ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 27ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1988. - ΒΕΛΓΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΤΑ RENE HUMBEL ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ MARIE-THERESE EDEL. - ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ JUSTICE DE PAIX ΤΟΥ ΚΑΝΤΟΝΙΟΥ ΤΗΣ NEUFCHATEAU (ΒΕΛΓΙΟ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ - ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΙΔΑΚΤΡΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 263/86.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 05365
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Κοινωνική πολιτική - Κοινή πολιτική επαγγελματικής εκπαιδεύσεως - Επαγγελματική εκπαίδευση - 'Εννοια - 'Ετος σπουδών που ανήκει σε κύκλο σπουδών ο οποίος συνιστά επαγγελματική εκπαίδευση - Περιλαμβάνεται - Προϋποθέσεις
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 128)
2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Υπηρεσίες - 'Εννοια - Μαθήματα διδασκόμενα σε τεχνολογικό ινστιτούτο το οποίο ανήκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος - Αποκλείεται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 59 και 60, πρώτο εδάφιο)
3. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Δικαίωμα των τέκνων εργαζομένου για την πρόσβαση στην εκπαίδευση που παρέχει το κράτος υποδοχής - Δικαίωμα μη αντιτάξιμο σε άλλο κράτος μέλος το οποίο εξαρτά την πρόσβαση σε μαθήματα γενικής σχολικής εκπαιδεύσεως από την πληρωμή διδάκτρων - Απαλλαγη των τέκνων που είναι υπήκοοι του κράτους υποδοχής από τα δίδακτρα - Δεν ασκεί επίδραση
(Κανονισμός του Συμβουλίου 1612/68, άρθρο 12)
1. Συνιστά επαγγελματική εκπαίδευση, κατά την έννοια της Συνθήκης ένα έτος σπουδών που ανήκει σε κύκλο σπουδών ο οποίος αποτελεί εκπαιδευτική ενότητα και προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχολήσεως.
Πράγματι, προκειμένου να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας τους, τα διάφορα έτη ενός κύκλου σπουδών δεν πρέπει να θεωρούνται μεμονωμένα αλλά στο πλαίσιο του όλου κύκλου σπουδών, με βάση, ιδίως, το σκοπό του, υπό τον όρο, πάντως, ότι ο εν λόγω κύκλος αποτελεί σύνολο που παρουσιάζει ενότητα και ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ ενός μέρους του εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο δεν συνιστά επαγγελματική εκπαίδευση και ενός άλλου μέρους το οποίο εμπίπτει σ' αυτή την έννοια.
2. Δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπηρεσίες, κατά την έννοια του άρθρου 59 της Συνθήκης, μαθήματα διδασκόμενα σε τεχνολογικό ινστιτούτο το οποίο ανήκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Πράγματι, κατά το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, το κεφάλαιο περί υπηρεσιών εφαρμόζεται μόνο επί "των παροχών που κατά κανόνα προσφέροται αντί αμοιβής". Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής, όμως, το οποίο έγκειται στο γεγονός ότι η αμοιβή αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της κατά τα ανωτέρω παροχής, δεν υφίσταται προκειμένου περί μαθημάτων τα οποία διδάσκοται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος, δεδομένου ότι, αφενός μεν, με τη δημιουργία και την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος, το κράτος δεν αποβλέπει στην άσκηση αμειβομένων δραστηριοτήτων, αλλά εκπληρώνει την αποστολή του απέναντι στον πληθυσμό του στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα, αφετέρου δε, το εν λόγω σύστημα χρηματοδοτείται, κατά γενικό κανόνα, από τον δημόσιο προϋπολογισμό και όχι από τους μαθητές ή τους γονείς τους.
Ο χαρακτήρας της δραστηριότητας αυτής δεν επηρεάζεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι, ενίοτε, οι μαθητές ή οι γονείς τους υποχρεούνται να καταβάλλουν τέλη ή δίδακτρα, προκειμένου να συνεισφέρουν, σε ορισμένο βαθμό, στις δαπάνες λειτουργίας του συστήματος.
3. Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, κατά το οποίο τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του, αφορά όχι μόνο τους σχετικούς με την αποδοχή στα μαθήματα κανόνες, αλλά και τα γενικά μέτρα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της φοιτήσεως. Κατά το γράμμα της, ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει υποχρέωση παρά μόνο στο κράτος μέλος όπου κατοικεί ο διακινούμενος εργαζόμενος. Επομένως, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν τέλη εγγραφής ή δίδακτρα, ως προϋπόθεση για την πρόσβαση σε μαθήματα γενικής σχολικής εκπαιδεύσεως που πραγματοποιούνται στο έδαφός τους, στα τέκνα των διακινουμένων εργαζομένων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η επιβάρυνση αυτή δεν επιβάλλεται στους υπηκόους αυτού του κράτους μέλους.
