61988C0161

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 16ης Μαΐου 1989. - FRIEDRICH BINDER GMBH & CO KG ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT BAD REICHENHALL. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: FINANZGERICHT MUENCHEN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΚΥΡΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΑΣΜΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 161/88.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 02415


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Το Finanzgericht του Μονάχου υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα με το οποίο ζητεί κατ' ουσίαν να προσδιοριστεί η επίπτωση ενός λάθους των εθνικών διοικητικών αρχών όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου έναντι καλόπιστων επιχειρηματιών.

2. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως είναι τα εξής. Από τις 30 Ιανουαρίου μέχρι τις 5 Μαρτίου 1983, η Friedrich Binder GmbH & Co. (εφεξής: Βinder), εταιρία γερμανικού δικαίου, εισήγαγε από τη Γιουγκοσλαβία δώδεκα παρτίδες κατεψυγμένου βύσσινου. Οι γερμανικές τελωνειακές αρχές, το Ηauptzollamt του Βad Reichenhall, καθόρισε τους δασμούς με τον προτιμησιακό συντελεστή του 10,4 % που αναφερόταν στο γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως και ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 1983.

3. Ομως ο πιο πάνω συντελεστής ήταν αυτός που περιείχετο σε πρόταση κανονισμού που η Επιτροπή είχε υποβάλει στο Συμβούλιο στις 16 Ιουλίου 1982. Ο ισχύων, εν προκειμένω, συντελεστής ήταν 13 % που είχε θεσπιστεί με τον κανονισμό του Συμβουλίου 1272/80, της 22ας Μαΐου 1980, περί συνάψεως της ενδιαμέσου συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας περί των εμπορικών συναλλαγών και της εμπορικής συνεργασίας (1). Η πρόταση κανονισμού που είχε υποβάλει η Επιτροπή ουδέποτε ψηφίστηκε. Ο γερμανός Υπουργός Οικονομικών, με απόφαση της 9ης Μαρτίου 1983, διόρθωσε το δασμό που ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 1983 ανακαθορίζοντάς τον στο 13 %. Με τρεις πράξεις οριστικής επιβολής δασμών που εκδόθηκαν στις 28 Μαρτίου, στις 29 Μαρτίου και στις 13 Ιουνίου 1983, οι γερμανικές αρχές αξίωσαν την εκ των υστέρων καταβολή δασμών ίσων προς τους μη καταβληθέντες.

4. Κατόπιν ενστάσεως της Βinder, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε από την Επιτροπή, με έγγραφο που της κοινοποίησε στις 5 Ιουλίου 1985, να λάβει απόφαση ως προς τη σκοπιμότητα της μη εκ των υστέρων εισπράξεως των εισαγωγικών δασμών σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού της Επιτροπής 1573/80 της 20ής Ιουνίου 1980 (2). Πράγματι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1979 (3), "οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μην προβαίνουν σε ενέργειες εισπράξεως "εκ των υστέρων" ποσού εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν καταβλήθηκε συνεπεία λάθους αυτών των ιδίων των αρμόδιων αρχών που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο", υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος είναι καλόπιστος και η τελωνειακή διασάφηση νομότυπη.

5. Με την απόφαση 8/85 της 5ης Νοεμβρίου 1985 (εφεξής: η απόφαση), η Επιτροπή δήλωσε ότι έπρεπε να γίνει η εκ των υστέρων είσπραξη.

6. Το Finanzgericht του Μονάχου, ενώπιον του οποίου προσέφυγε η Βinder κατά της απορρίψεως από τις τελωνειακές αρχές της διοικητικής της ενστάσεως, ζήτησε από το Δικαστήριο να εκτιμήσει το κύρος της απόφασης της Επιτροπής.

7. Οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο. Ωστόσο, από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως διαπιστώνεται ότι η αμφισβήτηση του κύρους της αποφάσεως της Επιτροπής ερείδεται, αφενός, στην παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, αφετέρου, στη μη τήρηση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Ας εξετάσω διαδοχικά τα δύο αυτά σημεία.

