61987J0019

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 23ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1988. - ANDRE HECQ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ - ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΕ ΘΕΣΗ ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 19/87.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 01681


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1 . Υπάλληλοι - Τοποθέτηση - Αναδιοργάνωση των υπηρεσιών - Υποχρέωση προηγουμένης ακροάσεως - Δεν υπάρχει - Εξουσία εκτιμήσεως της διοίκησης - 'Ορια - Συμφέρον της υπηρεσίας - Τήρηση της ισοτιμίας των θέσεων

( Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 5 και 7 )

2 . Υπάλληλοι - Βλαπτική απόφαση - Υποχρέωση αιτιολογίας - 'Εκταση

( Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο )

Περίληψη


1 . Τα όργανα έχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών τους με γνώμονα της αποστολή που τους έχει ανατεθεί και κατά την τοποθέτηση του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό τον όρο πάντως ότι η εν λόγω τοποθέτηση γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρείται η ισοτιμία των θέσεων .

Στον τομέα αυτό η διοίκηση δεν υποχρεούται να ζητεί προηγουμένως τη γνώμη των μεμονωμένων υπαλλήλων σχετικά με τα μέτρα αναδιοργανώσεως των υπηρεσιών που επηρρεάζουν ενδεχομένως τη θέση τους .

Για να θεωρηθεί ότι ένα τέτοιο μέτρο προσβάλλει το δικαίωμα που έχει κάθε υπάλληλος δυνάμει των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως να του ανατεθούν δηλαδή καθήκοντα που συμφωνούν στο σύνολό τους με τη θέση που αντιστοιχεί στο βαθμό τον οποίο κατέχει στην ιεραρχία, δεν αρκεί να συνεπάγεται μεταβολή, ακόμα δε και κάποια μείωση των καθηκόντων του υπαλλήλου, αλλά πρέπει, τα νέα καθήκοντα, συνολικώς σκοπούμενα, να υπολείπονται αισθητά αυτών που αντιστοιχούν στο βαθμό και στη θέση του υπαλλήλου, κατά τη φύση, τη σημασία και την έκτασή τους .

2 . Για να κριθεί αν τηρήθηκε η υποχρέωση της αιτιολογίας βλαπτικής αποφάσεως που προβλέπει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο τα έγγραφα με τα οποία ανακοινώθηκε η απόφαση αλλά και οι συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθη και γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο . Προς τούτο πρέπει να ερευνηθεί ιδίως αν ο προσφεύγων γνώριζε ήδη τα στοιχεία επί των οποίων στήριξε την απόφασή της η διοίκηση .

Διάδικοι


Στην υπόθεση 19/87,

Andre Hecq, μόνιμος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Bonlez ( Βέλγιο ), εκπροσωπούμενος από τους Jacques Putzeys και Xavier Leurquin, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nickts, 87, avenue Guillaume,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τη Marie Wolfcarius, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση διαφόρων αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τη μετάταξη του προσφεύγοντος εντός της υπηρεσίας "Διαχείριση ακινήτων και εξοπλισμός" και την περιγραφή των νέων καθηκόντων του,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τέταρτο τμήμα )

συγκείμενο από τους G . C . Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, T . Koopmans και Κ . Κακούρη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας : J . Mischo

γραμματέας : Η . Α . Roehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 9ης Φεβρουαρίου 1988,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 1988,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιανουαρίου 1987, ο Andre Hecq, μόνιμος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με το βαθμό Β 3, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί, αφενός, την ακύρωση ορισμένων αποφάσεων που αφορούν τη μετάταξή του εντός της υπηρεσίας "Διαχείριση ακινήτων και εξοπλισμός" και, αφετέρου, την αποκατάστασή του σε όλα τα εκ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δικαιώματα που είχε πριν από την 1η Φεβρουαρίου 1986 .

