ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MARCO DARMON

της 14ης Φεβρουαρίου 1990 ( *1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι οικαστές,

1. 

Η Ελληνική Δημοκρατία έχει ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 3955/87 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1987, σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ ( 1 ) ( στο εξής: κανονισμός 3955/87 ).

2. 

Σκοπός του κανονισμού αυτού, ο οποίος στηρίζεται στη Συνθήκη ΕΟΚ « και ιδίως το άρθρο 113 » ( 2 ), με το οποίο θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι καθιερώνεται η κοινή εμπορική πολιτική, είναι να επιβληθεί η τήρηση ορισμένων ανώτατων επιτρεπόμενων ορίων ραδιενεργούς μολύνσεως για ορισμένα γεωργικά προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών, που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να ελέγχουν την τήρηση των ανώτατων αυτών ορίων και καθιερώνει ένα σύστημα ανταλλαγής των πληροφοριών, ο κεντρικός δίαυλος του οποίου είναι η Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί, με τη συνεργασία μιας επιτροπής ad hoc, να λαμβάνει μέτρα που ενδέχεται να συνίστανται ακόμη και στην απαγόρευση εισαγωγής των προϊόντων καταγωγής μιας συγκεκριμένης τρίτης χώρας.

3. 

Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος επρόκειτο να ισχύσει επί δύο έτη, αντικαθιστά έναν προηγούμενο κανονισμό, τον 1707/86, της 30ής Μαΐου 1986 ( 3 ), του οποίου το περιεχόμενο ήταν ταυτόσημο και η διάρκεια ισχύος, που είχε οριστεί αρχικά μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1986, είχε παραταθεί δύο φορές μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1987 ( 4 ).

4. 

Θα ήθελα ακόμη να προσθέσω ότι το Συμβούλιο εξέδωσε, επίσης στις 22 Δεκεμβρίου 1987, τον κανονισμό (Ευρατόμ) 3954/87, για τον καθορισμό των μεγίστων επιτρεπτών επιπέδων ραδιενέργειας στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές λόγω πυρηνικού ατυχήματος ή σε περίπτωση εκτάκτου κινδύνου από ακτινοβολίες ( 5 ), ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής 70/88 που άσκησε το Κοινοβούλιο κατά του Συμβουλίου.

5. 

Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με την παρούσα προσφυγή είναι δύο: πρώτον, παραβίαση των Συνθηκών ΕΟΚ και Ευρατόμ και κατάχρηση εξουσίας και, δεύτερον, αοριστία της προτάσεως της Επιτροπής. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έχει στην ουσία δύο σκέλη: το ένα αφορά την παραβίαση των ανωτέρω Συνθηκών, την οποία κατά την Ελληνική Δημοκρατία διέπραξε το Συμβούλιο βασιζόμενο αποκλειστικά στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, ενώ το δεύτερο αφορά τον ισχυρισμό περί υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας. Στον τίτλο του τμήματος 1 του δικογράφου της προσφυγής γίνεται επίσης αναφορά στην παράβαση ουσιώδους τόπου. Από την ανάγνωση όμως των παρατηρήσεων που αναπτύσσονται στον τίτλο αυτό προκύπτει ότι στην πραγματικότητα το Συμβούλιο κατηγορείται μόνο για το ότι επέλεξε εσφαλμένη νομική βάση και ότι επομένως ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας. Το επιχείρημα ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της πρώτης αιτιολογικής αναφοράς του προοιμίου του προσβαλλόμενου κανονισμού, η οποία αφορά το άρθρο 113, και των μέτρων που λαμβάνονται στο καθαυτό κείμενο του κανονισμού, τα οποία στηρίζονται, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, σε άλλη νομική βάση, φαίνεται να εμπεριέχεται στην αιτίαση περί επιλογής εσφαλμένης νομικής βάσεως. Επομένως, είναι περιττή η αναφορά στην παράβαση ουσιώδους τύπου.

6. 

Πριν όμως εξεταστούν οι δύο λόγοι ακυρώσεως, πρέπει να επιλυθούν δύο δυσχερή ζητήματα.

7. 

Το Συμβούλιο προτείνει ευθύς εξαρχής, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ένσταση απαραδέκτου του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αφορά την παραβίαση της Συνθήκης Ευρατόμ, ενώ η προσφυγή στηρίχθηκε μόνο στο άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στο άρθρο 146 της Συνθήκης Ευρατόμ ( 6 ). Η Επιτροπή συμφωνεί με το Συμβούλιο στο σημείο αυτό ( 7 ).

