Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini της 29ης Ιουνίου 1988. - UNION NATIONALE INTERPROFESSIONNELLE DES LEGUMES DE CONSERVE (UNILEC) ΚΑΤΑ ETABLISSEMENTS LARROCHE FRERES. - ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ TRIBUNAL DE GRANDE INSTANCE ΤΟΥ AGEN (ΓΑΛΛΙΑ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. - ΔΙΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ - ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΤΙΜΗ ΑΓΟΡΑΣ - ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΤΕΛΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 212/87.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 05075
++++
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Το tribunal de grande instance του Agen (Γαλλία) ερωτά το Δικαστήριο αν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο οι γεωργικές διεπαγγελματικές συμφωνίες που επεκτείνονται από τη διοικητική αρχή σε όλους τους εγχώριους παραγωγούς οι οποίοι δρουν σε έναν τομέα της αγοράς.
Το Δικαστήριο ασχολήθηκε ήδη με το πρόβλημα στην υπόθεση 218/85, Le Campion (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, Συλλογή 1986, σ. 3513), στην οποία άσκησα καθήκοντα γενικού εισαγγελέα. Επομένως, περιορίζομαι να υπενθυμίσω ότι, κατά το άρθρο 2 του νόμου 75-600 περί της γεωργικής διεπαγγελματικής οργανώσεως (JΟRF ((Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας)) της 11.7.1975, σ. 7124), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το νόμο 80-502, της 4ης Ιουλίου 1980 (JΟRF της 5.7.1980, σ. 1670), ο αρμόδιος υπουργός μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και με υπουργική απόφαση, να επεκτείνει στους παραγωγούς μη μέλη τις συμφωνίες που συνήψαν οι κατά νόμο αναγνωρισμένες οργανώσεις. Εξάλλου, οι οργανώσεις αυτές μπορούν να εξουσιοδοτούνται να επιβάλλουν επί των παραγωγών αυτών τις αναγκαίες εισφορές για την εκτέλεση των συμφωνιών.
Ακριβώς, αυτές οι εισφορές που αφορούν τις περιόδους εμπορίας 1982/83 και 1983/84 για τα σέλινα και τα σκούλια είναι αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Προκειμένου να επιτύχει την πληρωμή των εισφορών αυτών, η Union nationale interprofessionnelle des legumes de conserve (στο εξής: "Unilec") ενήγαγε ενώπιον του δικαστηρίου του Agen την εταιρία Larroche, μικρή επιχείρηση παραγωγής κονσερβών της Νότιας Γαλλίας, η οποία δεν είναι μέλος της εν λόγω ενώσεως. Κατά τη διαδικασία, η ενάγουσα της κύριας δίκης προσέθεσε στο αρχικό της αίτημα το ύψος των εισφορών που οφείλονται για την περίοδο εμπορίας 1985/86, περιλαμβάνοντας σ' αυτές και τις εισφορές που αφορούσαν τα φασολάκια.
Ενώπιον του δικαστηρίου η εταιρία Larroche υποστήριξε ότι η επέκταση erga omnes των διεπαγγελματικών συμφωνιών για τους παραγωγούς και τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως των προαναφερθέντων κηπευτικών (υπουργικές αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1981, της 30ής Σεπτεμβρίου 1983, της 13ης Νοεμβρίου 1984 και της 18ης Δεκεμβρίου 1986, δημοσιευθείσες αντιστοίχως στην JΟRF της 9.1.1982, σ. 306, της 15.10.1983, σ. 9359, της 12.4.1984, σ. 11032, και της 13.1.1987, σ. 460), είναι αντίθετη προς τις κοινοτικές διατάξεις στον τομέα της γεωργίας και του ανταγωνισμού. Πράγματι, επιβάλλοντας σε όλους τους παραγωγούς κονσερβών κατώτατη τιμή αγοράς για την εγχώρια πρώτη ύλη, η επέκταση αυτή εμποδίζει τους ανεξάρτητους επιχειρηματίες να ασκούν αποτελεσματικό ανταγωνισμό στις εν λόγω αγορές. Σ' αυτό προστίθεται το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του προαναφερθέντος νόμου, οι εισφορές που προορίζονται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων της ένωσης επιβάλλονται επίσης στα εισαγόμενα κηπευτικά προελεύσεως άλλων κρατών μελών επομένως, συνιστούν συγκεκαλυμμένη επιβάρυνση κατά την εισαγωγή.
