61987J0274

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1989. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΚΡΕΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 274/87.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 00229


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Αποκλίσεις - Προστασία της δημόσιας υγείας - Απαγόρευση εισαγωγής τροφίμου λόγω της μικρότερης θρεπτικής του αξίας σε σχέση με το προϊόν που κυκλοφορεί ήδη στην αγορά - Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 36)

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ποσοτικοί περιορισμοί - Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος - Απαγόρευση εισαγωγής και εμπορίας προϊόντων με βάση το κρέας που περιέχουν συστατικά μη προερχόμενα από κρέας - Δεν επιτρέπεται - Δικαιολογία - Προστασία των καταναλωτών - Εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών - Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 30)

3. Ελεύθερη κυκλοφορία των ερμπορευμάτων - Εθνικά μέτρα που εισάγουν αποκλίσεις - Απαγορεύονται - Στήριξη της πολιτικής που ακολουθείται στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς - Απαράδεκτη δικαιολογία

Περίληψη


1. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται λόγους δημοσίας υγείας προκειμένου να απαγορεύσουν την εισαγωγή προϊόντος με την αιτιολογία ότι αυτό έχει μικρότερη θρεπτική αξία από εκείνη ενός προϊόντος που κυκλοφορεί ήδη στη σχετική αγορά, διότι, όπως είναι προφανές, οι καταναλωτές της Κοινότητας έχουν μια τόσο μεγάλη δυνατότητα επιλογής τροφίμων ώστε το γεγονός και μόνο ότι ένα από τα εισαγόμενα προϊόντα έχει μικρότερη θρεπτική αξία δεν συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την απαγόρευση εισαγωγής και εμπορίας στο έδαφός τους προϊόντων με βάση το κρέας τα οποία προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και περιέχουν ορισμένα συστατικά μη προερχόμενα από κρέας, για λόγους προστασίας των καταναλωτών και εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών, ισχυριζόμενα, αφενός μεν, ότι οι ημεδαποί καταναλωτές, λόγω των παγιωμένων συνηθειών τους στον τομέα της διατροφής, έχουν διαμορφώσει ακριβή εικόνα εκείνου που αναμένουν από ένα προϊόν με βάση το κρέας, αφετέρου δε, ότι ορισμένοι επιχειρηματίες θα μπορούσαν να αποκομίσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα χρησιμοποιώντας προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας και μικρότερου κόστους χωρίς οι διαφορές παρασκευής να είναι εμφανείς για τον καταναλωτή. Πράγματι, η ενημέρωση του καταναλωτή μπορεί να διασφαλιστεί με μέσα που δεν παρεμποδίζουν την εισαγωγή των εν λόγω προϊόντων, ιδίως με την επιβολή υποχρεώσεως κατάλληλης επισημάνσεως σχετικής με τη φύση του πωλουμένου προϊόντος.

3. Εφόσον η Κοινότητα έχει ιδρύσει σε ορισμένο τομέα κοινή οργάνωση αγοράς, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να απέχουν από τη λήψη κάθε μονομερούς μέτρου, ακόμα και αν αυτό μπορεί να στηρίξει την κοινή πολιτική.

Εθνικά μέτρα που στηρίζουν μια κοινή πολιτική της Κοινότητας, δεν μπορούν να αντιστρατεύονται μια από τις θεμελιώδεις αρχές, όπως την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αν δεν δικαιολογούνται από λόγους που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο.

