ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

JEAN MISCHO

της 5ης Ιουλίου 1989 ( *1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαοτές,

1. 

Όπως η Nashua Corporation και οι θυγατρικές της, προσφεύγουσες στις υποθέσεις C-133/87 και C-150/87, ο όμιλος Gestetner ανήκει στους Original equipment manufacturers (στο εξής: OEM) που το Συμβούλιο περιέγραψε, στο σημείο 8 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 535/87, της 23ης Φεβρουαρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας ( 1 ) (στο εξής: οριστικός κανονισμός), ως « εισαγωγείς που πωλούν τα προϊόντα αυτά με το δικό τους σήμα εντός της Κοινότητας». Ενώ οι συσκευές φωτοαντιγραφής ( στο εξής: PPC) που πωλούνται με το σήμα Nashua έχουν κατασκευαστεί από τη Ricoh, οι της Gestetner έχουν κατασκευαστεί από τη Mita Industrial Company Limited (στο εξής: Mita Ιαπωνίας), ιαπωνική εταιρία παραγωγής, στα PPC της οποίας επιβάλλεται, δυνάμει του άρθρου 1 του οριστικού κανονισμού, δασμός αντιντάμπινγκ, ύψους 12,6 %.

2. 

Η Gestetner ζητεί, κυρίως μεν, την ακύρωση του κανονισμού αυτού, επικουρικώς δε, την ακύρωση του κατά το μέτρο που επιβαρύνει τα κατασκευαζόμενα από τη Mita Ιαπωνίας PPC με τον εν λόγω δασμό.

3. 

Όπως η Nashua η Gestetner είχε επίσης, κατά τη διάρκεια της έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή, υποβάλει προσφορά για ανάληψη υποχρεώσεως, την οποία όμως η Επιτροπή απέρριψε. Η Gestetner ζητεί επίσης την ακύρωση της σχετικής απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής. Κατά συνέπεια με την προσφυγή της στράφηκε συγχρόνως κατά του οργάνου αυτού.

4. 

Ορισμένοι ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων στην προκειμένη υπόθεση ταυτίζονται ή προσομοιάζουν με αυτά που συζητήθηκαν στο πλαίσιο των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C-133/87 και C-150/87. Άλλα, αντίθετα, τα συμπληρώνουν, είναι δηλαδή νέα. Θα αφιερώσω επομένως το κύριο μέρος των προτάσεων μου στην εκτίμηση των τελευταίων, ενώ θα περιοριστώ να εφαρμόσω στα πρώτα επιχειρήματα τα σχετικά συμπεράσματα που συνήγαγα στο πλαίσιο των υποθέσεων Nashua.

5. 

Αντίθετα από ό,τι η Nashua, η Gestetner δεν άσκησε δύο προσφυγές στρεφόμενες αντιστοίχως κατά του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αλλά μία προσφυγή στρεφόμενη εν μέρει κατά της Επιτροπής και εν όλω κατά του Συμβουλίου. Η Gestetner διευκρινίζει πράγματι ότι, αν το αίτημα ακυρώσεως του οριστικού κανονισμού αφορά αποκλειστικά το Συμβούλιο, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την πρόταση της για ανάληψη υποχρεώσεως αφορά την Επιτροπή και το Συμβούλιο, διότι το τελευταίο επιβεβαίωσε την απόφαση αυτή εκδίδοντας τον οριστικό κανονισμό.

6. 

Θα ήθελα σχετικά να αναφερθώ στις σημερινές προτάσεις μου επί της υποθέσεως Nashua Corporation κατά Επιτροπής, C-133/87 (που συνεκδικάσθηκε με την υπόθεση Nashua Corporation κατά Συμβουλίου, C-150/87), όπου διαπίστωσα ότι η προσφυγή που στρέφεται κατά αποφάσεως της Επιτροπής, απορρίπτουσας προσφορά για ανάληψη υποχρεώσεως, είναι απαράδεκτη. Στις προτάσεις αυτές αναφέρθηκα στη Διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 1987, Nashua κατά Συμβουλίου και Επιτροπής ( 150/87, Συλλογή 1987, σ. 4421 ), με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της Nashua με την οποία εζητείτο η ακύρωση του κανονισμού 535/87 του Συμβουλίου κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της Επιτροπής. Με τη Διάταξη αυτή, το Δικαστήριο πράγματι αποφάνθηκε ότι η απόφαση με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεων εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου που καταλήγει στην επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ. Από αυτό προκύπτει ότι ο προσφεύγων πρέπει να προσβάλει την απόφαση με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει την προσφορά του για ανάληψη υποχρεώσεως στο πλαίσιο της προσφυγής του κατά του κανονισμού του Συμβουλίου που επιβάλλει τον δασμό αυτό.

7. 

Κατά συνέπεια, θα εξετάσω τις αιτιάσεις αυτές αργότερα, εξετάζοντας κατ' ουσίαν την προσφυγή κατά του Συμβουλίου. Προηγουμένως πρέπει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής.

Ι — Επί του παραδεκτού

8.

Όπως στην υπόθεση C-150/87, το Συμβούλιο προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής. Στην προκειμένη περίπτωση όμως η ένσταση αυτή παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα προέβαλε όχι μόνο κύρια, αλλά και επικουρικά αιτήματα, και στηρίζεται στο άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, δυνάμει του οποίου «τα ποσά που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, με βάση τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2640/86 ( 2 ), εισπράττονται οριστικά μέχρι το ύψος του οριστικού δασμού στις περιπτώσεις της Mita και Toshiba και μέχρι το ύψος του προσωρινού δασμού για όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις », για να υποστηρίξει ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή.

9.

Όσον αφορά το κύριο αίτημα, με το οποίο ζητείται η ακύρωση του οριστικού κανονισμού εν όλω, ορθώς το Συμβούλιο το θεωρεί απαράδεκτο, διότι πράγματι από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987 επί των υποθέσεων «των ενσφαίρων μικροτριβέων » (240/84, 255/84, 256/84, 258/84 και 260/84, Συλλογή 1987, σ. 1809, 1861, 1899, 1923, 1975) προκύπτει ότι ένας κανονισμός που επιβάλλει διαφορετικούς δασμούς αντιντάμπινγκ σε σειρά επιχειρηματιών δεν μπορεί να αφορά ατομικά τον ένα από αυτούς παρά μόνον με τις διατάξεις του που του επιβάλλουν ειδικό δασμό αντιντάμπινγκ καθορίζοντας το ποσό και όχι με εκείνες που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ σε άλλους επιχειρηματίες.

10.

Με το επικουρικό νης αίτημα η προσφεύγουσα ζητεί συγκεκριμένα να ακυρωθεί ο οριστικός κανονισμός, « κατά το μέτρο που επιβαρύνει τα κατασκευαζόμενα από τη Mita PPC με δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 12,6 % ». Κατά του παραδεκτού του αιτήματος αυτού το Συμβούλιο προβάλλει τα ίδια επιχειρήματα όπως στην υπόθεση Nashua, δηλαδή ότι, έστω και κατά το περιορισμένο αυτό μέτρο, ο εν λόγω κανονισμός δεν αφορά ατομικά την προσφεύγουσα.

11.

Αντίθετα, εγώ προτείνω στο Δικαστήριο να θεωρήσει το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας παραδεκτό για τους λόγους που εξέθεσα στις σημερινές μου προτάσεις επί της υποθέσεως Nashua Corporation κατά Συμβουλίου (C-150/87, Συλλογή 1990, σ. I-719, I-742).

12.

Η προσφεύγουσα επικαλείται ένα ακόμη επιχείρημα που δεν προβλήθηκε από τη Nashua, δηλαδή ότι παραδεκτώς προσβάλλει τον οριστικό κανονισμό, διότι ανήκει στους εισαγωγείς που κατέβαλαν ή παρέσχον εγγύηση για τους προσωρινούς δασμούς που επέβαλε ο κανονισμός 2640/86 και που εισπράττονται, δυνάμει του άρθρου 2 του οριστικού κανονισμού, με τον οριστικώς καθορισμένο για τα προϊόντα Mita συντελεστή, ύψους 12,6%.