'Ετσι, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των προβλημάτων που ανέκυψαν, το tribunal ανέστειλε τη διαδικασία και, με απόφαση της 8ης Ιουλίου 1987, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
1) Ενόψει των διατάξεων των άρθρων 39, 42 και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης της Ρώμης και του κανονισμού (ΕΟΚ) 26/62 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 4ης Απριλίου 1962, ο καθορισμός κατώτατης τιμής αγοράς - που έγινε με διεπαγγελματική συμφωνία επεκταθείσα διά της κανονιστικής οδού στο σύνολο των επαγγελμάτων των σχετικών με την παραγωγή, τη συσκευασία ή τη διάθεση στο εμπόριο γεωργικού προϊόντος, μπορεί να θεωρηθεί ως εναρμονισμένη πρακτική, ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας και που έχει ως αποτέλεσμα ή αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς;
2) Θεωρείται ως ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΟΚ η προβλεπόμενη από εσωτερικό νόμο δυνατότητα, κατόπιν συνάψεως διεπαγγελματικής συμφωνίας που μπορεί να επεκταθεί διά της κανονιστικής οδού, να επιβάλλονται εισφορές επί προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών;"
Στην παρούσα διαδικασία, οι διάδικοι της κύριας δίκης, η γαλλική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και τις ανέπτυξαν κατά την προφορική διαδικασία.
2. Θα αρχίσω με μερικές γενικές παρατηρήσεις. Από το 1983, η κοινοτική έννομη τάξη περιλαμβάνει κοινό καθεστώς επεκτάσεως το οποίο δεν διαφέρει από το γαλλικό καθεστώς ((κανονισμοί (ΕΟΚ) 3284/83 και 3285/83, της 14ης Νοεμβρίου 1983, ΕΕ L 325, σ. 1 και 8 αντιστοίχως)).'Ομως, όσον αφορά τα προαναφερθέντα κηπευτικά, η κανονιστική αυτή ρύθμιση τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1986 ((κανονισμός (ΕΟΚ) 1977/85, της 16ης Ιουλίου 1985, ΕΕ L 186, σ. 2)) επομένως, εν προκειμένω μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον κατά το μέτρο που έχει εφαρμογή στο αίτημα ως προς τις οφειλόμενες εισφορές για την περίοδο εμπορίας 1985/86.
Επιπλέον, παρατηρώ ότι - δυνάμει της παραπομπής του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72, της 18ης Μαΐου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 250), στις αντίστοιχες δασμολογικές κλάσεις του κοινού δασμολογίου - τα σέλινα, τα σκούλια και τα φασολάκια εμπίπτουν στην κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών, η οποία ακριβώς δημιουργήθηκε με τον εν λόγω κανονισμό. Από αυτό έπεται ότι τα ερωτήματα του γαλλικού δικαστηρίου με υποχρεώνουν να εξακριβώσω πρωτίστως αν η επέκταση erga omnes των διεπαγγελματικών συμφωνιών δεν είναι ήδη καθεαυτό ασυμβίβαστες με τις κοινοτικές διατάξεις που διέπουν την εν λόγω οργάνωση.
Εξάλλου, εφόσον τα επίμαχα μέτρα αφορούν τα κηπευτικά τα οποία είναι ακόμη νωπά, πρέπει να απορριφθεί η άποψη της Unilec ότι το εξεταζόμενο εν προκειμένω ζήτημα διέπεται από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί μεταποιημένων προϊόντων. Ούτε μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι έχουν σημασία, εν προκειμένω, οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72 όσον αφορά τα προϊόντα που προορίζονται για τη βιομηχανική μεταποίηση πράγματι, οι εξαιρέσεις αυτές δεν αφορούν τις οργανώσεις παραγωγών, αλλά τους κανόνες ποιότητας.
3. Μετά τη διευκρίνιση αυτή, θα εξετάσω το πρώτο ερώτημα. 'Οπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο, το tribunal του Agen ζητεί ουσιαστικά να πληροφορηθεί αν το γεγονός ότι επιβάλλεται κατώτατη τιμή αγοράς στις ανεξάρτητες επιχειρήσεις μεταποιήσεως ορισμένων κηπευτικών συμβιβάζεται με τις διάφορες διατάξεις του πρωτογενούς και παραγώγου κοινοτικού δικαίου.
Επ' αυτού, ευθύς εξαρχής παρατηρώ ότι, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η δημιουργία κοινής οργανώσεως αγοράς επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση "να απέχουν από κάθε μέτρο" που παρεκκλίνει από τη ρύθμιση αυτή ή που μπορεί να την βλάψει (απόφαση της 18ης Μαΐου 1977 στην υπόθεση 111/76, Van den Hazel, Rec. 1977, σ. 901, σκέψη 13 απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1978 στην υπόθεση 83/78, Pigs Marketing Board, Rec. 1978, σ. 2347, σκέψη 56 απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984 στην υπόθεση 237/82, Jongeneel Kaas, Συλλογή 1984, σ. 483, σκέψη 12).