8. Οσον αφορά την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, είχα ήδη την ευκαιρία, στο πλαίσιο της υποθέσεως Ρadovani (4 )να διατυπώσω την άποψή μου όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής αυτής σε περίπτωση λάθους των εθνικών αρχών. Τότε υπενθύμισα ότι, με την απόφαση Μaizena (5), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι

"η πρακτική ενός κράτους μέλους που αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο δεν δύναται ποτέ να δημιουργήσει νομικές καταστάσεις που να προστατεύονται από το κοινοτικό δίκαιο" (6).

9. Αλλά, όπως διευκρίνισα τότε, το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως αυτής έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να καθοριστεί ενόψει της νομολογίας με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ύπαρξη, εντός της κοινοτικής έννομης τάξης, των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας του δικαίου (7). Οι αρχές αυτές αποσκοπούν, εξ ορισμού, στην προστασία, για την επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ επιείκειας και νομιμότητας, μη σύννομων, από αυστηρά νομική άποψη, καταστάσεων. Αρνηση εφαρμογής των αρχών αυτών στην περίπτωση λάθους της διοικήσεως θα ισοδυναμούσε με στέρηση από τις εν λόγω αρχές σημαντικού μέρους των αποτελεσμάτων τους.

10. Η Επιτροπή διατείνεται ότι η επιβεβαίωση της υπάρξεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσον αφορά το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως, το οποίο έχει απλώς δηλωτικό χαρακτήρα, θα οδηγούσε στην αμφισβήτηση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, εφόσον μόνον οι κανονισμοί που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχουν νομικήν ισχύ.

11. Ας μου επιτραπεί ως προς το σημείο αυτό να αναφερθώ στη γνώμη που εξέφρασε ο γενικός εισαγγελέας Reischl με τις προτάσεις του στην υπόθεση Αmylum (8), κατά την οποία μια δημοσιευμένη πρόταση

"δυνάμει της νομολογίας τόσο του Δικαστηρίου όσο και των εθνικών δικαστηρίων, δύναται βεβαίως να θεωρηθεί ως στοιχείο σχετικό με το ζήτημα της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης" (9).

Ομως μια δημοσιευμένη πρόταση δεν δεσμεύει και αν μπορεί, καθώς φαίνεται, να παράγει ορισμένα αποτελέσματα, όπως αυτά που επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Reischl, στερείται ωστόσο νομικής ισχύος υπό την αυστηρή έννοια του όρου. Οπως προείπα, το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως δεν έχει παρά δηλωτικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, απλώς και μόνον το γεγονός της λήψεως υπόψη των αναφερομένων στο δασμολόγιο αυτό στοιχείων για την εκτίμηση της υπάρξεως ή μη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσον αφορά ένα επιχειρηματία δεν έχει ως αποτέλεσμα να προσδίδεται στο δασμολόγιο αυτό, όπως ακριβώς συμβαίνει και με μια δημοσιευθείσα πρόταση, νομική ισχύς ούτε, κατά συνέπεια, να προσβάλλεται η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου.

12. Η Επιτροπή διατείνεται επίσης ότι η υιοθέτηση των ισχυρισμών της Βinder αποτελεί πλήγμα για την ενότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, των οποίων την αναγκαιότητα έχει τονίσει το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του Racke (10 )και Decker (11), εφόσον κατ' αυτόν τον τρόπο εισάγεται διάκριση εις βάρος επιχειρηματιών άλλων κρατών μελών ως προς τους οποίους εφαρμόστηκε ο ισχύων συντελεστής.

13. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη δυσμενούς οικονομικής διακρίσεως κατά το μέτρο που η Βinder, η οποία είχε λάβει υπόψη το εσφαλμένο δασμολόγιο, δεν μπορεί πλέον να μετακυλίσει στους πελάτες της τους εισαγωγικούς δασμούς που αποτελούν το αντικείμενο της εκ των υστέρων εισπράξεως, το επιχείρημα της Επιτροπής παραγνωρίζει το γεγονός ότι υφίσταται εν προκειμένω μια όλως ιδιάζουσα - θα τολμούσα μάλιστα να πω παθολογική - κατάσταση η οποία απορρέει από λάθος μιας εθνικής διοικητικής υπηρεσίας, που η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει ως σπανιότατο.

