ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-62/88 ( *1 )

Ι — Ιστορικό της διαφοράς

1.

Αίτημα της παρούσας προσφυγής είναι η ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3955/87 νου Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1987, σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ ( EE L 371, σ. 14).

2.

Ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε βάσει του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ και η θέσπιση του αποφασίστηκε με ειδική πλειοψηφία.

3.

Δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 3955/87, η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών, τα οποία αφορά ο κανονισμός, υπόκειται στην υποχρέωση τηρήσεως ορισμένων ανωτάτων επιτρεπομένων ορίων. Τα όρια αυτά καθορίστηκαν με το άρθρο 3 ως εξής:

« Η σωρευμένη μέγιστη ραδιενέργεια καισίου 134 και 137 δεν πρέπει να υπερβαίνει:

370 μπεκερέλ ανά χιλιόγραμμο ( Bq/kg ) για το γάλα που υπάγεται στις διακρίσεις 04.01 και 04.02 του κοινού δασμολογίου καθώς και για τα τρόφιμα που προορίζονται για την ειδική διατροφή των βρεφών κατά τους πρώτους τέσσερις μέχρι έξι μήνες της ζωής τους, τα οποία ανταποκρίνονται μόνα τους στις ανάγκες διατροφής των προσώπων αυτής της κατηγορίας και τα οποία προσφέρονται στη λιανική πώληση σε συσκευασίες που αναγνωρίζονται εύκολα και φέρουν την ένδειξη “ παρασκευάσματα για βρέφη ” ·

600 Bq/kg για όλα τα άλλα σχετικά προϊόντα. »

4.

Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ελέγχουν την τήρηση των καθορισμένων ανωτάτων επιτρεπομένων ορίων, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό μολύνσεως της χώρας καταγωγής. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν την προσκόμιση πιστοποιητικών εξαγωγής. Ανάλογα με το αποτέλεσμα των ελέγχων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα, ενδεχομένως δε επιβάλλουν την απαγόρευση θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία για κάθε περίπτωση χωριστά ή γενικά για ένα συγκεκριμένο προϊόν.

5.

Κατά το άρθρο 7, η ισχύς του κανονισμού 3955/87 λήγει δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή στις 30 Δεκεμβρίου 1989.

6.

Πρέπει να τονιστεί ότι ο κανονισμός 3955/87 εντάσσεται στη δέσμη των μέτρων που θεσπίστηκαν κατόπιν του ατυχήματος στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986.

7.

Συγκεκριμένα το Συμβούλιο θέσπισε στις 12 Μαΐου 1986 τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1388/86, για την αναστολή των εισαγωγών ορισμένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής ορισμένων τρίτων χωρών ( ΕΕ L 127, σ. 1 ). Στις 30 Μαΐου 1986 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1707/86, σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ ( ΕΕ L 146, σ. 88 ). Το περιεχόμενο του τελευταίου αυτού κανονισμού, ο οποίος βασίζεται στη Συνθήκη ΕΟΚ χωρίς να αναφέρεται κανένα συγκεκριμένο άρθρο της Συνθήκης αυτής, είναι το ίδιο με το περιεχόμενο του κανονισμού 3955/87. Η διαχρονική ισχύς του, η οποία είχε περιοριστείαρχικά μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1986, παρατάθηκε δύο φορές, την πρώτη φορά μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου και τη δεύτερη μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1987.

8.

Στις 22 Δεκεμβρίου 1987 το Συμβούλιο εξέδωσε επίσης τον κανονισμό (Ευρατόμ) 3954/87, για τον καθορισμό των μεγίστων επιτρεπτών επιπέδων ραδιενέργειας στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές λόγω πυρηνικού ατυχήματος ή σε περίπτωση εκτάκτου κινδύνου από ακτινοβολίες ( ΕΕ L 371, σ. 11 ). Ο τελευταίος αυτός κανονισμός θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 31 της Συνθήκης ΕΚΑΕ με ειδική πλειοψηφία.

II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9.

Το δικόγραφο της προσφυγής της Ελληνικής Δημοκρατίας πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Φεβρουαρίου 1988.

10.

Με Διάταξη της 13ης Ιουλίου 1988, το Δικαστήριο επέτρεψε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να παρέμβει υπέρ του καθού.

11.

Με Διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 1988, επιτράπηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο να παρέμβει υπέρ του καθού.

12.

Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

να αποφανθεί ότι ο κανονισμός 3955/87 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1987, είναι άκυρος για τους λόγους που αναφέρονται στο κεφάλαιο της νομικής θεμελιώσεως της προσφυγής·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στα έξοδα της παρεμβαίνουσας.

13.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

III — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

14.

Η ελληνική κνβέρνηοη προβάλλει τους εξής λόγους ακυρώσεως:

εσφαλμένη νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού,

αοριστία της προτάσεως της Επιτροπής,

ανεπαρκείς αιτιολογίες.

15.

Όσον αφορά τη νομική βάση του κανονισμού 3955/87, η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο, βασίζοντας τον κανονισμό αυτό στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, παρέβη ουσιώδη τύπο και τις Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ και ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.