Στη σκέψη 18 της πιο πρόσφατης απόφασης - δηλαδή της προαναφερθείσας απόφασης στην υπόθεση Le Campion - το Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι: "Η κοινή οργάνωση αγορών (στον τομέα των οπωροκηπευτικών) χαρακτηρίζεται ... από δύο επίπεδα παρεμβάσεων. Οι ενώσεις παραγωγών μπορούν, αφενός, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού 1035/72, να καθορίζουν για ένα συγκεκριμένο προϊόν τιμή αποσύρσεως κάτω από την οποία δεν προσφέρουν προς πώληση τα προϊόντα των μελών τους (η εν λόγω) απόσυρση επιτρέπει στις ενώσεις παραγωγών να σταθεροποιούν τις τιμές ... (και να απαιτούν) υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εξισωτικό ποσό προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα (αποσύρσεως). Αφετέρου, το άρθρο 19 ... προβλέπει μέτρα ... για ορισμένα προϊόντα ... τα οποία εφαρμόζονται σ' όλους τους παραγωγούς. Η παρέμβαση όμως αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνονεφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η αγορά (του σχετικού προϊόντος) βρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής κρίσεως από της διαπιστώσεως αυτής τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, μέσω των οργανισμών παρεμβάσεως, την αγορά των προϊόντων που ανταποκρίνονται στους κοινοτικούς κανόνες ποιότητας, στις τιμές που καθορίζουν οι κοινοτικές διατάξεις, εφόσον βέβαια οι ενώσεις ... δεν τα έχουν ακόμη αποσύρει από την αγορά".
"Αυτή η συνοπτική ανάλυση", αναφέρεται εν συνεχεία στη σκέψη 19 "επιτρέπει τη διαπίστωση ότι ο κανονισμός 1035/72 ρυθμίζει εξαντλητικά (το εν λόγω ζήτημα) ... διακρίνοντας σαφέστατα τους μηχανισμούς παρεμβάσεως που μπορούν να κινήσουν οι ενώσεις παραγωγών από τους μηχανισμούς παρεμβάσεως που εφαρμόζονται σ' όλους τους παραγωγούς. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές τα κράτη μέλη δεν είναι αρμόδια να επεκτείνουν ... την εφαρμογή των κανόνων περί παρεμβάσεως που θεσπίζουν οι (εν λόγω) ενώσεις" (η υπογράμμιση δική μου).
Οι σκέψεις όμως αυτές είναι καθόλα κρίσιμες εν προκειμένω. Πράγματι, η επίμαχη επέκταση εισάγει στην εγχώρια αγορά ενιαίο σύστημα εγγυημένων τιμών για όλους τους παραγωγούς, το οποίο, στην πράξη, αντικαθιστά το σύστημα τιμών αποσύρσεως που οι ενώσεις παραγωγών μπορούν να επιβάλλουν μόνο στα μέλη τους και καθιστά, έτσι, χωρίς αντικείμενο το μηχανισμό αποσύρσεως από την αγορά κατά τους όρους που ορίζει ο κοινοτικός νομοθέτης. Επομένως, είναι ασυμβίβαστοι με τους κανόνες της κοινής οργανώσεως.
Εξάλλου, η έναρξη ισχύος του κανονισμού 3284/83 (την 1η Ιανουαρίου 1986) δεν έχει μεταβάλει ουσιαστικά την κατάσταση αυτή. Ασφαλώς, με το νέο άρθρο 15β του κανονισμού 1035/72 εξουσιοδοτούνται τα κράτη μέλη να καθιστούν ορισμένους κανόνες, που θέσπισαν οι οργανώσεις, υποχρεωτικούς και για τους συναλλασσομένους οι οποίοι δεν είναι μέλη των οργανώσεων αυτών. Πάντως, η ευχέρεια αυτή υπόκειται σε επακριβή όρια ratione materiae et territorii, καθώς και σε μια σειρά ακριβώς καθορισμένων προϋποθέσεων, όπως: αίτηση υποβαλλόμενη από την ένωση, έλλειψη βλάβης στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, γνωστοποίηση στην Επιτροπή, έγκριση από την τελευταία κλπ. Δεύτερον, οι ρήτρες που μπορούν να επεκταθούν πρέπει να αφορούν μόνον την παραγωγή, την εμπορία ή την παροχή πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα ((παράγραφος 1, στοιχεία α), β), και γ) )). Τέλος, οι ρήτρες όσον αφορά την απόσυρση από την αγορά δεν μπορούν να επεκταθούν παρά μόνο για τα προϊόντα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1035/72 όμως, διαπιστώνω ότι τα κηπευτικά για τα οποία γίνεται λόγος εν προκειμένω δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προϊόντων του παραρτήματος.