2 Οι αποφάσεις των οποίων ζητείται η ακύρωση είναι οι εξής :

- του διευθυντή της γενικής διοικήσεως που περιέχεται στο από 3 Ιανουαρίου 1986 σημείωμα και αποτελεί την κύρια απόφαση "να απομακρυνθεί" ο Hecq από τον τομέα "Ακίνητα" και να του ανατεθεί η ευθύνη στον τομέα "Θέρμανση - Υδραυλικά" των νέων κτιρίων που απασχολεί ή που θα απασχολεί η Επιτροπή από το Δεκέμβριο 1984

- του προϊσταμένου της ειδικευμένης υπηρεσίας "Διαχείριση ακινήτων και εξοπλισμός" της 23ης Ιανουαρίου 1986 με την οποία εφαρμόζεται η από 3 Ιανουαρίου 1986 απόφαση και διευκρινίζονται τα νέα καθήκοντα του Hecq

- του διευθυντή της γενικής διοικήσεως που περιέχεται στο από 5 Μαρτίου 1986 σημείωμα, με την οποία καθορίζονται τα κτίρια για τα οποία είναι υπεύθυνος ο Hecq στους τομείς θερμάνσεως και υδραυλικών και προσδιορίζεται ο ιεραρχικός προϊστάμενός του

- της Επιτροπής της 27ης Οκτωβρίου 1986 που κοινοποιήθηκε στον Hecq με έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 1986, με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την από 2 Απριλίου 1986 διοικητική ένστασή του .

3 Οι αποφάσεις του Ιανουαρίου 1986 ελήφθησαν αφού προηγουμένως είχαν διαβιβαστεί στο διευθυντή της κεντρικής διοικήσεως τα σημειώματα που ανταλλάχθηκαν εντός της συγκεκριμένης υπηρεσίας μεταξύ του Hecq και των ιεραρχικών του προϊσταμένων . Ο εν λόγω διευθυντής κατέληξε στο συμπέρασμα "με κάποια θλίψη" ότι αναλώθηκε πολύς χρόνος στην ανταλλαγή σημειωμάτων η οποία και έπρεπε να τερματιστεί αμέσως . Για το λόγο αυτό ζήτησε από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας να του υποβάλει πρόταση με αντικείμενο "την απομάκρυνση" του Hecq από τον τομέα όπου εργαζόταν και την ανάθεση σ' αυτόν νέων καθηκόντων .

4 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων . Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

5 Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την παράβαση των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και της αρχής της ίσης μεταχείρισης . Στο πλαίσιο του ισχυρισμού αυτού ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα νέα του καθήκοντα δεν αντιστοιχούν στο βαθμό του . Συγκεκριμένα, με τα νέα του καθήκοντα, οφείλει να εργάζεται μόνος, αποκλειστικά στα νέα κτίρια της Επιτροπής και σε δύο τομείς συγχρόνως, δηλαδή της θερμάνσεως και των υδραυλικών, ενώ οι συνάδελφοί του εξακολουθούν να εργάζονται ως ομάδα, αποκλειστικά στα παλαιά κτίρια της Επιτροπής και σε ένα μόνο τομέα δηλαδή της θερμάνσεως ή των υδραυλικών .

6 Πρέπει να σημειωθεί σχετικώς ότι η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει στα όργανα της Κοινότητας ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών τους με γνώμονα την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και κατά την τοποθέτηση του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό τον όρο πάντως ότι η εν λόγω τοποθέτηση γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρείται η ισοτιμία των θέσεων ( απόφαση της 23ης Ιουνίου 1984, Lux, υπόθεση 69/83, Συλλογή 1984, σ . 2447 ).

7 Από τα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως προκύπτει ότι ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να του ανατεθούν καθήκοντα που συμφωνούν στο σύνολό τους με τη θέση που αντιστοιχεί στο βαθμό τον οποίο κατέχει στην ιεραρχία ο υπάλληλος . Για να θεωρηθεί όμως ότι ένα μέτρο αναδιοργανώσεως των υπηρεσιών προσβάλλει το δικαίωμα αυτό δεν αρκεί να συνεπάγεται μεταβολή, ακόμα δε και κάποια μείωση των καθηκόντων του υπαλλήλου, αλλά πρέπει τα νέα καθήκοντα, συνολικώς σκοπούμενα, να υπολείπονται αισθητά αυτών που αντιστοιχούν στο βαθμό και στη θέση του υπαλλήλου κατά τη φύση, τη σημασία και την έκτασή τους .

8 Για να εξεταστεί αν οι αποφάσεις με τις οποίες ανατέθηκαν νέα καθήκοντα στον προσφεύγοντα προσέβαλαν τα δικαιώματά του απαιτείται επομένως σύγκριση των νέων αυτών καθηκόντων με το βαθμό και τη θέση που κατέχει ο προσφεύγων . 'Αρα οι αιτιάσεις που αφορούν τη σύγκριση μεταξύ των τωρινών και των παλαιοτέρων καθηκόντων του προσφεύγοντος δεν ευσταθούν .

9 Ο προσφεύγων προήχθη το 1984 στη θέση τεχνικού βοηθού διοικήσεως του βαθμού Β 3 και παρέμεινε στην ειδικευμένη υπηρεσία "Διαχείριση ακινήτων και εξοπλισμός" όπου υπηρετούσε από το 1982 . Με την απόφαση της Επιτροπής περί περιγραφής των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που περιλαμβάνουν οι θέσεις-τύποι κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 4, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ( απόφαση της 28ης Μαΐου 1973, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια και δημοσιεύθηκε στον Ταχυδρόμο του προσωπικού, τεύχος ΙΑ, αριθ . 373, της 9.7.1982 ), τα καθήκοντα του τεχνικού βοηθού διοικήσεως, των βαθμών Β 2 ή Β 3 περιγράφονται ως εξής :

"Β 2 και Β 3 : Βοηθός διοικήσεως - Υπάλληλος εκτελέσεως :

- υπεύθυνος τμήματος ή διοικητικής μονάδας

- επιφορτισμένος με διοικητικές ενέργειες που περιλαμβάνουν ενδεχομένως την ερμηνεία κανονισμών και γενικών οδηγιών

- επιφορτισμένος με την εκτέλεση δύσκολων και περίπλοκων εργασιών στο πλαίσιο γενικών οδηγιών ."

10 Ο προσφεύγων υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι, σύμφωνα με την περιγραφή αυτή, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να αναθέσει στους τεχνικούς βοηθούς διοικήσεως την ευθύνη ενός τμήματος ή μιας διοικητικής μονάδας, πράγμα που δεν έπραξε στην περίπτωσή του . Αρνηθείσα δε να του αναθέσει την ευθύνη ενός τμήματος τον τοποθέτησε σε θέση κατώτερη του βαθμού του .

11 Στο θέμα αυτό, ο προσφεύγων λαμβάνει ως αφετηρία τη σκέψη ότι "ο υπεύθυνος ενός τμήματος ή μιας διοικητικής μονάδας" πρέπει κατ' ανάγκη να έχει ορισμένα άτομα υπό τις διαταγές του ή να συντονίζει τις εργασίες μιας ομάδας τεχνικών . Αυτό όμως δεν ευσταθεί . Η διοικητική μονάδα στην οποία ανήκει ο προσφεύγων έχει το καθήκον να φροντίζει για την ομαλή λειτουργία των κτιρίων που στεγάζουν τις υπηρεσίες της Επιτροπής . Στα πλαίσια των καθηκόντων του, ο προσφεύγων φέρει μόνος την ευθύνη ενός τμήματος των κτιρίων αυτών . Υπό τις συνθήκες αυτές μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την ευθύνη ενός τμήματος της μονάδας στην οποία ανήκει, ενώ συγχρόνως είναι ο μόνος υπάλληλος υπεύθυνος για την κατάσταση ορισμένων κτιρίων .

12 Ο προσφεύγων υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης διότι τον αντιμετωπίζουν δυσμενώς σε σύγκριση με τους πρώην συνεργάτες του οι οποίοι δεν υποχρεούνται να εργάζονται συγχρόνως σε δύο τομείς, της θέρμανσης και των υδραυλικών, και δεν εργάζονται αποκλειστικά σε νέα κτίρια, η συντήρηση των οποίων είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκη λόγω της ρυθμίσεως κατά την έναρξη της λειτουργίας .

13 Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη . Πράγματι, ο προσφεύγων δεν μπορεί να απαιτεί να του ανατεθούν καθήκοντα παρόμοια με τα καθήκοντα των πρώην συνεργατών του που είναι υπάλληλοι με χαμηλότερο βαθμό από το δικό του και συγκεκριμένα δύο του βαθμού Β 4 και τέσσερις της κατηγορίας D . Ειδικότερα ο προσφεύγων δεν μπορεί να διαμαρτύρεται για το ότι τα καθήκοντά του είναι περισσότερο πολύπλοκα από τα δικά τους .

14 'Αρα ο πρώτος ισχυρισμός είναι απορριπτέος .

15 Ο δεύτερος ισχυρισμός αναφέρεται στην παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοίκησης και του καθήκοντος αρωγής που έχει η διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της, καθώς και στην κατάχρηση εξουσίας, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν χωρίς να ληφθεί υπόψη το συμφέρον του προσφεύγοντος ο οποίος δεν είχε την ευκαιρία να διατυπώσει προηγουμένως την άποψή του . Εξάλλου, δεν μπόρεσε να συναγάγει από τις πράξεις αυτές τους λόγους που υπαγόρευσαν τα ληφθέντα μέτρα .

16 'Οσον αφορά την αιτίαση της σχετικής ελλείψεως αιτιολογίας των επίδικων πράξεων, σημειωτέον ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε ιδίως απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1981, Arning, υπόθεση 125/80, Συλλογή 1981, σ . 2539 ), για να κριθεί αν τηρήθηκε η υποχρέωση της αιτιολογίας που προβλέπει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο τα έγγραφα με τα οποία ανακοινώθηκε η απόφαση, αλλά και οι συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθη και γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο . Προς τούτο πρέπει να ερευνηθεί ιδίως αν ο προσφεύγων γνώριζε τα στοιχεία επί των οποίων στήριξε την απόφασή της η Επιτροπή .

17 Στο από 3 Ιανουαρίου 1986 έγγραφο του διευθυντή της γενικής διοικήσεως, Pratley, με το οποίο άρχισαν να λαμβάνονται τα μέτρα κατά των οποίων στρέφεται ο προσφεύγων, αναφέρεται ότι η ανταλλαγή σημειωμάτων μεταξύ του προσφεύγοντος, του προϊσταμένου του τμήματος και του προϊσταμένου υπηρεσίας έπρεπε να παύσει . Αντίγραφο του εγγράφου αυτού κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα . Ο ίδιος ήταν ο συντάκτης ενός μεγάλου μέρους των σημειωμάτων σε τόνο όλο και περισσότερο οξύ, που ανταλλάχθηκαν από τον Οκτώβριο 1984 . Είχε επίσης λάβει αντίγραφα των σημειωμάτων που απηύθυναν στον προϊστάμενο υπηρεσίας οι άλλοι υπάλληλοι του τμήματος στο οποίο ανήκε, σημειώματα με τα οποία οι υπάλληλοι αυτοί ζητούσαν να μεταταχθούν σε άλλο τμήμα .

18 Υπό τις συνθήκες αυτές ο προσφεύγων δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε τις συνθήκες υπό τις οποίες μεταβλήθηκε επί τα χείρω η ατμόσφαιρα εργασίας στο τμήμα, καθώς και την επιθυμία του διευθυντή της γενικής διοικήσεως να θέσει τέρμα στην κατάσταση αυτή με νέα κατανομή καθηκόντων . Επομένως η αιτίαση της σχετικής ελλείψεως αιτιολογίας είναι αβάσιμη .

19 'Οσον αφορά την αιτίαση ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν προέβη σε ακρόαση του προσφεύγοντος, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, πριν από τις 3 Ιανουαρίου 1986, ημερομηνία του πρώτου εγγράφου του Pratley, πραγματοποιήθηκε σειρά επαφών μεταξύ του προσφεύγοντος και των ιεραρχικών προϊσταμένων του . Κατά τις συνομιλίες αυτές όμως δεν συζητήθηκε κανένα συγκεκριμένο μέτρο για την αντιμετώπιση των υπαρχουσών δυσχερειών . Εξάλλου, μεταξύ 3ης και 23ης Ιανουαρίου, οπότε ο προϊστάμενος της υπηρεσίας έλαβε την απόφαση να προχωρήσει σε μέτρα αναδιοργάνωσης της υπηρεσίας στον τομέα θερμάνσεως - υδραυλικών, δεν πραγματοποιήθηκε ακρόαση του προσφεύγοντος . Αντιθέτως, ο προσφεύγων έγινε δεκτός σε ακρόαση από τον Pratley μεταξύ της 23ης Ιανουαρίου και της 5ης Μαρτίου, οπότε ο γενικός διευθυντής του διευκρίνισε για ποια κτίρια θα ήταν υπεύθυνος στο εξής . Το έγγραφο αυτό της 5ης Μαρτίου επιβεβαιώνει την αρχική απόφαση της 3ης Ιανουαρίου και τα μέτρα διοργανώσεως της 23ης Ισανουαρίου . Από επιστολή του προσφεύγοντος προς τον Pratley της 11ης Μαρτίου 1986 προκύπτει συγκεκριμένα ότι το θέμα της περιγραφής των νέων καθηκόντων του προσφεύγοντος συζητήθηκε μεταξύ αυτού και του Pratley στις 21 Φεβρουαρίου 1986 .