Στην υπόθεση 263/86,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του ειρηνοδικείου του καντονίου Neufchateau (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ
Βελγικού Δημοσίου
και
Rene Humbel και της συζύγου του Marie-Therese το γένος Edel, υπό την ιδιότητά τους ως ασκούντων κατά νόμο τη γονική μέριμνα του ανηλίκου υιού τους Frederic Humbel, αμφοτέρων κατοίκων Λουξεμβούργου, 2, rue Federspiel,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία, ιδίως, των άρθρων 59 και 128 της Συνθήκης ΕΟΚ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
συγκείμενο από τους G. Bosco, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, T. Koopmans, U. Everling, K. Bahlmann, Y. Galmot, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet και F. A. Schockweiler, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn
γραμματέας: B. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- το ενάγον βελγικό δημόσιο, εκπροσωπούμενο από το δικηγόρο Dardenne,
- οι εναγόμενοι, εκπροσωπούμενοι από το δικηγόρο L. Misson,
- το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από τον H. R. L. Purse,
- η Ιταλική Δημοκρατία εκπροσωπούμενη από τον L. Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών,
- το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενο από το διευθυντή διεθνών οικονομικών σχέσεων,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κρεμλή,
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 26ης Νοεμβρίου 1987,
αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 1988,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με Διάταξη της 16ης Μαΐου 1986, που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 1986, το Ειρηνοδικείο του Καντονίου Neufchateau (Βέλγιο) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία, ιδίως, των άρθρων 59 και 128 της Συνθήκης, προκειμένου να επιλύσει μια διαφορά σχετικά με την καταβολή ορισμένου ποσού ως διδάκτρων (το αποκαλούμενο "minerval") - για τη φοίτηση υπηκόου άλλου κράτους μέλους σε δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο αγωγής που άσκησε το Βελγικό Dημόσιο κατά του R. Humbel και της συζύγου του, εναγομένων της κύριας δίκης, υπό την ιδιότητά τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του υιού τους Frederic (στο εξής: ο ενδιαφερόμενος), ζητώντας την καταβολή ποσού 35 000 βελγικών φράγκων (ΒFR) οφειλομένων ως διδάκτρων για τα μαθήματα δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος κατά το σχολικό έτος 1984/85 στο Institut d' Enseignement General et Technique de l' Etat (Κρατικό Ινστιτούτο Γενικής και Τεχνικής Εκπαιδεύσεως) του Libramont (Βέλγιο).
3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος και οι γονείς του είναι γάλλοι υπήκοοι και κάτοικοι Λουξεμβούργου, όπου ο πατέρας εργάζεται ως υπάλληλος.
4 Από τη δικογραφία προκύπτει, επίσης, ότι τα μαθήματα που διδάσκονται στο ινστιτούτο αυτό εντάσσονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Το πρόγραμμα των σπουδών που παρακολουθεί ο ενδιαφερόμενος, συνολικής διαρκείας έξι ετών, περιλαμβάνει τρία διαδοχικά στάδια διαρκείας δύο ετών το καθένα, δηλαδή ένα στάδιο παρατηρήσεως, ένα στάδιο προσανατολισμού και ένα στάδιο ειδικεύσεως τα μαθήματα στα οποία είχε εγγραφεί ο ενδιαφερόμενος κατά το έτος 1984/85 αποτελούν το δεύτερο έτος του σταδίου προσανατολισμού. Τα μαθήματα αυτά αποτελούν μέρος της βασικής γενικής εκπαιδεύσεως και, επομένως, δεν περιλαμβάνουν μαθήματα ειδικού επαγγελματικού χαρακτήρα. Αντίθετα, τα μαθήματα που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο του σταδίου ειδικεύσεως θεωρούνται από την εθνική νομοθεσία ότι συνιστούν επαγγελματική εκπαίδευση για την παρακολούθησή τους δεν οφείλονται κανενός είδους δίδακτρα.
5 Το βελγικό δημόσιο άσκησε την αγωγή του κατόπιν της αρνήσεως του ενδιαφερομένου να καταβάλει δίδακτρα ύψους 35 000 (ΒFR), τα οποία δεν ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν οι βέλγοι μαθητές.
