ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στις συνεκδικαζομενες υποθεσεις C-116/88 και C-149/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Ιονορικό της διαφοράς

Ο André Hecq υπηρετεί στις τεχνικές υπηρεσίες της Επιτροπής από το 1967. Αρχικά ήταν τοπικός υπάλληλος, κατόπιν δε μονιμοποιήθηκε το 1975 και κατατάχθηκε στο βαθμό Β 5 σε θέση αναπληρωτή τεχνικού βοηθού. Από την 1η Αυγούστου 1982 τοποθετήθηκε στην ειδική υπηρεσία «διαχείριση ακινήτων και εξοπλισμός »· από το Φεβρουάριο του 1984 κατέχει τη θέση του τεχνικού βοηθού με το βαθμό BT 3. Ύστερα από ένα επεισόδιο που συνέβη περί τα τέλη του 1984, χάλασαν οι σχέσεις του Hecq με τους συναδέλφους του και τον ιεραρχικό του προϊστάμενο Brasset. Η κατάσταση έδωσε λαβή στην ανταλλαγή συμειωμάτων σε αρκετά προσωπικό τόνο.

Ο Pratley, διευθυντής της γενικής διευθύνσεως, αφού έλαβε δύο σημειώματα από τον Brasset για την κατάσταση στον εν λόγω τομέα, γνωστοποίησε στις 3 Ιανουαρίου 1986 στον de Hoe, προϊστάμενο της υπηρεσίας « διαχείριση ακινήτων και εξοπλισμός», ότι έπρεπε να θέσει αμέσως τέρμα στην ανταλλαγή σημειωμάτων. Ο Pratley πρότεινε να απομακρυνθεί ο Hecq από τον τομέα « ακίνητα » και να του ανατεθεί η ευθύνη σε θέματα « θέρμανση και υδραυλικά » ορισμένων νέων κτιρίων της Επιτροπής. Ο de Hoe δέχτηκε την πρόταση αυτή με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1986, με την οποία και καθόρισε τα νέα καθήκοντα του Hecq. Ο Pratley, αφού άκουσε τους de Hoe και Hecq, προσδιόρισε με σημείωμα της 5ης Μαρτίου 1986 ποια κτίρια ανατίθενται στην ευθύνη του Hecq. Στις 11 Μαρτίου 1986 έστειλε ο Hecq σημείωμα στον Pratley με το οποίο του ζητούσε να θέσει στη διάθεση του μια ομάδα τεχνικών επειδή του ήταν αδύνατο να εκτελέσει μόνος του ευσυνείδητη και άψογη εργασία. Στις 24 Μαρτίου 1986 αποφάσισε ο Pratley να αφαιρέσει ορισμένα κτίρια από την ευθύνη του Hecq για να διευκολύνει το έργο του. Στις 2 Απριλίου 1986 υπέβαλε ο Hecq διοικητική ένσταση κατά των αποφάσεων της 3ης και της 23ης Ιανουαρίου και της 5ης Μαρτίου 1986. Η Επιτροπή απέρριψε την ένσταση στις 30 Οκτωβρίου 1986. Στις 26 Ιανουαρίου άσκησε ο Hecq προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας αφενός μεν την ακύρωση των προαναφερθεισών αποφάσεων, αφετέρου δε την αποκατάσταση του σε όλα τα δικαιώματα που είχε από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως πριν από την 1η Φεβρουαρίου 1986. Η υπόθεση αυτή πρωτοκολλήθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου με τον αριθμό 19/87. Με απόφαση της 23ης Μαρτίου 1988 απέρριψε το Δικαστήριο, τέταρτο τμήμα, την προσφυγή.

Λίγες μέρες μετά την κατάθεση της προσφυγής στην υπόθεση 19/87, ο Hecq πληροφορήθηκε την ύπαρξη σημειώματος του Brusset με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 1987 προς κάποιον Scocci, σύμφωνα με το οποίο αποσύρθηκε από την αρμοδιότητα του ένα από τα πέντε κτίρια για τα οποία ήταν υπεύθυνος, δηλαδή το κτίριο του square Frère Orban. Στις 18 Φεβρουαρίου 1987 κατέθεσε ο Hecq διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία, άλλωστε, ουδέποτε του κοινοποιήθηκε. Επειδή η Επιτροπή αντέδρασε με καθυστέρηση στη διοικητική αυτή ένσταση (στις 29 Σεπτεμβρίου), άσκησε ο Hecq στις 22 Σεπτεμβρίου 1987 προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση 280/87). Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1988.

Εν τω μεταξύ, δηλαδή από τις 6 Φεβρουαρίου μέχρι τις 4 Μαΐου 1987, έλειψε ο Hecq από την υπηρεσία του για λόγους υγείας. Ο Petersen, προϊστάμενος της υπηρεσίας « ακίνητα », ανέθεσε κατά το διάστημα αυτό σε άλλους υπαλλήλους την ευθύνη των κτιρίων που είχε εμπιστευθεί στον Hecq. Μετά την επιστροφή του τελευταίου από την άδεια ασθενείας του, ο Petersen του ανέθεσε νέο έργο, ήτοι « τη σύνταξη ελέγχου του συγκροτήματος του Overijse ». Στο σημείωμα του της 22ας Απριλίου 1987 διευκρίνησε ότι ο έλεγχος θα πρέπει να περιλαμβάνει εμπεριστατωμένο απολογισμό του συγκροτήματος κατά τομείς και να προτείνει ενδεχόμενες ενέργειες ανακατατάξεως για την καλύτερη λειτουργικότητα της εγκαταστάσεως. Στις 13 Ιουλίου 1987 υπέβαλε ο Hecq κατά της αποφάσεως αυτής διοικητική ένσταση, η οποία απορρίφθηκε από την Επιτροπή στις 25 Νοεμβρίου 1987. Αντικείμενο της υποθέσεως C 116/88 αποτελούν η απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 22 Απριλίου 1987 και η απορριπτική απόφαση της διοικητικής του ενστάσεως.

Στις 22 Ιουλίου 1987 μετέσχε ο Hecq σε συγκέντρωση με, μεταξύ άλλων, το γενικό διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως Hay, κατά την οποία συζητήθηκε η ανάγκη της μετακινήσεως του σε νέα θέση. O Hay του πρότεινε με σημείωμα της 29ης Ιουλίου 1987 δύο νέες θέσεις και του γνωστοποίησε την περιγραφή των καθηκόντων που θα έπρεπε ενδεχομένως να εκπληρώσει. O Hecq είχε την εκλογή μεταξύ της υπηρεσίας TER στις Βρυξέλλες και του τμήματος ΙΧ-Ε-2 (« ακίνητα και εξοπλισμός » ) στο Λουξεμβούργο. Δεδομένου ότι ο Hecq δεν εξέφρασε ποτέ την προτίμηση του μεταξύ των δύο προσφορών, o Hay του γνωστοποίησε στις 31 Ιουλίου 1987 την απόφαση του να τον τοποθετήσει από την 1η Νοεμβρίου 1987 στη διεύθυνση ΙΧ-Ε της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο, σε θέση Β 3/2. O Hecq υπέβαλε στις 28 Οκτωβρίου 1987 διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή όμως απήντησε μόλις στις 27 Μαΐου 1988. Η προσφυγή στην υπόθεση C-149/88 στρέφεται κατά της αποφάσεως της 31ης Ιουλίου 1987 και κατά της σιωπηρής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

2. Διαδικασία

Η προσφυγή του Hecq στην υπόθεση C-116/88 πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Απριλίου 1988. Η προσφυγή στην υπόθεση C-149/88 πρωτοκολλήθηκε στις 25 Μαΐου 1988.