20 Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε την ευκαιρία να διατυπώσει την άποψή του πριν καταστούν οριστικά τα μέτρα αναδιοργανώσεως . Εξάλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως παρέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις για τα δικαιώματα των υπαλλήλων που προβλέπει, η διοίκηση των κοινοτικών οργάνων δεν υποχρεούται να ζητεί τη γνώμη των μεμονωμένων υπαλλήλων σχετικά με τα μέτρα αναδιοργανώσεως που επηρρεάζουν ενδεχομένως τη θέση τους .

21 Κατά συνέπεια ο δεύτερος ισχυρισμός είναι απορριπτέος .

22 Κατά τον τρίτο ισχυρισμό, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87 και το παράρτημα ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και διέπραξε κατάχρηση εξουσίας, καθόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις απέβλεπαν στην επιβολή συγκεκαλυμμένης πειθαρχικής κυρώσεως στον προσφεύγοντα με τη μείωση των καθηκόντων του και των πραγματικών αποδοχών που ελάμβανε κατά το σύστημα των αποζημιώσεων επιφυλακής .

23 Στο πλαίσιο του ισχυρισμού αυτού ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ήταν εκπρόσωπος του σωματείου εκλεγμένος από το προσωπικό, αλλά δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ του γεγονότος αυτού και των μέτρων κατά των οποίων στρέφεται .

24 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι επίδικες πράξεις δεν αποτέλεσαν μείωση των καθηκόντων του προσφεύγοντος . Ως προς το σημείο αυτό η Επιτροπή ορθώς υπογράμμισε ότι η ανάθεση νέων καθηκόντων στον προσφεύγοντα αποτελεί απλώς νέα τοποθέτηση που αποφασίστηκε προς το συμφέρον της υπηρεσίας .

25 Η αιτίαση της μειώσεως των αποδοχών στηρίζεται στην απώλεια της αποζημιώσεως επιφυλακής που υπέστη ο προσφεύγων όταν απομακρύνθηκε από την παλαιά του θέση . Αρκεί να διαπιστωθεί σχετικώς ότι η αποζημίωση αυτή έχει ως αντικείμενο να αντισταθμίσει την υποχρέωση που έχει ο υπάλληλος να παραμένει στη διάθεση του οργάνου και δεν αποτελεί μέρος του μισθού που αντιστοιχεί στο βαθμό και στο κλιμάκιο του υπαλλήλου . Εξάλλου ο υπάλληλος δεν δικαιούται να κατέχει θέση για την οποία υποχρεούται να παραμένει τακτικά σε κατάσταση επιφυλακής εκτός της συνήθους διάρκειας εργασίας .

26 Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν υπέβαλε άλλα επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι συντρέχει κατάχρηση εξουσίας, ο τρίτος ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός .

27 Συνεπώς η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

28 Κατά το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν, υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 69 που αναφέρεται στα έξοδα τα οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως .

29 Η Επιτροπή ζήτησε να εφαρμοστεί η τελευταία αυτή διάταξη . Φρονεί δε ότι η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε κακοβούλως διότι ο προσφεύγων αποτέλεσε ο ίδιος την αφορμή για τη λήψη του μέτρου αναδιοργανώσεως κατά του οποίου βάλλει .

30 Το αίτημα αυτό δεν πρέπει να γίνει δεκτό . Το Δικαστήριο κρίνει συγκεκριμένα ότι βάσει των εγγράφων και των στοιχείων που διαθέτει, δεν μπορεί να προσδιορίσει τους υπεύθυνους για τη δημιουργία της άσχημης ατμόσφαιρας εργασίας που υπαγόρευσε τα εν λόγω μέτρα αναδιοργανώσεως της υπηρεσίας .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τέταρτο τμήμα )

αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει την προσφυγή .

2 ) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα .