Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

++++

1. Προσφυγή ακυρώσεως - Δικαίωμα προσφυγής που αναγνωρίζεται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα από το άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης ΕΟΚ - Χρήση από το Κοινοβούλιο - Αποκλείεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 4 και 173, δεύτερο εδάφιο)

2. Προσφυγή κατά παραλείψεως - Δικαίωμα προσφυγής των Οργάνων - Κοινοβούλιο - Σύνδεσμος με το δικαίωμα προσφυγής ακυρώσεως - Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, πρώτο εδάφιο και 175, πρώτο εδάφιο)

3. Προσφυγή κατά παραλείψεως - 'Οχληση του Οργάνου - Ρητή άρνηση προς ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη - Επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 175)

4. Διαδικασία - Παρέμβαση - Δικαίωμα προβλεπόμενο για το Κοινοβούλιο - Σύνδεσμος με το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως - Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 17, πρώτο εδάφιο Οργανισμός του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, άρθρο 37)

5. Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή - Πράξεις του Κοινοβουλίου που αποσκοπούν στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων έναντι τρίτων - Αποτελέσματα ως προς το δικαίωμα του Κοινοβουλίου για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά των πράξεων των άλλων Οργάνων - Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΚΑΧ, άρθρα 33 και 38 Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, πρώτο εδάφιο)

6. Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή - Πράξεις του Κοινοβουλίου που αποσκοπούν στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων έναντι τρίτων - Διαπίστωση από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου της οριστικής εγκρίσεως του προϋπολογισμού - Αποτελέσματα ως προς το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να ασκεί προσφυγές ακυρώσεως κατά των πράξεων των άλλων Οργάνων - Δεν υφίστανται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 173, πρώτο εδάφιο και 203)

7. Προσφυγή ακυρώσεως - Δικαίωμα προσφυγής του Κοινοβουλίου - Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, πρώτο εδάφιο)

Περίληψη

1. Δεν μπορεί να αναγνωριστεί στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

Πράγματι, το άρθρο 173 αντιδιαστέλλει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής των Κοινοτικών Οργάνων, το οποίο ρυθμίζει στο πρώτο του εδάφιο, από το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων, του οποίου τις προϋποθέσεις καθορίζει στο δεύτερό του εδάφιο. Το Κοινοβούλιο,που είναι ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 4 της Συνθήκης όργανα της Κοινότητας, δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο.

Εξάλλου, το σύστημα του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, δεν προσφέρεται, οπωσδήποτε, ως βάση για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους του Κοινοβουλίου. Πράγματι, σχετικά με τους αναφερόμενους στο άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο, προσφεύγοντες, πρέπει το ίδιο το περιεχόμενο της βαλλόμενης πράξης να τους αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν είναι το περιεχόμενο της πράξης αυτό που μπορεί να βλάψει το Κοινοβούλιο, αλλά η μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που επιβάλλουν την παρέμβασή του. Εξάλλου, το άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο, δεν αναφέρεται παρά σε μιά περιορισμένη κατηγορία πράξεων, δηλαδή των πράξεων ατομικού χαρακτήρα, ενώ το Κοινοβούλιο ζητεί να του αναγνωριστεί δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεων γενικής ισχύος.

2. 'Οπως προκύπτει από το άρθρο 175, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, στο Κοινοβούλιο έχει απονεμηθεί το δικαίωμα να ζητεί τη διαπίστωση παραλείψεων της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, συντελώντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, στην παύση της παραλύσεως των μηχανισμών λήψεως αποφάσεων, πράγμα που θα μπορούσε να το εμποδίζει στην άσκηση των εξουσιών του. Απ' αυτό το δικαίωμα, του να ζητείται η διαπίστωση παραλείψεως, δεν απορρέει ότι πρέπει να αναγνωριστεί στο Κοινοβούλιο η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.

Δεν υφίσταται ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η προσφυγή κατά παραλείψεως επιτρέπει στο Κοινοβούλιο να προκαλέσει την έκδοση πράξεων οι οποίες δεν μπορούν πάντοτε να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. 'Ετσι, εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει καταθέσει σχέδιο προϋπολογισμού, το Κοινοβούλιο μπορεί να προκαλέσει απόφαση διαπιστώνουσα την παράλειψη του Συμβουλίου, μολονότι το σχέδιο, το οποίο αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, δεν θα μπορούσε να προσβληθεί δυνάμει του άρθρου 173.

