61987C0047

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn της 9ης Μαρτίου 1988. - ENGELINA LUCAS ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΣΕ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Β ΔΙΟΡΙΣΘΕΝΤΟΣ ΣΤΟ ΒΑΘΜΟ LA/7 ΚΑΤΟΠΙΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 47/87.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03019


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Η Engelina Lucas διορίστηκε από την Επιτροπή το 1968, κατόπιν γενικού διαγωνισμού, ως μόνιμη υπάλληλος στο βαθμό C 3, κλιμάκιο 3. Κατόπιν επιτυχίας της σε άλλο γενικό διαγωνισμό, διορίστηκε σε θέση του βαθμού Β 5 το 1977. Το 1980, προήχθη στο βαθμό Β 4 και, το 1984, στο βαθμό Β 3.

Η E. Lucas έλαβε, το 1966, το "Certificat pratique de langue francaise (premier degre)" του Πανεπιστημίου του Παρισιού και, το 1983, πτυχίο διοικήσεως από το Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών των Βρυξελλών.

Κατόπιν της επιτυχίας της στο γενικό διαγωνισμό μεταφραστών CΟΜ/LΑ/381, διορίστηκε ως μεταφράστρια, από 1ης Απριλίου 1986, με απόφαση της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 1986 η οποία ελήφθη βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, και ειδικότερα των άρθρων 1, 2 , 29 και 30 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και της αποφάσεως της Επιτροπής της 10ης Μαρτίου 1971, περί των εφαρμοστέων κριτηρίων όσον αφορά το διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο των υπαλλήλων που αλλάζουν κατηγορία, όπως η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 1976. Η E. Lucas κατετάγη στο κλιμάκιο 1 του βαθμού LΑ 7. Δεν της αναγνωρίστηκε καμία αρχαιότητα στο βαθμό.

Η E. Lucas θεώρησε ότι κακώς κατετάγη στο κλιμάκιο 1, ενώ έπρεπε να καταταγεί στο κλιμάκιο 3, λαμβανομένων υπόψη της επαγγελματικής της πείρας και των γλωσσικών γνώσεών της, για τις οποίες γινόταν ειδική μνεία στις εκθέσεις βαθμολογίας της. Στις 18 Ιουλίου 1986, υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί κατατάξεώς της στο κλιμάκιο 1. Ελλείψει απαντήσεως, η ένστασή της απερρίφθη σιωπηρώς στις 19 Νοεμβρίου 1986. Κατά συνέπεια, η E. Lucas άσκησε την παρούσα προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στις 17 Φεβρουαρίου 1987.

Με το δικόγραφό της, ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόρριψη της ενστάσεώς της και να αποφανθεί ότι η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί ως προσληφθείσα (σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 32 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως) και ότι το άρθρο 46 του εν λόγω κανονισμού δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωσή της. Ζητεί επίσης να αναπεμφθεί η υπόθεση στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προς εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

Η E. Lucas θεωρεί ότι "προσελήφθη" και δεν "προήχθη" σε νέα θέση και, επομένως, δυνάμει του άρθρου 32, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, η Αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη της την κατάρτιση και την ειδική επαγγελματική της πείρα για τη θέση αυτή προκειμένου να της αναγνωρίσει αρχαιότητα 48 μηνών στο βαθμό. Κατά τον τρόπο αυτό, θα έπρεπε να της είχαν δοθεί δύο επιπλέον κλιμάκια και να είχε καταταγεί στο κλιμάκιο 3, λαμβανομένου υπόψη του ότι είχε εργαστεί για την Επιτροπή επί 17 έτη και ότι, κατά το διάστημα αυτό, είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος του χρόνου της σε μεταφραστικές εργασίες, καθώς και σε εργασίες που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που εκτελούν οι υπάλληλοι της κατηγορίας Α.