8. 

Επ' αυτού θα ήθελα απλώς να υπενθυμίσω ότι κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΟΚ το Δικαστήριο « είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών λόγω... παραβάσεως της παρούαης Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της... » ( 8 ). Κατά συνέπεια, το τμήμα του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά την παραβίαση της Συνθήκης Ευρατόμ είναι προδήλως απαράδεκτο. Θα ήθελα εξάλλου να παρατηρήσω ότι το προσφεύγον κράτος δεν διευκρίνισε στο δικόγραφο της προσφυγής του σε τι συνίσταται η παραβίαση της Συνθήκης Ευρατόμ.

9. 

Το Δικαστήριο πάντως εξέτασε, με την απόφαση Deutsche Babcock, την οποία εξέδωσε επί προδικαστικού ερωτήματος που του είχε υποβληθεί βάσει μόνο του άρθρου 177 της Συνθήκης (ΕΟΚ), αν ορισμένα ζητήματα που ρύθμιζε ένας κανονισμός ΕΟΚ αποτελούσαν αντικείμενο διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΧ ( 9 ). Η Συνθήκη ΕΟΚ όμως δεν θίγει, κατά το άρθρο 232, παράγραφος 1, της Συνθήκης αυτής, την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο αυτό υπό την έννοια ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ μπορούν, εφόσον δεν υπάρχουν παρόμοιες διατάξεις στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, να εφαρμόζονται σε προϊόντα που εμπίπτουν στην τελευταία αυτή Συνθήκη. Η περίπτωση που υποβάλλεται σήμερα στην κρίση του Δικαστηρίου είναι τελείως διαφορετική και δεν νομίζω ότι βάσει της ανωτέρω αποφάσεως πρέπει να μη γίνει δεκτό το απαράδεκτο ενός τμήματος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

10. 

Μια δεύτερη προκαταρκτική δυσχέρεια οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίστηκε, για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως ( 10 ), ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή ο προσβαλλόμενος κανονισμός θεσπίστηκε κατά τρόπο που δεν δίνει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίζουν « τις προϋποθέσεις με τις οποίες τα κοινοτικά όργανα εφήρμοσαν τη Συνθήκη ». Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν η επίκληση του άρθρου 190 αποτελεί νέο ισχυρισμό κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για αναγκαίο επιχείρημα κατά την ανάπτυξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον η διαφοροποίηση της νομικής βάσης του κανονισμού 1707/86 από τη νομική βάση του κανονισμού 3955/87 « δεν περιέχει αντικειμενικά στοιχεία που να επιτρέπουν... στο Δικαστήριο να ασκήσει τον προσήκοντα δικαστικό έλεγχο » και « στα κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους πολίτες να γνωρίζουν τις προϋποθέσεις με τις οποίες τα κοινοτικά όργανα εφήρμοσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση τις διατάξεις της Συνθήκης ».

11. 

Η απάντηση αυτή αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία παγιώθηκε με την έκδοση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Συμβουλίου στις 26 Μαρτίου 1987, η οποία αφορούσε την προβλεπόμενη στο άρθρο 190 της Συνθήκης υποχρέωση αιτιολογήσεως ορισμένων κοινοτικών πράξεων και στην οποία αναφέρονται τα εξής:

« για να τηρηθεί η υποχρέωση αυτή αιτιολογήσεως, απαιτείται οι κοινοτικές πράξεις να περιέχουν έκθεση των πραγματικών και νομικών στοιχείων επί των οποίων στηρίχτηκε το όργανο, κατά τρόπο που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του, στα δε κράτη και τους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες τα κοινοτικά όργανα έχουν εφαρμόσει τη Συνθήκη » ( 11 ).

12. 

Με τη νομολογία αυτή έχει καταδικαστεί πλέον η αόριστη αναφορά της νομικής βάσεως με τη χρησιμοποίηση φράσεων όπως « έχοντας υπόψη τη Συνθήκη » ( 12 ).

13. 

Εξάλλου, από τη σύγκριση και μόνο των ημερομηνιών προκύπτει ο διάλογος που διεξήχθη έμμεσα μεταξύ του Συμβουλίου και του Δικαστηρίου:

30 Μαΐου 1986: έκδοση από το Συμβούλιο του κανονισμού 1707/86 βάσει της Συνθήκης, χωρίς καμία άλλη διευκρίνιση,

26 Μαρτίου 1987: απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (όπ.π. ), με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση αναφοράς της νομικής βάσεως της κοινοτικής πράξεως,

22 Δεκεμβρίου 1987: έκδοση από το Συμβούλιο του προσβαλλόμενου κανονισμού με ειδική αναφορά στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ.