Στην υπόθεση C-116/88, η Επιτροπή δεν κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως εντός της οριζόμενης προθεσμίας. Ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για τυχαίο συμβάν και ζήτησε την παράταση της προθεσμίας κατά πέντε εβδομάδες. Με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1988 απέρριψε ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος την αίτηση, κρίνοντας ότι τα περιστατικά που επικαλέστηκε η επιτροπή δεν μπορούσαν να αποδείξουν την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος όπως αυτό που προβλέπεται από το άρθρο 42 του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ.

Στην υπόθεση C-116/88 ζήτησε ο Hecq, με αίτηση που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 1988, κατ' εφαρμογή του άρθρου 91 του κανονισμού διαδικασίας, την είτε εκουσία είτε διατασσομένη από το Δικαστήριο κατάθεση δύο εγγράφων από την Επιτροπή. Περαιτέρω ζήτησε τη χορήγηση στους διαδίκους νέας προθεσμίας 30ημερών για να εκφράσουν εγγράφως την άποψη τους επί του περιεχομένου των δύο προαναφερθέντων εγγράφων. Η Επιτροπή κατέθεσε στις 24 Ιανουρίου 1989 τα εν λόγω έγγραφα. Το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε στις 13 Μαρτίου 1989 να συνεξετάσει την αίτηση του προσφεύγοντος με την ουσία χωρίς να χορηγήσει νέα προθεσμία για την ανταλλαγή εγγράφων υπομνημάτων.

Το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε με διάταξη της 17ης Απριλίου 1989 να συνεκδι-κάσει τις δύο υποθέσεις προς διευκόλυνση της διαδικασίας και της εκδόσεως αποφάσεως.

Με αίτηση που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Μαΐου 1989 ζήτησε ο Hecq, κατ' εφαρμογή του άρθρου 91 του κανονισμού διαδικασίας, να διαταχθεί η Επιτροπή να καταθέσει το έγγραφο BS. Α( 89 )D/260. Η Επιτροπή κατέθεσε εκουσίως το έγγραφο, αλλά ζήτησε συγχρόνως να εξαιρεθεί το έγγραφο αυτό από τις συζητήσεις.

Με Διάταξη της 28ης Ιουνίου 1989, εξήρεσε το Δικαστήριο το πιο πάνω έγγραφο από τις συζητήσεις.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε ωστόσο τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε ένα ερώτημα.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Στην υπόθεση C-116/88 ο Hecq, προσφεύγων, ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 22ας Απριλίου 1987 του προϊσταμένου της υπηρεσίας « ακίνητα » με την οποία αφαιρέθηκε από τον προσφεύγοντα η ευθύνη επί θεμάτων θερμάνσεως και υδραυλικών των κτιρίων της Επιτροπής που βρίσκονται στις Βρυξέλλες·

να ακυρώσει την απόφαση, με την ίδια ημερομηνία και του ίδιου εκδότη, με την οποία του ανατέθηκε το αποκλειστικό έργο της« συντάξεως ελέγχου, κατά τομείς, του συγκροτήματος του Overijse » ·

να ακυρώσει την ρητή απορριπτική απόφαση της διοικητικής του ενστάσεως, η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1987·

να κρίνει ότι ο προσφεύγων πρέπει να αποκατασταθεί στο σύνολο των δικαιωμάτων που είχε από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως πριν από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και εν πάσει περιπτώσει ως αβάσιμη·

να κρίνει την προσφυγή αλυσιτελή ·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

Στην υπόθεση C-149/88, ο Hecq, προσφεύγων, ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του γενικού διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως, η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 31ης Ιουλίου 1987, με την οποία τοποθετήθηκε στο τμήμα « διοίκηση » της διευθύνσεως « προσωπικό και διοίκηση στο Λουξεμβούργο και γενικές υπηρεσίες » στο Λουξεμβούργο, από την 1η Νοεμβρίου 1987·

να ακυρώσει τη σιωπηρή απορριπτική απόφαση της διοικητικής του ενστάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1987·

να κρίνει ότι ο προσφεύγων πρέπει να αποκατασταθεί στο σύνολο των δικαιωμάτων που είχε από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως πριν από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή αβάσιμη·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Παραοεκνό της προσφυγής οτην υπόθεση C-116/88

Η Επιτροπή ισχυρίζεται στο υπόμνημα αντικρούσεώς της ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, διότι η απόφαση έπαυσε να παράγει τα αποτελέσματά της την 1η Νοεμβρίου 1987, ημερομηνία μετακινήσεως του προσφεύγοντος στο Λουξεμβούργο. Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι απαράδεκτη ελλείψει ενεστώτος συμφέροντος. Η Επιτροπή παρατηρεί επικουρικά ότι μια απόφαση, όπως η προκειμένη, που αποσκοπεί στη βελτίωση της οργανώσεως των υπηρεσιών χωρίς να θίγει τα δικαιώματα του υπαλλήλου δεν μπορεί να προξενήσει βλάβη. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να κριθεί η προσφυγή απαράδεκτη.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, κατά το μέρος που η απόφαση είχε ζημιογόνα έννομα αποτελέσματα, έχει ενεστώς και βέβαιο έννομο συμφέρον για να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο ότι είναι παράνομη. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η απόφαση του προξενούσε βλάβη.

2. Παράβαση των άρθρων 5, παράγραφος 4, και 7, παράγραφος Ι, τον κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται και στις δύο υποθέσεις ότι η Επιτροπή παραβίασε την εγγύηση που περιλαμβάνεται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως, σύμφωνα με την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενεργεί μόνο προς το συμφέρον της υπηρεσίας όταν τοποθετεί έναν υπάλληλο σε θέση της κατηγορίας του και αντίστοιχη προς το βαθμό του. Εν πάσει περιπτώσει, η σύνταξη ελέγχου του συγκροτήματος του Overijse δεν ανταποκρίνεται στην πρότυπη θέση του βοηθού Β 3/Β 2. Αφενός μεν το μέρος του ελέγχου που αφορά την θέρμανση και τα υδραυλικά περιέχει καθήκοντα σαφώς κατώτερα από εκείνα που μπορούν να απαιτηθούν από ένα βοηθό Β 3/Β 2. Αφετέρου δε για τους λοιπούς τομείς ο προσφεύγων δεν είχε καμιά αρμοδιότητα, πείρα ή ειδική εκπαίδευση, έτσι ώστε τα καθήκοντα αυτά να βαίνουν σαφώς πέραν αυτού που μπορεί να απαιτηθεί από ένα βοηθό Β 3/Β 2.