16.

Κατά την ελληνική κυβέρνηση, η ratio legis της θεσπίσεως του κανονισμού αυτού δεν είναι η προστασία των εμπορικών συναλλαγών, αλλά η προστασία της δημόσιας υγείας, διότι μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ έπρεπε να προστατευθεί η υγεία και η ζωή του πληθυσμού. Στο μέτρο που ο κανονισμός ιεραρχεί τα αγαθά της ζωής, σφάλλεται όταν τοποθετεί σε μείζονα μοίρα την προστασία των εμπορικών συναλλαγών από την προστασία της δημόσιας υγείας.

17.

Η ελληνική κυβέρνηση επισημαίνει σχετικά, πρώτον, ότι το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού συμπίπτει με το περιεχόμενο του προαναφερθέντος κανονισμού 1707/86 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1986, ο λόγος θεσπίσεως του οποίου ήταν αποκλειστικά η προστασία της υγείας του πληθυσμού των κρατών μελών από τις συνέπειες του πυρηνικού ατυχήματος του Τσερνομπίλ. Η ελληνική κυβέρνηση επισημαίνει εξάλλου ότι με τον προσβαλλόμενο κανονισμό επιδιώκεται η επίτευξη του ίδιου σκοπού όπως και με τον προαναφερθέντα κανονισμό 3954/87 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1987, δηλαδή η προστασία της υγείας του κοινοτικού πληθυσμού από προϊόντα επιβαρυμένα με ραδιενεργό ρύπανση. Ο τελευταίος όμως αυτός κανονισμός στηριζόταν στο άρθρο 31 της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

18.

Κατά την ελληνική κυβέρνηση, οι κοινοτικές αρχές στην προκειμένη περίπτωση επεδίωξαν, διά της χρησιμοποιήσεως του άρθρου 113, την υιοθέτηση του κανονισμού 3955/87 με ειδική πλειοψηφία και τον αποκλεισμό των διαφωνούντων και ευαισθητοποιημένων, όσον αφορά τη δημόσια υγεία, κρατών μελών. Η χρησιμοποίηση του άρθρου 113 προς τον σκοπό του αποκλεισμού των αντιφρονούντων κρατών μελών αποτελεί καταχρηστική άσκηση εξουσίας.

19.

Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται, κατά την ελληνική κυβέρνηση, από την απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Συμβουλίου ( υπόθεση 45/86, Συλλογή 1987, σ. 1493 ), με την οποία το Δικαστήριο δέχτηκε ότι στο πλαίσιο του συστήματος των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξεως δεν μπορεί να εξαρτάται μόνο από την πεποίθηση ενός θεσμικού οργάνου ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά πρέπει να θεμελιώνεται και σε αντικειμενικά στοιχεία που επιδέχονται δικαιοδοτικό έλεγχο ». Εν προκειμένω, τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως προκύπτουν από τις διατάξεις του επίμαχου κανονισμού, οδηγούν στην αρχή της προστασίας της υγείας του κοινοτικού πληθυσμού από τη ραδιενέργεια. Επομένως, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρησιμοποίηση του άρθρου 113 ως νομικής βάσεως, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό διέπει αποκλειστικά και μόνο την κοινή εμπορική πολιτική της Κοινότητας.

20.

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, προκειμένου να προστατεύσει τον πληθυσμό και τους εργαζομένους της Κοινότητας από τους κινδύνους που προκύπτουν από τις ιονίζουσες ακτινοβολίες, θεώρησε ότι έπρεπε να καθοριστούν έγκαιρα οι βασικοί κανόνες προστασίας της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων από τους κινδύνους αυτούς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, για να δοθεί η δυνατότητα σε κάθε κράτος μέλος, κατά το άρθρο 33 της ίδιας Συνθήκης, να θεσπίσει τις κατάλληλες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση των βασικών αυτών κανόνων. Οι κανόνες αυτοί θεσπίστηκαν με την οδηγία 80/836/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1980, περί τροποποιήσεως των οδηγιών για τον καθορισμό των βασικών κανόνων προστασίας της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες (ΕΕ ειδ. έκδ. 12/002, σ. 70 ).

21.

Αν η Κοινότητα θεωρούσε εν προκειμένω ότι δεν υπήρχε ειδική κοινοτική νομοθεσία επαρκής για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ ή ότι οι εθνικές νομοθεσίες παρουσίαζαν διαφορές σε βαθμό που να προκαλούν στρεβλώσεις ή να θίγουν τη λειτουργία της κοινής αγοράς, θα έπρεπε να κάνει χρήση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 130 Π και 130 Ρ της Συνθήκης ΕΟΚ ή ενδεχομένως του άρθρου 235 της ίδιας Συνθήκης.

22.

Όσον αφορά την πρόταση της Επιτροπής, η ελληνική κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι κατά το άρθρο 149, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, « όταν, δυνάμει της παρούσας Συνθήκης, το Συμβούλιο αποφασίζει προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να τροποποιεί την πρόταση αυτή μόνον ομόφωνα ».