13.

Θα περιοριστώ να παρατηρήσω σχετικά ότι, αν η προσφυγή της εθεωρείτο παραδεκτή για τον λόγο αυτό, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να επικαλεστεί παρά μόνο λόγους ακυρώσεως και επιχειρήματα που αφορούν άμεσα την είσπραξη των προσωρινών δασμών με τους αναφερόμενους συντελεστές ( 3 ), πράγμα που δεν έπραξε η Gestetner, διότι οι λόγοι ακυρώσεως που επικαλέστηκε στρέφονται όλοι κατά της επιβολής των οριστικών οασμών.

II — Επί της ουσίας

14.

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του οριστικού κανονισμού στηριζόμενη σε πέντε λόγους ακυρώσεως που αφορούν αντίστοιχα:

τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής·

τη σύγκριση της κανονικής αξίας με την τιμή εξαγωγής·

τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας·

το συμφέρον της Κοινότητας·

την απόρριψη της προσφοράς της για ανάληψη υποχρεώσεως.

1. Ως προς τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής

15.

Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η τιμή που καταβάλλεται στην Κοινότητα αποτελεί την « πράγματι πληρωθεισα τιμή για το προϊόν που πωλείται για εξαγωγή προς την Κοινότητα », κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο α), του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο αντιντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους των χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( 4 ) (στο εξής: βασικός κανονισμός). Δεδομένου ότι είναι τελείως ανεξάρτητη από τη Mita, η τιμή αυτή έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον υπολογισμό του περιθωρίου αντιντάμπινγκ και δεν έπρεπε, ούτε μπορούσε, να γίνει καμία προσαρμογή.

16.

Αντίθετα, κατά την άποψη του Συμβουλίου, δεν υπάρχει « πληρωθείσα τιμή » από τη Gestetner στη Mita Ιαπωνίας και επομένως το Συμβούλιο θεώρησε ότι η τιμή εξαγωγής ήταν αυτή που κατέβαλε η Mita Ευρώπης στη Mita Ιαπωνίας. Επειδή όμως η μητρική εταιρία συνδέεται με τη θυγατρική της, η τιμή αυτή δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ως τιμή αναφοράς, η δε τιμή εξαγωγής χρειάστηκε να κατασκευαστεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ). Για τον σκοπό αυτό το Συμβούλιο στηρίχθηκε στην « τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε έναν ανεξάρτητο αγοραστή », δηλαδή στην τιμή τιμολογίου κατά την πώληση από τη Mita Ευρώπης στη Gestetner, αφαιρώντας 5 ο/ο για να ληφθεί υπόψη ο ρόλος της Mita Ευρώπης στις πωλήσεις αυτές. Στο σημείο 16 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού του Συμβουλίου δεν αναφέρεται σαφώς ότι το Συμβούλιο βασίστηκε στο άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), όσον αφορά επίσης τις πωλήσεις στις OEM, αλλά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτή ήταν η άποψη που σταθερά υποστήριξε το Συμβούλιο.

17.

Αμφιβάλλω για την ορθότητα της επιλογής αυτής της νομικής βάσεως. Γενικά το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η Gestetner δεν εξάγει, όπως ισχυρίζεται, τις συσκευές φωτοαντιγραφής, αλλά τις εισάγει. Όσον όμως αφορά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, το Συμβούλιο δεν θεωρεί την Gestetner παρά ως τον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή.

18.

Εξάλλου με τη συλλογιστική του το Συμβούλιο αδιαφορεί για την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), όπου γίνεται λόγος για την « τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε έναν ανεξάρτητο αγοραστή » και για τις προσαρμογές που μπορεί να γίνουν « ώστε να ληφθούν υπόψη όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων όλων των δασμών και φόρων, και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους». Είναι όμως προφανές ότι η Mita Ευρώπης δεν αγόρασε και εισήγαγε το προϊόν για να το μεταπωλήσει στη συνέχεια στη Gestetner. Αντίθετα προς τα αναφερόμενα στο σημείο 12 της προσφυγής, που δεν αμφισβητήθηκαν από τα κοινοτικά όργανα, προκύπτει ότι τα εργοστάσια της Mita αποστέλλουν τα PPC σε αποθήκες που βρίσκονται στην Ιαπωνία και τις οποίες υποδεικνύει ο Cornes, αντιπρόσωπος της Gestetner στη χώρα αυτή. Για κάθε φορτίο προσκομίζεται δελτίο παραδόσεως. Μετά την εξόφληση το δελτίο ( υπογεγραμμένο από τον Cornes ) αποστέλλεται στη Mita Ιαπωνίας που το αποστέλλει στη Mita Ευρώπης. Η τελευταία εκδίδει τιμολόγιο για τη Gestetner και χρησιμοποιεί το υπογεγραμμένο δελτίο παραδόσεως για να πληρωθεί με πιστωτική επιστολή που εκδίδει η Gestetner.

19.

Όπως δέχεται το Συμβούλιο στο υπόμνημα αντικρούσεως του, κατ' αυτόν τον τρόπο η Mita Ευρώπης ενεργεί στην ουσία « ως αντιπρόσωπος ή κέντρο συντονισμού, διεκπεραιώνοντας τις παραγγελίες και εκδίδοντας στην πραγματικότητα τιμολόγια για το εμπόρευμα που παραδίδεται σε ορισμένους ανεξάρτητους αγοραστές εντός της ΕΟΚ » ( σημείο 35 ).

20.

Είναι επομένως προδήλως αδύνατο να θεωρηθεί ότι το προϊόν αγοράστηκε, εισήχθη και στη συνέχεια μεταπωλήθηκε από τη Mita Ευρώπης ή ότι η τελευταία προέβη σε πράξεις που προσιδιάζουν κανονικά στους εισαγωγείς. [ Ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι η Mita Ευρώπης είναι « τρίτος » σε σχέση με τη Mita Ιαπωνίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), πάντως δεν αγόρασε ούτε μεταπώλησε τα εισαγόμενα προϊόντα. ]

21.

Εξάλλου είναι σημαντικό ότι ούτε στο σημείο 18 των αιτιολογικών σκέψεων του προσωρινού κανονισμού ούτε στο σημείο 16 των αιτιολογικών σκέψεων του οριστικού κανονισμού, με τον οποίο «το Συμβούλιο επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της Επιτροπής » που αφορούν την τιμή εξαγωγής που πρέπει να γίνει δεκτή στην περίπτωση πωλήσεως στις OEM, οι θυγατρικές των εξαγωγέων που βρίσκονται εντός της Κοινότητας δεν θεωρούνται « εισαγωγείς ». Ο προσωρινός κανονισμός αναφέρεται στο ρόλο των θυγατρικών αυτών ως « αντιπροσώπων », ενώ ο οριστικός κανονισμός αναφέρεται απλώς στην « προμήθειά » τους από τις πωλήσεις στις OEM.

22.

Το σημείο 18 των αιτιολογικών σκέψεων του προσωρινού κανονισμού έχει ως εξής:

« Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τις εξαγωγές προς “ OEM ” ..., οι θυγατρικές εταιρίες των εξαγωγέων στην Κοινότητα ενεργούν ως αντιπρόσωποι γιατί προβαίνουν σε παραγγελίες, αποστέλλουν τιμολόγια και δέχονται πληρωμές από τους ενδιαφερόμενους πελάτες. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι θα πρέπει να γίνει προσαρμογή των τιμών εξαγωγής προς τους πελάτες αυτούς κατά 5 ο/ο, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ένα εύλογο ποσό για την προμήθεια του αντιπροσώπου, το οποίο θα καθορίζεται με βάση τις ακριβέστερες πληροφορίες τις οποίες διαθέτει η Επιτροπή. »

23.