14. Πράγματι, αυτό που η Επιτροπή φαίνεται να ζητεί σιωπηρώς από το Δικαστήριο, είναι να κρίνει ότι η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να προβάλλεται παρά μόνο έναντι κειμένου προερχομένου από τα κοινοτικά όργανα και όχι έναντι κειμένου δημοσιευμένου από εθνική διοικητική υπηρεσία, έστω κι αν το κείμενο αυτό έχει ως αντικείμενο κοινοτική ρύθμιση. Με άλλα λόγια, προκύπτει ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη τα δικά της λάθη, αλλά όχι να υιοθετείται η ίδια στάση και όσον αφορά τα λάθη μιας εθνικής διοικητικής υπηρεσίας.

15. Βεβαίως, στην υπόθεση Salerno, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι

"τα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι τα όργανα θα συμμορφωθούν προς τα ψηφίσματα" (12).

Αλλά με την απόφαση Fingruth (13 )της 5ης Οκτωβρίου 1988, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι μια κοινή πρακτική κοινοτικού οργάνου και εθνικής υπηρεσίας μπορεί να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη από πλευράς ενός κοινοτικού υπαλλήλου. Εφόσον μπορεί να γίνει επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι μιας διοικητικής πρακτικής που ακολουθείται τόσο από μια εθνική υπηρεσία όσο και από ένα κοινοτικό όργανο, δεν βλέπω το λόγο γιατί να μην μπορεί να γίνει το ίδιο και όσον αφορά ένα εθνικό κείμενο, έστω και καθαρά δηλωτικού χαρακτήρα, το αντικείμενο του οποίου είναι να καταστούν γνωστές στο κοινό διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

16. Είναι αυτονόητο ότι δεν προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι τα λάθη που θα διαπράττονταν κατά την εφαρμογή, από τις εθνικές αρχές, του κοινού δασμολογίου ουδέποτε επιτρέπουν, δυνάμει της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, την εκ των υστέρων είσπραξη. Προτείνω απλώς στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι μια τέτοια αρχή μπορεί να τύχει εφαρμογής σε παρόμοια περίπτωση. Θα πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί αν, ενόψει των πραγματικών περιστατικών, η Βinder δικαιούται ή όχι να επικαλεστεί λυσιτελώς, κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

17. Ας εξετάσω τώρα το άρθρο 5 του κανονισμού 1697/79. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο αυτό αναφέρεται στην έννοια του "λάθους που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο".

18. Σχετικά με τα ανωτέρω, η Επιτροπή στηρίζεται, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί της Βinder, στην απόφαση Van Gend en Loos (1)4, η οποία αφορά τις, κατά τα λεγόμενα της Επιτροπής, "παρόμοιες" διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (15). Πράγματι, το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού ορίζει ότι "επιτρέπεται επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή διαγραφή χρέους εισαγωγικών δασμών σε καταστάσεις που ανακύπτουν από ιδιαίτερες συνθήκες και στις οποίες δεν υπήρξε καμία αμέλεια ή δόλος εκ μέρους του ενδιαφερομένου". Το Δικαστήριο, στην υπόθεση αυτή, δέχθηκε ότι,

"ακόμα κι αν υποτεθεί ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 μπορεί να ερμηνευθεί ότι ταυτίζεται με την έννοια της ανωτέρας βίας, η αναγνώριση περιπτώσεως ως ανωτέρας βίας προϋποθέτει, τουλάχιστον, ότι η εξωτερική αιτία την οποία επικαλούνται τα υποκείμενα του δικαίου έχει τόσο ακαταμάχητες και αναπόφευκτες συνέπειες, ώστε να καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη για τους ενδιαφερομένους η τήρηση των υποχρεώσεών τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπου πρόκειται για ενημερωμένους επαγγελματίες επιχειρηματίες, όπως οι προσφεύγουσες, η λήψη ανίσχυρων πιστοποιητικών καταγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτη και αναπόφευκτη περίσταση, παρ' όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια. Ο εκτελωνιστής από την ίδια τη φύση των καθηκόντων του αναλαμβάνει την ευθύνη τόσο για την καταβολή των εισαγωγικών δασμών, όσο και για τη νομιμότητα των παραστατικών που υποβάλλει στις τελωνειακές αρχές" 16.