Η E. Lucas πέρασε, λοιπόν, από θέση υπαλλήλου της κατηγορίας Β σε θέση υπαλλήλου του γλωσσικού κλάδου. Πέρασε από το Β 3 στο LΑ 7, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με τη βαθμολογική κλίμακα, αποτελεί άνοδο κατά τέσσερις βαθμούς, και από τη θέση του "αναπληρωτή βοηθού διοικήσεως" σε θέση μεταφραστή.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι κακώς εφήρμοσε το άρθρο 46, η εφαρμογή του άρθρου 32 θα είχε αναγκαστικά οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα. Νομίζω ότι το επιχείρημα αυτό προϋποθέτει ότι ήδη έχουν επιλυθεί τα ζητήματα στα οποία καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο. Τίθενται δύο κύρια ζητήματα: α) κατά πόσον έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 46 και β) σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, κατά πόσον η προσφεύγουσα μπορεί εγκύρως να υποστηρίξει ότι η εφαρμογή του άρθρου 32 δεν θα κατέληγε αναγκαστικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Θεωρώ, επομένως, ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

'Εκρινε ορθώς η Επιτροπή ότι επρόκειτο για προαγωγή και, ως εκ τούτου, έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 46;

Είναι προφανές ότι, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο στις υποθέσεις 266 (Σαμαρά, Συλλογή 1985, σ. 189), και 273/83 (Michel, Συλλογή 1985, σ. 347), αυτό το είδος αλλαγής θέσεως δεν αποτελούσε "προαγωγή" με κατάληψη από τον υπάλληλο του αμέσως ανώτερου βαθμού, υπό την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

Αυτή η αλλαγή θέσεως μπορεί να θεωρηθεί ως "μετάβαση" από μία κατηγορία σε άλλη ή από ένα κλάδο σε άλλο, υπό την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 2. Η διαπίστωση, όμως, αυτή δεν αρκεί για τη λύση του προβλήματος. Από την πλευρά μου, όσον αφορά τη σημασία των χρησιμοποιουμένων όρων (ειδικότερα αν θεωρήσουμε, όπως ο γενικός εισαγγελέας Lenz στην υπόθεση Michel, ότι πρόκειται για "προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις"), θεωρώ ότι η έκφραση "διορίζεται σε βαθμό ανώτερο" του άρθρου 46 αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στην "κατάληψη του αμέσως ανωτέρου βαθμού" στο άρθρο 45, παράγραφος 1. Αν οι συντάκτες του άρθρου είχαν την πρόθεση να περιλάβουν στο πεδίο εφαρμογής του και τη μετάβαση σε άλλο κλάδο κατόπιν διαγωνισμού (ενέργεια εντελώς διαφορετική από τον διορισμό μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει ένα ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό τους), δεν θα είχαν περιοριστεί να χρησιμοποιήσουν τους όρους "διορίζεται σε βαθμό ανώτερο". Στο άρθρο 46, μετά τους όρους "βαθμό ανώτερο" θα είχαν προσθέσει "ή μετατάσσεται σε άλλο κλάδο". Κατά συνέπεια, έστω και αν το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση Michel, εκφράζοντας συγχρόνως ορισμένες αμφιβολίες, ότι το άρθρο 46 έπρεπε να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει και τη μετάβαση υπαλλήλου από μία κατηγορία σε άλλη (και, μέχρις ορισμένου βαθμού, μπορεί να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στο άρθρο 45, παράγραφος 2, χρησιμοποιείται ο όρος "promotion" για την αλλαγή κατηγορίας, μολονότι το γαλλικό κείμενο του άρθρου 45, παράγραφος 2, χρησιμοποιεί τον όρο "passage" σε αντιδιαστολή με τον όρο "nomination" του άρθρου 45, παράγραφος 1), αυτό δεν σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι το ίδιο ισχύει και για τη "μετάβαση σε άλλο κλάδο".

