61986J0063

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 14ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1988. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΣ - ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΤΗΣΕΩΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΜΙΣΘΩΣΕΩΣ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΛΗΨΕΩΣ ΕΥΝΟΙΚΩΝ ΕΓΓΕΙΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 63/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 00029


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Δυνατότητα λήψεως κρατικών ενισχύσεων για την απόκτηση στέγης - Αποκλεισμός υπηκόων άλλων κρατών μελών - Δεν επιτρέπεται

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 52 και 59 )

Περίληψη


Ο υπήκοος κράτους μέλους που επιθυμεί να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος πρέπει, προκειμένου να διασφαλιστεί ως προς αυτόν απόλυτη ισότητα στους όρους του ανταγωνισμού με τους υπηκόους του τελευταίου αυτού κράτους, να μπορεί να αποκτήσει στέγη υπό προϋποθέσεις εξίσου ευνοϊκές με αυτές που ισχύουν για τους εν λόγω υπηκόους . 'Εστω και αν, στην πράξη, οι σχετικές με την απόκτηση στέγης ανάγκες των υπηκόων των κρατών μελών της Κοινότητας, οι οποίοι κάνουν χρήση των παρεχόμενων από τη Συνθήκη ελευθεριών, είναι διαφορετικές, δεν είναι, εν προκειμένω, δυνατό, εφόσον πρόκειται για την εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών μεταχειρίσεως, ούτε να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών εγκαταστάσεως ούτε να αποκλείονται οι παρέχοντες υπηρεσίες .

Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, υφίσταται παράβαση των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος επιφυλάσσει μόνο στους υπηκόους του, μέσω διαφόρων διατάξεων της νομοθεσίας του, τη δυνατότητα αποκτήσεως ή μισθώσεως κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο, καθώς και τη δυνατότητα λήψεως ευνοϊκών εγγείων πιστώσεων .

Διάδικοι


Στην υπόθεση 63/86,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Guido Berardis, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Silvio Pieri, ιταλό δημόσιο υπάλληλο υπηρετούντα στην Επιτροπή στο πλαίσιο του συστήματος ανταλλαγών μεταξύ κοινοτικών και εθνικών δημοσίων υπαλλήλων, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ ιταλική πρεσβεία, 5, rue Marie-Adelaide,

καθής,

η οποία έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιφυλάσσοντας - μέσω διαφόρων διατάξεων της νομοθεσίας της - στους Ιταλούς υπηκόους τη δυνατότητα λήψεως ευνοϊκών εγγείων πιστώσεων, καθώς και τη δυνατότητα μισθώσεως ή αποκτήσεως κατοικιών κατασκευασμένων από το δημόσιο ή με κρατικές επιχορηγήσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους G . Bosco, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, O . Due και G . C . Rodriguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T . Koopmans, U . Everling, K . Bahlmann, Y . Galmot, Κ . Κακούρη, R . Joliet, T . F . O' Higgins και F . Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας : J . L . da Cruz Vilaca

γραμματέας : B . Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 4ης Ιουνίου 1987,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Οκτωβρίου 1987,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Μαρτίου 1986, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιφυλάσσοντας μόνο στους ιταλούς υπηκόους τη δυνατότητα αποκτήσεως ή μισθώσεως κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο, καθώς και τη δυνατότητα λήψεως ευνοϊκών εγγείων πιστώσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 48, 52 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ . έκδ . 05/001, σ . 33 ). Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή επικρίνει την Ιταλική Δημοκρατία, διότι στερεί από τους υπήκοους των άλλων κρατών μελών τις εν λόγω δυνατότητες μέσω της προϋποθέσεως της ιταλικής ιθαγενείας που τίθεται στα προεδρικά διατάγματα 655 της 23ης Μαΐου 1964 και 1035 της 30ής Δεκεμβρίου 1972, στο νόμο 33 της 24ης Απριλίου 1980 της περιφέρειας της Απουλίας, στο νόμο 38 της 7ης Μαΐου 1980 της περιφέρειας της Τοσκάνης, στο νόμο 15 της 25ης Μαΐου 1981 της περιφέρειας της Emilia-Romagna και στο εγκριθέν στις 8 Σεπτεμβρίου 1981 δεκαετές στεγαστικό πρόγραμμα της ίδιας περιφέρειας, καθώς και στο νόμο 22 της 23ης Απριλίου 1982 της περιφέρειας της Λιγουρίας .

2 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στις 10 Δεκεμβρίου 1984, κατόπιν καταγγελίας ενός βέλγου υπηκόου του οποίου η αίτηση περί χορηγήσεως εγγείου πιστώσεως με χαμηλό επιτόκιο για την αγορά κατοικίας στο Mordano ( Μπολόνια ), όπου κατοικούσε και ασκούσε μη μισθωτή δραστηριότητα, είχε απορριφθεί από τις αρχές της περιοχής της Emilia-Romagna, η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο οχλήσεως προς την ιταλική κυβέρνηση, κινώντας έτσι τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης, διότι θεώρησε ότι η προαναφερθείσα νομοθεσία ήταν αντίθετη προς τα άρθρα 48, 52 και 59 της Συνθήκης καθώς και προς τον προαναφερθέντα κανονισμό 1612/68 .

3 Στις 16 Απριλίου 1985, η Επιτροπή απέστειλε στην ιταλική κυβέρνηση την προβλεπόμενη στο άρθρο 169, παράγραφος 1, της Συνθήκης αιτιολογημένη γνώμη .

4 Με τηλετύπημα της 24ης Απριλίου 1985, η ιταλική κυβέρνηση επέστησε την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι, ήδη από το Δεκέμβριο του 1984, είχε διαβιβάσει αντίγραφο υπουργικής εγκυκλίου της 24ης Νοεμβρίου 1984, κατά την οποία οι υπήκοοι των κρατών μελών της Κοινότητας που ασκούν την κύρια επαγγελματική τους δραστηριότητα και κατοικούν στην Ιταλία πρέπει να θεωρούνται, από κάθε άποψη, εξομοιούμενοι προς τους ιταλούς υπηκόους όσον αφορά τη δυνατότητα αποκτήσεως ή μισθώσεως κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο .

5 Στις 4 Σεπτεμβρίου 1985, η Επιτροπή εξέδωσε συμπληρωματική γνώμη, διότι θεώρησε ότι η εγκύκλιος αυτή δεν αρκούσε για να τεθεί τέρμα στη διαπιστωθείσα παράβαση, λόγω του ότι, ειδικότερα, η εν λόγω εγκύκλιος ούτε δέσμευε τις περιφερειακές αρχές ούτε είχε δεόντως δημοσιευτεί .

6 Κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφης διαδικασίας, η ιταλική κυβέρνηση αναγνώρισε το ανεπαρκές της υπουργικής εγκυκλίου και, στις 15 Μαΐου 1987, εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα κατα το οποίο οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών της Κοινότητας που κατοικούν στην Ιταλία, ασκούν εκεί έμμισθη δραστηριότητα και συγκεντρώνουν τις υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις της νομοθεσίας για την απόκτηση ή μίσθωση κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο, εξομοιώνονται, για τους σκοπούς της εν λόγω νομοθεσίας, προς τους ιταλούς υπηκόους .

7 Κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας και αφού διαπιστώθηκε ότι το διάταγμα αυτό δεσμεύει επίσης τις περιφερειακές αρχές και έχει δημοσιευτεί στην Gazzetta ufficiale della Reublica italiana, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής δήλωσε ότι η προσφυγή κατέστη, έτσι, άνευ αντικειμένου όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της επίδικης νομοθεσίας, αφενός, και των περιεχόμενων στο άρθρο 48 της Συνθήκης και στον κανονισμό 1612/68 κοινοτικών διατάξεων, αφετέρου . Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή παραιτήθηκε, ως προς το σημείο αυτό, της προσφυγής της .

8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς η επίμαχη ιταλική νομοθεσία, η διαδικασία, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων . Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

9 Για την οριοθέτηση του αντικειμένου της διαφοράς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφυγή αφορά μόνο την προϋπόθεση υπάρξεως ιταλικής ιθαγένειας που προβλέπεται από την ιταλική νομοθεσία σχετικά με την απόκτηση ή μίσθωση κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο . 'Οπως η Επιτροπή δέχτηκε κατά την προφορική διαδικασία, οι λοιπές προϋποθέσεις που επιβάλλει η νομοθεσία αυτή δεν αμφισβητούνται . Κατά συνέπεια, μετά την έκδοση του προαναφερθέντος προεδρικού διατάγματος της 15ης Μαΐου 1987 και την παραίτηση της Επιτροπής από μέρος των αιτημάτων της, το μόνο πρόβλημα που θέτει η υπό κρίση διαφορά είναι το αν, στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης, το κοινοτικό δίκαιο αντιτίθεται στο να επιφυλάσσεται στους ιταλούς υπηκόους η δυνατότητα αποκτήσεως ή μισθώσεως κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο .

10 Εν προκειμένω, η ιταλική κυβέρνηση προβάλλει την έλλειψη άμεσου συνδέσμου μεταξύ της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας και της δυνατότητας αποκτήσεως κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο ή της λήψεως ευνοϊκών εγγείων πιστώσεων για την κατασκευή ή την αγορά τέτοιων κατοικιών . Η εν λόγω προϋπόθεση ιθαγενείας δεν συνιστά περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών απλώς περιορίζει μια ευχέρεια δυνάμενη να ευνοεί ή να διευκολύνει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών . 'Ομως, οι απορρέουσες από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης υποχρεώσεις, όπως έχουν ερμηνευτεί από το Δικαστήριο, δεν επεκτείνονται και σε τέτοιου είδους ευχέρειες, ως προς τις οποίες η κατάργηση των σχετικών με την ύπαρξη ορισμένης ιθαγενείας προϋποθέσεων εξαρτάται από το συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών όπως προβλέπεται στον κανονισμό 1612/68 περί της κυκλοφορίας των μισθωτών .

11 Πάντως, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, η ιταλική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι η επίδικη προϋπόθεση ιθαγένειας μπορεί να αντίκειται στο άρθρο 52 της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα προς απόκτηση κύριας εγκαταστάσεως . Αντιθέτως, όσον αφορά το δικαίωμα προς τη λεγόμενη "δευτερεύουσα" εγκατάσταση και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν συνεπάγεται τη διαρκή παρουσία του ενδιαφερομένου στον τόπο ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας . Επομένως, αποκλείεται οι κοινοτικοί κανόνες περί απαγορεύσεως των διακρίσεων να εφαρμόζονται στην εκ μέρους τέτοιων προσώπων δυνατότητα αποκτήσεως ή μισθώσεως κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο . 'Αλλωστε, τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να συγκεντρώνουν τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω νομοθεσία, προϋποθέσεις οι οποίες, χωρίς να εισάγουν διακρίσεις, συνδέονται με τους κοινωνικούς σκοπούς της νομοθεσίας αυτής .

12 Ενόψει των επιχειρημάτων αυτών, επιβάλλεται να τονιστεί ότι με τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης αποσκοπείται κυρίως η εφαρμογή, στον τομέα των μη μισθωτών δραστηριοτήτων, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία έχει θεσπιστεί με το άρθρο 7, κατά το οποίο "εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσης Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας ".

13 Κατ' αυτό τον τρόπο, με τα δύο αυτά άρθρα αποσκοπείται η εξασφάλιση εθνικής μεταχειρίσεως στους υπηκόους κράτους μέλους οι οποίοι επιδιώκουν να ασκήσουν μη μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος και απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας απορρέουσα από εθνικές ή περιφερειακές νομοθεσίες και εμποδίζουσα την πρόσβαση σε μια τέτοια δραστηριότητα ή την άσκηση αυτής .

14 'Οπως προκύπτει από τα γενικά προγράμματα που θέσπισε το Συμβούλιο στις 18 Δεκεμβρίου 1961 ( GU 1962, σσ . 32 και 36),με τα οποία παρέχονται, όπως έχει επανειλημμένα δεχτεί το Δικαστήριο, χρήσιμα στοιχεία ενόψει της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η εν λόγω απαγόρευση δεν αφορά αποκλειστικώς τους ειδικούς κανόνες περί ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων, αλλά και τους κανόνες περί των διαφόρων γενικών ευχερειών που χρησιμεύουν στην άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών . Μεταξύ των αναφερομένων στα δύο αυτά προγράμματα παραδειγμάτων ξεχωρίζουν η δυνατότητα αποκτήσεως, εκμεταλλεύσεως ή μεταβιβάσεως δικαιωμάτων και κινητών ή ακινήτων πραγμάτων, καθώς και η δυνατότητα συνάψεως δανείων και, ιδίως, η δυνατότητα λήψεως διαφόρων ειδών πιστώσεων .

15 Η άσκηση, όσον αφορά ένα φυσικό πρόσωπο, επαγγελματικής δραστηριότητας δεν προϋποθέτει μόνο τη δυνατότητα προσβάσεως στους χώρους, ενδεχομένως διά του δανεισμού του αναγκαίου για την απόκτησή τους ποσού, απ' όπου μπορεί να ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα, αλλά και τη δυνατότητα αποκτήσεως στέγης . Από τις προηγούμενες σκέψεις έπεται ότι είναι δυνατό οι σχετικοί με την απόκτηση στέγης στον τόπο ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας περιορισμοί, τους οποίους περιέχει μια εθνική νομοθεσία, να συνιστούν εμπόδιο στην άσκηση αυτή .