Συμπερασματικά, πρόκειται για κανονιστική ρύθμιση πάρα πολύ σώφρονα και λεπτομεριακή για να μην αποκλείεται ότι τα κράτη μέλη διατηρούν ακόμη σημαντικά περιθώρια ελευθερίας που διεκδικούν η γαλλική κυβέρνηση και η Unilec. Αν υποτεθεί ότι αυτό είναι ορθό, η εξέταση του ζητήματος αν τα επίμαχα μέτρα συμβιβάζονται με το άρθρο 85 της Συνθήκης καθίσταται περιττή. Πράγματι από τις σκέψεις που μόλις προηγουμένως εξέθεσα προκύπτει ότι ο κανονισμός 1035/72 στερεί τα κράτη μέλη από κάθε εξουσία να καθιστούν υποχρεωτικό, για όλους τους παραγωγούς και τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως κηπευτικών που δεν αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ, το σύστημα κατώτατων τιμών αγοράς που θεσπίζεται με εθνικές συμφωνίες.
4. Θα εξετάσω τώρα την υποχρέωση καταβολής των εισφορών. Παρατηρώ πρωτίστως ότι οι επιβαρύνσεις αυτές επιβάλλονται επίσης όταν οι γαλλικές επιχειρήσεις μεταποιήσεως προμηθεύονται την πρώτη ύλη κατόπιν εισαγωγής από άλλα κράτη μέλη. Τα ποσά, των οποίων την είσπραξη εξασφαλίζει η Unilec, η οποία εν συνεχεία τα χρησιμοποιεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των συμφωνιών, για την επιδότηση δραστηριοτήτων οι οποίες αποβλέπουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και την εμπορική προώθηση των κονσερβών φρούτων και κηπευτικών.
Κατόπιν αυτού, δεν θα ακολουθήσω την Unilec στη μακρά εξέταση στην οποία υπέβαλε κάθε έποψη του κατ' αυτόν τον τρόπο θεσπισθέντος συστήματος. Πράγματι, για να δοθεί απάντηση στο δικαστήριο του Agen, αρκεί να αναγνωσθεί και πάλι η σκέψη 22 της απόφασης που εκδόθηκε στην υπόθεση Le Campion: μια τέτοια υποχρέωση - αναφέρεται στην απόφαση - πρέπει να θεωρηθεί ως "παράνομη (καθόσον) ... εξυπηρετεί τη χρηματοδότητη δραστηριοτήτων που καθαυτές κρίνονται αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο. Εναπόκειται ... στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν μέρος της χρηματικής εισφοράς που καταβάλλουν οι παραγωγοί που δεν είναι μέλη ενώσεως" χρησιμοποιείται για έναν τέτοιο σκοπό.
'Οσον αφορά την προκειμένη περίπτωση, δεν βλέπω τι θα μπορούσε να προστεθεί σ' αυτό. Πάντως, χρήσιμο θα ήταν το παραπέμπον δικαστήριο να γνωρίζει ότι "όταν το προϊόν μιας τέτοιας φορολογίας (εσωτερικής) που πλήττει τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα βάσει των ίδιων κριτηρίων) προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων από τις οποίες ωφελούνται ειδικά τα φορολογούμενα εγχώρια προϊόντα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ότι η συνεισφορά ... συνιστά ... φορολογία εισάγουσα διακρίσεις, καθόσον η επιβάρυνση ... η οποία πλήττει τα εγχώρια προϊόντα αντισταθμίζεται από τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τη χρηματοδότηση, ενώ εκείνη που πλήττει τα εισαγόμενα προϊόντα αντιπροσωπεύει καθαρή επιβάρυνση" (απόφαση της 21ης Μαΐου 1980, στην υπόθεση 73/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Rec. 1980, σ. 1533, σκέψη 15). Πρόκειται και πάλι για παρατηρήσεις που φαίνονται ως να έχουν γραφτεί για την προκειμένη περίπτωση.
5. Βάσει των προηγούμενων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο, στα ερωτήματα που υπέβαλε το tribunal de grande instance του Agen, με απόφαση που εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 1987 στην υπόθεση Unilec κατά εταιρίας Larroche, να απαντήσει ως εξής:
"Ο κανονισμός 1035/72 περί κοινής οργανώσεως αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αφήνει καμιά αρμοδιότητα στα κράτη μέλη να επεκτείνουν στους ημεδαπούς παραγωγούς και τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, που δεν είναι μέλη διεπαγγελματικής οργανώσεως του τομέα, τους κανόνες που θέτει η τελευταία με συμφωνίες για τον καθορισμό κατωτάτων τιμών αγοράς ορισμένων κηπευτικών.
Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν, λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα των ασυμβίβαστων με το κοινοτικό δίκαιο δραστηριοτήτων που αναπτύσσει η εν λόγω οργάνωση, το στοιχείο αυτό θίγει τη νομιμότητα των εισφορών που επιβάλλονται στους παραγωγούς που δεν είναι μέλη και έχει ως συνέπεια την πλήρη ή μερική απαλλαγή τους."
(*) Μετάφραση από τα ιταλικά.