Διάδικοι


Στην υπόθεση 274/87,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Joern Sack, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον Martin Seidel, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομικών υποθέσεων, και τον Michael Loschelder, δικηγόρο Κολωνίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι απαγορεύοντας την εισαγωγή προϊόντων με βάση το κρέας που δεν ανταποκρίνονται στη γερμανική κανονιστική ρύθμιση για το κρέας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους O. Due, πρόεδρο, T. Koopmans και R. Joliet, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias, Diez de Velasco και Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 16ης Νοεμβρίου 1988,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 1988, εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1987 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι απαγορεύοντας την εισαγωγή και εμπορία στο έδαφός της προϊόντων με βάση το κρέας που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και δεν ανταποκρίνονται στα άρθρα 4 και 5 της Fleisch-Verordnung (κανονιστικής αποφάσεως για το κρέας, της 21ης Ιανουαρίου 1982, BGBl. I, σ. 89), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2 Οι διατάξεις της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως απαγορεύουν την εμπορία προϊόντων με βάση το κρέας τα οποία περιέχουν ορισμένα μη προερχόμενα από κρέας συστατικά, με την επιφύλαξη εξαιρέσεων προβλεπομένων για ορισμένα προϊόντα η σύνθεση των οποίων καθορίζεται και υπό την προϋπόθεση, σε ορισμένες περιπτώσεις, της αναγραφής επακριβών ενδείξεων στις συσκευασίες ή τις επιγραφές. Η απαγόρευση εμπορίας των προϊόντων αυτών συμπληρώνεται με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Lebensmittel- und Bedarfsgegenstaendegesetz (νόμου περί τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης) της 15ης Αυγούστου 1974 (BGBl. I, σ. 1945 ΙΙΙ, 2125-40) ο οποίος απαγορεύει την εισαγωγή τροφίμων που δεν είναι σύμφωνα προς τους γερμανικούς κανόνες. Για την τήρηση των κανόνων αυτών προβλέπεται η επιβολή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων.

3 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

4 Πρέπει, καταρχάς, να τονιστεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση έχει ως συνέπεια περιορισμό των εισαγωγών προϊόντων με βάση το κρέας, τα οποία έχουν νομίμως παραχθεί και κυκλοφορήσει στο εμπόριο σε άλλα κράτη μέλη. Η μεταξύ των διαδίκων συζήτηση αφορά το αν τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται για τους λόγους που επικαλείται η γερμανική κυβέρνηση, δηλαδή την προστασία της υγείας, καθώς και για επιτακτικές ανάγκες που αφορούν την προστασία των καταναλωτών, την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών και την κοινή γεωργική πολιτική.

5 Πρέπει, επίσης, να τονιστεί καταρχάς ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση απαγορεύει την εμπορία στο γερμανικό έδαφος των εν λόγω προϊόντων χωρίς να προβαίνει σε διαφορετική μεταχείριση των εγχωρίων και αλλοδαπών προϊόντων. Μέτρο που εφαρμόζεται χωρίς διάκριση δεν εμπίπτει στην απαγόρευση των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος εφόσον είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση ορισμένων επιτακτικών αναγκών (βλέπε, ιδίως, απόφαση της 17ης Ιουνίου 1981 στην υπόθεση 113/80, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1981, σ. 1625).

Επί της δικαιολογίας που αναφέρεται στην προστασία της υγείας, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης

6 Πριν εξεταστούν τα επιχειρήματα που προέβαλε σχετικώς η καθής κυβέρνηση, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, καίτοι η ανθρώπινη υγεία και ζωή περιλαμβάνονται στα συμφέροντα που προστατεύει το άρθρο 36 και μολονότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν, εντός των ορίων της Συνθήκης, για το επίπεδο προστασίας που επιθυμούν να διασφαλίσουν, εθνική κανοιστική ρύθμιση που έχει ως συνέπεια περιορισμό των εισαγωγών συμβιβάζεται με τη Συνθήκη μόνο εφόσον είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική προστασία των εν λόγω συμφερόντων και υπό την προϋπόθεση ότι ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα λιγότερο περιοριστικά του ενδοκοινοτικού εμπορίου (αποφάσεις της 20ής Μαΐου 1976 στην υπόθεση 104/75, De Peijper, Slg. 1976, σ. 613, και της 4ης Φεβρουαρίου 1988 στην υπόθεση 261/85, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1988, σ. 547).

7 Κατά τη γερμανική κυβέρνηση η προσβαλλόμενη απαγόρευση εισαγωγής δικαιολογείται για λόγους προστασίας της υγείας, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης, καθόσον είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της επαρκούς προμήθειας στον πληθυσμό ορισμένων σημαντικών για τη διατροφή του ουσιών, που περιέχονται στο κρέας, ιδίως πρωτεϊνών.

8 Πρέπει σχετικώς να τονιστεί ευθύς εξαρχής, ότι το επιχείρημα αυτό αντιφάσκει με στοιχεία που προκύπτουν από τις εκθέσεις περί διατροφής που δημοσίευσε η ίδια η γερμανική κυβέρνηση κατά τα έτη 1980 και 1984. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις εν λόγω εκθέσεις ο εφοδιασμός του γερμανικού πληθυσμού σε πρωτεΐνες είναι κατά κανόνα εντελώς επαρκής, το γεγονός δε ότι σε ορισμένες ομάδες πληθυσμού, ιδίως τους νέους, η λήψη πρωτεϊνών είναι μικρότερη από τις συνιστώμενες ποσότητες, δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο για την υγεία, λόγω των περιθωρίων ασφαλείας που προβλέπουν οι σχετικές συστάσεις.

