61988J0004

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 13ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1989. - LAMBREGTS TRANSPORTBEDRIJF PVBA ΚΑΤΑ ΒΕΛΓΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: RAAD VAN STATE - ΒΕΛΓΙΟ. - ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ - ΑΔΕΙΕΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 4/88.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 02583


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Μεταφορές - Διεθνείς και εθνικές μεταφορές - Πραγματοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών - Αδράνεια του Συμβουλίου - Συνέπειες - Αμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 75 της Συνθήκης - Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 59, 60 και 75)

Περίληψη


Το γεγονός ότι το Συμβούλιο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 75 της Συνθήκης, μη λαμβάνοντας τα μέτρα που είναι αναγκαία για την επέκταση της ελευθερίας της παροχής υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, δεν συνεπάγεται τη δυνατότητα απευθείας εφαρμογής των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης στον τομέα των μεταφορών.

Εξάλλου, αυτό καθεαυτό το άρθρο 75, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), της Συνθήκης δεν παρέχει στους υπηκόους των κρατών μελών δικαιώματα που μπορούν να προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά αποφάσεων που λαμβάνουν οι εθνικές διοικητικές αρχές.

Διάδικοι


Στην υπόθεση 4/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van State του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Lambregts Transportbedrijf, Baarle-Hertog,

και

Βελγικού Δημοσίου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 75, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Τ. Κoopmans, πρόεδρο τμήματος, G. F. Μancini, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: D. Louterman, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Denys, δικηγόρο Βρυξελλών,

- η βελγική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ε. Μarissens, δικηγόρο Βρυξελλών,

- η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ε. F. Jacobs του Υπουργείου Εξωτερικών, και

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Τ. van Rijn, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 25ης Μαΐου 1989,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1987, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιανουαρίου 1988, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) του Βελγίου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 75, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ μιας επιχειρήσεως οδικών μεταφορών, της Lambregts Transportbedrijf (εφεξής: Lambregts) και του βελγικού Δημοσίου.

3 Η Lambregts ήταν κάτοχος ορισμένων αδειών που της είχαν χορηγηθεί από τις βελγικές αρχές για την εκτέλεση εθνικών και διεθνών μεταφορών με δικά της οχήματα, με αφετηρία ή προορισμό το βελγικό έδαφος. Κατά τη διάρκεια διοικητικής έρευνας, που διενεργήθηκε το 1981 προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εταιρία αυτή μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξακολουθούσε να είναι εγκατεστημένη στο Βέλγιο, οι αρμόδιες αρχές διαπίστωσαν ότι η Lambregts δεν είχε στο Βέλγιο την πραγματική έδρα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων κατά την έννοια του βελγικού νόμου περί εταιριών.

4 Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, ο Υπουργός Συγκοινωνιών του Βελγίου ανακάλεσε στις 24 Φεβρουαρίου 1982 όλες τις άδειες μεταφορών που είχαν προηγουμένως χορηγηθεί στη Lambregts.

5 Στις 4 Μαρτίου 1982 η Lambregts υπέβαλε ενώπιον του Raad van State αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, ισχυριζόμενη ότι η ανάκληση των αδειών μεταφορών ήταν ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο. Κατόπιν τούτου, το Raad van State αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

"1) Παρέχει το άρθρο 75, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), της Συνθήκης, καθόσον τουλάχιστον υποχρεώνει το Συμβούλιο να υλοποιήσει την ελευθερία της παροχής υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών, στους υπηκόους των κρατών μελών δικαιώματα που μπορούν να προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά πράξεων που συντελέσθηκαν στις 24 Φεβρουαρίου 1982;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Αντίκειται μήπως στις ανωτέρω διατάξεις το ότι προϋπόθεση για να εξακολουθήσουν να ισχύουν οι άδειες εσωτερικών ή διεθνών μεταφορών, που έχουν χορηγήσει οι αρχές ενός κράτους μέλους σε μια επιχείρηση μεταφορών εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, είναι να έχει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση στο πρώτο κράτος ένα ?κέντρο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων' ή, με άλλα λόγια, να παρέχει τακτικά εντός του εν λόγω κράτους υπηρεσίες που ανάγονται στις εμπορικές δραστηριότητές της και να αντιπροσωπεύεται στο κράτος αυτό από πληρεξούσιο εξουσιοδοτημένο να αναλαμβάνει έναντι των τρίτων υποχρεώσεις για λογαριασμό της;"

6 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται παρακάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7 Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα θέτει το πρόβλημα αν, ενόψει της υποχρεώσεως του Συμβουλίου για την καθιέρωση κοινής πολιτικής μεταφορών, σύμφωνα με τα άρθρα 74 και 75 της Συνθήκης, ο ιδιώτης που δεν διαμένει σε ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών κατά αποφάσεως που εκδόθηκε το 1982 από διοικητική αρχή του κράτους μέλους αυτού και του απαγορεύει την εκτέλεση μεταφορών στο εσωτερικό του κράτους αυτού ή από ή προς το εν λόγω κράτος μέλος.