14. 

Με την προαναφερθείσα απόφαση πάντως το Δικαστήριο ακύρωσε τους επίδικους στην υπόθεση εκείνη κανονισμούς για δύο λόγους: επειδή διαπίστωσε ότι

« αφενός μεν δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αιτιολογήσεως του άρθρου 190 της Συνθήκης, αφετέρου δε δεν εκδόθηκαν επί ορθής νομικής βάσεως » ( 13 ).

15. 

Συνεπώς, μολονότι το άρθρο 190 της Συνθήκης επιβάλλει την υποχρέωση αναφοράς της νομικής βάσεως της εκδιδόμενης πράξης, η υποχρέωση επιλογής της ορθής νομικής βάσης δεν μπορεί να στηριχτεί στο άρθρο αυτό, αφού πηγάζει από την ίδια την αρχή της κοινοτικής νομιμότητας.

16. 

Η Ελληνική Δημοκρατία όμως στρέφεται, με την προσφυγή ακυρώσεως, κατά της χρησιμοποιήσεως του άρθρου 113 της Συνθήκης ως νομικής βάσεως' δεν κατηγορεί το Συμβούλιο ότι δεν ανέφερε καθόλου τη νομική βάση.

17. 

Κατά συνέπεια, η επίκληση του άρθρου 190 στο δικόγραφο απαντήσεως είτε αφορά την έλλειψη αιτιολογίας, οπότε ο νέος αυτός ισχυρισμός είναι απαράδεκτος βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, είτε πρέπει να συσχετιστεί με την αμφισβήτηση του σύννομου της νομικής βάσης που επέλεξε το Συμβούλιο, οπότε είναι περιττή.

18. 

Εξάλλου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή η επίκληση του άρθρου 190 αφορά στην πραγματικότητα τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την αοριστία της προτάσεως της Επιτροπής. Στο σημείο αυτό δηλαδή η Ελληνική Δημοκρατία κατηγορεί το Συμβούλιο ότι δεν ανέφερε αν η εκδοθείσα πράξη ήταν σύμφωνη προς την πρόταση της Επιτροπής. Το άρθρο 190 όμως είναι ακριβώς το άρθρο που ορίζει ότι « οι κανονισμοί... πρέπει να αιτιολογούνται και αναφέρονται στις προτάσεις ή γνώμες που απαιτούνται κατά την παρούσα Συνθήκη ». Η απάντηση που έδωσε η Ελληνική Δημοκρατία στη γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου δεν επιτρέπει εντούτοις να γίνει δεκτή η ανάλυση αυτή, αφού η απάντηση αυτή αναφέρεται ρητά και αποκλειστικά στον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

19. 

Ας έλθουμε τώρα στην εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: ο κανονισμός 3955/87 αφορά αποκλειστικά και μόνο την προστασία της υγείας των πληθυσμών των κρατών μελών από τις συνέπειες του πυρηνικού ατυχήματος του Τσερνομπίλ και κατά συνέπεια θα έπρεπε να στηριχτεί στα άρθρα 130 Π και 130 Ρ της Συνθήκης ΕΟΚ, ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο 235.

20. 

Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 1707/86, που είχε το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, εκδόθηκε με ομοφωνία· για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας· ότι ο κανονισμός 3954/87 της ίδιας ημερομηνίας στηριζόταν στο άρθρο 31 της Συνθήκης Ευρατόμ, το οποίο αφορά την προστασία της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων τέλος δε ότι η αναφορά του άρθρου 113 στο προοίμιο του κανονισμού δημιουργεί σύγχυση και δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκήσει το δικαστικό έλεγχο.

21. 

Θα ήθελα ευθύς εξαρχής να παρατηρήσω ότι η έριδα ως προς την ορθή νομική βάση δεν αφορά μόνο τον τύπο, καθόσον το άρθρο 113, παράγραφος 4, προβλέπει ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία, ενώ από το άρθρο 130 Π, σε συνδυασμό με το άρθρο 130 Ρ, προκύπτει ότι στα ζητήματα περιβάλλοντος το Συμβούλιο αποφασίζει κατά κανόνα ομόφωνα. Κατά τη νομολογία μάλιστα του Δικαστηρίου,

« η επιλογή της νομικής βάσεως μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο (του προσβαλλόμενου κανονισμού ) » ( 14 ).