Πάντως, ο υπάλληλος ο οποίος αλλάζει θέση κατ' αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί προσλαμβανόμενος", υπό τη στενή έννοια του όρου που χρησιμοποιείται στο άρθρο 32, δεδομένου ότι είναι ήδη υπάλληλος. Φαίνεται ότι στις διάφορες σχετικές διατάξεις υπάρχει ένα κενό, όπως αναγνωρίζει και η Επιτροπή. Η υπό κρίση περίπτωση της μεταβάσεως από μία κατηγορία σε άλλη ή από ένα βαθμό σε άλλο, κατόπιν γενικού διαγωνισμού, δεν προβλέπεται ρητώς, εναπόκειται δε στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον η Επιτροπή ορθώς εφήρμοσε το άρθρο 46 και όχι το άρθρο 32, ή κατά πόσο, για λόγους επιείκειας και χρηστής διοικήσεως, θα έπρεπε να εφαρμοστούν κατ' αναλογία άλλες διατάξεις. 'Οπως στην υπόθεση 138/84 (Σπαχή, Συλλογή 1985, σ. 1939) (στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ειδική επαγγελματική πείρα που δεν είχε ληφθεί υπόψη για ένα διορισμό θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη για άλλο διορισμό κατόπιν διαφορετικού διαγωνισμού, στα πλαίσια της εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 2), θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να εξεταστεί σε ποιο από τα δύο συστήματα (πρόσληψη ή προαγωγή) πλησιάζει περισσότερο η υπό κρίση περίπτωση.

Λαμβανομένου υπόψη του ότι "το άρθρο 46 έχει ιδίως ως σκοπό να εξασφαλίζει κατά την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων τη μεγαλύτερη δυνατή συνέχεια, όσον αφορά το χρόνο υπηρεσίας τους και το μισθό τους" (υπόθεση Michel) ή του ότι "το άρθρο 46 έχει κυρίως ως σκοπό να εξασφαλίζει, κατά την κανονική εξέλιξη της σταδιοδρομίας ενός μονίμου υπαλλήλου, τη μεγαλύτερη δυνατή συνέχεια στην εξέλιξη της αρχαιότητάς του" (υπόθεση Σαμαρά), θεωρώ ότι ορισμένα προβλήματα μπορούν να ανακύψουν όταν το "άλμα" που πραγματοποιείται κατόπιν εξωτερικού διαγωνισμού είναι τέτοιο ώστε πραγματικά να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί κανονική εξέλιξη ή ότι εμπίπτει στη "μεγαλύτερη δυνατή συνέχεια", περίπτωση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 1. Π.χ., στην περίπτωση ατόμου το οποίο εργάζεται στις διοικητικές υπηρεσίες της Επιτροπής χωρίς να έχει προσόντα συνιστάμενα σε νομικές γνώσεις, και το οποίο αποκτά δίπλωμα νομικής δι' αλληλογραφίας και εγγράφεται στο Δικηγορικό Σύλλογο Αγγλίας, κατόπιν δε διορίζεται στη νομική υπηρεσία της Επιτροπής ή ως νομικός μεταφραστής στο βαθμό Α 7 ή LΑ 7, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ευλόγως ότι η σταδιοδρομία του εν λόγω ατόμου ακολουθεί κανονική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, μολονότι παραμένει πάντοτε υπάλληλος, αλλάζει σταδιοδρομία και αρχίζει νέα. Η περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, στο άρθρο 46.

Δεν νομίζω ότι το γεγονός ότι οι μισθοί του ανώτερου κλιμακίου του κατώτερου βαθμού αλληλοεπικαλύπτονται με τους μισθούς του κατώτερου κλιμακίου του αμέσως ανώτερου βαθμού, ή το γεγονός ότι η επικάλυψη αυτή συναντάται και από τη μία κατηγορία στην άλλη (πράγμα το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να εξηγήσει τη χρησιμότητα του άρθρου 46) σημαίνουν ότι το άρθρο 46 έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις μεταβάσεως από έναν κλάδο σε άλλο. Η προαγωγή από το βαθμό Β 3 στον Α 7 και η μετάβαση από τη θέση του "αναπληρωτή βοηθού διοικήσεως" στη θέση του "μεταφραστή" συνιστούν περίπτωση η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν εμπίπτει στο άρθρο 46.