23.

Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι ο κανονισμός 3955/87 μπορούσε νομίμως να εκδοθεί βάσει του άρθρου 113, θα έπρεπε να αναφέρεται αν η απόφαση του Συμβουλίου ήταν σύμφωνη με την πρόταση της Επιτροπής, διότι, αν δεν ήταν σύμφωνη, θα έπρεπε να έχει ληφθεί ομόφωνα. Αντίθετα, η έκφραση « έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής», όπως είναι αόριστα διατυπωμένη, δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, ανασφάλεια των συμφερόντων των πολιτών της Κοινότητας και αδυναμία ελέγχου, εκ πρώτης όψεως, της νομιμότητας των ενεργειών του Συμβουλίου.

24.

Με το υπόμνημα απαντήσεως η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται επιπλέον ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει σχετικά ότι τα κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφάρμοσαν τη Συνθήκη τα κοινοτικά όργανα. Το περιεχόμενο όμως ενός μέτρου συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολόγηση του.

25.

Το Συμβούλιο παρατηρεί καταρχάς ότι η προσφυγή ασκήθηκε δυνάμει μόνο του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ και όχι δυνάμει και του άρθρου 146 της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της Συνθήκης ΕΚΑΕ είναι απαράδεκτος.

26.

Όσον αφορά τη νομική βάση του κανονισμού 3955/87, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο κανονισμός αυτός έχει διαφορετικό σκοπό από ό,τι ο κανονισμός 3954/87. Ο τελευταίος αυτός κανονισμός θεσπίζει ένα μόνιμο σύστημα για το μέλλον και προβλέπει μια διαρκή διαδικασία, η οποία θα εφαρμόζεται σε περίπτωση πυρηνικών ατυχημάτων. Η θέσπιση αυτού του συστήματος επηρεάστηκε ασφαλώς από το γεγονός του ατυχήματος του Τσερνομπίλ, αλλά δεν ρυθμίζει καμιά άμεση συνέπεια του. Δεν πραγματεύεται τα γεωργικά προϊόντα που έχουν εκτεθεί σε ακτινοβολίες και δεν αφορά την εισαγωγή προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών.

27.

Σχετικά το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι τη νομική βάση ενός μέτρου καθορίζει η αιτιολόγηση του μέτρου αυτού και όχι το περιεχόμενό του. Εν προκειμένω το ζήτημα ήταν αν ο επίμαχος κανονισμός επιδιώκει εμπορικούς στόχους ( και συγκεκριμένα τη ρύθμιση του εμπορίου με τις τρίτες χώρες ) ή αν προβλέπει μεν περιορισμούς του εμπορίου, αλλά έχει σκοπό την προστασία της υγείας του πληθυσμού. Το Συμβούλιο επέλεξε τελικά το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, ακολουθώντας στο σημείο αυτό την πρόταση της Επιτροπής.

28.

Το Συμβούλιο προσθέτει ακόμη ότι, αν μεν συγχωρείται η αμφιβολία μεταξύ των άρθρων 113 της Συνθήκης ΕΟΚ και 31 της Συνθήκης ΕΚΑΕ ( που προβλέπουν και τα δύο τη λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία), δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως κατάλληλη νομική βάση τα άρθρα 130 Π και 130 Ρ της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι ο κανονισμός 3955/87 δεν αποτελεί « δράση... στον τομέα του περιβάλλοντος» (άρθρο 130 Π, παράγραφος 1 ), καθόσον ο ειδικός σκοπός του κανονισμού δεν ήταν η προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, κατά το άρθρο 130 Π, παράγραφος 2, δεύτερη φράση, οι ανάγκες στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος αποτελούν « συνιστώσα των άλλων πολιτικών της Κοινότητας ». Μια τέτοια ακριβώς πολιτική της Κοινότητας αποτελεί και η κοινή εμπορική πολιτική κατά το άρθρο 113.

29.

Το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν ελήφθη υπόψη από το Συμβούλιο, διότι δεν συνέτρεχε η βασική προϋπόθεση της εφαρμογής του, και συγκεκριμένα η έλλειψη των απαιτουμένων εξουσιών.

30.

Εξάλλου, η ελληνική κυβέρνηση δεν προσκόμισε ούτε την ελάχιστη έστω απόδειξη προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι το Συμβούλιο επεδίωκε άλλο σκοπό από αυτόν που προβλέπεται στις διατάξεις που του δίνουν αρμοδιότητα για να ενεργήσει. Η Επιτροπή πρότεινε το άρθρο 113 της Συνθήκης ως νομική βάση του κανονισμού 3955/87, όπως ακριβώς και για τον προηγούμενο κανονισμό 1707/86. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην κατάχρηση εξουσίας.

31.