6 Το εθνικό δικαστήριο το οποίο επελήφθη της υποθέσεως ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
"1) Συνιστούν επαγγελματική εκπαίδευση τα μαθήματα που παρακολουθεί ο Frederic Humbel στο Κρατικό Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Libramont;
2) Αν τα μαθήματα αυτά δεν συνιστούν επαγγελματική εκπαίδευση, μπορεί ο Frederic Humbel να θεωρηθεί ως αποδέκτης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 59 της Συνθήκης και μπορεί να του ζητηθεί να καταβάλει δίδακτρα ως προϋπόθεση για την παρακολούθηση μαθημάτων γενικής εκπαιδεύσεως;
3) Αν οι υπήκοοι του Λουξεμβούργου έχουν το δικαίωμα να εγγράφουν τα τέκνα τους στα βελγικά εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρίς να καταβάλλουν καθόλου δίδακτρα, μπορεί ένας γάλλος εργαζόμενος εγκατεστημένος στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου να αξιώσει να τύχει της αυτής μεταχειρίσεως;"
7 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, καθώς και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
Επί του πρώτου ερωτήματος
8 Το πρώτο ερώτημα αφορά το ζήτημα αν μαθήματα όπως τα προαναφερθέντα μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν επαγγελματική εκπαίδευση, κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΟΚ.
9 Επ' αυτού, οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι το περί ου ο λόγος εκπαιδευτικό έτος, και αν ακόμα, θεωρούμενο μεμονωμένως, δεν φαίνεται να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπως αυτά προσδιορίστηκαν από το Δικαστήριο στην απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985 (293/83, Gravier, Συλλογή 1985, σ. 593), συνιστά, παρά ταύτα, επαγγελματική εκπαίδευση, κατά το μέτρο που καθιστά δυνατή τη φοίτηση στο στάδιο της ειδικεύσεως και, επομένως, στην κατά κύριο λόγο τεχνική εκπαίδευση. Αντίθετα, κατά την προφορική διαδικασία, το βελγικό δημόσιο υποστήριξε ότι τα μαθήματα που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος υπάγονται στη γενική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία δεν παρέχει επαγγελματική κατάρτιση κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως. Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι τα περί ων ο λόγος μαθήματα είναι μαθήματα γενικής δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως και, επομένως, δεν συνιστούν "επαγγελματική εκπαίδευση" κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΟΚ. Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας των μαθημάτων που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος.
10 Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985, το Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε είδος εκπαιδεύσεως που προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχολήσεως συνιστά επαγγελματική εκπαίδευση, όποια κι αν είναι η ηλικία ή το επίπεδο εκπαιδεύσεως των μαθητών ή των σπουδαστών και ακόμα κι αν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει ένα μέρος γενικής εκπαιδεύσεως.
11 Η υπόθεση στην κύρια δίκη θέτει ειδικότερα, το ζήτημα αν ένα έτος εκπαιδεύσεως που δεν συγκεντρώνει, καθεαυτό, τα στοιχεία αυτά πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά επαγγελματική εκπαίδευση, όταν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενός κύκλου σπουδών στον οποίο πρέπει να αναγνωρίζεται αυτός ο χαρακτήρας.
12 Πρέπει να υπογραμμιστεί σχετικά ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας τους, τα διάφορα έτη ενός κύκλου σπουδών δεν πρέπει να θεωρούνται μεμονωμένως, αλλά στο πλαίσιο του όλου κύκλου σπουδών, με βάση ιδίως το σκοπό του, υπό τον όρο, πάντως, ότι ο εν λόγω κύκλος αποτελεί ένα σύνολο που παρουσιάζει ενότητα και ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ ενός μέρους του εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο δεν συνιστά επαγγελματική εκπαίδευση και ενός άλλου μέρους το οποίο, αντιθέτως, εμπίπτει σ' αυτή την έννοια (βλέπε απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988 στην υπόθεση 24/86, Blaizot, Συλλογή 1988, σ. 379). Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τα κριτήρια αυτά στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως την οποία καλείται να κρίνει.
13 Στο πρώτο ερώτημα, επομένως, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι συνιστά επαγγελματική εκπαίδευση, κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα έτος σπουδών που ανήκει σε κύκλο σπουδών ο οποίος αποτελεί εκπαιδευτική ενότητα και προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχολήσεως.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
14 Το δεύτερο ερώτημα αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι μαθήματα διδασκόμενα σε τεχνολογικό ινστιτούτο το οποίο ανήκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος πρέπει να χαρακτηρίζονται ως υπηρεσίες υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το εν λόγω άρθρο απαγορεύει την επιβολή διδάκτρων τα οποία δεν επιβάλλονται στους μαθητές που είναι υπήκοοι του οικείου κράτους.
15 Πρέπει να υπομνησθεί, σχετικά, ότι, κατά το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, το κεφάλαιο περί υπηρεσιών εφαρμόζεται μόνον επί των παροχών "που κατά κανόνα προσφέρονται αντί αμοιβής".
16 Παρόλο που η έννοια της αμοιβής δεν ορίζεται ρητώς από το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ, το νομικό της περιεχόμενο μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το οποίο οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν ιδίως τις βιομηχανικές και εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και τις βιοτεχνικές δραστηριότητες και τις δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελματιών.