22. 

Το βασικό επομένως ζήτημα είναι αν τα μέτρα που θεσπίστηκαν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό αποτελούν μέτρα κοινής εμπορικής πολιτικής. Περιέργως, ενώ οι περισσότεροι από τους σχολιαστές της Ενιαίας Πράξης έχουν τονίσει τις πιθανές δυσκολίες οροθετήσεως μεταξύ του άρθρου 100 Α και των άρθρων 130 Π και 130 Ρ της Συνθήκης, κανείς δεν έχει αναφερθεί σε παρόμοιες δυσκολίες σε σχέση με το άρθρο 113 ( 15 ).

23. 

Θα ήθελα να υπενθυμίσω σχετικά ότι το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει, πριν από την Ενιαία Πράξη, ότι η προστασία του περιβάλλοντος ήταν ένας από τους σκοπούς της Κοινότητας ( 16 ) και ότι

« δεν αποκλείεται καθόλου να μπορούν οι διατάξεις περί προστασίας του περιβάλλοντος να ενταχθούν στο πλαίσιο του άρθρου 100 της Συνθήκης » ( 17 ).

Επομένως, ήδη πριν από την Ενιαία Πράξη μπορούσαν να ληφθούν μέτρα για το περιβάλλον στο πλαίσιο μιας άλλης κοινοτικής πολιτικής.

24. 

Με την προσθήκη των άρθρων 130 Π μέχρι 130 Σ, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη απένειμε ρητά στην Κοινότητα αρμοδιότητα στα ζητήματα περιβάλλοντος. Η προστασία όμως του περιβάλλοντος αφορά και την πραγματοποίηση της εσωτερικής αγοράς, αφού αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 100 Α σε σχέση αφενός με το επίπεδο προστασίας που πρέπει να εξασφαλίζεται με τις προτάσεις της Επιτροπής και αφετέρου με τις ρήτρες διασφαλίσεως. Για του λόγο αυτό, οι οχολιαστές έχουν τονίσει, όπως ανέφερα παραπάνω, τις δυσχέρειες οροθετήσεως μεταξύ των άλλων άρθρων 100 Α και 130 Ρ ( 18 ).

25. 

Πέραν όμως της σαφούς αυτής υποχρεώσεως να λαμβάνεται υπόψη η προστασία του περιβάλλοντος κατά την πραγματοποίηση της εσωτερικής αγοράς, η προστασία αυτή πρέπει να αποτελεί μέριμνα κάθε κοινοτικής πολιτικής, δεδομένου ότι το άρθρο 130 Π, παράγραφος 2, ορίζει ότι « οι ανάγκες στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος αποτελούν συνιστώσα των άλλων πολιτικών της Κοινότητας». Αν από τη διάταξη αυτή πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι « δεν αποκλείεται οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο των πολιτικών αυτών να μη στηρίζονται αποκλειστικά στα ειδικά στοιχεία τους, αλλά να τροποποιούνται, ή μάλιστα να μη λαμβάνονται καθόλου, λόγω περιβαλλοντικών προβλημάτων » ( 19 ), τότε νομίζω ότι πρέπει επίσης να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα, ή έστω ως στόχο, την προστασία του περιβάλλοντος μπορούν να θεσπίζονται και επί άλλης νομικής βάσεως πλην του άρθρου 130 II.

26. 

Η Ενιαία Πράξη, η οποία προβλέπει ρητά τη δράση της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, αφού το Δικαστήριο είχε. ήδη κρίνει ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι ένας από τους στόχους της Κοινότητας, δεν περιόρισε στο σημείο αυτό τις δυνατότητες παρεμβάσεως των κοινοτικών οργάνων. Πράγματι, η καθιέρωση στη Συνθήκη νέας κοινοτικής αρμοδιότητας, η οποία συνοδεύεται από τον κανόνα ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται καταρχήν ομόφωνα, δεν μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά στο νέο αυτό πεδίο δράσεως των μέτρων που ενέπιπταν μέχρι τότε στις κοινοτικές αρμοδιότητες, όπως τα μέτρα που στηρίζονται στα άρθρα 43, 100 ή 113, για τη θέσπιση των οποίων ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί κανόνες. Το αντίθετο θα συνέβαινε μόνον εφόσον τα κράτη μέλη είχαν εκδηλώσει ρητά την πρόθεση να περιορίσουν, με την αναθεώρηση των Συνθηκών, τις αρμοδιότητες της Κοινότητας, πράγμα όμως που δεν συνέβη με την Ενιαία Πράξη.

