ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-8/88 ( *1 )

Ι — Η σχετική κοινοτική νομοθεσία

Α — Η πριμοοότηση για θηλάζουσες αγελάδες

1.

Η εν λόγω πριμοδότηση, που καθιερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1357/80 του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 1980 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 194), αποσκοπεί, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, στην εξασφάλιση επαρκούς εισοδήματος στους παραγωγούς που έχουν ειδικευθεί στον τομέα του βοείου κρέατος καλής ποιότητας.

Ουσιαστικές προϋποθέσεις

2.

Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, του προαναφερθέντος κανονισμού 1357/80, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1417/81, της 19ης Μαΐου 1981 ( ΕΕ L 142, σ. 4), οι θηλάζουσες αγελάδες για τις οποίες ζητείται η εν λόγω πριμοδότηση πρέπει να ανήκουν σε ένα από τα μνημονευόμενα γένη ζώων κρεατοπαραγωγικής κατευθύνσεως.

Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 1 και 5, παράγραφος 1, στοιχείο α), του κανονισμού 1357/80 και του άρθρου 3 της οδηγίας 72/159/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1972, περί του εκσυγχρονισμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων ( ABl. L 96, σ. 1 ), ο αιτών πριμοδότηση πρέπει να εκμεταλλεύεται ατομικώς γεωργική εκμετάλλευση κατά κύριο επάγγελμα-δηλαδή, το μέρος του εισοδήματος του που προέρχεται από τη γεωργική εκμετάλλευση να είναι ίσο ή ανώτερο του 50 % του συνολικού του εισοδήματος.

Βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1357/80, ο αιτών πρέπει να μπορεί να αποδείξει κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές ότι κατά την ημέρα της καταθέσεως της αιτήσεως του δεν πωλεί ούτε γάλα ούτε γαλακτοκομικά προϊόντα προερχόμενα από την εκμετάλλευση που διαχειρίζεται.

Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, ο αιτών αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην πωλεί ούτε γάλα ούτε γαλακτοκομικά προϊόντα επί δώδεκα μήνες από την ημέρα καταθέσεως της αιτήσεως του και να διατηρεί στην εκμετάλλευση του, για περίοδο έξι τουλάχιστον μηνών από την ίδια ημέρα, αριθμό θηλαζουσών αγελάδων ίσο τουλάχιστον προς αυτόν για τον οποίο χορηγήθηκε η πριμοδότηση.

Τυπικές προϋποθέσεις

3.

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1244/82 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 1982, περί των λεπτομερειών εφαρμογής για τη διατήρηση του εν λόγω συστήματος πριμοδοτήσεων ( ΕΕ L 143, σ. 20), η αίτηση για πριμοδότηση πρέπει να κατατίθεται στην οριζόμενη από κάθε κράτος μέλος αρμόδια αρχή από τις 15 Ιουνίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Ωστόσο, για τις περιόδους παραγωγής 1983/84 και 1984/85, η λήξη της προθεσμίας είχε οριστεί στις 31 Οκτωβρίου 1983 και στις 31 Δεκεμβρίου 1984 [αντίστοιχα κανονισμοί ( ΕΟΚ ) 2795/83 — ΕΕ L 274, σ. 20 — και 3442/80 — ΕΕ L 318, σ. 30 ].

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, για να γίνει δεκτή μια αίτηση για πριμοδότηση πρέπει ο παραγωγός να αναλάβει μ' αυτήν την υποχρέωση τηρήσεως των κανονισμών 1357/80 και 1244/82, καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για την εφαρμογή τους.

Η αίτηση για πριμοδότηση πρέπει επίσης να συνοδεύεται από τις δηλώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1244/82, δηλώσεις που αντιστοιχούν ουσιαστικά στις προεκτεθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις.

4.

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1244/82 προβλέπει τις ακόλουθες υποχρεώσεις όσον αφορά τα κράτη μέλη:

« 1.

Οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος προβαίνουν στο διοικητικό έλεγχο, ο οποίος συμπληρώνεται από επιτόπου επιθεωρήσεις με δειγματοληψία ή, εάν παραστεί ανάγκη, κατά συστηματικό τρόπο:

α)

του αριθμού των θηλαζουσών αγελάδων της εκμεταλλεύσεως που διαχειρίζεται ο δικαιούχος,

β)

της τηρήσεως των υποχρεώσεων που προβλέπονται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1357/80,

γ)

της ακρίβειας των δηλώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2.

2.

Σε περίπτωση ανάγκης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της εισπράξεως των πριμοδοτήσεων που δόθηκαν. Σε περίπτωση ψευδούς δηλώσεως, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την είσπραξη ποσού ίσου με το σύνολο των πριμοδοτήσεων που δόθηκαν με βάση τη δήλωση αυτή.

... »

Β — Η πριμοδότηση για πρόβειο κρέας

5.

Η εν λόγω πριμοδότηση προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1837/80 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1980, περί οργανώσεως αγοράς στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 150) υπέρ των παραγωγών προβείου κρέατος.

Ονσιαοτικές προϋποθέσεις

6.

Για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 31ης Μαρτίου 1984, ο ελάχιστος αριθμός προβατίνων που πρέπει να διαθέτει ο αιτών καθορίζεται από τα κράτη μέλη [ άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2643/80 — ΕΕ ειδ. έκδ. 03/031, σ. 59]. Από την 1η Απριλίου 1984, ο αιτών πρέπει να διαθέτει δέκα τουλάχιστον προβατίνες [άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α ), του κανονισμού (ΕΟΚ) 872/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για τη θέσπιση γενικών κανόνων σχετικά με τη χορήγηση πριμοδότησης — ΕΕ L 90, σ. 40 ].

Βάσει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 2 και 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3007/84 της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1984, περί λεπτομερειών εφαρμογής της εν λόγω πριμοδοτήσεως (ΕΕ L 283, σ. 28), ο αιτών πρέπει να έχει διατηρήσει στην εκμετάλλευση του, από τα τέλη Οκτωβρίου 1984, τις προβατίνες για τις οποίες ζητεί την πριμοδότηση για περίοδο εκατό τουλάχιστον ημερών από της 30ής Απριλίου κάθε έτους. Η ελάχιστη αυτή περίοδος δεν ίσχυσε για το έτος 1984.

Τυπικές προϋποθέσεις

7.

Οι αιτήσεις για πριμοδότηση πρέπει να κατατίθενται στην οριζόμενη από κάθε κράτος μέλος αρμόδια αρχή μεταξύ της 1ης Δεκεμβρίου και της 30ής Απριλίου του επομένου έτους. Ωστόσο, η περίοδος αυτή μπορεί να συντέμνεται από τα κράτη μέλη (άρθρο 3, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 3007/84 ).

Από το έτος 1985 ο αιτών αναλαμβάνει την υποχρέωση να τηρεί την προθεσμία των εκατό ημερών όσον αφορά τον αναφερόμενο στην αίτηση του αριθμό προβατίνων (άρθρο 2, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 3007/84).

8.

Το άρθρο 5 του κανονισμού 3007/84 ορίζει ότι, πριν από τη λήξη της ανωτέρω περιόδου των εκατό ημερών, « ... οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προβαίνουν σε διοικητικούς ελέγχους που συμπληρώνονται με συστηματικές ή δειγματοληπτικές επιτόπιες επιθεωρήσεις του αριθμού των επιλέξιμων προβατίνων που δηλώθηκαν όταν ζητήθηκε η πριμοδότηση ».

9.

Εξάλλου, το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ), επιβάλλει στα κράτη μέλη τις εξής γενικές υποχρεώσεις:

« 1.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να:

εξασφαλίσουν την πραγματοποίηση και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο πράξεων,

προλάβουν και διώξουν ανωμαλίες,

ανακτήσουν τα απολεσθέντα εξαιτίας ανωμαλιών ή αμελειών ποσά.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα ληφθέντα μέτρα προς τον σκοπό αυτό και ιδίως για την πορεία των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.

... »

10.

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

« 1.

Τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής κάθε πληροφορία αναγκαία για την καλή λειτουργία του Ταμείου και λαμβάνουν κάθε μέτρο που δύναται να διευκολύνει τους ελέγχους τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να ενεργήσει στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως, συμπεριλαμβανομένων των επιτοπίων ελέγχων.

... »

II — Η προσβαλλόμενη πράξη

11.

Η προσβαλλόμενη πράξη τροποποιεί τις προγενέστερες αποφάσεις 87/468/ΕΟΚ και 87/469/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Αυγούστου 1987, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών όσον αφορά τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, τμήμα « Εγγυήσεων », για τα οικονομικά έτη 1984 και 1985 αντίστοιχα ( ΕΕ L 262, σσ. 23 και 35 ).

12.

Στις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις, η εκκαθάριση των λογαριασμών δεν αφορούσε ορισμένες δαπάνες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως προς τις οποίες ήταν αναγκαίοι πρόσθετοι έλεγχοι.