Όσον αφορά την πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν είχε την υποχρέωση να αναφέρει, στην ίδια την πράξη, αν η τελευταία ήταν σύμφωνη προς την πρόταση της Επιτροπής ή αν είχε τροποποιηθεί σε σχέση με την πρόταση αυτή. Το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ απαιτεί απλώς οι πράξεις « να αναφέρονται στις προτάσεις », πράγμα το οποίο έγινε με τη χρησιμοποίηση της στερεότυπης έκφρασης « έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής ». Η έκφραση αυτή εξάλλου ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 11 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου.

32.

Τέλος, το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι επαρκώς αιτιολογημένος. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως ( άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ ) παρίσταται μειωμένη έναντι των κρατών μελών που συμμετείχαν στην προετοιμασία της επίμαχης πράξης.

33.

Η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί ότι το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο κανονισμός 3955/87 αποτελεί « δράση της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος ». Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση για τους εξής λόγους.

34.

Μολονότι το άρθρο 130 ΙΙ της Συνθήκης ΕΟΚ δεν ορίζει τ αποτελεί « δράση της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος », ορισμένες γενικές ενδείξεις για τη φύση της δράσεως αυτής μπορούν να συναχθούν από τη φύση και το αντικείμενο των μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος που είχαν ληφθεί βάσει των άρθρων 100 ή 235 ( ή βάσει και των δύο ) πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως και των ελάχιστων εκείνων μέτρων που έχουν ληφθεί από τότε βάσει του άρθρου 130 Ρ. Τα μέτρα αυτά αφορούν π.χ. τη ρύπανση των υδάτων με επικίνδυνες ουσίες, τις ποιοτικές προδιαγραφές για τις μέγιστες συγκεντρώσεις ρυπαντικών ουσιών στην ατμόσφαιρα, την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας και τη διάθεση ή τη μεταφορά των απορριμμάτων. Αντίθετα ο κανονισμός 3955/87 εξαίρεσε από το πεδίο εφαρμογής του, μεταξύ άλλων, τα « φυτά ζώντα και προϊόντα ανθοκομίας ».

35.

Ούτε το άρθρο 31 της Συνθήκης ΕΚΑΕ αποτελεί άλλωστε κατάλληλο νομικό έρεισμα, δεδομένου ότι τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια που καθορίζει ο κανονισμός 3955/87 δεν υποβλήθηκαν ποτέ σε ενδελεχή επιστημονικό έλεγχο, και συγκεκριμένα ποτέ δεν ζητήθηκε η γνώμη της ομάδας εμπειρογνωμόνων που προβλέπεται από το άρθρο 31.

36.

Όσον αφορά την έκταση εφαρμογής του άρθρον 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο τα αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου ως μέσου, όσο και ο στόχος ή ο σκοπός τον οποίο επεδίωκε το κοινοτικό όργανο και ο οποίος απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις. Ο τρόπος αυτός εξετάσεως είναι σύμφωνος με την εν γένει οικονομία του κεφαλαίου της Συνθήκης που αφορά την κοινή εμπορική πολιτική. 'Ετσι, το άρθρο 110 αναπτύσσει την έννοια της κοινής εμπορικής πολιτικής κατά τρόπο που από τη διατύπωση του συνάγεται η ύπαρξη ενός ή περισσότερων στόχων ή σκοπών, ενώ το άρθρο 113 απαριθμεί συγκεκριμένα παραδείγματα για τις μορφές των μέσων ή μηχανισμών ρυθμίσεως του διεθνούς εμπορίου που μπορούν να θεσπιστούν με ειδική πλειοψηφία.

37.

Η βρετανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι επιτρέπεται η θέσπιση βάσει του άρθρου 113 μέτρου που να ρυθμίζει προσωρινά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών, όχι μόνο επειδή πρόκειται για μέτρο του οποίου ο στόχος ή σκοπός είναι τμήμα της κοινής εμπορικής πολιτικής όπως ορίζεται στο άρθρο 110, δηλαδή η κατάργηση των περιορισμών στο διεθνές εμπόριο, αλλά και επειδή ο χρησιμοποιούμενος μηχανισμός, δηλαδή οι έλεγχοι των εισαγωγών, ανήκει στην κατηγορία των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 113. Το γεγονός ότι το μέτρο αυτό εξυπηρετεί επίσης την προστασία της υγείας των καταναλωτών δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η χρησιμοποίηση του άρθρου 113, δεδομένου ότι αφενός το σύστημα που προβλέπει ο κανονισμός είναι προσωρινό και στηρίζεται σε αβέβαια επιστημονικά στοιχεία και αφετέρου τα μέτρα που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 113 επιτρέπεται να έχουν περισσότερους από έναν στόχους ή σκοπούς.

38.

Η Επιτροπή συμφωνεί με την άποψη του Συμβουλίου ότι είναι απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

39.