Σε σχέση με αυτή την αιτιολογική σκέψη, ο οριστικός κανονισμός αναφέρει ρητά, στο σημείο 16 των αιτιολογικών του σκέψεων, ότι

« το Συμβούλιο επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της Επιτροπής, ότι υπ' αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να γίνει η κατάλληλη προσαρμογή των τιμών εξαγωγής ώστε να ληφθεί υπόψη η προμήθεια της θυγατρικής εταιρίας του εξαγωγέα, η οποία πραγματοποιεί αυτές τις πωλήσεις ».

24.

Εξάλλου, από το σύνολο των αιτιολογικών σκέψεων του οριστικού κανονισμού που αφορά την τιμή εξαγωγής προκύπτει ότι το Συμβούλιο εφάρμοσε το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), σε όλες τις πωλήσεις προς τους ανεξάρτητους πελάτες εντός της Κοινότητας, εφόσον μία θυγατρική του εξαγωγέα, εγκατεστημένη στην Κοινότητα, παρενέβαινε στις πωλήσεις προς αυτές κατά κάποιο τρόπο. Η παρέμβαση όμως αυτή δεν ήταν η ίδια για όλες τις πωλήσεις.

25.

« Στις περιπτώσεις που, παρότι η θυγατρική εταιρία ( του εξαγωγέα ) δεν ήταν τυπικά εισαγωγέας, διεκπεραίωσε τις εργασίες και έφερε τις δαπάνες οι οποίες συνήθως εμπίπτουν στο συνδεόμενο εισαγωγέα », δηλαδή « προέβη σε παραγγελίες, αγόρασε το προϊόν από τον εξαγωγέα και το μεταπώλησε, μεταξύ άλλων, σε μη συνδεόμενους πελάτες σε γενικώς υψηλότερες τιμές» (πρώτο εδάφιο του σημείου 15 των αιτιολογικών σκέψεων), ορθώς το Συμβούλιο απέστη από την αρχική θέση της Επιτροπής που είχε προβεί σε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ ), του βασικού κανονισμού, ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ως προς τους όρους πωλήσεως με τη συγκρίσιμη κανονική αξία (σημείο 16 των αιτιολογικών σκέψεων του προσωρινού κανονισμού ).

26.

Με τον τρόπο αυτό το Συμβούλιο εξομοίωσε τις περιπτώσεις στις οποίες η θυγατρική εταιρία, παρόλον ότι δεν εισάγει επίσημα το προϊόν, αναλαμβάνει εντούτοις « τα τυπικά καθήκοντα εισαγωγικής θυγατρικής εταιρίας » ( βλέπε τρίτο εδάφιο του σημείου 15 των αιτιολογικών σκέψεων του οριστικού κανονισμού ) με τις περιπτώσεις στις οποίες οι εξαγωγές προορίζονταν για τις θυγατρικές εταιρίες που εισήγαγαν το προϊόν στην Κοινότητα και τις οποίες αφορά το σημείο 17 των αιτιολογικών σκέψεων του προσωρινού κανονισμού και η πρώτη πρόταση του σημείου 16 των αιτιολογικών σκέψεων του οριστικού κανονισμού' δεν νομίζω εντούτοις ότι το Συμβούλιο εδικαιούτο να προβεί στην εξομοίωση αυτή όσον αφορά τον ρόλο που έπαιξε η Mita Ευρώπης στις πωλήσεις της Mita Ιαπωνίας προς τη Gestetner.

27.

Πράγματι, από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφηκαν ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι η επέμβαση της Mita Ευρώπης στις πωλήσεις προς τη Gestetner παρουσιάζει βασικές διαφορές από την των θυγατρικών εταιριών του εξαγωγέα στις άλλες αναφερόμενες περιπτώσεις πωλήσεως όπου οι θυγατρικές αγόραζαν και μεταπωλούσαν πράγματι το εισαγόμενο προϊόν ή ενεργούσαν σαφώς ως επίσημοι εισαγωγείς.

28.

Υπό τις συνθήκες αυτές θεωρώ ότι εσφαλμένα το Συμβούλιο εφάρμοσε στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), του βασικού κανονισμού.

29.

Δεν νομίζω εντούτοις ότι για τον λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως του (σημεία 31 και 32) το Συμβούλιο ορθώς διευκρίνισε ότι, αν η Mita Ευρώπης έπαιζε το ρόλο απλού αντιπροσώπου και υπαγόταν στην οργάνωση πωλήσεων της Mita Ιαπωνίας, τα έξοδα της θα περιλαμβάνονταν στις δαπάνες που συνδέονται άμεσα με τις πωλήσεις της Mita Ιαπωνίας, οπότε τα κοινοτικά όργανα θα έπρεπε να προβούν σε προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ), του βασικού κανονισμού λόγω των διαφορών μεταξύ των εξόδων πωλήσεως προς την εσωτερική αγορά και κατά την εξαγωγή.

30.

Τα έξοδα που συνδέονται με την επέμβαση της Mita Ευρώπης θα μπορούσαν επομένως σε κάθε περίπτωση για τον λόγο αυτό να εκπέσουν από την τιμή εξαγωγής, δηλαδή την τιμή που πλήρωσε η Gestetner. Η προσφεύγουσα όμως δεν αμφισβήτησε το ύψος της προσαρμογής που έλαβε χώρα για να ληφθεί υπόψη ο ρόλος της Mita Ευρώπης στις πωλήσεις προς την Gestetner, δηλαδή τον συντελεστή 5 %· δεν ήταν άλλωστε στην κατάλληλη θέση για να το πράξει, δεδομένου ότι τα εν λόγω έξοδα ήταν έξοδα της Mita.

31.

Ουδόλως επομένως αποδείχθηκε ότι η εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), οδήγησε σε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό στο οποίο θα είχε οδηγήσει η εφαρμογή της κατάλληλης διατάξεως, δηλαδή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ), του βασικού κανονισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές θεωρώ ότι, παρά την εσφαλμένη νομική βάση, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στον παράνομο καθορισμό της τιμής εξαγωγής.

2. Όσον αφορά τη σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής

32.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα στηρίζεται στην παράβαση των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού. Η Gestetner υποστηρίζει ότι τα κοινοτικά όργανα αφενός δεν συνέκριναν την κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής « στο ίδιο στάδιο του εμπορίου » και αφετέρου δεν προέβησαν στις εξ αυτού του λόγου απαιτούμενες προσαρμογές.

33.

Αρκεί η ανάγνωση του σημείου 11 των αιτιολογικών σκέψεων του οριστικού κανονισμού για να γίνει αντιληπτό ότι κατασκευάστηκαν ειδικές κανονικές αξίες ακριβώς για τη σύγκριση με τις πωλήσεις και τις τιμές εξαγωγής προς τις OEM. Για να ληφθεί υπόψη η « διαφορά του κόστους ή του κέρδους » από τις πωλήσεις προς τις OEM σε σχέση με τις πωλήσεις με το εμπορικό σήμα των κατασκευαστών, υπολογίστηκε χαμηλότερο επίπεδο κέρδους στις κατασκευασμένες αξίες για τις πωλήσεις προς τις OEM. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη την ιδιαιτερότητα των πωλήσεων προς τις OEM ήδη κατά το στάδιο της κατασκευής της κανονικής αξίας, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β ), ii ), του βασικού κανονισμού.

34.

Επομένως, εφόσον κατέστη πράγματι δυνατόν αυτές οι δύο παράμετροι να αποτελέσουν αντικείμενο συγκρίσεως κατά το ίδιο στάδιο εμπορίου, δηλαδή κατά το στάδιο των πωλήσεων προς τις OEM, εξακολουθούσε να είναι αναγκαία η προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού; Ούτε η ίδια η προσφεύγουσα δεν είναι πεπεισμένη γι' αυτό, διότι δέχεται, στο σημείο 56 της προσφυγής, ότι αν τα κοινοτικά όργανα είχαν συμπεριλάβει στην κατασκευασμένη κανονική αξία, εκτός από το χαμηλότερο κέρδος, και λιγότερο υψηλά γενικά διοικητικά έξοδα και έξοδα πωλήσεως, δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 2, παράγραφος 10.