27. 

Η ανάλυση αυτή των κρίσιμων διατάξεων της Συνθήκης επιβεβαιώνεται κατά τη γνώμη μου από την όλη νομολογία του Δικαστηρίου.

28. 

Ήδη με τη γνωμοδότηση 1/78 ( 20 ), την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΟΚ, το Δικαστήριο έκρινε ότι

« το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν μπορεί... να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η κοινή εμπορική πολιτική να περιορίζεται στη χρησιμοποίηση των μέτρων που προορίζονται για τη ρύθμιση των παραδοσιακών μόνο πλευρών του εξωτερικού εμπορίου » ( 21 ),

και προσέθεσε ότι

«η απαρίθμηση των στόχων της εμπορικής πολιτικής στο άρθρο 113... πρέπει να θεωρηθεί ως μη περιοριστική απαρίθμηση » ( 22 ),

τέλος δε ότι

«η στενή ερμηνεία της εννοίας της κοινής εμπορικής πολιτικής θα ενείχε κίνδυνο να διαταραχθούν οι ενδοκοινοτικές εμπορικές ανταλλαγές λόγω των ανισοτήτων που θα υπήρχαν τότε σε ορισμένους τομείς των οικονομικών σχέσεων με τις τρίτες χώρες » ( 23 ).

29. 

Εξάλλου το Δικαστήριο δέχτηκε με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987 ότι

« ο σύνδεσμος με τα προβλήματα αναπτύξεως δεν σημαίνει ότι μια πράξη διαφεύγει από τον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, όπως τον καθορίζει η Συνθήκη » ( 24 ).

30. 

Ας σημειωθεί επιπλέον ότι η νομολογία αυτή έχει παρά πολλά κοινά σημεία με τη νομολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με το άρθρο 43 της Συνθήκης και την κοινή γεωργική πολιτική. Πράγματι, στη λεγόμενη υπόθεση «των ορμονών», το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

« η επιδίωξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής... δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη ορισμένες ανάγκες γενικού συμφέροντος, όπως η προστασία των καταναλωτών ή της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων, ανάγκες τις οποίες οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα κοινοτικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους » ( 25 ).

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα

« ότι η επίδικη οδηγία εμπίπτει στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής και ότι το Συμβούλιο ήταν αρμόδιο να την εκδώσει βάσει μόνο του άρθρου 43 της Συνθήκης » ( 26 ).

31. 

Οι πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 1989 επιβεβαίωσαν την ερμηνεία αυτή ( 27 ). Με τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο έκρινε

« ότι η επιδίωξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη ορισμένες ανάγκες γενικού συμφέροντος, όπως είναι κυρίως η προστασία της υγείας, και ότι το γεγονός ότι με τις πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής επιδιώκονται συγχρόνως, επειδή δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις, ορισμένοι στόχοι βάσει του άρθρου 100 της Συνθήκης δεν σημαίνει ότι οι πράξεις αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 43 » ( 28 ).

32. 

Νομίζω ότι η νομολογία αυτή μπορεί να ισχύσει θαυμάσια και στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής. Προκειμένου να αποφεύγεται κάθε εκτροπή στις εμπορικές σχέσεις με τις τρίτες χώρες και κάθε στρέβλωση του ανταγωνισμού, η Κοινότητα πρέπει να μπορεί να θεσπίζει, στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής, ενιαίους κανόνες ως προς τους όρους εισαγωγής των προϊόντων των τρίτων χωρών στο κοινοτικό έδαφος. Μεταξύ των όρων αυτών καταλέγεται οπωσδήποτε η τήρηση ορισμένων ανώτατων επιτρεπόμενων ορίων ραδιενέργειας, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση του μέτρου αυτού και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το μέτρο αυτό δεν μπορεί πλέον να θεσπιστεί βάσει του άρθρου 113. Νομίζω επομένως ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εντάσσεται από την ίδια του τη φύση στην κοινή εμπορική πολιτική.

33. 