Όσον αφορά τη νομική βάση του κανονισμού 3955/87, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το κριτήριο του επιδιωκομένου από την εν λόγω πράξη σκοπού εφαρμόζεται δύσκολα στους κανόνες περί αρμοδιότητας που, όπως συμβαίνει και με το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν περιέχουν οι ίδιοι σαφώς προσδιορισμένους σκοπούς. Η αρμοδιότητα που απονέμει στην Κοινότητα το άρθρο 113 έχει σε μεγάλο βαθμό οργανικό χαρακτήρα. Πράγματι, οι στόχοι που διατυπώνονται στο άρθρο 110 είναι τόσο γενικοί, ώστε πρέπει κατ' ανάγκη να περιλαμβάνουν εν μέρει και σκοπούς άλλων κοινοτικών πολιτικών, όπως της οικονομικής πολιτικής, της αναπτυξιακής πολιτικής και, με αυξανόμενο ρυθμό, της πολιτικής για την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος.

40.

Με βάση τα ανωτέρω πρέπει να γίνει αντιληπτή η σχέση που υφίσταται μεταξύ του άρθρου 113 αφενός και των άρθρων 130 Π και 130 Ρ αφετέρου. Το άρθρο 130 Ρ περιορίζεται στο να δώσει στην Κοινότητα ρητή αρμοδιότητα για μια ειδική δράση στον τομέα του περιβάλλοντος, που δεν είναι δυνατόν να επιδιωχθεί ως « συνιστώσα » άλλων πολιτικών και στο πλαίσιο άλλων αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στη Συνθήκη.

41.

Η δημιουργία μιας νέας αρμοδιότητας στο πλαίσιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης δεν μπορεί επομένως, κατά την Επιτροπή, να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας που υπήρχαν ήδη στη Συνθήκη της Ρώμης. Η νέα αυτή αρμοδιότητα δεν κατισχύει των αρμοδιοτήτων που υφίσταντο ήδη, και ιδίως εκείνων των οποίων η άσκηση απαιτεί μόνο (ειδική) πλειοψηφία αντί ομοφωνίας.

42.

Ακόμη και αν γινόταν δεκτή η « τελολογική » προσέγγιση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι θα γινόταν κατ' ανάγκη δεκτό ότι ο σκοπός του επίδικου κανονισμού δεν είναι μόνο η δημόσια υγεία ή το περιβάλλον. Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις, επιβάλλεται τα γεωργικά και μεταποιημένα προϊόντα που προορίζονται για διατροφή «να εισάγονται στην Κοινότητα μόνο σύμφωνα με κοινές διαδικασίες» οι οποίες « διατηρούν, χωρίς να πλήττουν ανώφελα τις συναλλαγές μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών, την ενότητα της αγοράς και αποτρέπουν τις εκτροπές του εμπορίου ». Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι όλος ο κανονισμός αφορά τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων, δηλαδή ρυθμίζει το εμπόριο των προϊόντων αυτών μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών. Ειδικότερα, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (έλεγχοι, ανταλλαγές πληροφοριών ) έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός κοινού καθεστώτος ελέγχου των εισαγωγών των σχετικών προϊόντων, των οποίων η κυκλοφορία πρέπει στη συνέχεια να είναι ελεύθερη στο εσωτερικό της Κοινότητας. Πρόκειται επομένως για ρύθμιση του εξωτερικού εμπορίου της Κοινότητας.

43.

Από την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 1987 (υπόθεση 45/86, όπ. π.) προκύπτει ότι η επιλογή της νομικής βάσης πρέπει να καθορίζεται από αντικειμενικά κριτήρια. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη της Επιτροπής, αποκλείεται ο τελικός σκοπός μιας πράξης να καταστεί το αποκλειστικό κριτήριο της επιλογής αυτής. Δυνάμει της « αντικειμενικής/οργανικής » θεωρίας, πρέπει να θεωρηθούν ως ειδικά μέσα εμπορικής πολιτικής όλα τα μέτρα που προβλέπονται ρητά στο άρθρο 113 καθώς και τα μέτρα τα οποία, χωρίς να μνημονεύονται ρητά, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή ρυθμίζουν άμεσα και ειδικά το εμπόριο με τρίτες χώρες.

IV — Απάντηση σε ερώτημα του Δικαστηρίου

44.

Το Δικαστήριο ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να διευκρινίσει αν, ενόψει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας ( προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης ), η επίκληση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό ή απλώς επιχείρημα προς στήριξη ενός από τους ισχυρισμούς ή λόγους ακυρώσεως που προβάλλει με την προσφυγή.

45.

Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε ότι η επίκληση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ στο υπόμνημα απαντήσεως δεν αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, αλλά αναγκαίο επιχείρημα προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως « παράβαση ουσιώδους τύπου », το οποίο επισημαίνει την εμφανή διαφοροποίηση που διατυπώνεται στη νομική εξουσιοδοτική βάση μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και του προαναφερθέντος κανονισμού 1707/86. Αυτή η διαφοροποίηση της νομικής βάσεως και επομένως και του σκοπού θεσπίσεως καθεμιάς από αυτές δεν περιέχει αντικειμενικά στοιχεία που να επιτρέπουν, σύμφωνα με το άρθρο 190, στο μεν Δικαστήριο να ασκήσει τον προσήκοντα δικαστικό έλεγχο, στα δε κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους πολίτες να γνωρίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κοινοτικά όργανα εφάρμοσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση τις διατάξεις της Συνθήκης.