35.

Όπως ανέφερα ήδη στις προτάσεις μου επί των υποθέσεων Nashua — και αυτό επιτρέπει επίσης να αντικρουσθούν οι παρατηρήσεις που περιέχονται στην παρέμβαση της Mita [ βλέπε σημείο IV, Β, β) της εκθέσεως για την επ' ακροατηρίου συζήτηση] — τα κοινοτικά όργανα, υπολογίζοντας χαμηλότερο επίπεδο κέρδους για τις κατασκευασμένες αξίες οι οποίες χρησιμοποιούνται για να γίνει σύγκριση με τις τιμές εξαγωγής προς τις OEM, έλαβαν πράγματι υπόψη όχι μόνο τις διαφορές κέρδους, αλλά και τις διαφορές κόστους. Ελλείψει απλώς και μόνο συγκεκριμένων σχετικών πληροφοριών έλαβαν υπόψη τις διαφορές αυτές υπό τη μορφή ενός μόνου στοιχείου, δηλαδή του περιθωρίου κέρδους που εκτίμησαν σε 5 % για τις πωλήσεις προς τις OEM, έναντι 14,6 % που ήταν το μέσο περιθώριο κέρδους για τις άλλες πωλήσεις. Δεχόμενα το στοιχείο αυτό, σε σύγκριση με αυτό που προέβαλε η προσφεύγουσα στο παράρτημα 6 της προσφυγής της, τα κοινοτικά όργανα δεν προέβησαν βέβαια σε παράλογη εκτίμηση.

36.

Εξάλλου, το Δικαστήριο υπογράμμισε ήδη στην απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου ( 255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861 ), ότι ενώ οι προσαρμογές που αφορούν τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής γίνονται αυτεπαγγέλτως από τα κοινοτικά όργανα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού ( 5 ), οι προσαρμογές του άρθρου 2, παράγραφος 10, μπορούν επίσης να γίνουν κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου μέρους. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι,

«το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο, ότι δηλαδή η διαφορά που επικαλείται αφορά έναν από τους παράγοντες που αναφέρει το άρθρο 2, παράγραφος 9, και ότι η διαφορά αυτή επηρεάζει τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών, τέλος δε, όταν πρόκειται ειδικότερα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, για διαφορές των όρων πωλήσεως, ότι οι διαφορές αυτές σχετίζονται άμεσα με τις σχετικές πωλήσεις » ( σκέψη 33 ).

37.

Στην προκειμένη περίπτωση η απόδειξη αυτή ήταν ακόμη πιο δύσκολη, διότι έπρεπε εκτός των άλλων να ανατραπούν δύο αντίθετα τεκμήρια που περιέχονται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ), του βασικού κανονισμού.

38.

Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει αφενός την προσαρμογή λόγω διαφορών στο στάδιο εμπορίου παρά μόνον « εφόσον δεν έχουν ληφθεί διαφορετικά υπόψη ». Επομένως, μόνο το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επικαλείται ενδεχόμενες διαφορές στο εμπορικό στάδιο δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει προσαρμογή για τον λόγο αυτό κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ). Έπρεπε ακόμα να αποδείξει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι διαφορές αυτές μέσω των άλλων προσαρμογών που πράγματι έγιναν και αφορούσαν τους όρους πωλήσεως (βλέπε σημείο 17 των αιτιολογικών σκέψεων του οριστικού κανονισμού ).

39.

Αφετέρου, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι « κατά γενικό κανόνα καμία προσαρμογή δεν γίνεται για διαφορές σε διοικητικά και γενικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων έρευνας και ανάπτυξης ή διαφήμισης ». Δεδομένου ότι οι προσαρμογές που απαιτεί η προσφεύγουσα αφορούν ακριβώς τέτοια έξοδα, θα έπρεπε να αποδείξει « ότι συντρέχει ειδική περίπτωση που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό ». ( 6 )

40.

Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε επίσης να αποδείξει ότι το αίτημά της για προσαρμογή λόγω του εμπορικού σταδίου εδικαιολογείτο από το σύνολο των όρων αυτών. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι δεν αποτελούσε πρόδηλη πλάνη ούτε κατάχρηση εξουσίας ο τρόπος με τον οποίο τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη τη διαφορά κόστους και κέρδους που υπήρχε μεταξύ των πωλήσεων προς τις OEM και των πωλήσεων προς τους άλλους ανεξάρτητους αγοραστές.

41.

Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

3. Ως προς τον ορισμό rov κλάδοv παραγωγής της Κοινόνητας

42.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπήρχαν « σημαντικοί λόγοι » ( βλέπε σημείο 67 της προσφυγής ) να αποκλειστούν οι Rank Xerox, Tetras, Olivetti και Océ (ή καθεμία από τις εταιρίες αυτές) από τον ορισμό « του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας», στον οποίο χρειάστηκε να προβούν τα κοινοτικά όργανα για να καθορίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού,

« αν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ... προκαλούν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν, διά των επιπτώσεων του ντάμπινγκ..., μια σημαντική ζημία σε υφιστάμενο κλάδο παραγωγής της Κοινότητας ή καθυστερούν αισθητά τη δημιουργία αυτής της παραγωγής ».

43.

Δυνάμει της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, ως κλάδος παραγωγής της Κοινότητος νοείται

« το σύνολο των παραγωγών ομοειδών προϊόντων μέσα στην Κοινότητα ή εκείνων μεταξύ αυτών των οποίων η συνολική παραγωγή συνιστά σημαντική μερίδα του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής των προϊόντων αυτών· ωστόσο:

όταν οι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ..., η έκφραση “ κλάδος παραγωγής της Κοινότητας ” δύναται να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη στους λοιπούς παραγωγούς,

... ».

44.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ούτε η απλή ύπαρξη οποιουδήποτε δεσμού μεταξύ ενός κοινοτικού παραγωγού και ενός εξαγωγέα ή εισαγωγέα, ούτε απλώς το γεγονός της εισαγωγής του σχετικού προϊόντος από κοινοτικό παραγωγό δεν συνεπάγονται αυτεπαγγέλτως τον αποκλεισμό του παραγωγού αυτού από τον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας» για την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη.'Οπως επανειλημμένα υπογράμμισε το Συμβούλιο ενώπιον του Δικαστηρίου, και υπενθύμισε η Επιτροπή στο σημείο 64 των αιτιολογικών σκέψεων του προσωρινού κανονισμού,

«το ζήτημα εάν ο όρος “κοινοτική βιομηχανία ” [ κλάδος παραγωγής της Κοινότητας ] στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού ( ΕΟΚ) αριθ. 2176/84, πρέπει να περιλαμβάνει τους κοινοτικούς παραγωγούς οι οποίοι εισάγουν προϊόντα στα οποία εφαρμόζεται πρακτική ντάμπινγκ αποτελεί θέμα που είναι δυνατόν να διευκρινιστεί για κάθε περίπτωση ξεχωριστά και με βάση όλα τα σχετικά στοιχεία όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών και των εν λόγω εξαγωγέων ».

45.

Το συμπέρασμα αυτό αφενός καθιστά άχρηστη την παραπομπή στην προηγούμενη πρακτική που, όπως αναφέρεται, ακολουθήθηκε και στις άλλες υποθέσεις, και αφετέρου συνεπάγεται ότι για να κριθεί βάσιμος ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, δεν αρκεί να υπήρχαν « σημαντικοί λόγοι » ή να ήταν δυνατόν να αποκλειστούν ορισμένοι παραγωγοί από τον « κλάδον παραγωγής της Κοινότητας ». Αντίθετα, δεδομένου ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν σχετικά ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, το ότι οι εν λόγω παραγωγοί συμπεριλήφθηκαν στον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας » πρέπει να οφείλεται σε κατ' ουσίαν ανακριβή πραγματικά περιστατικά ή σε εκτιμήσεις οφειλόμενες σε πρόδηλη πραγματική πλάνη ή να αποτελεί κατάχρηση εξουσίας.