19. Δεν θεωρώ ωστόσο βέβαιον ότι υφίσταται, όπως διατείνεται η Επιτροπή, ταυτότητα νοήματος μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 και του άρθρου 5 του κανονισμού 1697/79. Πράγματι, ο πρώτος κανονισμός αφορά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, για κάποιο λόγο, οι δασμοί που εισπράχθηκαν ή που είναι "απαιτητοί" πρέπει να επιστραφούν ή να διαγραφεί το σχετικό μ' αυτούς χρέος. Και απαριθμεί τους λόγους που δικαιολογούν αυτή την επιστροφή ή διαγραφή, όπως, ιδίως, ο καθορισμός της τελωνειακής οφειλής σε ποσό υψηλότερο αυτού που νομίμως οφείλεται, εμπορεύματα που δεν έγιναν δεκτά από τον εισαγωγέα λόγω του ότι ήσαν ελαττωματικά ή διαφορετικά από τα συμφωνηθέντα, πλάνη του αποστολέα, εμπορεύματα των οποίων η χρησιμοποίηση είναι αδύνατη για ορισμένους λόγους, τέλος - και αυτό είναι το αντικείμενο του άρθρου 13 - "καταστάσεις που ανακύπτουν από ιδιαίτερες συνθήκες για τις οποίες δεν υπήρξε καμιά αμέλεια ή δόλος από μέρους του ενδιαφερόμενου". Πρόκειται, πράγματι, περί προσθήκης μιας νέας περιπτώσεως επιστροφής ή διαγραφής τελωνειακού χρέους και το άρθρο αυτό, ορθότατα, αποκλείει την επιστροφή ή τη διαγραφή σε περίπτωση δόλου του ενδιαφερομένου, δηλαδή συμπεριφοράς αποκαλύπτουσας κακή πίστη ή σε περίπτωση αμέλειας, δηλαδή απλού λάθους ή αβελτηρίας. Φαίνεται ότι στην απόφαση Van Gend en Loos, με την οποία το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ρητώς ως προς την ταυτότητα των διατάξεων αυτών με την έννοια της ανωτέρας βίας, έγινε απλώς εφαρμογή της επιφυλάξεως αυτής ως προς την αμέλεια με την επισήμανση ότι ένας εκτελωνιστής ο οποίος, από την ίδια τη φύση των καθηκόντων του, φέρει την ευθύνη όσον αφορά το νομότυπο των παραστατικών που καταθέτει στις τελωνειακές αρχές, όφειλε να ελέγξει το κύρος των πιστοποιητικών καταγωγής που του είχαν παρασχεθεί.

20. Εντελώς διαφορετική είναι η οικονομία του κανονισμού 1697/79. Πρόκειται, αντιστρόφως, όχι για επιστροφή ή διαγραφή χρέους δασμών, αλλά για την εκ των υστέρων είσπραξή τους. Ο εν λόγω κανονισμός δεν διευκρινίζει τις αιτίες που οδήγησαν στη μη είσπραξη. Το άρθρο 1 αναφέρεται απλώς, κατά γενικό τρόπο, σε "εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς οι οποίοι, ανεξαρτήτως λόγου, δεν κατέστησαν απαιτητοί σε βάρος του φορολογουμένου". Και το άρθρο 5 προβλέπει τρεις περιορισμούς ως προς την είσπραξη:

- ολική αδυναμία οποιασδήποτε προς τούτο ενέργειας όταν το εισπραχθέν ποσό, το οποίο ήταν κατώτερο του νομίμως οφειλομένου, υπολογίστηκε βάσει πληροφοριών που δόθηκαν από αυτές τις ίδιες τις αρμόδιες αρχές και οι οποίες δεσμεύουν αυτές?