9 'Οπως, επίσης, προκύπτει από τις προαναφερθείσες εκθέσεις ορισμένα από τα προερχόμενα από κρέας συστατικά περιέχουν επιβλαβείς ουσίες, όπως η πυρίνη, η χοληστερίνη και τα κεκορεσμένα λιπαρά οξέα στις εκθέσεις αυτές υπογραμμίζεται, εξάλλου, μια ορισμένη ανησυχία για την ενδεχόμενη αύξηση της καταναλώσεως κρέατος και προϊόντων με βάση το κρέας.

10 Τέλος, ως προς το επιχείρημα της καθής κυβέρνησης ότι οι φυτικές πρωτεΐνες έχουν μικρότερη θρεπτική αξία από τις ζωικές πρωτεΐνες, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως ήδη έχει δεχθεί το Δικαστήριο στην απόφασή του της 23ης Φεβρουαρίου 1988 (Επιτροπή κατά Γαλλίας, 216/84, Συλλογή 1988, σ. 547), τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται λόγους δημοσίας υγείας προκειμένου να απαγορεύσουν την εισαγωγή προϊόντος με την αιτιολογία ότι αυτό έχει μικρότερη θρεπτική αξία από εκείνη ενός προϊόντος που κυκλοφορεί ήδη στη σχετική αγορά, διότι, όπως είναι προφανές, οι καταναλωτές της Κοινότητας έχουν μια τόσο μεγάλη δυνατότητα επιλογής τροφίμων ώστε το γεγονός και μόνο ότι ένα από τα εισαγόμενα προϊόντα έχει μικρότερη θρεπτική αξία δεν συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

11 Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απαγόρευση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους που αφορούν την προστασία της υγείας, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης.

Επί της δικαιολογίας που αναφέρεται στις επιτακτικές ανάγκες προστασίας των καταναλωτών

12 Η καθής κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απαγόρευση εισαγωγής είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική προστασία των γερμανών καταναλωτών οι οποίοι, λόγω συνηθειών δεκαετιών σχετικών με τη διατροφή τους, έχουν διαμορφώσει μια ακριβή εικόνα εκείνου που αναμένουν από ένα προϊόν με βάση το κρέας, ότι δηλαδή αυτό πρέπει να αποτελείται αποκλειστικώς ή κυρίως από κρέας και να ανταποκρίνεται στους κανόνες ποιότητας που προβλέπουν τα άρθρα 4 και 5 της κανονιστικής αποφάσεως για το κρέας.

13 Πρέπει, σχετικώς, να τονιστεί ότι όπως έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει το Δικαστήριο (ιδίως στις αποφάσεις της 12ης Μαρτίου 1987 στην υπόθεση 178/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1987, σ. 1227, και της 14ης Ιουλίου 1988 στην υπόθεση 407/75, Drei Glocken, Συλλογή 1988, σ. 4233), καίτοι είναι θεμιτή η βούληση παροχής στους καταναλωτές, οι οποίοι αποδίδουν ορισμένες ιδιότητες σε ορισμένα προϊόντα, της δυνατότητας επιλογής βάσει κριτηρίων που οι ίδιοι θεωρούν ως ουσιώδη, η δυνατότητα αυτή μπορεί να διασφαλιστεί με μέσα που δεν παρεμποδίζουν την εισαγωγή προϊόντων που έχουν νομίμως παρασκευασθεί και κυκλοφορήσει στο εμπόριο σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως δε με την επιβολή υποχρεώσεως κατάλληλης επισημάνσεως σχετικής με τη φύση του πωλουμένου προϊόντος.

14 Είναι αληθές ότι για τα προϊόντα με βάση το κρέας η αναφορά όλων των συστατικών μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα όταν τα προϊόντα αυτά διατίθενται χύμα ή μέσω εστιατορίων. Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι όπως προκύπτει από την οδηγία 79/112 του Συμβουλίου για την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33), και ιδίως από το άρθρο 12 αυτής, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν τον τρόπο επισημάνσεως των τροφίμων που δεν προσφέρονται προσυσκευασμένα στον τελικό καταναλωτή κατά τρόπο που να διασφαλίζει την παροχή στον τελευταίο των ουσιωδών για την επιλογή του στοιχείων και να αποφεύγεται η σύγχυση που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι ιδιαίτερα λεπτομερείς ενδείξεις.