8 Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως το Δικαστήριο υπέμνησε με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981 (Webb, 279/80, Συλλογή 1981, σ. 3305), το άρθρο 59, με το οποίο διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας, εφαρμόζεται άμεσα και χωρίς αιρέσεις μετά τη λήξη της αναφερόμενης στο άρθρο 8 της Συνθήκης μεταβατικής περιόδου. Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η ελευθερία αυτή συνεπάγεται την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως που υφίσταται ο παρέχων τις υπηρεσίες λόγω του γεγονότος ότι είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος από αυτό όπου πρέπει να παρασχεθεί η υπηρεσία.

9 Ωστόσο, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι δυνάμει του άρθρου 61, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου που αφορά τις μεταφορές, εν προκειμένω τα άρθρα 74 και επόμενα της Συνθήκης. Κατά το άρθρο 75, παράγραφος 1, της Συνθήκης, στο Συμβούλιο εναπόκειται η θέσπιση κοινών κανόνων για τις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό, καθώς και κάθε άλλης χρήσιμης διατάξεως.

10 Οσον αφορά τους κοινούς κανόνες που ίσχυαν στις διεθνείς μεταφορές κατά την κρίσιμη για τη διαφορά της κύριας δίκης περίοδο, πρέπει να επισημανθεί ότι κάθε τέτοια μεταφορά εξαρτιόταν, και εξακολουθεί άλλωστε να εξαρτάται, από τη χορήγηση άδειας και την προϋπόθεση ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στο κράτος μέλος που παρέχει την εν λόγω άδεια. Οι άδειες αυτές χορηγούνται είτε βάσει συστήματος διμερών ποσοστώσεων, που αφορούν μόνο τις μεταφορές μεταξύ δύο κρατών μελών, είτε βάσει συστήματος κοινοτικών ποσοστώσεων, που επιτρέπει στους κατόχους αδείας την εκτέλεση μεταφορών από οποιοδήποτε σημείο ενός κράτους μέλους προς οποιοδήποτε σημείο ενός άλλου κράτους μέλους. Το τελευταίο αυτό σύστημα εισήχθη με τον κανονισμό 3164/76 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1976, περί κοινοτικής ποσοστώσεως για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές που εκτελούνται μεταξύ κρατών μελών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/02, σ. 6).

11 Πρέπει να προστεθεί ότι ο κανονισμός 1841/88 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1988, για την τροποποίηση της κοινοτικής ποσοστώσεως (ΕΕ L 163, σ. 1), διατήρησε το σύστημα αυτό, ορίζοντας ταυτόχρονα ότι από την 1η Ιανουαρίου 1993 καταργούνται, όσον αφορά τους κοινοτικούς μεταφορείς, η κοινοτική ποσόστωση και οι διμερείς ποσοστώσεις μεταξύ κρατών μελών και ότι από την ημερομηνία αυτή η πρόσβαση στην αγορά των οδικών διασυνοριακών μεταφορών εμπορευμάτων στην Κοινότητα θα διέπεται από σύστημα κοινοτικών αδειών που θα χορηγούνται βάσει ποιοτικών κριτηρίων.

12 Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι κατά την κρίσιμη περίοδο, δηλαδή κατά το 1982, οι κοινοί κανόνες που ίσχυαν για τις διεθνείς μεταφορές δεν επέτρεπαν σε επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος από αυτό από το οποίο ή προς το οποίο επρόκειτο να εκτελέσει μεταφορές να επικαλεστεί τους κανόνες περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών.

13 Το ίδιο ίσχυε και για τη δυνατότητα μιας επιχειρήσεως να εκτελεί μεταφορές στο εσωτερικό άλλου κράτους μέλους, όπου δεν διέθετε εγκατάσταση, εφόσον το Συμβούλιο δεν είχε θεσπίσει τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές μεταφορείς που δεν είναι εγκατεστημένοι στο οικείο κράτος μέλος.

14 Οσον αφορά τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή τη μη υλοποίηση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στον τομέα των διεθνών και εθνικών μεταφορών, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, με την απόφαση της 22ας Μαΐου 1985 (Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, 13/83, Συλλογή 1985, σ. 1513), το Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 75 της Συνθήκης, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να εφαρμόζονται απευθείας τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης στον τομέα των μεταφορών. Επομένως, κατά την κρίσιμη περίοδο, δηλαδή κατά το 1982, η εγγύηση ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών όσον αφορά τις διεθνείς μεταφορές υφίστατο μόνο για τις μεταφορές στο εσωτερικό του κράτους μέλους όπου ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση καθώς και για τις μεταφορές από ή προς το κράτος μέλος αυτό και υπό τον όρο της κατοχής άδειας μεταφοράς, σύμφωνα με τις διμερείς ή κοινοτικές ποσοστώσεις που ίσχυαν στο εν λόγω κράτος μέλος.

15 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 75, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), της Συνθήκης δεν παρέχει στους υπηκόους των κρατών μελών δικαιώματα που μπορούν να προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά αποφάσεων που έλαβαν οι εθνικές διοικητικές αρχές το 1982.

16 Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του δευτέρου ερωτήματος του εθνικού δικαστηρίου.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

17 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι κυβερνήσεις του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Raad van State του Βελγίου με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1987, αποφαίνεται:

Το άρθρο 75, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), της Συνθήκης δεν παρέχει στους υπηκόους των κρατών μελών δικαιώματα που μπορούν να προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά αποφάσεων που έλαβαν οι εθνικές διοικητικές αρχές το 1982.