- η ίδια αδυναμία υφίσταται όταν το ίδιο αυτό ποσό υπολογίστηκε βάσει διατάξεων γενικού χαρακτήρα που μεταγενεστέρως ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση? η διάταξη αυτή, όπως και η προηγούμενη, προκύπτει από την παράγραφο 1 του άρθρου?

- οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μη προβαίνουν σε ενέργειες εισπράξεως συνεπεία λάθους που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο? αυτό είναι και το αντικείμενο του άρθρου 5, παράγραφος 2, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.

21. Ο κανονισμός 1573/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1980, που εκδόθηκε για την εφαρμογή των διατάξεων του προαναφερθέντος άρθρου 5, παράγραφος 2, καθορίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχες του κράτους μέλους πρέπει να ζητούν από την Επιτροπή τη λήψη αποφάσεως. Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι η διάταξη αυτή

"πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις, ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να μην πραγματοποιηθεί είσπραξη των δασμών" 17.

22. Πριν εξετάσω το αν εφαρμόζεται, εν προκειμένω, το άρθρο 5, παράγραφος 2, νομίζω ότι πρέπει να επιστήσω την προσοχή του Δικαστηρίου στις διατάξεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου. Ασφαλώς, η ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή αφορά το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής από πλευράς και μόνο της παραγράφου 2, αλλά γεννάται ωστόσο, το ερώτημα μήπως, μεταξύ των στοιχείων που η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη κατά το χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεώς της, έπρεπε να περιλαμβάνεται και ο έλεγχος του αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την "εκ των υστέρων" είσπραξη και, ως εκ τούτου, ο έλεγχος ότι δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1; Πράγματι, εφόσον το λάθος παρουσιάζει όλα τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού χαρακτηριστικά - δηλαδή ότι οφείλεται στις αρμόδιες αρχές και περιλαμβάνεται στις πληροφορίες που δεσμεύουν τις τελευταίες - η "εκ των υστέρων" είσπραξη είναι απολύτως αδύνατη. Και δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατό, στην περίπτωση αυτή, να μπορεί η Επιτροπή να εκτιμήσει αν πρέπει ή όχι να εισπραχθούν οι δασμοί, ενόψει των απαιτουμένων από την παράγραφο 2 προϋποθέσεων. Η απλή λογική απαιτεί όπως η Επιτροπή, πριν εξετάσει αν πρέπει ή όχι να γίνει "εκ των υστέρων" είσπραξη, να έχει ελέγξει αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις που επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Η μη αναγνώριση μιας τέτοιας προϋποθέσεως θα μπορούσε να οδηγήσει στο να αποφασίζει η Επιτροπή ότι πρέπει να γίνει "εκ των υστέρων" είσπραξη σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η είσπραξη αυτή θα απαγορευόταν από το άρθρο 5, παράγραφος 1.

23. Εξάλλου, το Δικαστήριο θα πρέπει να δώσει συγκεκριμένη λύση στα προβλήματα αυτά διότι, στην υπόθεση 80/89, όμοια απολύτως προς την προκειμένη, το Finanzgericht του Αμβούργου υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετιζόμενο επίσης με την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1.

24. Επομένως, σήμερα ή αύριο, θα πρέπει το Δικαστήριο να διευκρινίσει το νόημα της φράσης "πληροφορίες που δόθηκαν από αυτές τις ίδιες τις αρμόδιες αρχές και οι οποίες δεσμεύουν αυτές".