15 Εξάλλου, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, το πρόβλημα της επισημάνσεως σε παρόμοιες περιπτώσεις έχει ήδη αντιμετωπιστεί από τις διατάξεις της γερμανικής κανονιστικής αποφάσεως για το κρέας, ιδίως από το άρθρο 5, παράγραφος 2, το οποίο προβλέπει, για τα προϊόντα που εξαιρούνται της απαγορεύσεως εμπορίας, ειδικό σύστημα επισημάνσεως σε περίπτωση πωλήσεως χύμα και, ειδικότερα, σε περίπτωση διαθέσεως μέσω εστιατορίων ή ιδρυμάτων συλλογικής εστιάσεως.

16 Συνεπώς, την προσβαλλόμενη απαγόρευση εισαγωγής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν επιτακτικές ανάγκες που αφορούν την προστασία των καταναλωτών.

Επί της δικαιολογίας που αναφέρεται στις επιτακτικές ανάγκες για την προστασία της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών.

17 Η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απαγόρευση εισαγωγής αποτελεί μέτρο απαραίτητο για την προστασία των παραγωγών και των εμπόρων προϊόντων με βάση το αγνό κρέας κατά του αθεμίτου ανταγωνισμού ορισμένων επιχειρηματιών οι οποίοι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα χρησιμοποιώντας προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας και μικρότερου κόστους χωρίς οι διαφορές παρασκευής να είναι εμφανείς για τον καταναλωτή.

18 Αρκεί, σχετικώς, να διαπιστωθεί ότι το επιχείρημα αυτό, που στηρίζεται στην έλλειψη ενημερώσεως του καταναλωτή, έχει ήδη απορριφθεί ανωτέρω.

19 Κατά συνέπεια, την προσβαλλόμενη απαγόρευση εισαγωγής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν επιτακτικές ανάγκες που αφορούν την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών.

Επί της δικαιολογίας που αναφέρεται σε επιτακτικές ανάγκες που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική

20 Η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει, τέλος, ότι η προσβαλλόμενη απαγόρευση εισαγωγής είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση ορισμένων επιτακτικών αναγκών που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική, ιδίως το σκοπό της σταθεροποιήσεως των αγορών τον οποίο επιδιώκουν οι κοινές οργανώσεις αγοράς στους τομείς του βοείου και του χοιρείου κρέατος.

21 Το επιχείρημα αυτό, επίσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. 'Οπως έχει ήδη δεχθεί το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1988 και της 14ης Ιουλίου 1988 (216/84 και 407/85, προαναφερθείσες), εφόσον η Κοινότητα έχει ιδρύσει σε ορισμένο τομέα κοινή οργάνωση αγοράς, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να απέχουν από τη λήψη κάθε μονομερούς μέτρου, ακόμα και αν αυτό μπορεί να στηρίξει την κοινή πολιτική.

22 'Οπως, εξάλλου, προκύπτει από τις εν λόγω αποφάσεις εθνικά μέτρα, ακόμα και αν στηρίζουν μια κοινή πολιτική της Κοινότητας, δεν μπορούν να αντιστρατεύονται μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, στην παρούσα περίπτωση την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αν δεν δικαιολογούνται από λόγους που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο. 'Οπως, όμως, διαπιστώθηκε ανωτέρω αυτό δεν συμβαίνει με τους προσβαλλόμενους, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, κανόνες.

23 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παράβαση αποδείχθηκε. Πρέπει, κατά συνέπεια, να αναγνωριστεί ότι απαγορεύοντας την εισαγωγή και την εμπορία στο έδαφός της προϊόντων με βάση το κρέας προελεύσεως άλλων κρατών μελών, που δεν ανταποκρίνονται στα άρθρα 4 και 5 της Fleisch-Verordnung, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

24 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απαγορεύοντας την εισαγωγή και την εμπορία στο έδαφός της προϊόντων με βάση το κρέας προελεύσεως άλλων κρατών μελών, που δεν ανταποκρίνονται στα άρθρα 4 και 5 της Fleisch-Verordnung, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης.

2) Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.