Τα νέα καθήκοντα του προσφεύγοντος στο Λουξεμβούργο είναι σαφώς κατώτερα από εκείνα που αντιστοιχούν στο βαθμό του και στη θέση του: αντί να είναι υπεύθυνος για ένα τομέα μιας διοικητικής μονάδας, όπως στις Βρυξέλλες, εργάζεται ήδη αυτός ο ίδιος υπό τις διαταγές ενός υπευθύνου του τομέα τέτοιας μονάδας· τα καθήκοντα του είναι πολύ περιορισμένα διότι όλα τα συνεργεία ήταν ήδη πλήρη πριν από την άφιξη του. Το περιστατικό αυτό είναι ικανό να καταδείξει σαφώς ότι η νέα τοποθέτηση του προσφεύγοντος δεν έγινε προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Όσον αφορά το συγκρότημα του Overijse, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι τα θεσμικά όργανα έχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους. Μοναδική προϋπόθεση είναι ότι η τοποθέτηση του προσωπικού πρέπει να γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και με τήρηση της ισοτιμίας των θέσεων. 'Ετσι, τα καθήκοντα του τεχνικού βοηθού του βαθμού Β 2 ή Β 3 περιγράφονται ως εξής σε μια απόφαση της Επιτροπής περί περιγραφής των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων:

« Βοηθός-υπάλληλος εφαρμογής:

υπεύθυνος τομέα διοικητικής μονάδας'

επιφορτισμένος με την εκτέλεση διοικητικών ενεργειών που περιλαμβάνουν ενδεχομένως την ερμηνεία κανονισμών και γενικών οδηγιών

επιφορτισμένος να εκτελεί εντός του πλαισίου γενικών οδηγιών δυσχερή και πολυσύνθετα έργα. »

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα έργα που ανατέθηκαν στον προσφεύγοντα στο συγκρότημα του Overijse αντιστοιχούν από τη φύση τους, τη σπουδαιότητα και την πληρότητά τους σ' αυτή την περιγραφή. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απόφαση πρέπει να τοποθετηθεί μέσα στα συμφραζόμενα της. Αφενός μεν η ανεπάρκεια της αποδόσεως του προοσφεύ-γοντος και οι μακρές απουσίες του λόγω ασθενείας δημιούργησαν προβλήματα όσον αφορά τον έλεγχο και τον συντονισμό των έργων σε θέματα θερμάνσεως και υδραυλικών των ακινήτων που του είχαν ανατεθεί. Αφετέρου δε είναι αναγκαίο να αρχίσει η ανανέωση του κέντρου του Overijse. Λαμβανομένης υπόψη της χειροτερεύσεως της ατμόσφαιρας εργασίας γύρω από τον Hecq, η απόφαση της τοποθετήσεως του στο Overijse είναι επομένως απολύτως αιτιολογημένη από άποψη συμφέροντος της υπηρεσίας.

Όσον αφορά την τοποθέτηση του προσφεύγοντος στο Λουξεμβούργο, η Επιτροπή εξηγεί καταρχάς ότι ο προσφεύγων δεν συμμορφώθηκε ποτέ στην εντολή συντάξεως ελέγχου του συμπλέγματος του Overijse. Το κλίμα εργασίας παρέμεινε επιβλαβές τόσο όσον αφορά την καλή λειτουργία της υπηρεσίας, όσο και για τα ατομικά συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων. Ήταν αναγκαίο να ανευρεθούν για τον προσφεύγοντα, μέσα σε ένα άλλο περιβάλλον, όροι εργασίας ευνοϊκοί για την κανονική εξέλιξη της σταδιοδρομίας του· αυτή η σκέψη οδήγησε τον γενικό διευθυντή προσωπικού να μετακινήσει εκ νέου τον προσφεύγοντα σε άλλη θέση. Εφόσον δεν εξέφρασε ο προσφεύγων την προτίμηση του μεταξύ των δύο θέσεων που του προτάθηκαν, ο διευθυντής τον τοποθέτησε στο Λουξεμβούργο όπου τα καθήκοντα που έπρεπε να εκπληρωθούν ανταποκρίνονταν καλύτερα στα προσόντα και την επαγγελματική πείρα του προσφεύγοντος. Ειδικότερα, τα καθήκοντα αυτά συνίσταντο στην επιτήρηση των τεχνικών εγκαταστάσεων του ακινήτου Κύβου, που προορίζεται να φιλοξενήσει τις υπηρεσίες της διευθύνσεως « έλεγχος της ασφάλειας του Euratom ». Η διεύθυνση αυτή περιλαμβάνει πολυάριθμα εργαστήρια και διαθέτει εξειδικευμένους εξοπλισμούς. Η επιτήρηση αυτών των εξοπλισμών περιλαμβάνει δυσχερή καθήκοντα και αρκετά σημαντικές ευθύνες. Εξάλλου, ο προσφεύγων θα ήταν υπεύθυνος για τη λειτουργία και τη συντήρηση των τεχνικών εγκαταστάσεων του παιδικού κέντρου πολλών χρήσεων και θα είχε ως καθήκον να μετέχει στην προετοιμασία του σχεδίου της συγγραφής των τεχνικών υποχρεώσεων για τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανανέωση των συμβάσεων συντηρήσεως των συσκευών ανυψώσεως του κτιρίου Jean Monnet. Όσον αφορά το τελευταίο σχέδιο, ο προσφεύγων παρέσχε αξιόλογη βοήθεια, αλλά οι πολλές απουσίες του δεν επέτρεψαν να κριθεί κατά πόσον ανταποκρίνονται τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν στις ικανότητες του. Κατά την άποψη της Επιτροπής, από όλες αυτές τις σκέψεις προκύπτει ότι η μετακίνηση του προσφεύγοντος σε νέα θέση έγινε προς το συμφέρον της υπηρεσίας και αφού τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως

Όσον αφορά τις προταθείσες θέσεις, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι η εκλογή δεν ήταν πραγματική και ότι επομένως η μετακίνηση του στο Λουξεμβούργο ήταν εξαναγκασμένη.

3. Παράβαση του άρθρου 25 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων

Στην υπόθεση C-116/88 ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η απόφαση που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 22ας Απριλίου 1987 δεν είναι αιτιολογημένη, ενώ η ρητή απόρριψη της διοικητικής του ενστάσεως στηρίζεται σε πεπλανημένη αιτιολογία. Ο προσφεύγων θεωρεί ότι η απόφαση τοποθετήσεως του στο Overijse του προξένησε βλάβη και ότι επομένως η απόφαση αυτή έπρεπε να ήταν αιτιολογημένη δυνάμει του άρθρου 25 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Η Επιτροπή απαντά ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα μέτρο εσωτερικής οργανώσεως, όπως το προκείμενο, δεν είναι ικανό να θίξει την υπηρεσιακή κατάσταση των ενδιαφερομένων ή την τήρηση της αρχής της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως και ότι επομένως δεν υπάρχει υποχρέωση αιτιολογήσεως της. Περαιτέρω, ακόμη και αν η προσβαλλομένη απόφαση μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, αυτός γνώριζε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ελήφθη η απόφαση και κατά συνέπεια αντιλαμβανόταν τη σημασία της. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν χρειαζόταν πιο ρητή αιτιολογία.