13.

Η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε ύστερα από τους πρόσθετους αυτούς ελέγχους, δεν αφορά ολόκληρο το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας: η μη αναγνώριση των πριμοδοτήσεων για τη διατήρηση αγελών θηλαζουσών αγελάδων αφορά μόνο τα ομόσπονδα κράτη της Ρηνανίας-Βόρειας Βεστφαλίας, Βάδης-Βυρτεμβέργης και Βαυαρίας, ανέρχεται δε σε 222376,22 γερμανικά μάρκα (DM) για το 1984 και σε 182636,48 DM για το 1985' η μη αναγνώριση των πριμοδοτήσεων για τους παραγωγούς προβείου κρέατος αφορά αποκλειστικά το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Βόρειας Βεστφαλίας και ανέρχεται σε 1681980,64 DM για το 1984 και 1596934,47 DM για το 1985. Με την προσβαλλόμενη πράξη δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η εφαρμογή των εν λόγω συστημάτων πριμοδοτήσεων στα άλλα ομόσπονδα κράτη.

14.

Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όχι λεπτομερή αλλά γενική αιτιολογία η οποία περιορίζεται στη μνεία του ότι διενεργήθηκε συμπληρωματική εξέταση σχετικά με ορισμένες δαπάνες καθώς και στο ότι τα οικεία κράτη μέλη ενημερώθηκαν λεπτομερώς για τα αποτελέσματα της συμπληρωματικής αυτής εξετάσεως και κατέστησαν γνωστές τις θέσεις τους επί του θέματος αυτού.

15.

Η συγκεκριμένη αιτιολογία όσον αφορά τα αμφισβητούμενα στην υπό κρίση προσφυγή ποσά προκύπτει από τη συνοπτική έκθεση της Επιτροπής της 21ης Ιουλίου 1987 σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ όσον αφορά τα οικονομικά έτη 1984 και 1985 καθώς και την προσθήκη 1 της 25ης Σεπτεμβρίου 1987 στην εν λόγω συνοπτική έκθεση.

16.

Στην εν λόγω προσθήκη, η οποία έγινε μετά την προαναφερθείσα συμπληρωματική εξέταση, περιγράφονται ως εξής οι πλημμέλειες που προσάπτονται στη γερμανική κυβέρνηση σχετικά με τον έλεγχο των επιβαλλόμενων από την κοινοτική νομοθεσία προϋποθέσεων για τη χορήγηση των εν λόγω πριμοδοτήσεων:

έλλειψη ακριβών οδηγιών όσον αφορά τη διενέργεια από τις τοπικές αρχές των διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων·

έλλειψη οποιασδήποτε εκ μέρους των περιφερειακών αρχών εποπτείας όσον αφορά το έργο που ανατέθηκε στις τοπικές αρχές·

έλλειψη αποδείξεων σχετικά με τη διενέργεια ορισμένων ενδελεχών διοικητικών ελέγχων αντιθέτως, υπάρχουν αποδείξεις ότι οι έλεγχοι δεν έγιναν·

πλήρης έλλειψη οποιασδήποτε αποδείξεως σχετικά με το ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργήθηκαν κατά τρόπο ικανοποιητικό.

17.

Οι προσαπτόμενες πλημμέλειες διασαφηνίζονται στα υπομνήματα αντικρούσεως και ανταπαντήσεως της Επιτροπής τα οποία έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο.

18.

Δεδομένου ότι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τα εν λόγω συστήματα ενισχύσεων δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο για το σύνολο της επικράτειας, αλλά τελούν υπό την ευθύνη κάθε ομόσπονδου κράτους χωριστά, οι προσαπτόμενες πλημμέλειες αφορούν, αφενός, τη στάση των ομοσπονδιακών αρχών και, αφετέρου, την εφαρμογή των εν λόγω συστημάτων από τα προαναφερθέντα ομόσπονδα κράτη.

ΠΙ — Η προσφυγή — Γενικά

19.

Το προσφεύγον κράτος ισχυρίζεται ότι δεν σημειώθηκε καμιά παρατυπία, ούτε σε εθνικό επίπεδο ούτε σε επίπεδο ομόσπονδων κρατών, όσον αφορά τις απορρέουσες από τους κοινοτικούς κανόνες υποχρεώσεις.

20.

Με τους λόγους ακυρώσεως της προσφυγής αμφισβητούνται μία προς μία οι προσαπτόμενες από την Επιτροπή πλημμέλειες. Οι αμφισβητήσεις της προσφεύγουσας αφορούν άλλοτε τη νομική θεμελίωση των υποχρεώσεων που, κατά την Επιτροπή, δεν τηρήθηκαν, άλλοτε τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις της Επιτροπής, χωρίς να τίθενται υπό αμφισβήτηση οι ίδιες οι υποχρεώσεις, άλλοτε δε και τις δύο μαζί.

21.

Το δικόγραφο της προσφυγής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Ιανουαρίου 1988.

22.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

IV — Αιτήματα των διαδίκων

23.

Η Ομοαπονόιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Xj\\z\. από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

24.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή της γερμανικής κυβερνήσεως·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

V — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων·

25.

Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν τις οριζόμενες από την κοινοτική νομοθεσία ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση των εν λόγω πριμοδοτήσεων. Η διαφωνία τους αφορά τη διαδικασία ελέγχου που τα κράτη μέλη οφείλουν να ακολουθούν ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των προϋποθέσεων που επιβάλλονται τόσο κατά την κατάθεση μιας αιτήσεως για πριμοδότηση όσο και κατά τα επόμενα στάδια, καθώς και το ζήτημα αν η διαδικασία αυτή εφαρμόστηκε, εν προκειμένω, ορθώς.

26.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι υποχρεώσεις που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει στον τομέα αυτό βαρύνουν όχι μόνο τα ομόσπονδα κράτη αλλά και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Όσον αφορά την ομοσπονόιακή κυβέρνηση

27.

Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, προκειμένου « να διασφαλιστεί η πραγματοποίηση και το νομότυπο των χρηματοδοτούμενων από το ΕΓΤΠΕ πράξεων », οι ομοσπονδιακές αρχές όφειλαν να έχουν δώσει λεπτομερείς οδηγίες επί των ακολούθων σημείων τα οποία αποτελούν και τις ελάχιστες επιβαλλόμενες προϋποθέσεις:

ακριβής μνεία των γενών ζώων κρεατοπα-ραγωγικής κατευθύνσεως καθώς και συγκεκριμένες υποδείξεις προς τους επιφορτισμένους με επιτόπιους ελέγχους δημοσίους υπαλλήλους·

θέσπιση αξιόπιστου συστήματος εξατομικεύσεως των θηλαζουσών αγελάδων και των προβατίνων

κανόνες όσον αφορά τον επιτόπου υπολογισμό των προβατίνων και θηλαζουσών αγελάδων που διατηρούνται σε μια εκμετάλλευση καθώς και όσον αφορά την ένταση των ελέγχων που πρέπει να διενεργούνται·

σύστημα γραπτών εκθέσεων για τα αποτελέσματα των επιτοπίων επιθεωρήσεων

κανόνες για τον τρόπο ελέγχου της τηρήσεως της προαναφερθείσας υποχρέωσης σχετικά με τη μη πώληση ούτε γάλακτος ούτε γαλακτοκομικών προϊόντων επί δώδεκα μήνες·

κανόνες για τον προαναφερθέντα έλεγχο της υπεροχής του γεωργικού εισοδήματος.

28.

Κατά την Επιτροπή, δεν εκδόθηκαν, εν προκειμένω, οδηγίες επί των ανωτέρω σημείων. Δεν υφίσταται, εξάλλου, καμιά συστηματική συνεργασία μεταξύ των ομοσπονδιακών αρχών και των ομόσπονδων κρατών, στην υπευθυνότητα των οποίων στηρίζεται πλήρως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

29.

Αυτό αποδεικνύεται, κατά την Επιτροπή, από το γεγονός ότι οι ομοσπονδιακές αρχές δεν ήταν σε θέση να της παράσχουν στοιχεία σχετικά με το συνολικό αριθμό αιτήσεων, τον τρόπο εξετάσεως τους, την προέλευση των διαπιστωθέντων σφαλμάτων καθώς και τον αριθμό των αποφάσεων για αναζήτηση των παρατύπως καταβληθεισών πριμοδοτήσεων. Αυτό αποτελεί επαρκή ένδειξη εσφαλμένης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

30.

Η Ομοσπονόιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρατηρεί ότι οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις που έχουν επιβληθεί από την Επιτροπή αποτελούν πρόσθετες υποχρεώσεις που δεν βρίσκουν νομικό έρεισμα στις κοινοτικές διατάξεις.

31.

Δεδομένου ότι η σχετική με τις εν λόγω πριμοδοτήσεις κοινοτική νομοθεσία δεν περιέχει λεπτομερείς διατάξεις διέπουσες τη διενέργεια των ελέγχων, ιδίως ως προς την έκταση των δειγματοληπτικών εξετάσεων και τη φύση της αποδείξεως των εφαρμοζομένων μέτρων εποπτείας, πρέπει, κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας, να τηρούνται οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται κατά γενικό τρόπο από τα κράτη μέλη όσον αφορά την προσήκουσα διαχείριση.

32.

Όσον αφορά, ειδικότερα, την προβαλλόμενη έλλειψη οδηγιών δοθεισών από τις ομοσπονδιακές αρχές, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο της συνταγματικής της τάξεως, η διαχείριση των εν λόγω συστημάτων πριμοδοτήσεως εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ομόσπονδων κρατών προς τα οποία η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν δικαιούται να δίδει οδηγίες.

33.

Εξάλλου, ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε συστηματική συνεργασία μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβερνήσεως και των ομόσπονδων κρατών είναι εσφαλμένος. Η εν λόγω κυβέρνηση έδωσε, σε συνεργασία με τα ομόσπονδα κράτη, οδηγίες για την εφαρμογή του συστήματος πριμοδοτήσεων για τις θηλάζουσες αγελάδες, οδηγίες οι οποίες χρησίμευσαν ως βάση για τις οδηγίες που εξέδωσε κάθε ομόσπονδο κράτος. Εκπονήθηκε, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ένα ομοιόμορφο υπόδειγμα αιτήσεως, περιλαμβάνον τη δήλωση περί * αναλήψεως της σχετικής υποχρεώσεως που έπρεπε να υπογράφεται από τους αιτούντες. Εξάλλου, με τις οδηγίες που εκπονήθηκαν με τη συμμετοχή εκπροσώπων των ομόσπονδων κρατών έγινε προσπάθεια ομοιόμορφης εφαρμογής του συστήματος των πριμοδοτήσεων για προβατίνες.

34.

Με το υπόμνημα της απαντήσεως, η προσφεύγουσα εμφανίζει για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της δίκης τα πρακτικά συζητήσεων που διεξήχθησαν μεταξύ εκπροσώπων της ομοσπονδιακής κυβερνήσεως και των ομόσπονδων κρατών σχετικά με τα προβλήματα εποπτείας, τη συχνότητα των διενεργουμένων ελέγχων, την επαλήθευση της προϋποθέσεως της υπεροχής του γεωργικού εισοδήματος, κλπ. Η προσφεύγουσα αναφέρεται επίσης στην ογκώδη αλληλογραφία που αντηλλάγη προς τούτο, μεταξύ αυτής και των ομόσπονδων κρατών.

35.

Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν αιτιολογήθηκε η καθυστέρηση της καταθέσεως των νέων αυτών αποδεικτικών στοιχείων και ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν πλέον να γίνουν δεκτά.

36.

Εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζει η Επιτροπή, στα κατατεθέντα από τη γερμανική κυβέρνηση πρακτικά το μόνο ζήτημα περί του οποίου γίνεται μνεία είναι το πώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές του ζωικού κεφαλαίου που συντελούνται εντός της περιόδου ελέγχου προκειμένου να καθορίζεται η πριμοδότηση για τις προβατίνες, ενώ δεν θίγεται κανένα από τα άλλα θέματα που πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο συγκεκριμένων ρυθμίσεων.

Όσον αφορά τα ομόσπονδα κράτη

37.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι αρχές των ομόσπονδων κρατών έχουν τις ίδιες με τις ομοσπονδιακές αρχές υποχρεώσεις σχετικά με την παροχή οδηγιών όσον αφορά τις προαναφερθείσες επιβαλλόμενες ελάχιστες προϋποθέσεις· ωστόσο, οι εν λόγω αρχές έδωσαν στις αρμόδιες υπηρεσίες διαχειρίσεως και ελέγχου ανεπαρκείς, και δη αντικειμενικώς εσφαλμένες, οδηγίες και άσκησαν επί των τοπικών αρχών ανεπαρκή επίσης εποπτεία.

38.

Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις που επιβάλλει η Επιτροπή, όσον αφορά το σύστημα εποπτείας και ελέγχου που πρέπει να θεσπιστεί από τα ομόσπονδα κράτη, ούτε προκύπτουν από κοινοτικούς κανόνες ούτε, όπως είναι επόμενο, αποτελούν έγκυρο κριτήριο για την εκτίμηση των διοικητικών οδηγιών που εκδόθηκαν στα τρία ομόσπονδα κράτη.

39.

Το κεφάλαιο αυτό μπορεί να αναλυθεί ως εξής.

40.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει, ειδικότερα, την απόλυτη ανάγκη επιτοπίων ελέγχων. Επομένως, οι αρμόδιες αρχές δεν πρέπει, κατ' αυτήν, να περιορίζονται στην εξέταση του νομότυπου και του παραδεκτού μιας αιτήσεως. Η συχνότητα των ελέγχων πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες κάθε περιπτώσεως. Όποια και αν είναι πάντως η κατάσταση, ο διπλός έλεγχος είναι απαραίτητος.

41.

Η Ομοσπονοιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, όσον αφορά τις υποχρεώσεις των ομόσπονδων κρατών, και τις προσαπτό-μενες παραλείψεις ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του διοικητικού ελέγχου, του μόνου που είναι υποχρεωτικός σε όλες τις περιπτώσεις κατά τους κοινοτικούς κανόνες, και των επιτοπίων ελέγχων που τα κράτη μέλη μπορούν να διενεργούν δειγματοληπτικώς. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κακώς υποστηρίζει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει να επαναλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση.

42.

Σχετικά με τα ανωτέρω, η Επιτροπή απαντά ότι τα κράτη μέλη ελέγχουν, όχι μόνο κατά την κατάθεση της αιτήσεως, αλλά και ύστερα απ' αυτήν, την τήρηση του συνόλου των καθορισμένων από την κοινοτική νομοθεσία προϋποθέσεων και δηλώνει ότι είναι απολύτως αντίθετη προς την άποψη ότι οι διπλοί έλεγχοι είναι περιττοί.

43.

Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ούτε η επιβαλλόμενη προϋπόθεση σχετικά με την αξιόπιστη εξατομίκευση των αγελάδων, ιδίως μέσω σημάνσεως, βρίσκει έρεισμα στους κοινοτικούς κανόνες. Πράγματι, δεν είναι υποχρεωτικό να διατηρούνται σε μια γεωργική εκμετάλλευση τα ίδια ζώα καθ' όλη την κρίσιμη περίοδο.

44.

Η Επιτροπή απαντά ότι, σε μια χώρα όπως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όπου οι επιτόπιοι έλεγχοι δεν διενεργούνται παρά δειγματοληπτικώς, ένα τέτοιο σύστημα είναι το μόνο που καθιστά δυνατό τον αποτελεσματικό έλεγχο και. εμποδίζει τις καταχρήσεις. Επομένως, οι αιτούντες πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν στο έντυπο της αιτήσεως για πριμοδότηση το διακριτικό σήμα που έχουν επιθέσει σε καθένα από τα σχετικά ζώα.

45.

Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η ακριβής ένδειξη, στις σχετικές ρυθμίσεις των ομόσπονδων κρατών, των γενών ζώων που προορίζονται για κρεατοπαραγωγή είναι περιττή, δεδομένου ότι τα εν λόγω γένη προκύπτουν άμεσα από το παράρτημα του προαναφερθέντος κανονισμού 1417/81. Εξάλλου, οι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο τεχνικοί κατέχουν ανάλογο δίπλωμα με εξειδίκευση στην εκτροφή ζώων και είναι σε θέση να διακρίνουν τις αγελάδες που ανήκουν σε γένη προοριζόμενα για παραγωγή κρέατος.

46.

Η ένδειξη των γενών ζώων με προορισμό την παραγωγή κρέατος δεν είναι, κατά την Επιτροπή, κάτι το τόσο απλό όσο διατείνεται η προσφεύγουσα· αυτό αποδεικνύεται από τις αντιφατικές εκτιμήσεις που απαντώνται, αναφορικά με ορισμένα γένη, στις εγκυκλίους του Γεωργικού Επιμελητηρίου της Ρηνανίας, εξού και η ανάγκη σαφών ενδείξεων στις διοικητικές οδηγίες.

47.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει την ανάγκη καταγραφής των αποτελεσμάτων των επιτόπιων ελέγχων σε γραπτές εκθέσεις.

48.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι γραπτές εκθέσεις σχετικά με τους επιτοπίους ελέγχους είναι αναγκαίες μόνον όταν οι έλεγχοι αυτοί έχουν ως αποτέλεσμα αμφισβητήσεις, και εφόσον οι σχετικές διαπιστώσεις δεν επιτρέπουν την καταβολή πριμοδοτήσεως. Στις λοιπές περιπτώσεις, δεν παρίσταται ανάγκη γραπτής εκθέσεως εφόσον οι διαπιστώσεις είναι σύμφωνες προς την αίτηση.

49.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει την ανάγκη θεσπίσεως ειδικών διατάξεων όσον αφορά την πριμοδότηση για θηλάζουσες αγελάδες, προκειμένου να ελέγχεται η τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με την υπεροχή του γεωργικού εισοδήματος και τη μη πώληση γάλακτος. Αυτό καθιστά αναγκαίους ελέγχους που υπερβαίνουν την έκταση των επιτοπίων επιθεωρήσεων.

50.

Όσον αφορά την προϋπόθεση της υπεροχής του γεωργικού εισοδήματος, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το γερμανικό διοικητικό δίκαιο, στο πλαίσιο μιας προσήκουσας διοικητικής διαδικασίας, διεξαγόμενης συνήθως βάσει των παρεχομένων από τους ιδιώτες στοιχείων, δεν μπορούν να διενεργούνται, εν αγνοία του ενδιαφερομένου, « έρευνες σε άλλους χώρους ». Κατά γενικό κανόνα δεν διενεργούνται, εν αγνοία του ενδιαφερομένου, έρευνες σε τρίτους παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ειλικρίνεια των παρεχομένων στοιχείων και ανακύπτει ζήτημα ποινικής διώξεως ή κινήσεως διοικητικής διαδικασίας.

51.

Η Επιτροπή απαντά ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποφεύγουν τις σχετικές με έλεγχο υποχρεώσεις τους επικαλούμενα το εσωτερικό τους φορολογικό δίκαιο. Εξάλλου, το γερμανικό φορολογικό δίκαιο, το οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα, απαγορεύει μόνο τη χωρίς σχετική άδεια διαβίβαση φορολογικής φύσεως στοιχείων.

52.

Όσον αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως σχετικά με τη μη πώληση ούτε γάλακτος ούτε γαλακτοκομικών προϊόντων, οι τοπικές υπηρεσίες της διευθύνσεως γεωργίας είναι, κατά την προσφεύγουσα, συχνότατα σε θέση να εκτιμούν αμέσως, βάσει των γνώσεων τους για την κατάσταση μιας εκμεταλλεύσεως καθώς και βάσει των « φακέλων των εκμεταλλεύσεων » που τηρούν οι τοπικές αρχές για κάθε εκμετάλλευση, την ειλικρίνεια των παρεχομένων από τον αιτούντα στόχων.

53.

Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι οι τοπικές αρχές μπορούν, βάσει απλώς των γνώσεων τους σχετικά με την κατάσταση μιας εκμεταλλεύσεως, να ελέγχουν την τήρηση της υποχρεώσεως σχετικά με τη μη πώληση ούτε γάλακτος ούτε γαλακτοκομικών προϊόντων. Εξάλλου, « φάκελοι εκμεταλλεύσεων » δεν υφίστανται για τις εκμεταλλεύσεις που ουδέποτε χρειάστηκε να έλθουν σε επαφή με τις τοπικές αρχές.

— Ισχυρισμοί όσον αφορά τα τρία ομόσπονδα κράτη χωριστά

54.

Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την απ' αυτήν προεκτεθείσα θέση αρχής σχετικά με τις επιβαλλόμενες από την Επιτροπή προϋποθέσεις ως προς το σύστημα ελέγχου που πρέπει να έχει θεσπιστεί από κάθε ομόσπονδο κράτος, περιορίζεται, όσον αφορά τα τρία ομόσπονδα κράτη χωριστά, να δώσει απάντηση μόνο για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επικρίσεις της Επιτροπής στηρίζονται επί ανακριβών υποθέσεων.

Η Ρηνανία-Βόρεια Βεστφαλία

Πριμοδότηση για θηλάζουσες αγελάδες

55.

Κατά την Επιτροπή,

τα γένη ζώων κρεατοπαραγωγικής κατευθύνσεως δεν μνημονεύονται στη σχετική διοικητική ρύθμιση του ανωτέρω ομόσπονδου κράτους. Ούτε, εξάλλου, παρέχεται, καθ' οποιονδήποτε άλλο τρόπο, κάποια ακριβής ένδειξη ως προς το ζήτημα αυτό, το δε σύστημα εξατομικεύσεως των αγελάδων λειτουργεί ανεπαρκέστατα'

όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους, η σχετική διοικητική ρύθμιση του εν λόγω ομόσπονδου κράτους έχει απλώς επαναλάβει το κείμενο του άρθρου 4 του κανονισμού 1581/81 (που καταργήθηκε από τον προαναφερθέντα κανονισμό 1244/82)· ουδεμία γίνεται μνεία ούτε ως προς την έκταση των ελέγχων ούτε ως προς την υποχρέωση των ελεγκτών να λογοδοτούν στις εποπτεύουσες αρχές σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων. Ουδεμία υφίσταται πρόβλεψη σχετικά με την κατάρτιση σημειωμάτων επί των αποτελεσμάτων των επιτο-πίων επιθεωρήσεων

ουδεμία ειδική μνεία υφίσταται ούτε κατευθυντήρια γραμμή ως προς την προϋπόθεση της υπεροχής του γεωργικού εισοδήματος ή ως προς τον έλεγχο της υποχρεώσεως σχετικά με τη μη πώληση γάλακτος.

56.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτίαση ότι στη Ρηνανία-Βόρεια Βεστφαλία δεν υφίσταται καμιά διάταξη σχετικά με τα γένη ζώων κρεατοπαραγωγικής κατευθύνσεως δεν είναι βάσιμη. Πράγματι, οι διοικητικές οδηγίες της χώρας αυτής παραπέμπουν σε ένα παράρτημα που δεν μπορεί να είναι άλλο από το παράρτημα του προαναφερθέντος κανονισμού 1417/81.

57.

Εξάλλου, στις εγκυκλίους του διευθυντή του Γεωργικού Επιμελητηρίου της Ρηνανίας, που η προσφεύγουσα κατέθεσε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της δίκης, αρκετές διευκρινίσεις είχαν περιέλθει εις γνώση των τοπικών αρχών, παραδείγματος χάρη όσον αφορά την προθεσμία υποβολής των αιτήσεων, τα αποτελέσματα των ελέγχων κλπ. Στις εν λόγω εγκυκλίους διευκρινιζόταν ότι ο αιτών πρέπει να αντλεί το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος του από γεωργικές δραστηριότητες.

58.

Η Επιτροπή ανταπαντά ότι, καίτοι οι προαναφερθείσες εγκύκλιοι του Γεωργικού Επιμελητηρίου της Ρηνανίας περιέχουν χρήσιμες ενδείξεις ως προς τα γένη βοοειδών για τα οποία χορηγείται η εν λόγω πριμοδότηση και μολονότι ιδιαίτερα τονίζεται σ' αυτές η προϋπόθεση της υπεροχής του γεωργικού εισοδήματος, οι εν λόγω εγκύκλιοι κατατέθηκαν εκπρόθεσμα και δεν κάνουν καμιά νύξη ως προς τα άλλα σημεία που αποτελούν το αντικείμενο των αιτιάσεων της Επιτροπής.

Η πριμοδότηση για προβατίνες

59.

Κατά την Επιτροπή, η σχετική διοικητική ρύθμιση του εν λόγω ομόσπονδου κράτους εκδόθηκε μόλις τον Αύγουστο του 1985 βάσει των νέων προϋποθέσεων του κοινοτικού δικαίου (τουλάχιστον δέκα προβατίνες επί εκατό τουλάχιστον ημέρες ). Δεδομένου ότι η παλαιά ρύθμιση του ομόσπονδου αυτού κράτους απαιτούσε την ύπαρξη επτά μόνο προβατίνων, προφανώς η εν λόγω πριμοδότηση χορηγήθηκε για το 1985 χωρίς να έχουν τηρηθεί οι κοινοτικές προϋποθέσεις. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 11 του κανονισμού 3007/84, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να διενεργήσουν για την περίοδο 1984/85 « τους ελέγχους των αιτήσεων ... σύμφωνα με τα εθνικά μέτρα που ίσχυαν κατά το τέλος της περιόδου 1983/84 », δεν αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της εν λόγω πριμοδοτήσεως.

60.

Η προσφενγονοα υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η εισάγουσα εξαίρεση διάταξη του άρθρου 11, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 3007/84 αφορά και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις χορηγήσεως της εν λόγω πριμοδοτήσεως (ελάχιστος αριθμός δέκα προβατίνων για περίοδο εκατό τουλάχιστον ημερών). Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έκανε χρήση της εξαιρέσεως αυτής, οπότε οι νέες κοινοτικές διατάξεις εφαρμόστηκαν πλήρως στο έδαφος της από την περίοδο του 1985.

61.

Η Επιτροπή εμμένει στη γνώμη της ότι η εν λόγω διάταξη δεν αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση των εν λόγω πριμοδοτήσεων.

62.

Κατά την Επιτροπή, τόσο η παλιά όσο και η νέα διοικητική ρύθμιση του εν λόγω ομόσπονδου κράτους αντίκεινται προς το κοινοτικό δίκαιο λόγω του ότι σ' αυτές γίνεται λόγος για δικαίωμα και όχι για υποχρέωση προς διενέργεια ελέγχου.

63.

Η προοφεύγονσα ισχυρίζεται ότι το « δικαίωμα ελέγχου » που έχει θεσπιστεί με τις διοικητικές οδηγίες πάντοτε ερμηνευόταν και εφαρμοζόταν από τις αρμόδιες αρχές υπό την έννοια της υποχρεώσεως προς διενέργεια ελέγχου.

Βάδη-Βνρτεμβέργη

64.

Οι προσαπτόμενες πλημμέλειες αφορούν μόνο την πριμοδότηση για θηλάζουσες αγελάδες και είναι οι εξής:

καίτοι η προϋπόθεση σχετικά με την υπεροχή του γεωργικού εισοδήματος προσδιορίζεται κατά τρόπο πολύ σαφέστερο απ' ό,τι στη σχετική ρύθμιση του ανωτέρω ομόσπονδου κράτους, δεν υφίσταται, ωστόσο, κανένας κανόνας σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του εισοδήματος·

η ρύθμιση της Βάδης-Βυρτεμβέργης δεν περιέχει καμιά ένδειξη για τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να ελέγχεται η τήρηση της υποχρεώσεως όσον αφορά τη μη πώληση γάλακτος·

όσον αφορά τον έλεγχο των στοιχείων που συλλέγονται επιτόπου, οι διοικητικές οδηγίες του εν λόγω ομόσπονδου κράτους επαναλαμβάνουν το κείμενο του άρθρου 4 του κανονισμού 1244/82, αποσιωπώντας την ένταση των ελέγχων καθώς και την ανάγκη συντάξεως γραπτής εκθέσεως από τους επιφορτισμένους με τους επιτοπίους ελέγχους υπαλλήλους.

65.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μνημονεύει ούτε μια περίπτωση κατά την οποία ο αιτών έλαβε αχρεωστήτως πριμοδότηση. Εξάλλου, η διοικητική οδηγία του εν λόγω ομόσπονδου κράτους επιβάλλει την υποχρέωση ελέγχου για την περίοδο των έξι μηνών. Επομένως, οι αιτιάσεις της Επιτροπής δεν είναι βάσιμες.

66.

Η Επιτροπή εμμένει στην άποψη σχετικά με την ύπαρξη ενός συμφυούς στο σύστημα ελαττώματος, ικανού, ως εκ της φύσεως του, να δικαιολογήσει τη μη αναγνώριση του συνόλου των διενεργηθεισών στο ομόσπονδο αυτό κράτος δαπανών.

Βαυαρία

67.

Οι προσαπτόμενες πλημμέλειες αφορούν μόνο την πριμοδότηση για θηλάζουσες αγελάδες και είναι οι εξής:

οι διοικητικές οδηγίες του ομόσπονδου αυτού κράτους δεν περιέχουν χρήσιμες ενδείξεις σχετικά με τα μέσα που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της υπαγωγής ενός ζώου σε γένος κρεατοπαραγω-γικής κατευθύνσεως, ενώ η ανάγκη σημάνσεως για την εξατομίκευση των αγελάδων θίγεται κατά τρόπο όχι λίαν σαφή·

δεν υφίσταται κανόνας ως προς τον τρόπο προσδιορισμού της καταστάσεως αναφορικά με το γεωργικό εισόδημα·

ουδεμία ένδειξη υφίσταται ως προς τον έλεγχο της τηρήσεως της υποχρεώσεως σχετικά με τη μη πώληση γάλακτος·

δεν προβλέπεται, αντίθετα με το άρθρο 4 του κανονισμού 1244/82, συστηματικός έλεγχος·

ουδεμία υφίσταται ένδειξη ούτε ως προς την ένταση των επιτοπίων ελέγχων ούτε ως προς τον χρόνο διενεργείας τους·

προβλέπονται μόνο συνολικές εκθέσεις των τοπικών υπηρεσιών προς τις εποπτεύουσες αρχές· ουδεμία υφίσταται πρόβλεψη για γραπτές εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων.

68.

Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι: δεδομένου ότι στα έντυπα για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως ρητώς προβλεπόταν, διενεργήθηκαν συστηματικοί έλεγχοι όσον αφορά τη διεύθυνση γεωργίας, η αναγραφή σημειώσεων επί των αποτελεσμάτων των ελέγχων το ζήτημα της υπεροχής του γεωργικού εισοδήματος αποτελεί το αντικείμενο ελέγχου πριν ή μετά την υποβολή της αιτήσεως, αλλά, εν πάση περιπτώσει, πριν από τη χορήγηση της πριμοδοτήσεως· η τήρηση της προθεσμίας των έξι μηνών, κατά την οποία οι θηλάζουσες αγελάδες πρέπει να διατηρούνται στην εκμετάλλευση, πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο γραπτής δηλώσεως του αιτούντος πριν από την καταβολή της πριμοδοτήσεως· εξάλλου, η αρμόδια υπηρεσία προβαίνει σε δειγματοληπτικούς ελέγχους ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της προϋποθέσεως αυτής.

— Κατ' ιδίαν περιπτώσεις

69.

Η Επιτροπή διευκρινίζει τους ανωτέρω ισχυρισμούς της σχετικά με τις ελλείψεις από άποψη οργανώσεως και εποπτείας στα τρία ομόσπονδα κράτη παραθέτοντας μία αρκετά πλούσια σειρά ατομικών αποφάσεων, καταφανώς εσφαλμένων κατά την άποψη της, οι οποίες αποτέλεσαν και την αιτία ογκώδους αλληλογραφίας μεταξύ των διαδίκων.

70.

Η Επιτροπή διατείνεται ότι, καίτοι οι περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν, από μόνες τους, να δικαιολογήσουν το σύνολο των μη αναγνωρισθέντων με την απόφαση της ποσών, αποδεικνύουν ελαττώματα συμφυή στα εφαρμοζόμενα από τα τρία εν λόγω ομόσπονδα κράτη συστήματα.

71.

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ακρίβεια των γεγονότων όσον αφορά ορισμένες από τις αναφερθείσες ατομικές περιπτώσεις και παρατηρεί, γενικώς, ότι, όποια και αν είναι η κατάσταση, οι περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση του συνόλου των δαπανών. Πράγματι, κατά την προσφεύγουσα, στη Ρηνανία, η Επιτροπή παραθέτει οκτώ μόνο περιπτώσεις παρατυπιών για τα έτη 1984 και 1985, ενώ ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων πριμοδοτήσεων για θηλάζουσες αγελάδες και για προβατίνες, όσον αφορά την ίδια περίοδο, ανήλθε σε 1225.

72.

Η Επιτροπή απαντά ότι οι οκτώ αναφερθείσες περιπτώσεις αφορούν αιτήσεις για χορήγηση πριμοδοτήσεως αποκλειστικά για θηλάζουσες αγελάδες· ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων για την εν λόγω περίοδο έφθασε τις 130, ενώ ο σχετικός της έλεγχος αφορούσε 50 από τις περιπτώσεις αυτές.

Κ. Ν. Κακούρης

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 12ης Ιουνίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-8/88,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Martin Seidel, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, επικουρούμενο από τον Joachim Horn, Regierungsrat στο ίδιο υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ έδρα της πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 20-22, avenue Émile-Reuter,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Peter Karpenstein, νομικό της σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 87/541/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 1987 ( ΕΕ L 324, σ. 32 ) κατά το μέτρο που με την εν λόγω απόφαση δεν αναγνωρίστηκαν ορισμένα ποσά που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε καταβάλει ως πριμοδοτήσεις, προβλεπόμενες από την κοινοτική νομοθεσία, για τους παραγωγούς πρόβειου κρέατος και για τη διατήρηση αγελών θηλαζουσών αγελάδων, για τα οικονομικά έτη 1984 και 1985,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grévisse και M. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τους εκπροσώπους των διαδίκων οι οποίοι αγόρευσαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Νοεμβρίου 1989, κατά την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκπροσωπήθηκε από τον Erast Roder,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Ιανουαρίου 1988, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 87/541/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 1987, για την τροποποίηση των αποφάσεων 87/468/ΕΟΚ και 87/469/ΕΟΚ σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών όσον αφορά τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: ΕΓΤΠΕ), τμήμα « Εγγυήσεων », για τα οικονομικά έτη 1984 και 1985 ( ΕΕ L 324, σ. 32 ), κατά το μέτρο που με την απόφαση αυτή δεν ελήφθησαν υπόψη, όσον αφορά την κοινοτική χρηματοδότηση, ορισμένα ποσά που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε καταβάλει ως πριμοδοτήσεις, προβλεπόμενες από την κοινοτική νομοθεσία, στους παραγωγούς πρόβειου κρέατος και για τη διατήρηση των αγελών θηλαζουσών αγελάδων, όσον αφορά τα προαναφερθέντα οικονομικά έτη.

2

Στις αποφάσεις 87/468 και 87/469, η εκκαθάριση των λογαριασμών δεν αφορούσε ορισμένες δαπάνες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ως προς τις οποίες είχε κριθεί αναγκαία η διενέργεια συμπληρωματικών ελέγχων. Η βαλλόμενη πράξη αφορά τις δαπάνες αυτές.

3

Η μη αναγνώριση με την προσβαλλόμενη απόφαση, μετά απ' αυτούς τους συμπληρωματικούς ελέγχους, των πριμοδοτήσεων για παραγωγούς προβείου κρέατος αφορά αποκλειστικώς το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Βόρειας Βεστφαλίας και αντιστοιχεί σε ποσό 1681980,64 γερμανικών μάρκων ( DM ) για το 1984 και 1596934, 47 DM για το 1985, ενώ η μη αναγνώριση πριμοδοτήσεων για τη διατήρηση αγελών θηλαζουσών αγελάδων δεν αφορά παρά τα ομόσπονδα κράτη της Ρηνανίας-Βόρειας Βεστφαλίας, Βάδης-Βυρτεμβέργης και Βαυαρίας, και αντιστοιχεί στα ποσά των 222376,22 DM για το 1984 και των 182636,48 DM για το 1985.

4

Η πριμοδότηση για τους παραγωγούς προβείου κρέατος προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1837/80 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1980, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του προβείου κρέατος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 150 ).

5

Κατά τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 872/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για τη θέσπιση γενικών κανόνων σχετικά με τη χορήγηση πριμοδότησης υπέρ των παραγωγών προβείου κρέατος και για την κατάργηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2643/80 ( ΕΕ L 90, σ. 40 ), ο αιτών την εν λόγω πριμοδότηση πρέπει να διαθέτει, από την 1η Απριλίου 1984, δέκα τουλάχιστον προβατίνες, ενώ για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 31η Μαρτίου 1984 ο ελάχιστος αριθμός προβατίνων είχε καθοριστεί από τα κράτη μέλη.

6

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 3007/84 της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1984, περί λεπτομερειών εφαρμογής της εν λόγω πριμοδοτήσεως ( ΕΕ L 283, σ. 28 ), προβλέπει, στο άρθρο του 2, ότι ο αιτών πρέπει να έχει διατηρήσει στην εκμετάλλευση του, μετά τα τέλη Οκτωβρίου 1984, τον αριθμό των προβατίνων για τις οποίες ζητείται η πριμοδότηση επί εκατό τουλάχιστον ημέρες από τις 30 Απριλίου εκάστου έτους. Η υποχρέωση αυτή δεν ίσχυσε για το οικονομικό έτος 1984.

7

Όσον αφορά την πριμοδότηση για τη διατήρηση αγελών θηλαζουσών αγελάδων, η πριμοδότηση αυτή θεσπίστηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1357/80 του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 1980 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 194 ).

8

Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1417/81 του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1981 ( ΕΕ L 142, σ. 4), οι θηλάζουσες αγελάδες για τις οποίες ζητείται η εν λόγω πριμοδότηση πρέπει να ανήκουν σε κάποιο γένος ζώων προοριζόμενο για την παραγωγή κρέατος το οποίο να μνημονεύεται στον κανονισμό. Εξάλλου, ο αιτών πρέπει να αποδεικνύει, κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή, « ότι την ημέρα της καταθέσεως της αιτήσεως δεν πωλεί γάλα ούτε γαλακτοκομικά προϊόντα προερχόμενα από τη δική του εκμετάλλευση » και να αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην πωλεί ούτε γάλα ούτε γαλακτοκομικά προϊόντα επί δώδεκα μήνες από την ημέρα καταθέσεως της αιτήσεως καθώς και να διατηρεί στην εκμετάλλευση του, το λιγότερο επί έξι μήνες από την ίδια ημέρα, αριθμό θηλαζουσών αγελάδων ίσο τουλάχιστον προς εκείνον για τον οποίο χορηγήθηκε η πριμοδότηση.

9

Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του εν λόγω κανονισμού και της οδηγίας 72/159/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1972, περί του εκσυγχρονισμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων ( ABI. L 96, σ. 1 ), ο αιτών την πριμοδότηση πρέπει προσέτι να εκμεταλλεύεται ατομικώς και κατά κύριο επάγγελμα μια γεωργική εκμετάλλευση, να είναι δηλαδή πρόσωπο του οποίου το τμήμα του εισοδήματος του που προέρχεται από τη γεωργική του εκμετάλλευση να είναι ίσο ή ανώτερο του 50 ο/ο του συνολικού του εισοδήματος.

10

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, το νομοθετικό πλαίσιο καθώς και οι ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο κατά το μέτρο που απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

11

Η άρνηση, μέσω της προσβαλλομένης πράξεως, της Επιτροπής να λάβει υπόψη, για κοινοτική χρηματοδότηση, τα ποσά των εν λόγω πριμοδοτήσεων αιτιολογείται από τις προσαπτόμενες στις γερμανικές αρχές πλημμέλειες. Οι πλημμέλειες αυτές συνίστανται, γενικώς, στην έλλειψη του κατάλληλου συστήματος διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων καθώς και στην έλλειψη αποδείξεων ως προς το ότι ορισμένοι διοικητικοί και επιτόπιοι έλεγχοι διενεργήθηκαν κατά τρόπο ικανοποιητικό.

12

Τα συστήματα ελέγχου περί των οποίων πρόκειται δεν έχουν θεσπιστεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά τρόπο ομοιόμορφο για ολόκληρη την επικράτεια μέσω αποφάσεων της ομοσπονδιακής κυβερνήσεως, αλλά υπεύθυνα γι' αυτά είναι τα ομόσπονδα κράτη. Η Επιτροπή προσάπτει στις ομοσπονδιακές αρχές ότι δεν παρέσχον στα ομόσπονδα κράτη λεπτομερείς οδηγίες ως προς τη φύση και τη συχνότητα των ελέγχων με τους οποίους μπορεί να διασφαλίζεται η τήρηση των προϋποθέσεων που τίθενται από την κοινοτική νομοθεσία για τη χορήγηση των επίμαχων πριμοδοτήσεων. Η Επιτροπή προσάπτει στα ομόσπονδα κράτη ότι ούτε καθόρισαν ούτε εφάρμοσαν κατάλληλα μέτρα ελέγχου.

13

Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι στις αρχές γενικώς των κρατών μελών, είτε πρόκειται για αρχές της κεντρικής κυβερνήσεως του κράτους, είτε για αρχές ομόσπονδου κράτους, είτε για άλλες αρχές τμημάτων του εθνικού εδάφους, απόκειται η διασφάλιση, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, της τηρήσεως των κανόνων του κοινοτικού δικαίου. Αντιθέτως, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να αποφαίνεται επί της κατανομής των αρμοδιοτήτων μέσω των θεσμικών κανόνων κάθε κράτους μέλους και επί των υποχρεώσεων που μπορεί να εμπίπτουν αντίστοιχα στις αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και στις αρχές των ομόσπονδων κρατών. Το εν λόγω κοινοτικό όργανο μπορεί να ελέγχει μόνον αν όλα τα μέτρα εποπτείας και ελέγχου που έχουν θεσπιστεί βάσει των διαδικασιών που προβλέπονται σε μια εθνική έννομη τάξη είναι αρκούντως αποτελεσματικά ώστε να καθίσταται δυνατή η ορθή εφαρμογή των κοινοτικών επιταγών.

14

Κατά συνέπεια, δεν παρίσταται ανάγκη να ερευνηθεί αν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε δώσει, όπως υποστηρίζει, επαρκείς οδηγίες στα ομόσπονδα κράτη, αλλά πρέπει να εξεταστούν οι προβαλλόμενοι με την προσφυγή ισχυρισμοί κατά των αιτιάσεων της Επιτροπής όσον αφορά την έλλειψη κανόνων σχετικών με τον τρόπο ελέγχου της τηρήσεως των οριζομένων από την κοινοτική νομοθεσία προϋποθέσεων, την έλλειψη εμπεριστατωμένων διοικητικών ελέγχων και συγκεκριμένης εποπτείας των εξαρτημένων εκτελεστικών υπηρεσιών, την έλλειψη ή το ανεπαρκές των συγκεκριμένων οδηγιών προς τους επιφορτισμένους με επιτόπιους ελέγχους υπαλλήλους, την ανυπαρξία οποιασδήποτε προβλέψεως όσον αφορά τη συχνότητα των επιβαλλομένων αυτών ελέγχων και την έλλειψη οποιασδήποτε γραπτής εκθέσεως όσον αφορά τις επιτόπου διενεργηθείσες επιθεωρήσεις και τα αποτελέσματα τους. Δυνάμει των ισχυουσών στον οικείο τομέα κοινοτικών διατάξεων, οι σχετικές υποχρεώσεις αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις.