Θα ήθελα εξάλλου να παρατηρήσω ότι δεν είναι βέβαιο ότι η προστασία της δημόσιας υγείας καλύπτεται πλήρως από τη, μη προσδιοριζόμενη από τη Συνθήκη, έννοια του περιβάλλοντος. Το γεγονός ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 130 Π ορίζει ότι « η δράση της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος έχει ως αντικείμενο... τη συμβολή στην προστασία της υγείας των προσώπων » δεν σημαίνει καθόλου ότι η μέριμνα αυτή εντάσσεται αποκλειστικά και μόνο στον τομέα του περιβάλλοντος. Επιπλέον, οι προφυλάξεις που λαμβάνονται ως προς την εισαγωγή στην Κοινότητα προϊόντων που προορίζονται να καταναλωθούν ως τρόφιμα αποτελούν πολύ περισσότερο εκδήλωση της φροντίδας για την προστασία της δημόσιας υγείας παρά για την αποφυγή κάθε καταστροφής του περιβάλλοντος. Τέλος, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η δημόσια υγεία αναφέρεται μεταξύ των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 36 της Συνθήκης σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

34. 

Από όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις συνάγω επομένως το συμπέρασμα ότι εγκύρως το Συμβούλιο στήριξε τη θέσπιση του κανονισμού 3955/87 στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ.

35. 

Χάριν πληρότητας στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφέρω ότι η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε επίσης, στο δικόγραφο της προσφυγής, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός μποροούσε να στηριχτεί στο άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το επιχείρημα αυτό, το οποίο άλλωστε η προσφεύγουσα δεν ανέπτυξε στη συνέχεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Σχετικά αρκεί να τονιστεί, εντός του πλαισίου μάλιστα της επιχειρηματολογίας του προσφεύγοντος κράτους και ανεξαρτήτως του βάσιμου της, ότι το άρθρο 130 Π απονέμει στην Κοινότητα ειδική αρμοδιότητα στον τομέα του περιβάλλοντος και ότι επομένως δεν θα μπορούσε εδώ να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση το άρθρο 235, αφού, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής,

«η χρησιμοποίηση του άρθρου αυτού ως νομικής βάσεως μιας πράξεως δικαιολογείται μόνον όταν καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν παρέχει στα κοινοτικά όργανα την αναγκαία αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξεως αυτής » ( 29 ).

36. 

Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, δηλαδή η αιτίαση περί καταχρήσεως εξουσίας, θα μας απασχολήσει λιγότερο. Πρόθεση της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι να αποδείξει ότι το Συμβούλιο χρησιμοποίησε το άρθρο 113 ως νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού με μοναδικό σκοπό να αποφύγει τη λήψη ομόφωνης απόφασης, όπως απαιτείται από το άρθρο 130 Ρ. Το Δικαστήριο έχει ήδη ορίσει την έννοια της καταχρήσεως εξουσίας.'Ετσι, σε μία απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, το Δικαστήριο έκρινε ότι

« συντρέχει περίπτωση εκτροπής από τον νόμιμο σκοπό τους των εξουσιών που παρέχει η Συνθήκη στην Επιτροπή, όταν προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις εξουσίες αυτές με αποκλειστικό, ή τουλάχιστον κύριο, σκοπό να αποφύγει τη διαδικασία που ειδικώς προβλέπει η Συνθήκη για τη ρύθμιση της οικείας καταστάσεως » ( 30 ).

37. 

Στην πραγματικότητα η αιτίαση αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως. Αν η ορθή νομική βάση ήταν το άρθρο 130 Ρ, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα κατά πόσον η χρησιμοποίηση του άρθρου 113 ως νομικής βάσεως οφειλόταν στην πρόθεση αποφυγής του κανόνα της ομόφωνης λήψεως της αποφάσεως. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Κατά συνέπεια, δεν καταλαβαίνω πώς το Συμβούλιο μπορεί να έχει ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, επειδή ακολούθησε τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 113, αφού εν προκειμένω το άρθρο αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την ορθή νομική βάση.

38. 

Θα ήθελα εξάλλου να παρατηρήσω ότι το ίδιο το άρθρο 130 Ρ επιτρέπει, με το δεύτερο εδάφιό του, την κατά πλειοψηφία λήψη αποφάσεων, αφού προβλέπει ότι « το Συμβούλιο καθορίζει », αποφασίζοντας ομόφωνα, « τα θέματα επί των οποίων λαμβάνονται αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία ». Ορισμένοι συγγραφείς άλλωστε θεωρούν ότι οι πράξεις που προηγουμένως εκδίδονταν βάσει του άρθρου 100 σε συνδυασμό με το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει πλέον να θεσπίζονται με ειδική πλειοψηφία, βάσει του άρθρου 130 Ρ, παράγραφος 2 ( 31 ).

39. 