Η Επιτροπή εξηγεί σχετικά ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η έλλειψη αποδόσεώς του, η οποία επιτάθηκε από τις μακρές απουσίες του λόγω υγείας, υποχρέωσε τη διοίκηση να λάβει νέα μέτρα εσωτερικής οργανώσεως. Οι εσωτερικοί αυτοί λόγοι απορρέουν εξάλλου από την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος. Τέλος, η Επιτροπή αναφέρεται στη χειροτέρευση του κλίματος εργασίας γύρω από τον προσφεύγοντα.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται στο υπόμνημα απαντήσεώς του ότι μια μακρά απουσία για λόγους υγείας δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο για τη μετακίνηση σε άλλη θέση ενός υπαλλήλου μετά την επιστροφή του στην υπηρεσία.

Όσον αφορά τη χειροτέρευση του κλίματος εργασίας, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο, στην υπόθεση 19/87, έκρινε ότι δεν ήταν ο προσφεύγων αυτός που έδωσε λαβή στη χειροτέρευση του κλίματος εργασίας στην εν λόγω υπηρεσία. Επομένως, αιτιολογία στηριζόμενη στη χειροτέρευση του κλίματος εργασίας θα ήταν απολύτως πεπλανημένη.

Περαιτέρω, ο προσφεύγων αμφισβητεί την ανεπάρκεια της αποδόσεώς του. Κατά την άποψη του, δεν υφίσταται κανένα σοβαρό στοιχείο αυτής της αιτιάσεως, αντιθέτως δε, δεν του επισημάνθηκε ποτέ καμιά έλλειψη αποδόσεως.

Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η απόφαση δεν μπορεί να ελήφθη βάσει λόγων στηριζομένων στο συμφέρον της υπηρεσίας. Από τα δύο μάλιστα έγγραφα που κατατέθηκαν από την Επιτροπή στις 24 Ιανουρίου 1989 προκύπτει ότι οι αληθινοί λόγοι είναι παράνομοι· πρόκειται στην πραγματικότητα για συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς τα δύο έγγραφα αποδεικνύουν τους « αληθινούς παράνομους λόγους ». Το πρώτο επίμαχο σημείωμα απλώς επιβεβαίωνε τον εκπεσμό του κλίματος εργασίας εντός της υπηρεσίας « ακίνητα » του Petersen. Το δεύτερο σημείωμα αφορά ορισμένα μέτρα που ελήφθησαν ή προτάθησαν από τον Petersen και υπάγονται στην άσκηση της εξουσίας του.

Στην υπόθεση C-149/88, η συζήτηση επί της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων ακολουθεί την ίδια γραμμή.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η απόφαση της μετακινήσεως του στο Λουξεμβούργο έπρεπε να είναι αιτιολογημένη διότι αποτελεί πράξη βλαπτική.

Η Επιτροπή απαντά ότι η απόφαση δεν θίγει την υπηρεσιακή κατάσταση του προσφεύγοντος ούτε την τήρηση της αρχής της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως. Ο δευτερεύων χαρακτήρας των μειονεκτημάτων που τυχόν υπέστη δεν συνεπάγονται ότι η απόφαση θα έπρεπε να είναι αιτιολογημένη. Επιπλεόν, ο προσφεύγων γνώριζε καλά τα στοιχεία που οδήγησαν την διοίκηση στην απόφαση της, της οποίας προηγήθηκαν συζητήσεις με το γενικό διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως Hay. Στη συνάντηση της 22ας Ιουλίου 1987 o Hay εξήγησε στον προσφεύγοντα ότι η νέα τοποθέτηση του ήταν αναγκαία εντός του πλαισίου της γενικής πολιτικής μετακινήσεων, για την εσωτερική γαλήνη της οικείας υπηρεσίας και προς το συμφέρον του ίδιου του προσφεύγοντος.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται στο υπόμνημά του απαντήσεως ότι η απόφαση του προξενεί βλάβη όχι μόνο διότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως, αλλά επίσης και διότι η οικογένειά του βρίσκεται έτσι μοιρασμένη μεταξύ Λουξεμβούργου και Βρυξελλών. Επιπλέον, δεν μπορεί να συνεχίσει τις συνδικαλιστικές του δραστηριότητες.

Εξάλλου, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι η γαλήνη μέσα στην υπηρεσία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για τη μετακίνηση του: δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει καινούργιες διαφορές και νέα προβλήματα στην υπηρεσία του. 'Αλλωστε, ο προσφεύγων δεν είναι υπεύθυνος για τη χειροτέρευση του κλίματος εργασίας κατά το παρελθόν.

Η Επιτροπή παρατηρεί εις απάντηση των πιο πάνω εκτεθέντων ότι μια απλή βλάβη της προσωπικής ή οικογενειακής καταστάσεως του υπαλλήλου δεν μπορεί να μεταβάλει την τοποθέτηση σε νέα θέση σε πράξη βλαπτική. Άλλωστε, μπορεί ο προσφεύγων να συνεχίσει τις συνδικαλιστικές του δραστηριότητες στο νέο τόπο τοποθετήσεώς του. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι διχόνοιες που υπήρχαν εντός της υπηρεσίας « ακίνητα » πριν από το Νοέμβριο του 1987 εξαφανίστηκαν μετά τη μετάθεση του προσφεύγοντος.

4. Παράβαοη της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως και τον καθήκοντος αρωγής

Ο προσφεύγων παραπονείται και στις δυο υποθέσεις για το ότι η επιτροπή εξέδωσε τις αποφάσεις χωρίς να λάβει υπόψη της το συμφέρον του. Στην υπόθεση C-116/88 προσθέτει ότι η απόφαση ελήφθη χωρίς να του επιτραπεί να καταστήσει προηγουμένως γνωστή την άποψη του.

Ο προσφεύγων αμφισβητεί, στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, ορισμένα έγγραφα που αναφέρονται στα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ Οκτωβρίου 1984 και Οκτωβρίου 1986. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ο Brusset ήταν υπεύθυνος για τη χειροτέρευση του κλίματος εργασίας στον τομέα « ακίνητα », θύμα του οποίου υπήρξε ο προσφεύγων. Κατόπιν ορισμένων ανωμαλιών ασκήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1986 πειθαρχική δίωξη κατά του προσφεύγοντος, όχι όμως και κατά άλλων προσώπων που είχαν αναμιχθεί σ' αυτές τις ανωμαλίες, όπως ο Brusset. Ο προσφεύγων θεωρεί ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή έπρεπε να προβεί αμέσως σε ανακρίσεις για τις ευθύνες εντός της υπηρεσίας, να μην αφήσει την κατάσταση να χειροτερέψει και όχι να υποδείξει κακώς τον προσφεύγοντα ως υπεύθυνο. Από αυτά προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε ποτέ υπόψη της όλα τα αποφασιστικά στοιχεία και ότι προδήλως παρέλειψε να ασκήσει το καθήκον της αρωγής.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι προέβη πάντοτε σε πλήρη εκτίμηση όλων των αποφασιστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος, πριν του αναθέσει νέα καθήκοντα.

Όσον αφορά τα στοιχεία που κατέληξαν, κατά τον προσφεύγοντα, στη χειροτέρευση του κλίματος εργασίας και τις κατηγορίες που διατύπωσε ιδίως κατά του Brusset, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το μόνο πράγμα που πρέπει να ληφθεί υπόψη από τη συζήτηση αυτή είναι ακριβώς ότι οι κατηγορίες για ανωμαλίες που διατυπώθηκαν κατά ορισμένων υπαλλήλων είχαν επιβλαβείς συνέπειες για τις συνθήκες εργασίας. Μετά την αποχώρηση του προσφεύγοντος από το Λουξεμβούργο βελτιώθηκε η ατμόσφαιρα. Όσον αφορά τον Brusset, ο οποίος άλλωστε μετατέθηκε εντός του πλαισίου της πολιτικής μετακινήσεων του προσωπικού, η έρευνα απέδειξε ότι οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του από τον προσφεύγοντα ήταν αβάσιμες.

Τέλος, εις απάντηση του παραπόνου του προσφεύγοντος στην υπόθεση C-116/88, σύμφωνα με το οποίο δεν εκλήθη να εκφέρει τις απόψεις του, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να ζητεί την προσωπική γνώμη των υπαλλήλων για τα μέτρα αναδιοργανώσεως που σκέπτεται να λάβει έναντι αυτών.

5. Συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται στην υπόθεση C-149/88 ότι η μετακίνηση του στο Λουξεμβούργο πρέπει να θεωρηθεί συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση, μολονότι η πειθαρχική διαδικασία που ασκήθηκε εναντίον του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κατηγορίες ήταν αβάσιμες. Ο κολαστήριος χαρακτήρας της μετακινήσεως του προκύπτει ιδίως από το εμπιστευτικό υπηρεσιακό σημείωμα του Petersen, του Φεβρουαρίου 1987, και από τη σύμπτωση μεταξύ της αποφάσεως να τεθεί τέρμα στη πειθαρχική διαδικασία και της αποφάσεως μετακινήσεως του προσφεύγοντος στο Λουξεμβούργο.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προσφεύγων δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να γίνει πιστευτό ότι υπάρχει κάποιος δεσμός μεταξύ της πειθαρχικής διαδικασίας και της μετακινήσεώς του.

Εξάλλου, τα καθήκοντα του προσφεύγοντος δεν περιορίστηκαν δεν πρόκειται επομένως καθόλου για συγκεκαλυμμένο υποβιβασμό.

6. Προσβολή του δικαιώματος του συνεταιρί-ζεοθαι και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων

Ο προσφεύγων, που εξελέγη μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Συνδικαλιστικής Ενώσεως το Μάιο του 1987, ισχυρίζεται ότι, λόγω της μετακινήσεως του στο Λουξεμβούργο, δεν μπορεί να ασκήσει πια σωστά τη συνδικαλιστική του αποστολή. 'Ετσι, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 24 α του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και το άρθρο 13 της συμφωνίας της 20ής Σεπτεμβρίου 1974, περί των σχέσεων μεταξύ της Επιτροπής και των συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων.

Η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται πώς μπορεί η μετακίνηση στο Λουξεμβούργο να προσβάλει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι του προσφεύγοντος. Εξάλλου, ισχυρίζεται ότι η προαναφερθείσα συμφωνία δεν γεννά κανένα άμεσο δικαίωμα. Τέλος, παρατηρεί ότι η Συνδικαλιστική 'Ενωση δεν παρενέβη ποτέ στις αρμόδιες αρχές για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του μέτρου τοποθετήσεως στο Λουξεμβούργο. Αντιθέτως, ο πρόεδρος και ο γενικός γραμματέας της Συνδικαλιστικής Ενώσεως εκφράστηκαν με έγγραφο της 30ης Ιουλίου 1987 υπέρ του εν λόγω μέτρου.

7. Δικαστικά έξοδα

Η Επιτροπή ισχυρίζεται στο υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση C-116/88 ότι η προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση αποφάσεως η οποία έπαυσε από την 1η Νοεμβρίου 1987 να παράγει τα αποτελέσματά της είναι αλυσιτελής διότι τυχόν ακύρωση δεν μπορεί να ωφελήσει τον προσφεύγοντα. Κατόπιν αυτού, ζητεί να καταδικαστεί ο προσφεύγων σ'όλα τα δικαστικά έξοδα κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας.

Ο προσφεύγων θεωρεί ότι το αίτημα αυτό δεν είναι καθόλου βάσιμο, δεδομένου ότι η προσφυγή του δεν είναι ούτε παρελκυστική ούτε προπετής και κακόβουλη.

Τ. Koopmans

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( τέταρτο τμήμα )

της 7ης Μαρτίου 1990 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-116/88 και C-149/88,

André Hecq, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Mondercange ( Λουξεμβούργο ), εκπροσωπούμενος από τους Jacques Putzeys, S. Gehlen και Xavier Leurquin, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nickts, 87, avenue Guillaume,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Sean van Raepenbusch, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεως του προϊσταμένου της υπηρεσίας « ακίνητα » με την οποία αφαιρέθηκε από την προσφεύγοντα η ευθύνη σε θέματα θερμάνσεως και υδραυλικών των κτιρίων της Επιτροπής στις Βρυξέλλες και του ανατέθηκε ως αποκλειστικό καθήκον η σύνταξη ελέγχου του συγκροτήματος του Overijse, καθώς και την ακύρωση αποφάσεως του γενικού διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως με την οποία τοποθετήθηκε ο προσφεύγων στο Λουξεμβούργο,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, Τ. Κοοπμανσ και Μ. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: Β. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 9ης Νοεμβρίου 1989,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 14 Απριλίου 1988 στη γραμματεία του Δικαστηρίου ο André Hecq, υπάλληλος βαθμού Β 3 της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε δυνάμει του άρθρου 91 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων προσφυγή με την οποία ζητεί αφενός μεν την ακύρωση της αποφάσεως της 22ας Απριλίου 1987 του προϊσταμένου της υπηρεσίας « ακίνητα » με την οποία του αφαιρέθηκε η ευθύνη σε θέματα θερμάνσεως και υδραυλικών ορισμένων κτιρίων της Επιτροπής που βρίσκονται στις Βρυξέλλες και του ανατέθηκε ως αποκλειστικό καθήκον « η σύνταξη ελέγχου, κατά τομείς, του συγκροτήματος του Overijse », αφετέρου δε την αποκατάσταση του σε όλα τα δικαιώματα που είχε από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως πριν από τις 22 Απριλίου 1987 ( υπόθεση C-116/88 ).