25. Είναι γνωστό ότι, όσον αφορά τελωνειακής φύσεως ζητήματα, οι υποκείμενοι στο φόρο έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από τη διοίκηση τη γνώμη της επί ορισμένων πτυχών των ρυθμίσεων σχετικά με τα εμπορεύματα που θέλουν να διασαφήσουν. Αλλά η νομική επιστήμη θεωρεί ότι η γνώμη που κατ' αυτόν τον τρόπο δίδουν οι τελωνειακές αρχές δεν έχει καμιά νομική αξία και δεν αποτελεί παρά απλή πληροφορία μη δεσμευτική για τη διοίκηση 18. Θέλησε, άραγε, το άρθρο 5, παράγραφος 1, μνημονεύοντας τις "πληροφορίες που δόθηκαν από αυτές τις ίδιες τις αρμόδιες αρχές και οι οποίες δεσμεύουν αυτές", να αποκλείσει τις γνώμες που δίδονται από τις τελωνειακές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες η νομική επιστήμη θεωρεί μέχρι σήμερα ότι δεν δεσμεύουν τη διοίκηση ή, αντιθέτως, θέλησε να υποδηλώσει ότι τέτοιες γνώμες δεσμεύουν στο εξής τις τελωνειακές αρχές και καθιστούν αδύνατη κάθε "εκ των υστέρων" είσπραξη;

26. Η γνώμη μου είναι ότι η δεύτερη περίπτωση είναι η μόνη που μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, προβλέπει δύο ενδεχόμενα κατά τα οποία αποκλείεται η εκ των υστέρων είσπραξη: είτε όταν το λάθος οφείλεται σε "πληροφορίες" της ίδιας της αρμόδιας αρχής (πράγμα που αποτελεί το αντικείμενο της πρώτης περίπτωσης), είτε όταν το λάθος προέρχεται από "διατάξεις γενικού χαρακτήρα που μεταγενεστέρως ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση" (το ενδεχόμενο που αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση). Αν ο κοινοτικός νομοθέτης είχε θελήσει να συμπεριλάβει στην έννοια των "πληροφοριών" διατάξεις γενικού χαρακτήρα, όπως διοικητικές οδηγίες ή κανονιστικής φύσεως κείμενα, θα περιελάμβανε επίσης στην πρώτη περίπτωση την έκφραση "διατάξεις γενικού χαρακτήρα" που περιλαμβάνεται στη δεύτερη περίπτωση. Κατά συνέπεια, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, το οποίο δεν αποτελεί παρά εφαρμογή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να δοθεί η έννοια ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη μπορεί να θεμελιώνεται είτε σε συγκεκριμένη πληροφορία των τελωνειακών αρχών προς τον υποβάλλοντα τελωνειακή διασάφηση ή προς κάθε άλλο ενδιαφερόμενο επιχειρηματία, είτε σε κείμενο γενικού χαρακτήρα το παράτυπο του οποίου αναγνωρίστηκε μεταγενέστερα δικαστικώς. Αντιθέτως, η δικαιολογημένη αυτή εμπιστοσύνη δεν μπορεί, ελλείψει αποφάσεως περί του ανισχύρου, να θεμελιωθεί σε κείμενο γενικού χαρακτήρα αντίθετο προς διατάξεις με νομική ισχύ. Διαφορετική λύση θα οδηγούσε σε ανατροπή της ιεραρχίας των νομικών κανόνων. Αλλωστε, η λύση αυτή έχει υιοθετηθεί από το γερμανικό δίκαιο, εφόσον με απόφαση του Βundesfinazhof 19 θεωρείται ότι ο φορολογούμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί την πίστη που έδωσε στις διατάξεις μιας αποφάσεως του ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομικών αντίθετης προς διατάξεις νομοθετικής φύσεως. Σύμφωνα με το δικαστήριο αυτό, αντίθετη λύση θα καθιστούσε δυνατή την κατάργηση νομοθετικών διατάξεων με γενικού χαρακτήρα αποφάσεις της διοικήσεως. Επομένως, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη μπορεί να προστατεύεται μόνο στο πλαίσιο συγκεκριμένης έννομης σχέσης μεταξύ της αρμόδιας διοικητικής αρχής και του φορολογουμένου.