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το δεύτερο αυτό σκέλος και επομένως τον πρώτο λόγο ακυρώσεως στο σύνολό του.

40. 

Ας εξετάσουμε τώρα τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως. Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί το σύννομο της φράσης « έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής», επειδή δεν προσδιορίζεται αν η εκδοθείσα πράξη είναι σύμφωνη προς την εν λόγω πρόταση, πράγμα που έχει σημασία, κατά το άρθρο 149, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, για τους κανόνες περί ψηφοφορίας των μελών του Συμβουλίου. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η αοριστία αυτή δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, επειδή οι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα ελέγχου εκ πρώτης όψεως της νομιμότητας των ενεργειών του Συμβουλίου.

41. 

Θα ήθελα να τονίσω ευθύς αμέσως ότι η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται, στην προσφυγή της, στους « πολίτες » και όχι στα κράτη μέλη. Πράγματι, τα κράτη μέλη συμμετέχουν στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου και επομένως δεν είναι δυνατόν να αγνοούν αν η εκδιδόμενη πράξη είναι σύμφωνη προς την πρόταση της Επιτροπής ή όχι. Σχετικά υπάρχει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία

«η υποχρέωση παραθέσεως αιτιολογιών, η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 190 της Συνθήκης, εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πράξεως και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε » ( 32 ).

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα κυβέρνηση είχε μετάσχει ενεργά στη διαδικασία καταρτίσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί υπέρ αυτής την έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού.

42. 

Όσον αφορά τους πολίτες, θα ήθελα απλώς να υπενθυμίσω ότι οι προτάσεις της Επιτροπής δημοσιεύονται στην Επίοημη Εφη- δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι η σύγκριση της προτάσεως και της εκδιδομένης πράξεως αφενός και η ανάγνωση των άρθρων της Συνθήκης που αναφέρονται ως νομική βάση της πράξεως αφετέρου παρέχουν στους ιδιώτες τη δυνατότητα να γνωρίζουν αν η πράξη αυτή έπρεπε να εκδοθεί από το Συμβούλιο με ομοφωνία ή ειδική πλειοψηφία. Δεν νομίζω συνεπώς ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση περί ανασφάλειας δικαίου. Επιπλέον, το άρθρο 190 επιβάλλει μόνο την υποχρέωση αναφοράς των προτάσεων της Επιτροπής, καθώς και των γνωμών που ζητούνται υποχρεωτικά βάσει της Συνθήκης ΕΟΚ· σε καμία περίπτωση δεν είναι υποχρεωτικό να αναφέρεται αν η πράξη του Συμβουλίου είναι σύμφωνη με την πρόταση της Επιτροπής. Συνεπώς, νομίζω ότι και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

43. 

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την παρούσα προσφυγή και να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων των παρεμβάντων.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 1 ) EE L 371 της 30.12.1987, σ. 14.

( 2 ) Πρώτη αιτιολογική αναφορά του προοιμίου του κανονισμού.

( 3 ) EE L 146 της 31.5.1986, σ. 88.

( 4 ) Με τους κανονισμούς ( ΕΟΚ) 3020/86 ( ΕΕ L 280 της 1.10.1986, σ. 79) και (ΕΟΚ) 624/87 (ΕΕ L 58 της 28.2.1987, σ. 101 ).

( 5 ) EE L 371 της 30.12.1987, σ. 11.

( 6 ) Υπόμνημα αντικρούσεως του Συμβουλίου, σ. 13.

( 7 ) Υπόμνημα παρεμβάσεως της Επιτροπής, σ. 8.

( 8 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 9 ) Υπόθεση 328/85, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1987, Συλλογή 1987, σ. 5119, βλέπε ιδίως σκέψη 11.

( 10 ) Σελίδα 4.

( 11 ) Σκέψη 5 (υπόθεση 45/86, Συλλογή 1987, σ. 1493)· βλέπε επίσης απόφαση της 7ης Ιουλίου 1981, Rewe, σκέψη 25 ( υπόθεση 158/80, Συλλογή 1981, σ. 1805 ).

( 12 ) Βλέπε υπόθεση 45/86, όπ.π. σκέψεις 8 και 9.

( 13 ) Υπόθεση 45/86, όπ.π. σκέψη 22.

( 14 ) Υπόθεση 45/86, όπ.π., σκέψη 12· βλέπε επίσης υπόθεση 68/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988, Συλλογή 1988, σ. 855, σκέψη 6· υπόθεση 275/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, σκέψη 4· υπόθεση C-131/87, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1989, Συλλογή 1989, σ. 3743, σκέψη 8· υπόθεση C-11/88, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1989, Συλλογή 1989, σ. 3799, σκέψη 7.