2

Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 25 Μαΐου 1988 στη γραμματεία του Δικαστηρίου ο Hecq άσκησε δεύτερη προσφυγή με την οποία ζητεί αφενός μεν την ακύρωση της αποφάσεως του γενικού διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως, της 31ης Ιουλίου 1987, με την οποία τοποθετήθηκε από 1ης Νοεμβρίου 1987 στο τμήμα « διοίκηση » της διευθύνσεως « προσωπικό και διοίκηση στο Λουξεμβούργο και γενικές υπηρεσίες », στο Λουξεμβούργο, αφετέρου δε την αποκατάσταση του σε όλα τα δικαιώματα που είχε από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση ( υπόθεση C-149/88).

3

Οι δύο αυτές προσφυγές αποτελούν συνέχεια δύο άλλων προσφυγών του Hecq, οι οποίες απορρίφθηκαν με τις αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 1988 ( 19/87, Συλλογή 1988, σ. 1681 ) και της 14ης Δεκεμβρίου 1988 (280/87, Συλλογή 1988, σ. 6433). Η πρώτη απόφαση διαπίστωσε ότι από το 1984 το κλίμα εργασίας στην υπηρεσία στην οποία ανήκε τότε ο Hecq επιδεινώθηκε αισθητά, ότι η επιδείνωση αυτή οδήγησε σε μέτρα αναμορφώσεως της εν λόγω υπηρεσίας και ότι οι πληροφορίες που διέθετε το Δικαστήριο δεν του επέτρεπαν να προσδιορίσει ποια ήταν τα υπεύθυνα πρόσωπα της επιδεινώσεως του κλίματος εργασίας.

4

Η απόφαση της 22ας Απριλίου 1987, που αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως C-116/88, εκδόθηκε υπό τις ακόλουθες περιστάσεις. Ο προσφεύγων απουσίασε από την εργασία του από τις 6 Φεβρουαρίου 1987 μέχρι τις 4 Μαΐου 1987 για λόγους υγείας. Κατά το διάστημα αυτό, ο Petersen, προϊστάμενος της υπηρεσίας « ακίνητα », ανέθεσε σ'άλλους υπαλλήλους την ευθύνη των κτιρίων των οποίων η επιτήρηση ανήκε προηγουμένως στον προσφεύγοντα. Κατά την ανάληψη εκ νέου των καθηκόντων του, ο Petersen ζήτησε από τον προσφεύγοντα, με υπηρεσιακό σημείωμα της 22ας Απριλίου 1987, να συντάξει έκθεση του συγκροτήματος του Overijse. Το σημείωμα αυτό όριζε ότι ο έλεγχος έπρεπε να περιλαμβάνει εμπεριστατωμένο απολογισμό του συγκροτήματος, κατά τομείς, και να προτείνει τυχόν ενέργειες ανακατατάξεως για τη βελτίωση της λειτουργίας της εγκαταστάσεως. Όλες αυτές οι προτάσεις έπρεπει να είναι αποτιμημένες για να εκτιμηθεί η επίδραση τους επί του πρϋπολογισμού.

5

Η απόφαση της 31 Ιουλίου 1987, που αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως C-149/88, ασκήθηκε υπό τις ακόλουθες περιστάσεις. Στις 22 Ιουλίου 1987, ο προσφεύγων είχε συνομιλία με το γενικό διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως Hay, κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου, για να συζητηθεί η νέα τοποθέτηση του προσφεύγοντος. Με υπηρεσιακό σημείωμα της 29ης Ιουλίου 1987 o Hay του πρότεινε δύο νέες θέσεις, δηλαδή είτε στην υπηρεσία « τηλεπικοινωνίες και κατανεμημένοι εξοπλισμοί » ( TER ) στις Βρυξέλλες είτε στο τμήμα ΙΧ-Ε-2 ( τομέας « ακίνητα και εξοπλισμός » ) στο Λουξεμβούργο. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν εξέφρασε τη προτίμηση του, ο Hay του γνωστοποίησε στις 31 Ιουλίου 1987 την απόφαση του να τον τοποθετήσει στο τμήμα ΙΧ-Ε-2 της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο, από 1ης Νοεμβρίου 1987.

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, οι λόγοι ακυρώσεως και οι ισχυρισμοί των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

α ) Επί του παραδεκτού της προσφυγής C-116/88

7

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πρώτη από τις δύο προσφυγές κατέστη άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπαυσε να παράγει αποτελέσματα από 1ης Νοεμβρίου 1987, ημερομηνίας νέας τοποθετήσεως του προσφεύγοντος στο Λουξεμβούργο. Ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντος, η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

8

Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Πράγματι, από το φάκελο προκύπτει ότι το υπηρεσιακό σημείωμα της 22ας Απριλίου 1987 δεν περιοριζόταν στην ανάθεση προσωρινού νέου έργου στο προσφεύγοντα, αλλά τον έπαυε επίσης από τα προηγούμενα καθήκοντα του. Μια τέτοια απόφαση μπορεί να βλάψει ένα έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος το οποίο παραμένει ενεστώς.

9

Επικουρικά ισχυρίζεται η Επιτροπή ότι η προσφυγή είναι επίσης απαράδεκτη διότι η απόφαση, υπό την ιδιότητά της ως μέτρου που αποσκοπεί στη βελτίωση της οργανώσεως των υπηρεσιών χωρίς να θίγει τα δικαιώματα του οικείου υπαλλήλου που απορρέουν από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως, δεν μπορεί να βλάψει τον προσφεύγοντα. Δεδομένου όμως ότι ο προσφεύγων ισχυρίζεται ακριβώς ότι η απόφαση δεν στηριζόταν στο συμφέρον της υπηρεσίας, το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής εμπίπτει στην κατ' ουσίαν έρευνα της υποθέσεως.

β ) Επί της αποφάσεως της 22ας Απριλίου 1987 ( Συγκρότημα του Overijse )

10

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται καταρχάς ότι τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν με τη προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούσαν στο βαθμό του και στη θέση του. Αφενός μεν, κατά το μέρος που ο έλεγχος του συγκροτήματος του Overijse αφορούσε θέματα θερμάνσεως και υδραυλικών, το έργο αυτό βρίσκεται σαφώς κάτω αυτού που μπορεί να αναμένει κανείς από ένα βοηθό του βαθμού Β 3/Β 2. Αφετέρου δε και κατά το μέρος που ο έλεγχος αφορούσε όλους τους τομείς του ακινήτου του Overijse, το έργο προϋπέθετε γνώσεις ανώτερες από εκείνες που μπορεί κανείς ευλόγως να απαιτήσει από ένα βοηθό αυτού του βαθμού. Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ανάθεση των νέων καθηκόντων δεν στηριζόταν στο συμφέρον της υπηρεσίας, όπως απαιτεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, αλλά επί λόγων παρανόμων, όπως αποδεικνύεται από τα δύο υπηρεσιακά σημειώματα που βρίσκονται στο φάκελο. Τέλος, ο προσφεύγων θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ως πράξη βλαπτική, θα έπρεπε να είναι αιτιολογημένη και ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον της αρωγής της διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της καθόσον η απόφαση αυτή εκδόθηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη το συμφέρον του προσφεύγοντος και χωρίς να του επιτραπεί να καταστήσει προηγουμένως γνωστή την άποψη του.

11

Θα πρέπει προεισαγωγικώς να υπομνηστεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει στα θεσμικά όργανα της Κοινότητας ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στην οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με τα έργα που τους έχουν ανατεθεί και στην τοποθέτηση, ενόψει των έργων αυτών, του προσωπικού που τελεί στη διάθεση τους, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρουμένης της ισοτιμίας των θέσεων ( απόφαση της 23ης Ιουνίου 1984, Lux, 69/83, Συλλογή 1984, σ. 2447 ).

12

Επί του τελευταίου αυτού σημείου πρέπει να επισημανθεί ότι στο συγκρότημα του Overijse ο προσφεύγων είχε προς όφελός του τη συνεργασία του διαχειριστή του ακινήτου, ο οποίος του απηύθυνε λεπτομερή πίνακα των εργασιών που έπρεπε να γίνουν. Για να ικανοποιήσει το αίτημα του προϊσταμένου της υπηρεσίας «ακίνητα», θα έπρεπε ο προσφεύγων να ερευνήσει τα προβλήματα που επισήμανε ο διαχειριστής και να έλθει σε επαφή με τους ενδεχόμενους προμηθευτές, εργολήπτες και τεχνίτες προκειμένου να καθορίσει αργότερα το προβλεπτό κόστος των αναγκαίων εργασιών. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, τα νέα καθήκοντα του προσφεύγοντος προϋπέθεταν τεχνική ανάλυση και οικονομική εκτίμηση· ενόψει της φύσεως και της σπουδαιότητας αυτής της αναλύσεως και εκτιμήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν αντιστοιχούσαν στο βαθμό και στη θέση του προσφεύγοντος.

13

Όσον αφορά το συμφέρον της υπηρεσίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα δύο υπηρεσιακά σημειώματα που επικαλείται ο προσφεύγων και τα οποία κατέθεσε η Επιτροπή κατόπιν αιτήσεως του, δεν εμπεριέχουν κανένα στοιχείο που να μπορεί να στηρίξει την άποψη σύμφωνα με την οποία η ανάθεση νέου έργου στον προσφεύγοντα στηρίχθηκε σε παράνομη αιτιολογία. Κανένα άλλο στοιχείο του φακέλου δεν επιτρέπει άλλωστε τη διαπίστωση ότι η απόφαση ελήφθη για λόγους ξένους προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Από το φάκελο προκύπτει αντιστρόφως ότι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας « ακίνητα » θεώρησε ότι ήταν αναγκαίο να ανατεθεί, κατά το διάστημα της αδείας λόγω ασθενείας του προσφεύγοντος, η διαχείριση των κτιρίων για τα οποία ήταν υπεύθυνος σε άλλους υπαλλήλους, ότι κατά την επάνοδό του στην υπηρεσία έπρεπε να συντάξει τον έλεγχο του συγκροτήματος του Overijse και ότι τα καθήκοντα που ανατέθηκαν σχετικώς στον προσφεύγοντα αντιστοιχούσαν στο βαθμό του και στη θέση του.

14

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απλό μέτρο εσωτερικής οργανώσεως, που δεν θίγει την υπηρεσιακή κατάσταση του προσφεύγοντος ούτε προσβάλλει την αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως. Κατά δε τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διοίκηση δεν υποχρεούται ούτε να αιτιολογήσει τέτοια απόφαση ( απόφαση της 17ης Μαΐου 1984, Albertini και Montagnani, 338/82, Συλλογή 1984, σ. 2123 ) ούτε να ακούσει προηγουμένως τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1988, Hecq, II, που αναφέρεται πιο πάνω ).

15

Όσον αφορά τη συνεκτίμηση του συμφέροντος του προσφεύγοντος, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως που περιγράφηκαν πιο πάνω, η Επιτροπή δεν το έλαβε καθόλου υπόψη της. Πράγματι, ύστερα από παρατεταμένη απουσία του προσφεύγοντος για λόγους ασθενείας, η Επιτροπή του ανέθεσε αμέσως ένα έργο προσωρινό που περιελάμβανε εργασία η οποία αντιστοιχούσε στο βαθμό του και στη θέση του.

16

Κατά συνέπεια, κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που στρέφονται κατά της αποφάσεως της 22ας Απριλίου 1987 δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

γ ) Επί της αποφάσεως της 31ης Ιουλίου 1987 ( τοποθέτηση στο Λουξεμβούργο )

17

Καταρχάς ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, αποφασίζοντας η Επιτροπή να τον τοποθετήσει στο Λουξεμβούργο, παρέβη τα άρθρα 5, παράγραφος 4 και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως κατά το ότι η νέα τοποθέτηση δεν αντιστοιχούσε στο βαθμό του και στη θέση του. Υπέρ αυτού του λόγου ακυρώσεως ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι τα καθήκοντα του ήταν πολύ περιορισμένα, ότι στερήθηκε και της παραμικρής εξουσίας να αποφασίζει και ότι δεν είναι πλέον υπεύθυνος ενός τομέα μιας διοικητικής μονάδας, όπως ήταν στις Βρυξέλλες.

18

Η Επιτροπή παραδέχεται ότι όταν άρχισε να εκτελεί τα νέα καθήκοντα του, τα έργα που ανατέθηκαν στον προσφεύγοντα ήταν περιορισμένης εκτάσεως. Αυτό όμως εξηγείται από το ότι το ακίνητο Κύβος, για το οποίο είναι υπεύθυνος ο προσφεύγων και του οποίου η επιτήρηση περιλαμβάνει δύσκολα καθήκοντα και σοβαρές ευθύνες, μόλις είχε επεκταθεί και αναπλασθεί. Αρχικά ήταν ακόμη υπό εγγύηση ο τοποθετηθείς εξοπλισμός και μόνο το προσωπικό των επιχειρήσεων που έκαναν την εγκατάσταση μπορούσε να προβεί σε επεμβάσεις. Μετά την άφιξη του στο Λουξεμβούργο, ανατέθηκαν στον προσφεύγοντα νέα καθήκοντα, όπως η επιτήρηση των τεχνικών εγκαταστάσεων του παιδικού κέντρου πολλαπλών χρήσεων και της θερμάνσεως του κτιρίου Jean Monnet, καθώς και η προπαρασκευή σχεδίου συγγραφής υποχρεώσεων για την προκήρυξη διαγωνισμού ανανεώσεως των συμβάσεων συντηρήσεως των ανυψωτικών μηχανημάτων του κτιρίου Jean Monnet.

19

Θα πρέπει σχετικώς να διαπιστωθεί ότι, ναι μεν τα καθήκοντα του προσφεύγοντος ήταν στην αρχή περιορισμένα, ακολούθως όμως επεκτάθηκαν σημαντικά, σύμφωνα με τις ικανότητες του προσφεύγοντος. Εξάλλου, ευθύς από της αφίξεώς του στο Λουξεμβούργο, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στο ίδιο ιεραρχικό πλαίσιο όπως και οι συνάδελφοι του, υπάλληλοι των βαθμών Β 4, Β 3, Β 1 αντίστοιχα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διοίκηση αγνόησε την ισοτιμία του βαθμού και της θέσεως του προσφεύγοντος.