3. Κατά αρνήσεως προς ενέργεια, οσονδήποτε ρητής και αν είναι, η οποία προβλήθηκε ύστερα από σχετική πρόσκληση προς το Συμβούλιο ή την Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 175 της Συνθήκης, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του εν λόγω άρθρου, εφόσον με την άρνηση αυτή δεν τίθεται τέρμα στην παράλειψη.

4. Από το δικαίωμα, που έχει απονεμηθεί στο Κοινοβούλιο με το άρθρο 37 του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, της ασκήσεως παρεμβάσεως σε διαφορές που έχουν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν απορρέει ότι έχει αναγνωριστεί στο εν λόγω 'Οργανο το δικαίωμα της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.

Πράγματι, δεν υφίσταται ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ του δικαιώματος παρεμβάσεως και της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής. Αφενός, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, του προαναφερθέντος άρθρου, το δικαίωμα παρεμβάσεως των ιδιωτών προϋποθέτει απλώς "συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς" που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, ενώ το παραδεκτό της εκ μέρους τους ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι είναι αποδέκτες της πράξεως της οποίας ζητούν την ακύρωση ή ότι η εν λόγω πράξη τους αφορά, τουλάχιστον, άμεσα και ατομικά. Εξάλλου, κατά το πρώτο εδάφιο του ιδίου άρθρου το Κοινοβούλιο δύναται να παρεμβαίνει σε διαφορές όπως αυτές που αφορούν παραβάσεις κρατών, ενώ η πρωτοβουλία για την άσκηση της σχετικής προσφυγής στο Δικαστήριο επιφυλάσσεται στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

5. Καίτοι, για την τήρηση του συστήματος της Συνθήκης με το οποίο επιδιώχθηκε να τεθεί σε εφαρμογή ένα σύστημα πλήρους δικαστικής προστασίας έναντι των πράξεων των Κοινοτικών Οργάνων που μπορούν να συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα, οι πράξεις του Κοινοβουλίου που παράγουν τέτοια αποτελέσματα έναντι τρίτων μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, αυτό ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να αναγνωριστεί στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα να ασκεί το ίδιο τέτοια προσφυγή κατά των πράξεων του Συμβουλίου ή της Επιτροπής.

Πράγματι, στο πλαίσιο του συστήματος των Συνθηκών, και όπως καταφαίνεται από τη σύγκριση μεταξύ των άρθρων 33 και 38 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οσάκις οι πράξεις του Κοινοβουλίου υποβλήθηκαν σε έλεγχο νομιμότητας, δεν παρασχέθηκε, παρ' όλ' αυτά, στο τελευταίο η δυνατότητα να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της ασκήσεως ευθείας προσφυγής κατά των πράξεων των άλλων οργάνων.

6. Η διαδικασία επί του προϋπολογισμού, όπως έχει οργανωθεί από το άρθρο 203 της Συνθήκης ΕΟΚ, περιλαμβάνει μια σειρά προπαρασκευαστικών πράξεων που προέρχονται απο τα δύο όργανα της αρμόδιας επί του προϋπολογισμού αρχής και διά των οποίων εκπονείται ο προϋπολογισμός, ληφθέντος υπόψη ότι ο τελευταίος δεν καθίσταται νομικά δεσμευτικός παρά μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας, δηλαδή όταν ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητά του ως οργάνου αυτού, διαπιστώσει, ότι ο προϋπολογισμός έχει οριστικώς εγκριθεί.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι, όσον αφορά την έγκριση του προϋπολογισμού, η μόνη πράξη που μπορεί να ακυρωθεί προέρχεται από όργανο του Κοινοβουλίου και πρέπει, ως εκ τούτου, να αποδοθεί στο ίδιο το Κοινοβούλιο. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να επικαλεστεί τις σχετικές με την έγκριση του προϋπολογισμού εξουσίες του προκειμένου να ζητήσει να του αναγνωριστεί δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά των πράξεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου.

7. Οι εφαρμοστέοι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.