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής κανόνες ανάλογοι προς τους κανόνες του άρθρου 32 και, κατά τη γνώμη μου, η προσφεύγουσα δικαιούται να ζητήσει την ίδια μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσεται στους εξωτερικούς υποψηφίους που έλαβαν μέρος στο γενικό διαγωνισμό, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Σαμαρά. Η υπό κρίση περίπτωση νομίζω ότι διαφέρει από την περίπτωση της υποθέσεως Michel, ή τουλάχιστον ότι αποτελεί εξαίρεση στην αρχή που αναγνωρίστηκε με την απόφαση Michel, η οποία βασιζόταν στο συλλογισμό ότι, όταν ο υποψήφιος διορίζεται για πρώτη φορά, η επαγγελματική του πείρα κατά την ημερομηνία διορισμού θα ληφθεί υπόψη βάσει του άρθρου 32 ή κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Αυτό συμβαίνει όταν πρόκειται για κανονική εξέλιξη της σταδιοδρομίας. 'Οταν, όμως, ένα άτομο γίνεται δεκτό για ορισμένη θέση, λαμβάνεται υπόψη η πείρα του για το είδος της εργασίας που αντιστοιχεί στη θέση αυτή. Τα προσόντα του, ή ακόμα το ιδιαίτερο επίπεδο ικανοτήτων του σε άλλο τομέα (π.χ. ως μεταφραστή, σε σχέση με τα προσόντα του γραμματέα ή του δακτυλογράφου) μπορεί να ληφθούν ελάχιστα, ή και καθόλου, υπόψη. Παραμένουν δευτερεύοντα προσόντα έως τη στιγμή που θα χρειαστεί να ληφθούν υπόψη για τη νέα θέση (π.χ. θέση μεταφραστή).

Δεδομένου ότι η Επιτροπή επέμεινε στο γεγονός ότι ούτε ο διορισμός της E. Lucas στο βαθμό C 3 ούτε, κατά τα φαινόμενα, οι μεταγενέστερες θέσεις στους βαθμούς Β 5, Β 4 και κατόπιν Β 3 δεν απαιτούσαν προσόντα μεταφραστή, δεν μπορεί ευλόγως, κατά τη γνώμη μου, να υποστηριχτεί ότι η κατάρτιση και η ειδική επαγγελματική πείρα της προσφεύγουσας (άρθρο 32) ελήφθησαν αναγκαστικά υπόψη κατά το διορισμό της ή κατά τις μεταγενέστερες προαγωγές της.

Αντιθέτως, δεν νομίζω ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, υπήρξε δυσμενής διάκριση αντιβαίνουσα στο άρθρο 5 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ή σε άλλες διατάξεις, όπως συνέβη στην υπόθεση Σαμαρά. Η προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού CΟΜ/LΑ/381 (ΕΕ C 48 της 18ης Φεβρουαρίου 1983, σ. 5) δεν διακρίνει μεταξύ υποψηφίων μη υπαλλήλων και υποψηφίων οι οποίοι είναι ήδη υπάλληλοι. Η Απόφαση περί των εφαρμοστέων κριτηρίων όσον αφορά το διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη δεν κάνει παρόμοια διάκριση.

Το ουσιώδες ζήτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι κατά πόσο τα κριτήρια αυτά συμβιβάζονται ή εφαρμόστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 32 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Το άρθρο 32, αφού αναφέρει ότι ο προσλαμβανόμενος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού του, ορίζει: "Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, προκειμένου να λάβει υπόψη την κατάρτιση και την ειδική επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, να του χορηγήσει βελτίωση αρχαιότητας κατά κλιμάκιο στο βαθμό αυτό". Η αρχαιότητα αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 48 μήνες στο βαθμό LΑ 7.