20

Δεύτερον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι δεν τοποθετήθηκε στο Λουξεμβούργο προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Η νέα αυτή τοποθέτηση πρέπει να θεωρηθεί συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση, πράγμα που προκύπτει ιδίως από ένα εμπιστευτικό σημείωμα του προϊσταμένου της υπηρεσίας « ακίνητα », του Φεβρουαρίου 1987, και από τη σύμπτωση μεταξύ της αποφάσεως που έθεσε τέρμα σε μια πειθαρχική δίωξη του προσφεύγοντος και της αποφάσεως μετακινήσεώς του στο Λουξεμβούργο.

21

Η Επιτροπή αιτιολογεί την απόφαση της ιδίως από την ανάγκη να θεραπευθεί το αξιοθρήνητο κλίμα εργασίας που επικρατούσε στην υπηρεσία όπου εργαζόταν ο προσφεύγων στις Βρυξέλλες. Ισχυρίζεται ότι, κατόπιν των διενέξεων που είχε ο προσφεύγων, δηλαδή πριν από την άδεια του λόγω ασθενείας, το κλίμα εργασίας παρέμεινε βλαβερό τόσο για την καλή λειτουργία της υπηρεσίας όσο και για τα ατομικά συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένου και του προσφεύγοντος.

22

Από το φάκελο προκύπτει ότι η κατάσταση ήταν πολύ τεταμένη εντός της υπηρεσίας όπου εργαζόταν ο προσφεύγων και ότι δεν βελτιώθηκε μετά την επάνοδό του. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε ιδίως την απόφαση της 10ης Ιουλίου 1975, Scuppa, 4/74 και 30/74, Rec. 1975, σ. 919 ), η μετάθεση υπαλλήλου για να τερματιστεί μια διοικητική κατάσταση που έγινε αφόρητη πρέπει να θεωρηθεί ληφθείσα προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η διοίκηση μπορούσε να κρίνει ότι ήταν προς το συμφέρον της υπηρεσίας η απομάκρυνση του προσφεύγοντος από το τμήμα στο οποίο ανήκε.

23

Πάντως, απόφαση νέας τοποθετήσεως υπαλλήλου η οποία συνεπάγεται τη μετοίκηση του από τις Βρυξέλλες στο Λουξεμβούργο, παρά τη θέληση του, πρέπει να λαμβάνεται με την αναγκαία επιμέλεια και με ιδιαίτερη φροντίδα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του προσωπικού συμφέροντος του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Έτσι, η Επιτροπή πρότεινε στον προσφεύγοντα να επιλέξει μεταξύ μιας θέσεως στο Zaventem και μιας θέσεως στο Λουξεμβούργο, ο προσφεύγων όμως δεν γνωστοποίησε ποτέ στο γενικό διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως την άποψη του σχετικώς. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να επιτιμηθεί η διοίκηση ότι δεν ενήργησε με την αναγκαία επιμέλεια.

24

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η απόφαση περί μετακινήσεως του προσφεύγοντος ελήφθη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ότι τηρήθηκε η ισοτιμία των θέσεων καθώς και το καθήκον αρωγής της διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της. Η απόφαση δε αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση. Εξάλλου, ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να μπορεί να αποδείξει κάποιο δεσμό μεταξύ της μετακινήσεώς του και της προηγουμένης πειθαρχικής του διώξεως.

25

Ο προσφεύγων υποστηρίζει περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.

26

Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικώς ότι απόφαση που εμπεριέχει μετακίνηση υπαλλήλου παρά τη θέληση του αποτελεί πράξη βλαπτική κατά την έννοια του άρθρου 25 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και ότι πρέπει κατόπιν αυτού να είναι αιτιολογημένη. Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε ιδίως την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1981, Arning, 125/80, Συλλογή 1981, σ. 2539), η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όταν η πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής εκδόθηκε σ' ένα πλαίσιο που ήταν γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και του επιτρέπει να αντιληφθεί την έκταση του μέτρου που ελήφθη έναντι αυτού.

27

Είναι δεδομένο ότι στη προκειμένη περίπτωση της προσβαλλομένης αποφάσεως προηγήθηκαν συζητήσεις κατά τις οποίες ο γενικός διευθυντής προσωπικού και διοικήσεως εξέθεσε στον προσφεύγοντα την κατάσταση καθώς και τους λόγους της μελετωμένης μετακινήσεως του.

28

Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση προσβάλλει τα συνδικαλιστικά του δικαιώματα κατά το ότι δεν μπορεί να ασκεί πλέον ορθώς το συνδικαλιστικό του έργο στις Βρυξέλλες. Η Επιτροπή παρέβη, ειδικότερα, κατά την άποψη του, το άρθρο 24 α του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και το άρθρο 13 της συμφωνίας της 20ης Σεπτεμβρίου 1974 περί των σχέσεων μεταξύ της Επιτροπής και των συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων.

29

Δυνάμει του άρθρου 24 α του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, οι υπάλληλοι απολαύουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι· μπορεί να είναι μέλη συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων ευρωπαϊκών υπαλλήλων. Κατά το άρθρο 13 της προαναφερθείσας συμφωνίας,

« ... το να ανήκει ένας υπάλληλος σε συνδικαλιστική ή επαγγελματική οργάνωση, το να μετέχει σε συνδικαλιστική δραστηριότητα ή να ασκεί συνδικαλιστικό έργο δεν μπορεί, υπό οποιαδήποτε μορφή ή ιδιότητα κι αν γίνεται, να βλάψει την επαγγελματική κατάσταση ή την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των ενδιαφερομένων ».

30

Ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να μπορεί να καταστήσει ευλογοφανές ότι τα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 24 α εβλάβησαν από τη νέα τοποθέτηση του ή ότι η απόφαση περί νέας τοποθετήσεως ελήφθη λόγω των συνδικαλιστικών του δραστηριοτήτων.

31

Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι οι δύο προσφυγές πρέπει να απορριφθούν.

Επί των δικαστικών εξόδων

32

Κατά το γράμμα του άρθρου 70 του κανονισμού διαδικασίας, στις υπαλληλικές προσφυγές τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους, υπό την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 69, όσον αφορά τα έξοδα που κρίνονται από το Δικαστήριο ότι προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

33

Στην υπόθεση C-116/88, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να εφαρμόσει την τελευταία αυτή διάταξη. Θεωρεί μια προσφυγή περί ακυρώσεως αποφάσεως η οποία έπαυσε να παράγει αποτελέσματα ασκήθηκε χωρίς εύλογη αιτία διότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να ωφεληθεί από την τυχόν ακύρωση. Δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του αιτήματος αυτού για τους λόγους που εκτίθενται στην παρούσα απόφαση, ιδίως κατά την έρευνα του παραδεκτού.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις προσφυγές.

 

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

 

Κακούρης

Koopmans

Diez de Velasco

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαρτίου 1990.

Ο γραμματέας

J. -G. Giraud

Ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος

Κ. Ν. Κακούρης


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.