17 Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται, επομένως, στο γεγονός ότι η αμοιβή αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της κατά τα ανωτέρω παροχής, αντιπαροχή την οποία, κατά κανόνα, προσδιορίζουν από κοινού ο παρέχων την υπηρεσία και ο αποδέκτης της.
18 Το χαρακτηριστικό αυτό δεν υφίσταται προκειμένου περί μαθημάτων τα οποία διδάσκονται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Πράγματι, με τη δημιουργία και την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος, το κράτος δεν αποβλέπει στην άσκηση αμειβομένων δραστηριοτήτων, αλλά εκπληρώνει την αποστολή του απέναντι στον πληθυσμό του στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα. Εξάλλου, το εν λόγω σύστημα χρηματοδοτείται, κατά γενικό κανόνα, από το δημόσιο προϋπολογισμό και όχι από τους μαθητές ή τους γονείς τους.
19 Ο χαρακτήρας της δραστηριότητας αυτής δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, ενίοτε, οι μαθητές ή οι γονείς τους υποχρεούνται να καταβάλλουν δίδακτρα, προκειμένου να συνεισφέρουν, σε ορισμένο βαθμό, στις δαπάνες λειτουργίας του συστήματος. Κατά μείζονα λόγο, το γεγονός και μόνο ότι η καταβολή διδάκτρων επιβάλλεται μόνο στους αλλοδαπούς μαθητές δεν μπορεί να έχει τέτοιο αποτέλεσμα.
20 Στο πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι μαθήματα διδασκόμενα σε τεχνολογικό ινστιτούτο το οποίο ανήκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπηρεσίες κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
21 Ενόψει της απαντήσεως αυτής, παρέλκει η εξέταση του δευτέρου σκέλους του ερωτήματος.
Επί του τρίτου ερωτήματος
22 Με το τρίτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν δίδακτρα, ως προϋπόθεση για την πρόσβαση σε μαθήματα σχολικής εκπαιδεύσεως που πραγματοποιούνται στο έδαφός τους, στα τέκνα των διακινουμένων εργαζομένων οι οποίοι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η επιβάρυνση αυτή δεν επιβάλλεται στους υπηκόους αυτού του άλλου κράτους μέλους.
23 Πρέπει να παρατηρηθεί, προκαταρκτικώς, ότι το ζήτημα αυτό ανακύπτει μόνο στις περιπτώσεις που δεν συνιστούν επαγγελματική εκπαίδευση κατά την έννοια του άρθρου 128 της Συνθήκης ΕΟΚ. Πράγματι, από την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985 προκύπτει ότι, στον τομέα της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, η απαγόρευση των διακρίσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ ισχύει σε κάθε περίπτωση.
24 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η μόνη διάταξη κοινοτικού δικαίου που μπορεί να ληφθεί υπόψη είναι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), κατά το οποίο τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του. Σύμφωνα με την ερμηνεία της από το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή αφορά όχι μόνο τους σχετικούς με την αποδοχή στα μαθήματα κανόνες, αλλά και τα γενικά μέτρα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της φοιτήσεως (απόφαση της 3ης Ιουλίου 1974, Casagrande, 9/74, Rec. 1974, σ. 773). Κατά το γράμμα, ωστόσο, του άρθρου 12 του προαναφερθέντος κανονισμού δεν επιβάλλεται υποχρέωση παρά μόνο στο κράτος μέλος όπου κατοικεί ο διακινούμενος εργαζόμενος.
25 Στο τρίτο ερώτημα, επομένως, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν δίδακτρα, ως προϋπόθεση για την πρόσβαση σε μαθήματα γενικής σχολικής εκπαιδεύσεως που πραγματοποιούνται στο έδαφός τους, στα τέκνα των διακινουμένων εργαζομένων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η επιβάρυνση αυτή δεν επιβάλλεται στους υπηκόους αυτού του άλλου κράτους μέλους.
Επί των δικαστικών εξόδων
26 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ,
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το ειρηνοδικείο του καντονίου Neufchateau, με Διάταξη της 16ης Μαΐου 1986, αποφαίνεται:
1) Συνιστά επαγγελματική εκπαίδευση, κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα έτος σπουδών που ανήκει σε κύκλο σπουδών ο οποίος αποτελεί εκπαιδευτική ενότητα και προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχολήσεως.
2) Το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι μαθήματα διδασκόμενα σε τεχνολογικό ινστιτούτο το οποίο ανήκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπηρεσίες κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
3) Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν δίδακτρα, ως προϋπόθεση για την πρόσβαση σε μαθήματα γενικής σχολικής εκπαιδεύσεως που πραγματοποιούνται στο έδαφός τους, στα τέκνα των διακινουμένων εργαζομένων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η επιβάρυνση αυτή δεν επιβάλλεται στους υπηκόους αυτού του άλλου κράτους μέλους.