27. Εφόσον κατά συνέπεια θα πρέπει, όπως είναι επόμενο, το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, να ερμηνευθεί ως αφορούν μόνο τις συγκεκριμένες πληροφορίες που παρέχονται από τις τελωνειακές αρχές σε συγκεκριμένο επιχειρηματία, το να θεωρηθεί ότι τέτοιες πληροφορίες δεν δεσμεύουν τις τελωνειακές αρχές θα ισοδυναμούσε με στέρηση από τη διάταξη αυτή κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, εφόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, η προαναφερθείσα διάταξη δεν θα μπορούσε πλέον να εφαρμόζεται και θα καθίστατο, κατά κάποιο τρόπο, γράμμα απολύτως κενό περιεχομένου. Αυτή είναι, άλλωστε, και η γνώμη του καθηγητή Βerr ο οποίος, σχολιάζοντας το άρθρο 5 του κανονισμού 1697/79, παραπέμπει ρητώς σ' αυτά που ανέφερε όσον αφορά τις αιτήσεις για έκδοση γνώμης που υποβάλλουν οι αιτούμενοι τελωνειακές διασαφήσεις (20)20.

28. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά την προκειμένη περίπτωση, το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πληροφόρηση που δόθηκε από την αρμόδια αρχή, λαμβανομένου υπόψη, όπως έχει λεχθεί, του γενικού του χαρακτήρα και του γεγονότος ότι δεν αφορά την ιδιαίτερη κατάσταση συγκεκριμένου επιχειρηματία. Επομένως, δεν είναι το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, αυτό βάσει του οποίου θα πρέπει το Δικαστήριο να εκτιμήσει την επιρροή αυτού του δασμολογίου χρήσεως και του περιεχόμενου σ' αυτό λάθους όσον αφορά τη λύση που πρέπει να δοθεί στην υπό κρίση διαφορά.

29. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξεταστεί τώρα αν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, δικαιολογημένα η Επιτροπή διέταξε την εκ των υστέρων είσπραξη, δηλαδή αν, στην πραγματικότητα, μπορούσε λογικά η Βinder να ανακαλύψει το εν λόγω λάθος. Σχετικά, με το θέμα αυτό, προβλήθηκαν εκατέρωθεν αντικρουόμενα επιχειρήματα.

30. Αφενός, στη Διάταξη περί παραπομπής υπογραμμίστηκε το γεγονός ότι η Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της οποίας το κόστος είναι υψηλό γι' αυτούς που επιθυμούν να την προμηθευτούν, δεν είναι πάντοτε διαθέσιμη στα τελωνεία, ότι είναι ενίοτε δυσχερής ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου κοινοτικού κανονισμού, ότι όλος ο κόσμος στηρίζεται πάντοτε στο γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως που δημοσιεύεται από το ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, ότι οι δασμολογικοί κανονισμοί δημοσιεύονται συνήθως τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο ισχύοντες αναδρομικώς από 1ης Ιανουαρίου, τέλος ότι οι υποβαλλόμενες από την Επιτροπή προτάσεις ψηφίζονται γενικώς από το Συμβούλιο.

31. Αντιθέτως, η Επιτροπή απάντησε ότι το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως δεν έχει, όπως και στα ίδια τα σχόλιά του αναφέρεται 21, παρά δηλωτικό χαρακτήρα και ότι ο επιχειρηματίας που συμβουλεύεται μόνο το δασμολόγιο αυτό πρέπει να φέρει και τον κίνδυνο της ενδεχόμενης αντίθεσής του προς τα δημοσιευθέντα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κείμενα.

32. Εχω ήδη διατυπώσει τη γνώμη μου όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής εδώ της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, χωρίς ουδόλως να θέτω υπό αμφισβήτηση την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου.

33. Δεν νομίζω, παρ' όλ' αυτά, ότι ευσταθούν τα επιχειρήματα του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά το κόστος και τις δυσκολίες προμηθεύσεως της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα επιχειρήματα αυτά δεν έχουν, εν πάση περιπτώσει, καμιά αξία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων όπου, κατά γενικό κανόνα, υποτίθεται ότι όλοι γνωρίζουν το νόμο εφόσον αυτός έχει δεόντως δημοσιευθεί.

34. Αφετέρου, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 αποτελεί αναμφισβήτητα εξαίρεση από την αρχή "Νemo censetur ignorare legem" και από την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η εξαίρεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενώς.