46.

Δεν νομίζω όμως ότι στην προκειμένη περίπτωση η προσφεύγουσα κατόρθωσε να αποδείξει ότι το Συμβούλιο περιέπεσε σε τέτοια πλάνη ή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.

47.

Το τμήμα του επίδικου κανονισμού που είναι αφιερωμένο στον προσδιορισμό της κοινοτικής βιομηχανίας [του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας ] είναι από τα εκτενέστερα και σίγουρα από τα περισσότερο σαφή τμήματα όλου του νομοθετήματος. Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή αυτού του τμήματος iii) του κεφαλαίου Η, με τον τίτλο « Ζημία », η Επιτροπή προέβη σε « λεπτομερή εξέταση της θέσης κάθε μίας από τις καταγγέλλουσες εταιρίες με βάση την ειδική κατάσταση που επικρατεί σε κάθε εταιρία » ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι όλοι οι εν λόγω κοινοτικοί παραγωγοί έχουν είτε εταιρικές είτε εμπορικές σχέσεις με τους ιάπωνες εξαγωγείς. Από τον συνδυασμό των σημείων 50 έως 77 των αιτιολογικών σκέψεων του οριστικού κανονισμού με τις διάφορες αιτιάσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα ουδόλως προκύπτει ότι το Συμβούλιο, που επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της Επιτροπής, παρέλειψε να εξετάσει οποιαδήποτε από τις επικαλούμενες πλευρές του ζητήματος.

48.

Εξάλλου, οι δύο μόνες αληθινές αμφισβητήσεις των πραγματικών περιστατικών είναι περισσότερο φαινομενικές παρά πραγματικές και εξηγούνται, αφενός, από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα συγχέει εισαγωγές των PPC που είναι πλήρως συναρμολογημένα και των συστατικών και, αφετέρου, από το γεγονός ότι διακρίνει μεταξύ των PPC των τμημάτων 1 και 2 ( μικρή δυναμικότητα ) και αυτών των άλλων τμημάτων που καλύπτονται από τη διαδικασία.

49.

'Ετσι, όταν ισχυρίζεται ότι οι εισαγωγές της Rank Xerox, προέρχονται από τη Fuji Xerox, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 8 % των πωλήσεων και εκμισθώσεων από τη Rank Xerox συσκευών φωτοαντιγραφής των τμημάτων 1 και 2 αντίθετα προς ό,τι διαπίστωσε το Συμβούλιο στο σημείο 52 των αιτιολογικών σκέψεων, δεν λαμβάνει υπόψη μόνο τις απευθείας εισαγωγές PPC, αλλά και τις εισαγωγές συσκευών που δεν έχουν συναρμολογηθεί και χωριστών τεμαχίων (βλέπε το σημείο 78 της προσφυγής ). Συγχρόνως αμελεί πλήρως να λάβει υπόψη την άλλη γενικότερη διαπίστωση στην οποία προέβη το Συμβούλιο στο ίδιο σημείο των αιτιολογικών σκέψεων, δηλαδή ότι οι μεταπωλήσεις των εισαγωγών της Fuji Xerox που πραγματοποίησε η Rank Xerox για την περίοδο από το 1981 έως τον Ιούλιο 1985 αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από 1 % των πωλήσεων και εκμισθώσεων καινούριων μηχανημάτων τα οποία υπάγονται σε όλα τα τμήματα που καλύπτονται από τη διαδικασία.

50.

Για να αμφισβητήσει επίσης τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Συμβούλιο στο σημείο 58 των αιτιολογικών σκέψεων σχετικά με την προστιθέμενη αξία στο εσωτερικό της Κοινότητας για την παραγωγή από τη Rank Xerox PPC των τμημάτων 1 έως 4, η προσφεύγουσα στηρίζεται κυρίως σε παρατηρήσεις που αφορούν μόνον τα τμήματα 1 και 2 (βλέπε ιδίως τα σημεία 81 και 82 του υπομνήματος απαντήσεως ). Όμως, πέρα από το γεγονός ότι τα αριθμητικά στοιχεία που προβάλλει σχετικά περιλαμβάνονται στο περιθώριο μεταξύ 20 έως 35 % που δέχθηκε το Συμβούλιο στο σημείο 55 των αιτιολογικών σκέψεων, θεωρώ απολύτως θεμιτό να λάβει το Συμβούλιο υπόψη τη μέση σταθμισμένη προστιθέμενη αξία για όλα τα PPC που κατασκευάστηκαν από τη Rank Xerox στη σειρά των τμημάτων 1 έως 4, ώστε να συναγάγει τελικό συμπέρασμα σχετικά με το αν πρέπει η Rank Xerox να ανήκει στον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας ». Πράγματι, όπως υπογράμμισε το ίδιο το Συμβούλιο στο σημείο 58 των αιτιολογικών σκέψεων,

« επειδή το ομοειδές προϊόν καθορίστηκε και κατά τη διαδικασία ως το σύνολο των μηχανημάτων φωτοαντιγραφής, από τα μηχανήματα για προσωπική χρήση μέχρι και τα μηχανήματα που έχουν ταξινομηθεί στο τμήμα 5 της Data quest, θα ήταν απρόσφορο να εξεταστεί αν ένας κοινοτικός παραγωγός αποτελεί μέρος της κοινοτικής βιομηχανίας μόνο με βάση την παραγωγή του ενός μοντέλου ή περιορισμένης σειράς μοντέλων ».

51.

Επομένως, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Συμβούλιο δεν αμφισβητούνται πράγματι και ούτε μπορούν να αμφισβητηθούν, η αντιδικία αφορά κυρίως την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και ιδίως τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Συμβούλιο από αυτά.

52.

Καταρχάς πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι η εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβούν τα κοινοτικά όργανα για να ορίσουν τον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας » πρέπει οπωσδήποτε να είναι σφαιρική. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η εξέταση της ζημίας πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερους παράγοντες, « από τους οποίους ούτε ένας μόνος του ούτε περισσότεροι από αυτούς είναι απαραίτητο να αποτελούν αποφασιστική βάση κρίσεως ». Πρόκειται για τον όγκο και τις τιμές των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ καθώς και για την επίπτωση τους επί του εξεταζομένου κλάδου παραγωγής. Δυνάμει της προαναφερθείσας διάταξης, τα κοινοτικά όργανα μπορούν, κατά την αποτίμηση της ζημίας, να αποδώσουν μεγαλύτερη σημασία σε έναν από τους παράγοντες αυτούς σε σχέση με τους υπόλοιπους. Ομοίως, όπως προκύπτει από την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Canon κατά Συμβουλίου (277/85 και 300/85, Συλλογή 1988, σ. 5731 ), ο κατάλογος των οικονομικών παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί η επίπτωση του όγκου και των τιμών των εισαγωγών επί του εξεταζόμενου κλάδου παραγωγής και ο οποίος αναφέρεται στο στοιχείο γ) της διατάξεως αυτής, είναι απλώς ενδεικτικός και επομένως τα κοινοτικά όργανα νομίμως μπορούν να θεωρήσουν ότι μερικοί από τους παράγοντες αυτούς αποτελούν επαρκή βάση για τη διαμόρφωση κρίσεως ( βλέπε το τέλος της σκέψεως 56 ).

53.