Μ. Zuleeg

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 29ης Μαρτίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση 62/88,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Γιάννο Κρανιδιώτη, ειδικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, και Ηλία Λάιο, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Γεωργίας, επικουρούμενους από τους Κωνσταντίνο Σταυρόπουλο, νομικό συνεργάτη του Υπουργείου Εξωτερικών, και Μελέτη Τσοτσάνη, νομικό του Υπουργείου Γεωργίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ελληνικής Δημοκρατίας, 117, Val-Sainte-Croix,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τον Bernhard Schloh, σύμβουλο της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου, επικουρούμενο από τον Μιχαήλ Βιτσεντζάτο, μέλος της υπηρεσίας αυτής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Jörg Käser, διευθυντή στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, boulevard Konrad-Adenauer,

καθού,

υποστηριζόμενου από

1) το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από τη Jacqueline Gensmantel, του Treasury Solicitor' s Department, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt, και

2) την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Marie José Jonczy, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής, και τους Ξενοφώντα Γιαταγάνα και Θεοφάνη Χριστοφορου, μέλη της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, Centre Wagner, Kirchberg,

παρεμβαίνοντες,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται η ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3955/87 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1987, σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ (ΕΕ L 371, σ. 14, όπως διορθώθηκε στην ΕΕ 1988, L 16, σ. 46),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, Μ. Zuleeg, προέδρους τμήματος, Τ. Koopmans, R. Joliét, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: J.-G. Giraud

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 29ης Νοεμβρίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Φεβρουαρίου 1988, η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, εδάφιο 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3955/87 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1987, σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ ( ΕΕ L 371, σ. 14, όπως διορθώθηκε στην ΕΕ 1988, L 16, σ. 46 ).

2

Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος εκδόθηκε από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία βάσει του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, επιβάλλει ως προϋπόθεση για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ορισμένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών την τήρηση ανωτάτων ορίων ανοχής ραδιενεργού μολύνσεως. Ο κανονισμός υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ελέγχουν την τήρηση των ορίων αυτών και καθιερώνει ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών, με κέντρο την Επιτροπή. Σε περίπτωση μη τηρήσεως των ανωτάτων ορίων, επιβάλλεται από τον κανονισμό η λήψη των αναγκαίων μέτρων που μπορεί να φτάσουν μέχρι και την απαγόρευση εισαγωγής των εν λόγω προϊόντων.

3

Προς στήριξη της προσφυγής της η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση των Συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΕ, καθώς και κατάχρηση εξουσίας, λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της νομικής βάσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ανεπάρκεια της αιτιολογίας του κανονισμού αυτού.

4

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί της νομικής βάσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού

5

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος έχει δύο σκέλη, αφορά τη νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

6

Με το πρώτο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο παρέβη τις Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ, διότι στήριξε τον κανονισμό 3955/87 στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η Ελληνική Δημοκρατία διευκρινίζει σχετικά ότι ο κανονισμός αυτός αφορά αποκλειστικά την προστασία της υγείας των πληθυσμών των κρατών μελών από τις συνέπειες του πυρηνικού ατυχήματος του Τσερνομπίλ και ότι επομένως έπρεπε να στηριχθεί είτε στο άρθρο 31 της Συνθήκης ΕΚΑΕ είτε στα άρθρα 130 Π και 130 Ρ της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό ενδεχομένως με το άρθρο 235 της Συνθήκης αυτής.

7

Το Συμβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό του σκέλους αυτού του λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά την παράβαση της Συνθήκης ΕΚΑΕ, ισχυριζόμενο ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί παράβαση της Συνθήκης αυτής, αφού η προσφυγή της ασκήθηκε βάσει διατάξεως της Συνθήκης ΕΟΚ και μόνο.

8

Πρέπει σχετικά να υπομνηστεί ότι το άρθρο 173, εδάφιο 1, της Συνθήκης ΕΟΚ ορίζει τα εξής: « το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εκτός των συστάσεων και γνωμών. Για τον σκοπό αυτό είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών που ασκούνται λόγω... παραβάσεως της παρούσας Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της... ». Η ανάγκη ελέγχου της νομιμότητας με πληρότητα και συνοχή επιβάλλει να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να κρίνει, κατά την εκδίκαση προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως που εκδόθηκε κατ' επίκληση διατάξεως της Συνθήκης ΕΟΚ, ισχυρισμό περί παραβάσεως κανόνα της Συνθήκης ΕΚΑΕ ή της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

9

Κατά συνέπεια, η ένσταση του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι εν μέρει απαράδεκτο, πρέπει να απορριφθεί.

10

Όσον αφορά την επιλογή της νομικής βάσεως, επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η παρατήρηση ότι η επιλογή αυτή μπορεί να έχει συνέπειες στη διαμόρφωση του περιεχομένου της πράξεως, καθόσον οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτουν οι σχετικές εν προκειμένω εξουσιοδοτικές διατάξεις διαφέρουν μεταξύ τους.