15

Με τον κύριο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι κατ' αυτόν τον τρόπο διατυπωθείσες από την Επιτροπή προϋποθέσεις αποτελούν για τα κράτη μέλη πρόσθετες υποχρεώσεις που δεν απορρέουν από τους διέποντες τον σχετικό τομέα κοινοτικούς κανόνες ούτε μπορούν, επομένως, να αποτελούν έγκυρο κριτήριο για την εκτίμηση του τρόπου κατά τον οποίο τα επίμαχα τρία συστήματα επιδοτήσεων εφαρμόστηκαν στα εν λόγω τρία ομόσπονδα κράτη.

16

Συναφώς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, έστω και αν η προαναφερθείσα σχετική κοινοτική νομοθεσία δεν επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη τη θέσπιση μέτρων εποπτείας και ελέγχου όπως αυτά που αναφέρει η Επιτροπή, εξίσου αληθές είναι ότι η υποχρέωση αυτή απορρέει εμμέσως από το γεγονός ότι, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, στα κράτη μέλη εναπόκειται η εφαρμογή των εν λόγω συστημάτων πριμοδοτήσεως και η οργάνωση του συστήματος ελέγχου και εποπτείας.

17

Πιο συγκεκριμένα, πρέπει εν προκειμένω να υπομνηστεί ότι με το άρθρο 8 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ), επιβάλλεται στα κράτη μέλη η γενική υποχρέωση λήψεως των μέτρων που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της πραγματοποιήσεως και του νομότυπου των χρηματοδοτούμενων από το ΕΓΤΠΕ πράξεων, για την πρόληψη και δίωξη των πλημμελειών και την ανάκτηση των απολεσθέντων λόγω πλημμελειών ή αμελειών ποσών εξάλλου, κατά το άρθρο 9 του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του ΕΓΤΠΕ στοιχεία και λαμβάνουν κάθε μέτρο ικανό να διευκολύνει τους ελέγχους που η Επιτροπή κρίνει χρήσιμους.

18

Εκτός από τις γενικές αυτές διατάξεις, πρέπει να επισημανθεί, όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις προς τους παραγωγούς προβείου κρέατος, ότι το άρθρο 5 του προαναφερθέντος κανονισμού 3007/84, ορίζει ότι, πριν από τη λήξη της ανωτέρω καθορισθείσας περιόδου των εκατό ημερών, « ... οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προβαίνουν σε διοικητικούς ελέγχους που συμπληρώνονται με συστηματικές ή δειγματοληπτικές επιτόπιες επιθεωρήσεις του αριθμού των επιλέξιμων προβατίνων που δηλώθηκαν όταν ζητήθηκε η πριμοδότηση ».

19

Όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις για τη διατήρηση των αγελών θηλαζουσών αγελάδων, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1244/82 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 1982, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος πριμοδοτήσεων προς διατήρηση των αγελών θηλαζουσών αγελάδων ( ΕΕ L 143, σ. 20 ), επιβάλλει στις επιφορτισμένες από κάθε κράτος μέλος αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν σε διοικητικούς ελέγχους, συμπληρούμενους από επιτόπιες, δειγματοληπτικές ή, εν ανάγκη, συστηματικές επιθεωρήσεις.

20

Από τις διατάξεις αυτές, θεωρούμενες υπό το φως της υποχρεώσεως της θεμιτής με την Επιτροπή συνεργασίας, που έχει καθιερωθεί με το άρθρο 5 της Συνθήκης, όσον αφορά, ειδικότερα, την ορθή χρησιμοποίηση των κοινοτικών πόρων, απορρέει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να οργανώσουν ένα σύνολο διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων για να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της ορθής τηρήσεως των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων χορηγήσεως των εν λόγω πριμοδοτήσεων.

21

Εφόσον δεν έχει γίνει μια τέτοια συνολική οργάνωση ή εφόσον αυτή που έχει θεσπιστεί από ένα κράτος μέλος είναι ανεπαρκής σε σημείο που να επιτρέπει να υφίστανται αμφιβολίες ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων που έχουν τεθεί για τη χορήγηση των εν λόγω πριμοδοτήσεων, δικαιολογημένα η Επιτροπή δεν αναγνωρίζει ορισμένες από τις δαπάνες του οικείου κράτους μέλους.

22

Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως του προσφεύγοντος κράτους, κατά τον οποίο οι απαιτήσεις της Επιτροπής έναντι των κρατών μελών αποτελούν υποχρεώσεις μη επιβαλλόμενες από την ανωτέρω κοινοτική νομοθεσία, δεν είναι βάσιμος.

23

Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή υποχρεούται πάντοτε να δικαιολογεί την απόφαση της με την οποία διαπιστώνει την έλλειψη ή το ανεπαρκές των θεσπισμένων από τα οικεία κράτη μέλη ελέγχων.

24

Υπό το φως ακριβώς των θεωρήσεων αυτών, πρέπει να εξεταστούν, εν προκειμένω, οι λόγοι της προσφυγής που στρέφονται κατά των τμημάτων της προσβαλλομένης πράξεως που αφορούν την εφαρμογή των εν λόγω συστημάτων πριμοδοτήσεων στα τρία σχετικά ομόσπονδα κράτη.

25

Αναφορικά με τα ποσά της πριμοδοτήσεως υπέρ των παραγωγών πρόβειου κρέατος όσον αφορά το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Βόρειας Βεστφαλίας, που δεν αναγνωρίστηκαν με την προσβαλλόμενη πράξη, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά τη διενεργηθείσα από τους υπαλλήλους της επιθεώρηση, οι αρμόδιες αρχές του ομόσπονδου αυτού κράτους δεν ήταν καν σε θέση να παράσχουν στοιχεία ούτε ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη συστήματος διοικητικών ελέγχων ούτε ως προς τον τρόπο διενεργείας των επιβαλλομένων επιτοπίων ελέγχων.

26

Οι αρχές αυτές δεν ήταν σε θέση να παράσχουν στοιχεία σχετικά με τον τρόπο εξετάσεως των αιτήσεων για πριμοδοτήσεις, την ένταση των επιτόπιων ελέγχων, την έλλειψη καταρτίσεως γραπτών εκθέσεων μετά τους τυχόν διενεργηθέντες ελέγχους και το σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των εποπτευουσών αρχών και των εχόντων εκτελεστικό ρόλο τοπικών υπαλλήλων.

27

Η προσφεύγουσα κυβέρνηση, χωρίς να αντικρούει τις διαπιστώσεις αυτές διά της προσκομίσεως αποδείξεων, περιορίζεται στο να υποστηρίζει ότι, στην πραγματικότητα, διενεργήθηκαν διοικητικοί καθώς και επιτόπιοι έλεγχοι και ότι η μη κατάρτιση γραπτών εκθέσεων αποδεικνύει ότι οι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο υπάλληλοι δεν διαπίστωσαν πλημμέλειες, εφόσον γραπτές εκθέσεις συντάσσονται μόνον όταν είναι κάτι τέτοιο αναγκαίο, δηλαδή σε περίπτωση πλημμελειών.

28

Συναφώς πρέπει να παρατηρηθεί ότι το προσφεύγον κράτος δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ανακριβείς. Οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη θέσπιση ενός κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου των προϋποθέσεων χορηγήσεως πριμοδοτήσεων στο οικείο ομόσπονδο κράτος.

29

Κατόπιν των σκέψεων αυτών, οι λόγοι ακυρώσεως της προσφυγής σχετικά με τη μη αναγνώριση, για κοινοτική χρηματοδότηση, των ποσών που καταβλήθηκαν ως πριμοδοτήσεις στους παραγωγούς πρόβειου κρέατος στη Ρηνανία-Βόρεια Βεστφαλία, για τα οικονομικά έτη 1984 και 1985, πρέπει να απορριφθούν.

30

Όσον αφορά την πριμοδότηση για τη διατήρηση αγελών θηλαζουσών αγελάδων, από την προσβαλλόμενη πράξη, τη δικογραφία καθώς και την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία προκύπτει ότι οι αιτιάσεις κατά των τριών προναφερθέντων ομόσπονδων κρατών αφορούν ειδικότερα τα τέσσερα κατωτέρω σημεία, καθένα από τα οποία συνιστά, κατά την Επιτροπή, συγκεκριμένη παράλειψη τηρήσεως των απαιτούμενων για τη χορήγηση της πριμοδοτήσεως προϋποθέσεων.

31

Πρώτον, στα τρία εν λόγω ομόσπονδα κράτη, δεν υπάρχουν κανόνες όσον αφορά τον τρόπο επιτόπιου υπολογισμού του αριθμού των θηλαζουσών αγελάδων που διαθέτει μια εκμετάλλευση ώστε να καθίσταται πράγματι δυνατή η τήρηση της υποχρεώσεως σχετικά με τη διατήρηση επί έξι μήνες αριθμού θηλαζουσών αγελάδων τουλάχιστον ίσου προς αυτόν για τον οποίο χορηγήθηκε η πριμοδότηση.

32

Δεύτερον, ήταν ανάγκη να προβλεφθεί η κατάρτιση γραπτών εκθέσεων επί των αποτελεσμάτων των επιτόπου διενεργηθέντων ελέγχων τέτοια πρόβλεψη επίσης δεν υφίσταται σε κανένα από τα τρία εν λόγω ομόσπονδα κράτη.

33

Τρίτον, έπρεπε να έχουν θεσπιστεί στα τρία αυτά ομόσπονδα κράτη κανόνες όσον αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως της υποχρεώσεως που αναλαμβάνει ο αιτών την πριμοδότηση να μην πωλεί ούτε γάλα ούτε γαλακτοκομικά προϊόντα επί δώδεκα μήνες από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως του.

34

Τέλος, έπρεπε να υφίστανται, επίσης, κανόνες σχετικά με τον έλεγχο της προϋποθέσεως ότι ο αιτών την πριμοδότηση πρέπει να εκμεταλλεύεται ατομικώς και κατά κύριο επάγγελμα μια γεωργική εκμετάλλευση, δηλαδή να αντλεί το 50 % τουλάχιστον των εισοδημάτων του από τη γεωργική του εκμετάλλευση.

35

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι υποχρεούνταν να θεσπίσει κανόνες όπως αυτοί τους οποίους αναφέρει η Επιτροπή.

36

Βάσει των γενικών σκέψεων που αναπτύχθηκαν ανωτέρω, πρέπει συναφώς να επισημανθεί ότι η κοινοτική νομοθεσία, χωρίς να φθάνει μέχρι του σημείου να αναγκάζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν λεπτομερείς και άκαμπτους κανόνες στον σχετικό τομέα, επιβάλλει, ωστόσο, την υποχρέωση εισαγωγής μιας κατάλληλης δέσμης μέτρων όπου περιέχονται συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές προς τους επιφορτισμένους με τις επιτόπιες επιθεωρήσεις υπαλλήλους.

37

Εν προκειμένω, ένα τέτοιο σύνολο μέτρων πρέπει να περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του αριθμού των θηλαζουσών αγελάδων που διαθέτει μια γεωργική εκμετάλλευση, της εντάσεως των επιβαλλομένων ελέγχων καθώς και τα κριτήρια σχετικά με την επιλογή των προς επιθεώρηση εκμεταλλεύσεων. Το εν λόγω σύνολο μέτρων πρέπει επίσης να προβλέπει την κατάρτιση γραπτής εκθέσεως για τα αποτελέσματα των επιτόπου διενεργούμενων επιθεωρήσεων. Ελλείψει τέτοιας οργανώσεως, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1244/82 έλεγχος θα εστερείτο περιεχομένου και ο έλεγχος που πρέπει στη συνέχεια να διενεργηθεί από την Επιτροπή θα καθίστατο ουσιαστικώς αδύνατος.

38

Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο η Επιτροπή αβασίμως θεώρησε τις ανωτέρω διατυπωθείσες υποχρεώσεις ως προϋποθέσεις απορρέουσες από τη σχετική κοινοτική νομοθεσία δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

39

Στη συνέχεια, η γερμανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, στην πραγματικότητα, διενεργούνταν τακτικοί έλεγχοι και ότι αυτοί ήταν επαρκείς.

40

Όσον αφορά τον ισχυρισμό αυτό, από τη δικογραφία προκύπτει ότι κατ' ουσίαν δεν υφίσταντο στα ομόσπονδα κράτη της Ρηνανίας-Βόρειας Βεστφαλίας και της Βαυαρίας κανόνες ούτε ως προς τον τρόπο υπολογισμού του αριθμού των υφισταμένων σε μια γεωργική εκμετάλλευση θηλαζουσών αγελάδων ούτε ως προς την αναγκαιότητα καταρτίσεως γραπτών εκθέσεων μετά τις διενεργούμενες επιθεωρήσεις· επίσης δεν υφίσταντο κανόνες ως προς τον τρόπο ελέγχου όσον αφορά την τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με τη μη πώληση γάλακτος και την υπεροχή του γεωργικού εισοδήματος του αιτούντος την πριμοδότηση.

41

Η Επιτροπή, προς στήριξη των συμπερασμάτων της σχετικά με την ανυπαρξία μιας πραγματικής γενικής οργανώσεως ελέγχων στα οικεία ομόσπονδα κράτη, αναφέρει ορισμένες ατομικές περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπίστωσε ότι οι εν λόγω πριμοδοτήσεις είχαν χορηγηθεί κατά τρόπο αδικαιολόγητο. Κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας, οι ατομικές αυτές περιπτώσεις, έστω και αν υποτεθεί ότι έχουν διαπιστωθεί, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη γενική άρνηση καταβολής, από το ΕΓΤΠΕ, που αποφάσισε η Επιτροπή, αλλά, το πολύ πολύ, τη μη αναγνώριση των δαπανών που αντιστοιχούν στις εν λόγω ατομικές περιπτώσεις.

42

Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, αυτές οι ατομικές περιπτώσεις αδικαιολόγητης χορηγήσεως πριμοδοτήσεως δεν αποτελούν παρά ένα πρόσθετο στοιχείο για τη δικαιολόγηση της αιτιάσεως της Επιτροπής κατά την οποία, στα δύο προαναφερθέντα ομόσπονδα κράτη, δεν υφίσταντο αποτελεσματικά μέτρα εποπτείας και ελέγχου της τηρήσεως των προϋποθέσεων χορηγήσεως των πριμοδοτήσεων.

43

Εξ αυτού έπεται ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσφυγής αναφορικά με τα δύο ομόσπονδα κράτη πρέπει να απορριφθούν.

44

Όσον αφορά, αντιθέτως, το ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης, παρά το βάσιμο των αιτιάσεων της Επιτροπής σχετικά με την παράλειψη προβλέψεως καταρτίσεως γραπτής εκθέσεως ύστερα από τις επιτόπου διενεργούμενες επιθεωρήσεις, η μη τήρηση των λοιπών προαναφερθεισών υποχρεώσεων δεν αποδείχθηκε. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, στο ομόσπονδο αυτό κράτος είχε οργανωθεί κάποιο σύστημα ελέγχου συνεπαγόμενο έρευνα, έστω και μη εμπεριστατωμένη, των προϋποθέσεων σχετικά με τη μη πώληση γάλακτος και την υπεροχή του γεωργικού εισοδήματος. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε, σε σχέση με το ομόσπονδο αυτό κράτος, ατομικές περιπτώσεις κατά τις οποίες η πριμοδότηση χορηγήθηκε κατά τρόπο καταφανώς εσφαλμένο.

45

Κατά συνέπεια, το μέρος της αποφάσεως της Επιτροπής με το οποίο δεν χρεώνεται το ΕΓΤΠΕ με τις δαπάνες που διενεργήθηκαν στο ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης, όσον αφορά πριμοδοτήσεις για τη διατήρηση αγελών θηλαζουσών αγελάδων, δεν είναι δικαιολογημένο και πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί.

46

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής πρέπει να ακυρωθεί μόνον κατά το μέτρο που δεν χρέωσε το ΕΓΤΠΕ με τις δαπάνες που διενεργήθηκαν, όσον αφορά πριμοδοτήσεις για τη διατήρηση αγελών θηλαζουσών αγελάδων, στο ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης για τα οικονομικά έτη 1984 και 1985, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

Eni των δικαστικών εξόδων

47

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Ωστόσο, σύμφωνα με την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα έξοδα ολικώς ή μερικώς σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση 87/541/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 1987, περί τροποποιήσεως των αποφάσεων 87/468/ΕΟΚ και 87/469/ΕΟΚ σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών όσον αφορά τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, τμήμα « Εγγυήσεων », για τα οικονομικά έτη 1984 και 1985, κατά το μέτρο που η εν λόγω απόφαση δεν επιβάρυνε το ΕΓΤΠΕ με τις δαπάνες που διενεργήθηκαν, όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις για τη διατήρηση αγελών θηλαζουσών αγελάδων στο ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης, για τα εν λόγω οικονομικά έτη.

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

3)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Due

Κακούρης

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Grévisse

Diez de Velasco

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουνίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος

O. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.