( 15 ) Conseil européen du droit de l'environnement, έκθεση του Kromarek, R.: «Commentaire de l'Acte unique européen en matière d'environnement », Revue juridique de l'environnement. 1/1988, σ. 76· Roelants du Vivier, F., και Hannequart, J. P.: « Une nouvelle stratégie européenne pour l'environnement dans le cadre de l'Acte unique», Renie du marché commun, 316 (Απρίλιος 1988), σ. 205 Krämer, L.: « L'Acte unique européen et la protection de l'environnement », Revue juridique de l'environnement, 4/1987, σ. 450· Jacqué, P. J.: « L'Acte unique européen », Revue trimestrielle de droit européen, 1/1986, σ. 576· Glaesner, J. H.: « L'Acte unique européen », Revue du marché commun, 298 ( Ιούνιος 1986), σ. 307.

( 16 ) Υπόθεση 240/83, Procureur de la République κατά Adbhu, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Συλλογή 1985, σ. 531, σκέψη 3.

( 17 ) Υπόθεση 91/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας, απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, Rec. 1980, σ. 1099, σκέψη 8.

( 18 ) Π.χ. ο Ρ. Kromarek ( όπ.π. ), ο οποίος θεωρεί ότι « όλο το δίκαιο περί ρύπων και οχλήσεων ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 100A», RJE, I-1988, σ. 87, ή ο L. Krämer (όπ.π.), ο οποίος θεωρεί ότι οι οδηγίες που στηρίζονταν προηγουμένως στο άρθρο 100, καθώς και οι κανονισμοί που αφορούσαν προϊόντα, θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο άρθρο 100 Α, ενώ οι οδηγίες που στηρίζονταν προηγουμένως στο άρθρο 235 εμπίπτουν στο άρθρο 130 Ρ, παράγραφος 1, και οι οδηγίες που στηρίζονταν τόσο στο άρθρο 100 όσο και στο άρθρο 235 εμπίπτουν στο άρθρο 130 Ρ, παράγραφος 2 ( όπ.π., σ. 463 ).

( 19 ) Η. J. Glaesner, όπ.π. σ. 316.

( 20 ) Της 4ης Οκτωβρίου 1979, Rec. 1979, σ. 2871.

( 21 ) Γνωμοδότηση 1/78, όπ.π., σκέψη 44.

( 22 ) Γνωμοδότηση 1/78, όπ.π., σκέψη 45' βλέπε επίσης υπόθεση 165/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Συλλογή 1988, σ. 5545, σκέψη 15.

( 23 ) Γνωμοδότηση 1/78, όπ.π., σκέψη 45.

( 24 ) Υπόθεση 45/86, όπ.π., σκέψη 20.

( 25 ) Υπόθεση 68/86, όπ.π., σκέψη 12.

( 26 ) Υπόθεση 68/86, όπ.π., σκέψη 22.

( 27 ) Υποθέσεις 131/87 και 11/88, όπ.π.· βλέπε επίσης υπόθεση 131/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988, Συλλογή 1988, σ. 905.

( 28 ) Υπόθεση 131/87, όπ.π., σκέψη 25 βλέπε επίσης υπόθεση 11/88, όπ.π., σκέψη 10, και υπόθεση 131/86, όπ.π., σκέψη 21.

( 29 ) Υπόθεση 45/86, όπ.π., σκέψη 13· βλέπε επίσης υπόθεση 275/87, όπ.π., σκέψη 5· υπόθεση 56/88, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, Συλλογή 1989, σ. 1615, σκέψη 5· υπόθεση 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, Συλλογή 1989, σ. 1425, σκέψη 6.

( 30 ) Υποθέσεις 33/86, 44/86, 110/86, 226/86 και 285/86, Stahlwerke και Hoogovens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4309, σκέψη 23· βλέπε επίσης υποθέσεις 140/82, 146/82, 221/82 και 226/82, Walzstahl-Vereinigung και Thyssen AG κατά Επιτροπής, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Συλλογή 1984, σ. 951.

( 31 ) L. Krämer, όπ.π., σ. 463.

( 32 ) Υπόθεση 13/72, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1973, Rec. 1973, σ. 27, σκέψη 11· βλέπε επίσης υπόθεση 819/79, Ομοσπονδιακής, Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1981, Συλλογή 1981, σ. 21, σκέψη 20.