11

Εν προκειμένω, το άρθρο 113, παράγραφοι 2 και 4, προβλέπει ότι, όταν πρόκειται για την κοινή εμπορική πολιτική, το Συμβούλιο αποφασίζει, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, με ειδική πλειοψηφία, χωρίς να χρειάζεται να μετάσχουν στη διαδικασία το Κοινοβούλιο ή η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Αντίθετα, στο άρθρο 31 της Συνθήκης ΕΚΑΕ προβλέπεται μεν το δικαίωμα της Επιτροπής να υποβάλει πρόταση και η λήψη των αποφάσεων του Συμβουλίου με την ίδια πλειοψηφία όπως και στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, αλλά απαιτείται και γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και διαβούλευση του Κοινοβουλίου. Κατά το άρθρο 130 Ρ της ίδιας Συνθήκης, το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφαση, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, προσδιορίζει τις ενέργειες που θα αναλάβει η Κοινότητα στον τομέα του περιβάλλοντος, έχει δε τη δυνατότητα να ορίζει τις αποφάσεις που θα μπορούν να λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία. Το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ ορίζει ότι, αν μια ενέργεια της Κοινότητας θεωρείται αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους της στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς και δεν προβλέπονται από τη Συνθήκη οι προς τον σκοπό αυτό απαιτούμενες εξουσίες, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει ομόφωνα τις κατάλληλες διατάξεις.

12

Δεδομένου επομένως ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ διαφέρουν από τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 31 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, καθώς και από τις προϋποθέσεις του άρθρου 130 Ρ της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 235 της ίδιας Συνθήκης, η απόφαση του Συμβουλίου να επιλέξει ως νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, αντί του άρθρου 31 της Συνθήκης ΕΚΑΕ ή του άρθρου 130 Ρ της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό ενδεχομένως με το άρθρο 235 της Συνθήκης αυτής, ενδέχεται να είχε συνέπειες επί του περιεχομένου της πράξεως. Επομένως, η εσφαλμένη επιλογή της νομικής βάσεως, εφόσον αποδειχθεί, δεν αποτελεί απλώς τυπική πλημμέλεια. Υπό τα δεδομένα αυτά, πρέπει να εξεταστεί αν ο επίδικος κανονισμός μπορούσε εγκύρως να εκδοθεί βάσει του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ.

13

Συναφώς πρέπει να υπομνηστεί, όπως τόνισε και το Δικαστήριο με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987 (υπόθεση 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 11, Συλλογή 1987, σ. 1493 ), ότι στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία που να επιδέχονται δικαστικό έλεγχο.

14

Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 3955/87 αναφέρεται ότι « η Κοινότητα πρέπει να συνεχίσει να μεριμνά... ώστε να εισάγονται στην Κοινότητα γεωργικά και μεταποιημένα προϊόντα, που προορίζονται για την ανθρώπινη διατροφή και τα οποία έχουν τυχόν μολυνθεί, μόνο σύμφωνα με κοινές διαδικασίες » και « ότι επιβάλλεται οι κοινές αυτές διαδικασίες να διαφυλάττουν την υγεία των καταναλωτών, να διατηρούν, χωρίς να πλήττουν ανώφελα τις συναλλαγές μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών, την ενότητα της αγοράς και να αποτρέπουν τις εκτροπές του εμπορίου ».

15

Όσον αφορά το περιεχόμενο των διατάξεων του κανονισμού 3955/87, οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν ομοιόμορφους κανόνες ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται να εισάγονται στην Κοινότητα από τις τρίτες χώρες τα γεωργικά προϊόντα που είναι ενδεχομένως μολυσμένα.

16

Επομένως, σύμφωνα με τον σκοπό και το περιεχόμενο του, όπως προκύπτουν από το ίδιο το γράμμα του, ο κανονισμός έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση των συναλλαγών μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών ένεκα τούτου ο κανονισμός εμπίπτει στην κοινή εμπορική πολιτική κατά την έννοια του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ.

17

Η χρησιμοποίηση του άρθρου 113 ως νομικής βάσεως για τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ του ότι τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης ΕΚΑΕ περιέχουν ειδικές διατάξεις σχετικά με τους βασικούς κανόνες προστασίας της υγείας του πληθυσμού από τους κινδύνους που προέρχονται από τις ιονίζουσες ακτινοβολίες. Πράγματι, με τις διατάξεις αυτές, οι οποίες περιέχονται στο κεφάλαιο « Η προστασία της υγείας », το οποίο αποτελεί τμήμα του δεύτερου τίτλου της Συνθήκης ΕΚΑΕ « Διατάξεις για την ενίσχυση της προόδου στον τομέα της πυρηνικής ενεργείας », επιδιώκεται η εξασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας στον πυρηνικό τομέα. Αντικείμενο των διατάξεων αυτών δεν είναι η ρύθμιση των συναλλαγών μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών.