Όταν πρόκειται να αποφασιστεί αν ένας παραγωγός πρέπει ή όχι να αποκλειστεί από τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας για την αποτίμηση της ζημίας, λόγω του ότι έχει εταιρικούς ή εμπορικούς δεσμούς με τους εισαγωγείς ή τους εξαγωγείς του προϊόντος, το ζήτημα αν προκάλεσε ενδεχομένως ζημία στον εαυτό του ή συνέβαλε στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία πρέπει επίσης να εξεταστεί σε σχέση με τους παράγοντες αυτούς, δηλαδή τον όγκο των εισαγωγών που πραγματοποίησε, τα πλεονεκτήματα που είχε όσον αφορά τις τιμές και ιδίως τις τιμές με τις οποίες μεταπώλησε τα εισαγόμενα προϊόντα καθώς και την επίπτωση τους σε άλλα στοιχεία της παραγωγής του και της παραγωγής άλλων παραγωγών. Η εκτίμηση εντούτοις των παραγόντων αυτών πρέπει να γίνεται σφαιρικά, υπολογίζοντας τα υπέρ και τα κατά καθενός από τους παράγοντες αυτούς και δίδοντας ενδεχομένως το προβάδισμα σε ορισμένους από τους παράγοντες αυτούς έναντι των άλλων. Αποφασιστικό είναι το γενικό τελικό συμπέρασμα επί του ζητήματος αν οι κοινοτικοί παραγωγοί συνέβαλαν ή όχι στη ζημία που υπέστησαν οι ίδιοι ή η υπόλοιπη κοινοτική βιομηχανία, η οποία εκτιμάται βάσει όλων αυτών των παραγόντων.

54.

Στην προκειμένη περίπτωση τα κοινοτικά όργανα προέβησαν πράγματι σε τέτοιου είδους εξέταση. Από πολλές αιτιολογικές σκέψεις του επίδικου κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι τα κοινοτικά όργανα είχαν πλήρη επίγνωση των παραγόντων οι οποίοι, λαμβανόμενοι μεμονωμένα, θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνηγορήσουν υπέρ του αποκλεισμού ορισμένων παραγωγών από τον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας». Έτσι, π.χ., στο σημείο 58 των αιτιολογικών σκέψεων, το Συμβούλιο εκφράζει

« αμφιβολίες εξετάζοντας αυτή την περίπτωση χωριστά για το αν οι κατασκευαστικές δραστηριότητες της Rank Xerox στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν αρκετές ώστε να της αποδοθεί το καθεστώς του κοινοτικού παραγωγού κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2176/84 για τα μηχανήματα φωτοαντιγραφής που υπάγονται στα τμήματα 1 και 2 », και στο σημείο 64 των αιτιολογικών σκέψεων επισημαίνει ότι η Rank Xerox δεν προσκόμισε κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο για να αποδείξει ότι αγόρασε, από το 1978, μηχανήματα φωτοαντιγραφής χαμηλής δυναμικότητας από τη Fuji Xerox, τη θυγατρική της εταιρία στην Ιαπωνία, για να προστατευθεί από τον ανταγωνισμό που άσκησαν οι Ιάπωνες παραγωγοί εφαρμόζοντας χαμηλές τιμές. Επομένως, το γενικό συμπέρασμα ότι τελικά η Rank Xerox έπρεπε πάντως να περιληφθεί στον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας» συνάχθηκε μόνον αφού ελήφθησαν υπόψη άλλες περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως.

55.

Όσον αφορά επίσης την κατάσταση της Océ και της Olivetti, το Συμβούλιο ανέφερε στο σημείο 71 των αιτιολογικών σκέψεων ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν αυτές οι δύο εταιρίες εισήγαγαν PPC σε τιμές ντάμπινγκ για να τα διανείμουν με βάση OEM, δεν προκάλεσαν στον εαυτό τους ζημία. Υπογράμμισε ιδίως ότι το γεγονός ( αυτό ) οφειλόταν στην προσπάθειά τους να προσφέρουν τρεις σειρές μοντέλων στους πελάτες τους» (βλέπε δεύτερη περίπτωση του σημείου 71 των αιτιολογικών σκέψεων). Όμως, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα (στα σημεία 71 και 72 της προσφυγής της), η παρατήρηση αυτή, ιδίως όταν συνδυαστεί με τη διαπίστωση ότι ο συνολικός όγκος των εισαγωγών αυτών ήταν μικρός και ότι οι τιμές στις οποίες επωλήθησαν ήταν ανώτερες από αυτές που εφαρμόζουν οι προμηθευτές των εταιριών αυτών, μπορεί κάλλιστα να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι οι εταιρίες αυτές δεν προκάλεσαν ζημιές στον εαυτό τους ούτε στους άλλους κοινοτικούς παραγωγούς και επομένως να επιτρέψει να συμπεριληφθούν στον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας » για την εξέταση της ζημίας. Εν πάση περιπτώσει, στην απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Tokyo Electric Company κατά Συμβουλίου (260/85 και 106/86, Συλλογή 1988, σ. 5855 ), το Δικαστήριο έκρινε νόμιμο αυτό τον τρόπο ενεργείας ( βλέπε σκέψη 47 ).

56.

Όσον αφορά την Tetras, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η άμυνα του Συμβουλίου το οποίο υποστηρίζει ότι το σημείο 68 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται μόνο στο ζήτημα αν η επιχείρηση αυτή έπρεπε να αποκλειστεί από τον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας », προκειμένου να συμπεριληφθεί η Tetras στους καταγγέλλοντες, δύσκολα συμβιβάζεται με το γράμμα της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι η Canon αγόρασε το 19 ο/ο των μετοχών της Tetras με δικαίωμα προτιμήσεως στην αγορά ενός επιπλέον 30 % των μετοχών,

« δεν επηρέασε τη θέση της Tetras ούτε ως κοινοτικού παραγωγού ούτε ως καταγγέλλοντος και, συνεπώς, η Tetras παραμένει μέρος της κοινοτικής βιομηχανίας για τον σκοπό αυτής της διαδικασίας ».

Δεδομένου ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο Η, που φέρει τον τίτλο « Ζημία », πρέπει αναγκαστικά να γίνει δεκτό ότι το συμπέρασμα αυτό αφορά το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού, που φέρει επίσης τον τίτλο « Ζημία », και όχι το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού, με τον τίτλο « Καταγγελία», όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο στο σημείο 102 του υπομνήματός του αντικρούσεως.

57.

Καθοριστικό θεωρώ εντούτοις ότι, όπως ορθά υπογραμμίζει το Συμβούλιο, δεν ελήφθη υπόψη η κατάσταση της Tetras ούτε κατά την εκτίμηση της ζημίας ούτε κατά τον καθορισμό του συντελεστή των δασμών αντιντάμπινγκ. Πράγματι, από το σημείο 107 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι ο υπολογισμός του δασμού που είναι αναγκαίος για να αντισταθμίσει τη ζημία που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί PPC έγινε χωρίς να ληφθεί υπόψη κανένα στοιχείο σχετικό με την Tetras. Εξάλλου, για να καθοριστεί η έκταση της ζημίας που έπρεπε να αντισταθμιστεί με τον τρόπο αυτό, υπολογίστηκαν μόνον οι μειώσεις κέρδους των Rank Xerox και Olivetti (βλέπε σημείο 81 των αιτιολογικών σκέψεων). Όσον αφορά το σημείο 86 των αιτιολογικών σκέψεων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, αφορά μόνο το ζήτημα αν η μη αποτιμηθείσα ζημία που υπέστη η Tetras μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες εκτός από το ντάμπινγκ.

58.

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, ακόμη και αν το σημείο 68 των αιτιολογικών σκέψεων επιβάλλει να συμπεριληφθεί η Tetras στον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας » και αν, στην πραγματικότητα, η Tetras έπρεπε να έχει αποκλειστεί λόγω των δεσμών της με την Canon, αυτό δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει την ακύρωση της επιβολής των δασμών αντιντάμπινγκ, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, δεν στηρίχθηκε στην κατάσταση της Tetras.

59.