Η προκήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ότι οι υποψήφιοι πρέπει να αποδεικνύουν ότι έχουν ολοκληρώσει πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές και έχουν λάβει πτυχίο ή δίπλωμα, οι δε υποψήφιοι οι οποίοι είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος σε άλλο τομέα εκτός του γλωσσικού (όπως η E. Lucas) "οφείλουν να έχουν μεταπτυχιακή επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έτους, η οποία να απαιτεί πολύ καλές γλωσσικές γνώσεις". Αναμφισβήτητα, η προσφεύγουσα πληρούσε την τελευταία αυτή προϋπόθεση.

Η απόφαση περί των εφαρμοστέων κριτηρίων ορίζει ότι ο ελάχιστος χρόνος επαγγελματικής πείρας για την κατάταξη στο πρώτο κλιμάκιο του βασικού βαθμού κάθε κατηγορίας είναι τρία έτη για τους βαθμούς Α 7 και LΑ 7 και ότι "η επαγγελματική πείρα υπολογίζεται μόνο από το χρονικό σημείο της αποκτήσεως του πρώτου διπλώματος το οποίο παρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, πρόσβαση στην κατηγορία στην οποία ανήκει η προς πλήρωση θέση, θα πρέπει δε να είναι επιπέδου αντίστοιχου προς την κατηγορία αυτή".

Η Επιτροπή δέχτηκε ότι το πτυχίο διοικητικών επιστημών που απέκτησε η E. Lucas στις 24 Φεβρουαρίου 1983 αποτελούσε δίπλωμα υπό την έννοια της εν λόγω αποφάσεως και ότι, κατά το χρόνο του διορισμού της ως μεταφράστριας στο βαθμό LΑ 7, στις 7 Απριλίου 1986, η προσφεύγουσα είχε την απαραίτητη αρχαιότητα τριών ετών προκειμένου να καταταγεί στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού LΑ 7. Επομένως, αναγνωρίστηκε ότι η πείρα της ήταν "επιπέδου αντιστοίχου προς την κατηγορία LΑ 7".

Η E. Lucas προβάλλει το γεγονός ότι είναι στην υπηρεσία της Επιτροπής από το 1968. Εν πάση περιπτώσει, υπήρξε αναπληρώτρια βοηθός διοικήσεως από το 1977 και, συνεπώς, τον Απρίλιο του 1986 είχε αρχαιότητα 9 ετών στη θέση αυτή. Δεν αμφισβητείται ότι είναι άριστη μεταφράστρια. Η Επιτροπή, ωστόσο, θεωρεί ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε η προσφεύγουσα ήταν καθήκοντα που εκτελεί ενδεχομένως κάθε υπάλληλος όταν μεταφράζει διάφορα έγγραφα και ότι το απαιτούμενο επίπεδο δεν ήταν το επίπεδο της εργασίας υπαλλήλου LΑ 7. Ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αναγνώριση του γεγονότος ότι το επίπεδό της αντιστοιχούσε στο επίπεδο που απαιτείται για την κατηγορία LΑ 7.

Είναι ορθό να μη λαμβάνεται υπόψη παρά μόνο η πείρα που αποκτήθηκε μετά την απόκτηση του πανεπιστημιακού διπλώματος;

Δέχομαι βεβαίως ότι είναι σκόπιμο, για λόγους διοικητικής ευκολίας, να λαμβάνεται υπόψη μόνον η περίοδος της επαγγελματικής πείρας μετά από την απόκτηση του διπλώματος, το οποίο αποτελεί την προϋπόθεση συμμετοχής στο συγκεκριμένο διαγωνισμό, και ότι υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της απόψεως αυτής. Ωστόσο, ούτε το άρθρο 5, ούτε, ειδικότερα, το άρθρο 32, δεύτερο εδάφιο, περιορίζουν την περίοδο της "επαγγελματικής πείρας ισοδυνάμου επιπέδου" ή της "κατάρτισης και ειδικής επαγγελματικής πείρας" στην περίοδο μετά την απόκτηση ορισμένου διπλώματος. Η διατύπωση του άρθρου 32 είναι όλως γενική.