18

Ούτε άλλωστε το γεγονός ότι ο καθορισμός ανωτάτων επιτρεπομένων ορίων ραδιενεργού μολύνσεως για τα γεωργικά προϊόντα ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας και ότι η προστασία της υγείας αποτελεί επίσης, κατά το άρθρο 130 Π, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, έναν από τους στόχους της δράσης της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος σημαίνει ότι ο κανονισμός 3955/87 δεν εμπίπτει στην κοινή εμπορική πολιτική.

19

Με τα άρθρα 130 Π και 130 Ρ επιδιώκεται η απονομή στην Κοινότητα αρμοδιότητας για την ανάληψη ειδικής δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος. Ωστόσο, τα άρθρα αυτά ουδόλως θίγουν τις αρμοδιότητες που έχει η Κοινότητα δυνάμει άλλων διατάξεων της Συνθήκης, έστω και αν με τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των άλλων αυτών διατάξεων επιδιώκονται συγχρόνως κάποιοι από τους στόχους προστασίας του περιβάλλοντος.

20

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται εξάλλου από το άρθρο 130 Π, παράγραφος 2, εδάφιο 2, κατά το οποίο « οι ανάγκες στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος αποτελούν συνιστώσα των άλλων πολιτικών της Κοινότητας ». Η διάταξη αυτή, που αποτελεί έκφραση της αρχής ότι όλα τα λαμβανόμενα κοινοτικά μέτρα πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος, συνεπάγεται ότι ένα κοινοτικό μέτρο δεν ανήκει στη δράση της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος απλώς και μόνο για τον λόγο ότι κατά τη θέσπιση του έχουν ληφθεί υπόψη και οι απαιτήσεις αυτές.

21

Όσον αφορά την αναφορά της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ανάγκη παράλληλης θεμελίωσης του κανονισμού 3955/87 και στο άρθρο 235, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η χρησιμοποίηση του άρθρου αυτού ως νομικής βάσεως μιας πράξεως δικαιολογείται μόνον όταν καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν παρέχει στα κοινοτικά όργανα την αναγκαία για την έκδοση της πράξεως αυτής αρμοδιότητα ( βλέπε τελευταία απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 6, Συλλογή 1989, σ. 1425 ).

22

Δεδομένου ότι ο επίμαχος κανονισμός εντάσσεται στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής και επομένως το άρθρο 113 αποτελεί, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, προσήκουσα νομική βάση γι' αυτόν, αποκλείεται η χρησιμοποίηση του άρθρου 235.

23

Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

24

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, διότι επέλεξε ως νομική βάση του κανονισμού 3955/87 το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ με μοναδικό σκοπό να μπορέσει να λάβει απόφαση με ειδική πλειοψηφία και να αποφύγει έτσι τη λήψη αποφάσεως με ομοφωνία, όπως επιτάσσει το άρθρο 130 Ρ της Συνθήκης ΕΟΚ.

25

Στο σημείο αυτό αρκεί να υπομνηστεί ότι, όπως έγινε δεκτό μόλις προηγουμένως, το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ αποτελεί την προσήκουσα νομική βάση του επίδικου κανονισμού. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, ακολουθώντας για την έκδοση του κανονισμού αυτού τη διαδικασία που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

26

Επειδή επομένως δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά την έλλειψη νομιμότητας της νομικής βάσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί της ανάγκης αιτιολογήσεως ( άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ )

27

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ.

28

Η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει συγκεκριμένα στο Συμβούλιο ότι δεν ανέφερε στον προσβαλλόμενο κανονισμό αν αυτός ήταν σύμφωνος ή όχι με την πρόταση της Επιτροπής. Η παράλειψη αυτή αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου, διότι στερεί τους ενδιαφερόμενους από τη δυνατότητα να εξακριβώνουν αν η επίμαχη πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 149, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι, όταν το Συμβούλιο αποφασίζει προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να τροποποιεί την πρόταση αυτή μόνον ομόφωνα. Η ελληνική κυβέρνηση πάντως δεν ισχυρίζεται ότι η επίμαχη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας αυτής.

29

Όσον αφορά την αιτίαση αυτή, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, « οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής πρέπει... να αναφέρονται στις προτάσεις ή γνώμες που απαιτούνται κατά την παρούσα Συνθήκη ». Μολονότι η διάταξη αυτή επιβάλλει, όπως καθίσταται σαφές από το γράμμα της, την υποχρέωση να μνημονεύεται η πρόταση της Επιτροπής στις πράξεις που δεν επιτρέπεται να εκδοθούν παρά μόνο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, εντούτοις δεν επιβάλλει την υποχρέωση να αναφέρεται αν η οικεία πράξη είναι σύμφωνη με αυτή την πρόταση ή όχι.

30

Κατά συνέπεια, ούτε ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως μπορεί να γίνει δεκτός.

31

Δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτός κανένας από τους λόγους ακυρώσεως της προσφεύγουσας, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

32

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Κακούρης

Zuleeg

Koopmans

Joliét

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Μαρτίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.