Επομένως, και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

4. Ως προς το ονμφέρον της Κοινότητος

60.

Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, οι δασμοί αντιντάμπινγκ μπορούν, μεταξύ άλλων, να επιβληθούν μόνον « όταν από την οριστική διαπίστωση των γεγονότων προκύπτει... ότι το συμφέρον της Κοινότητος επιβάλλει κοινοτική ενέργεια ... ». Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το γεγονός ότι το Συμβούλιο έλαβε στην προκειμένη περίπτωση, όπως όφειλε, υπόψη το συμφέρον της Κοινότητος. Του προσάπτει κυρίως ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη τη δομή της αγοράς και κυρίως τον βαθμό συγκεντρώσεως της καθώς και τις επιπτώσεις που θα είχε αναπόφευκτα, λαμβανομένης υπόψη της δομής αυτής, η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στον ανταγωνισμό και στις τιμές και, κατά συνέπεια, στους καταναλωτές.

61.

Σχετικά πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι, για να εκτιμήσει « το συμφέρον της Κοινότητος », το Συμβούλιο πρέπει να εκτιμήσει μία πολύπλοκη οικονομική κατάσταση. Κατά πάγια όμως νομολογία,

« ο δικαστικός έλεγχος αυτός της εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, στην ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη..., στην έλλειψη προδήλου πλάνης στην εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή στην έλλειψη καταχρήσεως εξουσίας » ( 7 ).

62.

Εξάλλου, η εκτίμηση του Συμβουλίου πρέπει αναγκαστικά να γίνεται σφαιρικά, σταθμίζοντας κάθε είδους συμφερόντων, συχνά αντιτιθεμένων, και εξετάζοντας τα ζητήματα τόσο μακροπρόθεσμα, όσο και βραχυπρόθεσμα. Για τον λόγο αυτό, ακόμη και αν η ειδική εκτίμηση του ενός ή του άλλου εξεταζόμενου στοιχείου θα έπρεπε ενδεχομένως, λαμβανόμενη μεμονωμένα, να αμφισβητηθεί, αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι η συνολική του εκτίμηση πρέπει να θεωρηθεί εσφαλμένη.

63.

Αρκεί όμως η ανάγνωση των σημείων 88 έως 99 των αιτιολογικών σκέψεων του οριστικού κανονισμού για να γίνει αντιληπτό, αφενός, ότι οι « απόψεις ολων των κοινοτικών παραγωγών, των ιαπώνων εξαγωγέων και των εισαγωγέων στην Κοινότητα, κυρίως των OEM » ( σημείο 88 των αιτιολογικών σκέψεων), εξετάστηκαν πράγματι και, αφετέρου, ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τόσο την κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά ( σημείο 94 των αιτιολογικών σκέψεων) όσο και την ενδεχόμενη αύξηση των τιμών που μπορεί να αποτελέσει συνέπεια της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ (σημείο 98 των αιτιολογικών σκέψεων ) για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι « συνολικά είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Κοινότητας να εξαλειφθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις για το συγκεκριμένο κλάδο της κοινοτικής βιομηχανίας των ιαπωνικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι τα οφέλη που θα προκύψουν από την επιβολή αυτών των μέτρων άμυνας θα αντισταθμίσουν σαφώς τις επιπτώσεις ειδικότερα επί των τιμών, οι οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών » ( σημείο 99 των αιτιολογικών σκέψεων ).

64.

Εξάλλου δεν νομίζω ότι μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι προέβη σε προδήλως πεπλανημένη εκτίμηση των διαφόρων πλευρών του ζητήματος που εξετάστηκαν.

65.

Όσον αφορά τη δομή της αγοράς, δεν είναι καταρχάς προφανές ότι η Rank Xerox, που αποτελεί τον σημαντικότερο κοινοτικό παραγωγό, κατέχει δεσπόζουσα θέση, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, μέχρι σημείου να καταγγείλει, τον Σεπτέμβριο του 1986, τη Xerox Corporation, τη μητρική εταιρία, για παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης της ΕΟΚ. Αφενός, παρόλον ότι θεωρεί ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αγορά στο σύνολό της, η προσφεύγουσα βασίστηκε, για να στηρίξει τον ισχυρισμό της, αποκλειστικά σε στατιστικές που αφορούν τον αριθμό των φωτοτυπιών που πωλήθηκαν, δεχόμενη εντούτοις ότι η κατάσταση είναι διαφορετική αν γίνει ανάλυση της αγοράς σε σχέση με τον αριθμό των μηχανημάτων φωτοαντιγραφής που πωλήθηκαν (βλέπε τα σημεία 98 έως 100 του υπομνήματός της απαντήσεως ). Αφετέρου, και πέρα από το γεγονός ότι δεν είναι έργο του Συμβουλίου, στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, να προδικάζει την απόφαση που θα πρέπει να λάβει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του κανονισμού 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( 8 ), το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που καλύπτεται από την παρούσα έρευνα αντιντάμπινγκ 19 παραγωγοί κατείχαν μερίδιο της κοινοτικής αγοράς PPC και ότι το μερίδιο που κατείχε το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών έφθανε μόνο το 19 % ( βλέπε το σημείο 109 του υπομνήματός της αντικρούσεως) διακρίνει σαφώς την παρούσα περίπτωση από αυτή της γλυκίνης καταγωγής Ιαπωνίας που επικαλείται η προσφεύγουσα ( 9 ), στην οποία η κατάσταση του ανταγωνισμού και η δομή της κοινοτικής αγοράς χαρακτηριζόταν από την παρουσία ενός μόνον κοινοτικού παραγωγού και δύο μη κοινοτικών επιχειρήσεων. Επομένως, παρόλον ότι ο κίνδυνος μονοπωλίου ήταν οπωσδήποτε μεγαλύτερος, το Συμβούλιο θεώρησε ότι ήταν προς το κοινοτικό συμφέρον να ληφθούν προστατευτικά μέτρα ακόμη και αν ο οριστικώς επιβληθείς δασμός δεν αρκούσε για να εξαλείψει πλήρως τη διαπιστούμενη ζημία, είχε καθοριστεί στο επίπεδο της ζημίας που προκλήθηκε από τον ένα εκ των δύο ιαπώνων εξαγωγέων ( 10 ).

66.

'Επειτα, το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ένας από τους καταγγέλλοντες αγοράστηκε από ιάπωνα εξαγωγέα μπορούσε δικαιολογημένα να δημιουργήσει στο Συμβούλιο αμφιβολίες για τις δυνατότητες επιβιώσεως μιας ανεξάρτητης κοινοτικής παραγωγής. Εξάλλου, η εξαφάνιση κοινοτικών παραγωγών, όπως και η ενδεχόμενη απομάκρυνση των ιαπώνων εξαγωγέων, ευνόησε την εξέλιξη της αγοράς προς κατάσταση ολιγοπωλίου. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο υπό τις συνθήκες αυτές προτίμησε την κοινοτική παραγωγή ήταν οπωσδήποτε προς το συμφέρον της Κοινότητας.

67.

Στην πραγματικότητα φαίνεται εξάλλου ότι η εξέλιξη που είχε υπολογίσει η προσφεύγουσα δεν επήλθε. Κανένας από τους ανταγωνιστές δεν αποσύρθηκε από την αγορά μετά την καθιέρωση των προσωρινών δασμών, επτά δε ιαπωνικές εταιρίες άρχισαν να συναρμολογούν ή παράγουν συσκευές στην Κοινότητα ( βλέπε σημείο 80 του υπομνήματός της ανταπαντήσεως ).

68.