16 Επομένως, για την εξασφάλιση πλήρους ισότητας ως προς τους όρους ανταγωνισμού, ο υπήκοος κράτους μέλους που επιθυμεί να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να μπορεί να αποκτήσει στέγη υπό προϋποθέσεις εξίσου ευνοϊκές με αυτές που ισχύουν για τους εγχώριους ανταγωνιστές που έχουν την ιθαγένεια του τελευταίου κράτους . Επομένως, κάθε περιορισμός ο οποίος επιβάλλεται όχι μόνο στο δικαίωμα για την απόκτηση στέγης, αλλά και στις διάφορες διευκολύνσεις που παρέχονται στους εν λόγω υπηκόους του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για την ελάφρυνση του σχετικού οικονομικού βάρους, πρέπει να θεωρείται ως εμπόδιο στην άσκηση αυτής ταύτης της επαγγελματικής δραστηριότητας .

17 Υπό τις συνθήκες αυτές, μια σχετική με την απόκτηση στέγης νομοθεσία, έστω και αν αφορά τις κατασκευασμένες ή ανακαινισμένες από το δημόσιο κατοικίες, πρέπει να λογίζεται μεταξύ των νομοθεσιών που υπόκεινται στην αρχή της εθνικής μεταχειρίσεως, όπως αυτή απορρέει από τις σχετικές με τις μη μισθωτές δραστηριότητες διατάξεις της Συνθήκης .

18 'Οπως ισχυρίζεται και η ιταλική κυβέρνηση, είναι αληθές ότι στην πράξη όλες οι περιπτώσεις εγκαταστάσεως δεν δημιουργούν την ίδια ανάγκη εξευρέσεως μόνιμης κατοικίας και ότι, κατά γενικό κανόνα, η ανάγκη αυτή δεν καθίσταται αισθητή στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών . Είναι επίσης ακριβές ότι ο παρέχων υπηρεσίες δεν θα πληροί, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τις μη συνεπαγόμενες δυσμενείς διακρίσεις προϋποθέσεις που συνδέονται με τους σκοπούς της νομοθεσίας περί των κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο κατοικιών .

19 Δεν είναι δυνατό, όμως, να αποκλειστεί a priori η περίπτωση προσώπου το οποίο, καίτοι διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, ωθείται στο να ασκήσει τις επαγγελματικές του δραστηριότητες σε άλλο κράτος μέλος για περίοδο τόσο παρατεταμένη ώστε να χρειάζεται εκεί μόνιμη κατοικία και να πληροί τις μη συνεπαγόμενες δυσμενείς διακρίσεις προϋποθέσεις όσον αφορά τη δυνατότητα αποκτήσεως στέγης από το δημόσιο . Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ διαφόρων μορφών εγκαταστάσεως ούτε να αποκλείονται οι παρέχοντες υπηρεσίες από τα ενεργετικά αποτελέσματα της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχειρίσεως .

20 Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιφυλάσσοντας μόνο στους ιταλούς υπηκόους, μέσω διάφορων διατάξεων της νομοθεσίας, τη δυνατότητα αποκτήσεως ή μισθώσεως κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο, καθώς και τη δυνατότητα λήψεως ευνοϊκών εγγείων πιστώσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

21 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου . Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, ο παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εκτός αν η παραίτησή του δικαιολογείται από τη στάση του αντιδίκου .

22 Η Επιτροπή παραιτήθηκε, κατά τη διάρκεια της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, από μια από τις αιτιάσεις που περιέλαβε στην προσφυγή της, λόγω του ότι η Ιταλική Δημοκρατία συμμορφώθηκε ως προς το σημείο αυτό μετά την άσκηση της προσφυγής .

23 Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η μερική παραίτηση της Επιτροπής δικαιολογείται από τη στάση της Ιταλικής Δημοκρατίας η οποία, εξάλλου, ηττήθηκε ως προς τα λοιπά κεφάλαια της προσφυγής .

24 Επομένως, η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει :

1 ) Η Ιταλική Δημοκρατία, επιφυλάσσοντας μόνο στους ιταλούς υπηκόους, μέσω διάφορων διατάξεων της νομοθεσίας της, τη δυνατότητα αποκτήσεως ή μισθώσεως κατοικιών κατασκευασμένων ή ανακαινισμένων από το δημόσιο, καθώς και τη δυνατότητα λήψεως ευνοϊκών εγγείων πιστώσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ .

2 ) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα .