφή κατά την εξαγωγή. Για κάθε χΛιόγραμμο ζάχαρης που εξάγουν, οι επιχειρήσεις παραγωγής εισπράττουν ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ των δύο τιμών. Εάν η τιμή παρεμβάσεως είναι κατώτερη από την τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά, καταβάλλεται εισφορά. Για κάθε χιλιόγραμμο ζάχαρης που εξάγουν, οι επιχειρήσεις παραγωγής οφείλουν να καταβάλουν ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής παρεμβάσεως και της τιμής στη διεθνή αγορά, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι ανώτερη.

Για τη ζάχαρη που παράγεται πέραν των ποσοστώσεων Α και Β μιας επιχειρήσεως (καλούμενη «ζάχαρη Γ») δεν προβλέπεται σύστημα παρεμβάσεως. Πρέπει να εξαχθεί εκτός Κοινότητας χωρίς να χορηγείται γι' αυτήν επιστροφή κατά την εξαγωγή.

Στην πράξη, η τιμή παρεμβάσεως είναι πάντοτε ανώτερη από την τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά. Δεδομένου ότι είναι δυνατή η παραγωγή, εντός των ορίων των ποσοστώσεων Β, ποσοτήτων ζάχαρης που υπερβαίνουν την εντός της Κοινότητας κατανάλωση, για τις οποίες χορηγούνται επιστροφές κατά την εξαγωγή, η Κοινότητα επιβαρύνεται σημαντικά λόγω της καταβολής επιστροφών κατά την εξαγωγή.

Οι επιστροφές αυτές χρηματοδοτούνται, καταρχάς, από τα κονδύλια του κοινοτικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, ο βασικός κανονισμός προβλέπει σύστημα εισφορών κατά την παραγωγή, βάσει του οποίου μπορούν να μετακυλιστούν πλήρως στον συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας οι επιβαρύνσεις που συνεπάγεται για την Κοινότητα η εξαγωγή ζάχαρης. Σχετικώς με το σύστημα αυτό στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού τονίζεται ότι σκοπός του είναι « να διασφαλιστεί με δίκαιο αλλά αποτελεσματικό τρόπο η συνολική χρηματοδότηση από τους ίδιους τους παραγωγούς των εξόδων για τη διάθεση των πλεονασμάτων που προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ της παραγωγής της Κοινότητας και της καταναλώσεως της ».

Το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού καθορίζει το σύστημα εισφορών με τις οποίες επιδιώκεται η επίτευξη αυτού του σκοπού. Οι εισφορές αυτές πλήττουν κατά τρόπο διαφορετικό την παραγωγή της ζάχαρης Α και την παραγωγή της ζάχαρης Β.

Πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου εμπορίας εκτιμάται η προβλεπόμενη συνολική ζημία. Η ζημία αυτή είναι ίση με την προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των επιστροφών που πρόκειται να καταβληθούν και του ποσού των εισφορών που πρόκειται να εισπραχθούν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας.

Οι παραγωγοί ζάχαρης οφείλουν να καταβάλουν δύο εισφορές για την κάλυψη της προβλεπόμενης συνολικής ζημίας, δηλαδή μία εισφορά επί της βασικής παραγωγής και μία εισφορά Β.

Η εισφορά επί της βασικής παραγωγής εισπράττεται επί της παραγωγής ζάχαρης Α και επί της παραγωγής ζάχαρης Β. Περιορίζεται στο 2 0/0 της τιμής παρεμβάσεως της λευκής ζάχαρης.

Όταν η εισφορά επί της βασικής παραγωγής δεν επαρκεί για την κάλυψη της προβλεπόμενης συνολικής ζημίας, εισπράττεται η εισφορά Β, η οποία επιβάλλεται αποκλειστικώς επί της παραγωγής ζάχαρης Β. Η εισφορά αυτή περιορίζεται, καταρχήν, στο 300/0 της τιμής παρεμβάσεως της λευκής ζάχαρης. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 37,5 ο/ο όταν η εισφορά επί της βασικής παραγωγής και η εισφορά Β, η οποία περιορίζεται στο 30 ο/ο, δεν αρκούν για την πλήρη κάλυψη της προβλεπόμενης συνολικής ζημίας.

Ο βασικός κανονισμός προβλέπει μία ορισμένη μετακύλιση των δύο εισφορών επί των παραγωγών τεύτλων. Η μετακύλιση αυτή επιτυγχάνεται μέσω του καθορισμού βασικών τιμών για τα τεύτλα, καθώς και μέσω μειώσεως της ελαχίστης τιμής για τα τεύτλα που οφείλουν να καταβάλουν οι παραγωγοί ζάχαρης στους παραγωγούς τεύτλων (άρθρα 4 και 5 του βασικού κανονισμού ).

2. Ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης

Δυνάμει του άρθρου 23 του βασικού κανονισμού το ανωτέρω σύστημα ποσοστώσεων εφαρμόστηκε στις περιόδους εμπορίας 1981/1982 έως 1985/1986.

Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής διαπιστώθηκε ότι οι εισφορές που επέβαλε ο βασικός κανονισμός ήταν εντελώς ανεπαρκείς για τη διασφάλιση της πλήρους αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα. Πράγματι, μολονότι οι εισφορές αυτές επιβλήθηκαν με τον μεγαλύτερο συντελεστή που επέτρεπε ο βασικός κανονισμός, διά της αυξήσεως, ιδίως, του ανωτάτου ορίου της εισφοράς Β από 30 σε 37,5 ο/ο, διαπιστώθηκε έλλειμμα 400 εκατομμυρίων ECU κατά τη λήξη της περιόδου 1981/1982 έως 1985/1986.

Στις 24 Μαρτίου 1986, το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 934/86, για την τροποποίηση του κανονισμού 1785/81 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 87, σ. 1, στο εξής: κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης ).

Με τον κανονισμό αυτό παρατάθηκε η ισχύς του συστήματος ποσοστώσεων και εισφορών που είχε θεσπίσει ο βασικός κανονισμός για τις περιόδους εμπορίας 1986/1987 έως 1990/1991. Κατά συνέπεια, οι παραγωγοί ζάχαρης όφειλαν να καταβάλουν την εισφορά επί της βασικής παραγωγής και την εισφορά Β κατά τις πέντε αυτές συμπληρωματικές περιόδους εμπορίας.

Εξάλλου, με τον νέο κανονισμό προστέθηκε στον βασικό κανονισμό το άρθρο 32α το οποίο προβλέπει, παράλληλα με τις δύο ήδη υφιστάμενες εισφορές, συμπληρωματική εισφορά με την ονομασία « εισφορά απορρόφησης ». Σκοπός της είναι η απορρόφηση, κατά 80 εκατομμύρια ECU ανά περίοδο εμπορίας, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 1986/1987 έως 1990/1991, του ελλείμματος των 400 εκατομμυρίων ECU που διαπιστώθηκε κατά τη λήξη της περιόδου 1981/1982 έως 1985/1986.

Όπως συνάγεται από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, διαπιστώθηκε ότι ήταν πρακτικώς αδύνατον να διαφοροποιηθεί το ποσό της νέας εισφοράς ανάλογα με τη συμμετοχή των γεωργικών παραγωγών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων στη δημιουργία του ελλείμματος, λόγω των διαρθρωτικών εξελίξεων της παραγωγικής διαδικασίας στον τομέα αυτό κατά τα τελευταία πέντε έτη ( υπονοείται σχετικώς η εξαφάνιση ορισμένων παραγωγικών επιχειρήσεων λόγω πτωχεύσεων, θανάτων κ.λπ. ). Κρίθηκε ότι η μόνη δυνατή λύση ήταν η διαφοροποίηση της εισφοράς ανάλογα με τις περιφέρειες παραγωγής.

Κατά συνέπεια, με το άρθρο 32α καθορίστηκαν, για κάθε περιοχή παραγωγής, τα ποσά που οφείλουν να καταβάλουν οι παραγωγοί ζάχαρης, ως εισφορά απορρόφησης, για την παραγωγή εκατό χιλιόγραμμων λευκής ζάχαρης. Δεν έγινε καμία διάκριση ανάλογα με το αν η παραγωγή προερχόταν από την ποσόστωση Α ή από την ποσόστωση Β της επιχειρήσεως.

Κατά το άρθρο 32α οι παραγωγοί ζάχαρης μπορούν να ζητήσουν από τους πωλητές τεύτλων την απόδοση του 60 ο/ο της εισφοράς απορρόφησης.

3. 0 κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης

Η περίοδος εμπορίας 1986/1987 έληξε στις 30 Ιουνίου 1987. Διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής και μόνο δημιουργήθηκε πρόσθετο έλλειμμα της τάξεως των 227 εκατομμυρίων ECU. Δηλαδή το έλλειμμα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής υπερέβαινε το ήμισυ του ελλείμματος που είχε δημιουργηθεί κατά τις πέντε προηγούμενες περιόδους.

Για τον λόγο αυτό το Συμβούλιο θέσπισε, στις 2 Ιουλίου 1987, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1914/87, για την καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 ( ΕΕ L 183, σ. 5, στο εξής: κανονισμός περί επιβολής ειδικής εισφοράς απορρόφησης ). Το κύρος αυτού του κανονισμού αμφισβητείται στο πλαίσιο των δύο προκειμένων προδικαστικών υποθέσεων.

Όπως ο βασικός κανονισμός και ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης. Κατά την εν λόγω διάταξη το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Αντιθέτως προς τον κανονισμό 934/86, περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ο νέος κανονισμός δεν τροποποιεί τον βασικό κανονισμό. Σε πολλά σημεία του, ωστόσο, αναφέρεται στον τελευταίο αυτό κανονισμό, τόσο στις αιτιολογικές του σκέψεις όσο και στις διατάξεις που θεσπίζει.

Σκοπός της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι η πλήρης απορρόφηση του τμήματος εκείνου της συνολικής ζημίας που προέκυψε από την περίοδο εμπορίας 1986/1987, το οποίο δεν έχει καλυφθεί από το προϊόν των εισφορών που επιβλήθηκαν με τον βασικό κανονισμό (εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β ).

Η εισφορά υπολογίζεται, για κάθε παραγωγό ζάχαρης, διά της επιβολής, επί του ποσού των εισφορών που οφείλει να καταβάλει βάσει του βασικού κανονισμού, ενός ορισμένου συντελεστή για την περίοδο εμπορίας 1986/1987. Ο συντελεστής αυτός είναι ίδιος για όλη την Κοινότητα. Υπολογίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτεται πλήρως το μέρος της ζημίας που απομένει να απορροφηθεί για την εν λόγω περίοδο εμπορίας. Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3061/87 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1987, για τον καθορισμό του συντελεστή υπολογισμού της ειδικής εισφοράς απορρόφησης για την περίοδο εμπορίας 1986/87 στον τομέα της ζάχαρης ( ΕΕ L 290, σ. 10), ο συντελεστής καθορίστηκε σε 0,38873.

Όπως και ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης ορίζει ότι οι παραγωγοί ζάχαρης μπορούν να ζητήσουν από τους πωλητές τεύτλων την απόδοση του 60 ο/ο της εισφοράς που επιβάλλει. Η απόδοση αυτή μπορεί να γίνει με αντίστοιχη μείωση της τιμής που καταβάλλεται για τα παραδιδόμενα τεύτλα, είτε στο πλαίσιο της περιόδου εμπορίας 1986/1987 είτε στο πλαίσιο της επόμενης περιόδου εμπορίας.

Όπως συνάγεται από τα ανωτέρω, οι παραγωγοί ζάχαρης εβαρύνοντο με εισφορές τριών τύπων κατά την περίοδο εμπορίας 1986/1987: με τις εισφορές που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός (εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β ), με την εισφορά απορρόφησης που σκοπός της ήταν να καλύψει, μέχρι του ύψους των 80 εκατομμυρίων ECU, τη ζημία που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια των περιόδων 1981/1982 έως 1985/1986, και, τέλος, με την ειδική εισφορά απορρόφησης που αποσκοπούσε στην κάλυψη ζημίας 227 εκατομμυρίων ECU που προέκυψε από την περίοδο εμπορίας 1986/1987, ζημία η οποία δεν είχε απορροφηθεί με τις εισφορές που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός.

4. Οι μεταγενέστεροι κανονισμοί

Μετά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα των σημερινών υποθέσεων, το Συμβούλιο θέσπισε, επίσης βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης, δύο ακόμη κανονισμούς σχετικούς με το σύστημα εισφορών στον τομέα της ζάχαρης.

Με τον ένα από τους κανονισμούς αυτούς [τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1108/88, της 25ης Απριλίου 1988, για την καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1987/1988 ( ΕΕ L 110, σ. 25 ) ], το Συμβούλιο επέβαλε, για την περίοδο εμπορίας 1987/1988, ειδική εισφορά απορρόφησης όμοια με εκείνη που είχε επιβάλει με τον επίδικο κανονισμό για την περίοδο 1986/1987.

Με τον δεύτερο κανονισμό [τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1107/88, της 25ης Απριλίου 1988, για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1785/81 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 110, σ. 20)], το Συμβούλιο προσέθεσε στον βασικό κανονισμό το άρθρο 28α με το οποίο επέβαλε, για τις περιόδους 1988/1989, 1989/1990 και 1990/1991, εισφορά η οποία ονομάστηκε « συμπληρωματική εισφορά ». Η εισφορά αυτή είναι όμοια, ως προς τον σκοπό που επιδιώκει και τον μηχανισμό βάσει του οποίου επιβάλλεται, με την ειδική εισφορά απορρόφησης. Σκοπός της, συνεπώς, είναι να απορροφήσει πλήρως, για κάθε μία από τις τρεις περιόδους που αφορά, τα ελλείμματα που δεν είχαν καλυφθεί με τις άλλες εισφορές που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός ( εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β ).

Β — Τα πραγματικά περιστατικά και η εξέλιξη της κύριας δίκης

Με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1987, το Hauptzollamt Paderborn (Κεντρικό Τελωνείο του Paderborn), καθού της κύριας δίκης, ζήτησε από την Zuckerfabrik Soest, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, να καταβάλει ποσό 1675013,71 γερμανικών μάρκων (DM) ως ειδική ειδική εισφορά απορρόφησης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987. Η Zuckerfabrik Soest υπέβαλε κατά της αποφάσεως αυτής διοικητική ένσταση η οποία απερρίφθη.

Η Zuckerfabrik προσέφυγε, κατόπιν αυτού, στο Finanzgericht Düsseldorf και ζήτησε αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως του Hauptzollamt. Παράλληλα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου. Προς στήριξη της αιτήσεως και της προσφυγής της η Zuckerfabrik προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, επί του οποίου στηρίχθηκε η απόφαση του Hauptzollamt, είναι ανίσχυρος.

Με Διάταξη της 10ης Φεβρουαρίου 1988 το Finanzgericht έκανε δεκτή την αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως του Hauptzollamt με το σκεπτικό ότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης.

Με Διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 1988 το Finanzgericht ανέστειλε τη διαδικασία της κύριας δίκης και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί προδικαστικώς επί των ακολούθων ερωτημάτων:

« 1)

Είναι ανίσχυρος ο κανονισμός 1914/87, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/87 ( ΕΕ L 183 της 3.7.1987, σ. 5 ), για τον λόγο ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί εισφορά χρηματοδοτήσεως που θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο βάσει του άρθρου 201 της Συνθήκης ΕΟΚ;

Επικουρικώς

2)

Η επιβολή ειδικής εισφοράς απορρόφησης με τον κανονισμό 1914/87 του Συμβουλίου για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 συμβιβάζεται με τον περιορισμό της αυτοχρηματοδότησης που προβλέπει το άρθρο 28 του κανονισμού 1785/81 καθώς και με την αρχή της ασφαλείας του συστήματος κανόνων της Κοινότητας;

Επικουρικώς

3)

Η επιβολή ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 συμβιβάζεται με την απαγόρευση επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους οι οποίοι, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης οργανώσεως αγοράς, συνιστούν κινδύνους εξωγενείς, καθώς και με την αρχή της απαγορεύσεως επιβολής μη ευλόγων οικονομικών επιβαρύνσεων;

Επικουρικώς

4)

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1914/87, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987, παραβιάζει μήπως την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων (άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ ), δεδομένου ότι η ζάχαρη Β επιβαρύνεται με σημαντικά υψηλότερη εισφορά απ' ό,τι η ζάχαρη Α;

Επικουρικώς

5)

Ο κανονισμός 1914/87, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο 1986/1987, παραβιάζει, στις ανωτέρω περιπτώσεις, τα θεμελιώδη δικαιώματα της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της ελεύθερης άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, που αποτελούν αρχές του κοινοτικού δικαίου, στην περίπτωση που οι εν λόγω δραστηριότητες δεν μπορούν πλέον να χρηματοδοτούνται από τα πραγματοποιούμενα κέρδη, αλλά μόνο από τα αποθεματικά, γεγονός που απειλεί την ίδια την ύπαρξη των επιχειρήσεων; »

Προς διευκρίνιση των ερωτημάτων αυτών το Finanzgericht διατυπώνει στη Διάταξη περί παραπομπής τις ακόλουθες σκέψεις:

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, το αναφερόμενο στην ορθή νομική βάση για την επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, το Finanzgericht υπογραμμίζει ότι για να μπορεί να επιβληθεί μια εισφορά στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών πρέπει να αποβλέπει στην ομαλοποίηση της συγκεκριμένης αγοράς. Για δύο λόγους το Finanzgericht αμφιβάλλει για το κατά πόσον αυτό συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Πρώτον, ένα μέτρο που αποσκοπεί στην ομαλοποίηση της αγοράς δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στο παρόν ή στο μέλλον, ενώ η ειδική εισφορά απορρόφησης αποσκοπεί στην κάλυψη ζημιών παρελθούσης περιόδου εμπορίας. Δεύτερον, υποχρέωση για την καταβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης έχουν, εκ του νόμου, μόνο οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης, ενώ ένα μέτρο που θα απέβλεπε στην ομαλοποίηση της αγοράς ζάχαρης έπρεπε κυρίως να πλήττει τους παραγωγούς τεύτλων, η πλεονάζουσα παραγωγή των οποίων αποτελεί την αιτία της ανισορροπίας στη συγκεκριμένη αγορά. Για τους λόγους αυτούς το Finanzgericht θεωρεί ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης έχει τον χαρακτήρα εισφοράς χρηματοδοτήσεως και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί εγκύρως να επιβληθεί παρά μόνο βάσει του άρθρου 201 της Συνθήκης.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, το σχετικό με το ασυμβίβαστο του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης με τον βασικό κανονισμό, το Finanzgericht επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου, της 29ης Μαρτίου 1979, 113/77, ΝΤΝ Toyo Bearing Company ( Sig. 1979, σ. 1185, ιδίως τη σκέψη 21 ).

Στην υπόθεση εκείνη οι ιαπωνικές επιχειρήσεις παραγωγής ενσφαίρων τριβέων είχαν προσβάλει διάταξη κανονισμού του Συμβουλίου δυνάμει της οποίας εισπράττοντο οριστικά οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ. Οι προσφεύγουσες προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι είχαν αναλάβει υποχρεώσεις, τις οποίες η Επιτροπή είχε αποδεχθεί, να εξαλείψουν το περιθώριο ντάμπινγκ. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη διάταξη ήταν ασυμβίβαστη με τον εφαρμοστέο σχετικώς βασικό κανονισμό ( στηριζόμενο στα άρθρα 111, 113 και 227 της Συνθήκης ΕΟΚ), κατά τον οποίο η διαδικασία περατούται όταν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις αναλαμβάνουν εκουσίως την υποχρέωση να μη συνεχίσουν τις πρακτικές ντάμπινγκ, η δε Επιτροπή αποδέχεται αυτήν την ανάληψη υποχρεώσεως.

Ανασκευάζοντας το επιχείρημα το Συμβούλιο προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είχε ως έρεισμα, όχι μόνο τον βασικό κανονισμό, αλλά και το άρθρο 113 της Συνθήκης. Η τελευταία αυτή διάταξη του παρέχει τη δυνατότητα να εκδίδει, ανεξαρτήτως των διατάξεων του βασικού κανονισμού, νέο αυτοτελή κανονισμό.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός του Συμβουλίου παραβλέπει το γεγονός ότι όλη η συγκεκριμένη διαδικασία διεξήχθη στο πλαίσιο των διατάξεων που θεσπίζει ο βασικός κανονισμός. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι το Συμβούλιο, μετά τη θέσπιση γενικού κανονισμού για την εφαρμογή ενός από τους σκοπούς του άρθρου 113 της Συνθήκης, δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους θεσπιθέντες κανόνες, στο πλαίσιο της εφαρμογής τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, διότι άλλως θα δημιουργούσε δυσχέρειες στη λειτουργία του νομοθετικού συστήματος της Κοινότητας και θα προσέβαλε την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου.

Το Finanzgericht συνάγει από την απόφαση αυτή ότι, εφόσον το Συμβούλιο με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού καθόρισε ανώτατο όριο για τις εισφορές που μπορούν να επιβληθούν στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης, δεν μπορεί να επιβάλει, με άλλο κανονισμό στηριζόμενο απευθείας στο άρθρο 43 της Συνθήκης, εισφορά υπερβαίνουσα το ανώτατο αυτό όριο. Εξάλλου, το ίδιο το Συμβούλιο αναγνώρισε αργότερα σιωπηρώς ότι για να επιβληθεί εισφορά υπερβαίνουσα το ανώτατο όριο που είχε καθοριστεί με τον βασικό κανονισμό ήταν απαραίτητη η τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού. Πράγματι, για να επιβάλει εισφορά ανάλογη προς την ειδική εισφορά απορρόφησης για τις περιόδους 1988/1989, 1989/1990 και 1990/1991, το Συμβούλιο προσέθεσε, με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1107/88, το άρθρο 28α στον βασικό κανονισμό.

Όσον αφορά το τρίτο ζήτημα, το σχετικό με την παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους ξένους προς αυτό, ή της επιβαρύνσεως του με μη εύλογα οικονομικά βάρη, το Finanzgericht τονίζει ότι το έλλειμμα που παρουσιάστηκε κατά την περίοδο εμπορίας 1986/1987 οφειλόταν κυρίως στη χαμηλή τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά και στην πτώση της τιμής του δολαρίου. Οι παράγοντες αυτοί ανάγκασαν την Κοινότητα να καταβάλει, κατά την εν λόγω περίοδο εμπορίας, ιδιαιτέρως υψηλές επιστροφές λόγω εξαγωγής. Τόσο, όμως, η τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά όσο και η τιμή του δολαρίου αποτελούν στοιχεία που δεν επηρεάζονται από τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που αναπτύσσουν τη δράση τους στην κοινοτική αγορά της ζάχαρης. Συνεπώς, οι συνέπειες της διακυμάνσεως αυτών των στοιχείων δεν πρέπει να επιβαρύνουν τις τελευταίες. Εξάλλου, σε άλλες οργανώσεις αγοράς (π.χ. στην οργάνωση αγοράς σιτηρών, βοείου κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων), οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τις διακυμάνσεις των τιμών των σχετικών προϊόντων στη διεθνή αγορά, καθώς και οι κίνδυνοι που συνδέονται με τις διακυμάνσεις της τιμής του δολαρίου, βαρύνουν αποκλειστικώς το ΕΓΤΠΕ.

Όσον αφορά το τέταρτο ζήτημα, το σχετικό με την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το Finanzgericht διαπιστώνει ότι η ζάχαρη που παράγεται στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Α ( ζάχαρη Α ) και εκείνη που παράγεται στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Β (ζάχαρη Β) αποτελούν, στην πράξη, εντελώς όμοια προϊόντα. Εξάλλου, τόσο η ζάχαρη όσο και η ζάχαρη Β μπορούν είτε να διατεθούν στο εμπόριο εντός της Κοινότητας είτε να εξαχθούν. Συνεπώς, κανένας αντικειμενικός λόγος δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης πλήττει πολύ περισσότερο τη ζάχαρη Β απ' όσο τη ζάχαρη Α. Η διαφορά αυτή της εισφοράς οφείλεται στο γεγονός ότι για να υπολογιστεί η ειδική εισφορά απορρόφησης εφαρμόζεται ένας ορισμένος συντελεστής επί των εισφορών που οφείλουν να καταβάλουν οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης δυνάμει του βασικού κανονισμού ( εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β), αυτές δε οι εισφορές πλήττουν βαρύτερα τη ζάχαρη Β (39,5%) απ' ό,τι τη ζάχαρη Α (2%). Δεν δικαιολογείται η επέκταση της διαφορετικής αυτής μεταχειρίσεως επί της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, δεδομένου ότι η τελευταία επιβλήθηκε εκτός του πλαισίου της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης. Εξάλλου, ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ο οποίος θεσπίστηκε εντός του πλαισίου της εν λόγω οργανώσεως αγοράς, πλήττει κατά τρόπο ομοιόμορφο την παραγωγή ζάχαρης Α και την παραγωγή ζάχαρης Β. Η ίδια η ισότητα μεταχειρίσεως έπρεπε, κατά μείζονα λόγο, να ισχύει και για την ειδική εισφορά απορρόφησης, η οποία επιβλήθηκε εκτός του πλαισίου της συγκεκριμένης οργανώσεως αγοράς.

Όσον αφορά το πέμπτο ζήτημα, το σχετικό με την παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος της ελεύθερης άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων, το Finanzgericht διατυπώνει την άποψη ότι τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα προσβάλλονται στην περίπτωση που η σώρευση διαδοχικών εισφορών καταλήγει να έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή μη ευλόγων οικονομικών επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις. Μία τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν οι επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν την εισφορά για μια συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας από τα κέρδη που πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, αλλά υποχρεώνονται να αντλήσουν πόρους από τα αποθεματικά τους. Κανονισμός που επιβάλλει τέτοιου είδους εισφορά είναι παράνομος λόγω παραβιάσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προαναφέρθηκαν.

Τέλος, το Finanzgericht Düsseldorf τονίζει ότι συμφωνεί με την άποψη που υποστήριξε ενώπιον του η Zuckerfabrik Soest, κατά την οποία ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος. Παραπέμπει σχετικώς στη Διάταξη παραπομπής του Finanzgericht Hamburg στην υπόθεση 143/88.

Γ — Η ενώπιον τον Δικαστηρίου όιαόικασία

Η Διάταξη του Finanzgericht Düsseldorf πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 1989.

Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, στις 22 Ιουνίου 1989, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Α. Bräutigam, μέλος της Νομικής του Υπηρεσίας στις 23 Ιουνίου 1989 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους νομικούς της συμβούλους D. Booß και G. zur Hausen · στις 26 Ιουνίου 1989 η Zuckerfabrik Soest, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Κολωνίας Ehle, Schiller και συνεργάτες· στις 27 Ιουνίου 1989 η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την J. Α. Gensmantel, Treasury Solicitor· και στις 29 Ιουνίου 1989 η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή L. Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Servizi di contenzioso diplomatico, επικουρούμενο από τον Ι. Μ. Braguglia, avvocato dello Stato.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Ωστόσο, το Δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει ερωτήματα στην Zuckerfabrik Soest, στην Ιταλική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δόθηκαν εντός της προθεσμίας που είχε ταχθεί.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Α — Επί του πρώτου ερωτήματος (ορθή νομική βάση για την επιβολή της ειοικής εισφοράς απορρόφησης)

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

Η Zuckerfabrik Soest υποστηρίζει ότι η ορθή νομική βάση για τη θέσπιση του επιδίκου κανονισμού δεν είναι το άρθρο 43 της Συνθήκης, αλλά το άρθρο 201 της Συνθήκης. Πράγματι, η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί, στην πραγματικότητα, εισφορά χρηματοδοτήσεως και όχι μέτρο ομαλοποιήσεως της αγοράς ζάχαρης.

Η Zuckerfabrik υποστηρίζει, πρώτον, ότι μέτρο ομαλοποιήσεως μιας γεωργικής αγοράς δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στο παρόν ή στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Τονίζει, επίσης, ότι ο επίδικος κανονισμός ρητώς επικαλείται, στην τρίτη αιτιολογική του σκέψη, « τους σοβαρούς περιορισμούς του προϋπολογισμού της Κοινότητας ». Υπογραμμίζει, τέλος, ότι υποχρέωση καταβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης έχουν, εκ του νόμου, μόνο οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης, ενώ η κοινή οργάνωση της αγοράς ζάχαρης πραγματοποιήθηκε προς αποκλειστικό συμφέρον των παραγωγών τεύτλων. Επικαλείται, σχετικώς, την τρίτη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού, όπου τονίζεται ότι « για να διασφαλιστεί στους παραγωγούς τεύτλων (... ) της Κοινότητας η διατήρηση των αναγκαίων εγγυήσεων, όσον αφορά την απασχόληση τους και το βιοτικό τους επίπεδο, πρέπει να προβλέπονται μέτρα κατάλληλα για τη σταθεροποίηση της αγοράς ζάχαρης ».

Δεδομένου ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης επιβλήθηκε εκτός του πλαισίου της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης, δεν μπορεί να περιληφθεί στους ιδίους πόρους, βάσει του άρθρου 2, εδάφιο 1, σημείο α, της αποφάσεως 85/257/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1985, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 128, σ. 15, στο εξής: απόφαση περί των ιδίων πόρων ). Δυνάμει της διατάξεως αυτής, αποτελούν ιδίους πόρους οι « εισφορές και τα άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης ».

Δεδομένου ότι δεν αποτελεί μέτρο για την ομαλοποίηση μιας γεωργικής αγοράς ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των ιδίων πόρων, δυνάμει της αποφάσεως περί των ιδίων πόρων, η ειδική εισφορά απορρόφησης μπορούσε να θεσπιστεί εγκύρως μόνο βάσει του άρθρου 201 της Συνθήκης. Εφόσον δεν εφαρμόστηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή διαδικασία, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι άκυρος.

2. Η άποψη του Συμβουλίου

Το Συμβούλιο τονίζει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει το πρόβλημα της ορθής νομικής βάσεως για την επιβολή εισφοράς στην παραγωγή, στο πλαίσιο πολλών γεωργικών αγορών.

Για παράδειγμα, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, αναφορικά με την εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων, με την απόφαση του της 21ης Φεβρουαρίου 1979, 138/78, Stölting ( Sig. 1979, σ. 713, σκέψη 5 ), ότι εγκύρως επιβλήθηκε η εισφορά αυτή βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης, καθόσον σκοπός της είναι η ομαλοποίηση της συγκεκριμένης αγοράς. Στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 1985, 179/84, Bozzetti (Συλλογή 1985, σ. 2301, σκέψη 19), το Δικαστήριο τόνισε και πάλι ότι η εν λόγω εισφορά είχε κυρίως οικονομικό χαρακτήρα, καθόσον λειτουργούσε κατά τρόπο όμοιο με τα υπόλοιπα μέτρα παρεμβάσεως που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αγοράς των γαλακτοκομικών προϊόντων.

Εξάλλου, και η εισφορά στην παραγωγή ισογλυκόζης απετέλεσε αφορμή προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας οι οικείες επιχειρήσεις παραγωγής ισογλυκόζης υποστήριξαν, όπως στην παρούσα υπόθεση, ότι η επίδικη εισφορά δεν μπορούσε να επιβληθεί εγκύρως παρά μόνο βάσει του άρθρου 201 της Συνθήκης. Στις δύο αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum (Συλλογή 1982, σ. 3107) και 110/81, Roquette (Συλλογή 1982, σ. 3159), το Δικαστήριο διαπίστωσε, καταρχάς, ότι το άρθρο 43 της Συνθήκης αποτελεί ορθή νομική βάση για την επιβολή της επίδικης εισφοράς. Εξέτασε κατόπιν το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο κανονισμός έπρεπε να είχε στηριχθεί στο άρθρο 201 της Συνθήκης καθόσον η επίδικη εισφορά δεν είχε περιληφθεί στους ιδίους πόρους δυνάμει της αποφάσεως περί των ιδίων πόρων που ίσχυε τότε [απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί αντικαταστάσεως των οικονομικών εισφορών των κρατών μελών με ιδίους πόρους της Κοινότητας (ABI. L 94, σ. 19)]. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα αυτό με το σκεπτικό ότι η προαναφερθείσα απόφαση έχει ως αντικείμενο να καθορίσει τους ιδίους πόρους που εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Κοινότητος και όχι τα κοινοτικά εκείνα όργανα που είναι αρμόδια να θεσπίζουν δασμούς, φόρους, εισφορές, συνεισφορές ή άλλες μορφές εσόδων. Ως δημοσιονομικό μέτρο, η απόφαση αυτή δεν εμποδίζει την επιβολή από το Συμβούλιο εισφοράς, όπως η εισφορά επί της παραγωγής ισογλυκόζης, εφόσον η αρμοδιότητα του Συμβουλίου προς επιβολή αυτής της εισφοράς ευρίσκει το νομικό της έρεισμα, όπως ελέχθη ανωτέρω, στις διατάξεις της Συνθήκης περί κοινής γεωργικής πολιτικής (σκέψεις 32 και 38 αντιστοίχως των προαναφερθεισών αποφάσεων ).

Τέλος, προσφυγή ασκήθηκε επίσης και κατά της επιβολής εισφοράς συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών, με την αιτιολογία ότι ο κανονισμός που την επέβαλε έπρεπε να είχε στηριχθεί στο άρθρο 201 της Συνθήκης. Στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Schräder (265/87, Συλλογή 1989, σ. 2237, 2254), στην οποία είχε εγερθεί το ζήτημα αυτό, ο γενικός εισαγγελέας έκρινε ότι η επίδικη εισφορά είχε χαρακτήρα κυρίως οικονομικό και, κατά συνέπεια, μπορούσε να επιβληθεί εγκύρως βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης. Η προσφυγή στο άρθρο 201 της Συνθήκης δεν θα ήταν μόνο περιττή αλλά και εσφαλμένη: μόνο τα μονίμου φύσεως έσοδα μπορούν να αποτελέσουν ιδίους πόρους, ενώ η συγκεκριμένη εισφορά επιβλήθηκε λόγω της ανισορροπίας που παρατηρήθηκε σε μία δεδομένη στιγμή και σ' ένα συγκεκριμένο τομέα. Εξάλλου, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της καθολικότητας του προϋπολογισμού να περιληφθεί μεταξύ των ιδίων πόρων μια εισφορά που προορίζεται να χρηματοδοτήσει δαπάνες ενός μόνο γεωργικού τομέα.

Κατά το Συμβούλιο, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, στην περίπτωση που επιβάλλεται εισφορά για την ομαλοποίηση μιας γεωργικής αγοράς, το άρθρο 43 αποτελεί την ορθή νομική βάση, χωρίς να χρειάζεται προσφυγή στο άρθρο 201 της Συνθήκης.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ειδική εισφορά απορρόφησης αποσκοπεί πράγματι στην ομαλοποίηση της αγοράς ζάχαρης.

Το Συμβούλιο ισχυρίζεται, σχετικώς, ότι, πρώτον, η συγκεκριμένη εισφορά δεν είχε συνέπειες μόνο για το παρελθόν, αλλά είχε σταθεροποιητικές συνέπειες και κατά την περίοδο 1986/1987 της οποίας αποσκοπούσε να καλύψει τις ζημίες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί από σειρά στοιχείων ότι επρόκειτο να επιβληθεί η επίδικη εισφορά. Βάσει αυτού του ενδεχομένου θα έπρεπε να είχαν προσαρμόσει τη συμπεριφορά τους ήδη πριν από τη λήξη της συγκεκριμένης περιόδου.

Τέλος, η ειδική εισφορά απορρόφησης ήταν απαραίτητη για τη διασφάλιση της αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα. Η διασφάλιση της αυτοχρηματοδοτήσεως ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση υψηλών ποσοστώσεων Α και Β, ενόψει των υψηλών δαπανών που συνεπάγεται για την Κοινότητα η καταβολή της τιμής παρεμβάσεως και των επιστροφών λόγω εξαγωγής, που χορηγούνται για τη ζάχαρη που παράγεται στο πλαίσιο αυτών των ποσοστώσεων. Συνεπώς, η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της ίδιας της λειτουργίας της αγοράς ζάχαρης.

Τέλος, δεν έχει σημασία αν το έλλειμμα για την κάλυψη του οποίου επιβλήθηκε η ειδική εισφορά οφείλεται στη χαμηλή τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά και στην πτώση της τιμής του δολαρίου. Αντιθέτως προς την άποψη του Finanzgericht, δεν πρόκειται για δεδομένα ξένα προς την εν λόγω αγορά. Έχοντας υπόψη τα πλεονάσματα που χαρακτηρίζουν κατά τρόπο μόνιμο την κοινοτική αγορά ζάχαρης, μέρος της παραγόμενης εντός της Κοινότητας ζάχαρης αναγκαστικά κατευθύνεται προς την εξαγωγή. Συνεπώς, η τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά και η τιμή του δολαρίου δεν μπορεί να θεωρηθούν ως δεδομένα ξένα προς την κοινοτική αγορά της ζάχαρης.

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων το Συμβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί μέτρο ομαλοποιήσεως της αγοράς ζάχαρης και ότι, κατά συνέπεια, εγκύρως επιβλήθηκε βάσει και μόνο του άρθρου 43 της Συνθήκης.

3. Η άποψη της Επιτροπής

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα του καθορισμού της αρχής που είναι αρμόδια να επιβάλει μία συγκεκριμένη εισφορά είναι διαφορετικό από το πρόβλημα του προϋπολογισμού στον οποίο πρέπει να εγγραφεί η εν λόγω εισφορά.

Στην παρούσα υπόθεση, η ειδική εισφορά απορρόφησης επιβλήθηκε στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης. Αποβλέπει, πράγματι στη σταθεροποίηση της εν λόγω αγοράς, καθόσον σκοπός της είναι η ενίσχυση του μηχανισμού αυτοχρηματοδοτήσεως.

Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κανονισμός περί επιβολής της επίδικης εισφοράς εξέρχεται της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης επειδή δεν θεσπίστηκε υπό μορφή τροποποιήσεως του βασικού κανονισμού. Πράγματι, περιέχει πολυάριθμες αναφορές στον τελευταίο αυτό κανονισμό και δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο σε σχέση με μία γενική ρύθμιση διέπουσα την αγορά ζάχαρης.

Εξάλλου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η φύση της επίδικης εισφοράς ως μέτρου γεωργικού προσανατολισμού με την αιτιολογία ότι αναφέρεται αποκλειστικώς σε παρελθούσα περίοδο. Αντιθέτως, η επιβολή της απετέλεσε για τις επιχειρήσεις του τομέα ένδειξη ότι στο μέλλον ο κοινοτικός νομοθέτης θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα την αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα της ζάχαρης· Η επιβολή της επίδικης εισφοράς έχει, επίσης, συνέπειες και για το παρόν, καθόσον είχε ήδη αναγγελθεί από τον Φεβρουάριο του 1987 και, επομένως, οι επιχειρήσεις του τομέα είχαν την ευκαιρία να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια ήδη της περιόδου 1986/1987.

Συνεπώς, η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί πράγματι εισφορά που εντάσσεται στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης. Εγκύρως, λοιπόν, επιβλήθηκε βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η επίδικη εισφορά συνιστά, επίσης, ίδιο πόρο, δυνάμει του άρθρου 2, εδάφιο 1, στοιχείο α, της αποφάσεως περί των ιδίων πόρων, το οποίο αναφέρεται ακριβώς στα έσοδα που προκύπτουν « από εισφορές και άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης ». Ορθώς λοιπόν τα έσοδα που προέρχονται από την εν λόγω εισφορά εγγράφονται στον γενικό προϋπολογισμό των Κοινοτήτων [ π.χ. κατά τη χρήση 1989η ειδική εισφορά απορρόφησης εμφανίστηκε στον τίτλο 1 ( ίδιοι πόροι ), κεφάλαιο 11 (εισφορές και λοιπά τέλη που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης ), άρθρο 116 ( ΕΕ L 26 της 30.1.1989, σ. 20)].

Μολονότι περιλαμβάνεται στους ιδίους πόρους, η ειδική εισφορά απορρόφησης εγκύρως θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης, δεδομένου ότι η απόφαση περί των ιδίων πόρων, αποσκοπεί απλώς στον καθορισμό των ιδίων πόρων που εγγράφονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό και όχι στον καθορισμό των οργάνων της Κοινότητας που είναι αρμόδια να επιβάλλουν δασμούς, φόρους, εισφορές, συνεισφορές ή άλλες μορφές εσόδων (προαναφερθείσες αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, Amylum και Roquette).

Β — Επί του δευτέρου ερωτήματος (επί τον ασυμβιβάστου του κανονισμού περί επιβολής της ειόικής εισφοράς απορρόφησης με τον βασικό κανονισμό)

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

Η Zuckerfabrik Soest τονίζει ότι το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού περιορίζει την επί της βασικής παραγωγής εισφορά στο 2 ο/ο της τιμής παρεμβάσεως της ζάχαρης και την εισφορά Β στο 30 ο/ο ή, ενδεχομένως, στο 37,5 ο/ο της ανωτέρω τιμής. Τα ανώτατα αυτά όρια επιβεβαιώθηκαν, για τη συγκεκριμένη περίοδο, με τον κανονισμό περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης.

Εφόσον ρύθμισε κατά τρόπο πλήρη, με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού, το σύστημα αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα της ζάχαρης, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επιβάλει εκ των υστέρων, εκτός του πλαισίου της συγκεκριμένης οργανώσεως αγοράς, την ειδική εισφορά απορρόφησης, η είσπραξη της οποίας έχει ως συνέπεια την υπέρβαση των ανωτάτων ορίων που είχε καθορίσει ο βασικός κανονισμός.

Πράγματι, το σύστημα των κανόνων του κοινοτικού δικαίου δεν επιτρέπει την εκ μέρους του Συμβουλίου θέσπιση, βάσει της γενικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 43 της Συνθήκης, κανονισμού που προβλέπει ειδικά μέτρα ασυμβίβαστα με τον γενικό κανονισμό που ρυθμίζει τον συγκεκριμένο τομέα. Η Zuckerfabrik επικαλείται σχετικώς την προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Μαρτίου 1979, ΝΤΝ Toyo Bearing Company, σκέψη 21, στην οποία το Δικαστήριο τόνισε ότι το Συμβούλιο, μετά τη θέσπιση γενικού κανονισμού για την εφαρμογή ενός από τους σκοπούς του άρθρου 113 της Συνθήκης, δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους θεσπισθέντες κανόνες, στο πλαίσιο της εφαρμογής τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, διότι άλλως θα δημιουργήσει δυσχέρειες στη λειτουργία του νομοθετικού συστήματος της Κοινότητας και θα προσβάλει την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου.

Συνεπώς, η αυτοχρηματοδότηση του τομέα της ζάχαρης μπορεί να διασφαλιστεί μόνο στο μέτρο που επιτρέπει το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού. Πράγματι, η αρχή της αυτοχρηματοδότησης του τομέα αυτού έχει ως αποκλειστικό νομικό έρεισμα τον βασικό κανονισμό, η δε εφαρμογή της θα πρέπει να περιορίζεται στα όρια που ο κανονισμός αυτός θέτει.

Η Zuckerfabrik υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η θέσπιση ειδικού κανόνα ασυμβίβαστου με τον εφαρμοστέο ή γενικό κανόνα προσβάλλει την αρχή της ασφαλείας δικαίου καθώς και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων.

Συνεπώς, ο κανονισμός περί ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι άκυρος, καθόσον είναι ασυμβίβαστος με το σύστημα κανόνων του κοινοτικού δικαίου και προσβάλλει την αρχή της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων.

2. Η άποψη του Συμβουλίου

Το Συμβούλιο αναλύει το παρόν προδικαστικό ερώτημα ως αναφερόμενο σε δύο χωριστά ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα είναι αν η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης συμβιβάζεται με το ανώτατο όριο που έχει ορίσει για τις εισφορές το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού. Το δεύτερο ζήτημα είναι αν η επιβολή της εν λόγω εισφοράς παραβιάζει την αρχή της ασφαλείας δικαίου.

Ως προς την τήρηση των ανωτάτων ορίων που είχε καθορίσει ο βασικός κανονισμός, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η παρούσα κατάσταση είναι διαφορετική από την κατάσταση στην οποία αναφέρεται η προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Μαρτίου 1979, ΝΤΝ Toyo Bearing Company. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε το κύρος ρυθμίσεως η οποία, για μία συγκεκριμένη περίπτωση, θέσπιζε κανόνες παρεκκλίνοντες από τους γενικούς κανόνες οι οποίοι εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται. Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης τροποποίησε την ίδια την κανονιστική ρύθμιση, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην αγορά της ζάχαρης.

Όπως συνάγεται από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα από την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Βασίλειο της Ισπανίας κατά Συμβουλίου ( Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 19 ), το πεδίο εφαρμογής της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο ώστε να εμποδίζει, γενικώς, τη θέσπιση κάθε νέας κανονιστικής ρυθμίσεως που πρόκειται να ρυθμίσει μέλλουσες συνέπειες καταστάσεων που διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της προηγούμενης ρυθμίσεως, ιδίως μάλιστα σε έναν τομέα όπως αυτός των κοινών οργανώσεων αγοράς, το αντικείμενο των οποίων επιβάλλει, ακριβώς, διαρκή προσαρμογή στις διακυμάνσεις των οικονομικών δεδομένων στους διαφόρους γεωργικούς τομείς.

Συνεπώς, το γεγονός ότι ο βασικός κανονισμός προέβλεπε, κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίδικης εισφοράς, ανώτατα όρια τα οποία υπερέβη η εν λόγω εισφορά δεν αποτελεί στοιχείο ικανό να καταστήσει ανίσχυρο τον κανονισμό που επέβαλε τη συγκεκριμένη εισφορά.

Όσον αφορά την αρχή της ασφαλείας δικαίου, το Συμβούλιο τονίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι κοινοτικές πράξεις μπορούν να αναπτύσσουν αναδρομικώς τις έννομες συνέπειες τους εφόσον αυτό επιβάλλεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό και εφόσον διασφαλίζεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις συντρέχουν στην παρούσα υπόθεση.

Ο σκοπός που επιδιώκεται με την επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι διττός.

Πρώτον, κρίθηκε ότι η Κοινότητα δεν θα έπρεπε να προκαταβάλει για μία μακρά περίοδο, ίσως μάλιστα να καταβάλει οριστικώς, σημαντικά ποσά υπό μορφή επιστροφών λόγω εξαγωγής.

Δεύτερον, η επιβολή της επίδικης εισφοράς απέτρεψε τη λήψη περισσότερο ριζοσπαστικών μέτρων για την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροποίας στην αγορά ζάχαρης, όπως π.χ. η μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής. Η λύση αυτή θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που αναπτύσσουν τη δράση τους στην αγορά ζάχαρης, δεδομένου ότι θα είχε ως συνέπεια τη μείωση των μεριδίων τους στη διεθνή αγορά. Θα ήταν επίσης αντίθετη προς τα συμφέροντα της Κοινότητας, καθόσον θα είχε ως συνέπεια μείωση των εκτάσεων στις οποίες καλλιεργούνται τεύτλα με αντίστοιχη αύξηση των εκτάσεων στις οποίες καλλιεργούνται άλλα γεωργικά προϊόντα, η χρηματοδότηση των οποίων θα εβάρυνε ιδιαιτέρως τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Η σημασία του διττού αυτού σκοπού που επιδιώκει ο κανονισμός περί επιβολής ειδικής εισφοράς απορρόφησης, δηλαδή η διασφάλιση της αυτοχρηματοδότησης του τομέα της ζάχαρης, με παράλληλη διατήρηση του επιπέδου των ποσοστώσεων, δικαιολογεί την αναδρομική επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης.

Όσον αφορά, εξάλλου, την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων, το Συμβούλιο υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι τελευταίοι έπρεπε να αναμένουν υπέρβαση του ανωτάτου ορίου που είχε καθορίσει ο βασικός κανονισμός, δεύτερον δε, ότι το Finanzgericht πλανάται όταν υποστηρίζει ότι ο βασικός κανονισμός προέβλεπε μόνο εισφορές δυνάμενες να μετακυλιστούν πλήρως στους παραγωγούς τεύτλων. Τα επιχειρήματα που προβάλλει ως προς τα δύο αυτά ζητήματα το Συμβούλιο συνάδουν με τα όσα υποστήριξε σχετικά το Ηνωμένο Βασίλειο.

Εν πάση περιπτώσει, μολονότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης συνδέει την εν λόγω εισφορά με την παραγωγή παρελθούσης περιόδου, είναι δικαιότερος από τον κανονισμό περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης. Ο τελευταίος αυτός κανονισμός είχε συνδέσει την απορρόφηση του ελλείμματος των 400 εκατομμυρίων ECU με την παραγωγή των πέντε επομένων περιόδων, διότι ήταν πλέον αδύνατον να προσδιοριστούν οι επιχειρήσεις που ήταν υπεύθυνες για τη δημιουργία αυτού του ελλείμματος. Αντιθέτως, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είχε τη δυνατότητα να επιβάλει την εισφορά αυτή στις επιχειρήσεις ανάλογα με το μερίδιο της ευθύνης τους στη δημιουργία αυτού του ελλείμματος, δεδομένου ότι θεσπίστηκε δύο μόνο μέρες μετά τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου εμπορίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να επικριθεί το γεγονός ότι ο επίδικος κανονισμός συνέδεσε την καταβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης με την παραγωγή μιας περιόδου η οποία μόλις είχε λήξει: αντιθέτως κατέστη με τον τρόπο αυτό δυνατή η δίκαιη κατανομή της επιβαρύνσεως που επέβαλε ο επίδικος κανονισμός.

Εν πάση περιπτώσει, οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να αναμένουν, ενόψει των διαφόρων δεδομένων, ότι θα τους επιβληθεί εισφορά υπερβαίνουσα το ανώτατο όριο που είχε καθοριστεί με τον βασικό κανονισμό. Η αρχή της πλήρους αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα της ζάχαρης καθιερώθηκε με τον βασικό κανονισμό ήδη από το 1981. Η επιβολή της εισφοράς απορρόφησης με τον κανονισμό 934/86 του Συμβουλίου, της 24ης Μαρτίου 1986, αποτελούσε ήδη ένδειξη ότι τα ανώτατα όρια που είχαν καθοριστεί με τον βασικό κανονισμό μπορούσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μη τηρούνται. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής είχε ήδη ανακοινώσει την πρόθεση της για την επιβολή της επίδικης εισφοράς από τον Φεβρουάριο του 1987. Σχετική ανακοίνωση έγινε, επίσης, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής ζάχαρης· της Επιτροπής, στις 27 Μαρτίου 1987. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης είχαν τη δυνατότητα να λάβουν εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα.

Το Συμβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, βάσει των ανωτέρω, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης δεν αντιβαίνει προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου.

3. Η άποψη της Επιτροπής

Η Επιτροπή κατηγορηματικά αποκρούει την άποψη του Finanzgericht ότι, δυνάμει του συστήματος κανόνων του κοινοτικού δικαίου, διάταξη περιεχόμενη σε κανονισμό του Συμβουλίου μπορεί να συμπληρωθεί μόνο με τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού. Η άποψη αυτή δεν έχει έρεισμα ούτε στη Συνθήκη ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου, ούτε στην πρακτική που ακολουθούν τα κοινοτικά όργανα.

Με την προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Μαρτίου 1979, ΝΤΝ Toyo Bearing Company, κρίθηκε άκυρη ρύθμιση η οποία παρεξέκλινε από τους γενικούς κανόνες στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων αυτών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αντιθέτως, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης δεν αφορά ορισμένες επιχειρήσεις αλλά όλους τους παραγωγούς τεύτλων και όλες τις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης επί των οποίων έχει εφαρμογή ο γενικός κανονισμός. Κατά συνέπεια, πεπλανημένος το Finanzgericht επικαλείται την προαναφερθείσα απόφαση προκειμένου να θεμελιώσει τις επικρίσεις του κατά του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος του τελευταίου αυτού κανονισμού με επιχείρημα την υπέρβαση των ανωτάτων ορίων που είχε καθορίσει ο βασικός κανονισμός.

Γ — Επί του τρίτου ερωτήματος (επί της προσβολής της αρχής της απαγορεύσεως επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κίνδυνους άσχετους προς αυτόν ή της επιβαρύνσεως του με μη εύλογα οικονομικά βάρη)

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

Η Zuckerfabrik Soest ισχυρίζεται ότι τα αίτια του ελλείμματος το οποίο σκοπούσε να καλύψει η επίδικη εισφορά δεν είχαν σχέση με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ζάχαρης. Τα αίτια ήταν κυρίως η χαμηλή τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά και η πτώση της τιμής του δολαρίου. Οι δύο αυτοί παράγοντες ανάγκασαν την Κοινότητα να καταβάλει, κατά την περίοδο 1986/1987, ιδιαιτέρως σημαντικά ποσά υπό μορφή επιστροφών λόγω εξαγωγής. Η Zuckerfabrik υποστηρίζει ότι η εμφάνιση ελλείμματος οφειλόμενου στους δύο αυτούς εξωτερικούς παράγοντες αποτελεί κίνδυνο που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με το ίδιο το σύστημα της οργανώσεως των αγορών. Συνεπώς, το έλλειμμα αυτό έπρεπε να βαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό, τουλάχιστον κατά το μέτρο που υπερβαίνει το σύνηθες επίπεδο. Εξάλλου, σε άλλους τομείς της οργανώσεως των αγορών οι κίνδυνοι αυτοί χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από το ΕΓΤΠΕ.

Εξάλλου, η προσπάθεια διασφαλίσεως της αυτοχρηματοδοτήσεως ενός γεωργικού τομέα δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή επί των επιχειρήσεων που αναπτύσσουν τη δράση τους στον εν λόγο τομέα μη ευλόγων οικονομικών βαρών. Η ειδική εισφορά απορρόφησης συνεπάγεται για τους παραγωγούς ζάχαρης μη εύλογα οικονομικά βάρη, λόγω του ύψους της και λόγω του γεγονότος ότι προστίθεται στις προϋφιστάμενες εισφορές. Όσον αφορά ειδικότερα την ίδια, η Zuckerfabrik Soest υποστηρίζει ότι η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης απειλεί την ίδια την ύπαρξη της, δεδομένου ότι οι οικονομικοί της πόροι είναι ασθενείς.

Η Zuckerfabrik Soest υποστηρίζει ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι ανίσχυρος, καθόσον επιβαρύνει τις οικείες επιχειρήσεις με κινδύνους άσχετους προς τον τομέα της ζάχαρης και επιβάλλει μη εύλογα οικονομικά βάρη.

2. Η άποψη του Συμβουλίου

Κατά το Συμβούλιο, αρχή που να συνεπάγεται « απαγόρευση επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους άσχετους προς αυτόν, καθώς και με μη εύλογα οικονομικά βάρη », για την οποία γίνεται λόγος στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, δεν υφίσταται στο κοινοτικό δίκαιο. Συνεπώς, το Συμβούλιο θεωρεί ότι το τρίτο ερώτημα αναφέρεται στο ζήτημα του ασυμβιβάστου του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης με την αρχή της αναλογικότητας.

Υπογραμμίζει ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ένα κοινοτικό μέτρο θεωρείται σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας όταν αυτό είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Υπό τη διττή αυτή επιφύλαξη, ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τη φύση και την έκταση των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν, ιδίως όταν πρόκειται για τομείς που απαιτούν στάθμιση μιας περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως.

Η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο προφανώς ακατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού της σταθεροποιήσεως της αγοράς ζάχαρης. Ούτε, εξάλλου, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει το μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της πλήρους αυτοχρηματοδοτήσεως του εν λόγω τομέα.

Συνεπώς, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας.

3. Η άποψη της Επιτροπής

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο σκοπός της σταθεροποιήσεως των αγορών που τίθεται με το άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο γ, της Συνθήκης, συνεπάγεται τη συνεκτίμηση στοιχείων ξένων προς την Κοινότητα. Πράγματι, θα ήταν αδύνατη η σταθεροποίηση των κοινοτικών γεωργικών αγορών χωρίς να ληφθεί υπόψη η κατάσταση που επικρατεί στις αγορές τρίτων χωρών, δεδομένου ότι όλες αυτές οι αγορές επηρεάζονται αμοιβαίως.

Συνεπώς, ο κοινοτικός νομοθέτης είχε δικαίωμα να επιβάλει την ειδική εισφορά απορρόφησης, έστω και αν σκοπός της ήταν η αντιμετώπιση μιας καταστάσεως οφειλόμενης σε παράγοντες ξένους προς την Κοινότητα.

Εξάλλου, από καμία διάταξη της Συνθήκης δεν συνάγεται ότι οι ζημίες που οφείλονται σε αίτια αναγόμενα στις εξωτερικές αγορές πρέπει οπωσδήποτε να χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ. Κατά συνέπεια, είναι απολύτως θεμιτό ζημίες όπως η παρούσα να βαρύνουν τις οικείες επιχειρήσεις.

Δ — Επί τον τετάρτου ερωτήματος (παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των οιακρίαεων)

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

Η Zuckerfabrik Soest τονίζει ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης πλήττει πολύ βαρύτερα την παραγωγή της ζάχαρης Β απ' ό,τι την παραγωγή της ζάχαρης Α. Τούτο διότι η εισφορά αυτή υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου συντελεστή επί των εισφορών που όφειλαν να καταβάλουν οι παραγωγοί ζάχαρης δυνάμει του βασικού κανονισμού (εισφορά επί της βασικής παραγωγής και εισφορά Β), οι εισφορές δε αυτές πλήττουν πολύ βαρύτερα την παραγωγή της ζάχαρης Β απ' ό,τι την παραγωγή της ζάχαρης Α.

Για να διαπιστωθεί αν ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης εισάγει απαγορευόμενες διακρίσεις εις βάρος των παραγωγών της ζάχαρης Β, πρέπει να εξεταστεί αν οι παραγωγοί ζάχαρης που παράγουν ζάχαρη Α και εκείνοι που παράγουν ζάχαρη Β βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως πρέπει να εξεταστεί αν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση.

Κατά την Zuckerfabrik, οι παραγωγοί που παράγουν ζάχαρη Α και εκείνοι που παράγουν ζάχαρη Β βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Πράγματι, η ζάχαρη που παράγεται στο πλαίσιο της ποσοστώσεως Α αποτελεί το ίδιο προϊόν με εκείνη που παράγεται στο πλαίσιο της ποσοστώσεως Β. Εξάλλου, τόσο η ζάχαρη Α όσο και η ζάχαρη Β μπορούν να διατεθούν στο εσωτερικό της Κοινότητας ή να εξαχθούν σε τρίτες χώρες.

Εξάλλου, δεν συντρέχει αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί το γεγονός ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης πλήττει βαρύτερα την παραγωγή της ζάχαρης Β απ' ό,τι την παραγωγή της ζάχαρης Α.

Καταρχάς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα πλεονάσματα της συγκεκριμένης αγοράς τα δημιουργεί περισσότερο η ζάχαρη Β απ' ό,τι η ζάχαρη Α, δεδομένου ότι πρόκειται για το ίδιο προϊόν. Συνεπώς, η επιβάρυνση που συνεπάγεται για την Κοινότητα η καταβολή επιστροφών λόγω εξαγωγής προκαλείται αδιακρίτως τόσο από την παραγωγή ζάχαρης Α όσο και από την παραγωγή ζάχαρης Β.

Τέλος, ο καθορισμός των βασικών ποσοτήτων Α και Β που κατανέμονται στα κράτη μέλη ( και τις οποίες ακολούθως τα κράτη μέλη ανακατανέμουν μεταξύ των επιχειρήσεων παραγωγής ζάχαρης υπό μορφή ποσοστώσεων Α και Β ) δεν γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια πολιτικής φύσεως. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς η διαφορετική επιβάρυνση της παραγωγής της ζάχαρης, ανάλογα με το αν αυτή παράγεται στο πλαίσιο της ποσοστώσεως Α ή της ποσοστώσεως Β μιας επιχειρήσεως.

Τέλος, όπως ορθώς υπογράμμισε το Finanzgericht, η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί εισφορά χρηματοδοτήσεως η οποία επιβλήθηκε εκτός του πλαισίου της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται η διαφοροποίηση μεταξύ της ζάχαρης Α και της ζάχαρης Β, όσον αφορά την καταβολή των εισφορών που επέβαλε ο βασικός κανονισμός, να συνεχίζεται και ως προς την ειδική εισφορά απορρόφησης. Για λόγους δικαιοσύνης, η εισφορά αυτή έπρεπε να πλήττει ομοιόμορφα την παραγωγή της ζάχαρης Α και την παραγωγή της ζάχαρης Β.

Η Zuckerfabrik υπογραμμίζει, επίσης, ότι αν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν διαφορετική μεταχείριση της παραγωγής ζάχαρης Α και της παραγωγής ζάχαρης Β, οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις έπρεπε να αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης. Ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός αναφέρει απλώς στην πέμπτη του αιτιολογική σκέψη ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης που οφείλουν να καταβάλουν οι επιχειρήσεις υπολογίζεται βάσει της εισφοράς επί της βασικής παραγωγής και της εισφοράς Β που όφειλε να καταβάλει η κάθε επιχείρηση, χωρίς να διευκρινίζει γιατί επελέγη αυτός ο τρόπος υπολογισμού.

Συμπερασματικώς, η Zuckerfabrik υποστηρίζει ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης αντίκειται προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων τουλάχιστον κατά το μέτρο κατά το οποίο η εισφορά που επιβάλλει πλήττει βαρύτερα την παραγωγή της ζάχαρης Β απ' ό,τι την παραγωγή της ζάχαρης Α.

2. Η άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως

Η Ιταλική Κυβέρνηση τονίζει ότι η παραγωγή της ζάχαρης Α και η παραγωγή της ζάχαρης Β διακρίνονται από δύο απόψεις.

Πρώτον, το σύνολο των ποσοστώσεων Α που χορηγούνται στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης αντιστοιχεί κατά προσέγγιση προς την ποσότητα ζάχαρης που καταναλώνεται στην Κοινότητα. Κατά συνέπεια, η παραγωγή της ζάχαρης Β αποτελεί, αναγκαστικώς, πηγή πλεονασμάτων. Τα πλεονάσματα αυτά εξάγονται προς τις τρίτες χώρες, πράγμα που συνεπάγεται την καταβολή εκ μέρους της Κοινότητας επιστροφών λόγω εξαγωγής. Επομένως, η παραγωγή της ζάχαρης Β είναι εκείνη που δημιούργησε το έλλειμμα το οποίο επιχειρείται να καλυφθεί με την ειδική εισφορά.

Δεύτερον, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης καλύπτουν πλήρως τα πάγια έξοδα παραγωγής με την παραγωγή ζάχαρης Α. Όπως συνάγεται από σειρά κανονισμών που όρισαν τις τιμές για διάφορες περιόδους εμπορίας, τα πάγια έξοδα της βιομηχανίας ζάχαρης αντιπροσωπεύουν το 45 έως 50 ο/ο περίπου του περιθωρίου μεταποιήσεως, το οποίο προκύπτει μετά την αφαίρεση από την τιμή παρεμβάσεως της ζάχαρης της τιμής αγοράς των τεύτλων και ορισμένων προσθέτων εξόδων [βλ. π.χ. την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 432/68 του Συμβουλίου, της 9ης Απριλίου 1968, περί καθορισμού, για την περίοδο εμπορίας ζάχαρης 1968/1969, των τιμών παρεμβάσεως, των ελαχίστων τιμών των τεύτλων, των τιμών κατωφλίου και της εγγυημένης ποσότητας, καθώς και της εισφοράς στην παραγωγή (ABI. L 89, σ. 4)]. Εάν η εισφορά επί της παραγωγής της ζάχαρης Α και επί της παραγωγής της ζάχαρης Β ήταν η ίδια, η παραγωγή της ζάχαρης Β θα παρείχε στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης κέρδος υψηλότερο από την παραγωγή της ζάχαρης Α, ίσο προς το 45 έως 50 ο/ο του περιθωρίου μεταποιήσεως. Οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης θα είχαν συμφέρον να χρησιμοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος των ποσοστώσεων τους Β, με συνέπεια τη δημιουργία προσθέτων πλεονασμάτων και, συνεπώς, αυξημένων οικονομικών επιβαρύνσεων για την Κοινότητα.

Συνεπώς, είναι εξ αντικειμένου δικαιολογημένη η μεγαλύτερη επιβάρυνση της παραγωγής ζάχαρης Β απ' ό,τι της ζάχαρης Α. Επομένως, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης δεν αντιβαίνει προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι αν μπορεί να επικριθεί για κάτι ο επίδικος κανονισμός είναι ότι επιβάλλει εισφορά επί της παραγωγής της ζάχαρης Α χωρίς προηγουμένως να έχει εξαντλήσει ολόκληρο το περιθώριο κέρδους που αποκομίζουν οι επιχειρήσεις παραγωγής από την παραγωγή ζάχαρης Β.

Παραπέμπει, σχετικώς, σε πίνακα που έχει επισυνάψει στις παρατηρήσεις της, από τον οποίο συνάγεται ότι από τότε που υφίσταται κοινή οργάνωση της αγοράς ζάχαρης οι διάφορες εισφορές που έχουν επιβληθεί επί της παραγωγής της ζάχαρης Β ουδέποτε υπερέβησαν το 50 0/0 του περιθωρίου μεταποιήσεως της ζάχαρης. Συνεπώς, οι εισφορές αυτές ουδέποτε εξουδετέρωσαν πλήρως το πλεονέκτημα που παρουσιάζει για τους παραγωγούς η παραγωγή της ζάχαρης Β επειδή, αντιθέτως προς την παραγωγή της ζάχαρης Α, η παραγωγή της ζάχαρης Β δεν βαρύνεται με πάγια έξοδα, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 50 ο/ο περίπου του περιθωρίου μεταποιήσεως.

Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, θα έπρεπε η ειδική εισφορά απορρόφησης να πλήττει την παραγωγή της ζάχαρης Β κατά τρόπο που να εξουδετερώνει πλήρως το εν λόγω πλεονέκτημα, αίροντας έτσι ένα κίνητρο για την παραγωγή ζάχαρης Β, η οποία αναγκαστικώς οδηγεί στη δημιουργία πλεονασμάτων.

3. Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

Η Κυβέρνηση τον Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι μπορεί να είναι άνιση η μεταχείριση της παραγωγής της ζάχαρης Α και της παραγωγής της ζάχαρης Β δεδομένου ότι οι ποσοστώσεις Α και Β αντιστοιχούν σε στοιχεία θεμελιωδώς διάφορα.

Τονίζει, καταρχάς, ότι η διαφοροποίηση των επιβαρύνσεων που πλήττουν τη ζάχαρη Α και τη ζάχαρη Β αποτελεί, εξαρχής, πάγιο στοιχείο της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης.

Ήδη ο πρώτος βασικός κανονισμός [ ο κανονισμός 1009/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1967, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ABl. 308, σ. 1 ) ], προέβαινε σε διάκριση μεταξύ μιας βασικής ποσοστώσεως, η οποία αντιστοιχούσε στη σημερινή ποσόστωση Α, και μιας πρόσθετης ποσοστώσεως, η οποία αντιστοιχούσε στη σημερινή ποσόστωση Β. Ο ίδιος κανονισμός προέβλεπε, επίσης, τον καθορισμό, για κάθε περίοδο, μιας εγγυημένης ποσότητας, ίσης προς το 105 ο/ο της προβλεπόμενης καταναλώσεως ζάχαρης στην Κοινότητα κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης περιόδου ( άρθρο 26 του κανονισμού 1009/67 ). Οι δαπάνες για τη διάθεση της ποσότητας εκείνης παραγωγής που υπερέβαινε την εγγυημένη ποσότητα εβάρυναν, υπό μορφή εισφοράς στην παραγωγή, αποκλειστικώς την παραγωγή που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πρόσθετης ποσοστώσεως (άρθρο 27 του κανονισμού 1009/67).

Ο δεύτερος βασικός κανονισμός [ κανονισμός (ΕΟΚ) 3330/74 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/011, σ. 134)] διατήρησε τη διάκριση μεταξύ της βασικής ποσοστώσεως και της πρόσθετης ποσοστώσεως. Όπως και υπό το κράτος του πρώτου βασικού κανονισμού, μόνο στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής ποσοστώσεως επιβαλλόταν εισφορά επί της παραγωγής ανάλογη προς τις δαπάνες διαθέσεως του μέρους εκείνου της παραγωγής που υπερέβαινε την εγγυημένη ποσότητα. Η ποσότητα αυτή ήταν « ίση με την ανθρώπινη κατανάλωση μέσα στην Κοινότητα εκφραζόμενη σε ποσότητα λευκής ζάχαρης, κατά τη διάρκεια περιόδου που θα καθοριστεί, μειωμένη κατά την ποσότητα, εκφραζόμενη σε λευκή ζάχαρη, την εισαγομένη υπό προτιμησιακούς όρους κατά την ίδια περίοδο » ( άρθρο 27 του κανονισμού 3330/74).

Ο ισχύων κατά τον χρόνο επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης κανονισμός ( προαναφερθείς κανονισμός 1785/81 ) επέφερε ορισμένες τροποποιήσεις στο προηγούμενο σύστημα, καθιερώνοντας την αρχή της πλήρους αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα και επιβάλλοντας, για πρώτη φορά, ποσόστωση επί της παραγωγής ζάχαρης Α. Προβλέποντας διαφορετικά επίπεδα επιβαρύνσεως για την παραγωγή της ζάχαρης Α ( 2 % ) και για την παραγωγή της ζάχαρης Β (2% + 30% ή 2 ο/ο + 37,5 ο/ο ), ο σημερινός βασικός κανονισμός διατήρησε απλώς την υφιστάμενη εξαρχής διαφορά μεταχειρίσεως.

Ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ο οποίος, εκ πρώτης όψεως, καθορίζει τα ποσά που πρέπει να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης με μοναδικό κριτήριο την περιοχή παραγωγής στην οποία ανήκουν οι οικείες επιχειρήσεις, λαμβάνει, επίσης, υπόψη τις ποσοστώσεις Α και Β που έχουν χορηγηθεί στις εν λόγω επιχειρήσεις. Πράγματι, κατά την όγδοη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού για να καθοριστεί το ποσό που πρέπει να καταβληθεί ως εισφορά απορρόφησης στις διάφορες περιοχές παραγωγής, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη « αφενός οι συνεισφορές που έχουν καταβληθεί στο παρελθόν απ' όλους τους καλλιεργητές τεύτλων (... ) και τους παραγωγούς ζάχαρης ». Οι εισφορές, όμως, που έχουν καταβάλει στο παρελθόν οι επιχειρήσεις μιας συγκεκριμένης περιοχής ήταν, βεβαίως, ανάλογες των ποσοστώσεων Α και Β που είχαν χορηγηθεί στις εν λόγω επιχειρήσεις παραγωγής.

Ουδεμία επίσης αλλαγή επιφέρει ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, ως προς τη διαφοροποίηση της επιβαρύνσεως της ζάχαρης Α και της ζάχαρης Β, δεδομένου ότι η εισφορά που επιβάλλει υπολογίζεται διά της εφαρμογής ενός δεδομένου συντελεστή επί των εισφορών που έπρεπε να καταβληθούν δυνάμει του βασικού κανονισμού.

Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η διαφορετική μεταχείριση της ζάχαρης Α και της ζάχαρης Β, η οποία εξαρχής αποτελούσε πάγιο χαρακτηριστικό της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης, δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι ποσοστώσεις Α και Β χορηγούνται βάσει στοιχείων θεμελιωδώς διαφορετικών. Το ύψος των ποσοστώσεων Α αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στην κατανάλωση ζάχαρης εντός της Κοινότητας. Οι δε ποσοστώσεις Β, χορηγούνται μόνο κατά το μέτρο που ο κοινοτικός νομοθέτης είναι διατεθειμένος να υποστηρίξει μια πλεονασματική παραγωγή. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης δεν βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις όταν παράγουν ζάχαρη Α ή ζάχαρη Β. Επομένως, η επιβάρυνση της ζάχαρης Β μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εκείνη της ζάχαρης Α, χωρίς η διαφορετική αυτή μεταχείριση να συνιστά προσβολή της αΡΧήζ Ç απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι καταστάσεις είναι παρόμοιες, η συγκεκριμένη διαφορά μεταχειρίσεως δικαιολογείται αντικειμενικώς. Η μεγαλύτερη επιβάρυνση της ζάχαρης Β απ' ό,τι της ζάχαρης Α αποσκοπεί στον περιορισμό της παραγωγής σε μία αγορά που χαρακτηρίζεται από πλεονάσματα. Αποτελεί το αντιστάθμισμα του πλεονεκτήματος που απολαύουν οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης λόγω της δυνατότητας που τους παρέχεται να επωφεληθούν από τις εγγυήσεις του συστήματος παρεμβάσεως για τις ποσότητες που υπερβαίνουν την κοινοτική κατανάλωση. Τέλος, η χορήγηση δύο τύπων ποσοστώσεων και η διαφορετική επιβάρυνση καθενός εξ αυτών παρέχει τη δυνατότητα της κατά περιοχή εξειδικεύσεως στον τομέα της παραγωγής ζάχαρης (ένατη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος βασικού κανονισμού 1009/67 ).

Συνεπώς, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης δεν αντιβαίνει προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

4. Η άποψη του Συμβουλίου

Το ϋνμβονλιο τονίζει ότι στην απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986, 250/84, Eridania ( Συλλογή 1986, σ. 117), το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει το ζήτημα του κύρους του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Στην υπόθεση εκείνη οι ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης διατύπωναν το παράπονο ότι, αντιθέτως προς άλλα κράτη μέλη, στην Ιταλία είχε χορηγηθεί ποσότητα Α μικρότερη από την εσωτερική της κατανάλωση. Κατά συνέπεια, οι ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης μπορούσαν να εξαγάγουν μόνο τη ζάχαρη Β, με αποτέλεσμα να καταβάλουν υψηλές εισφορές ( 39,5 % ). Οι ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης υποστήριζαν ότι με τον τρόπο αυτό χρηματοδοτούσαν, εν μέρει, την εξαγωγή ζάχαρης Α στην οποία προέβαιναν οι επιχειρήσεις παραγωγής άλλων κρατών μελών καταβάλλοντος πολύ μικρότερη εισφορά (2%).

Το Συμβούλιο τονίζει ότι στις σκέψεις 19 και 20 της προαναφερθείσας απόφασης το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά με το ακόλουθο σκεπτικό:

« (... ) Το εν λόγω σύστημα χρηματοδοτήσεως είναι έτσι διαρθρωμένο, ώστε για την ποσόστωση Α, που αντιπροσωπεύει την εγχώρια κατανάλωση, να εισπράττεται μόνο μια πολύ μικρή συνεισφορά, ενώ η ποσόστωση Β, που προορίζεται βασικά προς εξαγωγή, υπόκειται σε πολύ υψηλότερη συνεισφορά, τέτοια που να παρέχει τη δυνατότητα χρηματοδοτήσεως των αναγκαίων επιστροφών και να ασκεί ταυτόχρονα επίδραση για τους παραγωγούς.

Υπ' αυτές τις συνθήκες, ορθώς το Συμβούλιο κατένειμε τις καθορισθείσες ποσοστώσεις μεταξύ των κατ' ιδίαν επιχειρήσεων βάσει της πραγματικής τους παραγωγής. Πράγματι, αυτή η κατανομή των επιβαρύνσεων ανταποκρίνεται στην αρχή της εξειδίκευσης των περιφερειών, αρχή που αποτελεί θεμέλιο της κοινής αγοράς και βάσει της οποίας η παραγωγή πρέπει να μπορεί να πραγματοποιείται με τον από οικονομική άποψη προσφορότερο τρόπο. Η κατανομή αυτή είναι άλλωστε σύμφωνη προς την αρχή της αλληλεγγύης των παραγωγών, δεδομένου ότι είναι θεμιτό να λαμβάνεται ως κριτήριο η παραγωγή για να εκτιμηθούν τόσο η οικονομική ισχύς των παραγωγών όσο και τα οφέλη που αποκομίζουν από το σύστημα. »

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επιβολή υψηλότερης εισφοράς στη ζάχαρη Β απ' ό,τι στη ζάχαρη Α δεν παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

5. Η άποψη της Επιτροπής

Η Επιτροπή διακρίνει στη Διάταξη παραπομπής τρεις λόγους για τους οποίους το Finanzgericht Düsseldorf αμφισβήτησε το συμβιβαστό του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Πρώτον, το Finanzgericht έκρινε ότι η διαφορετική επιβάρυνση της ζάχαρης Α και της ζάχαρης Β, που αποτελεί χαρακτηριστικό των εισφορών που επιβάλλονται με τον βασικό κανονισμό, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, επειδή η τελευταία αποτελεί εισφορά χρηματοδοτήσεως που επιβλήθηκε εκτός του πλαισίου της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης.

Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικώς στις παρατηρήσεις που διατύπωσε επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, από τις οποίες συνάγεται ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης επιβλήθηκε πράγματι εντός του πλαισίου της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης. Συνεπώς, η εισφορά αυτή εγκύρως πλήττει την παραγωγή της ζάχαρης Α και την παραγωγή της ζάχαρης Β σύμφωνα με τα διαφοροποιημένα επίπεδα επιβαρύνσεως που προβλέπει ο βασικός κανονισμός, η εγκυρότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε. Συνεπώς, η πρώτη αντίρρηση του Finanzgericht αποδεικνύεται αβάσιμη.

Δεύτερον, το Finanzgericht τόνισε ότι ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης επιβαρύνει ομοιόμορφα την παραγωγή της ζάχαρης Α και την παραγωγή της ζάχαρης Β. Κατά το Finanzgericht η ίδια ομοιόμορφη μεταχείριση έπρεπε να ισχύσει και στο πλαίσιο της ειδικής εισφοράς απορρόφησης.

Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης πλήττει ομοιόμορφα την παραγωγή της ζάχαρης Α και την παραγωγή της ζάχαρης Β δεν σημαίνει ότι και ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης θα έπρεπε να ακολουθήσει τον ίδιο κανόνα. Όταν θεσπίστηκε ο κανονισμός περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να κατανεμηθεί η εισφορά απορρόφησης στις επιχειρήσεις ανάλογα με τον βαθμό ευθύνης τους στη δημιουργία του συγκεκριμένου ελλείμματος: το έλλειμμα σχηματίστηκε κατά τις πέντε προηγούμενες περιόδους εμπορίας, στο διάστημα δε αυτό η διάρθρωση της παραγωγής στον τομέα αυτό υπέστη βαθύτατες αλλαγές. Αντιθέτως, ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είχε τη δυνατότητα να κατανείμει την εισφορά αυτή επί των επιχειρήσεων ανάλογα με τον βαθμό ευθύνης τους στη δημιουργία του ελλείμματος, διότι θεσπίστηκε δύο μόνο μέρες μετά τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου εμπορίας. Επομένως, ο επίδικος κανονισμός είναι δικαιότερος από τον κανονισμό περί επιβολής της εισφοράς απορρόφησης. Συνεπώς, πρέπει επίσης να απορριφθεί η αντίρρηση που θεμελιώνει το Finanzgericht επί του τελευταίου αυτού κανονισμού.

Τρίτον, κατά το Finanzgericht προκύπτει διάκριση από το γεγονός ότι το επίπεδο των ποσοστώσεων Α και Β που έχουν χορηγηθεί στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης είναι ανάλογο με τις βασικές ποσότητες Α και Β που έχουν χορηγηθεί στα κράτη μέλη στα οποία υπάγονται οι εν λόγω επιχειρήσεις.

Η Επιτροπή τονίζει σχετικώς ότι, κατά την προαναφερθείσα απόφαση της 9ης Ιουλίου 1985, Bozzetti, σκέψη 34, η επιβολή εισφοράς συνυπευθυνότητας μπορεί να έχει διαφορετικές επιπτώσεις στις διάφορες επιχειρήσεις παραγωγής, ανάλογα με τις κατευθύνσεις παραγωγής της κάθε μιας και τις τοπικές συνθήκες, μολονότι ο καθορισμός της εισφοράς στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν παρόμοια κριτήρια κατά τη χορήγηση των βασικών ποσοτήτων Α και Β στα κράτη μέλη, δυνάμει του βασικού κανονισμού. Και η τρίτη αντίρρηση του Finanzgericht είναι, κατά συνέπεια, αβάσιμη.

Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι σύμφωνος προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Ε — Επί τον πέμπτον ερωτήματος (επί της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προστασίας τον δικαιώματος ιδιοκτησίας και τον δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας)

1. Η άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης

Η Zuckerfabrik Soest τονίζει ότι, στις αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1974, 4/73, Noid (Sig. 1974, σ. 491 ), και της 13ης Δεκεμβρίου 1979, 44/79, Hauer ( Sig. 1979, σ. 3727 ), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνονται στα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων την τήρηση υποχρεούται να διασφαλίζει. Η Zuckerfabrik ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι εισφορά όπως η συγκεκριμένη, η οποία προστίθεται αναδρομικώς σε άλλες εισφορές, και η οποία επιπλέον είναι ιδιαιτέρως υψηλή, δεν μπορεί δε να καταβληθεί από τα κέρδη της συγκεκριμένης περιόδου, συνιστά προσβολή των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων. Υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι εισφορά την οποία οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης δεν μπορούν να καταβάλουν από τα κέρδη τους τις υποχρεώνει να μειώσουν την παραγωγή τους, ιδίως την παραγωγή ζάχαρης Β, της οποίας η φορολόγηση είναι πολύ βαρύτερη. Εξάλλου, επιβάλλοντας στις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης να αντλήσουν από τα αποθέματα τους, η εισφορά αυτή πλήττει τις επιχειρήσεις αυτές στην ίδια την ουσία τους.

Όσον αφορά τη δική της περίπτωση, η Zuckerfabrik δηλώνει ότι είναι σε θέση να αποδείξει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι της είναι αδύνατον να καταβάλει την ειδική εισφορά απορρόφησης χωρίς να αντλήσει από τα αποθεματικά της.

Η Zuckerfabrik παρατηρεί, επίσης, ότι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν την ειδική εισφορά απορρόφησης στους παραγωγούς τεύτλων μέχρι ποσοστού 60 o/o δεν μπορεί να προβληθεί ως επιχείρημα υπέρ του συμβιβαστού του επιδίκου κανονισμού με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα. Πράγματι, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης υπέχουν εκ του νόμου την υποχρέωση να καταβάλλουν το πλήρες ποσό της εισφοράς. Η μετακύλιση τμήματος της εισφοράς αυτής στους παραγωγούς τεύτλων μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω διαδικασιών του ιδιωτικού δικαίου, το αποτέλεσμα των οποίων παραμένει πάντα αβέβαιο. Εξάλλου, σύστημα επιβολής της εισφοράς όπως το συγκεκριμένο, κατά το οποίο ορισμένα πρόσωπα είναι υπεύθυνα για την καταβολή ποσών που πρόκειται τελικώς να βαρύνουν άλλα πρόσωπα, αντιβαίνει τόσο προς το κοινοτικό δίκαιο όσο και προς το γερμανικό συνταγματικό δίκαιο. Η Zuckerfabrik επικαλείται, σχετικώς, μελέτη του καθηγητή Arndt την οποία επισυνάπτει στο δικόγραφο των παρατηρήσεων της.

2. Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι η υποχρέωση καταβολής οικονομικής εισφοράς σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνιστά προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Εκείνο μόνο που θα μπορεί να εξεταστεί στην προκειμένη περίπτωση είναι το ενδεχόμενο προσβολής του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι, στις προαναφερθείσες αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1974, Noid, σκέψη 14 Kat της 13ης Δεκεμβρίου 1979, Hauer, σκέψη 23, το Δικαστήριο τόνισε ότι το δικαίωμα ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς επιβαλλόμενους από τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Κοινότητα.

Στην παρούσα υπόθεση, το γενικό συμφέρον που συνιστά για την Κοινότητα η αποτελεσματική διαχείριση της αγοράς ζάχαρης υπερισχύει της επιβαρύνσεως που συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης. Η επιβάρυνση αυτή αποτελούσε για τις οικείες επιχειρήσεις δυνάμενο να προβλεφθεί εμπορικό κίνδυνο, δεδομένου ότι στον εν λόγω τομέα ίσχυε από ετών η αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως. Σε καμία περίπτωση δεν παρακωλύει τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων παραγωγής ζάχαρης.

Συνεπώς, ο επίδικος κανονισμός δεν προσβάλλει ούτε το δικαίωμα ιδιοκτησίας ούτε το δικαίωμα ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων.

3. Η άποψη του Συμβουλίου

Κατά το Συμβούλιο, η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης αποτελεί απολύτως θεμιτή προσαρμογή της ρυθμίσεως που διέπει τον τομέα της ζάχαρης, δεδομένου ότι σκοπός της είναι η διασφάλιση της αυτοχρηματοδοτήσεως του εν λόγω τομέα. Η επίδικη εισφορά συνιστά, κατά συνέπεια, εύλογη επιβάρυνση αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα και όχι προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας ή του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως των οικονομικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων παραγωγής ζάχαρης.

Ακόμα και αν υποτεθεί ότι συντρέχει περίπτωση προσβολής των ανωτέρω δικαιωμάτων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβολή αυτή δεν θίγει την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων. Συνεπώς, παραμένει εντός των ορίων που το Δικαστήριο έκρινε αποδεκτά στην προαναφερθείσα απόφαση του της 13ης Δεκεμβρίου 1979, Hauer, σκέψη 23.

Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή περίπτωση παραβιάσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων στα οποία αναφέρεται το προδικαστικό ερώτημα.

4. Η άποψη της Επιτροπής

Η Επιτροπή τονίζει ότι η πτώση της τιμής της ζάχαρης στη διεθνή αγορά προκάλεσε αύξηση των επιβαρύνσεων που συνεπάγεται για την Κοινότητα η καταβολή επιστροφών λόγω εξαγωγής. Δύο ήταν τα μέσα που είχε στη διάθεση της για την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας στη συγκεκριμένη αγορά: μείωση της προσφοράς, δηλαδή μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής ή αύξηση των εισφορών που επιβάλλονται στις οικείες επιχειρήσεις, κατά το μέτρο που ήταν αναγκαίο για τη διασφάλιση της αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα.

Όπως συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η μείωση των ποσοστώσεων δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος. Πράγματι, οι επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα κεκτημένο δικαίωμα για τη διατήρηση ενός πλεονεκτήματος που απολαύουν σε μια συγκεκριμένη στιγμή και το οποίο απορρέει από την κοινή οργάνωση της αγοράς ( απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1979, 230/78, Eridania, Sig. 1979, σ. 2749, σκέψη 22). Κατά μείζονα λόγο ο κοινοτικός νομοθέτης είχε τη δυνατότητα να επιβάλει την ειδική εισφορά απορρόφησης. Το μέτρο αυτό αποτελεί ηπιότερη μορφή παρέμβασης στην κατάσταση των οικείων επιχειρήσεων απ' ό,τι η μείωση των ποσοστώσεων: παρείχε τη δυνατότητα στις εν λόγω επιχειρήσεις να εξακολουθήσουν να εκμεταλλεύονται και στο μέλλον, χωρίς περιορισμούς, τις αμετάβλητες ποσοστώσεις.

Συνεπώς, ο επίδικος κανονισμός δεν συνιστά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προστασίας της ιδιοκτησίας και της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων, καθόσον οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης διατηρούν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να συνεχίσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα.

III — Απαντήσεις στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Δικαστήριο

Α — Ερώτημα που υποβλήθηκε στην Zuckerfabrik Soest

Ερώτημα — Η Zuckerfabrik Soest καλείται να σχολιάσει τον περιεχόμενο στη σελίδα 32 των παρατηρήσεων του Συμβουλίου ισχυρισμό κατά τον οποίο η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης αποτελούσε το μοναδικό μέσο για τη διασφάλιση της αυτοχρηματοδοτήσεως του τομέα της ζάχαρης χωρίς μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής.

Απάντηση — Αν ληφθεί ως βάση η αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως όπως την αντιλαμβάνεται το Συμβούλιο (όχι όμως και η προσφεύγουσα ), η επιβολή εισφοράς συνιστά — εκτός από τη μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής — τη μόνη δυνατότητα διασφαλίσεως της αυτοχρηματοδοτήσεως, υπό την επιφύλαξη ζητημάτων σχετικών με τη νομική βάση, τη φύση, τη μέθοδο υπολογισμού και την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω εισφορά θα καταστεί απαιτητή, όπως τα ζητήματα αυτά αναπτύσσονται στις γραπτές μας παρατηρήσεις.

Β — Ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην Ιταλική Κυβέρνηση

Ερώτημα 1—0 περιεχόμενος στο σημείο 5 των παρατηρήσεων της Ιταλικής Δημοκρατίας ισχυρισμός ότι το ύψος των ποσοστώσεων Α που χορηγούνται στα κράτη μέλη αντιστοιχεί, κατά προσέγγιση, στην ποσότητα που καταναλώνεται εντός της Κοινότητας, στηρίζεται σε συγκεριμένη κανονιστική διάταξη, και αν ναι, σε ποια;

Απάντηση— Κατά την προφορική διαδικασία ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβερνήσεως κατέθεσε έγγραφο με στατιστικά στοιχεία από το οποίο συνάγεται ότι το συνολικό ύψος των ποσοστώσεων Α που χορηγούνται στα κράτη μέλη για κάθε περίοδο εμπορίας ζάχαρης αντιστοιχεί περίπου στον όγκο της καταναλώσεως ζάχαρης εντός της Κοινότητας κατά την ίδια περίοδο.

Τονίζει, επίσης, ότι κατά το άρθρο 26 του πρώτου βασικού κανονισμού (προαναφερθείς κανονισμός 1009/67 του Συμβουλίου) το Συμβούλιο όφειλε να καθορίζει ετησίως μία εγγυημένη ποσότητα για ολόκληρη την Κοινότητα ίση «προς το 105 % της ανθρώπινης κατανάλωσης, υπολογιζόμενης σε λευκή ζάχαρη, που προβλέπεται για την Κοινότητα κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας ζάχαρης για την οποία καθορίζεται η εγγυημένη ποσότητα ». Ο δεύτερος βασικός κανονισμός όριζε ότι « η εγγυημένη ποσότητα είναι ίση προς την ανθρώπινη κατανάλωση στην Κοινότητα, εκφρασμένη σε ποσότητα λευκής ζάχαρης, κατά τη διάρκεια περιόδου που πρόκειται να καθοριστεί (... ) » ( άρθρο 27, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 3330/74 του Συμβουλίου ). Ο βασικός κανονισμός του 1981 δεν επέφερε καμία τροποποίηση ως προς το θέμα αυτό. Κατά τον εκπρόσωπο της Ιταλικής Κυβερνήσεως, από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι το ύψος των ποσοστώσεων Α αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στην ανθρώπινη κατανάλωση ζάχαρης στην Κοινότητα.

Ερώτημα 2 — Ο περιεχόμενος στο σημείο 5 των παρατηρήσεων της Ιταλικής Κυβερνήσεως ισχυρισμός ότι οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης καλύπτουν τα γενικά τους έξοδα παραγωγής με την παραγωγή της ζάχαρης Α ισχύει για όλες τις περιπτώσεις, ιδίως όταν μία επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης έχει μικρή ποσόστωση Α και υψηλή ποσόστωση Β;

Απάντηση— Κατά την προφορική διαδικασία ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβερνήσεως ισχυρίστηκε ότι, υπό το κράτος του πρώτου βασικού κανονισμού, η ποσόστωση που αντιστοιχεί στη σημερινή ποσόστωση Β ανερχόταν σε 35 %, κατ' ανώτατο όριο, της ποσοστώσεως που αντιστοιχεί στη σημερινή ποσόστωση Α (άρθρο 24, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1009/67 του Συμβουλίου) και ότι, υπό το κράτος του δευτέρου βασικού κανονισμού, το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 45 % ( άρθρο 25, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 3330/74 του Συμβουλίου). Σήμερα, το σύνολο των ποσοστώσεων Β που χορηγούνται στα κράτη μέλη αντιστοιχεί, στην πράξη, στο 21,7 ο/ο του συνόλου των ποσοστώσεων Α που τους έχουν χορηγηθεί. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές είναι εντελώς αδύνατον να υποτεθεί ότι κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει, σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση, ποσόστωση Β υψηλότερη από την ποσόστωση Α της ιδίας επιχειρήσεως. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης έχουν πράγματι τη δυνατότητα να καλύπτουν τα πάγια έξοδα παραγωγής μέσω της παραγωγής ζάχαρης Α, γεγονός που δικαιολογεί τη βαρύτερη επιβάρυνση της ζάχαρης Β σε σχέση με τη ζάχαρη Α.

Γ — Ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο

Ερώτημα 1 — Γιατί ο τομέας της ζάχαρης είναι ο μόνος για τον οποίο ισχύει η αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως ;

Απάντηση — Η πλήρης χρηματοδότηση — εκ μέρους των παραγωγών ( καλλιεργητών τεύτλων) και της μεταποιητικής βιομηχανίας (παραγωγών ζάχαρης) — των δαπανών που προκύπτουν από την εξαγωγή προς τρίτες χώρες των πλεονασμάτων ζάχαρης οφείλεται κυρίως στους ακόλουθους λόγους.

Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης προβλέπει, από το 1968 (εφαρμογή του πρώτου κανονισμού 1009/67, προαναφερθείς) τη συμμετοχή των παραγωγών και της μεταποιητικής βιομηχανίας στη χρηματοδότηση των δαπανών της κοινής οργανώσεως της αγοράς (βλ. άρθρο 27 του ανωτέρω κανονισμού). Τα μέτρα αυτά είχαν, και εξακολουθούν να έχουν και σήμερα, στενό σύνδεσμο με την κανονιστική ρύθμιση περί ποσοστώσεων, με το σχετικά υψηλό επίπεδο τιμών που διασφαλίζει η Κοινότητα στους παραγωγούς και τη μεταποιητική βιομηχανία, για την παραγωγή που δεν υπερβαίνει τις συνολικές ποσοστώσεις (ποσοστώσεις Α συν ποσοστώσεις Β ), καθώς και με το γεγονός ότι από πολλών ήδη ετών η παραγωγή στο πλαίσιο των συνολικών ποσοστώσεων υπερβαίνει την εντός της Κοινότητας κατανάλωση. Θα μπορούσε βασίμως να υποστηριχθεί, σχετικώς, ότι το επίπεδο τιμών στην Κοινότητα θα ήταν κατά 15 έως 20 ο/ο χαμηλότερο εάν δεν υπήρχε κανονιστική ρύθμιση που να επιβάλλει ποσοστώσεις. Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά του τομέα της ζάχαρης είναι, αφενός μεν, το σχετικά υψηλό επίπεδο τιμών, αφετέρου δε, η διαρθρωτική υπερπαραγωγή. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η μακροπρόθεσμη διασφάλιση των εγγυημένων τιμών και των χορηγουμένων ποσοστώσεων θα μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο με έναν μηχανισμό πλήρους αυτοχρηματοδοτήσεως ώστε τα πλεονάσματα να μην συνιστούν υπερβολική επιβάρυνση για την κοινοτική αγορά και να μην βαρύνουν υπέρμετρα τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Η αυτοχρηματοδότηση αυτή επιτεύχθηκε, όπως είναι γνωστό, βάσει της αρχής ότι οι παραγωγοί και η μεταποιητική βιομηχανία θα μετέχουν, εντός των ποσοστώσεων Α, στην αυτοχρηματοδότηση αυτή με ένα ελάχιστο ποσοστό ( 2 % της τιμής παρεμβάσεως) και ότι η συμμετοχή τους θα αντιπροσωπεύει, στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Β, σαφώς υψηλότερο ποσοστό (κατ' ανώτατο όριο 39,5% της τιμής παρεμβάσεως ).

Βεβαίως, ένα τέτοιο σύστημα αυτοχρηματοδοτήσεως δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε άλλους τομείς της γεωργίας στους οποίους τα εισοδήματα των παραγωγών, λόγω των χαμηλότερων εγγυημένων τιμών, δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους επιβαρύνσεις. Πρέπει σχετικώς να υπογραμμιστεί ότι η καλλιέργεια τεύτλων είναι πολύ πιο αποδοτική από πλευράς τιμών, για τους παραγωγούς, απ' ό,τι η καλλιέργεια άλλων φυτικών προϊόντων όπως π.χ. των σιτηρών.

Ερώτημα 2 — Υπάρχει συγκεκριμένη κανονιστική διάταξη από την οποία να συνάγεται ότι το σύνολο των ποσοστώσεων Α που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στην κατανάλωση ζάχαρης εντός της Κοινότητας κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου και, εάν ναι, ποια είναι η διάταξη αυτή;

Απάντηση — Όχι.

Καίτοι είναι ακριβές ότι το σύνολο των ποσοστώσεων Α πλησιάζει στο επίπεδο καταναλώσεως ζάχαρης εντός της Κοινότητας, ωστόσο δεν υφίσταται μαθηματική σχέση μεταξύ των ποσοστώσεων Α και της καταναλώσεως ζάχαρης. Δεν υπάρχει, συνεπώς, ειδική σχετική διάταξη.

Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι, κατά την έναρξη της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης ( βάσει του προαναφερθέντος κανονισμού 1009/67), οι ποσοστώσεις Α καθορίστηκαν, για τους παραγωγούς ζάχαρης, βάσει της μέσης παραγωγής τους κατά την περίοδο 1961-1965 (βλ. άρθρο 23 του προαναφερθέντος κανονισμού 1009/67 ). Έτσι εξηγείται γιατί για ορισμένα κράτη μέλη, όπως π.χ. για την Ιταλία, το σύνολο των ποσοστώσεων Α των παραγωγών ζάχαρης και, για τον λόγο αυτό, επίσης η εθνική ποσόστωση Α δεν αντιστοιχούν στην εθνική κατανάλωση: οι ποσοστώσεις Α για την Ιταλία ήταν μικρότερες από την κατανάλωση ζάχαρης στην εν λόγω χώρα.

R. Joliét

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

21ης Φεβρουαρίου 1991 ( *1 )

Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-143/88 και C-92/89,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Finanzgericht Hamburg ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ) και του Finanzgericht Düsseldorf ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων μεταξύ

Zuckerfabrik Süderdithmarschen AG

και

Hauptzollamt Itzehoe,

και μεταξύ

Zuckerfabrik Soest GmbH

και

Hauptzollamt Paderborn,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 189 της Συνθήκης (υπόθεση C-143/88), και ως προς το κύρος του κανονισμού 1914/87 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1987, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 ( ΕΕ L 183, σ. 5 ) ( υποθέσεις C-143/88 KaiC-92/89),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Ο. Lenz

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

οι εταιρίες Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest, εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους Κολωνίας Ehle, Schiller και συνεργάτες,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή L. Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Servizio del contenzioso diplomatico του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων, επικουρούμενο από τον Ι. Μ. Braguglia, avvocato dello Stato,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την J. Α. Gensmantel, Treasury Solicitor,

το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Α. Bräutigam, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Μ. D. Booß και G. zur Hausen, νομικούς της συμβούλους,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις γραπτές παρατηρήσεις της Zuckerfabrik Süderdithmarschen και της Zuckerfabrik Soest, τις οποίες εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Κολωνίας D. Ehle και J. Sedemund, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, την οποία εκπροσώπησε ο C Bellamy, καθώς και του Συμβουλίου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 31ης Μαρτίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Μαΐου 1988, το Finanzgericht Hamburg υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο ερωτήματα αναφερόμενα, αφενός μεν, στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαιοδο-τικών οργάνων να αναστέλλουν, όταν δικάζουν κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, την εκτέλεση εθνικής πράξεως στηριζομένης σε κοινοτικό κανονισμό, αφετέρου δε, στο κύρος του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1914/87 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1987, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 ( ΕΕ L 183, σ. 5 ).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Zuckerfabrik Sūderdithmarschen, η οποία παράγει ζάχαρη, και του Hauptzollamt Itzehoe (Κεντρικού Τελωνείου του Itzehoe). Με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1987, το Hauptzollamt Itzehoe ζήτησε από την Zuckerfabrik Sūderdithmarschen να καταβάλει το ποσό του 1982942,66 γερμανικών μάρκων ( DM ) ως ειδική εισφορά απορρόφησης για την περίοδο εμπορίας της ζάχαρης 1986/1987.

3

Η εισφορά αυτή που επιβλήθηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1914/87, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης, έχει ως σκοπό την πλήρη κάλυψη των ζημιών που υπέστη η Κοινότητα στον τομέα της ζάχαρης κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιουλίου 1986 και 30ής Ιουνίου 1987. Οι ζημίες αυτές οφείλονται στις ιδιαίτερα υψηλές επιστροφές λόγω εξαγωγής, τις οποίες υποχρεώθηκε να καταβάλει η Κοινότητα κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, προκειμένου να διασφαλίσει την προς τις τρίτες χώρες διάθεση των πλεονασμάτων ζάχαρης κοινοτικής παραγωγής.

4

H Zuckerfabrik Süderdithmarschen υπέβαλε κατά της αποφάσεως αυτής του Hauptzollamt Itzehoe διοικητική ένσταση, η οποία όμως απορρίφθηκε. Η Zuckerfabrik προσέφυγε, κατόπιν αυτού, στο Finanzgericht Hamburg και ζήτησε την αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως. Παράλληλα άσκησε ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως. Προς στήριξη των δύο αυτών αιτημάτων της, η Zuckerfabrik προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο κανονισμός 1914/87, στον οποίο στηρίχθηκε η απόφαση του Hauptzollamt, είναι ανίσχυρος.

5

Το Finanzgericht Hamburg δέχθηκε την αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως του Hauptzollamt Itzehoe και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

α)

Έχει το άρθρο 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ την έννοια ότι η γενική ισχύς των κανονισμών στα κράτη μέλη δεν αποκλείει τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να αναστέλλουν την εκτέλεση των διοικητικών πράξεων που στηρίζονται σε κανονισμούς, όταν παρέχουν προσωρινή έννομη προστασία κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της κυρίας υποθέσεως;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, στοιχείο α: υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν τα εθνικά δικαστήρια να παρέχουν προσωρινή έννομη προστασία; Υπάρχει σχετικά κανένα κριτήριο κοινοτικού δικαίου; Αν ναι, ποιο; Ή η παροχή προσωρινής έννομης προστασίας εξαρτάται από την εθνική νομοθεσία;

2)

Είναι έγκυρος ο κανονισμός 1914/87 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1987, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987; Συγκεκριμένα, μήπως ο εν λόγω κανονισμός είναι άκυρος λόγω του ότι αντιβαίνει στην αρχή της μη αναδρομικότητας των κανονισμών οι οποίοι επιβάλλουν επιβαρύνσεις; »

6

Με άλλη Διάταξη, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει την επί της ουσίας εξέταση της υποθέσεως μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των ανωτέρω δύο προδικαστικών ερωτημάτων.

7

Εξάλλου, με Διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Μαρτίου 1989, το Finanzgericht Düsseldorf υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, πέντε ερωτήματα αναφερόμενα, επίσης, στο κύρος του ιδίου κανονισμού 1914/87 του Συμβουλίου.

8

Τα πέντε αυτά ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Zuckerfabrik Soest GmbH, η οποία επίσης παράγει ζάχαρη, και του Hauptzollamt Paderborn ( Κεντρικό Τελωνείο του Paderborn ). Με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1987, το Hauptzollamt Paderborn ζήτησε από την Zuckerfabrik Soest να καταβάλει το ποσό του 1675013,71 DM ως εισφορά απορρόφησης.

9

Η Zuckerfabrik Soest υπέβαλε κατά της εν λόγω αποφάσεως διοικητική ένσταση, η οποία όμως απορρίφθηκε. Η Zuckerfabrik Soest προσέφυγε, κατόπιν αυτού, στο Finanzgericht Düsseldorf και ζήτησε αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως του Hauptzollamt Paderborn. Παράλληλα, άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου. Προς στήριξη της αιτήσεως και της προσφυγής της, η Zuckerfabrik Soest προέβαλε τον ισχυρισμό, όπως και η Zuckerfabrik Süderdithmarschen ενώπιον του άλλου δικαστηρίου, ότι ο κανονισμός περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, στον οποίο στηρίχθηκε η απόφαση του Hauptzollamt Paderborn, είναι ανίσχυρος.

10

Με Διάταξη της 10ης Φεβρουαρίου 1988, το Finanzgericht Düsseldorf, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δέχθηκε την αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως του Hauptzollamt Paderborn, 11ε το σκεπτικό ότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος του κανονισμού περί επιβολής της ειδικής εισφοράς απορρόφησης.

11

Με Διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 1988, το ανωτέρω Finanzgericht ανέστειλε τη διαδικασία επί της ουσίας και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί προδικαστικώς επί των ακολούθων ερωτημάτων:

« 1)

Είναι ανίσχυρος ο κανονισμός 1914/87, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 ( ΕΕ L 183 της 3.7.1987, σ. 5), για τον λόγο ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης αποτελεί εισφορά χρηματοδοτήσεως που θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο βάσει του άρθρου 201 της Συνθήκης ΕΟΚ;

Επικουρικώς

2)

Η επιβολή ειδικής εισφοράς απορρόφησης με τον κανονισμό 1914/87 του Συμβουλίου για την περίοδο εμπορίας 1986/1987 συμβιβάζεται με τον περιορισμό της αυτοχρηματοδότησης που προβλέπει το άρθρο 28 του κανονισμού 1785/81 καθώς και με την αρχή της ασφαλείας του συστήματος κανόνων της Κοινότητας;

Επικουρικώς

3)

Η επιβολή ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987, συμβιβάζεται με την απαγόρευση επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους οι οποίοι, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης οργανώσεως αγοράς, συνιστούν κινδύνους εξωγενείς, καθώς και με την αρχή της απαγορεύσεως επιβολής μη ευλόγων οικονομικών επιβαρύνσεων;

Επικουρικώς

4)

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1914/87, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987, παραβιάζει μήπως την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ( άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ), δεδομένου ότι η ζάχαρη Β επιβαρύνεται με σημαντικά υψηλότερη εισφορά απ' ό,τι η ζάχαρη Α;

Επικουρικώς

5)

Ο κανονισμός 1914/87, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο 1986/1987 παραβιάζει, στις ανωτέρω περιπτώσεις, τα θεμελιώδη δικαιώματα της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της ελεύθερης άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, που αποτελούν αρχές του κοινοτικού δικαίου, στην περίπτωση που οι εν λόγω δραστηριότητες δεν μπορούν πλέον να χρηματοδοτούνται από τα πραγματοποιούμενα κέρδη, αλλά μόνο από τα αποθεματικά, γεγονός που απειλεί την ίδια την ύπαρξη των επιχειρήσεων; »

12

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς οι σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, καθώς και η εξέλιξη των δύο διαδικασιών και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

13

Λόγω της ταυτότητας του αντικειμένου και της συνάφειας των δύο αυτών υποθέσεων που επιβεβαιώθηκαν κατά την προφορική διαδικασία, επιβάλλεται, κατά το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας, η ένωση τους προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί του ζητήματος της αναστολής εκτελέσεως εθνικής πράξεως στηριζομένης σε κοινοτικό κανονισμό

Επί της αρχής

14

Το Finanzgericht Hamburg ερωτά, πρώτον, κατ' ουσίαν, αν το άρθρο 189, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει εξουσία των εθνικών δικαιοδο-τικών οργάνων να διατάσσουν αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζομένης σε κοινοτικό κανονισμό.

15

Υπέρ της εξουσίας των εθνικών δικαστηρίων να διατάσσουν την αναστολή, το Finanzgericht Hamburg διατυπώνει το επιχείρημα ότι με το μέτρο αυτό μετατίθεται απλώς ο χρόνος της ενδεχομένης εφαρμογής της εθνικής αποφάσεως και δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση το κύρος του κοινοτικού κανονισμού. Ωστόσο, προκειμένου να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε το ερώτημα του, προβάλλει κατά της σχετικής αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων ότι η χορήγηση τέτοιας αναστολής, της οποίας οι συνέπειες μπορεί να είναι σημαντικές, μπορεί να εμποδίσει τους κοινοτικούς κανονισμούς, κατά παράβαση του άρθρου 189, εδάφιο 2, της Συνθήκης, να αναπτύξουν πλήρως τα αποτελέσματα τους σε όλα τα κράτη μέλη.

16

Επιβάλλεται, καταρχάς, να τονιστεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 189, εδάφιο 2, της Συνθήκης δεν μπορούν να παρεμποδίσουν την παροχή στους πολίτες της προβλεπομένης από το κοινοτικό δίκαιο ένδικης προστασίας. Οσάκις η διοικητική εφαρμογή κοινοτικών κανονισμών έχει ανατεθεί σε εθνικά όργανα, η παροχή της προβλεπομένης από το κοινοτικό δίκαιο ένδικης προστασίας περιλαμβάνει το δικαίωμα των πολιτών να αμφισβητούν, παρεμπιπτόντως, τη νομιμότητα των εν λόγω κανονισμών, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και να ζητούν από αυτά να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.

17

Το δικαίωμα αυτό θα περιοριζόταν αν οι πολίτες, αναμένοντας απόφαση του Δικαστηρίου, του μόνου αρμόδιου να αναγνωρίζει την ακυρότητα κοινοτικών κανονισμών [βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost, 314/85 (Συλλογή 1987, σ. 4199, σκέψη 20 ) ], δεν είχαν τη δυνατότητα να ζητούν, όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, αναστολή εκτελέσεως που θα είχε ως αποτέλεσμα να εξουδετερώσει, ως προς αυτούς, τις συνέπειες του βαλλομένου κανονισμού.

18

Όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost (σκέψη 16), η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ως προς το κύρος κοινοτικής διατάξεως συνιστά, ακριβώς όπως και η προσφυγή ακυρώσεως, έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως, το άρθρο 185 της Συνθήκης ΕΟΚ παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να ζητήσει αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως, στο δε Δικαστήριο την αρμοδιότητα να διατάξει τη λήψη του εν λόγω μέτρου. Η διασφάλιση της συνοχής του συστήματος παροχής προσωρινής προστασίας επιβάλλει, κατά συνέπεια, να μπορούν και τα εθνικά δικαστήρια να διατάσσουν την αναστολή εκτελέσεως μιας εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζομένης σε κοινοτικό κανονισμό του οποίου αμφισβητείται η νομιμότητα.

19

Εξάλλου, στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 1990, C-213/89, Factortame ( Συλλογή 1990, σ. I-2433 ), η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο υποθέσεως σχετικής με τον έλεγχο της συμφωνίας εθνικού νόμου προς το κοινοτικό δίκαιο, το Δικαστήριο έκρινε, επικαλούμενο την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 177, ότι το εθνικό δικαστήριο, το οποίο του υπέβαλε σχετικά με την ερμηνεία προδικαστικά ερωτήματα, ώστε να μπορέσει να επιλύσει το πρόβλημα αυτής της συμφωνίας, έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων και να αναστείλει την εφαρμογή του προσβαλλόμενου εθνικού νόμου, μέχρις ότου αποφανθεί λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία που θα έχει δοθεί μέσω της διαδικασίας του άρθρου 177.

20

Η προσωρινή προστασία που διασφαλίζει στους πολίτες το κοινοτικό δίκαιο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το αν εγείρουν ζήτημα ασυμβιβάστου διατάξεων της εθνικής νομθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο ή ζήτημα κύρους κοινοτικών πράξεων του παραγώγου δικαίου, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις η αμφισβήτηση αφορά αυτό τούτο το κοινοτικό δίκαιο.

21

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος είναι ότι το άρθρο 189 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την εξουσία των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων να διατάσσουν αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζομένης σε κοινοτικό κανονισμό.

Επί των προϋποθέσεων της αναστολής

22

Το Finanzgericht Hamburg ερωτά, κατόπιν, υπό ποιες προϋποθέσεις τα εθνικά δικαιο-δοτικά όργανα μπορούν να διατάσσουν την αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζομένης σε κοινοτικό κανονισμό λόγω των αμφιβολιών που ενδεχομένως έχουν ως προς το κύρος του εν λόγω κανονισμού.

23

Επιβάλλεται, καταρχάς, να υπογραμμιστεί ότι η αναστολή εκτελέσεως προσβαλλομένης πράξεως μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον από τα πραγματικά και νομικά περιστατικά που προβάλλει ο προσφεύγων το εθνικό δικαστήριο σχηματίσει την πεποίθηση ότι υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος του κοινοτικού κανονισμού στον οποίο στηρίζεται η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη. Πράγματι, η αναστολή δικαιολογείται μόνο εφόσον υπάρχει δυνατότητα διαπιστώσεως της ακυρότητας, στην οποία μόνο το Δικαστήριο μπορεί να προβεί.

24

Επιβάλλεται, επίσης, να υπογραμμιστεί ότι η αναστολή εκτελέσεως πρέπει να διατηρεί τον προσωρινό της χαρακτήρα. Το εθνικό δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, κατά συνέπεια, να διατάξει την αναστολή μόνο μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ερωτήματος του σχετικού με το κύρος της κοινοτικής πράξεως. Κατά συνέπεια, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί, υποχρεούται να υποβάλει το ίδιο το συγκεκριμένο ερώτημα παραθέτοντας τους λόγους ακυρότητας που θεωρεί βασίμους.

25

Ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως διοικητικών πράξεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δικονομικοί κανόνες καθορίζονται από τις εθνικές νομοθεσίες οι οποίες παρουσιάζουν διαφορές ως προς τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της αναστολής, διαφορές που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

26

Η ενιαία εφαρμογή αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση της κοινοτικής έννομης τάξης' σημαίνει επομένως ότι η αναστολή εκτελέσεως διοικητικών πράξεων στηριζόμενων σε κοινοτικό κανονισμό, καίτοι διεπομένη από εθνικούς δικονομικούς κανόνες ιδίως σε ό,τι αφορά την υποβολή και εξέταση της αιτήσεως, πρέπει να εξαρτάται σε όλα τα κράτη μέλη από ενιαίες προϋποθέσεις.

27

Δεδομένου ότι η εξουσία των εθνικών δικαστηρίων να διατάσσουν αναστολή εκτελέσεως αντιστοιχεί στην αρμοδιότητα που παρέχει στο Δικαστήριο το άρθρο 185, στο πλαίσιο προσφυγών που ασκούνται βάσει του άρθρου 173, τα δικαστήρια αυτά δεν πρέπει να διατάσσουν την αναστολή παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Δικαστήριο διατάσσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

28

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αναστολή εκτελέσεως προσβαλλομένης πράξεως διατάσσεται μόνον εφόσον κρίνεται επείγουσα, εφόσον δηλαδή είναι αναγκαίο να διαταχθεί και να αναπτύξει τα αποτελέσματα της πριν εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας ώστε να μην υποστεί ο αιτών βαρεία και ανεπανόρθωτη ζημία.

29

Όσον αφορά το επείγον, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η ζημία που επικαλείται ο αιτών πιθανολογείται ότι θα επέλθει πριν ακόμα το Δικαστήριο αποφανθεί επί του κύρους της προσβαλλομένης κοινοτικής πράξεως. Ως προς το είδος της ζημίας, όπως επανειλημμένα έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, καθαρώς χρηματική ζημία δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως μη δυνάμενη να αποκατασταθεί. Ωστόσο, εναπόκειται στο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να εξετάζει τα συγκεκριμένα περιστατικά της κάθε υποθέσεως. Οφείλει προς τούτο να εξετάζει τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί αν η άμεση εκτέλεση της πράξεως, της οποίας ζητείται η αναστολή, θα προκαλούσε στον αιτούντα ζημίες ανεπανόρθωτες που δεν θα μπορούσαν να αποκατασταθούν στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη κηρυσσόταν άκυρη.

30

Εξάλλου, το εθνικό δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, οφείλει να διασφαλίζει πλήρως την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου και επομένως, σε περίπτωση που έχει αμφιβολίες ως προς το κύρος των κοινοτικών κανονισμών, να λαμβάνει υπόψη του το συμφέρον της Κοινότητας, το οποίο επιβάλλει να μη μένουν ανεφάρμοστοι οι κανονισμοί χωρίς να συντρέχουν σοβαροί λόγοι.

31

Προκειμένου να ανταποκριθεί στην υποχρέωση του αυτή το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως αναστολής πρέπει καταρχάς να εξετάζει αν η αμφισβητούμενη κοινοτική πράξη θα έχανε κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα σε περίπτωση που δεν εφαρμοζόταν αμέσως.

32

Εξάλλου, όταν η αναστολή εκτελέσεως συνεπάγεται τον κίνδυνο οικονομικής ζημίας της Κοινότητας, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από τον αιτούντα επαρκείς εγγυήσεις, όπως η σύσταση ασφαλείας ή μεσεγγυήσεως.

33

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος του Finanzgericht Hamburg είναι ότι η αναστολή εκτελέσεως εθνικής πράξεως, που εκδόθηκε προς εκτέλεση κοινοτικού κανονισμού, μπορεί να διαταχθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον εφόσον:

το δικαστήριο αυτό έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος της κοινοτικής πράξεως και εφόσον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί ερωτήματος σχετικού με το κύρος της βαλλόμενης πράξεως, του υποβάλει σχετικό ερώτημα·

συντρέχει περίπτωση επείγοντος, ο δε αιτών απειλείται με βαρεία και ανεπανόρθωτη ζημία·

το εν λόγω δικαστήριο λάβει δεόντως υπόψη του το συμφέρον της Κοινότητας.

Επί του κύρους

34

Το Finanzgericht Hamburg διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το κύρος του προαναφερθέντος κανονισμού 1914/87, με το σκεπτικό ότι αντιβαίνει στην αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων και, κατά συνέπεια, παραβιάζει την αρχή της ασφαλείας δικαίου.

35

Το Finanzgericht Düsseldorf διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το κύρος του ιδίου κανονισμού, με την υποβολή πέντε ερωτημάτων στα οποία αναφέρονται λόγοι που αφορούν την ορθή νομική βάση για την επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης, το ασυμβίβαστο του εν λόγω κανονισμού με τον βασικό κανονισμό ( ΕΟΚ) 1785/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης ( ΕΕ L 177, σ. 4 ), την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους άσχετους προς αυτόν, καθώς και της επιβαρύνσεως του με μη εύλογα οικονομικά βάρη, και την παραβίαση της αρχής της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων.

36

Δεδομένου ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις δύο αυτές υποθέσεις συνιστούν απλώς διαφορετικά πρίσματα υπό τα οποία θα μπορούσαν να διατυπωθούν επικρίσεις κατά της ιδίας πράξεως, επιβάλλεται η από κοινού εξέταση τους.

Επί τον λόγου πον αναφέρεται στη μη τήρηση της οιαοικασίας τον άρθρον 201 της Συνθήκης ΕΟΚ

37

Το Finanzgericht Düsseldorf φρονεί ότι μια εισφορά για να μπορεί να επιβληθεί βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης ΕΟΚ, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, πρέπει να αποσκοπεί στη ρύθμιση της συγκεκριμένης αγοράς. Ένα τέτοιο, όμως, μέτρο δεν μπορεί παρά να αφορά το παρόν ή το μέλλον. Αντιθέτως, η ειδική εισφορά απορρόφησης αποσκοπεί στην κάλυψη ζημιών παρελθούσας περιόδου εμπορίας. Εξάλλου, υποχρέωση καταβολής της εν λόγω εισφοράς έχουν μόνο οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης, ενώ ένα μέτρο για τη ρύθμιση της αγοράς θα έπρεπε κυρίως να πλήττει τους παραγωγούς τεύτλων. Επομένως, κατά το Finanzgericht Düsseldorf, η επίδικη εισφορά έχει τον χαρακτήρα εισφοράς χρηματοδοτήσεως που θα μπορούσε εγκύρως να επιβληθεί μόνο βάσει του άρθρου 201 της Συνθήκης.

38

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στην αιτίαση αυτή, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 2 της αποφάσεως 85/257/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1985, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων ( ΕΕ L 128, σ. 15 ), που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως του βαλλομένου κανονισμού, διακρίνει, αφενός μεν, τις « εισφορές και τα άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης », τα οποία ήδη συνιστούν ιδίους πόρους, αφετέρου δε, τα « έσοδα που προέρχονται από άλλους φόρους θεσπιζόμενους στο πλαίσιο μιας κοινής πολιτικής », σύμφωνα με τις διατάξεις των συνθηκών, τα οποία δεν συνιστούν ιδίους πόρους παρά μόνο εφόσον έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του άρθρου 201 της Συνθήκης ΕΟΚ ή η διαδικασία που προβλέπεται στις αντίστοιχες διατάξεις των άλλων συνθηκών.

39

Ενόψει των εξελίξεων που θα μπορούσαν να σημειωθούν στην κοινοτική παραγωγή και αγορά ζάχαρης, το άρθρο 2, εδάφιο 1, στοιχείο α, της αποφάσεως της 7ης Μαΐου 1985 δεν μπορούσε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της στις ήδη υφιστάμενες κατά τον χρόνο εκδόσεως της εισφορές, δηλαδή στις εισφορές που είχαν καθοριστεί με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1785/81 του Συμβουλίου (στο εξής: βασικός κανονισμός). Δεδομένου ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τις ήδη υφιστάμενες κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της7ης Μαΐου 1985 εισφορές, πρέπει να συμπεριληφθεί στις « εισφορές και άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης », κατά την έννοια της εν λόγω αποφάσεως.

40

Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum (Συλλογή 1982, σ. 3107), αναφορικά με την απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί αντικαταστάσεως των χρηματικών συνεισφορών των κρατών μελών από ιδίους πόρους των Κοινοτήτων ( ABI. L 94, σ. 19 ), η απόφαση της 7ης Μαΐου 1985, ως διάταξη δημοσιονομικής φύσεως, αποσκοπεί στον καθορισμό των ιδίων πόρων που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων και όχι στον καθορισμό των κοινοτικών οργάνων που είναι αρμόδια να επιβάλλουν δασμούς, φόρους, εισφορές ή άλλες μορφές εσόδων.

41

Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε λόγος προσφυγής στη διαδικασία του άρθρου 201 για τη θέσπιση μέτρου, όπως η επιβολή της ειδικής εισφοράς απορρόφησης με τον κανονισμό 1914/87, έστω και αν αυτή είχε τον χαρακτήρα εισφοράς χρηματοδότησης.

42

Το ζήτημα αν το άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΟΚ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση για την επιβολή εισφοράς επί οικονομικών πράξεων που έχουν ήδη συντελεστεί ισοδυναμεί με το αν μπορεί να επιβληθεί δυνάμει του εν λόγω άρθρου εισφορά με αναδρομική ισχύ. Συνεπώς, ο λόγος αυτός συνάπτεται με τον λόγο που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικότητας, ο οποίος θα εξεταστεί κατωτέρω.

Επί τον λόγον πον αναφέρεται oro ασυμβίβαστο rov κανονισμού 1914/87 με rov βασικό κανονισμό

43

Το Finanzgericht Düsseldorf, επικαλούμενο την απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 1979, 113/77, ΝΤΝ Toyo Bearing Company ( Sig. 1979, σ. 1185 ), φρονεί ότι, εφόσον το Συμβούλιο με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού καθόρισε ανώτατο όριο ως προς το ύψος των εισφορών που μπορούν να επιβληθούν στους παραγωγούς ζάχαρης, δεν μπορούσε να επιβάλει με άλλο κανονισμό, στηριζόμενο απευθείας στο άρθρο 43 της Συνθήκης, εισφορά υπερβαίνουσα το όριο αυτό.

44

Επιβάλλεται σχετικώς να υπογραμμιστεί ότι τόσο ο βασικός κανονισμός όσο και ο βαλλόμενος κανονισμός 1914/87 εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης. Συνεπώς, ο κανονισμός 1914/87 δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτελεστικός κανονισμός του βασικού κανονισμού, όπως ήταν ο προσβαλλόμενος κανονισμός στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987, 46/86, Romkes ( Συλλογή 1987 σ. 2671 ).

45

Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί, συμπληρώνει ή καταργεί βασικό κανονισμό που εξέδωσε κατά τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης, εφόσον οι διατάξεις περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως ή καταργήσεως θεσπίζονται κατά την ίδια διαδικασία χωρίς να υποχρεούται να προσθέτει τις διατάξεις αυτές στον βασικό κανονισμό.

46

Η παρούσα υπόθεση είναι διαφορετική από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Μαρτίου 1979, ΝΤΝ Toyo Bearing Company. Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη το Συμβούλιο, μετά την έκδοση γενικού κανονισμού για την υλοποίηση ενός από τους σκοπούς του άρθρου 113 της Συνθήκης, παρεξέκλινε από τους κανόνες που το ίδιο θέσπισε, με κανονισμό εφαρμογής που αφορούσε συγκεκριμένη περίπτωση.

47

Συνεπώς, ο βασικός κανονισμός δεν απαγόρευε στο Συμβούλιο να εκδώσει τον κανονισμό 1914/87, υπό την προϋπόθεση τηρήσεως της διαδικασίας του άρθρου 43 της Συνθήκης.

Επί τον λόγου που αφορά την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικότητας

48

Τόσο το Finanzgericht Hamburg όσο και το Finanzgericht Düsseldorf φρονούν ότι ο κανονισμός 1914/87 αντιβαίνει προς την αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικότητας, διότι εκδόθηκε στις 2 Ιουλίου 1987, δηλαδή μετά το πέρας της περιόδου εμπορίας 1986/1987 που έληξε στις 30 Ιουνίου 1987, της οποίας τις ζημίες επιδιώκει να καλύψει. Συνεπώς, ο εν λόγω κανονισμός συνδέει την καταβολή της εισφοράς με πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν, δηλαδή την παραγωγή ζάχαρης που πραγματοποιήθηκε κατά την ανωτέρω περίοδο εμπορίας. Εξάλλου, εθίγη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των παραγωγών ζάχαρης, καθόσον οι τελευταίοι ανέμεναν ότι δεν θα σημειωνόταν αύξηση των εισφορών που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός και ότι, σε εναντία περίπτωση, θα είχαν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν τις εν λόγω εισφορές επί των παραγωγών τεύτλων.

49

Όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, ιδίως με τις αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Roche ( Sig. 1979, σ. 69 ) και 99/78, Decker ( Sig. 1979, σ. 101 ), και της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum (προαναφερθείσα), μολονότι, κατά κανόνα, αντιβαίνει προς την αρχή της ασφαλείας των νομικών καταστάσεων το να εκτείνεται η διαχρονική ισχύς των κοινοτικών πράξεων και προ του χρόνου της δημοσιεύσεως τους, ωστόσο, είναι δυνατή η κατ' εξαίρεση διαφορετική ρύθμιση όταν αυτό επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός και λαμβάνεται δεόντως υπόψη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων.

50

Όσον αφορά την πρώτη από τις δύο αυτές προϋποθέσεις επιβάλλεται να τονιστούν ορισμένα πραγματικά και νομικά στοιχεία. Τα πλεονάσματα που προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ της παραγωγής και καταναλώσεως ζάχαρης στην Κοινότητα πρέπει να διατεθούν στις αγορές τρίτων χωρών. Η διαφορά μεταξύ των τιμών της παγκόσμιας αγοράς και των τιμών της Κοινότητας καλύπτεται με τη χορήγηση επιστροφής λόγω εξαγωγής. Κατά τον βασικό κανονισμό οι εντεύθεν απορρέουσες οικονομικές επιβαρύνσεις πρέπει να χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τους ίδιους τους παραγωγούς.

51

Προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή προσαρμογή προς την οικονομική πραγματικότητα και να καταστεί δυνατή η σταθεροποίηση της αγοράς, που αποτελεί έναν από τους σκοπούς του άρθρου 39 της Συνθήκης, το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι, καταρχήν, οι εισφορές αυτές πρέπει να καταβάλλονται πριν από τη λήξη κάθε περιόδου εμπορίας και, επομένως, βάσει των ζημιών που κανονικώς προβλέπεται να προκύψουν από την εκπλήρωση, κατά την τρέχουσα περίοδο, των εξαγωγικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί.

52

Ωστόσο, η επίδραση ορισμένων εξαιρετικών γεγονότων, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση η απότομη πτώση του δολαρίου και η κατάρρευση των τιμών της ζάχαρης στην παγκόσμια αγορά, γεγονότα που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, είναι δυνατόν να μην προβλέφθηκαν με επαρκή ακρίβεια κατά τον χρόνο επιβολής των εισφορών. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι εύλογο οι επιβαρύνσεις επί των παραγωγών να επιβληθούν μετά τη διαπίστωση όλων των συνεπειών αυτών των γεγονότων, ενδεχομένως δε μετά τη λήξη της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας σημειώθηκαν.

53

Εάν μετά τη διαπίστωση του συνόλου των ζημιών της περιόδου εμπορίας 1986/1987 το Συμβούλιο δεν είχε λάβει κανένα μέτρο για την επιβολή συμπληρωματικών εισφορών επί των παραγωγών, ο επιδιωκόμενος σκοπός, δηλαδή η προς το κοινό συμφέρον σταθεροποίηση της αγοράς ζάχαρης, ιδίως μέσω του μηχανισμού των επιστροφών λόγω εξαγωγής, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την επιβάρυνση του προϋπολογισμού της Κοινότητας, μολονότι η πλήρης χρηματοδότηση των δαπανών του τομέα από τους παραγωγούς αποτελεί αρχή της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης.

54

Κατά συνέπεια, ευλόγως το Συμβούλιο έκρινε ότι ο επιδιωκόμενος προς το γενικό συμφέρον σκοπός, δηλαδή η σταθεροποίηση της κοινοτικής αγοράς ζάχαρης απαιτούσε την εφαρμογή του βαλλομένου κανονισμού για την περίοδο εμπορίας 1986/1987. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέτρεχε η πρώτη από τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή κοινοτικής πράξεως από ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεως της.

55

Προκειμένου να καθοριστεί αν συνέτρεχε, επίσης, η δεύτερη από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, πρέπει να εξεταστεί αν η ενέργεια του Συμβουλίου έθιξε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων ότι θα ετηρείτο το ανώτατο όριο των εισφορών που καθόριζε ο βασικός κανονισμός, την οποία διέψευσε η δημοσίευση στις 2 Ιουλίου 1987 του κανονισμού 1914/87.

56

Ωστόσο, στις υποθέσεις των κυρίων δικών, οι διάδικοι δεν μπορούν να επικαλεστούν άξια προστασίας δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

57

Πρώτον, οι παραγωγοί ζάχαρης είχαν ενημερωθεί, με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού, ότι οι ίδιοι έπρεπε να καλύψουν πλήρως τις επιβαρύνσεις τις σχετικές με τη διάθεση των πλεονασμάτων, οι οποίες προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ της παραγωγής και της καταναλώσεως εντός της Κοινότητας.

58

Δεύτερον, η Επιτροπή δημοσίευσε στις 9 Σεπτεμβρίου 1986 τον υπό τα στοιχεία VI PC 2 — 408 ισολογισμό από τον οποίο σαφώς μπορούσε να συναχθεί η πιθανή ύπαρξη ελλείμματος κατά την περίοδο 1986/1987.

59

Τρίτον, με τη δημοσίευση της προτάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της 3ης Απριλίου 1987 ( ΕΕ C 89, σ. 18 ), δηλαδή πριν από τη λήξη της περιόδου, οι παραγωγοί ζάχαρης πληροφορήθηκαν ότι η Επιτροπή είχε υποβάλει στο Συμβούλιο πρόταση κανονισμού για την επιβολή ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987, η οποία πράγματι επιβλήθηκε με τον βαλλόμενο κανονισμό 1914/87.

60

Κατά συνέπεια, ο σχετικός με την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως της αναδρομικότητας λόγος δεν είναι βάσιμος.

Επί τον λόγου που αναφέρεται στην απαγόρευση επιβαρύνσεως ενός οικονομικού κλάδου με κινδύνους άσχετους προς την αντίστοιχη οργάνωση αγοράς ή της επιβαρύνσεως του με μη εύλογα οικονομικά βάρη

61

Το Finanzgericht Düsseldorf φρονεί ότι οι διαταράξεις της αγοράς, οι οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο των κοινών οργανώσεων αγοράς, είναι εκείνες που οφείλονται σε εσωτερικά αίτια της συγκεκριμένης αγοράς. Σε άλλες οργανώσεις αγοράς, εκτός αυτής που αφορά τη ζάχαρη, οι κίνδυνοι που απορρέουν από τη μείωση των τιμών στην παγκόσμια αγορά και από την πτώση του δολαρίου χρηματοδοτούνται κατ' αποκλειστικότητα από το ΕΓΤΠΕ. Αυτό αποδεικνύει ότι ο νομοθέτης τους εκλαμβάνει ως κινδύνους που δεν εμπίπτουν στη σφαίρα επιρροής των επιχειρήσεων και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να τις βαρύνουν.

62

Είναι βεβαίως ακριβές ότι οι κίνδυνοι αυτοί χρηματοδοτούνται συνήθως από το ΕΓΤΠΕ. Αυτό, ωστόσο, δεν επιβάλλεται από τη Συνθήκη της οποίας το άρθρο 40, παράγραφος 4, επιτρέπει τη δημιουργία ενός τέτοιου ταμείου χωρίς να επιβάλλει τη συμμετοχή του σε όλα τα μέτρα οργανώσεως της αγοράς. Ο τομέας της ζάχαρης είναι ο μόνος για τον οποίο ισχύει η αρχή της αυτοχρηματοδοτήσεως διότι, όπως εξήγησε το Συμβούλιο απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, στους άλλους τομείς της γεωργίας οι παραγωγοί απολαύουν κατωτέρου επιπέδου εγγυήσεις τιμών, γεγονός που εξηγεί γιατί η χρηματοδότηση του οικείου τομέα δεν τους βαρύνει.

63

Επιβάλλεται, επίσης, να τονιστεί ότι με το σύστημα των επιστροφών λόγω εξαγωγής, οι παραγωγοί κοινοτικής ζάχαρης αποκτούν πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά για τη διάθεση μέρους της παραγωγής τους. Σε σχέση ακριβώς με την παγκόσμια αγορά πρέπει να εκτιμώνται οι κίνδυνοι που βαρύνουν τους παραγωγούς. Περιστάσεις όπως η υπερπαραγωγή ζάχαρης ή οι διακυμάνσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών νομισμάτων και του δολαρίου μπορούν να μεταβάλλουν την προσφορά ή τη ζήτηση και, κατά συνέπεια, την τιμή του προϊόντος. Συνεπώς, οι κίνδυνοι που συνδέονται με τις περιστάσεις αυτές δεν μπορούν θεωρηθούν άσχετοι προς τη συγκεκριμένη αγορά.

64

Εξάλλου, η ειδική εισφορά απορρόφησης δεν επιβάλλει, εν πάση περιπτώσει, δυσανάλογες οικονομικές επιβαρύνσεις στους παραγωγούς ζάχαρης. Αφενός αποτελεί αντιστάθμισμα του πλεονεκτήματος που συνιστά για τους εν λόγω παραγωγούς η δυνατότητα χορηγήσεως επιστροφών λόγω εξαγωγής για τη διάθεση των ποσοτήτων που παρήγαγαν καθ' υπέρβαση της κοινοτικής καταναλώσεως. Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 1914/87, οι παραγωγοί ζάχαρης μπορούν να ζητήσουν από τους πωλητές παραγομένων στην Κοινότητα τεύτλων ή ζαχαροκάλαμων την απόδοση του μεγαλυτέρου μέρους της εν λόγω εισφοράς.

65

Βάσει αυτών των σκέψεων δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο λόγος που προβάλλει το εθνικό δικαστήριο.

Επί του λόγου πον αφορά τη δυσμενή διάκριση

66

Το Finanzgericht Düsseldorf φρονεί ότι συνιστά δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης το γεγονός ότι η ειδική εισφορά απορρόφησης πλήττει βαρύτερα τους παραγωγούς ζάχαρης Β σε σχέση με τους παραγωγούς ζάχαρης Α, ενώ πρόκειται για το ίδιο προϊόν.

67

Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι ο βασικός κανονισμός καθορίζει, για κάθε ετήσια περίοδο εμπορίας ζάχαρης και για κάθε περιοχή παραγωγής, βασική ποσότητα Α και βασική ποσότητα Β. Τα κράτη μέλη κατανέμουν μεταξύ των επιχειρήσεων τη βασική ποσότητα Α που τους αντιστοιχεί υπό μορφή ποσοστώσεων Α και τη βασική ποσότητα Β υπό μορφή ποσοστώσεων Β. Το σύνολο των χορηγουμένων ανά περίοδο εμπορίας ποσοστώσεων Α αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στην κατανάλωση ζάχαρης εντός της Κοινότητας για ανθρώπινη κατανάλωση κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης περιόδου. Η παραγόμενη εντός των ορίων των ποσοστώσεων Α ζάχαρη ( ζάχαρη Α ) και Β ( ζάχαρη Β ) μπορεί ελεύθερα να διατεθεί στο εμπόριο εντός της Κοινότητας, με εγγυημένες τιμές και δυνατότητα διαθέσεως χάρη στο σύστημα παρεμβάσεως. Μπορεί επίσης να εξαχθεί σε τρίτες χώρες, ενδεχομένως με τη βοήθεια επιστροφής λόγω εξαγωγής. Τέλος, η παραγόμενη πέραν των ποσοστώσεων Α και Β ζάχαρη ( καλούμενη ζάχαρη Γ ) μπορεί να διατεθεί μόνο σε τρίτες χώρες χωρίς να είναι δυνατή η χορήγηση επιστροφής λόγω εξαγωγής.

68

Όπως προκύπτει από το σύστημα αυτό κάθε επιχείρηση που παράγει πέραν της ποσοστώσεως Α που της έχει χορηγηθεί, δηλαδή πέραν του μεριδίου που της αναλογεί από την παραγωγή ζάχαρης προοριζομένης για κατανάλωση εντός της Κοινότητας, παράγει πλεονάσματα για τα οποία δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα διαθέσεως εκτός από την εξαγωγή τους σε τρίτες χώρες.

69

Όπως όμως τονίστηκε ανωτέρω, σκοπός της ειδικής εισφοράς απορρόφησης είναι να καλύψει τις έκτακτες ζημίες που προκλήθηκαν από τη χορήγηση αυξημένων επιστροφών λόγω εξαγωγής για τη διευκόλυνση της διαθέσεως των κοινοτικών πλεονασμάτων στις αγορές των τρίτων χωρών.

70

Είναι, συνεπώς, δικαιολογημένη η κατ' αναλογία μεγαλύτερη επιβάρυνση της παραγόμενης πέραν της ποσοστώσεως Α ζάχαρης.

71

Συνεπώς, το επιχείρημα που συνίσταται στην προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.

Επί τον λόγου που αναφέρεται στην προσβολή τον δικαιώματος ιδιοκτησίας και ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων

72

Το Finanzgericht Düsseldorf κρίνει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων θίγονται κατά τρόπο παράνομο όταν μια επιχείρηση δεν είναι σε θέση να καταβάλει από τα συνήθη κέρδη που πραγματοποιεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τις διαδοχικές εισφορές που έχουν σωρευθεί κατά τη διάρκεια της ιδίας περιόδου και υποχρεούται να αντλήσει από τα αποθεματικά της, δηλαδή από τα περιουσιακά της στοιχεία.

73

Επιβάλλεται, προς τούτο, να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ( βλ. ιδίως απόφαση της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 15 ) ότι μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στη χρήση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, ιδίως στο πλαίσιο μιας κοινής οργανώσεως αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω περιορισμοί ανταποκρίνονται πράγματι σε γενικού συμφέροντος σκοπούς που επιδιώκει η Κοινότητα και δεν συνιστούν, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και υπερβαίνουσα τα όρια του ανεκτού παρέμβαση που πλήττει την ίδια την ουσία των προστατευομένων δικαιωμάτων.

74

Όπως ορθώς υπογράμμισε η Βρεττανική Κυβέρνηση, η υποχρέωση καταβολής εισφοράς δεν μπορεί να εξομοιωθεί με περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

75

Κατά συνέπεια, η ειδική εισφορά απορρόφησης δεν θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των παραγωγών ζάχαρης.

76

Όσον αφορά την ελεύθερη άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως τονίστηκε ανωτέρω, η ειδική εισφορά ζάχαρης επιδιώκει σκοπούς γενικού συμφέροντος καθόσον αποτρέπει το ενδεχόμενο να επιβαρυνθεί η Κοινότητα με τις ζημίες που παρουσιάζει ένας οικονομικός κλάδος. Η παρέμβαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη. Πράγματι, η εισφορά η οποία μπορεί μερικώς να μετακυλιστεί στους παραγωγούς τεύτλων επιβλήθηκε κυρίως « για να μην αναθεωρηθεί πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία το καθεστώς των ποσοστώσεων στην παραγωγή », όπως τονίζεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1914/87. Όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, ενδεχόμενη μείωση των ποσοστώσεων, η οποία μακροπροθέσμως θα είχε ως συνέπεια τη μείωση του μεριδίου που κατέχει στην παγκόσμια αγορά η μεταποιητική βιομηχανία ζάχαρης της Κοινότητας, θα αντιπροσώπευε πολύ μεγαλύτερη προσβολή των συμφερόντων των παραγωγών ζάχαρης και των καλλΐ£ργητών τεύτλων.

77

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα περί προσβολής του δικαιώματος της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων.

78

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο Finanzgericht Hamburg και στο Finanzgericht Düsseldorf είναι ότι από την εξέταση των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του κανονισμού 1914/87 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1987, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987.

Επί των δικαστικών εξόδων

79

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, σ' αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλαν το Finanzgericht Hamburg, με Διάταξη της 31ης Μαρτίου 1988, και το Finanzgericht Düsseldorf, με Διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 1988, αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 189 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την εξουσία των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων να διατάσσουν αναστολή εκτελέσεως εθνικής διοικητικής πράξεως στηριζομένης σε κοινοτικό κανονισμό.

 

2)

Η αναστολή εκτελέσεως εθνικής πράξεως που εκδόθηκε προς εκτέλεση κοινοτικού κανονισμού μπορεί να διαταχθεί από εθνικό δικαστήριο, εφόσον το δικαστήριο αυτό έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος της κοινοτικής πράξεως και εφόσον — στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί ερωτήματος σχετικού με το κύρος της βαλλόμενης πράξεως — του υποβάλει σχετικό ερώτημα, εφόσον συντρέχει περίπτωση επείγοντος, ο δε αιτών απειλείται με βαρεία και ανεπανόρθωτη ζημία, και εφόσον το εν λόγω δικαστήριο λάβει δεόντως υπόψη του το συμφέρον της Κοινότητας.

 

3)

Από την εξέταση των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1914/87 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1987, για καθιέρωση ειδικής εισφοράς απορρόφησης στον τομέα της ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 1986/1987.

 

Due

Mancini

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

M. Diez de Velasco

Slynn

Κακούρης

Joliét

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.