Πιστεύω ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων, η πολιτική που υιοθέτησε η Επιτροπή με την απόφασή της περί κριτηρίων είναι υπερβολικά περιοριστική και ότι η Επιτροπή έθεσε στη διακριτική της ευχέρεια όρια τα οποία δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 32, δεύτερο εδάφιο. Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η απόκτηση πανεπιστημιακού διπλώματος παρέχει για πρώτη φορά σε ένα άτομο τα απαιτούμενα προσόντα προκειμένου να εκτελέσει μια εργασία σε επίπεδο που αντιστοιχεί στην κατηγορία της νέας του θέσεως. Π.χ., ένα άτομο το οποίο αρχικά διαθέτει περιορισμένες γνώσεις σε μία γλώσσα και το οποίο προετοιμάζει ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα στη γλώσσα αυτή μπορεί να μην αποκτήσει την ικανότητα να εργάζεται στο επίπεδο και με την απόδοση που απαιτείται για μεταφραστή παρά μόνο κατά το χρόνο της λήψεως του εν λόγω διπλώματος. Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν απολύτως εύλογο να ληφθεί υπόψη μόνο η πείρα που αποκτάται μετά τη λήψη της διπλώματος. Από την άλλη πλευρά, όταν ένα άτομο αποκτά ένα δίπλωμα σε κάποιο άλλο τομέα εκτός του γλωσσικού (ιστορίας, οικονομικών επιστημών, φυσικών επιστημών), το οποίο προσθέτει ελάχιστα ή τίποτε στις γλωσσικές του γνώσεις, αλλά του προσφέρει τη δυνατότητα συμμετοχής σε διαγωνισμό για θέση άλλης κατηγορίας ή κλάδου, θεωρώ παράδοξο να αναγνωρίζεται, για τον καθορισμό των προσόντων του, η μεταφραστική πείρα και ικανότητα που απέκτησε μετά τη λήψη του διπλώματος ιστορίας και να μη λαμβάνεται υπόψη η πείρα και η ικανότητα που είχε αποκτήσει πριν από τη λήψη του εν λόγω διπλώματος, αν αυτή η πείρα και ικανότητα είναι του αυτού επιπέδου με εκείνη που αποκτήθηκε μετά τη λήψη του διπλώματος.

Θεωρώ, συνεπώς, ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, ακόμα και αν είχε εφαρμοστεί το άρθρο 32, η προσφεύγουσα ουδέποτε θα κατατασσόταν στο κλιμάκιο 3 του βαθμού LΑ 7 πρέπει να απορριφθεί και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η E. Lucas δικαιούται οπωσδήποτε να καταταγεί στο κλιμάκιο 3 του βαθμού LΑ 7. Το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να αποφανθεί περί αυτού, ούτε έχει αρμοδιότητα να το πράξει. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την περίπτωση. Αν η πείρα που απέκτησε η E. Lucas πριν από τη λήψη του διπλώματός της είναι του ιδίου επιπέδου με αυτή που απέκτησε μετά τη λήψη του διπλώματος (δεδομένου ότι η τελευταία αυτή πείρα κρίθηκε επαρκής βάσει των εφαρμοστέων κριτηρίων και, συνεπώς, του άρθρου 32), η Επιτροπή πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να τη λάβει υπόψη της.

Προτείνω, επομένως, να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση και να επιβαρυνθεί η Επιτροπή με τα δικαστικά έξοδα της E. Lucas.

(*) Μετάφραση από τα αγγλικά.