Δεν θεωρώ τέλος αναγκαίο να λάβω θέση σχετικά με τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει ο κανονισμός 1761/87 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987 ( 11 ), καλούμενος «κανονισμός-κατσαβίδι», που επιτρέπει την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ επί των προϊόντων που κατασκευάστηκαν με συναρμολόγηση στην Κοινότητα, επί της εξελίξεως της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην Κοινότητα. Δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός τέθηκε σε ισχύ σε ημερομηνία μεταγενέστερη της εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να τον λάβει υπόψη κατά την επιβολή των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ. Εάν αποδειχθεί ότι οι επιπτώσεις αυτές είναι τέτοιες ώστε η διατήρηση των δασμών αυτών δεν συμφέρει πλέον την Κοινότητα, θα είναι έργο της Επιτροπής να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία επανεξετάσεως του άρθρου 14 του βασικού κανονισμού, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατ' αίτηση κράτους μέλους ή « ενδιαφερομένου μέρους ».

69.

Δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτός ούτε ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

5. Ως προς την απόρριψη της προσφοράς για ανάληψη υποχρεώσεως

70.

Τα επιχειρήματα που προβάλλει σχετικά η Gestetner είναι σε μεγάλη έκταση όμοια με αυτά που προβάλλει η Nashua. Μπορώ επομένως κατά κύριο λόγο να παραπέμψω στις σημερινές προτάσεις μου επί της υποθέσεως C-150/87, στις οποίες υποστήριξα συγκεκριμένα την άποψη ότι τα κοινοτικά όργανα δεν περιέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ακολουθώντας την παραδοσιακή πρακτική να μην αποδέχονται αναλήψεις υποχρεώσεων από εισαγωγείς (σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού του Συμβουλίου ). Στις σελίδες 7 και 8 του υπομνήματός της αντικρούσεως στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή εξήγησε εξάλλου τους λόγους αυτής της παραδοσιακής πρακτικής κατά ιδιαίτερα πειστικό τρόπο.

71.

Δεδομένου ότι πρόκειται για ανάληψη υποχρεώσεως που συνεπάγεται αύξηση των τιμών (η Gestetner είχε προσφέρει την ανάληψη τέτοιας υποχρεώσεως ενώ η Nashua είχε προτείνει περιορισμό των εισαγομένων ποσοτήτων), η Επιτροπή ορθώς υπογραμμίζει, στη σελίδα 9 του υπομνήματός της αντικρούσεως, ότι, ακόμη και σ' αυτή την περίπτωση, οι εισαγωγείς θα εξακολουθούσαν να έχουν μεγαλύτερο συμφέρον να αγοράσουν το προϊόν σε τιμές ντάμπινγκ, από κατασκευαστές τρίτων χωρών, παρά να αγοράσουν εμπορεύματα που παρήχθησαν στην Κοινότητα. Η ανάληψη υποχρεώσεως τους εξασφαλίζει σημαντικό περιθώριο κέρδους.

72.

Υπό τις συνθήκες αυτές οι παραγωγοί της Κοινότητας υφίστανται εξίσου σημαντική ζημία, όπως εάν δεν υπήρχε η ανάληψη υποχρεώσεως. Το μόνο αποτέλεσμα της αναλήψεως υποχρεώσεως από εισαγωγέα είναι ο περιορισμός της ζημίας που υπέστησαν οι διανομείς εμπορευμάτων που κατασκευάστηκαν στην Κοινότητα, πράγμα που δεν είναι το ίδιο με την εξάλειψη της ζημίας που υπέστησαν οι παραγωγοί της Κοινότητας.

73.

Εξάλλου αν γινόταν αποδεκτή η ανάληψη υποχρεώσεως από έναν εισαγωγέα θα έπρεπε να γίνει δεκτή η ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους όλων των εισαγωγέων που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Ο αριθμός των εξαγωγέων είναι (γενικά) περιορισμένος: αν είναι υπερβολικός δεν γίνεται αποδεκτή η ανάληψη υποχρεώσεων. Αντίθετα ο αριθμός των ενδεχόμενων εισαγωγέων είναι πάντοτε πολύ μεγάλος. Τα επιχειρήματα αυτά ισχύουν ακόμη και στην περίπτωση που η Gestetner θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαγωγέας, διότι ο αριθμός των ενδεχομένων εξαγωγέων που δεν είναι παραγωγοί μπορεί, και αυτός, να είναι πολύ μεγάλος. Τέλος, ο αριθμός των τύπων μηχανημάτων φωτοαντιγραφής είναι αρκετά μεγάλος. Υπό τις συνθήκες αυτές καθίσταται υπερβολικά δύσκολος ο αποτελεσματικός έλεγχος της αναλήψεως υποχρεώσεως.

74.

Προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί επίσης αυτά τα επιχειρήματα των κοινοτικών οργάνων, που δεν οφείλονται σε προδήλως πεπλανημένη εκτίμηση και επομένως εμπίπτουν στο ευρύτατο περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζει το Δικαστήριο στα κοινοτικά όργανα. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην απόρριψη της προσφοράς για την ανάληψη υποχρεώσεως.

Συμπέρασμα

75.

Για όλους αυτούς τους λόγους προτείνω στο Δικαστήριο:

ν' απορρίψει την προσφυγή της Gestetner ως απαράδεκτη, κατά το μέτρο που στρέφεται κατά της Επιτροπής και κατά το μέτρο που αφορά την ακύρωση του κανονισμού 535/87 του Συμβουλίου στο σύνολό του·

να τη δεχθεί τυπικά κατά τα λοιπά, αλλά να την απορρίψει ως αβάσιμη.

Καίτοι το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας πρέπει να γίνει τυπικά δεκτό, ωστόσο αυτή ηττήθηκε στα ουσιαστικά αιτήματα της προσφυγής της. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της παρεμβαίνουσας Cecom. Όσον αφορά την παρεμβαίνουσα Mita, η οποία παρενέβη υπέρ της Gestetner, θα πρέπει να φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 1 ) EE L 54 της 24.2.1987, σ. 12.

( 2 ) Κανονισμός (ΕΟΚ) 2640/86 της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 1986, για την επιβολή προσωρινού δασμού στις εισαγωγές μηχανημάτων φωτοαντιγραφής καταγωγής Ιαπωνίας ( ΕΕ L 239 της 26.8.1986, σ. 5 ), στο εξής « προσωρινός κανονισμός ».

( 3 ) Βλέπε σχετικά απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαΐου 1979, Import Standard Office κατά Συμβουλίου (118/77, Rec. 1979, σ. 1277), στην οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη διάταξη του προσβαλλόμενου κανονισμού που προβλέπει την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών μόνο στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού της προσφυγής, στο μέτρο που αυτή στρέφεται κατά της διατάξεως αυτής (σκέψεις 24 και 27).

( 4 ) EE L 201 της 30.7.1984, σ. 1.

( 5 ) Στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 3017/79 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1979 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/017, σ. 67 ), που καταργήθηκε με τον κανονισμό 2176/84. Αυτός όμως επανέλαβε, με κατ' ουσίαν όμοιους όρους, τις διατάξεις που ενδιαφέρουν την προκειμένη περίπτωση.

( 6 ) Βλέπε σχετικά σκέψη 35 της προαναφερθείσας αποφάσεως της 7ης Μαΐου 1987, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου ( 255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861 )

( 7 ) Βλέπε σχετικά, μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, σκέψη 21 (255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861 ).

( 8 ) Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25 ).

( 9 ) Κανονισμός ( ΕΟΚ ) αριθ. 2322/85 του Συμβουλίου, της 12ης Λυγούατου 1985, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές γλυκίνης καταγωγής Ιαπωνίας ( ΕΕ L 218 της 15.8.1985, σ. 1 ).

( 10 ) Βλέπε, σχετικά, σημείο 18 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ. 2322/85, υπό το πρίσμα του σημείου 31 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 997/85 της Επιτροπής, της 18ης Απριλίου 1985, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ ( ΕΕ L 107 της 19.4.1985, σ. 8 ).

( 11 ) Κανονισμός (ΕΟΚ.) αριθ. 1761/87 του ΣυμΡουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2176/84 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο αντιντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 167 της 26.6.1987, σ.9 ).