35. Σχετικά, έχω τη γνώμη, την οποία και το ίδιο το Δικαστήριο έδειξε ότι, κατά κάποιο τρόπο, συμμερίζεται με την προαναφερθείσα απόφασή του Van Gend en Loos σχετικά με τον κανονισμό 1430/79, ότι η φύση της εργασίας ενός φορολογουμένου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια ενόψει του οποίου πρέπει να εκτιμάται το κατά πόσο είναι λογικώς δυνατό να ανακαλυφθεί ένα λάθος. Ο επαγγελματίας που εισάγει συνήθως το σχετικό προϊόν - εκτελωνιστής ή εταιρία εισαγωγών-εξαγωγών - οφείλει να γνωρίζει τα ισχύοντα στον οικείο τομέα δασμολόγια, είτε μέσω της τακτικής αναγνώσεως των Επίσημων Εφημερίδων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είτε μέσω των πληροφοριών που παρέχουν τα συνδικάτα και οι επαγγελματικές οργανώσεις του κλάδου δραστηριότητάς του. Η έλλειψη τέτοιας προσοχής αποτελεί κίνδυνο που μπορεί βεβαίως να αναλαμβάνει, αλλά του οποίου θα πρέπει, όπως είναι επόμενο, να υφίσταται και όλες τις συνέπειες. Αντιθέτως, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική στην περίπτωση επιχειρήσεως η οποία, ευκαιριακώς, εισάγει το σχετικό εμπόρευμα, ενώ η συνήθης εμπορική της δραστηριότητα δεν αφορά την εισαγωγή αυτού του εμπορεύματος.

36. Τέλος, τίποτα δεν εμποδίζει έναν επιχειρηματία από το να ερωτά a priori τις τελωνειακές αρχές ποια είναι η δασμολογική κλάση των εμπορευμάτων που προτίθεται να εισαγάγει, λαμβάνοντας έτσι τη γνώμη των τελωνειακών αρχών η οποία, όπως είδαμε, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, τις δεσμεύει ενώ τον προστατεύει σε περίπτωση τυχόν λαθών από κάθε εκ των υστέρων είσπραξη.

37. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η Βinder μπορούσε λογικώς να ανακαλύψει το εν λόγω λάθος.

38. Κατόπιν τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα την εξής απάντηση:

Από την εξέταση του υποβληθέντος από το Finanzgericht του Μονάχου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να συναχθεί το ανίσχυρο της αποφάσεως 8/85 της 5ης Νοεμβρίου 1985, που απευθύνθηκε προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι έπρεπε, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να γίνει εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών.

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

(1) ΕΕ ειδ. έκδ. 011/020, σ. 102.

(2) Περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου περί της εισπράξεως "εκ των υστέρων" εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, που δεν είχαν απαιτηθεί από τον οφειλέτη για εμπορεύματα δηλωθέντα για τελωνειακό καθεστώς που συνεπάγεται υποχρέωση καταβολής τέτοιου είδους δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 011/020, σ. 243).

(3) Περί της "εκ των υστέρων" εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από το φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφήστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 002/007, σ. 254).

(4)? Υπόθεση 210/87, προτάσεις της 1 ης Ιουνίου 1988, Συλλογή 1988, σ. 6187

(5) Υπόθεση 5/82, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1982, Συλλογή 1982, σ. 4601.

(6) Σκέψη 22.

(7) Υπόθεση 112/77, Τoepfer απόφαση της 3ης Μαΐου 1970, Rec. 1970, σ. 1019.

(8) Υπόθεση 108/81, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, Συλλογή 1982, σ. 3107.

(9) σ. 3149.

(10)?? Υπόθεση 98/78, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 79, Rec. 1979, σ. 69.

(11) Υπόθεση 99/78, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1979, Rec. 1979, σ. 101.

(12) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 87, 130/77, 22/83, 9 και 10/84, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, Συλλογή 1985, σ. 2523, σκέψη 59.

(13)?? Υπόθεση 9/87, Συλλογή 1988, σ. 6121, σκέψη 15.

(1) 3

(15)

(20)